
Ιωνάθαν , Μαριάμ Και Θελιέλ ...
Πίσω στο παρόν, ο Οδυσσέας μορφάζει.
«Άσε με να μαντέψω! Αυτοί οι δύο ερωτεύτηκαν, σωστά;»
Ο Αλέκος κλείνει το βιβλίο μ' ένα γδούπο, το πετάει στο πάτωμα και τρίβει τα μάτια του, που είναι κουρασμένα απ' το διάβασμα.
«Με την πρώτη ματιά, και απ' ότι φαίνεται ... Για όλη την Αιωνιότητα»
Όλοι γυρίζουν να κοιτάξουν τον Τζάκο και τη Μαίρη, που κάθονται στον καναπέ, κι αυτός νευριάζει.
«Ελάτε τώρα! Είναι απλώς μια ιστορία. Αλήθεια πιστεύετε ότι εγώ είμαι αυτός ο Ιωνάθαν και η Μαίρη είναι αυτή η Μαριάμ;»
Ο Στέφανος σηκώνει τα φρύδια.
«Είναι το μόνο πράγμα που βγάζει νόημα, ρε Μπαμπά»
«Μαλακίες, Τίγρη! Μ' ακούς; Είναι όλα μαλακίες! Τίποτα δεν βγάζει νόημα εδώ!»
Η Μαίρη στρέφεται στον Αλέκο.
«Μετά τι έγινε, Αλέκο; Τι έκαναν αυτοί;»
«Δυστυχώς, η ιστορία τελειώνει εδώ. Ο συγγραφέας, ένας Άγγλος λόγιος που έζησε τον 16ο αιώνα και ισχυρίζεται ότι γνώρισε τους αγγέλους από κοντά σε μια απ' τις θνητές ζωές τους, λέει ότι η υπόλοιπη ιστορία, όπως και ο λόγος για τον οποίο συνέβησαν όλα, υπάρχουν μόνο στις αναμνήσεις τους. Στις αγγελικές τους αναμνήσεις»
Ο Άρης καταλήγει σε ένα συμπέρασμα.
«Οι οποίες, φυσικά, θάβονται όταν αυτοί περπατούν στη γη ως άνθρωποι. Άρα, για να μάθουμε την υπόλοιπη ιστορία, πρέπει να καταφέρουμε να αφυπνίσουμε την αγγελική τους φύση. Όπως ακριβώς κάναμε με τον Στέφανο και τη Φωτιά»
Ο Τζάκος ξεφυσάει.
«Αν υποθέσουμε ότι όλα αυτά είναι αλήθεια και εμείς ... Θεέ! Δεν το πιστεύω ότι κάθομαι και το συζητάω. Αυτό είναι παράνοια!»
Η Σελήνη καγχάζει.
«Γιατί, αδερφέ; Όλα ταιριάζουν μεταξύ τους. Σκέψου το! Η αγάπη σας είναι επική»
«Σκότωσε τη ρομαντική γατούλα που κρύβεται μέσα σου, αδερφούλα. Απλώς αγαπάω τη γυναίκα μου. Τώρα. Σ' αυτή τη ζωή. Είμαι απλά ένας θνητός ...»
Όσο ο Τζάκος διαφωνεί με τη Σελήνη, η Άρτεμις νιώθει ένα περίεργο σφίξιμο μέσα της. Αυτή σηκώνει την μπλούζα της και δεν πιστεύει στα μάτια της καθώς βλέπει την κοιλιά της να φουσκώνει, φτάνοντας το μέγεθος μιας τουλάχιστον έξι μηνών εγκυμοσύνης.
«Εεεε ... Συγγνώμη που διακόπτω, αλλά ... Στέφανε, κοίτα!»
Όλοι γυρίζουν και την κοιτάζουν έκπληκτοι, και περισσότερο απ' όλους ο Στέφανος.
«Τι στο διάολο! Πότε έγινε αυτό;»
«Εεεε ... Τώρα. Ακριβώς μπροστά στα μάτια μου. Ένιωσα ένα σφίξιμο, σήκωσα την μπλούζα μου, και είδα την κοιλιά μου να μεγαλώνει»
Η Σελήνη σταυρώνει τα χέρια μπροστά στο στήθος της και κοιτάζει τον αδερφό της κάπως αλαζονικά.
«Ακόμα επιμένεις ότι είσαι θνητός, αδερφούλη;»
Ο Τζάκος κουνάει το κεφάλι του, προσπαθώντας απεγνωσμένα να βρει τις σωστές λέξεις, αλλά δεν τα καταφέρνει.
«Εγώ ... Εγώ ... Δεν ξέρω τι να πω αυτή τη στιγμή»
Η Άρτεμις, η μόνη που δέχεται τόσο εύκολα όλη αυτή την τρέλα, αρχίζει να φωνάζει ενθουσιασμένη.
«Ρώτα τον, Στέφο! Ρώτα τον Τζέι-Τζέι τι ακριβώς συνέβη»
Ο Στέφανος την πλησιάζει και αγγίζει την φουσκωμένη πια κοιλίτσα της.
«Φιλαράκο, μ' ακούς;»
Η απάντηση έρχεται αμέσως κι αυτός χαμογελάει.
«Μπράβο τ' αγόρι μου! Πες μου τώρα τι έγινε. Εσύ το έκανες αυτό, ε; Εσύ έκανες την κοιλίτσα της μαμάς να μεγαλώσει;»
Αυτός σηκώνει τα φρύδια του έκπληκτος, αλλά και λίγο περήφανος όταν ακούει την απάντηση.
«Έτσι, ε; Εντάξει, φιλαράκο. Κάνε ό,τι καλύτερο για να νιώθεις άνετα εκεί μέσα, αλλά προειδοποίησε με την επόμενη φορά»
Αυτός σφίγγει τα χείλη του και προσπαθεί να μη γελάσει καθώς ακούει κάτι άλλο.
«Ναι, Τζέι-Τζέι. Η μαμά κι εγώ σ' αγαπάμε πολύ και ανυπομονούμε να σε γνωρίσουμε. Μην ανησυχείς για τίποτα. Ξεκουράσου τώρα»
Μ' ένα χάδι στην κοιλιά της Άρτεμις, αυτός σηκώνεται και κουνάει το κεφάλι του.
«Είναι απλά καταπληκτικός!»
Αυτή ανυπομονεί να μάθει τι έγινε.
«Τι; Τι σου είπε;»
«Λοιπόν ... Προφανώς, αυτός το έκανε»
«Γιατί; Έχει κάποιο πρόβλημα; Είναι καλά, έτσι δεν είναι;»
«Ηρέμησε, Κοριτσάκι. Είναι μια χαρά. Αυτός απλώς χρειαζόταν λίγο περισσότερο χώρο για να τεντώνει τα πόδια του και τον δημιούργησε»
Ο Οδυσσέας χτυπάει το χέρι του στο τραπέζι.
«Εντάξει! Δεν ξέρω τι συμβαίνει με όλους εμάς, αλλά αυτό το μωρό εκεί μέσα είναι σίγουρα ένας Ηλιόπουλος!»
Ο Στέφανος του κλείνει το μάτι.
«Το μήλο δεν πέφτει μακριά απ' τη μηλιά, G-Man»
«Ο Θεός να μας βοηθήσει!»
Όλοι ξεσπούν σε γέλια, αλλά όχι για πολύ. Αυτοί επιστρέφουν πολύ γρήγορα στην προηγούμενη κατάσταση τους, με τον Άρη να δίνει καινούργιες οδηγίες.
«Πριν προχωρήσουμε παρακάτω, Άρτεμις, συνειδητοποιείς ότι λόγω της νέας σου κατάστασης, δεν μπορείς να παρευρεθείς στην ανάκριση της Αφροδίτης αύριο, σωστά; Αν σε δει έτσι ...»
Η Άρτεμις συνοφρυώνεται.
«Καταλαβαίνω, αλλά μπορώ τουλάχιστον να είμαι κάπου κρυμμένη για ν' ακούω;»
«Θα προτιμούσα να μην σε δει κανείς έτσι»
«Εντάξει, Αρχηγέ. Στο κάτω-κάτω, εμπιστεύομαι τη Δώρα. Είμαι σίγουρη ότι θα καταφέρει να κάνει την σκύλα να μιλήσει χωρίς τη βοήθεια μου»
Η Πανδώρα τρίβει τα χέρια της με ικανοποίηση.
«Και καλά κάνεις και είσαι σίγουρη! Αυτή η σκύλα θα περάσει πολύ άσχημα στα χέρια μου. Της το χρωστάω!»
Ο Ιάσονας κοιτάζει την Αναΐς δίπλα του.
«Δεν πίστευα ποτέ ότι θα έλεγα κάτι τέτοιο, αλλά τη λυπάμαι την Αφροδίτη»
Αυτή χαμογελάει.
«Μην το λες αυτό, μωρό μου. Δεν της αξίζει οίκτος»
Εντωμεταξύ, ο Οδυσσέας έχει μια ιδέα και την εκφράζει στον Άρη.
«Ξέρεις τι σκεφτόμουν, Αρχηγέ; Κι αν όλοι αυτοί οι εχθροί που έχουν μαζευτεί ξαφνικά γύρω μας έχουν κάποια σχέση με τους αγγέλους; Αν όχι η σκύλα ή ο άλλος ο Παύλος, σίγουρα αυτοί οι Φύλακες της φυσικής ισορροπίας»
Ο Άρης κουνάει το κεφάλι του.
«Το σκέφτηκα κι εγώ αυτό, αλλά δεν μπορούμε να ξέρουμε στα σίγουρα. Όχι μέχρι να μάθουμε ολόκληρη την ιστορία και να ξεκαθαρίσουμε τι παίζει με τον Τζάκο και τη Μαίρη»
Ενώ όλοι οι άλλοι μιλούν, ο Τζάκος και η Μαίρη, ελκυόμενοι απ' την πρόσφατα φουσκωμένη κοιλιά της Άρτεμις, πηγαίνουν και κάθονται δίπλα της και βάζουν τα χέρια τους πάνω της. Αυτή τους χαμογελά, αλλά σωπαίνει όταν νιώθει τον Τζέι-Τζέι να κινείται μέσα της και ν' αγγίζει τα χέρια που αυτή τη στιγμή χαϊδεύουν το προσωρινό του σπίτι. Η Μαίρη της χαμογελάει.
«Πώς νιώθεις με όλα αυτά, κόρη μου;»
«Νιώθω μια χαρά. Όχι. Λάθος. Νιώθω υπέροχα»
«Δεν νομίζεις ότι όλα αυτά είναι ... Δεν ξέρω ... Πάρα πολλά για σένα;»
«Όχι βέβαια! Αυτός ο κόσμος, ο υπερφυσικός κόσμος, πάντα με γοήτευε και τώρα που έγινα μέρος του, είμαι χαρούμενη. Σε αντίθεση με σας τους δυο. Γιατί το κάνετε αυτό; Γιατί αρνείστε να δεχτείτε ότι όλα αυτά μπορεί να είναι αληθινά;»
Ο Τζάκος αναστενάζει.
«Γιατί φοβόμαστε, γλυκιά μου»
«Τι φοβάστε;»
«Ότι αν όλα αυτά είναι αλήθεια. αν είμαστε αυτοί οι δύο άγγελοι ... Όλα ξεκίνησαν εξαιτίας μας»
«Και λοιπόν;»
«Δεν θέλουμε ούτε να φανταστούμε ότι όλοι εσείς, οι άνθρωποι που αγαπάμε, υποφέρετε τώρα εξαιτίας μας»
Η Μαίρη παίρνει τον λόγο.
«Το μόνο που θέλαμε πάντα ήταν να προσφέρουμε στα παιδιά μας και σ' όλη την οικογένεια μια κανονική και καλή ζωή, αλλά αν εμείς πρέπει να πληρώσουμε το τίμημα για μια απόφαση μας ... Δεν θέλουμε να υποφέρετε κι εσείς μαζί μας»
Η Άρτεμις ρίχνει πίσω το κεφάλι της και ξεφυσάει αγανακτισμένη.
«Για όνομα του Θεού! Τι μαλακίες είναι αυτές;»
Οι άλλοι δύο απορούν, αλλά δεν μπορούν να το εκφράσουν γιατί το κορίτσι συνεχίζει ακάθεκτο.
«Ναι, κύριε και κυρία Ηλιοπούλου! Ένα σωρό μαλακίες! Μέγιστες μαλακίες! Συγχωρήστε με αν γίνομαι αγενής, αλλά ποτέ δεν περίμενα να σκέφτεστε τόσο λάθος»
Η Μαίρη ζητάει εξηγήσεις.
«Τι εννοείς λάθος;»
«Είναι πολύ απλό, κυρία Ηλιοπούλου ή Μαμά Μαίρη ή Άγγελε Μαριάμ! Αν όλα αυτά είναι αλήθεια, εσείς οι δύο είστε ο λόγος που είμαστε όλοι εδώ τώρα. Δεν ξέρω τι απόφαση πήρατε τότε ή πόσο ταλαιπωρηθήκατε μέχρι να φτάσετε εδώ. Αυτό που ξέρω όμως είναι ότι δημιουργήσατε αυτόν τον υπέροχο άντρα, ή άγγελο, ή οτιδήποτε άλλο είναι ο Στέφανος, κι αυτός διάλεξε εμένα, μια θνητή γυναίκα, και με ευλόγησε μ' αυτό το υπέροχο δώρο που κουβαλάω μέσα μου. Δεν ξέρω για όλους τους άλλους, αλλά εγώ θα σας είμαι για πάντα ευγνώμων γι' αυτό»
Η φωνή της Άρτεμις έχει ανέβει αρκετές οκτάβες, κι έτσι, οι άλλοι σταματούν να μιλάνε και γυρίζουν να την κοιτάξουν. Τότε, αυτή σηκώνεται όρθια και απευθύνεται σε όλους.
«Γιατί με κοιτάτε όλοι έτσι; Ελάτε, εσείς οι θνητοί της αγέλης! Είμαι σίγουρη ότι τους είστε το ίδιο ευγνώμων όσο κι εγώ. Άντε, πέστε τους τι νιώθετε. Πέστε τους ότι τα βάσανα, όπως τα λένε, που περνάμε τώρα δεν είναι τίποτα σε σύγκριση με όλα αυτά με τα οποία έχουμε ανταμειφθεί. Πέστε τους! Ίσως μ' αυτόν τον τρόπο μπορούμε να τους βοηθήσουμε να ξεπεράσουν τον ηλίθιο φόβο τους και ν' αφήσουν την αγγελική τους φύση να ξυπνήσει επιτέλους!»
Αυτή περιμένει, αλλά κανείς τους δεν μιλάει.
«Τι κάνετε μωρέ; Γιατί δεν μιλάτε; Πείτε κάτι!»
Ο Σπύρος την πλησιάζει.
«Δεν χρειάζεται να πούμε τίποτα εμείς, μωρό μου. Τα δικά σου λόγια ήταν αρκετά. Κοίτα!»
Αυτή κοιτάζει εκεί που δείχνει ο πατέρας της και τα χρυσογκρίζα μάτια της ανοίγουν διάπλατα. Πριν λίγη ώρα, αυτή βίωσε ένα θαύμα όταν μεγάλωσε η κοιλιά της και τώρα βιώνει ακόμα ένα μεγαλύτερο. Την μεταμόρφωση δύο αγγέλων, κι αυτό την κάνει ν' αναφωνήσει.
«Μέγας είσαι, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα Σου! Αλληλούια!»
Ο Τζάκος και η Μαίρη στέκονται ο ένας απέναντι στον άλλον και κοιτάζονται κατευθείαν στα μάτια. Ένα περίεργο φως αρχίζει να λάμπει γύρω τους, λες και γίνονται ορατές οι αύρες τους. Μία χρυσή και μία βιολετί. Αυτή σηκώνει το χέρι της και αγγίζει το στήθος του.
«Ιωνάθαν ... Ήλιε μου!»
Αυτός σκεπάζει το μάγουλο της με το δικό του χέρι.
«Μαριάμ ... Άστρο της Αυγής μου!»
Τη στιγμή της αναγνώρισης, οι αύρες τους αρχίζουν να δονούνται και να πλησιάζουν η μία την άλλη. Όταν αγγίζονται, αυτές αρχίζουν να συγχωνεύονται σαν να απορροφούν η μία την άλλη και να γίνονται ένα. Το φως γύρω τους γίνεται πιο δυνατό και αρχίζει να ιριδίζει, αλλά τη στιγμή που αυτός σκύβει και αγγίζει τα χείλη της με τα δικά του, ο Οδυσσέας ακολουθεί το ένστικτο του και ουρλιάζει!
«Τα μάτια σας! Καλύψτε τα μάτια σας!»
Χωρίς καθυστέρηση και με συγχρονισμένες κινήσεις, όλοι κουλουριάζονται στο πάτωμα και καλύπτουν τα μάτια τους με τα χέρια τους, κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή πριν το τεράστιο φως εκραγεί γύρω από τον Τζάκο και τη Μαίρη που φιλιούνται με πάθος.
Το μεγάλο δωμάτιο λούζεται κυριολεκτικά στο φως. Ένα φως που έρχεται κατευθείαν απ' τον Παράδεισο, καθώς η αγγελική φύση του Τζάκου και της Μαίρης, η αληθινή τους φύση, ξυπνά απ' τον λήθαργο της θνητής ζωής τους κι αυτοί παίρνουν την αληθινή τους μορφή, που είναι σχεδόν ίδια με την προηγούμενη, απλά καμιά εικοσαριά χρόνια νεότερη. Αυτό ακριβώς παρατηρεί πρώτος ο Άρης όταν ανοίγει τα μάτια του και τους κοιτάζει.
«Τζάκο ...; Μαίρη ...; Τι έγινε; Μοιάζετε σαν ... Πως να το πω; Σαν να κάνατε ένα υπερφυσικό λίφτινγκ ...;»
Ο Τζάκος χαμογελάει.
«Κοντά έπεσες, Φύλακα»
«Πώς με είπες;»
Η Μαίρη χαμογελάει επίσης.
«Σε είπε Φύλακα»
«Γιατί;»
«Γιατί αυτό είσαι πραγματικά. Ένας φύλακας. Ο Φύλακας, για να είμαστε πιο ακριβείς. Ο Ανώτατος Φύλακας»
«Α! Εντάξει. Υποθέτω τουλάχιστον»
Ο Τζάκος τον χτυπάει φιλικά στην πλάτη.
«Απλώς περίμενε και θα δεις, Φύλακα. Όλα με την σειρά τους»
Εν τω μεταξύ, οι άλλοι ανοίγουν σιγά-σιγά τα μάτια τους και τους κοιτάζουν με την ίδια απορία που τους κοίταξε ο Άρης νωρίτερα, αλλά το βλέμμα τους αλλάζει και γεμίζει θαυμασμό, όταν ο Τζάκος βγάζει την μπλούζα του, ανασηκώνει ελαφρά τους ώμους του και ξετυλίγει τα δύο τεράστια, ολόχρυσα φτερά του πίσω απ' την πλάτη του, ενώ στο χέρι του εμφανίζεται από το πουθενά ένα μακρύ σπαθί από καθαρό χρυσό, με έναν ήλιο χαραγμένο στην περίτεχνη λαβή του.
Ο Αλέκος τρέχει, αρπάζει το βιβλίο που διάβαζε νωρίτερα και το ανοίγει με τρεμάμενα χέρια.
«Να πάρει! Αυτό είναι! Το χρυσό ξίφος του Ιωνάθαν, του Άγγελου του Ήλιου, που δημιουργήθηκε απ' τον ίδιο τον Θεό»
Ο Τζάκος μορφάζει.
«Βασικά, αυτό είναι λάθος. Το έφτιαξε ο Αμάμπριελ, ο οπλουργός του Παραδείσου. Ο πατέρας απλά το άγγιξε και το έκανε χρυσό, αλλά ποιος νοιάζεται!»
Ο Οδυσσέας γυρίζει τα μάτια του.
«Λοιπόν ... Είτε είσαι ο Τζάκος ο άνθρωπος, είτε ο Ιωνάθαν ο άγγελος, είσαι πάντα ο ίδιος ηλίθιος!»
Ο Τζάκος αρχίζει να γελάει και ... Αν το προηγούμενο θνητό του γέλιο ήταν όμορφο, τότε αυτό το γέλιο, το αγγελικό του γέλιο, αγαλλιάζει την ψυχή και ζεσταίνει την καρδιά, όπως ο ήλιος!
«Κι εσύ ποτέ δεν φοβήθηκες να μου το πεις κατάμουτρα. Αχ, Θελιέλ! Αν ήξερες πόσο μου έλειψες!»
«Πώς με είπες;»
«Θελιέλ. Αυτό είναι το πραγματικό σου όνομα. Δεν σου θυμίζει κάτι;»
«Όχι. Τίποτα»
Ο Αλέκος ξεροβήχει.
«Τον ξέρω εγώ. Δηλαδή, έχω διαβάσει γι' αυτόν. Ο Θελιέλ είναι ο Άγγελος της Αγάπης»
Ο Τζάκος χαμογελάει.
«Ακριβώς!»
Τα μάτια του Αλέκου ανοίγουν διάπλατα καθώς κοιτάζει τον Οδυσσέα, ο οποίος αρχίζει να εκνευρίζεται.
«Μαλακίες! Έλα, ρε Αλέκο! Σταμάτα να με κοιτάς έτσι!»
Η Μαίρη πλησιάζει τον Τζάκο.
«Έλα τώρα, Ιωνάθαν! Σταμάτα να παίζεις μαζί του και φέρτον πίσω»
Εκείνος της χαμογελάει και αρχίζει να περπατάει προς τον Οδυσσέα, αλλά εκείνος οπισθοχωρεί.
«Όχι! Μην πλησιάζεις! Μην τολμήσεις να με αγγίξεις!»
«Κάθε φορά το ίδιο πράγμα! Πότε θα καταλάβεις ότι δεν μπορείς να μου ξεφύγεις; Έλα εδώ, τρελέ άγγελε!»
Ο Οδυσσέας θέλει να τρέξει μακριά, αλλά ο Τζάκος βρίσκεται ακριβώς μπροστά του με ένα μικρό τίναγμα των φτερών του και τον πιάνει απ' το λαιμό με το ένα χέρι για να τον κρατήσει κάτω.
«Όχι! Όχι!»
«Λυπάμαι πραγματικά, αλλά είναι ο μόνος τρόπος!»
Αυτός τοποθετεί το άλλο του χέρι στο μέτωπο του Οδυσσέα και ένα ζεστό φως πλημμυρίζει το σώμα του.
«Ξύπνα, Θελιέλ!»
Μια κραυγή ακούγεται απ' το στόμα του Οδυσσέα καθώς καταρρέει στο πάτωμα, με το σώμα του να σπαρταράει από σπασμούς. Ο Τζάκος υποχωρεί αφήνοντας χώρο στον Αλέκο να τρέξει κοντά του.
«Οδυσσέα ...; Μωρό μου ...; Τι στο καλό του έκανες, ρε Τζάκο;»
«Απλώς ξύπνησα την αγγελική του φύση. Μην ανησυχείς. Θα είναι καλά σε πέντε δευτερόλεπτα»
«Έπρεπε όντως να γίνει έτσι; Δεν υπήρχε άλλος τρόπος; Πιο ανώδυνος;»
Η Μαίρη τον καθησυχάζει.
«Δεν πονάει, Αλέκο μου. Είναι απλά το σοκ»
«Είσαι σίγουρη γι' αυτό;»
«Απόλυτα. Εμπιστεύσου με!»
«Αφού το λες εσύ»
Πράγματι, μετά από λίγο, οι σπασμοί σταματούν και ο Οδυσσέας, αρκετά νεότερος, ανοίγει τα μάτια του και τρίβει το πίσω μέρος του λαιμού του γκρινιάζοντας.
«Ω, Πατέρα! Τι ύπνος ήταν αυτός;»
Ο Τζάκος του χαμογελάει.
«Καλά ξυπνητούρια, υπναρά!»
Ο Οδυσσέας τον αγριοκοιτάζει.
«Τράβα κούνα τα φτερά σου, ρε σαδιστή!»
Ο Τζάκος του στέλνει ένα φιλί ενώ χτυπά τα φτερά του λίγο χαριτωμένα.
«Ναι, κι εμένα μου έλειψες!»
Ο Οδυσσέας γυρίζει τα μάτια του κι αμέσως μετά το βλέμμα του πέφτει στον Αλέκο, που τον κοιτάει ανήσυχος όλη αυτή την ώρα.
«Γεια σου, όμορφε!»
«Είσαι καλά;»
«Ναι, είμαι μια χαρά»
«Και τι; Εννοώ, είσαι ακόμα ...;»
«Τι; Άνθρωπος;»
«Όχι, δεν μ' ενδιαφέρει αυτό»
«Τι σ' ενδιαφέρει τότε;»
«Αν είσαι ακόμα ... ο Οδυσσέας μου»
Ο Οδυσσέας χαμογελάει και χαϊδεύει με το χέρι του το μάγουλο του Αλέκου.
«Θα είμαι πάντα ο Οδυσσέας σου εκτός κι αν έχεις πρόβλημα με αυτά»
Αυτός σηκώνεται όρθιος, βγάζει το πουκάμισο του και κάνει την ίδια κίνηση με τους ώμους που έκανε νωρίτερα ο Τζάκος και αμέσως μετά, ένα ζευγάρι κατακόκκινα φτερά εμφανίζονται στην πλάτη του.
Ο Αλέκος, και όχι μόνο, ανοίγει το στόμα του σαν μαγεμένο ψάρι.
«Θεέ μου! Μωρό μου, είσαι ό,τι πιο όμορφο έχω δει!»
Ο Τζάκος ξεροβήχει.
«Δεν έχεις δει ακόμα τη Μαριάμ μου. Γι' αυτό το λες»
Η Μαίρη τον σκουντάει κι εκείνος την κοιτάζει.
«Τι; Πολύ νωρίς;»
«Ναι»
«Συγγνώμη! Απλώς δεν μπορώ ν' αντισταθώ. Ξέρεις πώς πάει»
Ο Οδυσσέας, λίγο ενοχλημένος θα έλεγα, δίνει ένα φιλί στον Αλέκο.
«Με συγχωρείς ένα λεπτό! Επιστρέψω αμέσως!»
Αυτός πηγαίνει και στέκεται μπροστά στον Τζάκο, ο οποίος του χαμογελάει.
«Τι; Ήρθε επιτέλους η ώρα για την αγκαλιά μας;»
«Μπορείς να το πεις κι έτσι!»
Από τη μία, η αγγελική δύναμη που απέκτησε πρόσφατα ο Οδυσσέας, από την άλλη ο θυμός του, και επίσης, επειδή ο Τζάκος δεν περίμενε κάτι τέτοιο, η γροθιά που πέφτει στο πρόσωπο του τον ρίχνει στο πάτωμα με σπασμένη μύτη. Η Μαίρη φωνάζει.
«Για την αγάπη του Πατέρα, Θελιέλ!»
Αυτή τρέχει στον Τζάκο, ο οποίος προσπαθεί να επαναφέρει το σπασμένο κόκκαλο της μύτης του, γκρινιάζοντας καθώς το κάνει.
«Άουτς! Τρελάθηκες, ρε; Γιατί το έκανες αυτό;»
Ο Οδυσσέας τρίβει το χέρι του.
«Πρώτον, εξαιτίας της σαρκαστικής σου παρατήρησης νωρίτερα»
«Πρώτον; Υπάρχει και δεύτερον;»
«Φυσικά. Αυτό που έκανες την προηγούμενη φορά, ρε βλάκα!»
«Τι λες; Τι έκανα;»
«Άφησες τον εαυτό σου να πεθάνει, μόνος, σ' εκείνο το απαίσιο δρομάκι πίσω απ' το κλαμπ»
«Θελιέλ, όχι! Σε παρακαλώ, μην μου το κάνεις αυτό!»
«Γιατί, Ιωνάθαν; Γιατί το έκανες αυτό;»
«Ξέρεις ακριβώς γιατί. Την είχα χάσει ... Πάλι! Δεν άντεξα, αδερφέ. Απλώς δεν άντεξα άλλο»
«Με άφησες μόνο, Ιωνάθαν. Χωρίς κάποιο όπλο που μπορούσε να με σκοτώσει. Ο Φύλακας δεν ήταν κοντά για να με βοηθήσει. Εσύ δεν φαντάζεσαι τι αναγκάστηκα να κάνω για να πεθάνω»
«Τι έκανες;»
«Το μόνο που μπορούσα. Πήγα στον Ναθάνιελ»
«Όχι! Γιατί το έκανες αυτό;»
«Ήταν ο μόνος τρόπος να πεθάνω και να έρθω να σε βρω»
«Σε βασάνισε;»
«Δεν θες να ξέρεις»
Τα χρυσά φτερά του Τζάκου αρχίζουν να τρέμουν από οργή και το όμορφο πρόσωπο του παίρνει τη ζοφερή μάσκα του πολεμιστή.
«Αρκετά! Αρκετά! Δεν πρόκειται να κάνω πίσω αυτή τη φορά. Θα τον σκοτώσω!»
Η Μαίρη τρομάζει.
«Ιωνάθαν, όχι! Δεν μπορείς! Δεν θα σ' αφήσω να το κάνεις αυτό!»
«Αυτό το κάθαρμα μας κυνηγάει για χιλιάδες χρόνια, Μαριάμ, μόνο και μόνο επειδή διάλεξες εμένα αντί για εκείνον. Σε σκοτώνει ξανά και ξανά και ξανά, μόνο και μόνο για να με πληγώσει. Δεν μπορώ να το κάνω αυτό άλλο! Βαρέθηκα να σε χάνω!»
Ο Οδυσσέας προσπαθεί να τον λογικέψει.
«Και τι γίνεται με τις συνέπειες;»
«Δεν με νοιάζουν οι συνέπειες, Θελιέλ. Τι θα μπορούσε να είναι χειρότερο απ' αυτό;»
Η Μαίρη συνεχίζει.
«Να χάσεις τα φτερά σου και να γίνεις θνητός»
Ο Οδυσσέας σιγοντάρει.
«Και τότε, όλα όσα κάναμε όλους αυτούς τους αιώνες, σε όλες αυτές τις ζωές, θα χαθούν για πάντα. Όχι, Ιωνάθαν! Δεν είναι αυτή η λύση. Πρέπει να βρούμε άλλο τρόπο»
Όλο αυτό το διάστημα, οι άλλοι απλώς παρακολουθούν τους αγγέλους ως θεατές, αλλά όχι για πολύ. Ο Στέφανος τους πλησιάζει.
«Συγγνώμη που διακόπτω, αλλά, παρόλο που δεν έχω ιδέα για τι πράγμα μιλάτε, θα ήθελα να προτείνω κάτι. Ας μην πάρουμε βιαστικές αποφάσεις μέχρι να μάθουμε τα πάντα. Εντάξει, Μπαμπά;»
Ο Οδυσσέας κουνάει το κεφάλι του.
«Το παιδί έχει δίκιο. Ας μην βιαζόμαστε. Κάτι έχει αλλάξει αυτή τη φορά. Η θνητή ζωή που ζήσαμε μέχρι τώρα δεν έχει καμία σχέση με όσα ζήσαμε στο παρελθόν. Ποιος ξέρει; Ίσως αυτό να είναι το τέλος. Το τέλος της κατάρας. Το ευτυχές μας τέλος»
Η Πανδώρα πλησιάζει επίσης.
«Ακριβώς! Εξάλλου, υπάρχει ακόμα κάτι που πρέπει να δούμε. Έτσι δεν είναι, Μαμά Μαίρη; Ή να σε φωνάζω Μαριάμ από δω και πέρα;»
Η Μαίρη χαμογελά.
«Όπως είπε και ο Άγγελος της Αγάπης, θα είμαι πάντα η Μαμά Μαίρη για σένα. Με ή χωρίς φτερά»
Αυτή βγάζει το πουκάμισο της, μένοντας μονάχα με το σατέν κομπινεζόν που φοράει, και γυρίζει την πλάτη της στον Τζάκο.
«Είμαι εντάξει ή πρέπει να το βγάλω κι αυτό;»
«Αν και θα ήθελα να ισχύει το αντίθετο, είσαι μια χαρά»
Η Σελήνη τους διακόπτει.
«Συγγνώμη, Μαίρη, αλλά έχω μια ερώτηση»
Ο Άρης μορφάζει.
«Μόνο μία; Μπράβο, Γατούλα! Εγώ έχω περίπου χίλιες!»
«Όλα με την σειρά τους, Λύκε! Μαίρη, πες μου, σε παρακαλώ, είναι φυσική αυτή η έλλειψη ντροπής που έχεις ή είναι συνέπεια της θνητής σου ζωής;»
Ο Τζάκος και ο Οδυσσέας μιλούν με μια φωνή.
«Απόλυτα φυσική!»
Ξεσπούν όλοι σε γέλια καθώς ο Οδυσσέας τους εξηγεί.
«Παιδιά, σοβαρά! Δεν μπορείτε να φανταστείτε! Τον λίγο καιρό που μείναμε στην Εδέμ, μέχρι ν' αποφασίσει ο Πατέρας την τιμωρία μας, αυτή έτρεχε γυμνή γύρω-γύρω και πηδούσε στη Λίμνη των Ψυχών, όταν φυσικά δεν έπαιζε μαζί του. Ω, Πατέρα! Ο Ιωσήφ, ο Κηπουρός, θα είχε πάθει σίγουρα έμφραγμα αν είχε καρδιά»
Η Αναΐς κοιτάζει τον Τζάκο.
«Κι εσύ, Μπαμπά, τι έκανες γι' αυτό;»
«Λοιπόν, εγώ ...»
Ο Τζάκος διστάζει και ο Οδυσσέας γυρίζει τα μάτια του.
«Εσύ τι λες, Τσιχλόφουσκα; Αυτός δεν έκανε τίποτα ή μάλλον έκανε ακριβώς το ίδιο. Μην το κουράζεις! Εδώ μιλάμε για το τέλειο ταίριασμα»
«Σαν να φτιάχτηκε στον Παράδεισο, ε;»
«Έτσι ακριβώς!»
Η Εύα απευθύνεται στην Μαίρη.
«Έλα, Μαμά! Δείξε μας τα φτερά σου!»
Όλοι στρέφουν την προσοχή τους στη Μαίρη, η οποία σηκώνει τους ώμους της και γεμίζει το δωμάτιο με ένα υπέροχο άρωμα νυχτολούλουδου.
Τα ολόλευκα απαλά φτερά της λάμπουν στο φως, κάνοντας τα χρυσά φτερά του Τζάκου να τρέμουν ξανά, αλλά αυτή τη φορά όχι από θυμό, αλλά από κάτι άλλο. Από αγάπη! Η Εύα την κοιτάζει μαγεμένη.
«Ω, Μαμά! Είσαι ένα όνειρο!»
«Ευχαριστώ, μωρό μου, αλλά εσύ είσαι πολύ καλύτερη»
«Εγώ; Πως; Δηλαδή ... Δεν έχω φτερά»
Ο Τζάκος της χαμογελάει.
«Κι όμως έχεις, Πριγκίπισσα. Έλα εδώ!»
Αυτή πλησιάζει τον πατέρα της κι εκείνος την αγκαλιάζει πρώτα με τα χέρια και μετά με τα φτερά του. Το κορίτσι αισθάνεται λίγο άβολα.
«Μπαμπά ...;»
«Σσσσ, Πριγκίπισσα. Είναι εντάξει!»
Καθώς το κορίτσι είναι στην αγκαλιά του πατέρα της, εκείνος σκύβει και της πιέζει ένα φιλί στο μέτωπο. Στην αρχή, αυτή φοβόταν ότι θα της συνέβαινε το ίδιο με τον Οδυσσέα, αλλά μαζί της είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Η αίσθηση που νιώθει είναι σαν ένα γαργάλημα που ξεκινάει χαμηλά απ' τη μέση της και ανεβαίνει τη σπονδυλική της στήλη μέχρι να φτάσει στη βάση του λαιμού και των ώμων της. Είναι κάτι σαν χάδι. Είναι το πιο τέλειο συναίσθημα που είχε ποτέ.
«Αχ, Μπαμπά! Αυτό είναι απίστευτο!»
Ο Τζάκος τραβά τα φτερά του και κάνει μερικά βήματα πίσω.
«Έλα, Πριγκίπισσα! Δείξε μας τι πραγματικά είσαι!»
Η Εύα γυρίζει, κοιτάζει τον Σάκη και μετά κοιτάζει ξανά τον πατέρα της.
«Μπορώ ...;»
Ο Τζάκος αναστενάζει. Άγγελος ή όχι, είναι ακόμα πατέρας.
«Μόνο μια φορά, Πριγκίπισσα»
«Ευχαριστώ!»
Αυτή κάνει νόημα στον Σάκη, κι αυτός την πλησιάζει και της παίρνει το χέρι.
«Έλα, Μπάρμπι μου, δείξε μου!»
Η κοπέλα βγάζει την μπλούζα της και σηκώνει τους ώμους της τόσο φυσικά σαν να έχει κάνει αυτή την κίνηση χίλιες φορές πριν. Η αίσθηση ανακούφισης και αγαλλίασης που αισθάνεται για πρώτη φορά καθώς μεταμορφώνεται σ' αυτό που πραγματικά είναι, την κάνει να κλαίει καθώς τα ιριδίζοντα, ροζ-χρυσά φτερά της αναδύονται πίσω απ' την πλάτη της και το αστέρι ανάμεσα στα στήθη της, που μόλις διακρίνεται μέσα απ' την λαιμόκοψη της μπλούζας της, αρχίζει να λάμπει χρυσό.
Ο Τζάκος και η Μαίρη κοιτάζουν την κόρη τους με θαυμασμό, όπως όλοι, αλλά και με περίσσια περηφάνια στα μάτια τους. Όσο για τον Σάκη ... Αυτός την ερωτεύεται ξανά, ακόμα πιο δυνατά από πριν!
«Ω, μωρό μου! Εγώ ... Εγώ ... Πόσο τυχερός είμαι!»
Ο Ηρακλής χτυπάει φιλικά την πλάτη του γιου του.
«Εσύ, γιε μου, καλύτερα να κρατήσεις το στόμα σου κλειστό. Μην ξεχνάς το πολύ μακρύ και κοφτερό σπαθί του πατέρα της»
Ο Τζάκος εγκρίνει.
«Αυτή είναι η πιο σωστή κουβέντα που άκουσα όλο το βράδυ»
Όλοι ξεσπούν σε γέλια και δίνουν την ευκαιρία στην Εύα, η οποία φαίνεται να τα καταφέρνει πολύ καλά με τη καινούργια της κατάσταση, να δώσει στον Σάκη ένα φιλί κάτω απ' την προστασία των φτερών της. Μετά απ' αυτό, έρχεται η σειρά της Αναΐς, η οποία καταπλήττει τους πάντες με την ομορφιά των λευκών και κόκκινων φτερών της.
Αυτή είναι τόσο υπέροχη που ο Ιάσονας δεν μπορεί ν' αντισταθεί και τη φιλάει μπροστά σε όλους, κάτι που του αποφέρει ένα αρκετά οδυνηρό χτύπημα απ' τον Τζάκο με την άκρη του φτερού του, αλλά πιστέψτε με, δεν τον νοιάζει καθόλου! Μετά, η Πανδώρα ξετρελαίνει τον Μάξιμο με τα μωβ γυαλιστερά φτερά της.
Και τέλος, σειρά έχουν τ' αγόρια, ο Στέφανος και ο Νικόλας, που όπως είναι αναμενόμενο, κληρονομούν τα χρυσά φτερά του πατέρα τους. Η μόνη διαφορά είναι ότι τα φτερά του Στέφανου έχουν μερικές κόκκινες ανταύγειες στις άκρες λόγω της Ουράνιας φωτιάς.
Ενώ του Νικόλα έχουν μερικές ασημένιες πιτσιλιές επειδή έχει την ικανότητα να θεραπεύει. Φυσικά, όλοι οι άγγελοι μπορούν να θεραπεύσουν τον εαυτό τους ή άλλους αγγέλους, αλλά αυτός μπορεί να κάνει το ίδιο και στους ανθρώπους, όπως έκανε στον Ιάσονα όταν θεράπευσε το πληγωμένο του πόδι και αφαίρεσε ακόμη και τη χειρουργική ουλή με ένα απλό άγγιγμα. Απ΄ότι φαίνεται τελικά, ο Οδυσσέας είχε απόλυτο δίκιο όταν του έδωσε το παρατσούκλι Χρυσό Αγόρι, όπως ακριβώς του είπε η Έλενα.
Τα δύο αγόρια κατατάσσονται στο Τάγμα των Άγγελων Πολεμιστών λόγω του χρώματος των φτερών τους, όπως ακριβώς και ο πατέρας τους, σε αντίθεση με την Αναΐς και την Εύα που ανήκουν στο Τάγμα των Φύλακων Αγγέλων με τα δίχρωμα φτερά τους, ενώ η Πανδώρα, η Μαίρη και ο Οδυσσέας ανήκουν στο Τάγμα των Προστάτιδων Αγγέλων με τα μονόχρωμα φτερά τους.
Ξέχασα να σας πω για το πώς αντέδρασε η Άρτεμις όταν είδε τον Στέφανο σε όλο του το μεγαλείο με τα χρυσά φτερά του ανοιχτά. Λοιπόν! Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι ελπίζω ο Τζέι-Τζέι να μην μπορεί να διαβάσει το μυαλό της μητέρας του. Μόνο αυτό! Τα υπόλοιπα μπορείτε να τα καταλάβετε!!!
Τέλος πάντων! Οι μεταμορφώσεις των αγγέλων δεν είναι οι μόνες που συνέβησαν. Ακολουθούν κι άλλες, αυτές των Λύκων! Ω, ναι! Απ' ότι φαίνεται, ο Οδυσσέας δεν είναι ο μόνος που έζησε κι άλλες ζωές με τον Τζάκο και τη Μαίρη. Για να δούμε ...!
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro