Δομήνικος Μομφεράτος
Η Άγγελος του Θανάτου στέκεται μπροστά τους, κοιτάζοντας τον αδερφό της μέσα από τα γιγάντια γυαλιά μυωπίας που φοράει, χωρίς να τα χρειάζεται πραγματικά, φυσικά. Όπως κάθε άγγελος, αυτή έχει τέλεια όραση, αλλά, όπως λέει, τα γυαλιά προσθέτουν κύρος. Τώρα, αν προσθέσεις τα κοντά καστανά μαλλιά κομμένα σε καρέ, αυτή μοιάζει με νευρωτική μαθήτρια Λυκείου, εντελώς σπασικλάκι και σίγουρα απουσιολόγος, ενώ τα παλιομοδίτικα και πολύ συντηρητικά ρούχα της κάνουν την όλη εικόνα ακόμα χειρότερη.
Η Άμπαντον κρύβεται πίσω απ' την πλάτη του Σαμαήλ, ο οποίος μορφάζει δείχνοντας εμφανώς την δυσαρέσκεια του.
«Αγαπητή μου Τζεραχέλ, ποια ατυχής σύμπτωση σε φέρνει εδώ;»
Η Τζεραχέλ γελάει.
«Πάντα αστείος, αδερφέ»
«Δεν ήταν η πρόθεση μου. Μιλάω πολύ σοβαρά!»
«Τέλος πάντων! Το ξέρεις ότι δεν είμαι εδώ τυχαία»
«Αυτό που ξέρω είναι ότι είσαι εδώ για να μου πρήξεις τ' αρχίδια!»
Αυτός βγαίνει απ' το ασανσέρ και περπατάει στο σκοτεινό διάδρομο, κοιτάζοντας τους αριθμούς στις πόρτες αριστερά και δεξιά. Η Άμπαντον τον ακολουθεί, αλλά αφήνει αρκετή απόσταση από την άλλη άγγελο, η οποία επίσης τον ακολουθεί κατά πόδας.
«Όχι, αδερφέ! Είμαι εδώ για να σε σταματήσω απ' το να κάνεις τη βλακεία που ετοιμάζεσαι να κάνεις»
«Και πώς ξέρεις τι ετοιμάζομαι να κάνω;»
«Θεώρησε ότι έχω μάτια και αυτιά παντού»
Αυτός παγώνει στη θέση του πριν γυρίσει και κοιτάξει την αδερφή του με λαμπερά κόκκινα μάτια.
«Το μόνο μέρος που έγινε αυτή η συζήτηση ήταν το σπίτι του Θελιέλ. Πώς είναι δυνατόν να το ξέρεις; Τι στο διάολο έκανες, μωρή;»
«Δεν μπορούσα να σε έχω για λίγο. Σε ήθελα για πάντα. Ήθελα να διαλέξεις εμένα. Πες με εγωιστή, ή ακόμα και σατανικό, αν θέλεις, αλλά δεν άντεχα άλλη απόρριψη από σένα. Γι' αυτό έμεινα μακριά. Λυπάμαι για όσα έπρεπε να περάσεις, αλλά έπρεπε να προστατεύσω τον εαυτό μου. Συγγνώμη, Θελιέλ. Πραγματικά λυπάμαι και σε παρακαλώ να με συγχωρέσεις»
Ακούγοντας την να παραθέτει κατά λέξη όσα είπε στην εξομολόγησή του στον Οδυσσέα, αυτός συνειδητοποιεί τι συμβαίνει και χάνει εντελώς τον έλεγχο. Με αστραπιαίες κινήσεις, την αρπάζει απ' το μπράτσο και την αναγκάζει να γονατίσει μπροστά του.
«Έβαλες κοριό στον Θελιέλ;»
Αυτή προσπαθεί να απελευθερωθεί, αλλά η δύναμη του αρχαγγέλου του Σαμαήλ δεν της αφήνει και πολλά περιθώρια επιτυχίας, οπότε το γυρίζει στην άμυνα.
«Παράτα με!»
«Θα σε ρωτήσω ευγενικά μια τελευταία φορά πριν σε αναγκάσω να τα ξεράσεις όλα. Έβαλες κοριό στον Θελιέλ;»
«Όπως σου είπα και πριν ... Παράτα με!»
«Εντάξει, αλλά να θυμάσαι ότι εσύ το ζήτησες!»
Αυτός πιέζει με το χέρι του την κορυφή της σπονδυλικής της στήλης, αναγκάζοντας την ν' ανοίξει τα φτερά της. Μια απελπισμένη κραυγή ξεφεύγει απ' τα χείλη της καθώς συνειδητοποιεί τι πρόκειται συμβεί.
«Όχι! Όχι! Σε παρακαλώ, αδερφέ!»
«Θα μιλήσεις;»
«Δεν έκανα αυτό για το οποίο με κατηγορείς!»
«Τότε πώς μπόρεσες να παραθέσεις τα ακριβή μου λόγια;»
«Διάβασα το μυαλό σου»
«Είμαι ο Διάβολος, μωρή σκύλα! Οι σκέψεις μου είναι απρόσιτες! Προσπάθησε ξανά!»
«Σου είπα! Διάβασα ...»
Η γροθιά του χτυπάει τη βάση των φτερών της και την κάνει να ουρλιάξει απ' τον πόνο, γιατί όπως έχουμε ξαναπεί, τα φτερά των αγγέλων είναι άθραυστα, αλλά πονάνε πολύ. Τόσο πολύ που αυτή παραδίνεται αμέσως.
«Σταμάτα! Σε παρακαλώ, σταμάτα! Θα σου πω την αλήθεια!»
Αυτός τραβάει το χέρι του, αλλά όχι εντελώς. Ο θηλυκός άγγελος σφαδάζει απ' τον πόνο καθώς αποκαλύπτει αυτό που έχει ήδη υποψιαστεί αυτός.
«Φύτεψα κοριούς παντού, σε όλα τα σπίτια, αλλά δεν ήταν δική μου ιδέα. Με διέταξαν να το κάνω!»
«Ποιος; Αυτό το κάθαρμα ο Ναθάνιελ;»
«Ναι. Ένιωσε την αφύπνιση των αγγέλων και ήθελε να ξέρει τι σκαρώνουν. Και αυτό που είπες ... Αυτός δεν είναι κάθαρμα. Είναι ένας μεγάλος πολεμιστής που έχει αδικηθεί πολύ απ' όλους εκείνους που αγαπάς τόσο πολύ. Αυτό το μίασμα ο Ιωνάθαν του έκλεψε τη Μαριάμ. Ο Πατέρας τη δημιούργησε για εκείνον. Εσύ είχες ήδη φύγει και δεν ξέρεις τι ακριβώς συνέβη. Ήμουν εκεί και το είδα. Αυτοί οι δύο, μαζί με τον αγαπημένο σου Θελιέλ κι εκείνο το βδέλυγμα, τον γιο της Νύχτας, αψήφησαν τον Θεό, ενώ ο καημένος ο Ναθάνιελ ...»
Ο Σαμαήλ καγχάζει.
«Ο καημένος ο Ναθάνιελ, ε; Τι έκανε λοιπόν ο καημένος; Επιτέθηκε για να σκοτώσει τον Ιωνάθαν»
«Ψέματα! Ο Φύλακας ...»
«Ο Φύλακας έκανε αυτό που δημιουργήθηκε για να κάνει. Προστάτεψε τον Ιωνάθαν, που κινδύνευε απ' την πισώπλατη και άνανδρη επίθεση αυτουνού που υπηρετείς!»
«Δεν τον υπηρετώ! Είμαστε ίσοι. Σύντροφοι»
«Αν είναι έτσι, γιατί είπες ότι εκτέλεσες την εντολή του; Οι σύντροφοι δεν διατάζουν ο ένας τον άλλον!»
«Εγώ ... Αυτός ... Εννοώ ...»
«Σκάσε! Σε υπόταξε γιατί ήταν ο μόνος που σε δέχτηκε σαν πολεμίστρια κι εσύ τον ειδωλοποίησες. Αν ο Μιχαήλ δεν σε είχε απορρίψει ...»
«Όχι! Δεν έγινε έτσι! Ο Μιχαήλ δεν με απέρριψε. Εγώ δεν δέχτηκα να μπω στο στρατό του»
«Ναι! Καλά! Συνέχισε να το λες αυτό στον εαυτό σου και ίσως κάποιος, κάπου, κάποτε, σε πιστέψει!»
Αυτός την ελευθερώνει και την σπρώχνει μακριά του. Αυτή πέφτει στο έδαφος και τον κοιτάζει να βγάζει το κινητό απ' την τσέπη του και ν' αρχίζει να πληκτρολογεί.
«Τι κάνεις εκεί;»
«Μιας και δεν έχει καλό σήμα εδώ κάτω για να μιλήσω μαζί του, στέλνω μήνυμα στον Θελιέλ για να τον ενημερώσω για τους κοριούς. Οι υποκλοπές σου τελείωσαν!»
«Και τι θα πω στον Ναθάνιελ;»
«Μπορείς να του πεις να πάει να γαμηθεί! Η μάχη έχει ήδη χαθεί. Ο Νεφελίμ έρχεται και κανείς δεν μπορεί να τον νικήσει!»
«Μην είσαι τόσο σίγουρος γι' αυτό, αδερφέ. Δεν είμαστε μόνοι αυτή τη φορά. Έχουμε συμμάχους. Ισχυρούς συμμάχους»
Αυτός την κοιτάζει υποτιμητικά και ανοίγει το στόμα του να πει κάτι, αλλά αμέσως αλλάζει γνώμη και αποφασίζει να την αφήσει να ζήσει στην αυταπάτη της για λίγο ακόμα. Τουλάχιστον μέχρι να καταλάβει την αλήθεια μ' έναν μάλλον σκληρό τρόπο. Δεν του αρέσει που προδίδει την αδερφή του, αλλά αν πρέπει να διαλέξει ανάμεσα σ' αυτή και τον Οδυσσέα ... Υπάρχει μόνο μία απάντηση!
«Τελειώσαμε, Τζεραχέλ! Ξεκουμπίσου απ' το βασίλειο μου!»
Αυτή σηκώνεται και βαδίζει προς τον αδερφό της.
«Όχι, αδερφέ! Δεν τελειώσαμε ακόμα! Έχουμε πολλά να πούμε!»
«Θα τα πούμε όλα στο πεδίο της μάχης, αδερφή, και μέχρι τότε, αν τολμήσεις να πλησιάσεις τους φίλους μου, θα γνωρίσεις την άλλη μου πλευρά, την διαβολική, η οποία δεν θα σου αρέσει καθόλου!»
«Σαμαήλ, σε παρακαλώ!»
Όμως, αυτή δεν έχει την ευκαιρία να πει κάτι άλλο. Ο Σαμαήλ χτυπάει τα δάχτυλα του και καλεί μια ντουζίνα δαίμονες, οι οποίοι της επιτίθονται κι αρχίζουν να την τραβούν έξω με τη βία.
Και για να μην αναρωτιέστε πώς είναι δυνατόν ένας δαίμονας να νικήσει έναν άγγελο, δεν είναι δυνατόν. Εκτός απ' την περίπτωση που συμβαίνει το ίδιο που γίνεται με τον καρχαρία και το δελφίνι. Ένα δελφίνι δεν μπορεί να νικήσει έναν καρχαρία. Ωστόσο, ένα κοπάδι δελφινιών μπορεί να το κάνει πολύ εύκολα. Γι' αυτό ο Σαμαήλ κάλεσε μια ντουζίνα απ' αυτούς και όχι μόνο έναν.
Όταν λοιπόν οι δαίμονες βγάζουν έξω την Τζεραχέλ, η Άμπαντον πλησιάζει τον βασιλιά της.
«Θα πολεμήσεις στο πλευρό τους, ε;»
«Ναι»
«Η Τζεραχέλ μίλησε για συμμάχους. Εννοεί τους Φύλακες της Φυσικής Ισορροπίας;»
«Ναι, αλλά όχι μόνο αυτούς»
«Θα είναι δύσκολη μάχη. Σχεδιάζεις να χρησιμοποιήσεις δαίμονες»
«Αν συμφωνήσουν ο Φύλακας και ο Ιωνάθαν, ναι»
«Είναι αδίστακτοι, άρχοντα μου. Δεν θα σταματήσουν μέχρι να μας αφανίσουν όλους»
«Μη φοβάσαι. Ο Ναθάνιελ μπορεί να έχει συμμάχους, αλλά κι εμείς δεν είμαστε μόνοι! Έχουμε κρυμμένους άσσους στο μανίκι μας»
«Τι εννοείς;»
«Όχι τώρα. Θα τα μάθεις όλα όταν έρθει η ώρα. Τώρα έχουμε δουλειά να κάνουμε. Εδώ είναι. Δωμάτιο 1256. Δομήνικος Μομφεράτος»
Αυτός πλησιάζει και αγγίζει το πόμολο της πόρτας. Η Άμπαντον βάζει το χέρι της στο δικό του.
«Αν το κάνεις αυτό, θα υπάρξουν συνέπειες. Είσαι σίγουρος ότι είσαι διατεθειμένος να τις υποστείς;»
«Θα έκανα τα πάντα γι' αυτόν»
«Αν ήξερες πόσο ζηλεύω αυτόν τον καταραμένο άγγελο!»
Αυτή υποχωρεί κι αυτός ανοίγει την πόρτα και μπαίνει αποφασισμένος στο δωμάτιο ...
~ ΕΝΤΩΜΕΤΑΞΥ ~ ΠΙΣΩ στο ΚΤΗΜΑ της ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ~ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗ ~
~ ΠΑΛΑΤΙ του ΠΡΙΓΚΗΠΑ ~ ΣΑΛΟΝΙ ~
Ενώ όλοι οι άλλοι ασχολούνται με διάφορα πράγματα, ο Τζάκος μαλώνει με τον Οδυσσέα πάνω από ένα τεράστιο βιβλίο με αρχαία αγγελικά ξόρκια.
«Πατέρα μου! Μισώ το διάβασμα!»
«Σκάσε και διάβαζε, Διεστραμμένε! Πρέπει να βρούμε το σωστό ξόρκι!»
«Σε μισώ αυτή τη στιγμή»
«Μπράβο! Διάβαζε είπα!»
Ο Τζάκος ανοίγει το στόμα του για να πει κάτι, αλλά ο Οδυσσέας σηκώνει το χέρι του και τον σταματάει όταν ο ήχος ενός μηνύματος ακούγεται απ' το τηλέφωνό του. Βγάζει αμέσως την συσκευή απ' την μπροστινή του τσέπη και το διαβάζει. Ο Αλέκος τρέχει κοντά του καθώς βλέπει θυμό να καίει στο πρόσωπο του.
«Τι συμβαίνει, μωρό μου; Γιατί φούντωσες; Από ποιον είναι το μήνυμα;»
Όλα τα βλέμματα είναι στραμμένα στον Οδυσσέα καθώς περιμένουν να τους πει ποια είναι τα νέα, αλλά εκείνος κρατάει το στόμα του κλειστό και απλώς γυρίζει το κεφάλι του δεξιά κι αριστερά ψάχνοντας κάποιον. Η Πανδώρα τον πλησιάζει.
«Ποιον ψάχνεις, Μπαμπά μου;»
«Τον Ερμή. Πού είναι;»
Ο Άρης σηκώνεται απ' τον καναπέ.
«Έξω. Προπονείτε με τον Νικόλα και τον Τρίτωνα»
«Κάλεσε τον αμέσως!»
Ο Άρης κλείνει τα μάτια και ο Οδυσσέας σκύβει στο γραφείο, γράφει την λέξη ΚΟΡΙΟΣ σε ένα χαρτί και το δείχνει στους υπόλοιπους. Όπως είναι φυσικό, προκαλείται μεγάλη αναστάτωση, αλλά όλοι μένουν σιωπηλοί μέχρι την στιγμή που ο Ερμής ορμάει στο σαλόνι, απαντώντας στο κάλεσμα του πατέρα του, μαζί με τον Νικόλα και το λυκάκι.
«Τι συμβαίνει, Μπαμπά;»
Ο Άρης του εξηγεί, μιλώντας στο μυαλό του, κι αμέσως μετά, αυτός πηγαίνει στο κέντρο του δωματίου, γονατίζει, αγγίζει το χέρι του στο μαρμάρινο πάτωμα και κλείνει τα μάτια του.
«Βοήθα με, Γη. Δείξε μου τα βήματα! Δείξε μου πού περπάτησε!»
Η Γη αρχίζει να τρέμει κάτω απ' τα πόδια τους, καθώς ανταποκρίνεται στο κάλεσμα του Γητευτή. Ο Ερμής μορφάζει και γέρνει το κεφάλι του στο πλάι καθώς βλέπει στο μυαλό του τα βήματα της Τζεραχέλ μέσα στο σπίτι. Η Σελήνη, χωρίς να πάρει τα μάτια της από πάνω του, σκύβει και ψιθυρίζει στον Άρη.
«Κοίτα τον! Απλώς δεν τον χορταίνω!»
«Και λίγα λες, Γατούλα μου!»
Λίγα λεπτά μετά, ο Ερμής χαμογελάει, κρατώντας ακόμα τα μάτια του κλειστά.
«Σ' ευχαριστώ, Γη! Μπορείς να φύγεις τώρα!»
Το τρέμουλο σταματάει κι αυτός σηκώνεται, ανοίγει τα μάτια του και δείχνει το μεγάλο τραπέζι κοντά στην μπαλκονόπορτα.
«Εκεί. Κάτω απ' το τραπέζι»
Ο Τζάκος τρέχει και πέφτει κάτω απ' το τραπέζι. Το υπερσύγχρονο μαύρο μικρόφωνο με τη μικροσκοπική κεραία βρίσκεται όντως εκεί, κρυμμένο μέσα σε μια μικρή εσοχή στο ξύλο δίπλα σε ένα από τα πόδια του τραπεζιού, αόρατο στο ανυποψίαστο μάτι. Η βρισιά που βγαίνει απ' το στόμα του είναι εντελώς ανάξια ενός αγγέλου.
«Γαμημένε πουτάνας γιε!»
Η Μαίρη ξεροβήχει.
«Καλύτερα να προσέχεις τι λες όταν είναι εδώ τα παιδιά, Πρίγκιπα μου»
Αυτός παίρνει τον κοριό στο χέρι του και σηκώνεται.
«Ακόμα δεν έχω πει τίποτα, Αγγελούδι μου. Επομένως, παιδιά, κλείστε τ' αυτιά σας!»
Ενώ τα παιδιά καλύπτουν τ' αυτιά τους με τα χέρια τους, αυτός φέρνει τον κοριό στο στόμα του.
«Άκου με καλά, ρε φτερωτό μουνόπανο! Ήμουν πολύ καλός μαζί σου μέχρι τώρα, αλλά αυτό πρόκειται ν' αλλάξει. Τόλμησες να περάσεις το κατώφλι του σπιτιού μου και θα το πληρώσεις ακριβά! Την επόμενη φορά που θα εμφανιστείς μπροστά μου, θα σου κόψω τα φτερά και θα τα χώσω τόσο βαθιά στον γαμημένο κώλο σου που θα χέζεις πούπουλα για το υπόλοιπο της μίζερης ζωής σου!»
Και χωρίς να χάσει άλλο χρόνο, πετάει τον κοριό στο πάτωμα και το πατάει, σπάζοντας το σε χιλιάδες μικροσκοπικά κομμάτια.
«Άντε μου και στο διάολο!»
Ο Άρης απευθύνεται στον Οδυσσέα.
«Πες μας τι σου είπε ο Σαμαήλ. Μόνο εδώ υπήρχε κοριός;»
«Όχι. Η Τζεραχέλ του είπε ότι έβαλε σε όλα τα σπίτια»
Αυτός γυρίζει στον γιο του.
«Πάμε να βρούμε και τους άλλους, Κουτάβι»
«Ναι, κύριε!»
Πατέρας και γιος φεύγουν κι αμέσως μετά, ο Οδυσσέας λαμβάνει ακόμα ένα μήνυμα στο κινητό του ...
~ ΠΙΣΩ στην ΚΟΛΑΣΗ ~ ΔΩΜΑΤΙΟ Νο 1256 ~
~ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΚΟΛΑΣΗ του ΔΟΜΗΝΙΚΟΥ ΜΟΜΦΕΡΑΤΟΥ ~
Πριν προχωρήσουμε, επιτρέψτε μου να εξηγήσω τι ακριβώς σημαίνει αυτό το Προσωπική Κόλαση. Κάθε άνθρωπος, κάθε ψυχή, όσο διεφθαρμένη κι αν είναι, έχει κάτι που φοβάται μέχρι θανάτου. Αυτό ακριβώς εκμεταλλεύεται η Κόλαση. Όταν μια ψυχή φτάνει εκεί, την παραλαμβάνει ένας δαίμονας, ο οποίος διαβάζει την αύρα του κολασμένου και βρίσκει τον μεγαλύτερο φόβο του/της και τον κάνει πραγματικότητα. Η ψυχή κλειδώνεται σ' ένα δωμάτιο και ζει αυτόν τον φόβο ξανά και ξανά, σε μια βασανιστική λούπα. Κάθε μέρα, όλη μέρα, ασταμάτητα, για όλη την αιωνιότητα. Αρκετά βάναυσο, ε; Τέλος πάντων! Ας επιστρέψουμε στην ιστορία μας ...
Ο Σαμαήλ μπαίνει στο δωμάτιο τη στιγμή που το μαρτύριο του Δομήνικου φτάνει στο αποκορύφωμα του...
Αυτός μπαίνει στο σπίτι του και βρίσκει τη γυναίκα του και τον μικρό του γιο νεκρούς απ' το χέρι ενός καθάρματος απ' αυτά που συνέλαβε στην αστυνομική και πρακτορική του καριέρα. Αυτός γονατίζει πάνω από το σώμα της Ζαφειρίας και κρατά σφιχτά στην αγκαλιά του τον πεντάχρονο Μάξιμο, κλαίγοντας με λυγμούς.
«Όχι! Όχι! Σε Παρακαλώ, Θεέ! Όχι ο γιος μου! Όχι η γυναίκα μου!»
Μια λίμνη αίματος όλο και μεγαλώνει κάτω απ' τα πόδια του, ενώ τα νεκρά θολά μάτια της Ζαφειρίας κοιτούν τρομαγμένα στο κενό και τα μακριά μαλλιά του Μάξιμου κολλάνε υγρά στο ματωμένο του μέτωπό.
«Συγγνώμη! Συγγνώμη! Σας παρακαλώ, γυρίστε πίσω! Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσάς!»
Συνήθως, ο Σαμαήλ δεν συγκινείτε ποτέ απ' το μαρτύριο μιας ψυχής, αλλά αυτή τη φορά, δεν μπορεί να κάνει αλλιώς μιας και γνωρίζει την αληθινή ιστορία του Δομήνικου. Έτσι, με δακρυσμένα μάτια, παίρνει μια βαθιά ανάσα και τον πλησιάζει. Στέκεται πίσω του και βάζει το χέρι του στον ώμο του έτσι όπως είναι γονατιστός.
«Δομήνικε ...; Δομήνικε Μομφεράτε ...;»
Αυτός γυρίζει και τον κοιτάζει παρακλητικά.
«Βοήθα με! Ο γιος μου ... Η γυναίκα μου ...»
Ο Σαμαήλ γονατίζει δίπλα του.
«Άκου με πολύ προσεκτικά, Δομήνικε! Τίποτα απ' αυτά δεν είναι αλήθεια. Η γυναίκα και ο γιος σου είναι καλά. Εσύ είσαι νεκρός και βρίσκεσαι στην κόλαση, έχοντας καταδικαστεί να ζεις τον μεγαλύτερο φόβο σου ξανά και ξανά»
Ο Δομήνικος κοιτάζει τον άγνωστο άνδρα με δυσπιστία, αλλά και απορία.
«Τι λες; Κοίτα τους! Αυτοί είναι νεκροί, ενώ εγώ είμαι ...»
Ο Σαμαήλ χτυπάει τα δάχτυλα του και τα νεκρά σώματα της Ζαφειρίας και του Μάξιμου εξαφανίζονται καθώς το δωμάτιο παίρνει την πραγματική του μορφή. Μαύροι τοίχοι, γκρι μαρμάρινο δάπεδο και χωρίς καθόλου έπιπλα. Το μόνο που υπάρχει είναι ένας γάντζος σ' έναν απ' τους τοίχους απ' τον οποίο εκτείνεται μια χοντρή αλυσίδα που καταλήγει γύρω απ' τον αστράγαλο του Δομήνικου, ο οποίος σηκώνεται όρθιος και κοιτάζει τριγύρω μπερδεμένος.
«Τι συμβαίνει εδώ; Πού είναι η οικογένεια μου; Τι είναι όλα αυτά; Πού είμαι; Γιατί είμαι δεμένος; Ποιος είσαι;»
Ο Σαμαήλ σηκώνεται κι εκείνος.
«Ήρεμα, καουμπόι! Μία-μία οι ερωτήσεις. Όπως σου είπα, είσαι νεκρός και καταδικασμένος στην κόλαση να ζεις τον μεγαλύτερο φόβο σου ξανά και ξανά»
«Είμαι νεκρός; Σοβαρά;»
«Φοβάμαι πως ναι. Εδώ και είκοσι γήινα χρόνια»
«Μόνο είκοσι; Εμένα μου φαίνεται ότι βρίσκομαι εδώ είκοσι αιώνες»
«Στην κόλαση, φίλε μου, ο χρόνος λειτουργεί διαφορετικά»
«Μάλιστα! Πώς πέθανα;»
«Σε εκτέλεσαν οι Αιγύπτιοι τρομοκράτες όταν έμαθαν ότι ήσουν μυστικός πράκτορας της CIA»
«Πώς εκτέθηκα;»
«Δεν έφταιγες εσύ. Ένας απ' τους συντρόφους σου σε πρόδωσε. Η ομάδα σου βρήκε το σώμα σου να επιπλέει στον Νείλο λίγες μέρες αργότερα»
«Χμμμ! Βάζω στοίχημα ότι δεν θα ήταν όμορφο το θέαμα, ε; Τέλος πάντων! Τι απέγινε ο προδότης;»
«Η ομάδα σου τον βρήκε και έκανε αυτό που έπρεπε. Είναι κι αυτός εδώ, μερικές πόρτες πιο κάτω, ξαναζώντας τον δικό του φόβο ξανά και ξανά»
«Χαίρομαι που τ' ακούω. Πες μου τώρα για την οικογένεια μου»
«Σε τίμησαν δεόντως και το κάνουν ακόμα. Σ' αγαπάνε πολύ. Δεν σ' έχουν ξεχάσει, παρόλο που έχουν συνεχίσει την ζωή τους. Η γυναίκα σου είναι μ' έναν υπέροχο άντρα που την αγαπάει πολύ και ο γιος σου, που μεγάλωσε και έγινε ένας καταπληκτικός νεαρός άνδρας, βρήκε τη γυναίκα, ή μάλλον την άγγελο της ζωής του και είναι πολύ ευτυχισμένος»
Δάκρυα κυλούν απ' τα μάτια του Δομήνικου, αλλά αυτή τη φορά είναι δάκρυα χαράς.
«Και τι δεν θα έδινα να τους ξαναδώ μια φορά, έστω και για λίγο»
«Κι αν σου έλεγα ότι αυτό μπορεί να γίνει;»
«Πώς; Λες ότι είμαι νεκρός»
«Το σώμα σου είναι νεκρό, όχι η ψυχή σου. Βασικά, γι' αυτό ήρθα. Να σε πάρω και να σε πάω εκεί που ανήκεις πραγματικά»
«Πού;»
«Στον Παράδεισο, Δομήνικε»
«Ποιος είσαι, ρε φίλε;»
«Είμαι ο Αρχάγγελος Σαμαήλ, αλλά εσύ με ξέρεις σαν ...
«Τον Διάβολο. Παναγία μου! Είσαι ο Διάβολος!»
«Ναι, αυτός είμαι. Έχεις πρόβλημα μ' αυτό;»
«Θα με σώσεις απ' αυτό το φρικτό μαρτύριο. Δεν έχω κανένα απολύτως πρόβλημα. Εξάλλου, έχω γνωρίσει πραγματικούς διαβόλους στη ζωή μου κι εσύ δεν τους μοιάζεις καθόλου»
«Μ' αρέσεις, Μομφεράτε! Χαίρομαι που ο Οδυσσέας μου ζήτησε να σε σώσω και είχα την ευκαιρία να σε γνωρίσω»
«Περίμενε ένα λεπτό! Οδυσσέας, όπως λέμε, ο Οδυσσέας της Ζαφειρίας; Ο καλύτερος φίλος της γυναίκας μου;»
«Αυτόν, τον οποίο αυτή εγκατέλειψε χωρίς αντίο για να σ' ακολουθήσει. Ναι, αυτός είναι!»
«Είναι ξανά μαζί;»
«Η κοπέλα του γιου σου είναι η κόρη του Οδυσσέα»
«Θεούλη μου! Τι είδους σύμπτωση είναι αυτή;»
«Δεν είναι σύμπτωση, φίλε μου. Είναι πεπρωμένο. Τέλος πάντων! Ας μη χάνουμε άλλο χρόνο. Είσαι έτοιμος να δεις ξανά την οικογένεια σου πριν ανέβεις στο ρετιρέ;»
«Δεν έχεις ιδέα πόσο έτοιμος είμαι!»
Ο Σαμαήλ αγγίζει το μέτωπο του Δομήνικου με την παλάμη του και η ψυχή του παίρνει την αληθινή της μορφή που είναι μια γαλαζωπή λαμπερή μπάλα φωτός, την οποία αυτός βάζει στο στόμα του και την καταπίνει.
«Πάμε πάνω, φίλε μου!»
~ ΠΑΛΙ ΠΙΣΩ στο ΚΤΗΜΑ της ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ~ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗ ~
~ ΠΑΛΑΤΙ του ΠΡΙΓΚΗΠΑ ~ ΣΑΛΟΝΙ ~
Ο Οδυσσέας διαβάζει το μήνυμα και ένα μεγάλο χαμόγελο εμφανίζεται στο πρόσωπο του.
«Ω, Θεέ μου! Το έκανε! Τα κατάφερε!»
Ο Αλέκος τον κοιτάζει απορημένος.
«Ποιος; Τι;»
Ο Οδυσσέας του κάνει νόημα κι αυτός τον πλησιάζει και διαβάζει το μήνυμα.
«Απίστευτο!»
Μετά, ο Οδυσσέας απευθύνεται στην Πανδώρα.
«Πού είναι ο Μάξιμος και η Ζαφειρία;»
«Στο σπίτι μας. Φτιάχνουν κάτι στο δωμάτιο της»
«Κάλεσε τους και πες τους να βγουν στην πίσω αυλή. Τώρα!»
«Γιατί; Τι έγινε;»
«Ένα θαύμα, Αστέρι μου. Ένα θαύμα!»
Η Πανδώρα σφυρίζει και σε λίγα δευτερόλεπτα ο Προμηθέας εμφανίζεται απ' το πουθενά και προσγειώνεται στο σηκωμένο της χέρι της.
«Pandore, mon bébé!»
«Πήγαινε βρες τον Μάξιμο και τη Ζαφειρία και πες τους να βγουν αμέσως στην πίσω αυλή»
«Bisou d'abord»
«Γλυκέ μου εκβιαστή!»
Αυτή φιλάει το κεφάλι του πουλιού κι αυτό πετάει σαν βολίδα για να εκτελέσει την εντολή της.
«Γαμώτο! Το λατρεύω αυτό το πουλί!»
Η Αναΐς ξεροβήχει.
«Λατρεύεις όλα τα πουλιά του Μάξιμου»
Η Πανδώρα γελάει.
«Ουάου, αδερφή! Ένα χυδαίο αστείο! Μμμμ ... Μπράβο!»
«Όχι σε μένα το μπράβο. Πες το στον Νάκο μου. Αυτός μου κάνει μαθήματα»
Ο Ιάσονας παίρνει ένα χαριτωμένο τρομοκρατημένο ύφος.
«Τέλεια! Είμαι νεκρός!»
Και για του λόγου το αληθές, από εκεί που κάθεται ο Τζάκος και πίνει μια μπύρα για να ηρεμήσει το θυμό του, ακούγεται ένα καθόλου ευοίωνο γέλιο. Η Μαίρη που τον ξέρει πολύ καλά πηγαίνει δίπλα του για να σώσει ότι προλάβει.
«Τζάκο μου, δεν μ' αρέσει το γέλιο σου»
«Όχι! Όχι! Μην ανησυχείς, Αγγελούδι μου. Είμαι καλά! Δεν πρόκειται να θυμώσω περισσότερο. Θα κάνω απλώς ότι δεν άκουσα τίποτα»
Τα κορίτσια γελάνε και ο Ιάσονας αναστενάζει ανακουφισμένος, η Μαίρη όμως έχει ακόμη αμφιβολίες.
«Χμμμ ... Είσαι σίγουρος γι' αυτό;»
«Ναι ... Προς το παρόν!»
Ο Οδυσσέας χτυπάει τα χέρια του.
«Εντάξει, τσίρκο, αρκετά! Άντε, κουνηθείτε τώρα για να πάμε στην πίσω αυλή!»
Λίγα λεπτά μετά, όλη η οικογένεια έχει μαζευτεί στην πίσω αυλή αφού ο Προμηθέας πήρε την πρωτοβουλία να τους καλέσει όλους. Το τρελό πονηρό πουλί κάλεσε ακόμη και τους λύκους. Έτσι, τα ζώα κάθονται κυκλικά στις παρυφές των δέντρων, οι Ουράνιοι στη μέση και οι άνθρωποι λίγο πιο πίσω, εκτός φυσικά απ' τον Μάξιμο και τη Ζαφειρία, που στέκονται δίπλα-δίπλα και κοιτάζουν γύρω τους έκπληκτοι.
«Τι συμβαίνει, Οδυσσέα; Γιατί αυτό το τρελό πουλί σήμανε συναγερμό;»
Ο Οδυσσέας μορφάζει.
«Εμείς του είπαμε να καλέσει μονάχα εσένα και τον Μάξιμο, αλλά επειδή αυτός είναι ο Προμηθέας, αποφάσισε να τους καλέσει όλους»
Αυτός κοιτάζει το πουλί που είναι χωμένο στην αγκαλιά της αγαπημένης του Πανδώρας, κι αυτό σηκώνει το κεφάλι και του ανταποδίδει το βλέμμα.
«Prométhée aime Ulysse»
«Ναι, κι εγώ σ' αγαπάω, τρελοπούλι»
Ο Μάξιμος ξεροβήχει.
«Με συγχωρείς, αγαπητέ μου πεθερούλη, αλλά αν μπορούσες να σταματήσεις να μιλάς στο τρελοπούλι και να μας πεις τι ακριβώς συμβαίνει, θα μας έκανες μεγάλη χάρη»
Η Ζαφειρία συμφωνεί και ο Οδυσσέας καθαρίζει το λαιμό του.
«Όπως γνωρίζετε ήδη, ο μεγάλος και διάσημος Μάκης Λουσίδης δεν είναι άλλος απ' τον Αρχάγγελο Σαμαήλ, γνωστός σε όλους ως Εωσφόρος ή Διάβολος»
Η Αγνή κουνάει το κεφάλι της.
«Ναι, αδερφέ, αυτό το ξέρουμε ήδη. Μας ενημέρωσε ο Στέφανος»
«Ναι, αλλά αυτό που δεν ξέρετε, όμως, είναι ότι η ψυχή του αείμνηστου συζύγου της Ζαφειρίας μας ήταν δυστυχώς στην κόλαση»
Φυσικά, ο Μάξιμος αναστατώνεται αρκετά όταν ακούει αυτά τα νέα για τον αγαπημένο του πατέρα, μιας και δεν το ήξερε γιατί η Ζαφειρία του το κράτησε μυστικό για να μην τον στεναχωρήσει.
«Τι στο διάολο, ρε Μάνα; Ο μπαμπάς στην κόλαση; Γιατί δεν μου είπες τίποτα;»
Αντί όμως η Ζαφειρία να εξηγήσει στον γιο της, σηκώνει το χέρι της και τον σωπαίνει, και αμέσως μετά στρέφεται στον Οδυσσέα.
«Είπες ότι η ψυχή του ήταν στην κόλαση. Όχι είναι, αλλά ήταν. Γιατί χρησιμοποίησες αόριστο;»
Αυτός σηκώνει το χέρι και της χαϊδεύει το μάγουλο.
«Γιατί πολύ απλά ο άντρας σου δεν είναι πια στην κόλαση»
Αυτή κλείνει τα μάτια της και παίρνει μια βαθιά ανάσα.
«Και που είναι;»
«Βασικά, αυτή τη στιγμή, είναι μέσα στο σώμα του Σαμαήλ, ο οποίος ήδη πετάει προς εμάς, οπότε μπορείς να πεις ότι είναι καθ' οδόν»
«Έρχεται εδώ;»
«Ναι. Ο Δομήνικος ζήτησε να σας δει και ο Σαμαήλ δεν μπόρεσε να του αρνηθεί. Απ' ότι φαίνεται, τον συμπάθησε και είπε να του δώσει μια τελευταία ανθρώπινη χαρά πριν τον στείλει στον Παράδεισο»
«Εκεί που πραγματικά ανήκει. Ευχαριστώ πολύ, Οδυσσέα μου! Δεν έχεις ιδέα πόσο σ' ευχαριστώ!»
«Μην ευχαριστείς εμένα. Εγώ δεν έκανα τίποτα. Ο Σαμαήλ τα έκανε όλα. Εγώ απλά του το ζήτησα»
Αυτή του χαμογελάει και μετά στρέφεται στον γιο της, ο οποίος την κοιτάζει με βουρκωμένα μάτια.
«Γιατί δεν μου το είπες;»
«Δεν ήθελα να σε στεναχωρήσω, mon petit»
«Είναι ο πατέρας μου, ρε γαμώτο! Έπρεπε να μου το είχες πει! Έπρεπε να ξέρω!»
«Συγγνώμη!»
Αυτός απομακρύνεται απ' τη μητέρα του και πλησιάζει την Πανδώρα, η οποία τον αγκαλιάζει σφιχτά. Αυτός κρύβει το πρόσωπο του στο στήθος της και ο Προμηθέας του χαϊδεύει το μάγουλο με το κεφάλι του. Η Ζαφειρία προσπαθεί να πάει προς το μέρος του, αλλά ο Οδυσσέας την κρατά απ' το μπράτσο.
«Όχι! Άστον να το χωνέψει»
«Λες να με μισήσει που δεν του το είπα;»
«Δεν υπάρχει περίπτωση! Ο γιος σου σ' αγαπάει πολύ και βαθιά μέσα του ξέρει ότι το έκανες για το καλό του»
Ο Αλέκος τους πλησιάζει.
«Ο Οδυσσέας έχει δίκιο. Μόλις ξεπεράσει το αρχικό σοκ, θα καταλάβει. Μην ανησυχείς γι' αυτό»
Εκείνη τη στιγμή, σκοτάδι καλύπτει την πίσω αυλή για λίγα δευτερόλεπτα καθώς ο Σαμαήλ κάνει μερικούς κύκλους από πάνω τους πριν προσγειωθεί στο βρεγμένο γρασίδι με τη χάρη μιας μπαλαρίνας. Τα τεράστια λευκά φτερά του εξαφανίζονται πίσω απ' την πλάτη του καθώς πλησιάζει τον Οδυσσέα, αλλά δεν καταφέρνει να φτάσει στον προορισμό του, γιατί η μικρή Έλενα πηδάει απ' την αγκαλιά του πατέρα της και στέκεται μπροστά του, κλείνοντας του τον δρόμο.
Αυτός γονατίζει και της χαμογελάει με αγάπη.
«Τι θέλεις, όμορφο μικρό υβρίδιο;»
«Είσαι ο Διάβολος»
Ο Άρης γρυλίζει.
«Κουταβάκι, μαζέψου!»
Ο Σαμαήλ χαϊδεύει τα μαλλιά του κοριτσιού.
«Μην την μαλώνεις, Φύλακα. Δεν πειράζει. Έχει δίκιο στο κάτω-κάτω. Είμαι όντως ο Διάβολος»
Η Έλενα του πιάνει το χέρι.
«Μα δεν μπορεί να είσαι»
«Γιατί όχι;»
«Γιατί είσαι καλός και έχεις όμορφα φτερά και μυρίζεις τόσο όμορφα, όπως τα κρίνα που έχουμε στον κήπο»
«Δεν έχεις ιδέα πόσο σ' ευχαριστώ γι' αυτά τα λόγια, αλλά δεν είμαι και τόσο καλός όσο νομίζεις»
Η Σελήνη πλησιάζει και παίρνει την Έλενα στην αγκαλιά της.
«Ένα θα σου πω, Εωσφόρε. Από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια, και η κόρη μου είναι και τα δύο»
«Πάντα με την καλή έννοια, ε;»
«Πάντα»
Το κοριτσάκι τεντώνει το λαιμό της και δίνει ένα φιλί στο μάγουλο του Σαμαήλ προτού η Σελήνη επιστρέψει στη θέση της δίπλα στον Άρη, ο οποίος τις αγκαλιάζει και τις δύο. Εντωμεταξύ, αφού σκούπισε τα μάτια του όσο πιο διακριτικά γινόταν, ο Σαμαήλ πηγαίνει στη Ζαφειρία, η οποία τον κοιτάζει με προσμονή.
«Μάκη, θέλω να σ' ευχαριστήσω»
«Αργότερα, ξανθούλα. Τώρα έχουμε δουλειά να κάνουμε»
Αυτός χαϊδεύει το μάγουλο της και μετά στρέφεται στον Τζάκο.
«Τι θα γίνει, Ηλιαχτίδα μου; Θα μου δώσεις ένα χεράκι;»
Ο Τζάκος τον αγριοκοιτάζει.
«Πες με ξανά Ηλιαχτίδα και θα σου δώσω δύο χέρια και όχι ένα!»
Ο Σαμαήλ ξεκουμπώνει το πουκάμισο του και το βγάζει καθώς τον πλησιάζει και στέκεται μπροστά του.
Ο Τζάκος μειδιά, βγάζοντας ένα μικρό αδαμάντινο μαχαίρι απ' την τσέπη του.
«Φαντάζομαι ξέρεις ότι αυτό θα πονέσει κολασμένα, ε;»
«Ναι, το ξέρω»
«Μην ανησυχείς, μωρό μου. Θα προσπαθήσω να είμαι ευγενικός»
«Μην συγκρατηθείς, επιβήτορα! Μ' αρέσει άγριο»
«Όπως θες! Δείξε μου που είναι!»
Ο Σαμαήλ κλείνει τα μάτια και παίρνει μια βαθιά ανάσα. Τότε, ένα γαλάζιο σημάδι εμφανίζεται στο κέντρο του στέρνου του που αρχίζει σιγά-σιγά να λάμπει όλο και δυνατότερα. Οι θνητοί καλύπτουν τα μάτια τους, τυφλωμένοι απ' αυτή τη γαλαζωπή λάμψη. Όλοι, εκτός απ' την Άρτεμις, που αντέχει να κοιτάζει χάρη στον Τζέι-Τζέι μέσα της, και γοητεύεται απ' τη θεϊκή, αγνή ενέργεια που πηγάζει απ' το σώμα του αρχάγγελου.
«Ουάου! Είναι απίστευτο! Τι είναι, Στέφο μου;»
Ο Στέφανος της χαμογελάει.
«Μια ψυχή, Κοριτσάκι. Μια ανθρώπινη ψυχή»
Εντωμεταξύ, ο Τζάκος βάζει το αριστερό του χέρι στον ώμο του Σαμαήλ.
«Έτοιμος;»
«Ναι. Βγάλ' τον από μέσα μου!»
Τότε, ο Τζάκος, με ακρίβεια και ψυχραιμία χειρουργού, χαράζει με το μαχαίρι το στήθος του Σαμαήλ, ο οποίος φωνάζει απ' τον πόνο, και χώνει το χέρι του μέσα. Ο Αρχάγγελος προσπαθεί μάταια να μείνει ακίνητος, δυσκολεύοντας τον.
«Κάτσε ακίνητος, ρε φίλε! Το ξέρω ότι πονάει, αλλά θα τελειώσει σύντομα. Έλα, Δομήνικε!»
Με μία απότομη κίνηση, αυτός καταφέρνει να πιάσει τη μικρή γαλαζωπή μπάλα στην παλάμη του.
«Χα! Σ' έπιασα!»
Η ανθρώπινη ψυχή είναι καθαρή ενέργεια. Καθαρή θεϊκή ενέργεια. Για να καταλάβετε καλύτερα τι εννοώ, αν βάλουμε μαζί μια ντουζίνα ψυχές, δημιουργούμε μια σουπερνόβα που μπορεί να προκαλέσει μια αρκετά ισχυρή έκρηξη, η οποία θα μπορούσε εύκολα να σκοτώσει χιλιάδες ανθρώπους. Έτσι, ο Τζάκος τραβάει το χέρι του πολύ προσεκτικά και όσο πιο αργά μπορεί. Μετά, ανοίγει τα δάχτυλα του και η μικρή μπάλα αρχίζει να χορεύει στην παλάμη του. Ο Σαμαήλ σωριάζεται στο έδαφος εξαντλημένος και απευθύνεται στον Οδυσσέα που τρέχει και γονατίζει δίπλα του.
«Μην ανησυχείς! Είμαι καλά!»
Πραγματικά, η τομή που του έκανε ο Τζάκος στο στήθος επουλώνεται εντελώς και με την βοήθεια του Οδυσσέα, αυτός ανακάθεται και κοιτάζει την γαλάζια μπάλα να πετάει προς την Ζαφειρία και να παίρνει μπροστά της την πολύ οικεία μορφή του Δομήνικου, ο οποίος την κοιτάζει χαμογελώντας.
«Γεια σου, Ζαφειρένια μου!»
Αυτή προσπαθεί να μιλήσει ανάμεσα στους λυγμούς της.
«Δομήνικε μου ... Πόσο μου έλειψες!»
Αυτή σηκώνει το χέρι και αγγίζει το πρόσωπο του άντρα της, ο οποίος κλείνει τα μάτια και απολαμβάνει το άγγιγμα της.
«Κι εμένα μου έλειψες!»
Το ζευγάρι αγκαλιάζεται σφιχτά και για την Ζαφειρία η αίσθηση της αγκαλιάς του Δομήνικου είναι η ίδια, μόνο που η μυρωδιά του είναι λίγο διαφορετική. Μοιάζει να έχει αλλάξει. Όταν ζούσε αυτός, το σώμα του ανέδιδε μια αισθησιακή μυρωδιά γλυκόριζας, αλλά τώρα μυρίζει μύρο. Ποιος ξέρει; Ίσως έτσι μυρίζουν οι ψυχές. Μετά την αγκαλιά της επανένωσης, αυτή απλώνει το χέρι της στον Οδυσσέα, ο οποίος το αρπάζει και την πλησιάζει.
«Δομήνικε, αυτός είναι ...»
«Ο Οδυσσέας»
«Πώς το ξέρεις; Δεν τον είχες γνωρίσει»
«Ναι, αλλά μου μιλούσες γι' αυτόν κάθε μέρα. Τον ξέρω πολύ καλά και χαίρομαι που επιτέλους τον γνωρίζω, ακόμα και κάτω απ' αυτές τις συνθήκες»
Ο Οδυσσέας ανταποδίδει.
«Κι εγώ χαίρομαι, Δομήνικε, παρόλο που εξαιτίας σου έχασα την καλύτερη μου φίλη»
Μετά, ο Δομήνικος στρέφεται στον Τζάκο.
«Κι εσύ πρέπει να είσαι η Crème brûlée της»
Ο Τζάκος ξαφνιάζεται λίγο.
«Ξέρεις για μένα;»
«Περισσότερα απ' όσα θα ήθελα, αλλά δεν πειράζει! Χαίρομαι που σε γνωρίζω!»
«Αν και είναι αρκετά αμήχανο, χαίρομαι κι εγώ!»
Ο Σαμαήλ, εντελώς καλά πια, σηκώνεται και τον πλησιάζει.
«Συγγνώμη, Δομήνικε, αλλά δεν έχεις πολύ χρόνο ακόμα. Ίσως θα έπρεπε να ...»
«Μιλήσω με τον γιο μου. Ναι, έχεις δίκιο!»
Αυτός κοιτάζει γύρω του και φυσικά αναγνωρίζει αμέσως τον Μάξιμο, παρόλο που έχουν περάσει είκοσι ολόκληρα χρόνια.
«Γεια σου, φιλαράκο!»
Ο Μάξιμος κοιτάζει τον πατέρα του αμίλητος, κρατώντας ακόμη και την αναπνοή του, και θα είχε μείνει έτσι, αν η Πανδώρα δεν του είχε κλωτσήσει διακριτικά τον αστράγαλο, ξυπνώντας τον απ' τον λήθαργο.
«Γεια σου, Μπαμπά»
«Μεγάλωσες τόσο πολύ. Ψήλωσες. Έγινες άντρας»
«Μου λείπεις, ρε Μπαμπά»
«Κι εμένα μου λείπεις, φιλαράκο. Συγγνώμη που δεν ήμουν εκεί, μαζί σου όσο μεγάλωνες. Λυπάμαι που έφυγα. Λυπάμαι πολύ!»
«Δεν έφυγες ποτέ, Μπαμπά. Είσαι πάντα στην καρδιά μου»
Ο Δομήνικος πλησιάζει τον γιο του και βάζει το χέρι του στο μάγουλο του.
«Σ' αγαπάω, φιλαράκο»
«Κι εγώ σ' αγαπάω, Μπαμπά»
Μετά την αγκαλιά που φέρνει δάκρυα στα μάτια πατέρα και γιου, ο Δομήνικος στρέφεται στη Πανδώρα.
«Κι εσύ πρέπει να είσαι η καινούργια μου κόρη»
Αυτή χαμογελάει, και ο Δομήνικος στρέφεται ξανά στον Μάξιμο.
«Πάντα σου άρεσαν τα όμορφα πράγματα. Μπράβο, φιλαράκο. Είναι τέλεια!»
Αυτός χαϊδεύει πατρικά το μάγουλο της Πανδώρας και μετά στρέφεται στους άλλους.
«Και τώρα κάτι τελευταίο πριν φύγω. Σας ευχαριστώ όλους για όσα κάνατε για μένα, αλλά πιο πολύ που αγαπάτε και φροντίζετε τη γυναίκα και τον γιο μου»
Αυτός γυρίζει προς τη Ζαφειρία, η οποία δεν έχει σταματήσει να κλαίει, και της πλαισιώνει και τα δύο μάγουλα.
«Σ' αγαπάω και θέλω να είσαι ευτυχισμένη. Ο άντρας δίπλα σου είναι καλός. Μείνε μαζί του και ζήσε την ζωή σου. Μόνο έτσι θ' αναπαυθεί η ψυχή μου. Σύμφωνοι;»
«Σύμφωνοι»
«Αντίο, μωρό μου»
Μετά το απαλό φιλί στα χείλη της, αυτός μετατρέπεται ξανά στη γαλαζωπή μπάλα και στροβιλίζεται στον αέρα για λίγο πριν χαθεί ψηλά στον ουρανό.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro