Θανάσιμη Μάχη ...
Οι επόμενες είκοσι μέρες πέρασαν πολύ πιο γρήγορα απ' όσο θα ήθελαν οι ήρωες μας. Την προηγούμενη της μάχης, αν και αντιστάθηκαν, ο Άρης έστειλε όλους τους θνητούς, μαζί με όλους τους άνδρες της συμμορίας, στο μυστικό μέρος για προστασία. Βλέπετε, δεν ήθελε να κινδυνεύσει κανένας τους, ούτε ν' αποκτήσουν κάποιο πλεονέκτημα οι εχθροί, κάνοντας κάποια απαγωγή ή κάτι χειρότερο. Μαζί τους πήγε και η Έλενα, γιατί πρώτον είναι πολύ μικρή για να πολεμήσει και δεύτερον γιατί μπορεί να χρησιμεύσει ως σύνδεσμος μεταξύ τους λόγω της νοητικής σύνδεσης που έχει με τους γονείς και τον αδερφό της. Ο Σάκης και η Εύα τη συνόδευσαν για μεγαλύτερη προστασία. Και έτσι, φτάνουμε στη νύχτα πριν απ' τη θανάσιμη μάχη ...
~ ΤΕΤΑΡΤΗ, 14 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2019 ~
~ ΚΤΗΜΑ της ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ~ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗ ~
~ ΕΞΩ στον ΚΗΠΟ ~ ΑΡΓΑ την ΝΥΧΤΑ ~
Το φεγγάρι, ένα βράδυ πριν την πανσέληνο του Αυγούστου, το πιο όμορφο φεγγάρι του χρόνου, είναι σχεδόν ολόγιομο. Λείπει μονάχα ένα μικρό κομμάτι. Ένα μικρό κομμάτι που κλέβει ένα ψήγμα δύναμης απ' τον Άρη, ο οποίος όμως δεν ανησυχεί. Το επόμενο βράδυ, τη νύχτα της πανσελήνου, θα είναι έτοιμος και η δύναμη του θα είναι πλήρης.
Αυτά σκέφτεται καθώς κάθεται μόνος του σ' ένα παγκάκι και κοιτάζει τον σκοτεινό ουρανό. Ξαφνικά, μια ανάμνηση εισβάλει στο μυαλό του. Μια ανάμνηση δική του μαζί με τη Νύχτα λίγο μετά τη γέννηση του ...
~ ΧΙΛΙΕΤΙΕΣ ΠΡΙΝ ~ Σε ΚΑΠΟΙΟ ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΣΗΜΕΙΟ του ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ ~
Η Νύχτα έχει μόλις φυσήξει στο στόμα του γυμνού άντρα που είναι ξαπλωμένος στα πόδια της κι αυτός ανοίγει τα μεγάλα μπλε του μάτια. Αυτή του χαμογελάει μητρικά.
«Καλώς ήρθες στον κόσμο, Φύλακα»
Ο άντρας σηκώνεται όρθιος και κοιτάζει γύρω του μπερδεμένος. Οι υγροί σκοτεινοί τοίχοι της σπηλιάς στην οποία βρίσκονται είναι γεμάτοι βρύα και λειχήνες. Το έδαφος κάτω απ' τα γυμνά του πόδια είναι κρύο, αλλά αυτός δεν το νιώθει. Με περιέργεια, αυτός αγγίζει το σώμα του, προσπαθώντας να το γνωρίσει. Ψηλαφίζει τους δυνατούς μύες στους μηρούς, τα ατσάλινα μπράτσα, την επίπεδη κοιλιά, το μεγάλο τρίτο άκρο ανάμεσα στα πόδια του. Η Νύχτα ξεροβήχει για να τραβήξει την προσοχή του κι αυτός σηκώνει το βλέμμα και την κοιτάζει.
«Ποια είσαι, Κυρά;»
«Είμαι η Νύχτα, η Θεά του Σκότους, η αδελφή του Θεού»
«Εγώ ποιος είμαι; Τι είμαι;»
«Είσαι ο Φύλακας. Ένα υβρίδιο λύκου και βαμπίρ. Έχεις όλα τα πλεονεκτήματα και των δύο ειδών, αλλά καμία απ' τις αδυναμίες τους»
«Εσύ με δημιούργησες;»
«Ναι»
«Γιατί;»
«Για να προστατεύεις τον Ιωνάθαν, τον αγαπημένο άγγελο του αδερφού μου. Αυτός μου ζήτησε να σε δημιουργήσω»
«Αυτός ο άγγελος θα είναι ο αφέντης μου;»
«Όχι! Δεν έχεις αφέντη! Είσαι ελεύθερο πνεύμα. Έτσι σε δημιούργησα. Δεν είσαι ακόλουθος, ούτε υποτακτικός, Φύλακα. Γεννήθηκες για να κυβερνάς. Δεν θα γονατίσεις ποτέ σε κανέναν. Με καταλαβαίνεις;»
«Ούτε σε σένα;»
«Ούτε σε μένα»
Εκείνη τη στιγμή, αυτοβούλως, εμφανίζονται οι κυνόδοντες του άντρα κι αυτός τους αγγίζει με τη γλώσσα του.
«Διψάω»
«Το ξέρω»
Αυτή σηκώνει το χέρι της και του προσφέρει τον καρπό της.
«Πιες»
Αυτός παίρνει το χέρι της, το οδηγεί στο στόμα του και βυθίζει τους κυνόδοντες του στη φλέβα της. Καθώς το θεϊκό της αίμα κυλάει στο λαιμό του, αυτός βογκάει κι εκείνη αναστενάζει ενώ σηκώνει το άλλο της χέρι και χαϊδεύει τα μαλλιά του.
«Πιες, Φύλακα. Το αίμα μου θα εξασφαλίσει την αθανασία της ψυχής σου, αλλά αν χρειαστεί ποτέ να δυναμώσεις το σώμα σου, πιες ιχώρ αγγέλου. Πιες το ιχώρ του Ιωνάθαν»
~ ΠΙΣΩ στο ΠΑΡΟΝ ~
Η ανάμνηση σβήνει απ' το μυαλό του Άρη όταν η φωνή του Τζάκου σπάει την σιγαλιά της καλοκαιρινής νύχτας.
«Γιουχού, αρχηγέ! Εμείς σε περιμένουμε, αλλά εσύ είσαι ένα εκατομμύριο μίλια μακριά»
Ο Άρης γυρίζει και κοιτάζει τον γελαστό άγγελο, τον λόγο της δημιουργίας του.
«Αιώνες μακριά, πες καλύτερα, Ιωνάθαν»
Ο Τζάκος σφίγγει τα χείλη του.
«Μου απευθύνεσαι με το αγγελικό μου όνομα, οπότε είναι κάτι σοβαρό. Τι συμβαίνει, Φύλακα;»
«Θυμήθηκα κάτι που μου είπε η Νύχτα»
«Για πες»
Αυτός του λέει τα πάντα σχετικά με τη ανάμνηση και τα λόγια της Νύχτας. Όταν τελειώνει, ξεφυσάει καθώς ο Τζάκος τον πλησιάζει και κάθεται δίπλα του.
«Μάλιστα!»
«Αύριο χρειάζομαι όλη τη δύναμη μου, Τζάκο»
«Το ξέρω»
«Και τι; Θα μ' αφήσεις ...»
«Να πιεις το ιχώρ μου;»
«Ναι»
«Πες μου κάτι. Είναι αλήθεια ότι η πόση του αίματος κάνει και τους δύο, και τον δότη και τον λήπτη, να νιώθουν σαν να έχουν οργασμό;»
«Σαν να έχουν πολλαπλούς οργασμούς θα ήταν μια πιο ακριβής περιγραφή»
«Λοιπόν ... Πλάκα θα 'χει!»
«Δεν χρειάζεται να το κάνουμε μπροστά σε όλους»
«Δεν είναι αυτό. Ξέρεις πολύ καλά ότι δεν έχω κανένα απολύτως πρόβλημα με τα ομαδικά παιχνίδια»
«Τότε ποιο είναι το πρόβλημα;»
«Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Ας το κάνουμε!»
«Ας το κάνουμε!»
Αυτοί σηκώνονται και αρχίζουν να περπατούν προς το σπίτι. Κάποια στιγμή, μια ιδέα γεννιέται στο μυαλό του Τζάκου.
«Ξέρεις κάτι; Αν το ιχώρ μου ενισχύει τη δύναμη σου, ίσως ισχύει το ίδιο και για τη Σελήνη και τον Ερμή»
«Ναι, ίσως»
«Πρέπει να το δοκιμάσουμε»
«Γιατί όχι; Δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε, αλλά από ποιους αγγέλους θα πιουν;»
«Απ' αυτούς με τους οποίους είναι πιο κοντά. Ο Ερμής θα πιει απ' τον Νικόλα και η Σελήνη απ' τη Μαίρη»
Η σκέψη των γυναικών τους σε μια τόσο ερωτική σκηνή τους κάνει να κοιταχτούν δαγκώνοντας τα χείλη τους. Ο Τζάκος λέει αυτό που σκέφτονται κι οι δύο.
«Σκατά! Αυτό θα είναι κολασμένα καυτό!»
«Αυτό ξαναπές το!»
«Σκατά! Αυτό θα είναι ...»
«Έλεος, ρε μαλάκα!»
«Τι; Εσύ μου ζήτησες να το πω ξανά!»
Ο Άρης τρέχει προς το σπίτι γυρίζοντας τα μάτια του αφήνοντας τον Τζάκο να τον κυνηγάει γελώντας.
~ ΛΙΓΟ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ~ Στο ΣΠΙΤΙ του ΤΖΑΚΟΥ και της ΜΑΙΡΗΣ ~
Είναι όλοι μαζεμένοι στο σαλόνι και ο Άρης τους έχει μόλις εξηγήσει τη στρατηγική που θ' ακολουθήσουν στην αυριανή μάχη.
«Καταλάβατε πως θα κινηθούμε; Θέλω ο καθένας σας να ξέρει εκ των προτέρων πού πρέπει να σταθεί και τι πρέπει να κάνει, γιατί κατά τη διάρκεια της μάχης δεν θα μπορώ να σας καθοδηγώ»
Η Μαίρη σηκώνει το χέρι της.
«Εγώ έχω μια αντίρρηση»
«Πες μου»
«Δεν μ' αρέσει που θα είμαι χώρια απ' τον Τζάκο»
«Σου εξήγησα γιατί πρέπει να γίνει έτσι. Ο Τζάκος πρέπει να επικεντρωθεί στη μάχη και να μην αποσπάται η προσοχή του κι αυτό μπορεί να γίνει μόνο αν είσαι εσύ ασφαλής»
«Ναι, αλλά ...»
Ο Οδυσσέας σπεύδει προς βοήθεια του Άρη.
«Ο Άρης έχει δίκιο, Μπισκοτάκι μου. Αυτό το κάθαρμα ο Ναθάνιελ σίγουρα θα προσπαθήσει να σε βλάψει για ν' αποδυναμώσει τον Τζάκο»
Ο Άρης πιάνει το χέρι της και το σφίγγει.
«Χρειάζεσαι προστασία, Μαιρούλα, και το μόνο άτομο που μπορεί να το κάνει αυτό είναι η Γατούλα μου»
Η Σελήνη χτυπάει το χέρι της στο τραπέζι.
«Ναι, γαμώτο!»
Ο Τζάκος την κοιτάζει κατευθείαν στα μάτια.
«Σελήνη, είσαι σίγουρη ότι μπορείς να το κάνεις; Ο λόγος της ύπαρξης μου θα είναι στα χέρια σου»
«Μην ανησυχείς, αδερφέ! Όποιος τολμήσει ν' αγγίξει έστω και μια τρίχα απ' το όμορφο κεφάλι της κοπελιάς μου, εγώ και το μαστίγιο μου θα τον κάνουν να το μετανιώσει πικρά. Εσύ εστίασε στο να γδάρεις το κάθαρμα ζωντανό»
«Μπορείς να είσαι σίγουρη γι' αυτό! Ο μπάσταρδος θα πληρώσει για όλα όσα μας έχει κάνει!»
Ο Αλέκος τον κοιτάζει κάπως πανικόβλητος.
«Όπα! Όπα! Για μισό, Άγγελε εξολοθρευτή! Μην τολμήσεις να κάνεις του κεφαλιού σου! Θα ακολουθήσεις κατά γράμμα τις εντολές του Άρη. Ακόμα κι αν έχεις την ευκαιρία να τον αποτελειώσεις, δεν θα το κάνεις όσο έχει ακόμα τα φτερά του. Δεν έγινα εγώ αθάνατος για να μου πεθάνεις εσύ!»
Ο Οδυσσέας κουνάει το κεφάλι του.
«Θα συμφωνήσω σ' αυτό!»
Ο Τζέι-Τζέι χτυπάει απαλά την πλάτη του παππού του.
«Όλοι συμφωνούμε σ' αυτό. Τ' ακούς, γέρο;»
Ο Άρης καγχάζει.
«Πιστεύετε πραγματικά ότι θα τον αφήσω απ' τα μάτια μου έστω και για ένα λεπτό;»
Ο Αλέκος μειδιά.
«Κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε, αρχηγέ»
~ ΩΡΕΣ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ~ ΠΕΜΠΤΗ, 15 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2019 ~ Η ΜΕΓΑΛΗ ΜΕΡΑ ~
Λίγο πριν την ανατολή του ηλίου, μετά από μια πολύ μεγάλη νύχτα με στρατηγικές μάχης, χτίσιμο άμυνας και σχεδιασμό επίθεσης, ο Τζέι-Τζέι έχει αποκοιμηθεί δίπλα στο παράθυρο.
Η Άρτεμις πηγαίνει και κάθεται δίπλα του και χαϊδεύει απαλά τα ξανθά του μαλλιά. Μόλις αυτός νιώθει το μητρικό της χάδι στον ύπνο του, γυρίζει το σώμα του, ξαπλώνει στους μηρούς της και τρίβει το πρόσωπο του πάνω της. Αυτή σκύβει και τον σκεπάζει με τα μαλλιά της. Ο Στέφανος τους κοιτάζει από εκεί που κάθεται με μια παράξενη έκφραση στο πρόσωπο του, την οποία ο Τζάκος γνωρίζει πολύ καλά. Έτσι, αυτός κάθεται δίπλα του και ακολουθεί το βλέμμα του.
«Ενοχλητικό, ε;»
«Ποιο;»
«Να βλέπεις τη γυναίκα σου, που μέχρι πρόσφατα αγαπούσε και νοιαζόταν μόνο εσένα, να δίνει την αγάπη και τη στοργή της σε κάποιον άλλον άντρα και εσύ να μην μπορείς να κάνεις τίποτα γι' αυτό γιατί αυτός ο άντρας είναι ο γιος σου»
Ο Στέφανος καγχάζει.
«Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο ενοχλητικό είναι»
«Κι όμως μπορώ. Έχω δύο γιους που λατρεύουν τη μητέρα τους. Αν σου λέει κάτι αυτό, Τίγρη μου»
«Με ρούμπωσες!»
«Μην ανησυχείς! Θα το συνηθίσεις. Έχεις όλη την αιωνιότητα μπροστά σου»
«Θα είναι πάντα έτσι;»
«Εσύ πες μου! Πού ήσουν και τι έκανες πριν από λίγα λεπτά;»
«Κρυμμένος στην αγκαλιά της μαμάς μου και απολάμβανα τα χάδια της»
«Μόλις πήρες την απάντηση σου»
«Τέλεια!»
Ο Στέφανος βρυχάται εκνευρισμένος και ο Τζάκος χτυπάει φιλικά το πόδι του και σηκώνεται όρθιος για να πλησιάσει τον Άρη, ο οποίος τον κοιτάζει με απορία.
«Τι είπες στον Τίγρη και τον εκνεύρισες τόσο;»
«Την πικρή αλήθεια»
Το βλέμμα του Άρη φεύγει απ' την Άρτεμις με τον Τζέι-Τζέι που του δείχνει ο Τζάκος, και πηγαίνει στη Σελήνη που γελάει καθώς ο Ερμής, με το κεφάλι του στους μηρούς της, παίζει με τον άνεμο αναστατώνοντας τα μαλλιά της.
«Χμμμ ... Δεν μπορώ να τον κατηγορήσω»
«Κανείς μας δεν μπορεί»
Ξαφνικά, τα μάτια και τον τριών υβριδίων γυρίζουν προς τα πάνω. Ο Τζάκος βάζει το χέρι του στον ώμο του Άρη.
«Τι συμβαίνει, Λύκε;»
«Μας μιλάει η Έλενα»
Χωρίς να βλέπουν, η Σελήνη και ο Ερμής τον πλησιάζουν και ενώνουν τα χέρια τους με τα δικά του. Οι άλλοι πλησιάζουν και σχηματίζουν έναν κύκλο γύρω τους. Όλοι εκτός απ' τον Τζέι-Τζέι που ακόμα κοιμάται και την Άρτεμις που δεν κουνιέται απ' τη θέση της για να μην τον ενοχλήσει. Ο Άρης μιλάει με κοφτή φωνή.
«Οι εχθροί μας ξεκίνησαν. Έρχονται. Απόψε. Όταν δύσει ο ήλιος θ' αρχίσουν όλα και όλα θα τελειώσουν όταν το φεγγάρι ανέβει ψηλά»
Μια βαθιά σιωπή πέφτει ανάμεσα τους. Αυτοί κοιτάζονται και αφήνουν τα μάτια τους να εκφράσουν όλα όσα έχουν να πουν.
~ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ~ΓΥΡΩ στο ΜΕΣΗΜΕΡΙ ~ Στο ΞΕΦΩΤΟ με τις ΒΙΟΛΕΤΕΣ ~
~ ΒΑΘΙΑ στο ΔΑΣΟΣ της ΦΑΣΚΟΜΗΛΙΑΣ ~
Ο μήνας που διανύουμε, καθώς και η μεγάλη γιορτή της Ορθοδοξίας, προσφέρουν το τέλειο περιβάλλον για την επερχόμενη μάχη. Η πόλη είναι άδεια λόγω των καλοκαιρινών διακοπών και έτσι δεν θα κινδυνέψει κανένας θνητός. Για καλό και για κακό βέβαια, από χθες, ο Σαμαήλ έχει εξαπολύσει μερικά διαβολόσκυλα, τα οποία έχουν εντολή να μην αφήσουν κανέναν θνητό να πλησιάσει το δάσος.
Λίγες ώρες απομένουν μέχρι τη δύση του ηλίου. Αυτή τη στιγμή, αυτός λάμπει καθώς κρέμεται στη μέση του ανέφελου ουρανού, χαρίζοντας τη ζωτική του ζεστασιά στα ζωντανά πλάσματα της γης. Όμως, σε κάποιον άλλον, προσφέρει πολλά περισσότερα. Ο Τζάκος, με τα φτερά του ανοιχτά πίσω απ' την γυμνή του πλάτη, στέκεται με τα χέρια απλωμένα ακριβώς κάτω απ' τις αχτίνες του επιτρέποντας στο σώμα του ν' απορροφήσει δύναμη και θάρρος απ' την πηγή ζωής των πάντων.
Οι λύκοι της αγέλης του Τιτάνα ερευνούν και χαρτογραφούν την περιοχή γύρω απ' το ξέφωτο. Ο Άρης επιβλέπει και καθοδηγεί τον Ερμή ν' ανοίξει μικρά χαρακώματα στη γη και να τα καλύψει με κλαδιά και φύλλα. Ο Στέφανος, ο Ιάσονας και ο Μάξιμος μιλούν με τον Τζέι-Τζέι και τον Νικόλα, ενώ τα κορίτσια ετοιμάζουν τα όπλα τους. Ο Οδυσσέας και ο Αλέκος έχουν πάει να φέρουν τον Σαμαήλ. Και τέλος, η Σελήνη καθαρίζει το μαστίγιο της και μιλάει στη Μαίρη, η οποία βηματίζει πάνω-κάτω ανήσυχη.
«Αμάν, μωρη! Στάματα πια! Ο γιος μου έχει ήδη ανοίξει αρκετές τρύπες. Δεν χρειαζόμαστε άλλες. Βάλε κάτω τον κώλο σου!»
«Είμαι πολύ ανήσυχη για να το κάνω αυτό, ρε Σελήνη»
«Πάλι τα ίδια; Πόσες φορές πρέπει να στο πω για να το καταλάβεις; Ο Άρης μου δεν πρόκειται ν' αφήσει τίποτα κακό να συμβεί στον Τζάκο σου»
«Δεν ανησυχώ για τη σωματική του ακεραιότητα»
«Για τι ανησυχείς τότε;»
«Για τα φτερά του»
«Μα ο Άρης είπε ...»
«Δεν καταλαβαίνεις, ρε Σελήνη! Το μίσος του Τζάκου για τον Ναθάνιελ είναι τεράστιο. Όταν τον στριμώξει, όπως συμβαίνει κάθε φορά, δεν θα σκεφτεί τις συνέπειες και ... Θεέ μου! Δεν πρέπει να τον σκοτώσει, Σελήνη! Τουλάχιστον όχι όσο ο μπάσταρδος είναι ακόμα άγγελος»
«Δεν θα το κάνει, Μαιρούλα. Μπορεί το μίσος του για το κάθαρμα να είναι μεγάλο, αλλά η αγάπη του για σένα είναι ακόμα μεγαλύτερη. Ο Τζάκος δεν θα θυσιάσει ποτέ την αιωνιότητα μαζί σου για να πάρει εκδίκηση»
«Ελπίζω να έχεις δίκιο. Γαμώτο! Χρειάζομαι τον Αλέκο. Μόνο αυτός μπορεί να με καθησυχάσει. Πού είναι;»
«Πήγε με τον Οδυσσέα να φέρουν τον Σαμαήλ»
«Συγκλονιστικό! Αυτοί και η ζήλια τους! Σιγά μην άφηνε τον Οδυσσέα να πάει μόνος του. Τέλος πάντων! Πότε θα κάνουμε αυτό με το ιχώρ;»
«Μόλις ο άντρας σου σταματήσει να χαμουρεύεται με τον ήλιο»
Και πράγματι, λίγο αργότερα, όλοι κάθονται οκλαδόν στο γρασίδι και είναι έτοιμοι ν' απολαύσουν το καυτό θέαμα. Οι πρωταγωνιστές στέκονται κοντά-κοντά και νιώθουν πολύ άνετα μ' αυτό που πρόκειται να συμβεί. Χμμμ ... Όχι και όλοι, όμως. Ο Νικόλας χτυπάει τα δάχτυλα του για να τους τραβήξει την προσοχή.
«Με συγχωρείτε, αλλά θα ήθελα να πω κάτι στον Ερμή πριν ξεκινήσουμε.
Ο Ερμής τον κοιτάζει με απορία.
«Τι είναι πάλι, αγαπημένε μου σπασαρχίδη;»
Ο Νικόλας τον αγριοκοιτάζει καθώς του απευθύνεται.
«Θέλω να φερθείς ώριμα, φρικιό, και να κρατήσεις τα χέρια σου μακριά μου»
Ο Άρης καγχάζει.
«Λυπάμαι που στο λέω αυτό, Νικόλα, αλλά το πιο πιθανό είναι τα δικά σου χέρια να βγουν εκτός ελέγχου, όχι τα δικά του»
Ο Νικόλας μορφάζει.
«Γαμώτο! Πρέπει πραγματικά να το κάνω αυτό;»
Ο Τζάκος του χαμογελάει.
«Εσύ και ο Ερμής είστε ένα, Νικόλα μου. Μόνο το δικό σου ιχώρ μπορεί να ενισχύσει τη δύναμη του, και την χρειαζόμαστε αυτή τη δύναμη απόψε. Εσείς οι δύο γεννηθήκατε μαζί για κάποιο λόγο»
Η Σελήνη σιγοντάρει.
«Εσύ είσαι το φως, Νικόλα και ο Ερμής είναι το σκοτάδι. Ο ένας υπάρχει μονάχα γιατί υπάρχει ο άλλος. Κανείς απ' τους δυο σας δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τον άλλον»
Η Μαίρη κάνει φινάλε.
«Έτσι είναι, Φωτεινέ μου. Χωρίς το σκοτάδι δεν υπάρχει το φως»
Ο Ερμής, που παραδόξως έχει πολύ καλή διάθεση, βάζει το χέρι του γύρω απ' τους ώμους του Νικόλα.
«Έτσι είναι, φτερωτό μου φρικιό. Εσύ κι εγώ είμαστε ένα, κι εγώ το γουστάρω πολύ αυτό»
«Εμένα πάλι με τρομάζει λίγο»
«Επειδή είσαι σπασαρχίδης, αλλά δεν πειράζει. Σ' αγαπάω έτσι κι αλλιώς!»
Οι άλλοι γελούν όταν ο Ερμής δίνει ένα ρουφηχτό φιλί στο μάγουλο του Νικόλα, το οποίο αυτός σκουπίζει ενοχλημένος. Ο Άρης, ανάμεσα στα γέλια του, εμφανίζει τους κυνόδοντες του.
«Όσο αστείο κι αν είναι όλο αυτό, μπορούμε να προχωρήσουμε; Έχω αρχίσει να διψάω»
Ο Τζάκος σουφρώνει τα χείλια του.
«Ναι, αλλά για να είμαι ειλικρινής, θα προτιμούσα να περιμένω λίγο ακόμα»
«Γιατί;»
Η Μαίρη αναστενάζει.
«Εσύ τι λες, ρε Άρη; Θέλει να είναι εδώ ο Αγαπούλης του. Αυτός ο ενοχλητικός αιώνιος δεσμός μεταξύ τους!»
Ο Τζάκος της χαϊδεύει τα μαλλιά.
«Δεν μπορείς να καταλάβεις, μωρό μου»
«Γιατί δεν προσπαθείς να μου το εξηγήσεις τότε; Τουλάχιστον μέχρι να έρθει ο αντίζηλος μου»
«Εντάξει, σαρκαστικό μου Αγγελούδι, θα το κάνω με την βοήθεια ενός γρήγορου γκάλοπ. Πες μου, Στέφανε, πότε σου άρεσε περισσότερο το σεξ πριν την Άρτεμις;»
Ο Στέφανος απαντάει αμέσως.
«Αυτό είναι εύκολο. Όταν ήταν μαζί μου ο Νάκος»
Ο Τζάκος γυρίζει στον Ιάσονα.
«Εσύ, Νάκο;»
Ο Ιάσονας χαμογελάει.
«Το ίδιο. Όταν ήταν μαζί μου ο Στέφος»
Μετά, ο Τζάκος ρωτάει τον Άρη, ο οποίος απαντάει το αναμενόμενο.
«Όταν ήταν μαζί μου ο Ορέστης»
«Κι αν ρωτούσαμε τον Ορέστη;»
«Θα σου έλεγε το ίδιο πράγμα»
Η Μαίρη ρουθουνίζει.
«Εντάξει, Διεστραμμένε μου Πρίγκιπα, το πήρα το μήνυμα. Ηλίθια αντρική φιλία!»
Ενώ ο Τζάκος δίνει ένα φιλί στη Μαίρη, ο Ερμής ψιθυρίζει στον Νικόλα.
«Συνειδητοποιείς τι σημαίνουν όλα αυτά, ε;»
«Παρόλο που δεν μ' αρέσει καθόλου, ναι»
«Εσύ κι εγώ θα διασκεδάσουμε τόσο πολύ μαζί, κολλητούλη!»
«Θεέ μου, βόηθα με!»
Όταν μετά από λίγο ο Οδυσσέας επιστρέφει, μαζί με τον Αλέκο και τον Σαμαήλ, ρωτάει να μάθει γιατί δεν έχουν τελειώσει την πόση του ιχώρ, και παίρνει την απάντηση του απ' τον Άρη. Τότε, αυτός απευθύνεται στον Τζάκο.
«Σοβαρά τώρα, ρε Διεστραμμένε; Τόση φασαρία για την παρουσία μου;»
«Αφού με ξέρεις, Αγαπούλη μου»
«Ναι, γαμώτο! Σε ξέρω!»
«Τότε θα μου κάνεις τη χάρη, έτσι δεν είναι;»
«Σου έχω πει ποτέ όχι;»
«Όχι, αλλά ακόμα και όταν μου αρνείσαι, κάνεις πάντα αυτό που σου ζητάω. Όπως τώρα που σου ζητάω ένα φιλί»
«Μην το παρατραβάς!»
«Εντάξει. Δεν πειράζει. Μου φτάνει να ξέρω ότι με παρακολουθείς»
«Τι θα κάνω μαζί σου;»
«Θα μ' αγαπάς για πάντα, ίσως;»
«Διεστραμμένε!»
«Αγαπούλη μου!»
Αυτοί γελάνε πριν αγκαλιαστούν και τότε, ο Σαμαήλ ψιθυρίζει στον Αλέκο.
«Και μετά απαγορεύεις σ' εμένα ν' αγγίζω τον άντρα σου. Γιατί δεν το κάνεις και στον Τζάκο; Τον αγαπάς τόσο πολύ;»
«Ναι, αγαπάω πολύ τον Τζάκο, αλλά δεν το κάνω γι' αυτόν. Το κάνω για τον Οδυσσέα. Τον αγαπάω πάρα πολύ για να του στερήσω το πιο σημαντικό πράγμα που έχει, μετά από μένα και την κόρη μας, φυσικά»
«Έτσι είναι. Ο Τζάκος είναι πράγματι πολύ σημαντικός γι' αυτόν. Πάντα ήταν. Σε αντίθεση με μένα, δυστυχώς»
«Ξέρεις τι; Πραγματικά δεν καταλαβαίνω γιατί το κάνεις αυτό. Είσαι Αρχάγγελος και αφάνταστα όμορφος. Μπορείς να έχεις όποιον άντρα ή γυναίκα θέλεις. Γιατί τέτοια εμμονή με τον Οδυσσέα; Επειδή είναι ο μόνος που σε απέρριψε;»
«Όχι, δεν έχει να κάνει μ' αυτό. Μπορεί αυτός να ήταν ο πρώτος που μου έριξε χυλόπιτα, αλλά δεν ήταν ο μόνος. Μ' έχουν απορρίψει κι άλλοι»
«Δυσκολεύομαι να το πιστέψω αυτό»
«Κι όμως είναι αλήθεια, φίλε μου»
«Εντάξει, αλλά ακόμα δεν καταλαβαίνω γιατί ο Οδυσσέας»
«Πραγματικά δεν ξέρω πώς να στο εξηγήσω. Είναι ... αυτός! Ο άγγελος της αγάπης. Αυτός που ξύπνησε μέσα μου συναισθήματα που δεν φανταζόμουν ότι είχα. Ο Πατέρας πίστευε, και ίσως ακόμα το πιστεύει, ότι δεν ξέρω τι σημαίνει αγάπη, αλλά δεν είναι έτσι. Ξέρω και το έμαθα την πρώτη φορά που είδα τον Οδυσσέα»
«Δεν ήξερα ότι ήταν τόσο σημαντικός για σένα»
«Δεν έχει σημασία. Δεν με έχει δει ποτέ έτσι»
«Δεν δοκίμασες ποτέ μαζί του όταν ήσασταν ακόμα στον Παράδεισο;»
«Ήθελα να το κάνω, αλλά δεν πρόλαβα. Βλέπεις, ο Πατέρας δημιούργησε τον Ιωνάθαν και έχασα κάθε ελπίδα που μπορεί να είχα»
«Λυπάμαι που τ' ακούω και σ' ευχαριστώ»
«Για ποιο πράγμα;»
«Που ήρθες να πολεμήσεις μαζί μας»
«Ποιος ξέρει, φίλε μου; Ίσως δεν είμαι και τόσο κακός όσο νομίζουν όλοι»
Ο Σαμαήλ ακουμπάει σ' ένα κοντινό δέντρο και ο Αλέκος πλησιάζει τον Οδυσσέα, τον αγκαλιάζει από πίσω και ακουμπάει το πηγούνι του στον ώμο του. Εκείνος χαμογελάει.
«Δεν ξέρω για σένα, μωρό μου, αλλά μπορώ να πω επίσημα ότι αυτή είναι η πιο σέξι σκηνή που έχω δει ποτέ, παρόλο που δεν περιέχει καθόλου σεξ»
Ο Αλέκος ακολουθεί το βλέμμα του.
«Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι συμφωνώ τόσο πολύ μαζί σου. Ουάου!»
Και πώς θα μπορούσε ο Αλέκος μας να μην συμφωνήσει, αφού το θέαμα της πόσης του ιχώρ είναι πράγματι ακαταμάχητο. Ο Τζάκος και η Μαίρη κάθονται πλάτη με πλάτη στο έδαφος, κρατιούνται απ' το χέρι και αναστενάζουν, ενώ ο Άρης και η Σελήνη, γονατιστοί ανάμεσα στα πόδια τους, πίνουν απευθείας απ' την κεντρική φλέβα του λαιμού τους, την ίδια στιγμή που, λίγο πιο πέρα, ο Νικόλας, με το κεφάλι ριγμένο πίσω και τα μάτια του κλειστά, απολαμβάνει το δάγκωμα του Ερμή στον καρπό του.
Όταν τα υβρίδια ξεδιψούν και γεμίζουν το σώμα τους με αγγελική δύναμη, σηκώνονται και σκουπίζουν τα χείλη τους με το πίσω μέρος της παλάμης τους, ενώ οι άγγελοι πέφτουν πίσω στο έδαφος και προσπαθούν να καλμάρουν την αναταραχή μέσα τους. Ακόμα κι αυτές οι κινήσεις φαίνονται σέξι και γι' αυτό το κοινό κρατάει το στόμα του κλειστό. Τουλάχιστον μέχρι ο Νικόλας να κάνει τους πάντες να γελάσουν με την ειλικρινή του δήλωση.
«Αν αυτό το σεξ μοιάζει έστω και λίγο με αυτό που μόλις ένιωσα, ανυπομονώ να το κάνω! Θεούλη μου! Ήταν τρομερά φοβερό!»
Ο Ερμής γλύφει τα χρυσά απομεινάρια του αγγελικού ιχώρ στα χείλη του.
«Παρακαλώ, Κολλητούλη!»
Αργότερα, όταν ο ήλιος αφήνει τον θρόνο του ψηλά στον ουρανό και δίνει την σκυτάλη στην πανσέληνο, όλα είναι έτοιμα στο ξέφωτο και όλοι έχουν πάρει θέση μάχης, φορώντας τα κατάλληλα δερμάτινα ρούχα. Αν και ο Νυχτερινός Βασιλιάς φωτίζει επαρκώς την περιοχή, ο Στέφανος έχει ανάψει μερικές φωτιές, τις οποίες η Άρτεμις κρατά υπό έλεγχο μέχρι να τις εξαπολύσει.
Ο Τζάκος και ο Άρης στέκονται στην πρώτη σειρά, μαζί με τον Ερμή, τον Οδυσσέα, τον Αλέκο και τον Σαμαήλ. Ακριβώς πίσω τους είναι ο Στέφανος, ο Ιάσονας και ο Μάξιμος, μαζί με τα κορίτσια τους, ενώ η Μαίρη στέκεται ακόμα πιο πίσω με τη Σελήνη και τον Νικόλα γύρω της. Ο Τζέι-Τζέι στέκεται στην τελευταία σειρά ανάμεσα στον Τιτάνα και τον Βήτα του, έναν γιγάντιο καφέ λύκο, ενώ οι υπόλοιποι λύκοι κρύβονται μέσα στη γη, στα χαρακώματα που άνοιξε ο Ερμής νωρίτερα και παραμένουν αόρατοι χάρις στα φύλλα και τα κλαδιά που σκεπάζουν τις τρύπες. Οι δαίμονες, που έφερε μαζί του ο Σαμαήλ, περιμένουν επίσης κρυμμένοι στις σκιές ανάμεσα στα δέντρα.
Η Έλενα, που είναι ασφαλής στο μυστικό μέρος με τον Σάκη, την Εύα και τους θνητούς, στέλνει στον πατέρα της μια εικόνα που τον κάνει να χαμογελάσει. Ο Τζάκος τον κοιτάζει.
«Γιατί χαμογελάς;»
«Ο Ναθάνιελ και ο στρατός του έφτασαν στη Λίμνη της Βουλιαγμένης και έστειλε ανιχνευτές, οι οποίοι τρόμαξαν αμέσως μόλις έπιασαν τη μυρωδιά μας και έτρεξαν πίσω σ' αυτόν. Τώρα του εξηγούν πόσοι είμαστε και αυτός ... Πρέπει να δεις το πρόσωπο του!»
«Δείξε μου!»
Ο Άρης παίρνει το χέρι του Τζάκου και του μεταφέρει την εικόνα απ' το όραμα της Έλενας. Το χαμόγελο που ανθίζει στο πρόσωπο του Τζάκου γίνεται ακόμη πιο πλατύ όταν ο Ερμής, ο οποίος βλέπει επίσης την εικόνα, προτείνει κάτι.
«Μπαμπά, τι θα 'λεγες για μια μικρή εκπληξούλα στα παλικάρια;»
«Ναι, Κουτάβι. Κάντο!»
Ο Ερμής κλείνει τα μάτια του και συγκεντρώνεται για μια στιγμή. Το αγγελικό ιχώρ του Νικόλα στο σύστημα του του επιτρέπει να ελέγχει τα στοιχεία από απόσταση και έτσι, με ένα απλό χτύπημα των δαχτύλων του, κάνει τα νερά της λίμνης να ορμήσουν με μανία και να κάνουν μούσκεμα τον Ναθάνιελ και τον στρατό του, τρομάζοντας τους μέχρι θανάτου. Ο Τζάκος και ο Άρης, που συνδέονται με τη σκηνή μέσω της Έλενας, γελούν δυνατά.
«Ω, Πατέρα! Κοίτα τους! Ούτε που ξέρουν από που τους ήρθε!»
«Μπράβο, Κουτάβι! Έσκισες!»
Ο Ερμής γυρίζει και κλείνει το μάτι στον Νικόλα, ο οποίος του χαμογελάει. Τότε, ο Οδυσσέας ζητάει να μάθει λεπτομέρειες.
«Άρη, πόσοι είναι;
«Πάρα πολλοί. Περισσότεροι απ' όσο υπολογίζαμε»
Ο Στέφανος και ο Τζέι-Τζέι ρωτάνε αν ανάμεσα στους εχθρούς είναι ο Πρωτέας ο αλλαζόμορφος, που ήρθε στο σπίτι με την μορφή του Μιχαήλ για να σκοτώσει την Άρτεμις όσο ήταν έγκυος, και ο αρχηγός των Φυλάκων της Φυσικής Ισορροπίας, ο οποίος, με βάση αυτά που ανακάλυψε ο Διονύσης, είναι απόγονος του πρώτου Ισπανού Μέγα Ιεροεξεταστή, Τομάς ντε Τορκεμάδα, που έζησε τον 15ο αιώνα και ήταν αυτός που μετέτρεψε την ισπανική Ιερά Εξέταση σε θεσμό τρόμου και φρίκης και που εξαιτίας του περισσότεροι από 2.000 αιρετικοί οδηγήθηκαν στην πυρά, κάπου 17.000 ακρωτηριάστηκαν και παραμορφωθήκαν και σαν κερασάκι στην τούρτα της εκκλησιαστικής του καριέρας, οργάνωσε τον διωγμό δεκάδων χιλιάδων εβραίων και μουσουλμάνων της Ισπανίας το 1492 μ.Χ.
Όταν ο Άρης τους απαντάει καταφατικά, πατέρας και γιος κοιτάζονται στα μάτια και συμφωνούν να κάνουν αυτό που πρέπει. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Τιτάνα, ο οποίος γρυλίζει όταν μαθαίνει ότι ο άντρας με την καραμπίνα που τραυμάτισε την Ουρανία είναι ανάμεσα στους στρατιώτες.
Μετά, ο Αλέκος ζητάει μερικές διευκρινήσεις.
«Τι είναι αυτοί, Άρη;»
«Οι περισσότεροι είναι θνητοί, αλλά υπάρχουν και υπερφυσικοί. Αλλαζόμορφοι, Λυκάνθρωποι, μερικά Στρίγκα, μια ντουζίνα Νεράιδες και ένα θηλυκό βαμπίρ»
Η Σελήνη γρυλίζει έξαλλη ακούγοντας τις τελευταίες λέξεις.
«Η Ρεβέκκα! Πώς είναι δυνατόν κάτι τέτοιο; Νόμιζα ότι αυτή είχε αποσυρθεί κάπου στην Ρουμανία»
Η Μαίρη μορφάζει.
«Προφανώς ο Ναθάνιελ έμαθε την ιστορία σου μαζί της, την πλησίασε και της πρόσφερε την ευκαιρία για εκδίκηση. Κι αυτή φυσικά δέχτηκε»
«Κι αυτό θα είναι το τελευταίο πράγμα που θα κάνει γιατί θα της ξεριζώσω το κεφάλι και θα το πετάξω στα σκατά!»
Ο Ιάσονας ψιθυρίζει στον Οδυσσέα.
«Ποια είναι αυτή η Ρεβέκκα;»
«Ένα αρχαίο βαμπίρ. Παίζει να είναι από τις πρώτες του είδους. Όταν η Νύχτα δημιούργησε τον Άρη, αυτή ζήτησε να γίνει σύντροφος του, αλλά η Θεά αρνήθηκε και δημιούργησε την Σελήνη. Όπως καταλαβαίνεις, η Ρεβέκκα δεν πήρε καθόλου καλά αυτή την απόρριψη και από τότε, εδώ και αιώνες δηλαδή, δεν χάνει ευκαιρία να κάνει τη ζωή της Σελήνης κόλαση»
«Αυτός ο Ναθάνιελ έχει μαζέψει την ελίτ της μοχθηρίας και της κακίας»
Ο Σαμαήλ ρωτάει να μάθει αν είναι και η Τζεραχέλ μαζί τους, και όταν ο Άρης του λέει ναι, παίρνει μια βαθιά ανάσα.
«Αυτή είναι δική μου! Την προειδοποίησα και δεν μ' άκουσε!»
Ο Οδυσσέας αναστατώνεται.
«Και τι γίνεται με τα φτερά σου;»
«Έχω απαρνηθεί τον Παράδεισο, μωρό μου. Οι Ιεροί Νόμοι δεν ισχύουν πλέον για μένα»
«Και τι; Θα σκοτώσεις έτσι απλά την Άγγελο του Θανάτου;»
«Λες να μην μπορώ να το κάνω;»
«Το ακριβώς αντίθετο. Απλώς δεν ήξερα ότι η Άγγελος του Θανάτου μπορεί να πεθάνει»
«Όλοι μπορούμε να πεθάνουμε, ομορφιά μου»
Ο Τζάκος, ακούγοντας αυτή τη δήλωση, γυρίζει και τους κοιτάζει όλους.
«Όχι σήμερα, Σαμαήλ! Κανείς από μας δεν μπορεί να πεθάνει. Μπορείτε να σκοτώσετε, αλλά δεν μπορείτε να σκοτωθείτε. Σας το απαγορεύω! Συνεννοηθήκαμε;»
Όλοι μαζί του απαντούν καταφατικά κι εκείνος γυρίζει ξανά μπροστά ξεφυσώντας.
«Ευχαριστώ!»
Η Έλενα στέλνει ακόμα μια εικόνα στο κεφάλι του Άρη, κι αυτός βάζει το χέρι του στον ώμο του Τζάκου καθώς απευθύνεται και στους υπόλοιπους.
«Αυτοί ξεκίνησαν ξανά. Θα είναι εδώ σε λίγα λεπτά. Ετοιμαστείτε!»
Η γη σείεται όταν η αγέλη χτυπάει τα όπλα της στο έδαφος και παίρνει θέση μάχης. Γυαλιστερά σπαθιά, αιχμηροί κυνόδοντες, Αδαμάντινα στιλέτα, εύκαμπτα μαστίγια και όπλα με ασημένιες, χρυσές και αδαμάντινες σφαίρες. Ο καθένας έχει κάτι στα χέρια του. Όλοι εκτός απ' τον Τζέι-Τζέι. Αυτός δεν χρειάζεται τίποτα γιατί έχει τα χέρια του.
Μια καταπιεστική σιωπή ξεσπά ανάμεσα τους καθώς οι ήρωες μας μετρούν τα λεπτά και τα δευτερόλεπτα μέχρι να εμφανιστούν οι εχθροί τους. Το μόνο που ακούγεται είναι η αναπνοή τους. Κοιτάζονται μεταξύ τους, αλλά δεν λένε αντίο. Τα μάτια τους μιλούν, αλλά όχι για ήττα και θάνατο. Ναι, αυτό το βράδυ θα χυθεί αίμα, αλλά όχι το δικό τους αίμα. Δεν τους αρέσει αυτό, αλλά πρέπει να το κάνουν. Άλλωστε ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.
Όλη αυτή την ώρα που ο Τζάκος βλέπει τον Ναθάνιελ μέσα απ' τις εικόνες των οραμάτων της Έλενας, το μίσος του γι' αυτόν είναι κάπως μετριασμένο, αλλά τώρα που αυτός εμφανίζεται στο ξέφωτο με σάρκα και οστά, τον κατακλύζει απ' άκρη σ' άκρη. Το να βλέπεις τον αιώνιο εχθρό σου ζωντανό μπροστά σου δεν είναι μικρό πράγμα.
Τώρα αναρωτιέστε αν ο Ναθάνιελ είναι ανόητος και εμφανίζεται μόνος. Όχι. Όχι. Δεν είναι καθόλου ανόητος. Απλώς αυτός βασίζεται στην τιμή του Τζάκου ως στρατιώτη του Θεού. Ένας καλός στρατιώτης πολεμάει πάντα με ειλικρίνεια και τιμή και ποτέ ύπουλα. Ο Ναθάνιελ βασίζεται σ' αυτό και γι' αυτό στέκεται αγέρωχος λίγα μέτρα μακριά απ' τον Τζάκο.
«Ιωνάθαν ... Χρόνια και ζαμάνια, Άγγελε του Ήλιου»
«Ναθάνιελ ... Δεν μου έλειψες καθόλου, Άγγελε της Φωτιάς»
Ο Ναθάνιελ γελάει.
«Αστείος όπως πάντα, αδερφέ»
«Δεν είμαι αδερφός σου, ρε!»
«Είμαστε όλοι παιδιά του Θεού, Ιωνάθαν. Είτε σ' αρέσει, είτε όχι, είμαστε αδέρφια»
«Δεν μ' αρέσει»
«Δικό σου πρόβλημα, όχι δικό μου»
Ο Τζάκος γυρίζει τα μάτια του, ενώ ο Ναθάνιελ κοιτάζει τριγύρω.
«Όπως βλέπω, οι συναναστροφές σου δεν έχουν αλλάξει καθόλου. Ακόμα κάνεις παρέα με τέρατα»
«Κοίτα ποιος μιλάει! Δεν είμαι εγώ αυτός που προσλαμβάνει τέρατα για να κάνουν τη βρομοδουλειά του»
«Αλήθεια; Τότε γιατί έχεις ένα δίπλα σου κι άλλο ένα φυλάει τη γυναίκα σου;»
Οι φωτιές δυναμώνουν, ενώ η γη αρχίζει να τρέμει και ο αέρας σφυρίζει απειλητικά ανάμεσα στα δέντρα. Ο Άρης δίνει μια εντολή στον υπεύθυνο.
«Ήρεμα, Ερμή! Όχι ακόμη!»
Το τρέμουλο σταματάει, ο αέρας σιωπά και οι φωτιές αρχίζουν να σιγοκαίνε και πάλι καθώς ο Ερμής ξεφυσάει αργά. Ο αρχηγός των Φυλάκων, που το όνομα του είναι Πέδρο Βελάσκεζ, αγριοκοιτάζει το αγόρι.
«Τα Στοιχεία της Φύσης δεν ελέγχονται και όποιος προσπαθεί να το κάνει είναι βδέλυγμα και πρέπει να πεθάνει. Ετοιμάσου, ανίερο πλάσμα! Ετοιμάσου να πεθάνεις!»
Ο Ερμής υπακούει την νοητική εντολή του πατέρα του και δεν απαντάει, και ο Ναθάνιελ, παίρνοντας την σιωπή του σαν αδυναμία, χαμογελάει στον Άρη.
«Φύλακα, μπορεί ο γιος σου να είναι βδέλυγμα, σαν εσένα, αλλά τουλάχιστον ξέρει να κρατάει το στόμα του κλειστό»
Ο Άρης, με δυσκολία ομολογουμένως, κρατάει την ψυχραιμία του και του μιλάει ήρεμα.
«Τι θα γίνει, Ναθάνιελ; Θα πολεμήσεις σαν άντρας ή θα συνεχίσεις να συζητάς σαν γκομενίτσα;»
Ο Ναθάνιελ στενεύει τα μάτια του.
«Δεν ήξερα ότι βιάζεσαι να πεθάνεις, Υβρίδιο»
«Μπλα, μπλα, μπλα, ρε μαλάκα!»
Βλέποντας τον Ναθάνιελ να καθυστερεί, ο Τζάκος ψιθυρίζει στον Άρη, ο οποίος του απαντά στον ίδιο τόνο.
«Κωλυσιεργεί επίτηδες»
«Ναι, για να μας περικυκλώσουν οι άντρες του»
«Όπως ακριβώς προέβλεψες»
«Όχι εγώ!»
«Σωστά! Ο Πατέρας να ευλογεί την κόρη σου και τα οράματα της»
Η δυνατή και εξαγριωμένη φωνή του Ναθάνιελ τους διακόπτει.
«Έη! Τι λέτε εσείς εκεί;»
Η απάντηση έρχεται πληρωμένη απ' τον Τζάκο.
«Μιλάμε για την ήττα σου, ρε μαλάκα!»
«Όχι, Ιωνάθαν! Όχι αυτή τη φορά!»
Αυτά τα λόγια του Ναθάνιελ είναι ένα είδος συναγερμού, και μόλις βγαίνουν απ' το στόμα του, ο στρατός του ορμάει στο ξέφωτο απ' όλες τις κατευθύνσεις και περικυκλώνει τους ήρωες μας, που χωρίζονται αμέσως σε ζευγάρια, όπως είχε διατάξει ο Άρης. Το κάθε ζευγάρι στέκεται πλάτη με πλάτη. Ο Τζάκος με τον Άρη, ο Ερμής με τον Νικόλα, η Μαίρη με τη Σελήνη, ο Στέφανος με την Άρτεμις, ο Ιάσονας με την Αναΐς, ο Μάξιμος με τη Πανδώρα και ο Οδυσσέας με τον Αλέκο. Ο Σαμαήλ με τους δύο λύκους, τον Τιτάνα, και τον Βήτα του, κρατούν τον Τζέι-Τζέι μακριά απ' το οπτικό πεδίο των εχθρών.
Αυτοί κοιτάζουν τριγύρω τον πολυάριθμο στρατό που τους πλησιάζει απειλητικά. Αλλαζόμορφοι με σπαθιά και λυκάνθρωποι με μακριά νύχια, άσχημα Στρίγκα, που δεν είναι τίποτα περισσότερο από παράφρονες ξεπεσμένες μάγισσες, με τόξα και βέλη, νεράιδες με μυτερά δόρατα ποτισμένα με δηλητήριο και επίσης, αξιολύπητοι θνητοί άνθρωποι, μέλη των Φυλάκων της Φυσικής Ισορροπίας, με αυτόματα όπλα και τουφέκια. Λίγο πιο πίσω, ο Ναθάνιελ, με τα απλωμένα πορτοκαλί φτερά του και το σφυρηλατημένο στη φωτιά σπαθί του, ανάμεσα στη Ρεβέκκα, την ισχυρή και όμορφη αρχαία βρικόλακα με τους μυτερούς κυνόδοντες, και την Τζεραχέλ, την Άγγελο του Θανάτου, με τα γκρι σαν την στάχτη φτερά της, που μοιάζει ακόμα με έφηβη αγάμητη βιβλιοθηκάριο.
Οι δύο πλευρές κοιτάζονται με μίσος χωρίς να μιλάνε, αμφότεροι έτοιμοι να πολεμήσουν μέχρι θανάτου. Οι μεν υπακούοντας έναν παράφρονα που αποζητά εκδίκηση και οι δεν για να προστατέψουν την ζωή των αγαπημένων τους. Οι μεν είναι περισσότεροι, πολύ περισσότεροι, οι δεν όμως έχουν πολλά να χάσουν αν ηττηθούν. Ποιοι λέτε να κερδίσουν; Οι πολλοί ή οι αποφασισμένοι;
Ο Τιτάνας έχει εντοπίσει τον Αλφρέδο ΜακΝτάουελ, τον άντρα με την καραμπίνα και τον κοιτάζει γρυλίζοντας υπόκωφα, ενώ η Σελήνη χτυπάει το χώμα με το μαστίγιο της κοιτάζοντας την Ρεβέκκα. Ο Σαμαήλ κρατάει το βλέμμα του καρφωμένο στην Τζεραχέλ, ενώ ο Τζέι-Τζέι, κρυμμένος πίσω απ' τα φτερά του Αρχάγγελου, κρυφοκοιτάζει τον Αρχηγό των Φυλάκων. Όσο για τον Τζάκο, αυτός δεν αφήνει απ' τα μάτια του τον Ναθάνιελ, ο οποίος είναι ο πρώτος που σπάει την σιωπή.
«Αυτό ήταν, Ιωνάθαν! Η τελευταία σου ευκαιρία. Δώσε μου την Μαριάμ και θα σ' αφήσω να ζήσεις!»
Ο Άρης γνέφει στον Σαμαήλ και τον Τιτάνα, κι αυτοί διατάζουν νοητικά τους δικούς τους να είναι έτοιμοι για επίθεση. Ο Τζάκος κοιτάζει τη Μαίρη, η οποία του γνέφει, πριν απευθυνθεί με μίσος στον Ναθάνιελ.
«Έλα να με πάρεις, ρε καριόλη!»
Ο Ναθάνιελ γελάει.
«Όπως θες! ΕΠΙΘΕΣΗ!»
Ο στρατός επιτίθεται και σε πολύ λίγο τα πάντα γίνονται κόκκινα. Αίμα παντού. Στον αέρα, στα δέντρα, στο γρασίδι. Η μάχη μαίνεται και είναι σφοδρή ...
Ο Ναθάνιελ ουρλιάζει στους άντρες του να συνεχίσουν να επιτίθονται, ακόμα κι όταν αποδεκατίζονται κυριολεκτικά απ' το σπαθί του Τζάκου και τα στιλέτα του Άρη, που χορεύουν τον όμορφο χορό του θανάτου σε τέλειο συγχρονισμό σαν δύο φονικές μηχανές.
Οι δαίμονες αλαλάζουν από χαρά, όταν, με εντολή του Σαμαήλ, εμφανίζονται απ' το πουθενά με τη μορφή μαύρου καπνού και κυριεύουν τους θνητούς, ξεσκίζοντας τους από μέσα προς τα έξω. Αυτοί χαίρονται γιατί για πρώτη φορά έχουν άδεια να σκοτώσουν. Οι λύκοι ουρλιάζουν καθώς ξεπηδούν απ' τα χαρακώματα όπου κρύβονταν, μετά την διαταγή του αρχηγού τους, και επιτίθονται στους λυκανθρώπους, ακρωτηριάζοντας τα χέρια τους και σφάζοντας τους λαιμούς τους.
Ο Σαμαήλ, με μάτια κατακόκκινα απ' την οργή, παλεύει σώμα με σώμα με την Τζεραχέλ και τελικά καταφέρνει να της ξεριζώσει την καρδιά και να συνθλίψει το κομμάτι του Θεού μέσα της με το χέρι του, μετατρέποντας το σώμα της σε στάχτες. Η Σελήνη, με σύμμαχο τη Μαίρη, εγκλωβίζει τη Ρεβέκκα ανάμεσα σε δύο δέντρα και τυλίγει το μαστίγιο στο λαιμό της. Το δέρμα της βρικόλακα καίγεται στην επαφή με το ιερό μέταλλο κάνοντας την να φωνάξει απ' τον πόνο, λίγο πριν χάσει το κεφάλι της και σωπάσει για πάντα.
Λίγο πιο πέρα, η Πανδώρα σέρνει απ' τα μαλλιά τον άντρα με το τουφέκι μακριά απ' τους συντρόφους του και μετά παίρνει σειρά ο Μάξιμος, ο οποίος τον ακινητοποιεί στο έδαφος και τον προσφέρει κυριολεκτικά στον Τιτάνα, ο οποίος πλησιάζει αργά και τον σκοτώνει κόβοντας του το κεφάλι με τα κοφτερά του δόντια, το οποίο αποθέτει στα πόδια της Ουρανίας, που γλύφει το αίμα απ' την μουσούδα του.
Η Άρτεμις κόβει τα πόδια του Πρωτέα με το σπαθί της, κι όταν αυτός σωριάζεται στο έδαφος γίνεται εύκολη λεία για τον Στέφανο, ο οποίος δεν του επιτρέπει να πεθάνει από αιμορραγία, αλλά χώνει το χέρι του στο στόμα του και εξαπολύει την Ουράνια Φωτιά μέσα στο σώμα του, η οποία τον καίει εσωτερικά χαρίζοντας του έναν αργό και οδυνηρά βασανιστικό θάνατο.
Ο Πέδρο, ο αρχηγός των Φυλάκων, κοιτάζει με τρόμο γύρω του και βλέπει τους συντρόφους του να πεθαίνουν ο ένας μετά τον άλλον από το χέρι κάποιου αγγέλου ή ακόμα χειρότερα, από τον Ερμή, ο οποίος, χρησιμοποιώντας το νερό, κάνει το αίμα τους κυριολεκτικά να βράσει. Συνειδητοποιώντας ότι η ήττα του είναι κάτι παραπάνω από σίγουρη, όπως κάνουν όλοι οι δειλοί σε τέτοια θέση, πετάει τα όπλα του και προσπαθεί να φύγει, αλλά δεν είναι γραφτό του να γλιτώσει.
Με τα χέρια του βουτηγμένα στο αίμα και ένα άγριο χαμόγελο στα χείλη, ο Τζέι-Τζέι, με τα ολόχρυσα φτερά του να τρέμουν από οργή πίσω απ' την πλάτη του, μπαίνει στον δρόμο του και τον ακινητοποιεί.
«Επ! Που νομίζεις ότι πας, ρε ξεφτιλισμένε;»
Ο Πέδρο πέφτει στα γόνατα κι αρχίζει να κλαίει.
«Σε παρακαλώ! Άσε με να ζήσω!»
Ο Τζέι-Τζέι γελάει.
«Τι λες, ρε μαλάκα; Γιατί να το κάνω; Εσύ άφησες να ζήσουν όλα αυτά τα πλάσματα που κατέστρεψες επειδή απλά και μόνο είχαν κάποιο χάρισμα;»
«Συγγνώμη! Συγγνώμη! Δεν φταίω εγώ! Έτσι μεγάλωσα! Έτσι με έμαθαν!»
«Αν είναι έτσι, ούτε εγώ φταίω. Γι' αυτό γεννήθηκα»
Ο Πέδρο ανοίγει το στόμα του να πει κάτι, αλλά δεν έχει την ευκαιρία. Ο Τζέι-Τζέι, αποφασισμένος να διαλύσει μια και καλή αυτή την φριχτή οργάνωση δολοφόνων, χώνει τα χέρια του στο στήθος του Πέδρο και, με μία απότομη κίνηση, τον κόβει κυριολεκτικά στα δύο, ουρλιάζοντας. Τα κομμάτια του σώματος του ανθρώπου, που με εντολή του σφαγιάστηκαν τόσα αθώα χαρισματικά πλάσματα, πέφτουν στο έδαφος και τα σπλάχνα του χύνονται στο γρασίδι αχνίζοντας. Ο Τζέι-Τζέι κοιτάζει τον ματωμένο σωρό στα πόδια του και, πριν επιστρέφει στην μάχη, συνθλίβει την ακίνητη πια καρδιά του κακού κάτω απ' την μπότα του.
Ο θόρυβος της μάχης είναι κάτι το ασύλληπτο. Οι ήρωες μας πολεμούν χωρίς σταματημό μέχρι που οι επιθανάτιες κραυγές των εχθρών σταματούν όταν πέφτουν όλοι νεκροί. Ο Οδυσσέας, λουσμένος στο αίμα όπως όλοι, κοιτάζει πρώτα το ματωμένο χαλί από πτώματα κάτω απ' τα πόδια του και μετά τα μάτια του αναζητούν τα αγαπημένα του πρόσωπα.
Να ο Αλέκος ... Και η Πανδώρα ... Και ο Τζάκος ... Και όλοι οι άλλοι. Αυτός μετράει κεφάλια. Ένα, δύο, τρία ... Δεκαπέντε. Σ' ευχαριστώ, Θεέ μου! Είναι όλοι ζωντανοί. Ματωμένοι, ιδρωμένοι και κουρασμένοι, αλλά ζωντανοί. Καμία απώλεια! Όμως, για περίμενε ένα λεπτό! Τι συμβαίνει εκεί πέρα;
Πατώντας κυριολεκτικά πάνω σε πτώματα, αυτός πλησιάζει τον Τζάκο και τον Άρη, οι οποίοι στέκονται πάνω απ' τον Ναθάνιελ, τον μοναδικό επιζώντα του πολυάριθμου στρατού που έφτιαξε με τόσο κόπο όλα αυτά τα χρόνια και διαλύθηκε τόσο εύκολα, παρόλο που ήλπιζε ότι θα τον βοηθούσε να εκδικηθεί τον μεγαλύτερο εχθρό του. Δυστυχώς όμως, η εκδίκηση δεν θα έρθει ποτέ, ή μήπως τίποτα δεν έχει τελειώσει ακόμα;
Παρά την ήττα του, ο αγγελικός εγωισμός και η αγενή συμπεριφορά του δεν τον εγκατέλειψαν, και γι' αυτό αγριοκοιτάζει τον Τζάκο ακόμα και τώρα, έτσι όπως είναι γονατιστός, πληγωμένος και άοπλος στα πόδια του.
«Τι περιμένεις, Ιωνάθαν; Σκότωσε με επιτέλους!»
Ο Τζάκος κουνάει το κεφάλι του.
«Περιμένω μια συγγνώμη»
«Δεν θα την πάρεις ποτέ»
«Ούτε τώρα, Ναθάνιελ; Κοίτα γύρω σου! Οι στρατιώτες σου είναι όλοι νεκροί εξαιτίας σου»
«Ποιος νοιάζεται για μερικά τέρατα και λίγους βρωμερούς ανθρώπους; Όλοι τους είναι κατώτερα όντα!»
Ο Σαμαήλ του ρίχνει μια κλοτσιά στα πλευρά, η οποία τον σωριάζει στο έδαφος.
«Πέθανε κι ένας άγγελος, ρε μπάσταρδε»
«Αυτή το διάλεξε. Μόνη της ήρθε και με βρήκε και μου πρόσφερε τις υπηρεσίες της. Εγώ δεν την πίεσα να κάνει κάτι»
«Τι σκατά άγγελος είσαι εσύ;»
«Άψυχος»
Ο Σαμαήλ απομακρύνεται βρίζοντας και ο Τζάκος, ο οποίος όλη αυτή την ώρα σκεφτόταν, καταλήγει σε μία πολύ καλή ιδέα, την οποία συζητάει χαμηλόφωνα με τον Άρη.
«Δεν μου λες, η Νύχτα σου είπε ότι θα μείνει μονάχα ένας επιζώντας, έτσι;»
«Ναι»
«Προφανώς αυτός είναι ο Ναθάνιελ»
«Δεν έμεινε και κανένας άλλος»
«Σου διευκρίνισε αν ο επιζώντας θα είναι θνητός ή υπερφυσικός;»
«Όχι, το άφησε φλου»
«Τέλεια! Αυτό μας δίνει την ευκαιρία να καταδικάσουμε τον μπάσταρδο σε μία μοίρα χειρότερη απ' τον θάνατο»
«Προτείνεις αυτό που νομίζω;»
«Ω, ναι!»
«Ωραία ιδέα! Ας το κάνουμε!»
Ο Ναθάνιελ τρομοκρατείται όταν βλέπει τον Άρη να πηγαίνει και να στέκεται πίσω του.
«Τι κάνει αυτός; Γιατί πηγαίνει πίσω μου;»
Ο Τζάκος σκύβει και αρπάζει το σαγόνι του.
«Αυτό ήθελες, έτσι δεν είναι; Αυτός ήταν ο στόχος σου απ' την αρχή. Θέλεις να σε σκοτώσω και να χάσω τα φτερά μου»
«Αυτή είναι η μόνη σου επιλογή, Ιωνάθαν. Αν δεν με σκοτώσεις, θα σε κυνηγήσω ξανά κι αυτή τη φορά θα σε νικήσω. Σκότωσε με, αλλιώς θα σκοτώσω όλους όσους αγαπάς, έναν προς έναν, ξεκινώντας απ' την πόρνη σου»
Μια μικρή φλόγα ξεφεύγει απ' το χέρι του Στέφανου και εισβάλει στο στόμα του Ναθάνιελ, καίγοντας τη γλώσσα του.
«Πρόσεχε τη γλώσσα σου, ρε μαλάκα! Μιλάς για τη μάνα μου!»
Σαν λαχανιασμένος σκύλος, ο Ναθάνιελ προσπαθεί να σβήσει τη φωτιά στη γλώσσα του. Ο Τζάκος γελάει.
«Έλεγες κάτι;»
«Σκότωσε με επιτέλους, ρε κάθαρμα!»
«Μπα! Θα διαλέξω την δεύτερη επιλογή. Φύλακα, σειρά σου!»
Ο Άρης χαμογελάει.
«Ευχαρίστως!»
Ο άγγελος φωνάζει απελπισμένος όταν ο Άρης βάζει το πόδι του ανάμεσα στα φτερά του και τα τραβάει με όλη του τη δύναμη σκίζοντας τα, αφήνοντας δύο βαθιές πληγές στο δέρμα του και κάνοντας τον σχεδόν να λιποθυμήσει απ' τον πόνο. Ο Τζάκος τον αρπάζει και του δίνει ένα χαστούκι στο μάγουλο.
«Όχι! Όχι! Μην μου λιποθυμήσεις τώρα, ηλίθιε! Δεν έχω τελειώσει ακόμα μαζί σου!»
Ο Ναθάνιελ ανοίγει τα μάτια του με δυσκολία και βλέπει τον Άρη να ρίχνει τα ματωμένα φτερά στα πόδια του Στέφανου και να τον διατάζει να τα κάψει. Αυτός ουρλιάζει ξανά όταν τα πορτοκαλί φτερά αρπάζουν φωτιά, φωτίζοντας το λεκιασμένο απ' τα δάκρυα πρόσωπο του. Η κατάσταση του είναι τραγική. Θα μπορούσαμε ακόμα και να τον λυπηθούμε αν δεν ξέραμε τι σκατά είναι πραγματικά. Ο Τζάκος, που όντως δεν έχει τελειώσει μαζί του, προσφέρει στη Μαίρη το σπαθί του.
«Θα μας κάνεις την τιμή, Μαριάμ; Θα τον πονέσει ακόμα περισσότερο αν γίνει απ' το χεράκι σου»
Η Μαίρη του χαμογελάει.
«Θα το ήθελα πολύ!»
Ο Τζάκος αρπάζει τον Ναθάνιελ απ' τα μαλλιά κι αυτός σταματάει να παλεύει και ρίχνει το κεφάλι του πίσω, ώστε ο λαιμός του να είναι εκτεθειμένος. Η Μαίρη σηκώνει το σπαθί.
«Αυτό για όλες τις φορές που με σκότωσες, μαλάκα!»
Αυτή σκίζει το δέρμα ακριβώς πάνω απ' το μήλο του Αδάμ στο λαιμό του Ναθάνιελ και ο Τζέι-Τζέι, κρατώντας ένα μικρό γυάλινο φιαλίδιο, αφαιρεί το φελλό, το φέρνει κοντά στην πληγή και, με μια μικρή κίνηση των δαχτύλων του, διατάζει την αγγελική του χάρη να φύγει απ' το σώμα του και να μπει στο μπουκάλι. Όταν τελειώνει, βουλώνει ξανά το φιαλίδιο και το βάζει στην τσέπη του για μελλοντική χρήση. Θνητός άνθρωπος πια, ο Ναθάνιελ πέφτει ξανά στο έδαφος, λαχανιασμένος.
«Είσαι έξυπνος, Ιωνάθαν. Το παραδέχομαι. Μ' έκανες άνθρωπο για να με σκοτώσεις χωρίς να εκπέσεις»
Ο Τζάκος καγχάζει.
«Ποιος σου είπε ότι θα σε σκοτώσω;»
«Τι; Όχι! Όχι! Δεν μπορείς να μου το κάνεις αυτό! Σε παρακαλώ! Μη μ' αναγκάσεις να ζήσω σαν άνθρωπος. Τους μισώ τους ανθρώπους!»
«Μου έχεις προκαλέσει πολύ πόνο ανά τους αιώνες, Ναθάνιελ. Εξαιτίας σου, γεννιέμαι ξανά και ξανά, μόνο και μόνο για να χάσω τη γυναίκα που αγαπάω, αλλά αυτό τελειώνει εδώ. Είναι καιρός να βιώσεις κι εσύ λίγο απ' αυτόν τον πόνο»
«Όχι! Σε παρακαλώ!»
«Μπορείς πάντα ν' αυτοκτονήσεις, αλλά ξέρεις που θα καταλήξεις, οπότε σου εύχομαι μέσα απ' την καρδιά μου μια μεγάλη ανθρώπινη ζωή, Ναθάνιελ»
Ο Σαμαήλ πλησιάζει και, αφού χτυπάει φιλικά τον Τζάκο στην πλάτη με εκτίμηση, αρπάζει τον Ναθάνιελ, ανοίγει τα φτερά του και πετάει μακριά καθώς οι δαίμονες του τον ακολουθούν. Οι λύκοι του Τιτάνα, αφού πρώτα ο Νικόλας και ο Μάξιμος φροντίζουν τις πληγές τους, παίρνουν το δρόμο για το σπίτι, ενώ οι άλλοι μαζεύονται γύρω απ' τον Τζάκο. Ο Τζέι-Τζέι ρωτάει αυτό που αναρωτιούνται όλοι.
«Και τώρα τι κάνουμε, Παππού;»
«Τώρα καθαρίζουμε εδώ και μετά πάμε σπίτι, Τζέι-Τζέι»
Ο Άρης παίρνει τον λόγο.
«Στοιβάξτε τα πτώματα για να τα κάψουν ο Στέφανος και η Άρτεμις. Μόλις τελειώσουν, εσύ, Κουτάβι, κάλεσε τον άνεμο για να σκορπίσει τις στάχτες και το νερό για να ξεπλύνει το αίμα»
Καθώς οι άλλοι εκτελούν τις εντολές, γελώντας παρά την κούραση τους και το γεγονός ότι κουβαλάνε νεκρά κορμιά, η Σελήνη πλησιάζει τον Άρη, ο οποίος την αγκαλιάζει.
«Τελείωσε, Φύλακα»
«Όχι πια Φύλακας και Φεγγαρογέννητη. Από δω και πέρα, απλά Άρης και Σελήνη, ή αν προτιμάς, ο Λύκος και η Γατούλα του»
Η Μαίρη πλησιάζει τον Τζάκο, ζητώντας του κι αυτή μια αγκαλιά, κι εκείνος δεν της χαλάει το χατίρι.
«Και τι γίνεται με μας, Ιωνάθαν;»
«Το ίδιο, μωρό μου. Όχι πια Ιωνάθαν και Μαριάμ. Εσύ κι εγώ θα είμαστε πάντα ο Τζάκος και η Μαίρη, ή αν προτιμάς, ο Πρίγκιπας και το Αγγελούδι του»
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro