Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Για Να Δεις Το Ουράνιο Τόξο, Πρέπει Ν' Αντέξεις Την Βροχή ...

~ ΚΥΡΙΑΚΗ, 10 ΜΑΡΤΙΟΥ 2019 ~ ΣΠΙΤΙ της ΛΑΜΠΡΙΝΗΣ ~

~ ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΟΙ ~ ΠΡΩΙ ... ΠΟΛΥ ΠΡΩΙ ~

Η Λαμπρινή μπαίνει στην κουζίνα, χασμουριέται, και προς έκπληξη της βρίσκει την Άρτεμις να παλεύει με κατσαρόλες και τηγάνια πάνω απ' την ηλεκτρική κουζίνα.

«Για όνομα του Θεού! Τι κάνεις εδώ τόσο νωρίς;»

Η Άρτεμις γυρίζει και χαμογελάει στην ξαδέρφη της.

«Καλημέρα και σε σένα, ξαδέρφη»

«Έχεις ιδέα τι ώρα είναι;»

«Επτά;»

«Σωστά! Τι στο διάολο κάνεις στην κουζίνα στις επτά το πρωί;»

«Μαγειρεύω»

«Αυτό το βλέπω. Το ερώτημα είναι, τι μαγειρεύεις και το πιο σημαντικό, για ποιον;»

«Φτιάχνω ένα γλυκό για τους γονείς του Στέφανου. Πρώτη φορά πάω σπίτι τους. Δεν είναι σωστό να πάω με άδεια χέρια»

Η Λαμπρινή κάθεται πάνω στο τραπέζι.

«Ξέρεις, ξαδερφούλα, υπάρχουν κάτι μαγαζιά που είναι γεμάτα γλυκά. Τα λένε ζαχαροπλαστεία»

Η Άρτεμις μορφάζει.

«Ευχαριστώ για την πληροφορία, αλλά πιστεύεις πραγματικά ότι ο Στέφανος θα μ' αφήσει να αγοράσω κάτι;»

«Ένα δίκιο το 'χεις. Τέλος πάντων! Τι φτιάχνεις;»

«Γαλακτομπούρεκο. Θυμάμαι τον παππού μου να μου λέει ότι ο Πρίγκιπας τρελαινόταν γι' αυτό»

Η Λαμπρινή ξερογλείφεται.

«Μμμμ ... Λατρεύω αυτό το γλυκό!»

«Αν τολμήσεις να τ' αγγίξεις, σου ορκίζομαι ότι θα σου κόψω το χέρι! Είναι μόνο για τον Πρίγκιπα και το Αγγελούδι του»

«Μόνο γι' αυτούς;»

«Τι εννοείς;»

«Εννοώ τον γιο τους. Αυτός δεν θα πάρει μια γεύση; Ή θα κρατήσεις ένα κομμάτι από σένα για εκείνον;»

«Όχι μόνο ένα κομμάτι. Αν το θέλει, είμαι πρόθυμη να του δώσω τα πάντα»

«Μάλιστα!»

Η Άρτεμις κάθεται δίπλα στη Λαμπρινή στο τραπέζι.

«Γιατί αντιδράς έτσι; Νομίζεις ότι κάνω λάθος;»

«Όχι, δεν είναι αυτό»

«Τι είναι τότε;»

«Κι αν το παιδί είναι δικό του; Τι θα κάνεις τότε;»

«Θα το δεχτώ, Λαμπρινή. Πιστεύω ακράδαντα ότι δεν είναι δικό του, αλλά αν αποδειχθεί ότι είναι τελικά, και ειδικά αν ο Στέφανος με θέλει δίπλα του, θα το δεχτώ και θα τον βοηθήσω όσο καλύτερα μπορώ. Θα προσπαθήσω ν' αγαπήσω αυτό το παιδί σαν να είναι δικό μου, γιατί είναι ένα κομμάτι του, οπότε ...»

Η Λαμπρινή αναστενάζει.

«Δεν μπορεί να τα λες όλα αυτά. Είναι ακόμα πολύ νωρίς. Δεν μπορεί να τον έχεις αγαπήσει ήδη, ρε Άρτεμις. Τον έχεις δει μονάχα μια φορά. Δεν τον ξέρεις καθόλου»

Η Άρτεμις χαμογελάει.

«Κι όμως! Νιώθω σαν να τον ξέρω χρόνια. Πως να στο πω; Είναι σαν να μεγαλώσαμε μαζί ή κάτι τέτοιο. Ακούγεται περίεργο, αλλά είναι αλήθεια. Δεν πίστευα ποτέ ότι θα μου συμβεί κάτι τέτοιο. Κορόιδευα τη μαμά μου που έκανε μια τόσο τεράστια θυσία για τον μπαμπά μου χωρίς καν να τον ξέρει, αλλά τώρα μπορώ να την καταλάβω. Τώρα ξέρω πώς ένιωσε και γιατί τα παράτησε όλα για εκείνον»

«Άρα, μου λες ότι αν σε θέλει ο Στέφανος, είσαι πρόθυμη να τα παρατήσεις όλα και να μείνεις εδώ μαζί του, ε;»

«Ναι, Λαμπρινή μου, είμαι»

«Αν είναι έτσι ... Χαίρομαι πολύ για σένα»

«Αλήθεια;»

«Φυσικά! Τι νόμιζες; Ότι δεν θα χαιρόμουν να έχω την αγαπημένη μου ξαδέρφη εδώ μαζί μου;»

«Σ' ευχαριστώ, Λαμπρινή»

«Σταμάτα να με ευχαριστείς και τελείωσε το γλυκό. Πρέπει να βρούμε τι θα φορέσεις. Θα συναντήσεις τα πεθερικά σου και πρέπει να τους εντυπωσιάσεις»

«Ο Στέφανος είπε ότι είναι ένα απλό οικογενειακό τραπέζι»

«Μην είσαι τόσο σίγουρη, ξαδερφούλα. Μ' αυτή την οικογένεια, ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί. Πρέπει να είσαι προετοιμασμένη για όλα»

«Ναι, το ξέρω»

«Γι' αυτό σου λέω! Πάμε να σου βρούμε ένα αξιοπρεπές ρούχο που να σου ταιριάζει και ν' αναδεικνύει την ομορφιά σου»

«Δώσε μου πέντε λεπτά να ρίξω το σιρόπι όσο είναι ακόμα ζεστό και είμαι όλη δική σου»

«Μην ξεχάσεις να πεις στον Πρίγκιπα πόσο τυχερός είναι. Όλη την μέρα θα μου τρέχουν τα σάλια με όλες αυτές τις μυρωδιές εδώ μέσα»

«Θα το κάνω»

~ ΛΙΓΟ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ~ ΓΥΡΩ ΤΙΣ ΕΝΝΕΑ ~

~ ΣΠΙΤΙ του ΣΤΕΦΑΝΟΥ ~ ΓΛΥΦΑΔΑ ~

Ο Στέφανος είναι ήδη στο ντους όταν ο Ιάσονας μπαίνει στο μπάνιο, σκοντάφτει πάνω σε κάτι και πέφτει στο πάτωμα πριν καν προλάβει να κάνει τρία βήματα.

«Άουτς! Σκατά!»

Ο Στέφανος, στην ίδια αξιολύπητη κατάσταση, γυρίζει το κεφάλι του κάπως αδιάφορα.

«Ζεις ακόμα;»

«Δεν είμαι σίγουρος. Μπορεί. Εσύ;»

«Μετά βίας. Τι στο διάολο κάναμε χθες το βράδυ;»

«Δεν θυμάμαι πολλά, αλλά αν κρίνω απ' τα χάλια στο στομάχι μου και τις κραυγές απ' το συκώτι μου, νομίζω ότι το παρακάναμε λιγάκι»

Ο Ιάσονας δεν μπήκε καν στον κόπο να σηκωθεί μετά την πτώση του και απλώς έγειρε πίσω στον τοίχο. Ο Στέφανος, βγαίνοντας απ' το ντους, σέρνει τα πόδια του και πέφτει στο πάτωμα δίπλα του.

«Αχ! Ωραία είναι εδώ»

«Μμμμ ...»

«Όταν έπεσες πριν, μήπως χτύπησες;»

«Δεν ξέρω ακόμα. Το σώμα μου είναι αρκετά μουδιασμένο απ' το αλκοόλ. Όταν το νιώσω ξανά, θα σου πω»

«Εντάξει»

Οι δυο τους κλείνουν για λίγο τα μάτια. Τουλάχιστον δέκα λεπτά μετά, ο Ιάσονας σκουντάει τον Στέφανο.

«Πώς νιώθεις;»

«Χάλια. Το καταραμένο μου κεφάλι με σκοτώνει και το στομάχι μου είναι σκατά. Ελπίζω πραγματικά η μαμά να έχει φτιάξει κάτι ελαφρύ»

«Ναι, κι εγώ»

«Τι ώρα είναι;»

«Εννιά και τέταρτο. Τι ώρα είναι το ραντεβού σου με την Άρτεμις;»

«Στις έντεκα»

«Τότε έχουμε χρόνο για καφέ»

«Ναι, αλλά το θέμα είναι ποιος θα τον φτιάξει»

«Εσύ»

«Γιατί εγώ;»

«Γιατί εγώ δεν μπορώ να κουνηθώ»

«Πότε θα έρθει να σε πάρει η Αναΐς;»

«Σε περίπου μισή ώρα»

«Τι θα λεγες να την περιμένουμε εδώ; Όταν έρθει, θα μας φτιάξει αυτή καφέ»

«Θα μας πλακώσει στις σφαλιάρες αν μας δει έτσι, αλλά δεν πειράζει. Δέχομαι!»

«Ωραία!»

~ ΛΙΓΑ ΠΡΙΝ τις ΕΝΤΕΚΑ ~ ΕΞΩ ΑΠ' ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΛΑΜΠΡΙΝΗΣ ~

~ ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΟΙ ~

Ο Στέφανος κάθεται στο αυτοκίνητο και φτιάχνει τα μαλλιά του στον καθρέφτη για ... τέταρτη ... ή πέμπτη ... ή έκτη φορά!

«Έλα τώρα, χαζή τούφα! Για όνομα του Θεού, μείνε στη θέση σου! Ανάθεμα! Έπρεπε να κουρευτώ!»

Όταν συνειδητοποιεί τι κάνει, ξεσπάει σε γέλια.

«Μπράβο, Τίγρη! Ρεζίλεψε τον εαυτό σου λίγο περισσότερο. Μπορείς να τα καταφέρεις!»

Κοιτάζει το ρολόι του. ... 10:58 π.μ. Αυτός βγαίνει απ' το αυτοκίνητο και προχωράει προς την πόρτα της πολυκατοικίας. Στέκεται στο κατώφλι και είναι έτοιμος να χτυπήσει το κουδούνι όταν ξαφνικά η πόρτα ανοίγει και η Άρτεμις εμφανίζεται πίσω της μ' ένα τετράγωνο κουτί στα χέρια της, σαν αυτά των ζαχαροπλαστείων. Και οι δύο ξαφνιάζονται και κοιτάζονται για μια στιγμή, χαμογελώντας αμήχανα.

«Εεεε ... Δεν ... Δεν χτύπησα το κουδούνι. Πώς κατέβηκες ...;»

«Εεεε ... Εγώ ... Κοίταζα έξω απ' το παράθυρο και ... Είδα το αυτοκίνητο σου»

«Α!»

«Τα κάνω όλα πολύ γρήγορα, ε;»

«Όχι! Όχι! Όχι! Είσαι ... Είσαι υπέροχη κι ο τρόπος σου ... Μ' αρέσει πολύ!»

Αυτός κάνει ένα διακριτικό βήμα πίσω και τα μάτια του ταξιδεύουν στο σώμα της, ξεκινώντας απ' τα μαύρα, μακριά μαλλιά της που πέφτουν στους ώμους της. Η γκρίζα μπλούζα της αφήνει ακάλυπτο τον μακρύ λευκό λαιμό της και το λαχταριστό της ντεκολτέ. Το στενό δερμάτινο μπουφάν της αγκαλιάζει τη λεπτή της μέση. Το στενό τζιν της τονίζει τις καμπύλες των γοφών και τον υπέροχο πισινό της με απίστευτο τρόπο. Και τέλος, τα μποτάκια κάνουν τα μακριά της πόδια να δείχνουν ατελείωτα.

Αλλά κι αυτή δεν μπορεί ν' αντισταθεί σ' αυτό που βλέπει και το βλέμμα της κάνει ένα ταξίδι πάνω του. Κοιτάζει πρώτα τα μαλλιά του. Πόσο χαριτωμένη είναι αυτή η τούφα που δεν μένει στη θέση της. Καθώς συνεχίζει προς τα κάτω, το βλέμμα της παραμένει στο λαιμό του, ειδικά στο μήλο του Αδάμ, που κινείται πάνω-κάτω με κάθε ανάσα. Με δυσκολία, ξεπερνά το φαρδύ στήθος και τους ατσαλένιους δικέφαλους πνιγμένους μέσα στο μωβ δερμάτινο μπουφάν του και σταματάει χαμηλά στην κοιλιά του. Είναι σίγουρη ότι από κάτω υπάρχει μία εξάδα με τέλεια σμιλεμένους κοιλιακούς. Τα χέρια του, με τους αντίχειρες του έξω απ' τις τσέπες του, την διαβεβαιώνουν για το πόση ευχαρίστηση μπορούν να της δώσουν. Το ταξίδι της τελειώνει στους μύες των μηρών του, αφού πρώτα γέρνει το κεφάλι της στο πλάι για να δει καλύτερα τον απίστευτο πισινό του μέσα στο στενό, σκισμένο τζιν του.

Αυτός κοιτάζει το ρολόι του.

«Εεεε ... Μπορούμε να πηγαίνουμε; Έχει πολλή κίνηση και θα κάνουμε τουλάχιστον μία ώρα να φτάσουμε στην Βουλιαγμένη»

«Οι γονείς σου μένουν στη Βουλιαγμένη;»

«Ναι, σ' ένα κτήμα πίσω απ' το Δάσος της Φασκομηλιάς»

«Ουάου! Μήπως είναι κοντά στην Λίμνη;»

«Αρκετά κοντά»

«Τέλεια! Δέντρα και νερό! Μ' αρέσει πολύ αυτός ο συνδυασμός»

«Τότε θα λατρέψεις το σπίτι μου»

«Είμαι διατεθειμένη να το κάνω»

«Πάμε τότε»

Αυτοί περπατούν προς το αυτοκίνητο κι ο Στέφανος ανοίγει την πόρτα για την Άρτεμις. Αυτή μπαίνει και βάζει το κουτί που κρατάει στην αγκαλιά της. Αυτός περπατάει γύρω απ' το αυτοκίνητο και κάθεται στη θέση του οδηγού.

«Μπορώ να ρωτήσω τι έχει μέσα αυτό το κουτί;»

«Ένα χειροποίητο δώρο για τους γονείς σου. Το έφτιαξα σήμερα το πρωί»

«Δεν χρειαζόταν να μπεις στον κόπο. Θα μπορούσαμε να πάρουμε κάτι απ' το δρόμο»

«Θα μ' άφηνες ν' αγοράσω κάτι;»

«Όχι»

«Το ήξερα. Γι' αυτό το έκανα»

Αυτή αρχίζει να γελάει και το αυθόρμητο και εγκάρδιο γέλιο της κάνει τον Στέφανο να χαμογελάσει. Αυτός είχε αποφασίσει να μην συγκρίνει ποτέ την Άρτεμις με την Αφροδίτη, αλλά αυτό είναι αδύνατο. Δεν μπορεί να μην συγκρίνει τον υπέροχο αυθορμητισμό της Άρτεμις με τις σκηνοθετημένες θεατρικές αντιδράσεις της Αφροδίτης. Η Άρτεμις γελάει μέσα απ' την καρδιά της, απλά γιατί το θέλει και το νιώθει. Η άλλη γελούσε μόνο όταν έπρεπε να γελάσει. Ποτέ αυθόρμητα. Ποτέ μέσα απ' την καρδιά της.

Έτσι όπως την κοιτάζει της τραβάει την προσοχή.

«Μια δεκάρα για τις σκέψεις σου»

«Δεν χρειάζεται να με πληρώσεις. Απλώς σκεφτόμουν πόσο μ' αρέσει ο αυθορμητισμός σου»

«Νομίζεις ότι είμαι αυθόρμητη;»

«Ναι»

«Και τι; Σ' αρέσει πραγματικά;»

«Πάρα πολύ»

«Είσαι ο μόνος, ξέρεις. Όλοι οι άλλοι συνήθως με κατηγορούν ότι είμαι τρεις λαλούν και δυο χορεύουν»

«Δεν είμαι σαν τους άλλους»

«Το βλέπω»

Αυτοί σιωπούν για λίγο. Τότε, ο Στέφανος προτείνει κάτι.

«Θέλεις να βάλω μουσική;»

«Εξαρτάται»

«Από τι;»

«Πιστεύεις στο μότο Ο οδηγός επιλέγει τη μουσική· ο συνοδηγός το βουλώνει;»

«Μόνο με τον κολλητό μου, τον Ιάσονα. Έχει άθλιο γούστο στη μουσική. Φαντάσου ότι έχει Σελίν Ντιόν για ήχο κλήσης στο τηλέφωνο του»

«Δεν μ' αρέσει η Σελίν Ντιόν. Προτιμώ πιο ροκ ήχους»

«Επιτέλους! Μια γυναίκα με καλό γούστο στη μουσική! Μπορείς σίγουρα να διαλέξεις»

«Για να δούμε λοιπόν!»

Παρόλο που αυτή έψαχνε ανάμεσα στους ραδιοφωνικούς σταθμούς για κάτι ροκ, όταν ακούει τη φωνή του Γιώργου Λιανού να γεμίζει τον μικρό χώρο του αυτοκινήτου, το αφήνει, χωρίς καν να ξέρει γιατί.

* Άσε με ... Να σε λέω κόκκινο ... Όπως το χρώμα της φωτιάς ... Όπως το αίμα της καρδιάς ... Και η ματιά η μεθυσμένη τα μεσάνυχτα.

Κόκκινο σαν τον ουρανό ... Στον πυρετό το δειλινό ... Σαν το φιλί πάνω απ' τα χείλη τα μισάνοιχτα*

Η Άρτεμις μουρμουρίζει τους στίχους και κοιτάζει έξω απ' το παράθυρο.

«Είναι περίεργο αυτό που συμβαίνει με κάποια τραγούδια. Είναι σαν να περιγράφουν την ζωή μου»

Ο Στέφανος καγχάζει.

«Εμένα μου λες! Υπάρχουν τραγούδια που νομίζω ότι ο στιχουργός με ξέρει προσωπικά και έγραψε τους στίχους μόνο για μένα»

«Σαν αυτό για παράδειγμα;»

Αλλά αυτός δεν απαντά. Την κοιτάζει κι αφήνει την απάντηση στον τραγουδιστή ...

* Άσε με ... Ουράνιο τόξο να σε πω ... Σημάδι θείο που θα πει ... Η βροχή πως τέλειωσε.

Άσε με ... Να σου φωνάξω σ' αγαπώ ... Ο πάγος γύρω απ' την καρδιά μου, πάει έλιωσε.

Άσε με ... Ουράνιο τόξο να σε πω ... *

Αυτοί κοιτάζονται τόσο έντονα που η θερμοκρασία στο αυτοκίνητο ανεβαίνει μερικούς βαθμούς και η Άρτεμις νιώθει το σώμα της να φλέγεται.

«Μπορώ ν' ανοίξω το παράθυρο; Ξαφνικά κάνει πολύ ζέστη εδώ μέσα»

«Δεν χρειάζεται να ρωτάς. Μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις»

«Ευχαριστώ»

Αυτή ανοίγει το παράθυρο κι αφήνει τον κρύο αέρα να απαλύνει την κοκκινίλα στα μάγουλα της ενώ η Δόμνα Κουντούρη περιγράφει ακριβώς τα συναισθήματα της μέσα απ' τα ηχεία ...

*Άσε με ... Να σε λέω θαλασσί ... Σαν μια θάλασσα αγκαλιές ... Ένα ποτάμι αφορμές ... Για να σου δείξω την αγάπη που ξεχύνεται.

Σαν μια αόρατη πηγή ... Που ανασταίνει όλη την γη ... Σαν το κορμί που στο κορμί με πάθος χύνεται.

Άσε με ... Ουράνιο τόξο να σε πω ... Σημάδι θείο που θα πει ... Η βροχή πως τέλειωσε.

Άσε με ... Να σου φωνάξω σ' αγαπώ ... Ο πάγος γύρω απ' την καρδιά μου, πάει έλιωσε.

Άσε με ... Ουράνιο τόξο να σε πω ... *

Ο Στέφανος συνεχίζει να οδηγεί, σφίγγοντας τα δάχτυλα του γύρω απ' το τιμόνι. Αυτοί περνούν την υπόλοιπη διαδρομή σιωπηλά μέχρι που το αυτοκίνητο φτάνει στην πύλη του σπιτιού.

Αυτός κορνάρει και η κάμερα μπροστά απ' την πύλη γυρίζει προς το αυτοκίνητο και σαρώνει την πινακίδα. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, η πύλη ανοίγει και ο Μιχάλης, ο επικεφαλής της ασφάλειας, τους χαιρετά καθώς το αυτοκίνητο περνάει μπροστά απ' το κουβούκλιο του. Μπροστά τους εμφανίζονται τα πέντε πανομοιότυπα σπίτια.

Τα μάτια της Άρτεμις ανοίγουν διάπλατα.

«Ουάου! Είναι ένα ... δύο ... τρία ... τέσσερα ... πέντε! Γιατί υπάρχουν πέντε πανομοιότυπα σπίτια;»

«Καλώς ήρθες στη φωλιά της αγέλης»

«Ποιος μένει πού;»

«Λοιπόν ... Οι γονείς μου μένουν στο κεντρικό σπίτι. Έχω δύο αδερφές, την Αναΐς και την Εύα, και έναν αδερφό, τον Νικόλα. Δεξιά είναι το σπίτι του θείου μου του Αλέκου και του συντρόφου του, που είναι και νονός μου, του Οδυσσέα. Αυτοί έχουν μια κόρη, την Πανδώρα, που είναι ετεροθαλής αδερφή μου, μιας και η μητέρα μου δώρισε το ωάριο για την εξωσωματική. Αριστερά είναι το σπίτι της θείας μου της Θαλασσινής, αδερφής του Αλέκου, και του άντρα της του Βίκου. Αυτοί έχουν δύο δίδυμα αγόρια, τον Αδάμ και τον Γιώργο. Ακόμα πιο δεξιά είναι το σπίτι της θείας μου της Σελήνης, της αδερφής του πατέρα μου, και του συζύγου της του Άρη. Αυτοί έχουν δύο παιδιά, τον Ερμή και την Έλενα. Και τέλος, στο πέμπτο σπίτι, μένει ο Ορέστης, ο κολλητός του Άρη, και η Χλόη, μαζί με την κόρη τους την Μαργαρίτα»

Καθώς αυτός μιλάει, το πρόσωπο της Άρτεμις παίρνει μια έκπληκτη και παράλληλα τρομοκρατημένη έκφραση.

«Θα είναι όλοι στο τραπέζι;»

«Ναι. Και επίσης ο κολλητός μου ο Ιάσονας, που είναι το αγόρι της Αναΐς»

«Αναΐς ... Μια απ' τις αδερφές σου, ε;»

«Ακριβώς. Μαθαίνεις γρήγορα. Μπράβο!»

«Ξέρεις κάτι; Όταν μου είπες ότι η οικογένεια σου είναι έντονη, σου είπα ότι θα το διαχειριστώ»

«Ναι»

«Άλλαξα γνώμη! Πάμε κάπου, μόνο εσύ κι εγώ. Σε παρακαλώ, Στέφανε! Αν το κάνεις αυτό, θα σ' αφήσω να φας όλο το γλυκό!»

Αυτός ξεσπάει σε γέλια.

«Αν και θα ήθελα πολύ να μείνω μόνος μαζί σου και να φάω το ... Χμμμ ... γλυκό, αν δεν πάμε, θα πρέπει ν' αντιμετωπίσουμε την οργή της μητέρας μου και πίστεψε με, εσύ δεν το θέλεις αυτό!»

«Ω! Αυτό απλώς βελτιώνεται συνεχώς!»

«Έλα, μην ανησυχείς. Θα είσαι μια χαρά»

«Είμαι τρομοκρατημένη!»

«Να μην είσαι. Θα είμαι συνέχεια δίπλα σου. Δεν θα σ' αφήσω μόνη ούτε λεπτό»

Αυτή του πιάνει το χέρι.

«Το υπόσχεσαι;»

Αυτός γυρίζει το χέρι του και μπλέκει τα δάχτυλα του με τα δικά της.

«Το υπόσχομαι»

«Πολύ καλά. Πάμε τότε»

Αυτός οδηγεί το αυτοκίνητο στο πάρκινγκ, βγαίνει και την βοηθά να βγει ανοίγοντας την πόρτα της. Περπατούν μέχρι το κατώφλι, αυτός ανοίγει την πόρτα με το κλειδί του και μπαίνουν στο χολ. Πίσω απ' την κλειστή πόρτα του σαλονιού, ακούγονται φωνές. Φωνές πολλών ανθρώπων. Ενηλίκων και παιδιών. Ο Στέφανος βάζει το χέρι του στο πόμολο, αλλά δεν ανοίγει πριν προειδοποιήσει για κάτι την Άρτεμις.

«Ξέχασα να σου πω. Αν ο Ερμής και η Έλενα έρθουν κοντά σου κι αρχίσουν να σε μυρίζουν, άφησε τους. Θα σου εξηγήσω το γιατί αργότερα»

«Εντάξει ... Υποθέτω»

«Λοιπόν ... Είσαι έτοιμη;»

Αυτή παίρνει μια βαθιά ανάσα.

«Ναι. Πάμε!»

«Μπράβο το κορίτσι μου!»

Αυτός, βάζοντας το χέρι του στην πλάτη της, ανοίγει την πόρτα του σαλονιού και μπαίνουν στο δωμάτιο.

«Γεια σας, οικογένεια Adams!»

Οι φωνές σιωπούν αμέσως και όλα τα κεφάλια στρέφονται προς το μέρος τους. Για λίγα δευτερόλεπτα δεν μιλάει κανείς. Όλα τα βλέμματα είναι στραμμένα στην Άρτεμις, η οποία αρχίζει να λούζεται από κρύο ιδρώτα. Τα δάχτυλά της σφίγγουν το κουτί που κρατάει και το σώμα της σφίγγεται. Ο Στέφανος το αντιλαμβάνεται αμέσως γιατί έχει ακόμα το χέρι του στη πλάτη της.

«Ω! Ελάτε τώρα, χαρακτήρες κινουμένων σχεδίων! Αρχίστε να φέρεστε φυσιολογικά. Όσο μπορείτε τουλάχιστον! Χαιρετίστε σωστά την καλεσμένη μας»

Σαν να τους έριξε κάποιος κρύο νερό στα μούτρα, ξυπνούν απ' τον λήθαργο κι αρχίζουν ένας-ένας να χαιρετούν την Άρτεμις, που όσο περνάει η ώρα, αισθάνεται όλο και πιο άνετα μαζί τους. Ακόμη κι όταν ο Ερμής, κρατώντας το χέρι της Έλενας, την πλησιάζει κι αρχίζει να μυρίζει τον αέρα γύρω της.

«Δεν αναγνωρίζω τη μυρωδιά. Τι είναι, Μπαμπά;»

Ο Άρης χαμογελάει.

«Γαρδένια, Κουτάβι μου»

«Μυρίζει τέλεια!»

Η Έλενα βαράει παλαμάκια.

«Ναι! Ναι! Η Τάτη μυρίζει καταπληκτικά!»

Κάτι η αμεσότητα των υπολοίπων, κάτι η απίστευτη γλυκύτητα της μικρής Έλενας που αδυνατεί να πει το όνομα της και της βρίσκει το αστείο υποκοριστικό Τάτη, η Άρτεμις έχει ηρεμήσει εντελώς και ευχαριστιέται πολύ την γνωριμία της με τον Τζάκο και την Μαίρη, που περιμένουν υπομονετικά την σειρά τους. Όταν αυτή έρχεται, αυτοί, αγκαλιασμένοι, την πλησιάζουν χαμογελώντας εγκάρδια.

Ο Στέφανος αναλαμβάνει τις συστάσεις.

«Και τώρα, Άρτεμις, ήρθε η ώρα να γνωρίσεις επιτέλους τον Πρίγκιπα και το Αγγελούδι του»

Ο Τζάκος τον κοιτάζει με απορία.

«Τι είναι αυτά που λες, Τίγρη;»

Ο Στέφανος χαμογελάει.

«Περίμενε να μάθεις ποια ακριβώς είναι η Άρτεμις και μετά θα καταλάβεις»

Η Μαίρη απορεί επίσης.

«Τι εννοείς, μωρό μου;»

Ο Στέφανος δείχνει τη γνωστή φωτογραφία του Τζάκου πάνω στην θαλαμηγό.

«Πού έβγαλες αυτή τη φωτογραφία, Μπαμπά;»

«Στη Σαντορίνη»

Η Μαίρη πλησιάζει και κοιτάζει καλύτερα την Άρτεμις.

«Τζάκο, κοίτα τα μάτια της. Κάποιον μου θυμίζουν, αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ ποιον»

Ο Τζάκος την κοιτάζει επίσης και τα μάτια του λάμπουν.

«Αποκλείεται! Ο γέρο-Στέλιος!»

Η Μαίρη καγχάζει.

«Μα φυσικά! Ο απίθανος τύπος με την ταβέρνα στα Φηρά και τις απίστευτες ιστορίες»

Η Άρτεμις χαμογελάει.

«Ναι. Ο παππούς μου»

Ο Τζάκος γουρλώνει τα μάτια.

«Ο παππούς σου; Ο γέρο-Στέλιος είναι παππούς σου;»

Η Άρτεμις κουνάει το κεφάλι.

«Ναι. Αυτός ήταν»

«Ήταν;»

«Δυστυχώς. Τον χάσαμε πριν από πέντε χρόνια»

Η Μαίρη παίρνει το χέρι της.

«Αχ, κορίτσι μου! Λυπάμαι που τ' ακούω αυτό!»

Ο Τζάκος βάζει το χέρι του πάνω στο χέρι της γυναίκας του.

«Κι εγώ λυπάμαι πολύ! Ήταν σπουδαίος άνθρωπος. Έκανε τις διακοπές μας αξέχαστες»

Η Άρτεμις προσπαθεί να συγκρατήσει τα δάκρυα της.

«Δεν σας ξέχασε ποτέ. Η φωτογραφία σας κρέμεται ακόμα στον τοίχο της ταβέρνας. Με μεγάλωσε λέγοντάς μου ιστορίες για τον πεισματάρη Ξανθό Πρίγκιπα και το γενναίο μελαχρινό Αγγελούδι του»

Η Μαίρη κοιτάζει τον Τζάκο.

«Αλήθεια; Αυτός συνήθιζε να κοροϊδεύει τα παρατσούκλια μας»

Όλοι γελούν. Μετά, ο Τζάκος κάνει μια πολύ λογική ερώτηση.

«Όμως, πώς βρεθήκατε εσείς οι δυο; Θέλω να πω, είναι κάπως περίεργη σύμπτωση»

Η Μαίρη τον σκουντάει διακριτικά.

«Όχι και τόσο, Πρίγκιπα»

«Τι σημαίνει αυτό, Αγγελούδι;»

«Θα σου εξηγήσω αργότερα»

Ο Στέφανος του λύνει την απορία.

«Βασικά, δεν είναι τόσο περίεργο. Η Άρτεμις είναι ξαδέρφη της Λαμπρινής»

«Της κοπέλας με τις φωτογραφίες;»

«Ναι. Πήγα στο σπίτι της για φαγητό και η Άρτεμις ήταν εκεί. Όταν με είδε, νόμιζε ότι ήμουν εσύ»

Η Μαίρη μορφάζει.

«Συγκλονιστικό!»

Ο Στέφανος συμφωνεί.

«Εμένα μου λες! Τέλος πάντων! Αφού ξεκαθαρίσαμε το μπέρδεμα, και επειδή ήθελε πολύ να σας γνωρίσει, την κάλεσα εδώ»

Ο Τζάκος κλείνει το μάτι στον Στέφανο, ενώ η Μαίρη απευθύνεται στην Άρτεμις.

«Και πολύ καλά έκανες! Χαιρόμαστε πολύ που σε γνωρίζουμε, Άρτεμις»

«Κι εγώ, κυρία Ηλιοπούλου»

«Σε παρακαλώ να με λες Μαίρη ή όπως όλα τα άλλα παιδιά εδώ γύρω ... Μαμά Μαίρη»

«Όπως θέλεις, Μαμά Μαίρη»

Αυτή δίνει στη Μαίρη το κουτί.

«Αυτό είναι για σας. Είναι ολόφρεσκο. Το έφτιαξα σήμερα το πρωί»

«Ευχαριστώ, γλυκιά μου. Δεν έπρεπε»

Η Μαίρη ανοίγει το κουτί κι ο Τζάκος ενθουσιάζεται.

«Είναι αυτό που νομίζω ότι είναι;»

«Ναι, Πρίγκιπα. Αυτό είναι»

Εκείνη τη στιγμή, ο Άρης σηκώνεται όρθιος και μυρίζει τον αέρα.

«Μυρίζω κρέμα, φύλλο και σιρόπι. Αυτό είναι σίγουρα γαλακτομπούρεκο. Που είναι; Που είναι;»

Αυτός πλησιάζει ακολουθώντας την μυρωδιά, αλλά ο Τζάκος μπαίνει μπροστά του.

«Μείνε πίσω, Άρη! Είναι δικό μου!»

«Θα φας όλο το ταψί;»

«Το κορίτσι το έφτιαξε για μένα, οπότε ναι!»

Ο Οδυσσέας τον κοιτάζει σαρκαστικά.

«Το ξέρεις ότι αν συνεχίσεις έτσι, θ' αρχίσεις να μοιάζεις με φορτηγό, σωστά;»

«Δικό μου πρόβλημα, Αγαπούλη μου! Μείνετε όλοι πίσω! Αυτό το ταψί είναι δικό μου!»

«Γίνεσαι γελοίος!»

«Ακόμα κι έτσι σ' αρέσω!»

«Συνέχισε να το λες αυτό στον εαυτό σου, Διεστραμμένε!»

Η Άρτεμις παρακολουθεί με φρίκη το χάος που προκάλεσε το δώρο της, γιατί δεν ξέρει ακόμα πώς λειτουργούν τα πράγματα σ' αυτή την οικογένεια.

«Μην τσακώνεστε, σας παρακαλώ! Μπορώ να φτιάξω κι άλλο και για τους δυο σας!»

Η Σελήνη σηκώνεται κι κοιτάζει άγρια τον άντρα της και τον αδερφό της.

«Κοιτάξτε τι κάνατε τώρα, τρελοί! Τρομάξατε το κορίτσι! Στέφανε, αγάπη μου, εξήγησε στην κοπέλα τι ακριβώς συμβαίνει εδώ»

Η Μαίρη σιγοντάρει.

«Ναι, μωρό μου. Εξήγησε της ότι τα μικρότερα αγόρια εδώ δεν είναι ο Νικόλας και ο Ερμής, αλλά ο πατέρας και ο θείος σου, που τσακώνονται για ένα ταψί γλυκό»

Ο Τζάκος σουφρώνει τα χείλη του.

«Αυτός το ξεκίνησε! Θέλει να φάει το δώρο ΜΟΥ!»

Η Μαίρη τον αγριοκοιτάζει.

«Τζάκο, σταμάτα!»

Ο Άρης κοιτάζει την Σελήνη απολογητικά.

«Δεν φταίω εγώ, Γατούλα! Αυτός φταίει! Εγώ απλώς ζήτησα ένα μικρό κομμάτι!»

Η Σελήνη αναστενάζει.

«Άρη, φρόνημα!»

Ο Οδυσσέας σηκώνει το χέρι του.

«Έχω μια καλύτερη ιδέα. Να τους κλειδώσουμε στο υπόγειο κι εμείς ν' απολαύσουμε το φαγητό μας με την ησυχία μας. Τι λέτε γι' αυτό;»

Ο Αλέκος, ο Βίκος και ο Ορέστης συμφωνούν και επαυξάνουν γελώντας. Τότε η Μαργαρίτα πλησιάζει τον Ερμή.

«Ερμή μου, αν ο θείος Οδυσσέας κλειδώσει τον θείο Τζάκο και τον νονό μου στο υπόγειο, μπορούμε εμείς να φάμε το γλυκό;»

Ο Ερμής κοιτάζει τον πατέρα του και τον Τζάκο που ανταλλάζουν θυμωμένες ματιές.

«Φοβάμαι πως όχι, Μαργαριτάρι μου. Είμαι σίγουρος ότι ο θείος Τζάκος θα το πάρει μαζί του»

Ο Τζάκος ρουθουνίζει.

«Εννοείται ότι θα το κάνω!»

Η Άρτεμις κοιτάζει τρομαγμένη τον Στέφανο κι αυτός ξεσπάει.

«Ξέρετε κάτι; ΑΡΚΕΤΑ! Επειδή θέλω να ξαναδώ την Άρτεμις και δεν θέλω ν' αρχίσει να τρέχει ουρλιάζοντας, θα την πάω μια βόλτα στην πίσω αυλή μέχρι να ξαναγίνετε μια κανονική οικογένεια! Έλα, Άρτεμις!»

Αυτός πιάνει το χέρι της και κυριολεκτικά τη σέρνει έξω. Αυτή τον ακολουθεί. Όχι ότι είχε κι άλλη επιλογή. Τότε, ο Ιάσονας κοιτάζει την Αναΐς που κάθεται δίπλα του στον καναπέ.

«Το κατάλαβες ότι όλο αυτό ήταν θέατρο, ε;»

«Ναι. Ήταν πραγματικά πολύ προφανές. Ο αδερφούλης μου ήθελε απλώς να μείνει μόνος μαζί της»

«Δεν τον κατηγορώ. Το κορίτσι είναι σούπερ καυτό. Το κάθαρμα ξέρει να διαλέγει»

«Ορίστε;»

Η Αναΐς τον αγριοκοιτάζει κι ο Ιάσονας χαμογελάει αμήχανα.

«Αντικειμενικά μιλώντας, βρε μωρό μου»

«Έτσι, ε; Μχμμμ ... Ξαφνικά η ιδέα του θείου Οδυσσέα για το υπόγειο δεν ακούγεται και τόσο άσχημη»

«Με τρελαίνεις όταν ζηλεύεις!»

«Αυτό θα το συζητήσουμε αργότερα όταν θα είμαστε μόνοι»

«Αχ! Τι ωραία!»

Την ίδια στιγμή, στην πίσω αυλή, ο Στέφανος τρέχει, σέρνοντας την Άρτεμις πίσω του μέχρι που αυτή αντιστέκεται και τον αναγκάζει να σταματήσει.

«Φτάνει, Στέφανε! Με ξεθέωσες!»

Αυτός γυρίζει και την κοιτάζει.

«Συγγνώμη! Μερικές φορές απλά ... Δεν ξέρω τι κάνω»

«Δεν πειράζει, αλλά δεν καταλαβαίνω τι σου συνέβη»

«Δεν είδες τι έγινε εκεί μέσα;»

«Το είδα. Και λοιπόν;»

«Και λοιπόν; Μου λες ότι δεν το μετάνιωσες ακόμα;»

«Να μετανιώσω τι;»

«Την επιθυμία σου να γνωρίσεις την οικογένεια μου»

«Πλάκα μου κάνεις τώρα, έτσι;»

«Τι; Σου άρεσαν όλα όσα έγιναν εκεί μέσα;»

«Τα λάτρεψα! Η οικογένεια σου είναι καταπληκτική, Στέφανε. Μην το αμφισβητήσεις ποτέ αυτό. Αλλά τώρα πες μου την αλήθεια πίσω απ' το ξέσπασμα σου»

«Δεν καταλαβαίνω. Ποια αλήθεια;»

«Τον πραγματικό λόγο που με έσυρες εδώ»

«Εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω»

«Αν όντως δεν καταλαβαίνεις, είναι πολύ κρίμα»

«Τι είναι πολύ κρίμα; Έλα, εξήγησε μου!»

Αυτή πηγαίνει πιο κοντά του, βάζει το χέρι της στο στήθος του κι αρχίζει να παίζει με το μπλουζάκι του.

«Νόμιζα ότι απλά άρπαξες την ευκαιρία και μ' έφερες εδώ για να με ξεμοναχιάσεις»

«Α! Θα το προτιμούσες αυτό;»

«Πολύ περισσότερο»

Αυτός στέκεται μπροστά της και κοιτάζει βαθιά μέσα στα θυελλώδη γκρι μάτια της. Τα χείλη του στρίβουν σ' ένα καταστροφικό, επικίνδυνο χαμόγελο που της κόβει την ανάσα. Όταν σηκώνει το χέρι του και βουρτσίζει μια τούφα πίσω απ' το αυτί της, χαϊδεύοντας το μάγουλο της, νιώθει ολόκληρο το σώμα της να τρέμει.

«Κρυώνεις;»

«Όχι»

«Μα εσύ τρέμεις»

«Δεν φταίει το κρύο»

«Τι φταίει τότε;»

«Άγγιξε με ξανά και θα δεις»

Αυτός πιάνει το χέρι της, το φέρνει στα χείλη του και της φιλάει τις αρθρώσεις ενώ ο αντίχειρας του χαϊδεύει τον παλμό της. Ένα κύμα θερμότητας απλώνεται στο σώμα της και συγκεντρώνεται βαθιά στο στομάχι της. Ένα έκπληκτο γέλιο ξεφεύγει απ' το στόμα της όταν βάζει το χέρι της στο στομάχι της. Αυτός απορεί.

«Τι;»

«Πεταλούδες»

Αυτός χαμογελάει ακόμα περισσότερο.

«Τι είσαι τέλος πάντων; Αγγίζω το μάγουλο σου και τρέμεις»

«Ναι»

«Σου φιλάω το χέρι και νιώθεις πεταλούδες στο στομάχι σου»

«Ναι»

«Απλώς αναρωτιέμαι ...»

«Ναι ...;»

«Τι θα κάνεις όταν κάνω αυτό ...»

Αυτός σφίγγει το πρόσωπο της ανάμεσα στις παλάμες του και σκύβει προς τα μπρος μέχρι ν' απέχει μόλις λίγα χιλιοστά απ' το στόμα της. Η ανάσα του είναι καυτή και καίει τα χείλη της. Την καίει τόσο απαλά και η φωτιά φτάνει στον πυρήνα της. Η εγγύτητα του είναι τρελή. Αυτό είναι! Αυτή δεν μπορεί να περιμένει άλλο και αναστενάζει.

«Φίλησε με επιτέλους! Θα εκραγώ!»

Γελώντας, αυτός ανοίγει το στόμα του και τη φιλάει τόσο έντονα που ανοίγουν οι ουρανοί ...

Έχετε ακούσει ποτέ για αυτές τις ξαφνικές νεροποντές που ξεκινούν εντελώς απ' το πουθενά ενώ ο ουρανός είναι πεντακάθαρος και χωρίς σύννεφα; Αυτό ακριβώς συμβαίνει όταν τα χείλη τους συναντιόνται. Μια δυνατή βροχή ξεσπάει, βρέχοντας τα πάντα στο πέρασμα της και διακόπτοντας το φιλί τους. Αυτός κοιτάζει τον ουρανό έκπληκτος και αρκετά εκνευρισμένος.

«Τι στο διάολο; Από που προέκυψε αυτό; Ο ουρανός ήταν καθαρός. Έλα, μωρό μου. Πρέπει να καλυφθούμε γιατί θα γίνουμε μούσκεμα»

Αυτός κάνει να φύγει, αλλά εκείνη τον κρατά με τα χέρια της στο στήθος του.

«Όχι. Μείνε εδώ. Σε παρακαλώ!»

«Μα θα βραχείς, βρε μωρό μου»

«Δεν είμαι από ζάχαρη. Δεν πρόκειται να λιώσω! Τουλάχιστον όχι λόγω της βροχής. Εξάλλου, όπως όλοι ξέρουμε, για να δεις το ουράνιο τόξο, πρέπει ν' αντέξεις την βροχή. Έτσι λοιπόν, δεν έχω σκοπό ν' αφήσω λίγο ουράνιο νεράκι να χαλάσει τις πρώτες μας στιγμές μαζί»

«Είσαι τόσο αποφασισμένη να με αποπλανήσεις, ε;»

«Δεν φαντάζεσαι πόσο»

«Κι εσύ δεν φαντάζεσαι πόσο διατεθειμένος είμαι να σ' αφήσω να με αποπλανήσεις»

«Ακόμα και κάτω απ' τη βροχή;»

«Ακόμα και στην κόλαση, μωρό μου»

Με το νερό να πέφτει με δύναμη επάνω τους, αυτοί αγκαλιάζονται ξανά και κοιτάζονται βαθιά μέσα στα μάτια. Αυτός βγάζει τα υγρά μαλλιά απ' τα μάτια της.

«Περάσει χιλιάδες άδειες νύχτες ... Νύχτες που περίμενα να έρθεις»

Αυτή σηκώνει το χέρι της κι αγγίζει τα χείλη του.

«Φίλα με πάλι, Στέφανε και άσε με να πνιγώ μέσα στο βαθύ φιλί σου»

Αυτός σκύβει ξανά κι αυτή τη φορά τίποτα δεν διακόπτει το φιλί τους. Το πρώτο τους αληθινό φιλί. Το πρώτο τους πραγματικό υγρό φιλί ...

Αυτό το πρώτο φιλί όπου καταλαβαίνεις ότι τα χείλη που φιλάς τώρα είναι τα χείλη που θέλεις να φιλάς για την υπόλοιπη ζωή σου. Ο Στέφανος είχε ακούσει τόσα πολλά γι' αυτό το πρώτο φιλί. Απ' τον πατέρα του, τους θείους του, τον κολλητό του. Όλοι μιλούσαν για τα συναισθήματα που τους κυρίευσαν. Για τους τρελούς παλμούς της καρδιάς. Για τον κόμπο στο στομάχι. Για τα χέρια που τρέμουν.

Όλα αυτά τα χρόνια, αυτός έψαχνε όλα αυτά τα πράγματα σε κάθε φιλί, αλλά δεν τα βρήκε ποτέ. Ούτε καν με την Αφροδίτη. Είχε αρχίσει να πιστεύει ότι οι άλλοι υπερέβαλαν ή απλώς έλεγαν ψέματα. Μέχρι τώρα. Το φιλί με την Άρτεμις είναι ακριβώς αυτό. Το φιλί που αλλάζει εντελώς τη ζωή σου και σου κάνει αδύνατο να επιστρέψεις εκεί που ήσουν πριν.

Όμως και για την Άρτεμις όλα είναι ακριβώς ίδια. Από μικρή άκουγε τη μητέρα της να της λέει για το πρώτο φιλί που μοιράστηκε με τον πατέρα της. Πώς αυτό το φιλί άλλαξε τον κόσμο της. Πώς την έκανε να ξεχάσει όλη την προηγούμενη ζωή της. Πώς την έκανε να τα παρατήσει όλα και ν' ακολουθήσει αυτόν τον άντρα. Όμως η Άρτεμις δεν θυμίζει σε τίποτα τη μητέρα της. Δεν θα μπορούσε ποτέ ... Ή θα μπορούσε; Θα μπορούσε ν' αφήσει τα πάντα πίσω της και ν' ακολουθήσει αυτόν τον άντρα; Η καρδιά της φωνάζει ναι. Είναι ο ένας και μοναδικός. Το άλλο της μισό. Αυτός ο άντρας είναι ο ήλιος και η Άρτεμις πάντα λάτρευε τον ήλιο.

Το φιλί τελειώνει, αφήνοντας τους με κομμένη την ανάσα. Αυτός ακουμπάει το μέτωπο του στο δικό της.

«Απ' την πρώτη στιγμή που σε γνώρισα, ήξερα ότι χρειαζόμουν κάτι από σένα. Τελικά, αποδείχθηκε ότι δεν ήταν κάτι, αλλά κάποια. Εσύ. Ολόκληρη!»

«Αχ, Στέφανε! Εγώ ... Εγώ ... Αψοοοοοου!»

Ένα φτάρνισμα τραντάζει το σώμα της και κάνει τον Στέφανο να γελάσει.

«Γείτσες!»

Αυτή κρύβει το πρόσωπο της πίσω απ' τα χέρια της, κατακόκκινη από ντροπή.

«Θεέ μου! Στέφανε ... Λυπάμαι πολύ! Δεν είχα σκοπό να ... Θεέ μου! Τι ντροπή!»

«Δεν πειράζει, μωρό μου. Ήσουν τόσο χαριτωμένη»

«Τι λες; Εσύ μου λες κάτι τόσο υπέροχο κι εγώ ... Τι; Εγώ ... Εγώ ... Αψοοοοοου!»

«Εσύ φτερνίζεσαι στο πρόσωπο μου ... Ξανά! Γείτσες, παρεμπιπτόντως»

«Θεέ μου! Κάποιος να με σκοτώσει τώρα!!!»

«Έλα, Συναχωμένη! Αρκετά! Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να πάμε κάπου πιο στεγνά»

«Όχι! Άσε με εδώ! Μετά απ' αυτό που έκανα, μου αξίζει να πεθάνω!»

Αυτός αρχίζει να περπατάει γελώντας και την τραβάει μαζί του.

«Λυπάμαι, Συναχωμένη, αλλά τώρα που σε βρήκα επιτέλους, δεν πρόκειται να σ' αφήσω τόσο εύκολα. Ακόμα κι αν φτερνίζεσαι στο πρόσωπο μου όλη την ώρα»

Αυτοί τρέχουν πίσω στο σπίτι τσαλαβουτώντας στις λάσπες.

«Ως πότε θα με λες Συναχωμένη;»

«Για πάντα, φοβάμαι!»

«Αψοοοοοου!»

«Ναι. Αυτό ακριβώς εννοούσα!»

Γελώντας και μουσκεμένοι μέχρι το κόκκαλο, αυτοί μπαίνουν στο σαλόνι. Η Μαίρη γουρλώνει τα μάτια της όταν τους βλέπει.

«Θεούλη μου! Στέφανε ... Άρτεμις ... Είστε μούσκεμα! Θα κρυώσετε!»

Ο Στέφανος μορφάζει.

«Φοβάμαι ότι είναι πολύ αργά γι' αυτό, Μαμά»

Η Άρτεμις φτερνίζεται ξανά κι αυτός την δείχνει.

«Βλέπεις τι εννοώ;»

Η Μαίρη γυρίζει τα μάτια της.

«Δεν σε πιστεύω, ρε Στέφανε! Νόμιζα ότι ήσουν πιο ώριμος!»

Η Άρτεμις σπεύδει να τον υπερασπιστεί.

«Κυρία Ηλιο ... Εεεε ... Μαμά Μαίρη, σε παρακαλώ! Μην τον μαλώνεις! Δεν φταίει ο Στέφανος. Εγώ επέμενα να μείνουμε έξω στη βροχή»

Η Μαίρη σηκώνεται όρθια και βάζει τα χέρια στην μέση της.

«Είσαι πρόθυμη να πάρεις το φταίξιμο γι' αυτόν, έτσι δεν είναι;»

Ο Τζάκος προσπαθεί να μην γελάσει και την εκνευρίσει περισσότερο.

«Έλα, Αγγελούδι μου. Μην τους μαλώνεις. Θυμήσου τι κάναμε εμείς όταν έβρεχε»

«Σιωπή, Πρίγκιπα! Προσπαθώ να γίνω καλή μητέρα τώρα!»

«Α! Εντάξει! Συνέχισε!»

Η Μαίρη παίρνει το μαμαδίστικο ύφος της.

«Αναΐς, πάρε την Άρτεμις επάνω και δώστης μερικά στεγνά ρούχα να φορέσει. Αν μείνει έτσι, θ' ανεβάσει πυρετό»

Η Αναΐς σηκώνεται αμέσως.

«Ευχαρίστως! Έλα, Άρτεμις»

Η Πανδώρα τρέχει πίσω τους.

«Έη! Περιμένετε και μένα!»

Ο Στέφανος τις κοιτάζει καθώς αυτές ανεβαίνουν τις σκάλες και μετά στρέφεται στην Μαίρη.

«Εγώ τι να κάνω, Μανούλα;»

Η Μαίρη, έξαλλη, κοιτάζει τον γιο της, του οποίου τα μουσκεμένα ρούχα στάζουν και γεμίζουν το πάτωμα με νερό. Ο Τζάκος του κάνει νοήματα.

«Εεεε ... Τίγρη, καλύτερα να μην την εκνευρίσεις άλλο. Πήγαινε στην κρεβατοκάμαρα μας και άλλαξε ρούχα»

Ο Στέφανος συμφωνεί.

«Ναι. Νομίζω ότι έχεις δίκιο, Μπαμπά. Έλα μαζί μου, Νάκο»

Ο Ιάσονας πετάγεται πάνω.

«Θα ερχόμουν μαζί σου έτσι κι αλλιώς! Γαμώτο! Έχει τόση πλάκα!»

Η Μαίρη γρυλίζει.

«Νάκο, πρόσεχε!»

Αυτός της στέλνει ένα φιλί.

«Συγγνώμη, Μαμά Μαίρη»

«Εξαφανιστείτε απ' τα μάτια μου, ανόητα αγόρια!»

Τα δύο αγόρια ανεβαίνουν τρέχοντας τις σκάλες γελώντας. Ο Οδυσσέας ξεροβήχει.

«Ο Νάκος έχει δίκιο, ξέρεις. Αυτό πραγματικά έχει πολλή πλάκα»

Η Μαίρη ξεφυσάει.

«Οδυσσέα, σε παρακαλώ, όχι τώρα, εντάξει;»

Ο Τζάκος νιώθει την ένταση της.

«Τι συμβαίνει, Αγγελούδι μου;»

«Δεν βλέπετε τι συμβαίνει;»

Ο Αλέκος, όπως και όλοι οι άλλοι άντρες, δεν καταλαβαίνει.

«Τι ακριβώς να δούμε, Ζαχαρένια;»

Η Σελήνη, η Θαλασσινή και η Χλόη συμφωνούν με την Μαίρη και κάνουν τον Άρη ν' απορήσει.

«Εντάξει, κυρίες μου. Πείτε τι είναι αυτό που βλέπετε εσείς κι εμείς δεν μπορούμε να το δούμε;»

Η Μαίρη πάει και στέκεται μπροστά στο τζάκι όπου καίει μια λαμπερή φωτιά. Η ίδια φωτιά που είδε να καίει στα μάτια του γιου της.

«Ο Στέφανος είναι ερωτευμένος»

Ο Τζάκος την πλησιάζει.

«Και λοιπόν; Αυτό δεν θέλαμε;»

Ο Οδυσσέας συμφωνεί.

«Κι απ' ότι φαίνεται, η Άρτεμις είναι καλό κορίτσι»

Η Μαίρη καγχάζει.

«Και η Αφροδίτη καλή φαινόταν, Οδυσσέα, και είδαμε που τον οδήγησε»

Ο Άρης έχεις ενστάσεις.

«Έλα, βρε Μαίρη! Μην συγκρίνεις. Δεν είναι όλες οι γυναίκες ίδιες»

Ο Βίκος συμφωνεί.

«Αν ήταν έτσι, Μαιρούλα, κανείς δεν θα έπρεπε να ερωτευτεί ξανά μετά από έναν άσχημο χωρισμό»

Ο Ορέστης κάνει μια παρατήρηση.

«Εξάλλου, όλοι μπορούμε να δούμε ότι η Άρτεμις δεν είναι καθόλου σαν την άλλη»

Ο Τζάκος την αγκαλιάζει.

«Στο τέλος-τέλος, ο Στέφανος πήρε το μάθημα του. Είμαι σίγουρος ότι αυτή τη φορά θα είναι πολύ πιο προσεκτικός»

Η Σελήνη κάθεται στα πόδια του Άρη.

«Εμένα με ανησυχεί κάτι άλλο»

Αυτός της χαϊδεύει τα μαλλιά.

«Τι άλλο, Γατούλα;»

«Ότι αυτή η τσου ... Η Αφροδίτη δεν θ' αφήσει ήσυχο τον Στέφανο. Αν μάθει για τη νέα του σχέση, θα προσπαθήσει να του δημιουργήσει πρόβλημα»

Ο Οδυσσέας καγχάζει.

«Δεν υπάρχει αν, Καρπουζάκι. Θα μαθευτεί αργά ή γρήγορα. Για τον Στέφανο μιλάμε. Τον πιο περιζήτητο εργένη της χώρας»

«Ακριβώς!»

Ο Ορέστης απορεί.

«Τι μπορεί να κάνει;»

«Οτιδήποτε»

Η Μαίρη σφίγγει τα χείλη της.

«Ελπίζω πραγματικά να κάτσει στ' αυγά της ... Για το καλό της! Γιατί αλλιώς ... Σας το ορκίζομαι! Αν ξαναπροσπαθήσει να κάνει κακό στον γιο μου, θα την εξαφανίσω από προσώπου γης!»

Ο Τζάκος φουσκώνει από περηφάνια.

«Αυτή είναι η Μαίρη μου, παιδιά! Ο άγγελος της εκδίκησης!»

«Όταν πρόκειται για τα παιδιά μου και τον άντρα μου, ναι, είμαι!»

Ο Οδυσσέας έχει όπως πάντα τον τελευταίο λόγο.

«Όλοι το ξέρουμε αυτό, Μπισκοτάκι»

~ ΕΝΤΩΜΕΤΑΞΥ ~ ΣΤΟΝ ΕΠΑΝΩ ΟΡΟΦΟ ~ ΔΩΜΑΤΙΟ της ΑΝΑΙΣ ~

Η Άρτεμις είναι στο μπάνιο, η Αναΐς ψάχνει στην ντουλάπα της, ενώ η Πανδώρα κάθεται στο κρεβάτι και κοιτάζει τα πολύ λερωμένα με λάσπες και γρασίδι καστόρινα μποτάκια της Άρτεμις.

«Αυτά τα καημένα μποτάκια δεν καθαρίζονται. Το καστόρι καταστρέφεται με το νερό. Τι στο διάολο έκαναν εκεί έξω;»

Η Αναΐς γυρίζει και την κοιτάζει.

«Έλα, ρε Δώρα! Είναι προφανές! Αυτοί φιλιόντουσαν κάτω απ' τη βροχή. Μη μου πεις ότι δεν το βρίσκεις ρομαντικό;»

«Εντάξει. Ναι. Είναι λίγο ρομαντικό, αλλά εγώ προτιμώ να βρέχομαι με διαφορετικό τρόπο»

«Έλεος, μωρή πια! Δεν μπορείς να σκεφτείς κάτι άλλο εκτός απ' το σεξ;»

«Πες μου κάτι καλύτερο απ' το σεξ και θ' αρχίσω να το σκέφτομαι»

Η Αναΐς γυρίζει τα μάτια της.

«Πρέπει να πούμε στον Μάξιμο να έρθει το συντομότερο, γιατί αλλιώς κινδυνεύουμε όλοι από σένα! Σκύλα εθισμένη στο σεξ!»

«Δεν ξέρω τι λες εσύ, αλλά όταν έρθει επιτέλους ο Μάξιμος μου, θα κλειστώ μαζί του σ' ένα δωμάτιο για τουλάχιστον τρεις μέρες. Θεέ μου! Πόσο μου λείπει!»

«Μην ξεχνάς να τον ταΐζεις που και που, γιατί ξέρεις τι λένε. Νηστικό αρκούδι δεν χορεύει. Δεν πηδάει στην περίπτωση σου»

«Θα το έχω υπόψη μου!»

«Τέλος πάντων! Κάνε μου τη χάρη και προσπάθησε να κρατήσεις υπό έλεγχο την ηφαιστειακή σου ιδιοσυγκρασία, γιατί θα τρομάξεις την Άρτεμις»

«Μπα! Δεν νομίζω! Έχει κάτι αυτό το κορίτσι. Κάτι που μ' αρέσει πολύ. Είμαι σίγουρη ότι μου μοιάζει»

«Και τι; Είναι καλό αυτό;»

«Φυσικά!»

«Για ποιον; Για τον Στέφανο;»

«Όχι μόνο γι' αυτόν. Για όλους μας! Θυμάσαι τι λέει ο μπαμπάς Οδυσσέας για τη μαμά Μαίρη; Για το πώς τους βοήθησε όταν ο θείος Τζάκος την έφερε στην οικογένεια; Νομίζω ότι το ίδιο θα γίνει και με την Άρτεμις. Θα σώσει τον Στέφανο, αλλά θα βοηθήσει κι εμάς τους υπόλοιπους»

«Άκου, Δώρα. Μετά απ' αυτό που συνέβη με σένα να είσαι η μόνη που συνειδητοποίησε τι σκύλα είναι η Αφροδίτη, έμαθα να σ' εμπιστεύομαι απόλυτα. Λοιπόν, τώρα θα σε ρωτήσω κάτι και θα πιστέψω όλα όσα μου πεις. Δεν ανησυχείς καθόλου; Δηλαδή, είσαι απόλυτα σίγουρη ότι η Άρτεμις δεν είναι σαν την άλλη;»

Η Πανδώρα ανοίγει το στόμα της για ν' απαντήσει, αλλά η εμφάνιση της Άρτεμις στην πόρτα του μπάνιου, με μία πετσέτα τυλιγμένη γύρω απ' το στόμα της και άλλη μία στο κεφάλι που αφήνει τα υγρά μαλλιά της να πέφτουν βαριά στους ώμους της, την αποτρέπει.

«Βασικά, αυτό θα έπρεπε να με προσβάλει, αλλά επειδή καταλαβαίνω ότι το λες απλώς επειδή αγαπάς τόσο πολύ τον αδερφό σου και δεν θέλεις να πληγωθεί ξανά, θα κάνω ότι δεν το άκουσα και θα σε διαβεβαιώσω, με το χέρι στην καρδιά, ότι δεν είμαι σαν την άλλη. Αφροδίτη, νομίζω;»

Τα δύο κορίτσια γυρίζουν και την κοιτάζουν. Η Πανδώρα χαμογελώντας γιατί βγαίνει αληθινή για ακόμα μία φορά, και η Αναΐς αμήχανα και κατακόκκινη από ντροπή.

«Με άκουσες; Σκατά! Λυπάμαι πολύ! Δεν είχα σκοπό να σε προσβάλω! Ω, Θεέ μου! Ο Στέφανος θα με σκοτώσει!»

Η Άρτεμις της χαμογελάει καθησυχαστικά.

«Μην ανησυχείς, Αναΐς. Δεν θα του πω τίποτα. Σου είπα ότι σε καταλαβαίνω. Θα έκανα το ίδιο αν ήμουν στη θέση σου»

Αυτή πηγαίνει και κάθεται δίπλα στην Πανδώρα, που αρχίζει μια μικρή ανάκριση.

«Τι ξέρεις για την σκύλα;»

«Όχι πολλά. Μόνο τα βασικά»

«Σου μίλησε ο Στέφανος;»

«Όχι»

«Τότε πώς;»

«Ξέρω να χρησιμοποιώ τάμπλετ, Πανδώρα. Επίσης μου είπε και μερικά πράγματα η Λαμπρινή, η ξαδέρφη μου»

«Α! Άρα, ξέρεις τα πράγματα απ' την οπτική γωνία της Αφροδίτης»

«Ξέρω τι κυκλοφορεί στα ΜΜΕ»

Η Αναΐς κάθεται δίπλα της, απ' την άλλη μεριά.

«Και θέλεις ακόμα να είσαι μαζί του; Θέλω να πω, τα ΜΜΕ παρουσιάζουν τον Στέφανο σαν έναν άπιστο play-boy, που νοιάζεται μόνο για τον εαυτό του»

Η Άρτεμις βγάζει την πετσέτα απ' το κεφάλι της και σκουπίζει τα μαλλιά της.

«Ναι. Αυτό είναι γεγονός, αλλά ο Στέφανος που γνώρισα εγώ δεν είναι έτσι. Κοιτάξτε ... Γνωρίζω τον αδερφό σας πολύ λίγο, αλλά ξέρω ότι είναι καλός. Τα μάτια του είναι πολύ καθαρά. Και μετά είναι και η αύρα του. Οι αύρες είναι σαν υπογραφή. Κάθε μία είναι τόσο ξεχωριστή όσο και το άτομο που περιβάλλει. Και η αύρα του Στέφανου είναι τόσο φωτεινή όσο ο ήλιος. Δεν μπορεί να είναι όπως τον παρουσιάζουν τα μέσα ενημέρωσης. Όχι! Είμαι σίγουρη γι' αυτό»

Η Πανδώρα της πιάνει το χέρι.

«Καλά κάνεις και είσαι σίγουρη. Αυτός δεν είναι καθόλου έτσι. Είναι ακριβώς το αντίθετο»

«Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο χαίρομαι γι' αυτό και θα κάνω ό,τι μπορώ για να κερδίσω την εμπιστοσύνη του, αλλά και της δικής σας. Θέλω να γίνω φίλη σας, κορίτσια ή κι ακόμα περισσότερο. Είμαι μοναχοπαίδι και πάντα ήθελα να έχω αδέρφια»

Είναι σειρά της Αναΐς να της πιάσει το χέρι.

«Κι εμείς αυτό θέλουμε, Άρτεμις, και αν είσαι αυτό που χρειάζεται ο Στέφανος, είμαστε περισσότερο από πρόθυμες να γίνουμε αδερφές σου»

«Σας ευχαριστώ»

Και μιας και όλα αυτά τα ρομαντικά την κάνουν να βαριέται, η Πανδώρα παίρνει το πρόστυχο της ύφος.

«Λοιπόν ... Λοιπόν ... Λοιπόν ... Εσύ και το Ομορφόπαιδο. Έλα, πες μας τα πάντα! Τι ακριβώς κάνατε έξω στον κήπο και κατέστρεψες τα σούπερ μποτάκια σου;»

Η Αναΐς γουρλώνει τα μάτια της.

«Για όνομα του Θεού, μωρή! Ίσως η κοπέλα ντρέπεται ή δεν θέλει να μας πει»

Η Άρτεμις γελάει και παίρνει ακριβώς το ίδιο πρόστυχο ύφος με την Πανδώρα.

«Δεν πειράζει, Αναΐς. Δεν ντρέπομαι καθόλου και δεν έχω κανένα απολύτως πρόβλημα να σας τα πω όλα»

Η Πανδώρα νιώθει δικαιωμένη.

«Βλέπεις, μωρή φαρμακόγλωσσα; Στο είπα! Αυτή είναι ακριβώς σαν εμένα!»

Η Αναΐς καγχάζει.

«Τι τυχεροί που είμαστε!»

«Άντε πνίξου, σκύλα!»

Και έτσι, η Άρτεμις λέει στα κορίτσια τι ακριβώς συνέβη μ' εκείνη και τον Στέφανο έξω στον κήπο, κι αυτές με τη σειρά τους, της λένε την αλήθεια για το τι συνέβη με την Αφροδίτη στο παρελθόν.

~ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ~ ΤΡΕΙΣ ΠΟΡΤΕΣ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ~

~ ΚΡΕΒΑΤΟΚΑΜΑΡΑ του ΤΖΑΚΟΥ & της ΜΑΙΡΗΣ ~

Ο Στέφανος βγάζει τα βρεγμένα ρούχα του και ετοιμάζεται να πάει στο μπάνιο, ενώ ο Ιάσονας, με διάθεση εξερεύνησης, κάνει επιδρομή στην ντουλάπα του Τζάκου.

«Φίλε, ο μπαμπάς σου έχει υπέροχα ρούχα. Κοίτα αυτό το υπέροχο Lacoste. Θα το δοκιμάσω όπως και δήποτε!»

Αυτός βγάζει τη δική του και φοράει το μαύρο, πανάκριβο, μπλουζάκι του Τζάκου, με το χαρακτηριστικό κροκοδειλάκι κεντημένο στο στήθος.

«Λοιπόν; Πώς σου φαίνομαι;»

«Σαν νεκρός, αν ο μπαμπάς μου μάθει ότι δοκιμάζεις τα ρούχα του, και κυρίως το αγαπημένο του μαύρο μπλουζάκι»

«Όχι. Δεν θα το έκανε ποτέ αυτό. Ο μπαμπάς μ' αγαπάει!»

«Αυτό ακούγεται λίγο περίεργο, δεν νομίζεις; Καλύτερα να μην το πεις παραέξω»

«Τι; ... Ω! Άντε, ρε πανίβλακα!»

Ο Στέφανος γελάει κι ο Ιάσονας κάθεται στο κρεβάτι και γυρίζει τα μάτια του.

«Εντάξει! Εντάξει! Γελάσαμε πολύ. Είσαι ένα αστείο αγόρι! Άστα τώρα αυτά και πες μου για το άλλο»

«Ποιο άλλο;»

Ο Ιάσονας σηκώνει ένα φρύδι.

«Σοβαρά τώρα, ρε φίλε; Θα προσποιηθείς ότι δεν ξέρεις;»

«Όχι, φίλε. Δεν προσποιούμαι. Πραγματικά δεν ξέρω»

«Εντάξει! Θα στο κάνω φραγκοδίφραγκα. Την φίλησες;»

Αυτός όμως δεν απαντάει. Αντιθέτως, γυρίζει να πηγαίνει στο μπάνιο, αλλά ο Ιάσονας δεν το βάζει κάτω και τον ακολουθεί καταπόδας, εκνευρίζοντας τον.

«Γιατί μ' ακολουθείς σαν τις αμαρτίες μου, ρε μαλάκα;»

«Πες μου! Το έκανες;»

«Αν σου πω, θα μ' αφήσεις ήσυχο;»

«Όχι, αλλά πεις έτσι κι αλλιώς!»

Ο Στέφανος γυρίζει τα μάτια του και μπαίνει στο ντους. Ο Ιάσονας κάθεται στο κλειστό καπάκι της λεκάνης.

«Είναι περίεργο, ξέρεις»

Ο Στέφανος αναστενάζει.

«Ποιο;»

«Συνήθως μου τα λες όλα τα πρώτα πέντε δευτερόλεπτα όταν χαμουρεύεσαι με κάποια. Κανονικά θα έπρεπε να ξέρω τα πάντα για την Άρτεμις μέχρι τώρα. Πόσο σφιχτός είναι ο κώλος της, πόσο μεγάλα είναι τα βυζιά της κ.λπ.»

«Για να στα πω όλα αυτά, πρέπει να περιμένεις μέχρι να τ' ανακαλύψω πρώτα»

«Περίμενε! Περίμενε! Μου λες ότι δεν την χούφτωσες;»

«Όχι, ρε διεστραμμένε. Δεν την χούφτωσα»

«Ναι, αλλά τη φίλησες»

«Ναι, την φίλησα»

«Και πώς ήταν;»

«Ωραία»

«Κατάλαβα. Με το τσιγκέλι θα στα βγάλω. Κι αυτή τι έκανε;»

«Φτερνίστηκε στο πρόσωπο μου»

Ο Ιάσονας αρχίζει να γελάει.

«Τι; Μπλιαχ! Αυτό θα ήταν απαίσιο!»

«Βασικά ... Ήταν κάπως χαριτωμένο. Αυτή ήταν πολύ χαριτωμένη»

«Χαριτωμένη; Αυτή φτερνίστηκε στο πρόσωπο σου ...»

«Δύο φορές μάλιστα»

«Δύο φορές και ήταν χαριτωμένη;»

«Απίστευτα χαριτωμένη»

«Γαμημένη Κόλαση! Ήδη την αγαπάς!»

«Πως κατέληξες σ' αυτό, μικρέ μου συμπερασματολόγε;»

Ο Ιάσονας αρχίζει να μετράει με τα δάχτυλα του.

«Ένα, τη φίλησες, αλλά δεν την χούφτωσες. Αυτό σημαίνει ότι την σεβάστηκες. Δύο, σου γέμισε σάλια τη μούρη σου, δύο φορές, και τη βρήκες χαριτωμένη. Και τρία, δεν έχεις αναφέρει ούτε μια φορά ότι ανυπομονείς να την πηδήξεις, οπότε είσαι πρόθυμος να περιμένεις. Θέλεις κι άλλα;»

«Δεν είναι τόσο απλό, ρε φίλε»

«Φυσικά και είναι απλό. Αυτή είναι single, εσύ είσαι single. Αυτή είναι κουκλάρα, κι εσύ είσαι ... έτσι όπως είσαι»

«Άντε, ρε μαλάκα! Είμαι καυτός και το ξέρεις!»

«Ναι! Ναι! Ό, τι πεις! Σε θέλει, την θέλεις. Δεν υπάρχει τίποτα περίπλοκο εδώ. Γιατί δεν αφήνεις τον εαυτό σου να προχωρήσει, ρε φίλε; Τι στο διάολο σε κρατάει πίσω;»

«Δεν είναι τι, αλλά ποιος»

«Α, όχι! Μη μου ξαναπείς για την σκύλα γιατί θα τσακωθούμε άσχημα!»

«Πρέπει να της μιλήσω για την Αφροδίτη, Νάκο, αλλά φοβάμαι ότι θα τρέξει μακριά μου αν τα μάθει»

«Αλήθεια πιστεύεις ότι δεν τα ξέρει ήδη;»

«Πώς μπορεί να τα ξέρει;»

«Έλα, ρε φίλε τώρα! Σε ποιο παράλληλο σύμπαν ζεις; Χθες διάβασα σε μια ιστοσελίδα τι νούμερο εσώρουχο φοράω και εγώ είμαι απλά ο καλύτερος σου φίλος»

«Αλήθεια; Καημενούλη μου! Τώρα όλοι ξέρουν για το μικρό σου πρόβλημα»

«Το μικρό μου τι; ... Έη! Δεν υπάρχει τίποτα μικρό πάνω μου, εντάξει;»

«Ναι, καλά!»

«Ρώτα την αδερφή σου!»

«Παλιομαλάκα!»

«Πήγες γυρεύοντας! Τέλος πάντων! Είμαι σίγουρος ότι η Άρτεμις σ' έχει ήδη γκουγκλάρει και γι' αυτό πρέπει να της μιλήσεις και να της πεις την αλήθεια»

«Ναι, το ξέρω»

«Σε συμβουλεύω να το κάνεις σύντομα»

«Θα το κάνω»

«Τέλεια! Πες μου τώρα τα πάντα για το φιλί»


Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro