Η Δοκιμασία ...
Η ατμόσφαιρα στο σαλόνι είναι απίστευτα τεταμένη. Η ένταση είναι ορατή στον αέρα και οι σπίθες θυμού διακρίνονται πάνω απ' τα κεφάλια τους.
Ο Τζάκος βράζει κυριολεκτικά από οργή. Τα μάτια του έχουν πάρει ένα απόλυτο χρυσαφί χρώμα και τα χέρια του τρέμουν ανεξέλεγκτα. Και δεν είναι ο μόνος. Ο Ιάσονας και η Αναΐς, που κρύβονται πίσω απ' τον Αλέκο και τη Μαίρη αντίστοιχα, τρέμουν, απλώς όχι από θυμό. Αυτοί τρέμουν από φόβο.
Ο Άρης διαισθάνεται την επικείμενη καταστροφή και παίρνει την κατάσταση στα χέρια του, όπως θα έκανε ένας καλός ηγέτης.
«Χλόη και Θαλασσινή, βγάλτε τα παιδιά έξω. Βίκο, εσύ κι ο Αλέκος απομακρύνεται τον Νάκο κι εσύ, Γατούλα, πήγαινε πάνω με τα κορίτσια και τη Μαίρη. Βήτα, εσύ έλα μαζί μου. Και εννοώ τώρα!»
Αυτός κι ο Ορέστης πηδούν πάνω απ' τον καναπέ και τρέχουν στον Τζάκο, ενώ οι άλλοι εκτελούν αμέσως τις εντολές του. Η Έλενα πηδά στην πλάτη του Ερμή κι αυτός τρέχει στον κήπο μαζί με τον Νικόλα και τη Μαργαρίτα, ακολουθούμενοι απ' την Χλόη και την Θαλασσινή. Η Σελήνη πιάνει την Αναΐς απ' το μπράτσο και, μαζί με τη Μαίρη και τη Πανδώρα, ανεβαίνουν τρέχοντας τις σκάλες. Και τέλος, ο Βίκος και ο Αλέκος σέρνουν τον Ιάσονα στο διπλανό δωμάτιο. Η Εύα και τα δίδυμα, που δεν έχουν λάβει εντολή, κάθονται ήσυχα στον καναπέ, απολαμβάνοντας το θέαμα, και όχι μόνο.
«Ελάτε, Σταγόνες μου ... Ας στοιχηματίσουμε. Σε πόση ώρα θα αποδεχτεί ο πατερούλης μου αυτή τη νέα κατάσταση;»
Ο Αδάμ σκέφτεται.
«Λοιπόν ... Είναι πολύ θυμωμένος. Δεν πρόκειται να το χωνέψει εύκολα, άρα τουλάχιστον μια ώρα»
Ο Γιώργος πάλι έχει άλλη γνώμη.
«Όχι, ρε. Δεν είναι τόσο θυμωμένος. Σαράντα λεπτά»
Η Εύα χαμογελάει στραβά.
«Λυπάμαι, παιδιά, αλλά κάνατε λάθος. Ο μπαμπάς χαίρεται βαθιά μέσα του για την απόφαση της Αναΐς. Ό,τι κάνει, το κάνει μόνο και μόνο για να βάλει τον Νάκο σε σωστή τροχιά. Σε είκοσι λεπτά θα είμαστε έτοιμοι. Πάει το στοίχημα; Είκοσι ευρώ ο καθένας;»
Οι Σταγόνες δέχονται κι η Εύα κοιτάζει το ρολόι της.
«Λοιπόν ... Είναι τρεις παρά τέταρτο. Το στοίχημα πάει από τώρα. Έλα, Μπαμπά! Κάνε με περήφανη»
Ο Τζάκος, σαν να την άκουσε, προσπαθεί να ξεφύγει απ' τα χέρια του Οδυσσέα και του Στέφανου.
«Αφήστε με, ρε! Μην με κρατάτε! Αφήστε με να σκοτώσω το κάθαρμα»
Ο Στέφανος, κρατώντας με δυσκολία τον πατέρα του, κοιτάζει τον νονό του.
«Στο είπα, ρε γαμώτο! Δεν έπρεπε να του το πεις τόσο απότομα. Άντε να δούμε πώς θα τον ηρεμήσουμε τώρα!»
Ο Οδυσσέας τον καθησυχάζει μ' ένα νεύμα κι αμέσως μετά απευθύνεται στον Τζάκο.
«Τζάκο, σε παρακαλώ, έλα να κάτσουμε και να το συζητήσουμε σαν κανονικοί άνθρωποι»
Ο Τζάκος γρυλίζει.
«Δεν είμαστε κανονικοί άνθρωποι, ρε! Πότε θα το καταλάβεις; Άσε με να τον σκοτώσω. Αυτός ο μούλος εξαπάτησε το κοριτσάκι μου με κάποιο τρόπο. Του αξίζει να πεθάνει»
Ο Στέφανος παίρνει μια αμήχανη έκφραση.
«Βασικά, Μπαμπά, δεν έγινε ακριβώς έτσι. Αυτή του επιτέθηκε»
Ο Άρης τον σκουντάει.
«Καλύτερα κράτα το στόμα σου κλειστό, Τίγρη. Δεν βοηθάς έτσι»
Ο Τζάκος κοιτάζει τον γιο του.
«Μου το υποσχέθηκες, Τίγρη. Μου υποσχέθηκες ότι θα πρόσεχες την Πολύτιμη μου»
Ο Στέφανος ξεφυσάει.
«Αυτό ακριβώς έκανα, ρε Μπαμπά. Την πρόσεξα. Γι' αυτό το άφησα να συμβεί»
«Με δουλεύεις, ρε;»
Ο Οδυσσέας δεν αντέχει άλλο.
«Αρκετά πια! Αν δεν σταματήσεις να παλεύεις αυτή τη στιγμή, θα φέρω τις χειροπέδες μου και θα σε δέσω στην καρέκλα»
Ο Στέφανος τον κοιτάζει έκπληκτος.
«G-Man, έχεις χειροπέδες; Μ' εντυπωσιάζεις!»
«Ποιος νομίζεις ότι είμαι, Ζελεδάκι; Φυσικά και έχω! Ο Λύκος δεν είναι ο μόνος που ξέρει πώς να περνάει καλά»
Ο Άρης ξεροβήχει.
«Ας μείνουμε στο θέμα που μας καίει, εντάξει;»
Ο Τζάκος συμφωνεί.
«Ναι. Μην προσπαθείς να μου αποσπάσεις την προσοχή πουλώντας μου φαντασιώσεις. Έχω έναν φόνο να διαπράξω»
Τότε, ο Στέφανος αποφασίζει να βάλει τα μεγάλα μέσα.
«Ντάντα, σε παρακαλώ! Δώσε μου μονάχα ένα λεπτό να σου εξηγήσω το σκεπτικό μου. Σου υπόσχομαι ότι θα καταλάβεις. Σε παρακαλώ!»
Προφανώς, η επιρροή του Στέφανου είναι μεγάλη και έχει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ο Τζάκος σταματάει να παλεύει, έστω και προσωρινά.
«Εντάξει, Τίγρη. Έχεις μονάχα ένα λεπτό. Πες αυτό που έχεις να πεις και τον σκοτώνω μετά»
Ο Οδυσσέας τον σπρώχνει εκνευρισμένος.
«Πεισματάρη Διεστραμμένε!»
«Ναι, ρε, είμαι. Άι σιχτίρι, μαλάκα!»
Ο Τζάκος κάθεται στην καρέκλα κι η Εύα κοιτάζει το ρολόι της.
«Ο χρόνος τελείωσε, παιδιά. Τρεις και έξι. Είκοσι ένα λεπτά. Νίκησα! Ελάτε, Σταγονίτσες μου, πληρώστε με!»
Αυτή τεντώνει το χέρι της και τ' αγόρια, συνοφρυωμένα, της δίνουν δύο χαρτονομίσματα των είκοσι ευρώ, γκρινιάζοντας. Αυτή χαχανίζει.
«Μην γκρινιάζετε, αγόρια μου. Έτσι είναι η ζωή. Άλλοι κερδίζουν, άλλοι χάνουν»
Εντωμεταξύ, ο Άρης πηγαίνει στο μπαρ και επιστρέφει μ' ένα ποτήρι μπέρμπον, το οποίο δίνει στον Τζάκο.
«Πιες αυτό. Το χρειάζεσαι»
Ο Τζάκος παίρνει το ποτήρι, ευχαριστώντας τον με ένα κούνημα του κεφαλιού, αλλά ο Οδυσσέας δεν τον αφήνει σε ησυχία.
«Μην ξεχάσεις να κάνεις πρόποση για τον Ιάσονα και την Αναΐς, το νέο καυτό ζευγάρι της χώρας»
Ο Τζάκος κατεβάζει το ποτό του μονορούφι καθώς οι άλλοι γελούν. Μετά, αφού πρώτα παίρνει μερικές βαθιές ανάσες, αυτός κοιτάζει τον γιο του.
«Λοιπόν, Τίγρη; Είμαι όλος αυτιά»
Ο Στέφανος καγχάζει.
«Πραγματικά νόμιζα ότι ήσουν έξυπνος, αλλά η αντίδραση σου με κάνει ν' αμφιβάλλω»
«Γιατί το λες αυτό; Τι έπρεπε να κάνω δηλαδή; Να τον ευχαριστήσω που διάλεξε την κόρη μου;»
«Ακόμα κι αυτό! Το γεγονός ότι η Αναΐς δέχτηκε επιτέλους να είναι με τον Νάκο είναι ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να μας συμβεί. Σκέψου το!»
«Σοβαρέψου, ρε Στέφανε, σε παρακαλώ! Σταμάτα να λες βλακείες!»
Ο Οδυσσέας επεμβαίνει.
«Για περίμενε ένα λεπτό, ρε Τζάκο. Αυτός κάπου το πάει»
Ο Στέφανος ανοίγει τα χέρια.
«Στο προφανές το πάω. Ο Νάκος είναι ο καλύτερος μου φίλος. Τον ξέρω καλύτερα απ' τον καθένα. Είναι απλά ο καλύτερος. Είναι ειλικρινής, πιστός, συμπονετικός, αλλά και σκληρός όταν πρέπει. Όλα αυτά τα χρόνια στάθηκε στο πλευρό της Αναΐς χωρίς να ζητήσει κανένα αντάλλαγμα. Υπήρξαν στιγμές που ήταν καλύτερος αδερφός από μένα. Την αγαπάει, Μπαμπά. Την αγαπάει πραγματικά και το έχει αποδείξει πάρα πολλές φορές. Και εξάλλου καλύτερα το κορίτσι μας να είναι με κάποιον που ξέρουμε παρά να μπλέξει με κάποιον άγνωστο»
Ο Άρης κουνάει το κεφάλι του.
«Πρέπει να το παραδεχτείς, Τζάκο. Το παιδί έχει δίκιο»
Ο Τζάκος ρουθουνίζει.
«Εντάξει, το παραδέχομαι, αλλά γιατί δεν σκέφτεται κανείς το γεγονός ότι θα ήταν καλύτερα να μην είναι με κανέναν; Τουλάχιστον όχι ακόμα»
Ο Οδυσσέας γουρλώνει τα μάτια του.
«Σοβαρά μιλάς τώρα; Αυτή είναι είκοσι δύο χρονών, ρε. Δεν είναι πια μωρό. Πρέπει να είναι με κάποιον. Αν καταλαβαίνεις τι εννοώ ...;»
Αυτός του κλείνει το μάτι κι ο Τζάκος κλείνει τ' αυτιά του.
«Όχι! Όχι! Σκάσε! Μην το λες αυτό. Δεν μπορώ ούτε καν να το σκεφτώ! Το κοριτσάκι μου ...»
«Έλα τώρα! Αυτή δεν είναι μόνο το κοριτσάκι σου. Είναι και γυναίκα. Μια γυναίκα με ανάγκες»
«Προσπαθείς να μου προκαλέσεις έμφραγμα;»
«Εγώ απλώς αναφέρω τα γεγονότα»
Ο Τζάκος πάει ν' απαντήσει, αλλά τότε, οι άλλοι ξεκινούν μια λεκτική επίθεση, σαν ύστατη προσπάθεια να τον πείσουν. Πρώτα ο Στέφανος.
«Δεν έχεις ν' ανησυχείς για τίποτα, Μπαμπά. Η κόρη σου είναι στα καλύτερα χέρια και βαθιά μέσα σου το ξέρεις. Εσύ τον μεγάλωσες, ρε γαμώτο! Εσύ του έμαθες όλα όσα ξέρει. Και επιπλέον, πιστεύεις ότι θα το άφηνα να συμβεί αν είχα την παραμικρή αμφιβολία;»
Μετά, ο Ορέστης.
«Αυτή είναι η πρώτη της σχέση, ρε Τζάκο. Μην της το χαλάσεις. Άστην να το απολαύσει»
Σειρά έχει ο Άρης.
«Και ποιος μας λέει ότι ο Νάκος δεν είναι μόνο η πρώτη της σχέση, αλλά και η τελευταία; Όπως λέει κι η αδερφή σου, αυτός μπορεί να είναι ο Τζάκος στην Μαίρη της»
Και τέλος, ο Οδυσσέας.
«Έλα, Διεστραμμένε, δείξε μου τον Τζάκο που ξέρω και θαυμάζω. Δεν μ' έχεις απογοητεύσει ποτέ πριν. Μην το κάνεις τώρα»
Ο Τζάκος σηκώνεται κι αρχίζει να βηματίζει πάνω κάτω. Όλοι μένουν βουβοί για να τον αφήσουν να σκεφτεί με ησυχία. Λίγα λεπτά αργότερα, αυτός γυρίζει και τους κοιτάζει.
«Πολύ καλά. Σχεδόν με πείσατε»
Ο Στέφανος δεν καταλαβαίνει.
«Τι εννοείς σχεδόν;»
«Είναι απλό, Τίγρη. Θα καταπιώ τον θυμό μου και θα αποδεχτώ αυτή τη σχέση υπό έναν όρο»
«Απλώς μην πεις αυτό που νομίζω ότι θα πεις»
«Αυτό ακριβώς θα πω. Θα τον υποβάλουμε σε μια δοκιμασία. Θα του βάλουμε ένα δίλημμα. Αν ανταποκριθεί σωστά και πάρει τη σωστή απόφαση, θα κάνω πίσω και θα τον αγκαλιάσω σαν να είναι δικό μου παιδί. Αν όχι, θα πρέπει ν' αντιμετωπίσει τις συνέπειες»
Ο Οδυσσέας, που έχει κι εκείνος περάσει μια παρόμοια δοκιμασία στο παρελθόν, λέει κάτι λογικό.
«Αυτό είναι κάπως οξύμωρο, μιας κι αυτός έχει μεγαλώσει μαζί μας. Όλοι μας, και ιδιαιτέρως εσύ, τον αγαπάμε ήδη σαν γιο»
Ο Τζάκος σταυρώνει τα χέρια στο στήθος.
«Ναι, δεν το αρνούμαι. Λατρεύω τον Ιάσονα σαν γιο, αλλά μέχρι τώρα, αυτός ήταν ο καλύτερος φίλος του γιου μου. Τώρα θέλει να γίνει σύντροφος της κόρης μου. Υπάρχει μια μεγάλη διαφορά μεταξύ των δύο, δεν νομίζεις;»
«Έτσι που το θέτεις, ναι, έχεις δίκιο»
Ο Άρης μορφάζει.
«Δεν ξέρω, ρε Τζάκο. Δεν είναι λίγο σκληρό για το παιδί;»
«Ναι, είναι, και τον λυπάμαι. Μισώ τον εαυτό μου που πρέπει να τον υποβάλω σε κάτι τέτοιο, αλλά μιλάμε για την κόρη μου, ρε Άρη. Βάλε την Έλενα σου στη θέση της για λίγο»
«Μην αρχίζεις καν μ' αυτό»
«Βλέπεις;»
Τότε, ο Ορέστης κάνει μια διαπίστωση.
«Τελικά, οι μόνοι τυχεροί εδώ είμαστε ο Βίκος κι εγώ»
Ο Άρης τον κοιτάζει με απορία.
«Εντάξει για τον Βίκο. Αυτός έχει αγόρια. Αλλά εσύ; Δεν ανησυχείς για τη Ρίτα σου;»
Ο Ορέστης τον χτυπάει φιλικά στην πλάτη.
«Όχι, καθόλου. Αυτή έχει ήδη διαλέξει τον σύντροφο της κι εγώ έχω ηρεμήσει»
«Πραγματικά δεν ξέρω τι να πω αυτή τη στιγμή»
«Μην πεις τίποτα. Θα μιλήσουμε πολύ όταν έρθει η ώρα»
Όση ώρα μιλούν ο Άρης κι ο Ορέστης, ο Στέφανος κάθεται σκεφτικός, μέχρι που ο Τζάκος του απευθύνει μια ερώτηση.
«Λοιπόν, Τίγρη; Τι θα γίνει; Θα το κάνεις ή φοβάσαι την αντίδραση του κολλητού σου;»
«Δεν φοβάμαι καθόλου. Τον εμπιστεύομαι απόλυτα. Δώσε μου λίγα λεπτά και θα πάρεις την απάντηση που θέλεις»
«Πάρε όσο χρόνο θέλεις. Μπορώ να περιμένω»
~ ΕΠΑΝΩ ~ ΚΡΕΒΑΤΟΚΑΜΑΡΑ ΤΟΥ ΤΖΑΚΟΥ & ΤΗΣ ΜΑΙΡΗΣ ~
Οι δύο γυναίκες και τα δύο κορίτσια είναι ξαπλωμένες στο μεγάλο κρεβάτι. Η Πανδώρα ακουμπάει το κεφάλι της στα πόδια της Σελήνης, κι εκείνη κάνει τα μαλλιά της κοτσίδες. Η Αναΐς είναι ξαπλωμένη μπρούμητα και κοιτάζει την Μαίρη, που της χαμογελάει.
«Και τώρα, νεαρή μου, μίλα»
«Αχ, βρε Μαμά! Θα στα πω όλα, αλλά ... Πιστεύεις ότι ο Νάκος θα είναι εντάξει; Λες ο μπαμπάς να ...; Ξέρεις ...;»
«Μην ανησυχείς, γλυκιά μου. Ο Νάκος θα είναι μια χαρά. Ίσως λίγο φοβισμένος, αλλά σίγουρα σώος και αβλαβής»
«Αφού το λες εσύ. Τέλος πάντων! Πες μου τι θέλεις να μάθεις»
«Όλα. Πού, πότε, πώς και κυρίως, γιατί περίμενες τόσο πολύ για να του εκφράσεις τα συναισθήματα σου;»
«Τα συναισθήματα μου; Ω, Θεέ μου! Το ήξερες;»
«Φυσικά, μωρό μου. Είμαι η μαμά σου. Ξέρω τα πάντα για σένα»
«Μα πώς;»
«Απ' τον τρόπο που τον κοιτάς όταν νομίζεις ότι δεν σε βλέπει κανείς»
Η Πανδώρα σφυράει επιδοκιμαστικά.
«Μαμά Μαίρη, είσαι υπέροχη!»
Η Αναΐς ανακάθεται.
«Τι εννοείς, Μαμά; Πώς τον κοιτάζω;»
Η Σελήνη χαμογελάει.
«Έτσι όπως κοιτάζει η μαμά σου τον μπαμπά σου»
Η Μαίρη καγχάζει.
«Ή έτσι όπως η θεία σου κοιτάζει τον Λύκο της»
Τα μάτια της Αναΐς γουρλώνουν.
«Τόσο πολύ;»
Οι δύο γυναίκες κοιτάζονται και χαχανίζουν.
«Κι άλλο τόσο!»
«Δεν μπορείς να φανταστείς»
Η Αναΐς καλύπτει τα μάγουλα της που έχουν γίνει κατακόκκινα.
«Ω, Θεέ μου!»
Μετά τα γέλια, η Μαίρη επιστρέφει στην προηγούμενη κουβέντα.
«Έλα, πες μου γιατί τώρα; Τι σ' έκανε ν' αλλάξεις γνώμη;»
Η Αναΐς αναστενάζει.
«Η διάλεξη της Δώρας. Αυτή μου έφτυσε κατάμουτρα ότι βασανίζομαι και βασανίζω κι εκείνον επειδή είμαι ηλίθια, και με κατηγόρησε ότι έχω την ευτυχία στα πόδια μου και την κλωτσάω επειδή ... είμαι ηλίθια»
Η Μαίρη χαμογελάει.
«Ποιος ήταν ο λόγος που αρνιόσουν την αγάπη του;»
«Φοβόμουν ότι αν έμπλεκα μαζί του και κάτι πήγαινε στραβά, θα κατέστρεφε τη φιλία του με τον Στέφανο. Απλώς προσπαθούσα να τους προστατεύσω, ρε Μαμά. Και τους δύο»
Η Πανδώρα ρουθουνίζει.
«Άντε, Μαμά, πες της πόσο ηλίθια ήταν»
«Όχι, Δώρα μου, η αδερφή σου δεν ήταν ηλίθια. Αυτή απλώς επέλεξε να θυσιαστεί για τον άντρα που αγαπάει και τον αδερφό της»
«Αυτό ακριβώς λέω κι εγώ. Ηλίθια»
Η Σελήνη γελάει.
«Αχ, Δώρα μου! Δεν έχεις αγαπήσει ακόμα, και γι' αυτό το λες. Περίμενε μέχρι να έρθει ο άντρας της ζωής σου και να μπει στην καρδιά σου και να κατακτήσει τα πάντα, και τότε θα μπορέσεις να καταλάβεις καλύτερα την αδερφή σου»
Η Πανδώρα σηκώνει τους ώμους.
«Μπορεί να έχεις δίκιο, αλλά μέχρι τότε ... Ήταν ηλίθια! Τελεία και παύλα!»
Η Αναΐς στηρίζει το κεφάλι της στα χέρια της.
«Η Δώρα έχει δίκιο, Σελήνη. Ήμουν ηλίθια. Έχασα τόσα χρόνια ευτυχίας και βασάνισα τον Νάκο χωρίς λόγο»
Η Μαίρη ρωτάει να μάθει κάτι σημαντικό.
«Πότε συνειδητοποίησες τα αισθήματα σου;»
«Στη Δευτέρα Γυμνασίου»
«Αχ, μωρό μου ...»
Αυτή ανοίγει τα χέρια της και η Αναΐς τρυπώνει στη ζεστή και πάντα φιλόξενη αγκαλιά της μαμάς της.
«Και περίμενες τόσο πολύ; Γιατί, μωρό μου; Πώς το έκανες; Γιατί δεν μίλησες σε μένα ή ακόμα και στον αδερφό σου;»
«Μη με ρωτάς, ρε Μαμά, γιατί δεν ξέρω»
Η Σελήνη της πιάνει το χέρι.
«Δεν έχει σημασία πια. Είστε μαζί τώρα και είμαι σίγουρη ότι θα αναπληρώσετε τον χαμένο χρόνο. Ο Νάκος είναι υπέροχος και μπορεί να σε κάνει ευτυχισμένη»
«Ναι, το ξέρω»
Η Μαίρη έχει κάτι τελευταίο να ρωτήσει.
«Συμφωνώ με την Σελήνη, αλλά υπάρχει κάτι άλλο που θέλω να μάθω»
«Τι;»
«Αλήθεια πιστεύεις ότι είναι ο ένας; Είσαι μικρή και δεν έχεις γνωρίσει άλλον άντρα»
«Έχει πραγματικά σημασία; Εννοώ, η Θαλασσινή και η Σελήνη ήταν επίσης άπειρες»
«Ναι, αλλά αυτές το ήξεραν απ' την πρώτη στιγμή»
«Κι εγώ το ξέρω, Μαμά. Μπορώ να το νιώσω. Αυτός είναι. Ο Τζάκος στην Μαίρη μου»
Η Σελήνη χτυπάει παλαμάκια.
«Αυτό έγινε σύνθημα τελικά, ε; Μμμμ ... Μπράβο μου!»
Αυτές γελούν. Μετά, η Πανδώρα ανακάθεται και παίρνει το πονηρό της ύφος.
«Και τώρα που τελειώσαμε με τα συναισθηματικά, ήρθε η ώρα ν' ασχοληθούμε με τα ωραία και ν' απαντήσουμε στην ερώτηση του ενός εκατομμυρίου. Πότε θα κοιμηθείς μαζί του, Τσιχλόφουσκα;»
Η Αναΐς κοκκινίζει ξανά και η Πανδώρα γυρίζει τα μάτια της.
«Άσε τις ντροπές και λέγε. Θα το κάνεις, έτσι δεν είναι; Τον βασάνισες αρκετά, δεν νομίζω να τον αφήσεις στο χαμούρεμα. Ε;»
«Όχι βέβαια, αλλά ...»
Η Σελήνη την κοιτάζει.
«Αλλά τι, Αναΐς; Δεν υπάρχουν αλλά εδώ. Είτε το θέλεις, είτε όχι»
«Το θέλω, αλλά ...»
Η Μαίρη παίρνει τον λόγο.
«Πες μας, μωρό μου. Τι σ' απασχολεί; Έχεις αμφιβολίες για τον Νάκο;»
«Όχι! Όχι! Καμία αμφιβολία!»
«Μήπως φοβάσαι;»
«Όχι. Δεν είναι ούτε αυτό»
«Τότε τι, βρε μωρό μου; Τι σε σταματάει;»
«Ο μπαμπάς»
«Ο μπαμπάς; Τι σχέση έχει ο μπαμπάς;»
«Δεν είδες πώς αντέδρασε μόνο και μόνο επειδή έμαθε ότι γίναμε ζευγάρι; Φαντάσου να μάθει ότι έχουμε και σεξουαλικές σχέσεις. Θα γίνει χαμός. Θα μας φάει ζωντανούς και τους δύο»
Η Μαίρη αρχίζει και τα παίρνει στο κρανίο.
«Εντάξει! Αυτό ήταν! Πάω να τον σκοτώσω! Έχει τρομοκρατήσει τα κορίτσια μου. Αχ, Ηλιόπουλε ... Θα σε σκίσω!»
Η Σελήνη και η Πανδώρα ξεσπούν σε ασυγκράτητα γέλια.
«Μπράβο, Μαμά Μαίρη! Δείξτου ποιος είναι το αφεντικό!»
«Ο καημένος μου ο αδερφός! Δεν θα καταλάβει καν τι τον χτύπησε!»
Η Μαίρη παίρνει μερικές βαθιές ανάσες και απευθύνεται στην κόρη της.
«Αναΐς, μωρό μου, θα σου πω κάτι και θέλω να το βάλεις καλά στο μυαλό σου. Το μόνο άτομο που μπορεί ν' αποφασίσει γι' αυτό είσαι εσύ και μόνο εσύ. Εάν για κάποιο λόγο δεν θέλεις να το κάνεις, μπορείς να περιμένεις μέχρι να είσαι πραγματικά έτοιμη. Ο Νάκος σ' αγαπάει και, όπως είδαμε, ξέρει να περιμένει. Αλλά, αν είσαι έτοιμη να κάνεις αυτό το υπέροχο βήμα και να βιώσεις την εμπειρία του έρωτα, κάντο και μην σκέφτεσαι τίποτα και κανέναν. Ειδικά τον μπαμπά. Αυτόν θα τον αναλάβω εγώ»
Η Σελήνη της χαμογελάει.
«Η μαμά σου έχει δίκιο, κοριτσάκι. Κάνε αυτό που θέλεις. Το σώμα σου είναι δικό σου και μόνο δικό σου και μόνο εσύ μπορείς να το χαρίσεις σε κάποιον»
Η Πανδώρα πιάνει το χέρι της.
«Και όταν το κάνεις, φυσικά, πρέπει να μας δώσεις όλες τις λεπτομέρειες. Ξέρεις, διάρκεια, αντοχή, ποικιλία, προτιμήσεις και το πιο σημαντικό, το μέγεθος»
Η Αναΐς κλαψουρίζει.
«Για όνομα του Θεού! Μάζεψε το στόμα σου!»
«Γιατί; Είμαι συλλέκτης. Μ' αρέσει να συλλέγω σημαντικές πληροφορίες»
Η Μαίρη κοιτάζει την Σελήνη.
«Αυτό ήταν τόσο πολύ Οδυσσέας»
«Έχεις απόλυτο δίκιο!»
Η Πανδώρα σηκώνεται όρθια και υποκλίνεται.
«Δέχομαι τη φιλοφρόνηση και σας ευχαριστώ πολύ!»
Αυτές σκάνε στα γέλια.
~ ΚΑΤΩ ΞΑΝΑ ~ ΜΙΚΡΟ ΣΑΛΟΝΙ ~
Ο Αλέκος και ο Βίκος μετά βίας μπορούν να πνίξουν το γέλιο τους καθώς κοιτάζουν τον Ιάσονα, που κάθεται στον καναπέ, κρατώντας ένα μαξιλάρι στην αγκαλιά του και κουνιέται πέρα δώθε αμήχανα και κάπως τρομαγμένα.
«Αυτό ήταν! Είμαι χαμένος ό,τι και να πω. Δεν περίμενα τέτοια αντίδραση. Ήξερα ότι δεν θα του άρεσε, αλλά όχι έτσι. Μα γιατί; Τι του έκανα; Γιατί δεν με θέλει;»
Ο Βίκος κάθεται απέναντι του.
«Έλα, βρε αγόρι μου. Μην δραματοποιείς τόσο πολύ τα πράγματα. Ο Τζάκος σ' αγαπάει και το ξέρεις»
«Δείχνει την αγάπη του με πολύ περίεργο τρόπο. Φανταστείτε τι θα έκανε αν με μισούσε»
Ο Αλέκος κάθεται δίπλα στον Βίκο.
«Ηρέμησε και όλα θα πάνε καλά»
«Πώς το ξέρεις αυτό;»
«Ξέρω τον αδερφό μου. Αυτός γαβγίζει, αλλά δεν δαγκώνει. Τουλάχιστον όχι όταν δεν χρειάζεται»
«Πολύ ενθαρρυντικό αυτό»
Ο Βίκος κάνει μια ερώτηση, η απάντηση της οποίας τον κάνει ν' ανησυχήσει λίγο.
«Πες μου κάτι. Αν τελικά δεν μπορείς να είσαι με την Αναΐς, τι θα κάνεις;»
Ο Ιάσονας πέφτει στο πλάι και κλείνει τα μάτια του.
«Αυτό είναι πολύ απλό. Θ' αυτοκτονήσω»
Οι δύο άντρες κοιτάζονται μεταξύ τους.
«Δεν το εννοείς αυτό, έτσι;»
«Φυσικά και το εννοώ. Εκτός απ' αυτήν, δεν έχω τίποτα άλλο. Αν δεν μπορώ να την έχω, δεν υπάρχει λόγος να ζω πια»
«Την αγαπάς τόσο πολύ;»
«Περίμενα δεκαεπτά χρόνια, Βίκο. Τι νόμιζες; Ότι όλα αυτά είναι απλώς ένα καπρίτσιο; Ή ότι έχω απώτερο σκοπό, τα λεφτά της, ας πούμε;»
«Ποτέ δεν είπαμε κάτι τέτοιο»
«Ναι, αλλά το έχετε σκεφτεί»
«Όχι, Νάκο. Κανείς μας δεν σκέφτηκε τέτοιο πράγμα για σένα»
«Σ' ευχαριστώ που το λες, Αλέκο, ακόμα κι αν είναι ένα γαμημένο ψέμα. Δεν πειράζει. Είμαι συνηθισμένος σ' αυτό. Το έχω ακούσει τόσες φορές στο παρελθόν»
«Για την Αναΐς;»
«Όχι. Για τον Στέφανο. Μ' έχουν κατηγορήσει πολλές φορές ότι είμαι φίλος του γιατί απολαμβάνω τα προνόμια που προσφέρει η φιλία του. Ξέρετε τι εννοώ, έτσι δεν είναι; Ω, Θεέ μου! Νομίζετε ότι γι' αυτό δεν με θέλει ο κύριος Τζάκος; Λέτε να πιστεύει ότι κυνηγάω τα λεφτά της και όχι την ίδια την Αναΐς;»
«Όχι! Όχι! Δεν είναι αυτό. Σίγουρα δεν είναι αυτό!»
Αλλά ο Ιάσονας δεν ακούει πια. Αυτός σηκώνεται απ' τον καναπέ κι αρχίζει να βαδίζει πάνω κάτω, μιλώντας στον εαυτό του.
«Αυτό πρέπει να είναι. Αυτή είναι η μόνη εξήγηση. Αυτός νομίζει ότι είμαι ένας γαμημένος προικοθήρας και τίποτα άλλο. Γι' αυτό δεν με θέλει. Σκατά! Πρέπει να του το πω. Να του εξηγήσω. Πρέπει να ...»
Ο Βίκος σηκώνεται και τον πλησιάζει.
«Νάκο, όχι! Άκουσε με! Δεν είναι αυτό!»
«Όχι! Αυτό ακριβώς είναι, και ξέρετε κάτι; Αυτό πρόκειται να τελειώσει αυτή τη στιγμή»
Αυτός πηγαίνει προς την πόρτα, αλλά πριν προλάβει ν' αγγίξει το πόμολο, αυτή ανοίγει κι ο Στέφανος μπαίνει στο δωμάτιο και κυριολεκτικά πέφτει πάνω του.
«Ουάου, Speedy! Πού νομίζεις ότι πας;»
«Μόλις συνειδητοποίησα ποιο ακριβώς είναι το πρόβλημα του πατέρα σου και πάω να του εξηγήσω ότι δεν πρόκειται γι' αυτό και θέλω απλώς την Αναΐς και όχι την καταραμένη περιουσία της»
Ο Στέφανος κοιτάζει τον φίλο του και μετά τον Αλέκο και τον Βίκο έκπληκτος.
«Για ποιο πράγμα μιλάει;»
«Είναι εντελώς μπερδεμένος. Το μυαλό του είναι ένα χάος. Δεν ξέρει τι λέει»
«Νομίζει ότι ο πατέρας σου δεν θέλει να είναι με την Αναΐς γιατί πιστεύει ότι αυτός θέλει τα λεφτά της, και όχι την ίδια»
Ο Στέφανος γυρίζει στον Ιάσονα.
«Τι στο διάολο, ρε φίλε; Από πού προέκυψε όλο αυτό;»
«Δεν ξέρω, ρε Στέφο. Δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι άλλο»
«Ναι. Μπορώ εγώ να σε βοηθήσω. Βασικά, γι' αυτό ακριβώς ήρθα»
«Για ποιο; Τι έγινε;»
Ο Στέφανος βάζει το χέρι του στον ώμο του Ιάσονα και τον κοιτάζει μ' ένα βλέμμα που υποδηλώνει μονάχα καταστροφή και τίποτα άλλο.
«Συγγνώμη, φίλε. Προσπάθησα. Όλοι προσπαθήσαμε, αλλά δυστυχώς δεν τα καταφέραμε»
«Τι ... Τι σημαίνει αυτό, ρε φίλε; Την έχασα;»
«Λυπάμαι. Λυπάμαι πραγματικά, αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα άλλο. Ο πατέρας μου είναι ανένδοτος. Φυσικά, εσύ κι εγώ μπορούμε ακόμα να είμαστε φίλοι, αλλά εσύ δεν θα ξαναδείς την Αναΐς»
Τρόμος κυριεύει το όμορφο πρόσωπο του Ιάσονα.
«Όχι! Όχι! Όχι! Σε παρακαλώ, μην το λες αυτό! Όχι! Δεν μπορεί ... Όχι! Δεν μπορεί να την κρατήσει μακριά μου. Δεν μπορεί να μου κάνει τέτοιο κακό! Όχι!»
«Φεύγει, Νάκο. Για πάντα. Ο πατέρας μου αποφάσισε να τη στείλει για σπουδές στην Αμερική και μετά, αυτή θα δουλέψει στο παράρτημα μας εκεί. Τελείωσε, φίλε. Συγγνώμη! Δεν ξέρω τι άλλο να σου πω. Δεν πίστευα ότι θ' αντιδρούσε έτσι. Αν το ήξερα, δεν θα σ' άφηνα ποτέ να είσαι μαζί της. Ξέρω πώς είναι να κρατάς ένα κομμάτι του παραδείσου στα χέρια σου για λίγο και μετά να το χάνεις τόσο άδικα. Συγγνώμη!»
Ο Στέφανος χαμηλώνει το κεφάλι και βγαίνει απ' το δωμάτιο, ακολουθούμενος απ' τον Αλέκο και τον Βίκο, που είναι εντελώς σοκαρισμένοι με τις τελευταίες εξελίξεις κι αναζητούν απαντήσεις. Ο Ιάσονας μένει πίσω, μόνος στο δωμάτιο, κοιτάζοντας με βουρκωμένα μάτια στο κενό. Τα λόγια του Στέφανου ηχούν στ' αυτιά του ξανά και ξανά ...
"Φεύγει, Νάκο. Για πάντα. Ο πατέρας μου αποφάσισε να τη στείλει για σπουδές στην Αμερική και μετά, αυτή θα δουλέψει στο παράρτημα μας εκεί. Τελείωσε, φίλε"
Αυτός δεν μπορεί να πιστέψει ότι όλα καταρρέουν έτσι απλά, σαν ένας πύργος από τραπουλόχαρτα. Ποτέ δεν πίστευε ότι ο Τζάκος θα μπορούσε να είναι τόσο σκληρός. Πώς μπορεί να το κάνει αυτό; Γιατί; Αφού ξέρει. Ξέρει τι σημαίνει να χάνεις το νόημα της ζωής σου. Ξέρει πώς είναι να προσπαθεί κάποιος να σου κλέψει τον λόγο της ύπαρξης σου.
Όχι! Δεν μπορεί να τ' αφήσει να συμβεί. Δεν μπορεί να χάσει την Αναΐς. Όχι τώρα που ξέρει πώς είναι να την έχει. Πώς είναι να την κρατάει στην αγκαλιά του και να την ακούει να του λέει ότι τον αγαπάει.
Αυτός γυρίζει το κεφάλι του και κοιτάζει το παράθυρο. Για μια σύντομη στιγμή, η σκέψη να πηδήξει έξω και να τελειώσει αυτό το μαρτύριο μια για πάντα του φαίνεται πολύ δελεαστική. Αρχίζει να περπατάει, αλλά μετά από λίγα βήματα, μια ανάμνηση έρχεται στο μυαλό του ...
Ήταν ένα κρύο βράδυ Σαββάτου πριν από μερικά χρόνια. Αυτός και ο Στέφανος ήταν περίπου δεκατεσσάρων χρονών, και όπως σχεδόν κάθε Σαββατοκύριακο, αυτός έμενε στο σπίτι της οικογένειας. Ήταν περασμένη ώρα. Η Μαμά Μαίρη και τα κορίτσια κοιμόντουσαν ήδη. Ο Νικόλας δεν είχε γεννηθεί ακόμα. Αυτός και ο Στέφανος καθόντουσαν μπροστά στο τζάκι κι ο Τζάκος, πίνοντας το αγαπημένο του μπέρμπον, τους έλεγε τι συνέβη μετά τον τραυματισμό της Μαίρης. Πώς είχε παλέψει και τελικά κατάφερε να τη φέρει πίσω. Λίγο αργότερα, ο Στέφανος αποκοιμήθηκε και τότε αυτός έκανε μια ερώτηση στον Τζάκο.
«Όλο αυτό το διάστημα στο νοσοκομείο, δεν σκέφτηκες ποτέ ν' αυτοκτονήσεις;»
Ο Τζάκος του χαμογέλασε, μ' αυτό το χαμόγελο που αυτός αγαπάει τόσο πολύ. Το πατρικό του χαμόγελο, που του χαρίζει απλόχερα απ' την πρώτη φορά που τον γνώρισε.
«Ναι, το σκέφτηκα. Πολλές φορές. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσες φορές»
«Και γιατί δεν το έκανες;»
«Από καθαρό πείσμα»
«Τι λες;»
«Πείσμωσα, Νάκο. Μπορεί ν' ακούγεται εγωιστικό, αλλά δεν μπορούσα να δεχτώ ότι θα έχανα τη γυναίκα που αγαπούσα μόνο και μόνο επειδή κάποιος άλλος ήθελε να την πάρει μακριά μου. Αυτή η γυναίκα ήταν δική μου και θα πάλευα μέχρις εσχάτων για να την κρατήσω κοντά μου»
«Αυτό πρέπει να κάνει ένας άντρας;»
«Ναι, γιε μου. Όταν κάποιος προσπαθεί να σου πάρει κάτι τόσο σημαντικό για σένα, πρέπει να παλέψεις για να το κρατήσεις»
«Κι αν δεν έχεις τη δύναμη να σταθείς απέναντι στον αντίπαλο σου;»
«Η αγάπη σου δίνει τη δύναμη που χρειάζεσαι. Όταν η αγάπη είναι τόσο δυνατή, σου δίνει τη δύναμη ν' αντιμετωπίσεις ακόμη και τον ίδιο τον Θεό»
Μ' αυτά τα τελευταία λόγια στο κεφάλι του, ο Ιάσονας κοιτάζει την πόρτα που οδηγεί στο σαλόνι. Νιώθει τον θυμό να ξεχύνεται από μέσα του και η δύναμη για την οποία μιλούσε ο Τζάκος εκείνη τη νύχτα κυριεύει ολόκληρο το είναι του. Αυτός σφίγγει τις γροθιές του και παίρνει μια βαθιά ανάσα.
«Πολύ καλά, κύριε Ηλιόπουλε. Ήρθε η ώρα τα δικά σου λόγια να σου γυρίσουν μπούμερανγκ. Ήρθε η ώρα ν' αντιμετωπίσω τον Θεό. Άλλωστε δεν έχω να χάσω τίποτα πια»
Με αποφασιστικά βήματα πηγαίνει προς την πόρτα, την ανοίγει και βγαίνει στο μεγάλο σαλόνι όπου οι άντρες της οικογένειας είναι μαζεμένοι γύρω απ' τον Τζάκο μπροστά στο τζάκι. Μόλις τον βλέπει ο Στέφανος, σηκώνεται αμέσως όρθιος και βαδίζει προς το μέρος του.
«Τι κάνεις, Νάκο;»
Ο Ιάσονας σηκώνει το χέρι του.
«Φύγε απ' τη μέση, Στέφο. Θέλω να μιλήσω στον πατέρα σου»
«Είσαι σίγουρος για αυτό, φίλε;»
«Ποτέ δεν ήμουν τόσο σίγουρος για κάτι»
«Όπως θες»
Ο Στέφανος παραμερίζει μ' ένα κρυφό χαμόγελο στα χείλη. Ήταν σίγουρος ότι ο φίλος του θα έπαιρνε την κατάσταση στα χέρια του και τώρα αποδεικνύεται περίτρανα ότι είχε δίκιο. Ο Τζάκος, καθισμένος με την πλάτη γυρισμένη, σηκώνεται, γυρίζει και κοιτάζει τον Ιάσονα αλαζονικά.
«Μόλις άκουσα ότι θέλεις να μου μιλήσεις, κύριε Ζαχαριάδη»
Ο Ιάσονας καγχάζει.
«Κύριε Ζαχαριάδη; Έτσι θέλεις να το κάνουμε; Εντάξει. Ας γίνει το θέλημα σου. Λοιπόν, αξιότιμε κύριε Ηλιόπουλε, άκουσε με πολύ προσεκτικά. Δεν ξέρω ποιος νομίζεις ότι είσαι, αλλά δεν έχεις κανένα δικαίωμα να μου στερήσεις τη μόνη χαρά που έχω στη ζωή μου. Μπορεί να νομίζεις ότι δεν είμαι αρκετά καλός για την κόρη σου, ότι είμαι κατώτερος ή κάτι τέτοιο, και ίσως να είμαι, δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω όμως είναι ότι ΚΑΝΕΝΑΣ ... Μ' ακούς; ΚΑΝΕΝΑΣ ΔΕΝ ΘΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗΣΕΙ ΠΟΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΠΟ ΜΕΝΑ. Την αγαπάω από μικρό παιδί. Για δεκαεπτά γαμημένα χρόνια, και όλο αυτό τον καιρό απλώς περίμενα. Το μόνο που έκανα ήταν να δίνω χωρίς να πάρω ποτέ τίποτα πίσω, κι ήμουν ικανοποιημένος μ' αυτό. Μου αρκούσε να την έχω δίπλα μου και να τη βλέπω να χαμογελάει. Ποτέ δεν ζήτησα τίποτα περισσότερο»
Ο Τζάκος ανοίγει το στόμα του να μιλήσει, αλλά ο Ιάσονας έχει άλλα σχέδια.
«Όχι! Ούτε να το σκεφτείς! Εγώ μιλάω τώρα!»
Αυτός έχει πάρει φωτιά και τίποτα δεν μπορεί να τον σταματήσει. Ο Τζάκος τον κοιτάζει ανέκφραστος ενώ όλοι οι άλλοι τον κοιτούν με θαυμασμό και περηφάνια.
«Σε μια απ' τις πολλές συζητήσεις που είχαμε, εσύ κι εγώ, μου είπες ότι αν κάποιος θέλει να μου πάρει κάτι ζωτικής σημασίας για μένα, εγώ πρέπει να παλέψω μέχρις εσχάτων, κι επειδή πάντα ακολουθούσα τις συμβουλές σου, θα το κάνω και τώρα. Οπότε, σου λέω ξεκάθαρα ότι ο μόνος τρόπος να με κρατήσεις μακριά απ' την κόρη σου είναι να με σκοτώσεις. Όπου τη στείλεις θα την ακολουθήσω. Ακόμα και στη κόλαση, θα πάω μαζί της. Δεν θ' αφήσω κανέναν και τίποτα να μπει ανάμεσα σε μένα και σ' αυτήν. Με καταλαβαίνετε, κύριε Ηλιόπουλε ή θέλετε να σας το ζωγραφίσω; Κανείς και τίποτα»
Αυτός ανοίγει τα χέρια του.
«Μόνο νεκρός θα μείνω μακριά της. Οπότε, αν θέλεις πραγματικά να με ξεφορτωθείς, αυτός είναι ο μόνος τρόπος. Θα πρέπει να με σκοτώσεις τώρα»
Ο Τζάκος, ακόμα ανέκφραστος, τον πλησιάζει και στέκεται ακριβώς μπροστά του, κυριολεκτικά μια ανάσα μακριά. Τον κοιτάζει κατευθείαν στα μάτια και τον πιάνει απ' το λαιμό για να τον τρομάξει ακόμα περισσότερο και να τον φτάσει στα όρια του, αλλά αυτός ούτε καν βλεφαρίζει. Τον κοιτάζει κατευθείαν στα μάτια και στέκεται ακίνητος.
«Δεν φοβάσαι;»
«Όχι. Δεν μπορείς να νιώσεις φόβο όταν έχεις χάσει τα πάντα»
«Πολύ καλά»
Ο Τζάκος φέρνει το στόμα του στ' αυτί του Ιάσονα για να ψιθυρίσει μερικές τελευταίες λέξεις. Τουλάχιστον έτσι σκέφτεται ο Ιάσονας. Αλλά αντ' αυτού ...
«Είμαι πολύ περήφανος για σένα, γιε μου»
Το χέρι του Τζάκου πέφτει απ' το λαιμό του Ιάσονα και τον αγκαλιάζει σφιχτά, όπως θα αγκάλιαζε ένας πατέρας τον γιο του. Ο Ιάσονας κρατάει την ανάσα του. Δεν το περίμενε αυτό και δεν έχει ιδέα πώς ν' αντιδράσει. Δειλά, σηκώνει τα χέρια του κι αγκαλιάζει πίσω τον Τζάκο.
«Κύριε Τζάκο ...;»
«Μη με λες άλλο έτσι»
«Πώς θέλεις να σε λέω;»
«Μπαμπά»
«Εγώ ... Δεν ξέρω ... Δεν έχω πει αυτή τη λέξη εδώ και πολλά χρόνια. Δεν ξέρω καν πώς να την προφέρω πια»
«Μην ανησυχείς γι' αυτό. Θα σε βοηθήσω εγώ»
«Αυτό σημαίνει ότι ...;»
«Ναι, γιε μου. Η Αναΐς είναι δική σου με τις ευλογίες μου. Τώρα ξέρω ότι είσαι πραγματικά άξιος να είσαι μαζί της»
«Άρα, όλο αυτό το πράγμα ήταν ...;»
«Μια δοκιμασία. Λυπάμαι που σ' ανάγκασα να το περάσεις, αλλά έπρεπε να είμαι σίγουρος. Καταλαβαίνεις, έτσι δεν είναι;»
«Καταλαβαίνω και δεν πειράζει. Θα μπορούσα να περάσω πολύ χειρότερα για το χατίρι της»
«Θα μου την προσέχεις, έτσι; Είναι Πολύτιμη. Σε παρακαλώ, μην το ξεχάσεις ποτέ αυτό»
«Μην ανησυχείς. Σου δίνω τον λόγο μου ότι θα την κάνω την πιο ευτυχισμένη γυναίκα που περπάτησε ποτέ στη γη»
«Καλώς ήρθες και επίσημα στην οικογένεια, γιε μου»
«Ευχαριστώ ... Μπαμπά»
Ο Τζάκος, μ' ένα πατρικό χάδι στο μάγουλο του Ιάσονα, απομακρύνεται κι αυτός γυρίζει και κοιτάζει τον Στέφανο.
«Τα ήξερες όλα, έτσι δεν είναι;»
Ο Στέφανος χαμογελάει αμήχανα.
«Εεεε ... Ναι. Συγγνώμη γι' αυτό»
«Με κατατρόμαξες, ρε μαλάκα»
«Το ξέρω, αλλά πρέπει να το παραδεχτείς. Η ερμηνεία μου ήταν συγκλονιστική. Μου αξίζει ένα γαμημένο Όσκαρ»
«Το μόνο πράγμα που σου αξίζει είναι μια μπουνιά στην ηλίθια μούρη σου, αλλά είσαι τυχερός που είμαι πολύ χαρούμενος για να το κάνω»
Οι δύο φίλοι αγκαλιάζονται.
«Ήμουν σίγουρος ότι δεν θα μ' απογοήτευες, αδερφέ»
«Ευχαριστώ, αδερφέ. Για όλα»
Οι άλλοι πλησιάζουν τον Ιάσονα κι ο Άρης βάζει το χέρι του στον ώμο του.
«Καλώς ήρθες στην αγέλη, Νάκο»
«Ευχαριστώ. Εεεε ... Πρέπει να ουρλιάξω ή κάτι τέτοιο;»
«Όχι»
«Εντάξει»
Ο Τζάκος όμως δεν έχει τελειώσει ακόμα.
«Κάτι ακόμα, Νάκο»
«Ναι ...;»
«Έδωσα τις ευλογίες μου για σένα και την κόρη μου, αλλά αν τολμήσεις να την αγγίξεις παρουσία μου, θα σου ξεριζώσω τα χέρια απ' τους ώμους. Συνεννοηθήκαμε;»
«Απόλυτα, θα έλεγα»
«Μπράβο τ' αγόρι μου!»
Ο Οδυσσέας γυρίζει τα μάτια του.
«Έλεος πια!»
«Εσύ, Αγαπούλη μου, σκάσε!»
«Μπαμ, ρε μαλάκα. ΜΠΑΜ!»
Όλοι γελούν και κάπως έτσι τους βρίσκουν οι γυναίκες όταν κατεβαίνουν στο σαλόνι. Η Μαίρη κοιτάζει τον Τζάκο.
«Τι έγινε εδώ, Πρίγκιπα; Γιατί γελάτε;»
«Όλα είναι τέλεια, Αγγελούδι μου. Έτσι δεν είναι, αγόρια;»
Αυτός απευθύνεται στον Στέφανο και στον Ιάσονα, οι οποίοι απαντούν με μία φωνή.
«Ναι, Μπαμπά»
Οι γυναίκες και τα κορίτσια, ακούγοντας τ' αγόρια, κοιτάζουν γύρω τους σοκαρισμένες, κάτι που κάνει τους άντρες να γελάσουν ακόμα πιο δυνατά. Η Σελήνη κοιτάζει τον Άρη.
«Για μισό λεπτό! Τι ακριβώς συνέβη εδώ;»
Αυτός της κλείνει το μάτι, την ώρα που η Μαίρη μορφάζει.
«Διακτινιστήκαμε σε κάποιο παράλληλο σύμπαν;»
Η Πανδώρα πλησιάζει τους μπαμπάδες της.
«Από πότε ο Νάκος αποκαλεί τον θείο Τζάκο μπαμπά;»
Ο Αλέκος της χαϊδεύει τα μαλλιά.
«Από τότε που ο θείος σου του έδωσε τις ευλογίες του για εκείνον και την Αναΐς»
Αυτή γουρλώνει τα μάτια της.
«Με κανένα γαμημένο τρόπο!»
Ο Οδυσσέας της δίνει μια ξυλιά στον πισινό.
«Έη! Μάζεψε τη γλώσσα σου, σε παρακαλώ, Αστέρι μου!»
«Εεεε ... Συγγνώμη, αλλά ήμουν εντελώς απροετοίμαστη»
«Δεν μπορώ να πω ότι κάνεις λάθος, αλλά παρόλα αυτά ...»
Η Αναΐς πηγαίνει στον Τζάκο.
«Πατερούλη ...;»
Αυτός ανοίγει τα χέρια του κι εκείνη τρυπώνει στην αγκαλιά του.
«Σ' ευχαριστώ, Πατερούλη»
«Πώς θα μπορούσα να πω όχι σε κάτι που σε κάνει τόσο χαρούμενη, Πολύτιμη μου; Αλλά θέλω να μου υποσχεθείς κάτι»
«Ό,τι θες»
«Ό,τι κι αν συμβεί στη ζωή σου, ακόμα κι όταν παντρευτείς και κάνεις δικά σου παιδιά, να είσαι πάντα το κοριτσάκι μου»
«Για πάντα, Πατερούλη. Στο υπόσχομαι!»
«Κι αν αυτός ή κάποιος άλλος σε στεναχωρήσει ποτέ, θα έρθεις σε μένα κι εγώ θα τον φροντίσω όπως πρέπει»
«Σύμφωνοι»
«Πήγαινε σ' αυτόν τώρα, αλλά σεμνά, εντάξει; Πες του ότι τον παρακολουθώ»
«Σ' αγαπάω, Πατερούλη»
«Κι εγώ σ' αγαπάω, Πολύτιμη»
Αφού φιλάει τον μπαμπά της στο μάγουλο, αυτή τρέχει στον Ιάσονα κι οι δυο τους βγαίνουν στη βεράντα γελώντας. Στο μεταξύ, η Μαίρη πλησιάζει τον Τζάκο και κάθεται στην αγκαλιά του.
«Πονάει, έτσι δεν είναι;»
«Πολύ»
«Μην ανησυχείς, Ηλιόπουλε. Θα σου αποσπάσω την προσοχή αργότερα»
«Πως, Αυγέρη;»
«Θα σου σπάσω τα μούτρα»
«Θέλω να μάθω γιατί;»
«Όχι, δεν θέλεις, αλλά θα μάθεις έτσι κι αλλιώς»
«Θεέ μου, βόηθα, ε;»
«Ακριβώς»
~ ΕΞΩ ΣΤΗ ΒΕΡΑΝΤΑ ~
Ο Ιάσονας, που πετάει στα σύννεφα, κρατάει την Αναΐς στην αγκαλιά του ενώ παρακολουθεί την μπαλκονόπορτα για τυχών αιφνιδιαστική εμφάνιση του Τζάκου. Ποτέ δεν ξέρεις!
«Είσαι ευτυχισμένη, μωρό μου;»
«Κάτι περισσότερο απ' αυτό. Δεν νομίζω ότι υπάρχει λέξη που να μπορεί να περιγράψει αυτό που νιώθω. Αλλά πώς το έκανες; Πώς τον κατάφερες ν' αλλάξει γνώμη;»
«Θα σου πω άλλη φορά. Αυτή τη στιγμή, πρέπει να σου πω κάτι άλλο»
«Τι;»
«Σ' αγαπάω, Αναΐς»
«Κι εγώ σ' αγαπάω, Ιάσονα»
Αυτός την τραβάει κοντά και τη φιλάει στα χείλη, βάζοντας σ' αυτό το φιλί όλη την αγάπη, την προσμονή και την αφοσίωση που ένιωθε τα τελευταία δεκαεπτά χρόνια.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro