Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Δεν Είναι Όλα Ρόδινα ...

Ο Ιάσονας παρακολουθεί τον διάδρομο ν' αδειάζει καθώς οι μαθητές κατευθύνονται στις τάξεις τους. Βάζει τις σημειώσεις του στην τσάντα του και φοράει ξανά τα γυαλιά του. Είναι έτοιμος να πάει κι εκείνος στην τάξη όταν νιώθει το κινητό του να δονείται στην τσέπη του. Βγάζει τη συσκευή και διαβάζει το μήνυμα χαμογελώντας.

"Σου εύχομαι καλή αρχή, κύριε καθηγητά. Η σκέψη μου είναι μαζί σου. Επάνω τους, καουμπόι! Σ' αγαπάω περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο στον κόσμο ... Η Πριγκιπέσσα σου!"

Ξαναβάζει το τηλέφωνο στην τσέπη του και πηγαίνει στην τάξη με λίγη περισσότερη αυτοπεποίθηση από πριν. Μπαίνει μέσα και αισθάνεται αμέσως τα βλέμματα όλων των μαθητών πάνω του. Για μια στιγμή, σκέφτεται γιατί επέλεξε αυτή τη δουλειά αφού μισεί να βρίσκεται στο επίκεντρο, αλλά αμέσως μετά παραμερίζει αυτή τη σκέψη. Με αποφασιστικά βήματα, πλησιάζει την έδρα, ακουμπάει την τσάντα του και χαιρετάει τους μαθητές συστήνοντας τον εαυτό του με επιβλητική φωνή.

«Καλημέρα, παιδιά! Είμαι ο κύριος Ζαχαριάδης και από σήμερα θα κάνουμε μαζί βιολογία. Πριν ξεκινήσουμε, θα ήθελα να σας παρακαλέσω, μιας και έχω την τύχη να έχω φωτογραφική μνήμη, να μου συστηθείτε ξεκινώντας φυσικά με τις δεσποινίδες»

Αυτός παίρνει διακριτικά μια βαθιά ανάσα, ακουμπάει στην έδρα και κοιτάζει τους μαθητές με ένα αφοπλιστικό χαμόγελο. Αυτοί τον κοιτούν μαγεμένοι δείχνοντας του ότι τελικά έχει μεγαλύτερη επιρροή στους ανθρώπους απ' ό,τι νόμιζε.

Όλα αυτά τα χρόνια δίπλα στον Στέφανο, αυτός ένιωθε κάποιες φορές λίγο αόρατος. Όχι ότι έχει κάποιο πρόβλημα μ' αυτό, αλλά τελικά, αν κρίνουμε απ' την αντίδραση των μαθητών, αυτός μπορεί να λάμπει το ίδιο με τον καλύτερό του φίλο. Προφανώς, ο Τζάκος είχε δίκιο γι' άλλη μια φορά.

Αυτός κοιτάζει τους μαθητές περιμένοντας, αλλά κανείς τους δεν μιλάει.

«Τι συμβαίνει, δεσποινίδες μου; Γιατί είστε τόσο ήσυχες;»

Ένας μαθητής απ' το τελευταίο θρανίο πετάγεται χαχανίζοντας.

«Απ' ότι φαίνεται, κύριε, τους ρίξατε κάποιο ξόρκι και τους αφαιρέσατε τις φωνές. Εμείς, τα αγόρια, σας ευχαριστούμε γι' αυτό, παρεμπιπτόντως»

Τ' αγόρια γελούν ενώ τα κορίτσια συνοφρυώνονται. Ο Ιάσονας βγάζει το σακάκι του, το κρεμάει στην πλάτη της καρέκλας του και μετά ακουμπάει στην έδρα, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος και χαμογελάει.

«Έτσι, ε; Εντάξει. Ας τους δώσουμε μια ώθηση να βρουν ξανά τη φωνή τους. Μιας και είμαι καινούργιος και δεν ξέρετε τίποτα για μένα, όποια κάνει αυτό που ζήτησα θα έχει την ευκαιρία να μου κάνει μία πιο προσωπική ερώτηση»

Όλα τα κορίτσια αρχίζουν να μιλάνε μαζί και τ' αγόρια γυρίζουν τα μάτια τους, με μπροστάρη τον μαθητή που μίλησε πριν.

«Κακή κίνηση, κύριε! Τώρα δεν θα σταματήσουν ποτέ»

Ο Ιάσονας γελάει.

«Ελάτε, κορίτσια! Μην μιλάτε όλες μαζί. Είναι αδύνατο να επικοινωνήσουμε σωστά μ' αυτόν τον τρόπο. Μία- μία, με τη σειρά, ξεκινώντας με το πρώτο θρανίο»

Ένα πολύ όμορφο κορίτσι με γυαλιά και καστανά μαλλιά σηκώνεται όρθιο.

«Με λένε Ελισάβετ Αβαγιανού και θα ήθελα να μάθω το μικρό σας όνομα»

«Ιάσονας, δεσποινίς Ελισάβετ Αβαγιανού. Το μικρό μου όνομα είναι Ιάσονας»

Τα υπόλοιπα κορίτσια, ένα προς ένα, σηκώνονται, λένε τα ονόματα τους και κάνουν τις ερωτήσεις τους, τις οποίες ο Ιάσονας απαντάει με ειλικρίνεια.

«Πόσο χρονών είστε;»

«Είκοσι πέντε»

«Έχετε αδέρφια;»

«Όχι. Τουλάχιστον κανένα με το ίδιο αίμα»

«Μένετε μόνος ή ακόμα με τους γονείς σας;»

«Ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Μένω με τον καλύτερό μου φίλο»

«Είστε παντρεμένος;»

«Όχι»

«Είστε ελεύθερος;»

«Όχι»

Και τελικά, έρχεται η σειρά της Διώνης, που κοιτάζει τον Ιάσονα σαν να θέλει να τον καταβροχθίσει. Αυτός ξεροκαταπίνει και περιμένει την ερώτησή της.

«Με λένε Διώνη Ζαφειρίου και θέλω να μάθω ποια ακριβώς είναι η σχέση σας με την Εύα Ηλιοπούλου»

«Αυτό, δεσποινίς Ζαφειρίου, δεν είναι δουλειά κανενός εδώ μέσα και ειδικότερα δική σου»

«Γιατί δεν απαντάτε, κύριε καθηγητά; Έχετε κάτι να κρύψετε; Φοβάστε κάτι;»

«Λοιπόν ... Το παιχνίδι τελείωσε! Παιδιά, πείτε μου γρήγορα τα ονόματά σας, γιατί πρέπει να συνεχίσουμε το μάθημά μας»

Η Διώνη κάθεται πίσω στο θρανίο της και χαμογελάει πονηρά, αλλά το χαμόγελο της ξεθωριάζει όταν η Ελισάβετ λέει κάτι δυνατά.

«Καλύτερα ν' ακούσεις τον καθηγητή μας, Διώνη, γιατί αν η Εύα μάθει ότι μιλάς πίσω απ' την πλάτη της, ούτε ο ίδιος ο Θεός δεν θα σε πάρει απ' τα χέρια της ζωντανή αυτή τη φορά»

Όλη η τάξη ξεσπάει σε γέλια. Ακόμα και ο Ιάσονας γελάει και κλείνει το μάτι στην Ελισάβετ. Είναι χαρούμενος γιατί, εκτός από την Εύα, μόλις βρήκε ακόμα μία σύμμαχο στον επερχόμενο πόλεμο. Μάλιστα, στο τέλος του μαθήματος, η Ελισάβετ μένει τελευταία στην τάξη και πλησιάζει την έδρα.

«Μπορώ να σας πω κάτι, κύριε καθηγητά;»

Ο Ιάσονας σηκώνει το κεφάλι του απ' τα χαρτιά του και κοιτάζει το κορίτσι.

«Φυσικά, δεσποινίς Αβαγιανού»

«Συγχωρήστε με αν γίνομαι αγενής, αλλά θέλω να σας προειδοποιήσω. Μείνετε μακριά απ' τη Ζαφειρίου. Δεν ξέρω πόσο στενή είναι η σχέση σας με την Εύα και δεν με αφορά, αλλά είμαι σίγουρη ότι αυτή σας έχει ήδη προειδοποιήσει. Η Ζαφειρίου είναι επικίνδυνη. Είναι υπεύθυνη για την απομάκρυνση ενός απ' τους καλύτερους καθηγητές μας και δεν θέλω να συμβεί το ίδιο και σε εσάς»

«Ευχαριστώ για την προειδοποίηση και τη συμπάθεια σου, αλλά πες μου κάτι. Είμαστε σίγουροι ότι αυτός ο καθηγητής ήταν αθώος;»

«Ναι, κύριε. Ήταν σίγουρα αθώος. Είναι σπουδαίος άνθρωπος. Πολύ αξιοπρεπής και απίστευτα καλός στη δουλειά του. Έχει οικογένεια. Γυναίκα και παιδιά, αλλά δυστυχώς, είχε την ατυχία να είναι πολύ όμορφος και γοητευτικός, όπως εσείς»

Καθώς λέει τα τελευταία λόγια, η Ελισάβετ ασθμαίνει.

«Συγγνώμη! Δεν έπρεπε να το πω αυτό!»

«Δεν πειράζει, Ελισάβετ. Δεν χρειάζεται να νιώθεις άσχημα»

«Ευχαριστώ»

«Πες μου κάτι άλλο. Πώς λέγεται αυτός ο καθηγητής;»

«Θεμιστοκλής Μιχαηλίδης»

Αυτός γράφει το όνομα στο σημειωματάριο του.

«Ευχαριστώ, Ελισάβετ»

«Είδα ότι γράψατε το όνομα. Πιστεύετε ότι μπορείτε να κάνετε κάτι γι' αυτόν;»

«Δεν ξέρω αν μπορώ να κάνω κάτι. Αυτό που ξέρω είναι ότι σίγουρα θα προσπαθήσω»

«Το ήξερα! Το ήξερα απ' την πρώτη στιγμή που σας είδα. Είστε καλός άνθρωπος. Χαίρομαι πολύ που σας γνώρισα, κύριε Ζαχαριάδη»

«Κι εγώ, Ελισάβετ. Πήγαινε στο διάλειμμά σου τώρα»

«Μάλιστα, κύριε καθηγητά»

Η Ελισάβετ φεύγει απ' την τάξη και ο Ιάσονας βγάζει το κινητό του και πληκτρολογεί έναν αριθμό, ο οποίος απαντάει αμέσως.

«Διονύση, φίλε μου, θέλω να μου κάνεις μια χάρη ...»

~ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ~ ΣΠΙΤΙ του ΣΤΕΦΑΝΟΥ ~ ΓΛΥΦΑΔΑ ~

Το ζευγάρι είναι ακόμα στο κρεβάτι. Άλλωστε ο Στέφανος το είπε καθαρά ... Ούτε για νερό δεν πρόκειται να σηκωθούμε! 

«Τι στο διάολο μου έχεις κάνει και δεν σε χορταίνω; Μόνο με σένα μου έχει συμβεί αυτό»

«Μόνο με μένα; Με καμία άλλη;»

«Με καμία. Ποτέ»

«Είσαι σίγουρος;»

«Φυσικά και είμαι σίγουρος, μωρό μου. Τι είναι αυτά που λες;»

«Ξέρεις ακριβώς τι είναι αυτά που λέω, ή μάλλον, για ποια τα λέω»

«Μάλιστα!»

«Δεν νομίζεις ότι είναι καλή στιγμή να μιλήσουμε γι' αυτήν;»

«Όχι, μωρό μου. Σε κρατάω γυμνή στην αγκαλιά μου αυτή τη στιγμή. Προτιμώ να κάνω άλλα πράγματα παρά να μιλάω για αρχαία ιστορία»

«Όχι, Στέφανε. Τώρα πρέπει. Τώρα που με κρατάς γυμνή στην αγκαλιά σου. Τώρα μπορώ να σ' ακούσω να μιλάς γι' αυτήν χωρίς να φοβάμαι τι θ' ακούσω»

«Πολύ καλά. Αν είναι αυτό που θέλεις, τότε πες μου τι θέλεις να μάθεις»

«Την αγαπούσες πολύ;»

«Έτσι νόμιζα τότε, αλλά όπως αποδείχτηκε, ήμουν εντελώς ανίδεος. Αυτό που ένιωθα δεν ήταν αγάπη»

«Τι ήταν τότε;»

«Εξάρτηση; Εξαπάτηση; Βλακεία; Έξαψη; Εθισμός; Δεν ξέρω»

«Πώς ήταν η ζωή σου μαζί της;»

«Με τεράστια σκαμπανεβάσματα και γεμάτη ένταση. Κυρίως κακή ένταση, αλλά είχαμε και καλές στιγμές. Ο πρώτος καιρός της σχέσης μας, όταν ήμασταν ακόμα στο σχολείο, ήταν ιδανικός. Ήμασταν το τέλειο ζευγάρι. Αυτή ήταν το πιο όμορφο κορίτσι του σχολείου κι εγώ, ο κορυφαίος μαλάκας, ήμουν περήφανος που την είχα. Εκείνη τη χρονιά, παρόλο που ήμουν μονάχα στην Πρώτη Λυκείου, έγινα αρχηγός της ποδοσφαιρικής ομάδας κι εκείνη ...»

«Άσε με να μαντέψω! Αρχηγός στις μαζορέτες;»

«Ναι. Αν και χόρευε σαν πιγκουίνος, όπως έλεγε η Δώρα»

Αυτή αρχίζει να γελάει.

«Αυτό ήταν υπέροχο! Θύμισέ μου να δώσω συγχαρητήρια στη Δώρα όταν τη δω. Συνέχισε τώρα»

«Τα πρώτα μαύρα σύννεφα δεν άργησαν να έρθουν. Αφού δημοσιοποιήθηκε η σχέση μας, αυτή έχασε τον έλεγχο και άρχισαν οι καβγάδες»

«Τι έκανε;»

«Το χειρότερο πράγμα που μπορούσε να κάνει. Έγινε μια αλαζονική σκύλα που συμπεριφερόταν φρικτά σε όλους και κυρίως στα άλλα κορίτσια»

«Δεν υπήρξε κανείς να τη βάλει στη θέση της;»

«Η Δώρα. Ήταν η μόνη που μπορούσε και θα το έκανε αν την άφηνα»

«Ναι, το ξέρω αυτό. Η Δώρα μου μίλησε. Την πλήγωσες τότε»

«Το ξέρω, και πίστεψε με, το μετανιώνω ακόμα»

«Είχες μια καλή δικαιολογία. Ήσουν ερωτευμένος»

«Όχι. Ήμουν απλώς ηλίθιος. Τα σημάδια ήταν εκεί απ' την αρχή, αλλά εγώ αρνιόμουν να τα δω. Η Δώρα ούρλιαζε κι εγώ απλώς έκλεινα τ' αυτιά μου. Ήμουν τυφλός και κουφός»

«Αυτό κάνει η αγάπη, Στέφανε. Μπερδεύει τις αισθήσεις σου»

«Γι' αυτό φοβόμουν ν' αγαπήσω ξανά. Το βράδυ που τη βρήκα με τον Χάρη, έχτισα έναν τοίχο γύρω απ' την καρδιά μου και άρχισα ν' αντιμετωπίζω τις γυναίκες σαν αντικείμενα»

«Πες μου για εκείνο το βράδυ»

«Δεν θυμάμαι πολλά. Θα πρέπει να ρωτήσεις τον Νάκο ή τον πατέρα μου για λεπτομέρειες. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι όταν έκλεισα την πόρτα, μπήκα στο αυτοκίνητο και οδηγούσα για ώρες. Κατέληξα στην παραλία. Έβγαλα τα ρούχα μου και βούτηξα στο νερό. Η θερμοκρασία ήταν πολύ χαμηλή και το νερό παγωμένο. Το σοκ ήταν τόσο μεγάλο που πάγωσα. Έμεινα ακίνητος στο νερό και άρχισα να βουλιάζω»

Αυτή, ακούγοντας όλα αυτά, αναδεύεται στην αγκαλιά του, κι αυτός την πιέζει πάνω του.

«Τότε συνέβη κάτι πολύ περίεργο. Λίγο πριν φτάσει το νερό στ' αυτιά μου, άκουσα κάτι. Έναν βρυχηθμό. Τον βρυχηθμό μιας τίγρης. Φυσικά, δεν θα μπορούσε να είναι αληθινό. Μια τίγρη στην παραλία; Αλλά και πάλι άρχισα να κολυμπάω. Τα πόδια και τα χέρια μου είχαν παγώσει, αλλά κατάφερα να βγω απ' το νερό. Κατέρρευσα στην άμμο. Δεν μπορούσα να κουνηθώ και μετά άκουσα ξανά το βρυχηθμό. Σήκωσα το κεφάλι μου και ορκίζομαι ότι η τίγρη ήταν εκεί, λίγα μέτρα μακριά, και με παρακολουθούσε»

«Το μάτι της τίγρης. Τρελό, ε;»

«Ήταν απλώς η φαντασία μου. Ένα κόλπο του μυαλού μου ή το ένστικτο της επιβίωσης, αλλά δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτή την εικόνα. Αυτή η τίγρης. Τα μάτια της ... Ήταν ανθρώπινα μάτια. Ανθρώπινα γκρίζα μάτια»

«Ήταν πραγματικά γκρίζα;»

«Ναι, μωρό μου. Αυτά τα μάτια μου έδωσαν τη δύναμη να φτάσω το τηλέφωνό μου και να στείλω ένα μήνυμα SOS στον πατέρα μου, αλλά αυτός ήταν ήδη καθ' οδόν προς την παραλία γιατί ο Νάκος είχε διαισθανθεί ότι βρισκόμουν σε κίνδυνο και είχε σημάνει συναγερμό»

«Αλήθεια;»

«Ναι. Δεν ξέρω πώς, αλλά το έκανε. Τέλος πάντων! Μετά απ' αυτό, λιποθύμησα και ξύπνησα την επόμενη μέρα στο νοσοκομείο δίπλα στον Νικόλα, ο οποίος ανάρρωνε απ' το χειρουργείο στο στομάχι του»

«Θεέ μου!»

Αυτός συνειδητοποιεί ότι η ατμόσφαιρα έχει βαρύνει επικίνδυνα και προσπαθεί να την ελαφρύνει.

«Και το αστείο ήταν ότι έπρεπε να εξηγήσω στο παιδί πώς ήταν δυνατόν ο Σούπερμαν να καταλήξει στο νοσοκομείο. Αναγκάστηκα να του πω ότι κάποιος με χτύπησε με κρυπτονίτη. Ρεζίλι έγινα!»

Αυτή χαμογελάει, αλλά το χαμόγελο είναι επιφανειακό και εξαφανίζεται σχεδόν αμέσως.

«Έκανες λάθος, Στέφανε. Την αγαπούσες. Την αγαπούσες τόσο πολύ που προσπάθησες να πεθάνεις για εκείνη»

«Όχι. Όπως όλοι, κι εσύ λάθος το κατάλαβες. Δεν προσπαθούσα να πεθάνω, και σίγουρα δεν προσπαθούσα να πεθάνω για εκείνη. Ήθελα απλώς να τιμωρήσω τον εαυτό μου που ήμουν τόσο ηλίθιος και χαράμισα τέσσερα χρόνια απ' τη ζωή μου με μια γυναίκα σαν αυτή. Ήθελα να με τιμωρήσω που έδωσα σ' αυτή την σκύλα περισσότερα απ' όσα της άξιζαν. Πίστεψε με, μωρό μου. Αν ήθελα πραγματικά να πεθάνω, δεν θα ήμασταν εδώ να κάνουμε αυτή τη συζήτηση τώρα»

«Για όνομα του Θεού! Μην λες τέτοια πράγματα! Δεν θέλω ούτε καν να το σκέφτομαι»

«Μην ανησυχείς, μωρό μου. Έχω μερικά πολύ σημαντικά πράγματα να κάνω. Δεν σκοπεύω να πεθάνω σύντομα»

«Τι πράγματα;»

«Χμμμ ... Για αρχή, να σε πηδήξω άλλη μια φορά»

Αυτός κυλάει το σώμα του και την βάζει από κάτω. Αυτή διαμαρτύρεται, αλλά όχι και πολύ έντονα.

«Έη! Δεν τελειώσαμε ακόμα»

«Κι όμως τελειώσαμε! Τουλάχιστον προς το παρόν»

Αυτός σκύβει και τη φιλάει στο στόμα. Αυτή ανταποκρίνεται περισσότερο από πρόθυμα καθώς τον νιώθει να σκληραίνει ανάμεσα στα πόδια της.

«Αχ! Δεν παίζεις δίκαια!»

«Ο καθείς και τα όπλα του, Κοριτσάκι»

«Αυτό που έχεις δεν είναι απλώς ένα όπλο, Αφέντη μου»

«Και τι είναι;»

«Ένα τεράστιο, σκληρό, υπέροχο ... Μπαζούκα!»

«Γαμώτο!»

Με μια δυνατή ώθηση, τη διαπερνά και θάβεται βαθιά ... Πραγματικά βαθιά μέσα της.

~ ΕΝΤΩΜΕΤΑΞΥ ~ ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ~ ΠΕΙΡΑΙΑΣ ~

Ο Τζάκος, η Μαίρη, ο Αλέκος, ο Οδυσσέας και η Πανδώρα μόλις έφτασαν στο νοσοκομείο και βγαίνουν απ' το αυτοκίνητο. Περνούν την πύλη και διασχίζουν τα λίγα μέτρα μέχρι την είσοδο, αλλά πριν ανέβουν τα δύο σκαλιά που υπάρχουν, ο Οδυσσέας σταματάει απότομα.

«Όχι! Όχι! Δεν μπορώ! Δεν μπορώ να το κάνω αυτό! Δεν θέλω να δω αυτόν τον άνθρωπο! Όχι! Πάμε να φύγουμε από δω! Σας παρακαλώ!»

Οι άλλοι κοιτάζονται μεταξύ τους και ο Αλέκος πιάνει το χέρι του και το σφίγγει δυνατά.

«Οδυσσέα, μωρό μου, άκουσέ με! Ξέρω ότι όλο αυτό είναι πολύ δύσκολο για σένα, αλλά αν αυτός ο άνθρωπος εκεί μέσα έχει μετανιώσει πραγματικά και τον αφήσεις να πεθάνει χωρίς τη συγχώρεση σου, η ενοχή θα σε φάει ζωντανό. Σε ξέρω πολύ καλά και είμαι σίγουρος ότι αυτό ακριβώς θα συμβεί»

«Ναι, αλλά τι θα γίνει αν δεν έχει μετανιώσει πραγματικά; Αν υπάρχει κάτι άλλο πίσω απ' αυτό;»

«Τότε πρέπει να πας εκεί μέσα και να του δείξεις ότι παρά τις προσπάθειές του να σε καταστρέψει, κατάφερες να γίνεις ένας σπουδαίος άντρας. Ένας πραγματικός άντρας με μια υπέροχη οικογένεια»

Η Πανδώρα πλησιάζει και παίρνει το άλλο του χέρι.

«Ναι, Μπαμπά μου. Μπες εκεί μέσα και δώσε σ' αυτόν τον άνθρωπο είτε ένα πάσο για τον παράδεισο, είτε μια καλή κλωτσιά κατευθείαν στα καζάνια της κόλασης. Μπες εκεί μέσα και δώστου αυτό που του αξίζει»

Ο Τζάκος και η Μαίρη βάζουν τα χέρια τους στους ώμους του.

«Και μην ξεχνάς ότι είμαστε όλοι εδώ και σε στηρίζουμε»

«Ναι, Οδυσσέα. Είμαστε εδώ και δεν πρόκειται ν' αφήσουμε κανέναν να σου κάνει κακό»

Ο Οδυσσέας παίρνει μια βαθιά ανάσα και κουνάει το κεφάλι του συμφωνώντας.

«Έχετε δίκιο! Πάμε μέσα!»

Αυτοί ανεβαίνουν τα σκαλιά και μπαίνουν στο κτίριο. Παίρνουν το ασανσέρ και πηγαίνουν στον τρίτο όροφο όπου βρίσκεται η Α΄ Παθολογική. Αυτοί περπατούν στο διάδρομο προς το δωμάτιο 302, όταν ξαφνικά, μια γυναικεία φωνή φωνάζει το όνομα του Οδυσσέα. Αυτός γυρίζει και αντικρίζει την γυναίκα που δεν είναι άλλη από την αδερφή του, την οποία αυτός αναγνωρίζει αμέσως παρά τα τριάντα πέντε ολόκληρα χρόνια που έχει να τη δει.

Τα δύο αδέρφια κοιτάζονται χωρίς να μιλάνε, δίνοντας την ευκαιρία στους άλλους, που δεν έχουν δει ποτέ την Αυγή, να παρατηρήσουν την ομοιότητα μεταξύ τους. Τα ψηλά ζυγωματικά, τα καλοσχηματισμένα χείλη, ακόμα και την κάθετη ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια. Όμως, το πιο έντονο χαρακτηριστικό τους είναι τα μάτια. Δύο ζευγάρια ολόιδια ανοιχτοπράσινα μάτια, βρεγμένα από δάκρυα.

«Αυγή ...»

«Οδυσσέα μου ... Ήρθες. Το ήξερα ότι θα ερχόσουν»

«Ελπίζω μόνο να μην το μετανιώσω»

«Αυτό είναι σίγουρο»

Αυτή τον πλησιάζει διστακτικά και χαμογελάει.

«Μεγάλωσες τόσο όμορφα. Είσαι τόσο ... Τέλειος. Μπορώ ... Μπορώ να σε αγγίξω;»

«Θέλεις πραγματικά ν' αγγίξεις ένα βρώμικο βδέλυγμα;»

Αυτή συνοφρυώνεται.

«Το θυμάσαι ακόμα, ε;»

«Πώς θα μπορούσα να ξεχάσω; Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που άκουσα από σένα»

«Δεν φαντάζεσαι πόσο τα έχω μετανιώσει. Αυτά τα λόγια με στοιχειώνουν μέχρι σήμερα. Είναι πολύ αργά να ζητήσω συγγνώμη;»

«Ποτέ δεν είναι αργά αν το εννοείς πραγματικά»

Πριν προλάβει ν' απαντήσει η Αυγή, ένα αγόρι εμφανίζεται στο διάδρομο. Ένα αγόρι στα τέλη της εφηβείας, λίγο πριν τα δεκαοχτώ, που θα μπορούσε άνετα να είναι γιος του Οδυσσέα, δεδομένης της ομοιότητάς τους.

«Τι κάνεις τόση ώρα, ρε μάνα; Έλα γρήγορα, γιατί πραγματικά δεν αντέχω άλλο αυτό το ρατσιστόμουτρο τον αδερφό σου!»

Η Αυγή και όλοι οι άλλοι στρέφονται προς το αγόρι.

«Σάκη, μωρό μου, έλα εδώ. Έλα να γνωρίσεις τον θείο σου»

Ο Οδυσσέας την κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό.

«Ο γιος σου είναι αυτός; Σάκης ...; Μην μου πεις ότι του έδωσες το όνομα αυτουνού;»

«Όχι. Από αλλού βγαίνει το Σάκης, όχι απ' το Αριστείδης»

«Α! Του έδωσες το όνομα του πεθερού σου. Ευτυχώς!»

«Και πάλι όχι. Του έδωσα το όνομα κάποιου που αγαπούσα, αλλά αδίκησα πολύ»

«Τι έκανες, ρε γαμώτο;»

«Ήταν το λιγότερο που μπορούσα να κάνω μετά από ... Χρειαζόμουν έναν Οδυσσέα στη ζωή μου»

«Γαμώ το διάολο μου, ρε Αγνή!»

Ο Σάκης, που το κανονικό του όνομα είναι Οδυσσέας, προς τιμή του θείου του, πλησιάζει και στέκεται δίπλα στη μητέρα του, η οποία τον αγκαλιάζει.

«Ορίστε, Σάκη μου. Ο θείος σου. Αυτός που ήθελες να γνωρίσεις τόσο καιρό»

«Γεια σου, θείε»

Ο Οδυσσέας κοιτάζει το παλικάρι που στέκεται μπροστά του και νομίζει ότι κοιτάζει ένα παραμορφωτικό καθρέφτη που τον μεταφέρει στα δεκαοχτώ του χρόνια.

«Γεια σου, ανιψιέ»

«Το όνομα μου είναι Οδυσσέας, θείε, και είμαι πολύ περήφανος γι' αυτό. Όμως, αν θέλεις, μπορείς να με λες Σάκη, όπως επιτρέπω μονάχα σ' αυτούς που αγαπάω»

Ο Οδυσσέας κοιτάζει τους άλλους, χωρίς να ξέρει τι να πει. Θέλει τόσο πολύ να πιστέψει ότι όλα αυτά είναι αλήθεια. Θέλει τόσο πολύ να είναι αληθινές οι τύψεις της αδερφής του και η αγάπη του ανιψιού του. Αυτός στρέφεται στην Αυγή.

«Αλήθεια το εννοείς, έτσι δεν είναι;»

«Ναι, αδερφέ μου. Θα έδινα ακόμη και τη ζωή μου για να γυρίσω τον χρόνο πίσω και ν' αλλάξω τα πάντα. Δεν έπρεπε ποτέ να σε αποκόψω απ' τη ζωή μου. Έκανα λάθος, Οδυσσέα μου, και το μετανιώνω. Έπρεπε να έρθω μαζί σου, να σε βοηθήσω και να σε προστατέψω. Ξέρω ότι είναι πολύ δύσκολο για σένα να με συγχωρήσεις έτσι απλά, αλλά αν θέλεις, πες μου τουλάχιστον ότι θα προσπαθήσεις. Μόνο αυτό σου ζητάω»

Αυτός γνέφει καταφατικά κι εκείνη πέφτει επάνω του και τον αγκαλιάζει σφιχτά μετά από τριάντα πέντε ολόκληρα χρόνια. Αλλά δεν είναι όλα ρόδινα ...

Αφού συμφιλιώθηκε με την αδερφή του και γνώρισε τον ανιψιό του, ο Οδυσσέας συστήνει τους άλλους και πηγαίνουν όλοι μαζί προς στο δωμάτιο για να δουν τον ετοιμοθάνατο και μετανιωμένο πατέρα του. Εκεί όμως, αυτός έχει ένα κακό συναπάντημα. Ένα κοντό και στρουμπουλό συναπάντημα με λευκά μαλλιά και μουστάκι και ένα προγούλι που πραγματικά κάνει εντύπωση.

Το περί ου ο λόγος συναπάντημα είναι ο μεγάλος αδερφός του, ο Θανάσης, που δεν μοιάζει καθόλου ούτε μαζί του, ούτε με την Αγνή. Βλέπεται, αυτός πήρε απ' τον πατέρα τους, ενώ οι άλλοι δύο έμοιασαν στην μητέρα τους που ήταν πολύ όμορφη στα νιάτα της. Αυτός λοιπόν κάθεται σε μία απ' τις μεταλλικές καρέκλες έξω απ' το δωμάτιο και μόλις βλέπει τον Οδυσσέα σηκώνεται επάνω με δυσκολία κι αρχίζει να φωνάζει.

«Τι στο διάολο κάνει αυτός ο ανώμαλος εδώ;»

Ο Αλέκος και ο Τζάκος θέλουν να υπερασπιστούν τον Οδυσσέα, αλλά αυτή που βγαίνει μπροστά είναι η Αγνή.

«Κλείσε το βρωμόστομα σου και κάτσε κάτω, Θανάση! Ο Οδυσσέας είναι αδερφός μας και έχει το δικαίωμα να είναι εδώ όπως εσύ κι εγώ!»

«Όχι! Αυτό το βρωμερό βδέλυγμα δεν είναι αδερφός μου. Εγώ είμαι πραγματικός άντρας. Δεν γίνεται να έχω μια πουστάρα για αδερφό»

«Φτάνει πια, ρε! Αν ξαναπείς κάτι τέτοιο για τον αδερφό μας, θα σου κόψω τη γλώσσα! Ο πατέρας μας ζήτησε να τον δει, κι αυτός ήρθε, ξεχνώντας όλα τα σκατά που του κάναμε τότε. Αν έχεις πρόβλημα μ' αυτό, τότε σήκω και φύγε!»

«Δεν πάω πουθενά. Ο πατέρας μου είναι εκεί μέσα και πεθαίνει. Αν κάποιος έχει το δικαίωμα να είναι εδώ, αυτός είμαι εγώ. Ούτε εσύ, ούτε αυτός. Εγώ έμεινα με τους γονείς μας όλα αυτά τα χρόνια. Εσύ παντρεύτηκες, έφυγες και έρχεσαι να τους δεις μια φορά το χρόνο»

«Έλα τώρα, Θανασάκη! Μην το παίζεις καλός γιος. Τουλάχιστον όχι σε μένα. Εγώ ξέρω γιατί έμεινες μαζί τους»

«Αλήθεια; Για πες το και σε μένα»

«Γιατί είσαι ένας άχρηστος τεμπελχανάς, που δεν κατάφερες να στεριώσεις σε μια δουλειά για περισσότερο από ένα μήνα. Η γυναίκα σου σε έδιωξε απ' το σπίτι και όλοι οι φίλοι σου σε παράτησαν γιατί βαρέθηκαν να σου δανείζουν χρήματα που ποτέ δεν έπαιρναν πίσω»

«Σκάσε!»

«Εσύ να σκάσεις και να μας αφήσεις να μπούμε»

Αυτή πιάνει το χέρι του Οδυσσέα, που την κοιτάζει άναυδος.

«Πάμε μέσα, αδερφέ μου. Ο πατέρας μας σε περιμένει»

Αυτός κοιτάζει τον Αλέκο, ο οποίος του γνέφει ενθαρρυντικά και του χαϊδεύει το μάγουλο.

«Πήγαινε, μωρό μου. Εμείς θα είμαστε εδώ και θα σε περιμένουμε»

Η Πανδώρα του δίνει ένα φιλί στο μάγουλο.

«Να είσαι δυνατός, Μπαμπά μου»

Και μετά από ένα χαμόγελο απ' τον Τζάκο και τη Μαίρη, αυτός ακολουθεί την Αγνή στο δωμάτιο. Όταν η πόρτα κλείνει πίσω τους, ο Θανάσης κάθεται πάλι στην καρέκλα και τραβάει άλλη μια δίπλα του, ενώ απευθύνεται στον Σάκη.

«Ανιψιέ, έλα εδώ. Μην κάθεσαι μ' αυτούς»

Ο Σάκης τον αγριοκοιτάζει.

«Χέσε με, ρε! Θα κάτσω μ' όποιον θέλω»

«Έη! Πως τολμάς να μου μιλάς έτσι, ρε κωλόπαιδο! Είμαι ο θείος σου και απαιτώ σεβασμό!»

Η Μαίρη και η Πανδώρα γυρίζουν τα μάτια τους, ενώ ο Τζάκος πηγαίνει και στέκεται μπροστά του κάπως απειλητικά.

«Άκου να σου πω, κύριε αληθινέ άντρα. Ο σεβασμός κερδίζεται, δεν απαιτείται. Οπότε, άσε το αγόρι ήσυχο και κράτα το στόμα σου κλειστό, γιατί μετά βίας συγκρατούμαι να μην σου δείξω τι κάνει ένας αληθινός άντρας σε χοντρομπαλάδες ρατσιστές σαν εσένα»

Ο Σάκης απευθύνεται στον Τζάκο.

«Μην μπαίνετε στον κόπο, κύριε Τζάκο. Μπορείτε να δείτε καθαρά ότι δεν αξίζει τον κόπο»

«Ναι, αγόρι μου, έχεις δίκιο. Πραγματικά δεν αξίζει»

Ο Τζάκος επιστρέφει στους άλλους, αφήνοντας τον Θανάση με το στόμα ανοιχτό. Μετά, ο Σάκης γυρίζει στον Αλέκο.

«Κύριε Αλέκο ...;»

«Μη με λες κύριο, βρε Σάκη. Βρες κάτι άλλο»

«Μήπως μπορώ να σε φωνάζω ... Θείο; Επειδή είσαι ο σύντροφος του θείου μου»

«Αν πραγματικά δεν έχεις πρόβλημα μ' αυτό, ναι, μπορείς»

«Όχι, θείε μου, δεν έχω απολύτως κανένα πρόβλημα»

«Ωραία τότε. Πες μου τι θέλεις»

«Είναι αλήθεια ότι πλάκωσες στον ξύλο τον παππού όταν ήρθε να σας χαλάσει τον αρραβώνα;»

«Πώς το ξέρεις αυτό; Δεν είχες καν γεννηθεί τότε»

«Άκουσα τη μάνα μου να μιλάει στον πατέρα μου και να του λέει ότι ο παππούς είχε έρθει στο σπίτι χτυπημένος εκείνη την μέρα, αλλά είπε ότι τον χτύπησαν άγνωστοι που προσπάθησαν να τον ληστέψουν»

«Και τι; Η μάνα σου δεν τον πίστεψε;»

«Όχι, δεν τον πίστεψε και γι' αυτό σταμάτησε να τους επισκέπτεται»

«Καλά έκανε»

«Το ήξερα! Ν' αγιάσει το χέρι σου!»

Η Μαίρη, βλέποντας ότι ο Σάκης δεν είναι και πολύ μεγάλος θαυμαστής του παππού του, τον ρωτάει κάτι που θέλει να μάθει.

«Πες μου κάτι, Σάκη μου. Πιστεύεις ότι ο παππούς σου είναι πραγματικά μετανιωμένος;»

«Όχι, κυρία Μαίρη. Δεν το πιστεύω και για να είμαι ειλικρινής, φοβάμαι πολύ αυτό που συμβαίνει εκεί μέσα αυτή τη στιγμή. Το είπα στη μάνα μου, αλλά αυτή πιστεύει στις τύψεις του παππού μου»

Ούτε του Αλέκου, ούτε του Τζάκου αρέσει αυτό.

«Γαμώτο!»

«Σκατά! Το ήξερα ότι υπήρχε κάτι άλλο πίσω απ' αυτό»

Η Πανδώρα έχει αρχίσει ν' ανησυχεί.

«Γιατί το λες αυτό, Σάκη μου;»

«Επειδή ο παππούς μου με μισεί και όταν τον ρώτησα γιατί πριν από λίγο καιρό, μου είπε ότι ήταν λόγω του ονόματός μου. Το κάθαρμα εκεί μέσα μισεί το μονάκριβο εγγόνι του επειδή έχει το όνομα του άντρα που, όπως λέει ο κωλόγερος, ατίμασε το σπουδαίο όνομα της οικογένειας. Αλήθεια πιστεύεις ότι ένας τέτοιος άνθρωπος μπορεί να μετανοήσει πραγματικά ακόμα κι όταν πεθαίνει;»

Εκείνη τη στιγμή, πριν προλάβει κανείς να πει οτιδήποτε, η πόρτα του δωματίου ανοίγει απότομα και ο Οδυσσέας ορμάει έξω σε πολύ άσχημη κατάσταση.

«Σας παρακαλώ! Πάμε να φύγουμε από δω!»


Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro