Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Όταν ο Τίγρης συνάντησε την Θεά του Κυνηγιού ...

~ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 8 ΜΑΡΤΙΟΥ 2019 ~ ΓΥΡΩ στις ΕΝΤΕΚΑ ΤΟ ΠΡΩΙ ~

~ ΚΤΗΜΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ~ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗ ~

~ ΣΠΙΤΙ του ΤΖΑΚΟΥ & της ΜΑΙΡΗΣ ~ ΚΡΕΒΑΤΟΚΑΜΑΡΑ ~

Αφού έκανε ένα γρήγορο ντους και δανείστηκε καθαρά ρούχα απ' τον Τζάκο, ο Στέφανος ετοιμάζεται, έχοντας μια περίεργη διάθεση. Είναι χαρούμενος, αλλά δεν ξέρει γιατί. Μετά από πολύ καιρό, χαμογελάει χωρίς κανένα λόγο. Αυτό βέβαια δεν περνάει απαρατήρητο απ' τον πατέρα του, ο οποίος του κάνει παρέα όσο ντύνεται, πίνοντας καφέ.

«Τι τρέχει, Τίγρη;»

«Τίποτα. Γιατί ρωτάς;»

«Έλα τώρα! Δεν μπορείς να μου κρυφτείς. Χαμογελάς σαν ηλίθιος όλη την ώρα. Κάτι έγινε στο Παρίσι»

«Δεν έγινε τίποτα απολύτως στο Παρίσι. Τουλάχιστον όχι σε μένα. Ήταν ένα επαγγελματικό ταξίδι όπως όλα τ' άλλα. Πέρασα όμορφα με την Αριάδνη, αλλά μέχρι εκεί»

«Τι εννοείς πέρασες όμορφα με την Αριάδνη;»

«Όχι αυτό που νομίζεις, πάντως»

«Σου αντιστέκεται, ε;»

«Σθεναρά!»

«Καλά να πάθεις! Εσύ διάλεξες μια καυτή λεσβία για γραμματέα»

«Ναι. Μεγάλο λάθος»

Αυτοί γελούν. Τότε, ο Στέφανος κάθεται στο κρεβάτι, δίπλα στον πατέρα του.

«Να σου πω την αλήθεια, δεν ξέρω τι μου συμβαίνει. Από χθες, απ' τη στιγμή που κανόνισα αυτό το τραπέζι, νιώθω περίεργα»

«Περίεργα πως;»

«Είμαι χαρούμενος, αλλά δεν ξέρω γιατί. Δεν έχω τίποτα να περιμένω, αλλά ταυτόχρονα νιώθω ότι κάτι έρχεται. Τρελά πράγματα! Ποιος ξέρει; Ίσως χρειάζομαι απλώς ένα διάλειμμα ή κάτι τέτοιο»

«Δεν νομίζω, φιλαράκο»

«Τι εννοείς;»

«Ήμουν κι εγώ εκεί που είσαι. Έχω νιώσει έτσι στο παρελθόν»

«Πότε;»

«Την μέρα που γνώρισα τη μητέρα σου. Εκείνο το πρωί ξύπνησα μ' έναν περίεργο ενθουσιασμό χωρίς προφανή λόγο, και λίγες ώρες αργότερα ο Όμηρος ήρθε να μου συστήσει τη νέα μου καμαριέρα»

«Και η ζωή σου άλλαξε για πάντα, ε;»

«Δεν μπορείς καν να φανταστείς»

«Πώς ένιωσες όταν την πρωτοείδες;»

«Σαν να με χτύπησε κεραυνός. Όταν με κοίταξε, τα μάτια της με μάγεψαν και το επόμενο δευτερόλεπτο ήξερα ότι αυτή η γυναίκα ήταν αυτό που έψαχνα σ' όλη μου τη ζωή. Το μικρό μου μελαχρινό αγγελούδι»

«Νομίζεις ότι θα συμβεί το ίδιο και σε μένα εκεί που πάω;»

«Μου μοιάζεις σε όλα. Γιατί όχι και σ' αυτό;»

«Όχι. Δεν υπάρχει περίπτωση. Καταρχάς, δεν είναι η πρώτη φορά που βλέπω τη Λαμπρινή και δεύτερον, και πιο σημαντικό, αυτή δεν έχει καμία σχέση μ' αυτό που ψάχνω»

«Τι είναι αυτό που ψάχνεις;»

«Μια όμορφη, σέξι και γενναία γυναίκα σαν τη μαμά. Αντιδραστική αλλά ταυτόχρονα υπάκουη σαν τη Σελήνη. Σοφιστικέ αλλά και λίγο πρόστυχη σαν την Θαλασσινή. Αυθόρμητη αλλά και υπεύθυνη σαν την Χλόη και πάνω απ' όλα ικανή να με κάνει να γελάω χωρίς να ρεζιλεύει τον εαυτό της»

Ο Τζάκος καγχάζει.

«Με λίγα λόγια, ψάχνεις την τέλεια γυναίκα»

«Νομίζεις ότι ζητάω πολλά;»

«Μετά το φιάσκο με την τσούλα, όχι, αλλά ...»

«Αλλά είναι πολύ δύσκολο να τη βρω, έτσι δεν είναι;»

«Όχι, Τίγρη. Δεν λέω αυτό. Για κάθε άντρα υπάρχει μια γυναίκα. Η ιδανική γυναίκα. Και κάπου εκεί έξω, βρίσκεται η δική σου. Είμαι σίγουρος γι' αυτό. Απλώς ανησυχώ μήπως χάνεις πολύτιμο χρόνο ψάχνοντας την»

«Δεν πειράζει, ρε Μπαμπά. Θα περιμένω όσο χρειαστεί. Δεν πρόκειται να το ρισκάρω ξανά. Δεν μπορώ να το ρισκάρω ξανά. Δεν έχω χώρο στην καρδιά μου για περισσότερη απογοήτευση»

«Το ξέρω, γιε μου. Το ξέρω»

~ ΑΡΚΕΤΗ ΩΡΑ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ~ ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ την ΜΙΑ ~

~ ΟΔΟΣ ΑΧΑΙΑΣ 43 ~ ΕΞΑΡΧΕΙΑ ~

Ο Στέφανος φτάνει στο σπίτι της Λαμπρινής και παρκάρει το αυτοκίνητο. Παίρνει το κρασί και τα γλυκά που έφερε απ' το Παρίσι, καθώς και τα λουλούδια που αγόρασε καθ' οδόν, και περπατάει μέχρι την είσοδο της πολυκατοικίας. Χτυπάει το κουδούνι με το όνομα Αδαμοπούλου και λίγα δευτερόλεπτα αργότερα ακούγεται η γλυκιά φωνή της απ' το θυροτηλέφωνο.

«Ναι;»

«Εγώ είμαι, Λαμπρινή»

«Ναι, φυσικά. Σου ανοίγω»

«Σε ποιον όροφο;»

«Στον έκτο»

«Εντάξει»

Αυτή πατάει το κουμπί που ανοίγει την πόρτα κι ο Στέφανος μπαίνει στην πολυκατοικία. Περπατάει προς το ασανσέρ και το χαμόγελο του σβήνει όταν βλέπει την ταμπέλα με τις φρικτές λέξεις ΔΕΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΕΙ να κρέμεται στην πόρτα.

«Πλάκα μου κάνεις!»

Απρόθυμα, παίρνει τις σκάλες και μετά από πάρα πολλά σκαλιά, φτάνει στον έκτο όροφο εντελώς λαχανιασμένος.

«Αν δεν αξίζει το φαγητό της, ορκίζομαι ότι θα το πληρώσει ακριβά!»

Προσπαθώντας να πάρει ανάσα, πηγαίνει στην πόρτα του διαμερίσματος και χτυπάει το κουδούνι. Η Λαμπρινή, με ένα πλατύ χαμόγελο, ανοίγει αμέσως την πόρτα, σαν να περίμενε από πίσω και βλέπει τον Στέφανο να την κοιτάζει με στενά μάτια.

«Ωραίο τρόπο διάλεξες να μ' εκδικηθείς που σε απέλυσα. Μ' έκανες να αφήσω τα πνευμόνια μου στο κατώφλι σου. Καλή δουλειά!»

«Τι; Ωχ! Εννοείς το ασανσέρ. Λυπάμαι γι' αυτό. Το καταραμένο χάλασε σήμερα το πρωί»

«Τι τυχερός που είμαι!»

«Έλα μέσα. Νομίζω ότι χρειάζεσαι λίγο νερό»

«Νομίζεις, ε;»

Αυτή κάνει στην άκρη, γελώντας κι αυτός μπαίνει στο διαμέρισμα. Της δίνει τα πράγματα που έφερε και σωριάζεται στον καναπέ.

«Στέφανε, δεν έπρεπε»

«Ναι. Μπλα-μπλα-μπλα! Φέρε μου νερό τώρα. Σε παρακαλώ!»

«Αμέσως»

Αυτή πηγαίνει στην κουζίνα, αφήνει τα πράγματα στον πάγκο και επιστρέφει μ' ένα ποτήρι κρύο νερό, το οποίο δίνει στον Στέφανο, ο οποίος το πίνει μονορούφι.

«Ευχαριστώ»

«Παρακαλώ»

Αφού συνήλθε λίγο απ' την ανάβαση, αυτός κοιτάζει τριγύρω στο διαμέρισμα. Είναι μικρό, αλλά αρκετά μοντέρνο και πολύ, πολύ προσεγμένο. Υπάρχουν παντού βάζα με λουλούδια και αρκετά πολύχρωμα λουλουδάτα μαξιλάρια στον μεγάλο καναπέ. Το πιο εντυπωσιακό όμως είναι τα τεράστια παράθυρα που γεμίζουν το δωμάτιο με έντονο ηλιακό φως.

«Πολύ όμορφο το σπίτι σου»

«Ναι. Είναι σαν ... Τι; Το μπάνιο σου;»

«Αν μιλάς για το σπίτι των γονιών μου, ναι, το μπάνιο τους είναι πραγματικά μεγαλύτερο, αλλά το δικό μου σπίτι δεν είναι πολύ μεγαλύτερο»

«Ζεις μόνος σου; Δεν το ήξερα»

«Όχι πραγματικά. Όταν έκλεισα τα δεκαοχτώ, μετακόμισα με ... Τέλος πάντων! Τώρα μένω στην Γλυφάδα με τον κολλητό μου τον Ιάσονα»

«Α! Τον είχα δει στην εταιρία μερικές φορές»

«Ναι, αυτός είναι, αλλά έλα τώρα ... Κάτσε και πες μου τα πάντα για τον αδερφό σου»

Αυτή κάθεται δίπλα του στον καναπέ και του εξηγεί τι ακριβώς συνέβη με την επέμβαση του αδερφού της.

«Και είναι καλά τώρα, σωστά; Θέλω να πω, δεν πρόκειται ν' αρρωστήσει ποτέ ξανά, έτσι δεν είναι;»

«Ναι. Ναι. Ο γιατρός μας διαβεβαίωσε γι' αυτό. Η λευχαιμία ανήκει σίγουρα στο παρελθόν. Αυτός θα έχει μια μακριά και καλή ζωή ... Χάρη σε σένα»

«Σε παρακαλώ, Λαμπρινή. Όχι πάλι!»

«Μα πρέπει να σου πω»

«Πραγματικά δεν χρειάζεται»

«Είσαι πολύ καλός»

«Όχι τόσο όσο νομίζεις»

«Δεν συμφωνώ. Είσαι ο καλύτερος»

«Τέλος πάντων! Πες μου για σένα τώρα. Πονάς ακόμα;»

«Λίγο. Οι πρώτες μέρες ήταν αρκετά δύσκολες, αλλά δεν πειράζει. Όλος ο πόνος στον κόσμο δεν είναι τίποτα μπροστά στο χαμόγελο του Νικολάκη. Θα το έκανα χίλιες φορές χωρίς δισταγμό»

Αυτός σκύβει κοντά της και βγάζει τα μαλλιά απ' τα μάτια της με τα δάχτυλα του.

«Ξέρω τι εννοείς»

Αυτή σηκώνει το κεφάλι της και τον κοιτάζει κατευθείαν στα μάτια.

«Γιατί ήρθες εδώ, Στέφανε;»

«Για φαγητό»

«Έλα τώρα. Δεν είμαι κοριτσάκι. Ξέρω ότι ένας άντρας δεν πηγαίνει ποτέ στο σπίτι μιας γυναίκας μόνο για φαγητό, εκτός κι αν είναι φίλος της κι εσύ δεν είσαι φίλος μου»

«Και τι; Θα είχες πρόβλημα αν είχα έρθει εδώ για κάτι περισσότερο;»

«Αν σου άρεσα πραγματικά, δεν θα είχα κανένα απολύτως, αλλά δεν σου αρέσω, Στέφανε»

«Πώς το ξέρεις;»

«Είναι προφανές. Δεν είμαι ο τύπος σου. Εσύ προτιμάς διαφορετικές γυναίκες»

Ο Στέφαν γέρνει πίσω στον καναπέ και περνάει τα χέρια του μέσα απ' τα μαλλιά του.

«Έχεις δίκιο, κοριτσάκι. Δεν είσαι ο τύπος μου. Μην με παρεξηγήσεις. Είσαι πολύ όμορφη και γλυκιά. Είσαι χαριτωμένη κι ευγενική και είμαι σίγουρος ότι μπορείς να κάνεις έναν άντρα πολύ ευτυχισμένο. Μόνο που αυτός ο άντρας δεν είμαι εγώ»

«Το καταλαβαίνω και φυσικά δεν σε παρεξηγώ. Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι γιατί ήρθες εδώ, αφού δεν είχες σκοπό ν' ασχοληθείς μαζί μου»

«Ειλικρινά, δεν έχω ιδέα. Είναι αλήθεια ότι ήρθα εδώ για κάτι άλλο και όχι μόνο για φαγητό. Το θέμα είναι ότι δεν ξέρω τι διάολο είναι αυτό το κάτι άλλο»

Ξαφνικά, τα μάτια της Λαμπρινής φωτίζονται καθώς σχηματίζεται μια ιδέα στο κεφάλι της.

«Πες μου κάτι, Στέφανε»

«Τι;»

«Πιστεύεις στη μοίρα;»

Αυτός την κοιτάζει μπερδεμένος, αλλά πριν προλάβει ν' ανοίξει το στόμα του, ένας θόρυβος από μέσα τους κάνει και τους δύο να τρομάξουν.

«Τι ήταν αυτό;»

«Η μοίρα που σου έλεγα. Δώσε μου ένα λεπτό»

Αυτή σηκώνεται και πηγαίνει προς την πόρτα του διαδρόμου που οδηγεί στα άλλα δωμάτια, αφήνοντας τον Στέφανο να την κοιτάζει σαν ηλίθιος.

«Άρτεμις; Τι ήταν αυτός ο θόρυβος;»

Αυτός, ακούγοντας αυτό το όνομα, σκέφτεται πόσο όμορφο ακούγεται και αμέσως μετά, όταν μια άγνωστη γυναικεία φωνή ακούγεται από μέσα, σκέφτεται ότι η φωνή στην οποία ανήκει αυτό το όνομα είναι ακόμα πιο όμορφη.

«Δεν ήταν τίποτα καλέ! Το νυχτικό μου έπεσε στο πάτωμα»

«Πλάκα μου κάνεις; Και έκανε τόσο θόρυβο;»

«Ναι, γιατί ήμουν κι εγώ μέσα!»

Εκείνη τη στιγμή, αυτός δεν μπορεί να συγκρατηθεί κι αρχίζει να γελάει υστερικά ενώ η Λαμπρινή συνεχίζει την συζήτηση με την άγνωστη στο μέσα δωμάτιο.

«Θεέ μου! Έπεσες; Είσαι καλά;»

«Νομίζω πως ναι. Τσεκάρω αυτή τη στιγμή, αλλά μου φάνηκε ότι άκουσα έναν άντρα να γελάει. Πες μου ότι έχεις κάποιον εκεί μέσα και ότι τα αυτιά μου δεν έπαθαν ζημιά απ' το πέσιμο»

Η Λαμπρινή γυρίζει τα μάτια της κι ο Στέφανος γελάει ακόμα πιο δυνατά.

«Έλα να δεις και μόνη σου»

«Αξίζει τον κόπο;»

Η Λαμπρινή κοιτάζει τον Στέφανο που κλαίει από τα γέλια.

«Περισσότερο απ' όσο μπορείς να φανταστείς»

«Έρχομαι»

Η Λαμπρινή επιστρέφει στον καναπέ όπου ο Στέφανος σκουπίζει τα δάκρυα απ' τα μάτια του.

«Λυπάμαι γι' αυτό»

«Πλάκα μου κάνεις; Ήταν ξεκαρδιστικό»

«Ναι. Η ξαδέρφη μου έχει αυτό το χάρισμα. Μπορεί να κάνει τους άλλους να γελούν χωρίς να γίνεται γελοία η ίδια. Ίσως φταίει το αίμα που τρέχει μέσα στις φλέβες της»

«Τι εννοείς;»

«Είναι μισή Ισπανίδα, απ' την μεριά της μητέρας της, η οποία ήρθε στην Ελλάδα για διακοπές, στην Σαντορίνη συγκεκριμένα, πριν είκοσι πέντε χρόνια, γνώρισε τον πατέρα της, που είναι ξάδερφος του δικού μου, και τον ερωτεύτηκε. Παντρεύτηκαν αμέσως και εννέα μήνες αργότερα γεννήθηκε η Άρτεμις. Λυπάμαι που δεν σου είπα γι' αυτήν πριν έρθεις. Ήρθε ξαφνικά σήμερα το πρωί από Αμερική. Προσπάθησα να σε καλέσω, αλλά το τηλέφωνο σου ήταν απενεργοποιημένο»

«Ναι, έμεινα από μπαταρία, αλλά με ρώτησες κάτι για τη μοίρα πριν. Γιατί;»

«Ξέχνα το! Κάτι σκέφτηκα, αλλά δεν ξέρω. Ο χρόνος θα δείξει. Τέλος πάντων! Αν έχεις πρόβλημα με το γεγονός ότι δεν θα είμαστε μόνοι, μπορείς να φύγεις»

«Συγγνώμη, αλλά δεν πάω πουθενά αν δεν γνωρίσω την ξαδέρφη σου. Είμαι πολύ περίεργος»

Η Λαμπρινή καγχάζει.

«Δεν είναι η περιέργεια που σε κρατάει εδώ»

«Και τι είναι τότε; Η μοίρα;»

«Γύρνα και δες μόνος σου»

Ο Στέφαν γυρίζει και ένας κεραυνός τον χτυπά στον πυρήνα της ύπαρξης του. Μια θεά εμφανίζεται μπροστά στα μάτια του. Μια αληθινή θεά με αγαλματένιο κορμί και θεϊκές καμπύλες, μαύρα μακριά ίσια μαλλιά και μεγάλα καθαρά γκρίζα μάτια. Για πρώτη φορά στη ζωή του, αυτός δεν μπορεί να δει τίποτα άλλο εκτός απ' αυτήν. Δεν μπορεί να δει ή ν' ακούσει τίποτα άλλο. Δεν μπορεί καν να σκεφτεί. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να μυρίζει το άρωμα που αναδύεται απ' το σώμα της καθώς τον πλησιάζει ... Γαρδένια.

Αυτός σηκώνεται και τα βλέμματα τους συναντιόνται. Αυτοί κοιτάζονται βαθιά στα μάτια. Θα μπορούσες να πεις ότι είναι όπως στις ταινίες, μόνο που η φούσκα σκάει όταν η έκφραση στο όμορφο πρόσωπο της αλλάζει καθώς τον αναγνωρίζει. Αυτή παίρνει μια περίεργη, ύποπτη έκφραση που τον αναγκάζει να κάνει ένα βήμα πίσω.

«Σε ξέρω εσένα! Σ' έχω ξαναδεί. Είσαι ο άντρας στη φωτογραφία στον τοίχο, στην ταβέρνα του παππού μου»

«Εγώ;»

Η Λαμπρινή μπαίνει στην μέση.

«Δεν μπορεί, Άρτεμις! Συγγνώμη, αλλά δεν ξέρεις τι λες»

«Ξέρω πολύ καλά τι λέω, Λαμπρινή. Δεν μπορεί να κάνω λάθος. Μεγάλωσα μαζί του»

«Περίμενε! Εννοείς τον Ξανθό Πρίγκιπα;»

«Ναι»

Ακούγοντας αυτές τις λέξεις, ο Στέφανος αρχίζει να καταλαβαίνει.

«Ο Ξανθός Πρίγκιπας, ε; Αυτό λέει πολλά. Μίλησες για μια ταβέρνα»

Η Άρτεμις βάζει τα χέρια στην μέση της.

«Ναι. Ήταν του παππού μου και τώρα την έχει ο μπαμπάς μου»

«Πού ακριβώς είναι αυτή η ταβέρνα;»

«Στην Σαντορίνη»

«Μάλιστα»

Η Λαμπρινή γελάει.

«Απίστευτο! Πάντα πίστευα ότι ο Ξανθός Πρίγκιπας ήταν αποκύημα της φαντασίας σου. Ότι δεν υπήρχε στην πραγματικότητα»

Η Άρτεμις μορφάζει.

«Πρώτον, σ' ευχαριστώ γι' αυτό, ξαδέρφη, και δεύτερον, μην παίρνεις υπόψη σου αυτά που λέω. Δεν μπορεί να είναι αυτός. Αυτή η φωτογραφία είναι στον τοίχο για περισσότερα από είκοσι χρόνια. Αν όντως υπήρχε, αυτός πρέπει να είναι στα πενήντα του τώρα»

Ο Στέφανος χαμογελάει.

«Πενήντα ένα, για την ακρίβεια»

Τα δύο κορίτσια γυρίζουν έκπληκτα το κεφάλι τους και τον κοιτάζουν μιλώντας με μία φωνή.

«Τι είπες;»

Αυτός σηκώνει τα χέρια του ψηλά.

«Ήρεμα, κορίτσια! Είπα ότι αυτός, ο Ξανθός Πρίγκιπας απ' τα παιδικά σου χρόνια, υπάρχει πραγματικά και είναι πενήντα ενός χρονών. Δεν το πιστεύω! Δεύτερη φορά μέσα σε λίγες μέρες. Καταραμένη ομοιότητα!»

Η Άρτεμις παραξενεύεται.

«Ομοιότητα; Τι στο διάολο υποτίθεται ότι σημαίνει αυτό;»

«Σημαίνει ότι μιλάς για τον πατέρα μου. Η φωτογραφία στην οποία αναφέρεσαι, αυτή πάνω στο γιοτ με θέα το ηφαίστειο ... Υπάρχει μια ίδια στο σαλόνι του σπιτιού των γονιών μου. Κι εγώ μεγάλωσα μ' αυτή τη φωτογραφία»

Η Λαμπρινή προσπαθεί να χωνέψει όλα αυτά που ακούει.

«Πλάκα μου κάνετε! Τι είδους σύμπτωση είναι αυτή;»

Ο Στέφανος της μιλάει, αλλά τα μάτια του παραμένουν στην Άρτεμις.

«Δεν είναι σύμπτωση, Λαμπρινή. Το είπες και μόνη σου. Είναι η μοίρα»

Η Άρτεμις του ανταποδίδει το βλέμμα.

«Πιστεύεις στη μοίρα;»

«Για να είμαι ειλικρινής, όχι και τόσο, αν και υπάρχουν πολλά παραδείγματα στην οικογένεια μου, αλλά ...»

«Αλλά τι;»

«Αλλά είμαι πρόθυμος ν' αλλάξω γνώμη. Όμως πρώτα πρέπει να συστηθούμε σωστά»

Αυτός απλώνει το χέρι του κι αυτή βάζει μέσα το δικό της.

«Στέφανος Ηλιόπουλος»

«Άρτεμις Αυγερινού»

«Δεν μπορείς καν να φανταστείς πόσο χαίρομαι που σε γνωρίζω, Άρτεμις Αυγερινού»

«Κι εγώ, Στέφανε Ηλιόπουλε, και πραγματικά λυπάμαι για την επίθεση νωρίτερα. Ελπίζω να καταλαβαίνεις. Το να βλέπεις τον ήρωα της παιδικής σου ηλικίας είναι λίγο περίεργο. Σοκαρίστηκα κάπως»

«Δεν πειράζει. Καταλαβαίνω απόλυτα, αλλά ... Ο ήρωας της παιδικής σου ηλικίας; Δεν έχω ακούσει ποτέ κορίτσι να το λέει αυτό για την εφηβική της αγάπη»

«Εφηβική αγάπη; Ω, όχι! Τα έχεις καταλάβει όλα λάθος. Δεν ήμουν ερωτευμένη με τον Ξανθό Πρίγκιπα. Τον θαύμαζα και μερικές φορές τον βοηθούσα»

«Τι εννοείς;»

«Κοίτα ... Ο συγχωρεμένος ο παππούς μου ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος με αχαλίνωτη φαντασία. Μου έλεγε ιστορίες, αλλά όχι τα συνηθισμένα κοριτσίστικα παραμύθια. Δικές του ιστορίες με τέρατα, δράκους και φαντάσματα, και σε κάθε μία απ' αυτές ο ήρωας που έσωζε τη μέρα ήταν ο Ξανθός Πρίγκιπας στη φωτογραφία»

«Κι εσύ πώς τον βοηθούσες;»

«Πολεμούσα μαζί του. Ήμουν η θεά με το τόξο που βοηθούσε τον Πρίγκιπα να νικήσει τους κακούς»

«Θα ήθελα πολύ ν' ακούσω αυτές τις ιστορίες»

«Θα ήθελα πολύ να σου τις διηγηθώ»

Όλη αυτή την ώρα, κανείς τους δεν έχει τραβήξει το χέρι του. Μιλούν, κρατώντας ο ένας τον άλλον και κοιτάζονται στα μάτια, ξεχνώντας εντελώς τη Λαμπρινή, που ξεροβήχει για να τραβήξει την προσοχή τους.

«Συγγνώμη που διακόπτω, αλλά πάω να στρώσω το τραπέζι. Δεν με χρειάζεστε έτσι κι αλλιώς»

Αυτοί τραβούν τα χέρια τους. Ο Στέφανος κοιτάζει αμήχανα τα παπούτσια του ενώ η Άρτεμις περνάει το χέρι της μέσα στα μαλλιά της και δαγκώνει τα χείλη της. Και οι δύο προσφέρονται να βοηθήσουν την Λαμπρινή, αλλά εκείνη αρνείται.

«Όχι. Όχι. Δεν πειράζει. Τα έχω όλα έτοιμα. Δεν χρειάζομαι καμία βοήθεια. Εσείς καλύτερα να καθίσετε εδώ και να κάνετε παρέα ο ένας στον άλλον»

«Μα εσύ μαγείρεψες, βρε ξαδέρφη»

«Σωστά. Πρέπει να κάνουμε κι εμείς κάτι»

«Αγαπητή μου ξαδέρφη και αγαπητό μου πρώην αφεντικό, με όλη την αγάπη και τον σεβασμό που σας έχω, σκάστε και καθήστε κάτω!»

Ο Στέφανος κοιτάζει ξανά την Άρτεμις.

«Νομίζω ότι πρέπει να υπακούσουμε»

Αυτή γελάει.

«Ναι. Μπορεί να είναι μικροσκοπική, αλλά μπορεί να γίνει πραγματικά επικίνδυνη όταν το θέλει»

«Θα το έχω υπόψη μου»

Η Λαμπρινή πηγαίνει στην κουζίνα γυρίζοντας τα μάτια της και οι άλλοι δύο κάθονται στον καναπέ γελώντας. Πριν δούμε τι θα συμβεί στη συνέχεια, τι θα λέγατε τώρα να μπούμε λίγο πιο βαθιά στο μυαλό τους για να δούμε τι ακριβώς σκέφτονται αυτοί οι δύο;

~ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΜΥΑΛΟ ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ~

Αυτό είναι λοιπόν! Γι' αυτό το ένστικτο μου μ' ανάγκασε να έρθω εδώ. Για να τη γνωρίσω. Άρτεμις Αυγερινού. Κοίτα την! Είναι τόσο όμορφη. Τα μαύρα μαλλιά της είναι σαν την άβυσσο. Μια άβυσσος που πεθαίνω να βυθιστώ μέσα της. Φαίνονται τόσο απαλά. Ω, Θεέ μου! Θέλω να τα νιώσω να πέφτουν βαριά στο στήθος μου όταν σκύβει να με φιλήσει. Τα μάτια της! Γκρι σαν τον θυμωμένο ουρανό λίγο πριν την καταιγίδα. Τα χείλη της μοιάζουν με ζουμερό φρούτο. Πώς θα είναι άραγε να φιλάω αυτά τα χείλη; Ο λευκός λαιμός της, σαν όμορφος κύκνος. Θέλω να κρύψω το πρόσωπο μου στις καμπύλες της και να μυρίσω το άρωμα της. Γαρδένια. Πάντα μου άρεσαν οι γαρδένιες. Πρέπει να πω στη μαμά να φυτέψει μερικές. Και όσο για το σώμα της. Ουάου! Κοίτα όλες αυτές τις καμπύλες! Το στήθος της ασφυκτιά μέσα στο σουτιέν της. Οι στρογγυλοί γοφοί της μέσα στο στενό της παντελόνι. Τα μακριά πόδια της να τυλίγονται γύρω απ' τη μέση μου. Για να μην μιλήσω για τον σφιχτό της κώλο. Γαμώτο! Μπορώ να παίξω ντραμς σ' αυτόν τον κώλο. Σκατά! Τώρα καταλαβαίνω τι λένε όλοι οι άλλοι. Ο πατέρας μου, ο Άρης, ο Βίκος, ο Ορέστης, ο Ιάσονας, ο Μάξιμος. Τώρα ξέρω πώς είναι να βλέπεις μια γυναίκα για πρώτη φορά και να χάνεις το μυαλό σου. Να νιώθεις την καρδιά σου να χτυπάει σαν τρελή. Να νιώθεις τα χέρια σου να ιδρώνουν. Να την κοιτάς στα μάτια και να ξέρεις ότι είναι αυτή ... Η γυναίκα που έψαχνες σ' όλη σου τη ζωή. Αλλά όχι! Όχι τόσο γρήγορα! Πρέπει να σταματήσω. Πρέπει να περιμένω μέχρι να τη γνωρίσω λίγο καλύτερα. Πρέπει να είμαι σίγουρος. Δεν πρέπει να με παρασύρει η ομορφιά της. Πρέπει να προστατεύσω την καρδιά μου. Δεν αντέχω άλλη προδοσία. Αλλά μ' αρέσει τόσο πολύ. Σ' αυτά τα λίγα λεπτά που τη γνώρισα, ένιωσα τόσα πολλά διαφορετικά συναισθήματα απ' όσα έχω νιώσει για οποιαδήποτε άλλη γυναίκα όλα αυτά τα χρόνια. Ούτε καν για την Αφροδίτη. Ορίστε; Τι συνέβη μόλις τώρα; Γαμημένη κόλαση! Είναι τόσο αστείο! Τέσσερα χρόνια δεν μπορούσα ούτε καν να σκεφτώ το όνομα της χωρίς να πονάω, και τώρα ... Ποια ακριβώς είναι η Αφροδίτη είπαμε; Χα-χα-χα ... Καταπληκτικό! Και έτσι απλά, εν ριπή οφθαλμού, η θεά του κυνηγιού κατατρόπωσε τη θεά της ομορφιάς! Τι στο διάολο τρέχει μ' εμένα και τις θεές του Ολύμπου; Αλλά σοβαρά τώρα. Πρέπει να το πάρω χαλαρά. Θ' αφήσω τα πράγματα να πάνε όπως έχει αποφασίσει η μοίρα. Η μοίρα μ' έφερε εδώ κι αυτή είναι που κινεί τα νήματα, ό,τι κι αν κάνουμε εμείς οι άνθρωποι. Αν αυτή η γυναίκα είναι πραγματικά το πεπρωμένο μου, τότε ό,τι και να κάνω, θα καταλήξει στην αγκαλιά μου. Όπως λέει και το τραγούδι ... Όλοι έχουμε γραμμένο που το λένε πεπρωμένο και κανένας δεν μπορεί να τ' αποφύγει.

~ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΜΥΑΛΟ ΤΗΣ ΑΡΤΕΜΙΣ ~

Μπορεί κάποιος να μου πει γιατί δεν πίστευα σε μέντιουμ και βασκανίες όλα αυτά τα χρόνια; Γιατί κορόιδευα τη γιαγιά μου όταν διάβαζε το φλιτζάνι μου ή μου έριχνε τα χαρτιά και μου έλεγε ότι η μοίρα μου ήταν ένας ξανθός άντρας με περίεργα μάτια; Γιατί; Πόσο ηλίθια ήμουνα; Ποιος Θεός με φώτισε και αποφάσισα να κάνω αυτό το ταξίδι; Ποιον να ευχαριστήσω; Σε ποιον άγιο ν' ανάψω κερί; Σοβαρά τώρα! Κοίτα τον! Είναι τόσο όμορφος! Ένας Ολύμπιος θεός. Ο Ερμής; Χμμμ ... Όχι. Ο Άρης; Όχι. Ίσως ο Απόλλωνας; Όχι. Όχι. Όχι. Είναι ο Δίας! Στα νιάτα του, φυσικά, αλλά ναι ... Σίγουρα ο Δίας! Είναι αληθινός; Μπορώ να τον τσιμπήσω για να βεβαιωθώ ή θα νομίζει ότι είμαι τρελή; Τα ξανθά μαλλιά του, λαμπερά σαν τον ήλιο. Ο υπέροχος καλοκαιρινός ήλιος. Τα χείλη του, σαν ώριμη, ζουμερή φράουλα και τα μάτια του ... Αχ, αυτά τα μάτια! Δύο βιολέτες! Και το σώμα του ... Όλοι αυτοί οι μύες. Τα μπράτσα, οι μηροί. Βάζω στοίχημα ότι κάτω απ' το πουκάμισο του υπάρχουν σκληροί θωρακικοί και καλοσχηματισμένοι κοιλιακοί. Για να μην μιλήσω για τον σφιχτό του κώλο. Γαμώτο! Μπορώ να παίξω ντραμς σ' αυτόν τον κώλο! Και μετά είναι κι αυτό το φούσκωμα στο παντελόνι του; Τι θησαυρός να κρύβεται εκεί μέσα; Σκατά! Και τι διάολο είναι αυτή η έλξη που νιώθω; Τι είναι αυτό που με τραβάει κοντά του; Είναι σαν να είμαι φτιαγμένη από σίδερο κι αυτός είναι ένας μαγνήτης. Ποιος το έχει πει αυτό να δεις; Μα φυσικά! Η μητέρα μου. Είχε την ίδια αίσθηση όταν είδε για πρώτη φορά τον μπαμπά. Ο μαγνήτης και το σίδερο. Αλλά η μητέρα μου είναι τρελή. Υπέροχη, αλλά τρελή. Εγώ δεν είμαι έτσι. Δεν ήμουν ποτέ έτσι. Πρέπει να προσέχω. Δεν πρέπει να με παρασύρει η ομορφιά του. Πρέπει να περιμένω μέχρι να τον γνωρίσω λίγο καλύτερα. Καλύτερα ν' αφήσω τη μοίρα ν' αποφασίσει τι θα γίνει. Η μοίρα μ' έφερε εδώ κι αυτή είναι που κινεί τα νήματα, ό,τι κι αν κάνουμε εμείς οι άνθρωποι. Αν αυτός ο άντρας είναι όντως το πεπρωμένο μου, τότε ό,τι και να κάνω, θα καταλήξω στην αγκαλιά του! Όπως λέει και το τραγούδι ... Όλοι έχουμε γραμμένο που το λένε πεπρωμένο και κανένας δεν μπορεί να τ' αποφύγει.

Ενώ αυτές οι σκέψεις πλημμυρίζουν το μυαλό τους, αυτοί κουβεντιάζουν.

«Λοιπόν, Άρτεμις ... Η Λαμπρινή μου είπε ότι είσαι μισή Ισπανίδα»

«Ναι. Απ' την πλευρά της μητέρας μου»

«Έχεις ζήσει καθόλου εκεί;»

«Για πολύ λίγο, μερικούς μήνες για την ακρίβεια, στο χωριό της μητέρας μου, στο Sos Del Rey Católico, στα σύνορα των Πυρηναίων, αλλά ο μπαμπάς μου δεν άντεξε μακριά απ' τη θάλασσα και επιστρέψαμε, ευτυχώς, στην Σαντορίνη»

«Εκεί μεγάλωσες;»

«Ναι. Όταν τελείωσα το σχολείο, ήρθα για λίγο στην Αθήνα και πριν τρία χρόνια έφυγα για Αμερική για να δουλέψω. Έμεινα ένα χρόνο στην Νέα Υόρκη και δύο χρόνια στο Λος Άντζελες»

«Είσαι κοσμογυρισμένη, ε; Τέλειο!»

«Εσύ έχεις ταξιδέψει καθόλου;»

«Στην Ελλάδα έχω πάει σχεδόν παντού. Όσο για το εξωτερικό, στην Ευρώπη βασικά. Όχι όμως Αμερική»

«Ισπανία έχεις πάει;»

«Έχω περάσει, αλλά δεν έμεινα. Ήμασταν στην Πορτογαλία για το Euro το 2004 και στην επιστροφή περάσαμε από εκεί»

«Σου άρεσε;»

«Αυτά τα λίγα που είδα, πολύ. Αυτό όμως που λάτρεψα, ήταν η γλώσσα. Εσύ φαντάζομαι μιλάς Ισπανικά, έτσι δεν είναι;»

«Ναι. Η μαμά μου φρόντισε να μου τα μάθει μαζί με τα ελληνικά»

«Πες μου κάτι»

«Τι θέλεις να σου πω;»

«Πες μου πώς λέει ένας άντρας σε μια γυναίκα ότι είναι πολύ όμορφη»

«Estás muy bonita»

Αυτός επαναλαμβάνει την φράση κι εκείνη χαμογελάει.

«Μπράβο! Έχεις εξαιρετική προφορά»

«Δεν το είπα για ν' ακούσεις την προφορά μου»

«Γιατί το είπες τότε;»

«Γιατί το εννοώ. Είσαι πολύ όμορφη»

«Muchas gracias! Εεεε ... Ευχαριστώ πολύ»

Οι σπίθες ανάμεσα τους είναι ορατές. Οι ματιές που ανταλλάσσουν είναι τόσο καυτές που θα μπορούσαν εύκολα ν' ανάψουν ένα ολόκληρο μανουάλι με κεριά. Δεν είμαι σίγουρη τι θα συνέβαινε μεταξύ τους αν η Λαμπρινή δεν έμπαινε εκείνη ακριβώς τη στιγμή στο σαλόνι.

«Έη, εσείς οι δύο! Ελάτε! Το φαγητό σερβιρίστηκε!»

Αυτοί σηκώνονται απ' τον καναπέ και την ακολουθούν στην κουζίνα. Η Άρτεμις αγκαλιάζει την Λαμπρινή, που μοιάζει σαν μικρό κοριτσάκι μέσα στα μπράτσα της.

«Τι σπεσιαλιτέ μας ετοίμασες, ξαδερφούλα;»

«Είναι έκπληξη»

Ο Στέφανος απορεί.

«Καλά, εδώ δεν ήσουν; Πώς και δεν ξέρεις τι μαγείρεψε;»

«Κι όμως! Παρόλο που ήρθα πολύ νωρίς το πρωί και θα μπορούσα να τη βοηθήσω, η τρελή ξαδέρφη μου μ' έδιωξε απ' την κουζίνα. Δεν μου είπε καν ότι περίμενε καλεσμένο. Όταν το θέλει, γίνεται στρείδι! Ένα πεισματάρικο στρείδι»

Η Λαμπρινή καγχάζει.

«Είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα!»

«Γιατί το λες αυτό τώρα;»

«Γιατί εσύ είσαι αυτή που αρνείσαι πεισματικά ν' αποκαλύψεις γιατί έσυρες τον κώλο σου στο σπίτι μου στα καλά καθούμενα»

«Σου είπα. Ήρθα να δω τον Νικολάκη. Λυπήθηκα πολύ που δεν ήμουν συμβατή και δεν μπόρεσα να τον βοηθήσω»

Ο Στέφανος την κοιτάζει.

«Έκανες κι εσύ τεστ συμβατότητας;»

«Φυσικά. Μπορεί να ήμουν μακριά, αλλά είμαστε μια οικογένεια. Ένας για όλους και όλοι για έναν!»

Αυτός, ακούγοντας αυτά τα λόγια, χαμογελάει φανερά ευχαριστημένος και η Άρτεμις ανταποδίδει το χαμόγελο, ενώ η Λαμπρινή επιμένει.

«Ναι, έχεις δίκιο. Το ξέρω, αλλά τώρα ήρθε η ώρα να μου πεις τον πραγματικό λόγο»

«Τι εννοείς; Αυτός είναι ο λόγος»

Η Άρτεμις είναι φανερά σε δύσκολη θέση και ο Στέφανος σπεύδει να την βοηθήσει.

«Ξέρεις κάτι, Λαμπρινή; Μην φέρνεις την ξαδέρφη σου σε δύσκολη θέση. Μπορεί να μην θέλει να πει τον πραγματικό λόγο μπροστά μου»

«Αυτό φοβάμαι κι εγώ, Στέφανε. Γι' αυτό επιμένω»

«Όχι, δεν είναι αυτό. Δεν λέω τον πραγματικό λόγο, επειδή δεν υπάρχει πραγματικός λόγος»

«Τέλος πάντων! Θα το αφήσω προς το παρόν για να μην κρυώσει το φαγητό, αλλά θα το συζητήσουμε αργότερα. Καθήστε»

Ο Στέφανος τραβάει την καρέκλα και βοηθάει την Άρτεμις να καθίσει. Όταν αυτός κάθεται δίπλα της, αυτή σκύβει προς το μέρος του και του ψιθυρίζει στ' αυτί.

«Υπάρχει όντως άλλος λόγος, αλλά δεν μπορώ να σου πω. Τουλάχιστον όχι ακόμα»

Γέρνει κι εκείνος προς το μέρος της και της ψιθυρίζει επίσης.

«Μόλις με γνώρισες και δεν μ' εμπιστεύεσαι. Είναι απολύτως λογικό. Η εμπιστοσύνη κερδίζεται. Μπορώ να περιμένω μέχρι να κερδίσω τη δική σου»

«Ευχαριστώ»

Της χαμογελάει και μετά ρίχνει μια ματιά στο τραπέζι κι αυτό που βλέπει του αρέσει πολύ.

«Μμμμ ... Χωριάτικη σαλάτα»

Η Άρτεμις τον κοιτάζει.

«Έκανες μμμμ. Αυτό σημαίνει ότι σ' αρέσει αυτή η σαλάτα;»

«Εννοείται. Τι νόμιζες;»

«Δεν ξέρω. Είσαι πλούσιος και νόμιζα ... Βλακείες! Έπρεπε να το ξέρω ότι δεν είσαι σαν τους άλλους ψηλομύτες πλούσιους. Ο παππούς μου έλεγε και ξανάλεγε για την απλότητα των γονιών σου. Του Ξανθού Πρίγκιπα και του μελαχρινού του άγγελου»

«Το ξέρεις κι αυτό, ε;»

«Στις ιστορίες του παππού μου, δεν ήμουν η μόνη που βοηθούσα τον Πρίγκιπα στις περιπέτειες του. Αυτός είχε πάντα έναν άγγελο στον ώμο του. Ένα όμορφο μελαχρινό αγγελούδι»

Εκείνη τη στιγμή, μια ιδέα γεννιέται στο μυαλό του Στέφανου. Η δικαιολογία που έψαχνε για να της ζητήσει να βγούνε.

«Πες μου κάτι, Άρτεμις. Θέλεις να τους γνωρίσεις;»

«Ποιους;»

«Τον Πρίγκιπα και το Αγγελούδι του»

«Μπορώ;»

«Εύκολα. Πες ναι στο ραντεβού που σου ζητάω»

«Μου ζητάς ραντεβού;»

«Ναι. Γεύμα στους γονείς μου και μετά μπορούμε να πάμε όπου θέλεις»

«Πώς μπορώ να πω όχι σε κάτι τόσο δελεαστικό;»

«Δώσε μου ένα λεπτό»

Αυτός βγάζει το κινητό του και καλεί τον αριθμό της Μαίρης, η οποία το σηκώνει αμέσως.

«Αγοράκι μου ...»

«Γεια σου, Μαμά. Θέλω να μου κάνεις μια χάρη»

«Χμμμ ... Ν' ανησυχήσω;»

«Όχι, καχύποπτη Μαμά»

«Ποτέ δεν ξέρεις με τους Ηλιόπουλους»

«Ευχαριστώ γι' αυτό»

«Παρακαλώ. Πες μου τώρα τι θέλεις»

«Να φέρω κάποιον μαζί μου στο οικογενειακό τραπέζι την Κυριακή»

«Αυτό είναι όλο; Φυσικά, μωρό μου. Δεν χρειαζόταν καν να ρωτήσεις. Για ποιον πρόκειται;»

«Έκπληξη»

«Α, όχι! Μη μου το κάνεις αυτό!»

«Έλα τώρα! Μπορείς να περιμένεις»

«Εγώ μπορώ, αλλά τι γίνεται με τους άλλους; Έχεις ιδέα τι θα περάσω με τον νονό σου;»

«Μπορείς να χειριστείς τον G-Man. Πες και στον μπαμπά να σε βοηθήσει»

«Ναι. Ναι. Αυτός θα είναι μεγάλη βοήθεια. Τέλος πάντων! Ελπίζω να εκτιμήσεις τη θυσία που κάνω για σένα. Η θυσία της μάνας!»

«Το εκτιμώ, Μαμά»

«Μπράβο τ' αγόρι μου!»

«Θα σε δω την Κυριακή. Σ' αγαπάω!»

«Μέχρι τον ήλιο και πίσω, μωρό μου. Θα τα πούμε την Κυριακή»

«Γεια»

«Να προσέχεις»

Αυτός τερματίζει την κλήση και κοιτάζει την Άρτεμις.

«Αυτό ήταν! Την Κυριακή το μεσημέρι είσαι επίσημα καλεσμένη στο Πριγκιπικό Παλάτι απ' την κυρία του σπιτιού»

«Στέφανε ... Εγώ ... Δεν ξέρω τι να πω. Σ' ευχαριστώ!»

«Μη μ' ευχαριστείς ακόμα»

«Γιατί το λες αυτό;»

«Επειδή η οικογένεια μου ... Πώς να στο πω; Είναι λίγο παράξενη. Πρέπει να σε προειδοποιήσω»

Αυτή σκεπάζει το χέρι του με το δικό της.

«Μην ανησυχείς, Στέφανε. Μπορεί η δική μου οικογένεια να μην είναι τόσο μεγάλη, αλλά ... Είμαι σίγουρη ότι μπορώ να διαχειριστώ τη δική σου»

«Αφού το λες εσύ»

Για άλλη μια φορά, κανείς δεν τραβάει το χέρι του. Μένουν έτσι, απολαμβάνοντας την επαφή και κοιτάζουν ο ένας τον άλλον. Δεν προσέχουν τη Λαμπρινή μέχρι αυτή βάζει την πιατέλα με το ωραίο και νόστιμο φαγητό στο τραπέζι μπροστά τους.

«Εδώ είμαστε! Μακαρόνια με κιμά. Το αγαπημένο του πρώην αφεντικού μου, αλλά και της ξαδέρφης μου»

Ο Στέφανος βρίσκει την ευκαιρία να κοιτάξει ακόμα μία φορά την Άρτεμις.

«Σ' αρέσουν τα μακαρόνια με κιμά;»

«Πλάκα κάνεις; Θα μπορούσα να ζήσω μόνο με μακαρόνια. Ο μπαμπάς μου με φωνάζει Γλυκιά μου Μπολονέζ»

Η Λαμπρινή κάθεται απέναντι τους.

«Γλυκιά μου Μπολονέζ, σέρβιρε το φαγητό κι εσύ, καυτέ CEO, άνοιξε το κρασί που μας έφερες»

Ο Στέφανος γελάει.

«Κι εσύ τι θα κάνεις;»

«Τίποτα. Έχω κάνει ήδη αρκετά, δεν νομίζεις;»

Αυτός κοιτάζει ξανά την Άρτεμις.

«Περισσότερα απ' όσα μπορείς να φανταστείς, Λαμπρινή μου»

«Το ήξερα»

Η Άρτεμις σερβίρει τα σπαγγέτι νούμερο έξι με τον αχνιστό και μυρωδάτο ανάμεικτο, χοιρινό και μοσχαρίσιο κιμά στα πιάτα τους κι ο Στέφανος ανοίγει το φτιαγμένο από σταφύλια Gamay κόκκινο κρασί Beaujolais και γεμίζει τα ποτήρια τους. Η Λαμπρινή σηκώνει το δικό της.

«Λοιπόν, κύριε Ηλιόπουλε, θα μας κάνεις την τιμή με μία πρόποση;»

Αυτός σηκώνει το ποτήρι του.

«Όπως θέλετε, δεσποινίς Αδαμοπούλου. Στην υγειά του Νικολάκη και στις νέες γνωριμίες»

Αυτοί τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους και μετά αρχίζουν να τρώνε, γελώντας και μιλώντας. Μετά το φαγητό, ο Στέφανος βοηθάει τα κορίτσια να καθαρίσουν το τραπέζι και να πλύνουν τα πιάτα.

Η Λαμπρινή τον κοιτάζει σαν να είναι εξωγήινος.

«Δεν θα πίστευα ποτέ ότι ο Διευθύνων Σύμβουλος της Sun Corporation ξέρει πώς να πλένει πιάτα»

Ο Στέφανος συνοφρυώνεται.

«Πολύ αστείο! Προς ενημέρωση σου, ξέρω να κάνω όλες τις δουλειές του σπιτιού. Όλοι οι άντρες της οικογένειας μου ξέρουν»

Η Άρτεμις συμφωνεί.

«Το ίδιο κι ο πατέρας μου. Βοηθάει πολύ τη μητέρα μου, αν και η γιαγιά μου, η μητέρα του, έχει πολλές αντιρρήσεις. Ξέρεις, Ελληνίδα μάνα με μοναχογιό και τέτοια»

Η Λαμπρινή αναστενάζει.

«Ο δικός μου δεν κάνει τίποτα. Νομίζει ότι ο άντρας δεν έχει καμία υποχρέωση στο σπίτι παρά μόνο να φέρνει τα χρήματα»

Ο Στέφανος σκουπίζει τα χέρια του.

«Δεν συμφωνώ καθόλου μ' αυτό. Οι γυναίκες είναι απολύτως ίσες με τους άντρες, αν όχι ανώτερες»

Η Άρτεμις τον κοιτάζει.

«Αλήθεια το πιστεύεις αυτό;»

«Φυσικά»

Η Λαμπρινή πετάει μια μικρή σπόντα.

«Η γυναίκα που θα παντρευτείς θα είναι πολύ τυχερή»

Ο Στέφανος γελάει.

«Το ίδιο λέει και η μαμά μου. Είμαι κελεπούρι»

Τα κορίτσια γελούν μαζί του. Μετά, η Άρτεμις προτείνει κάτι.

«Λοιπόν ... Μιας που τελειώσαμε εδώ, τι θα λέγατε να φτιάξουμε καφέ και να φάμε τα νόστιμα γαλλικά γλυκά που μας έφερε ο καλεσμένος μας;»

Ο Στέφανος κοιτάζει το ρολόι του.

«Θα το ήθελα πολύ ... Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο, αλλά δυστυχώς, δεν μπορώ. Πρέπει να πάω σπίτι. Με περιμένουν»

Το πρόσωπο της Άρτεμις συννεφιάζει και η Λαμπρινή σπεύδει να ξεκαθαρίσει τα πράγματα.

«Γυναίκα, υποθέτω»

«Υποθέτεις λάθος»

Η Άρτεμις τσιρίζει.

«Αλήθεια; Εεεε ... Εννοώ ... Σκατά!»

Η Λαμπρινή μορφάζει.

«Η ξαδέρφη μου εννοεί ότι είναι περίεργο για έναν άντρα σαν εσένα να μην έχει κοπέλα. Έτσι δεν είναι, Άρτεμις;»

«Εεεε ... Ναι. Ναι»

Ο Στέφανος ξεφυσάει.

«Ακούστε, κορίτσια! Καταρχάς, ευχαριστώ για το κομπλιμέντο και δεύτερον, αυτό δεν είναι καθόλου περίεργο. Θέλω να πω, φυσικά υπάρχουν γυναίκες στη ζωή μου, αλλά καμία απ' αυτές δεν αξίζει να μπει στο σπίτι μου. Άφησα κάποια να μπει μια φορά και κόντεψε να με καταστρέψει. Από τότε, μόνο οι γυναίκες της οικογένειας μου έχουν πρόσβαση στο σπίτι μου»

Η Λαμπρινή αποφασίζει να το πάει παρακάτω.

«Και τι πρέπει να κάνει μια γυναίκα για ν' αξίζει να μπει στο σπίτι σου;»

«Πολλά πράγματα, αλλά το πιο σημαντικό για μένα είναι η ειλικρίνεια»

Η Άρτεμις συνοφρυώνεται.

«Αυτό ζητάς;»

«Βασικά, ναι. Εσύ; Τι ζητάς από έναν άντρα;»

«Αφοσίωση»

Η Λαμπρινή καγχάζει.

«Πάρε σκύλο καλύτερα. Είναι το μόνο αρσενικό που μπορεί να σου αφοσιωθεί πλήρως. Μιλάω εκ πείρας»

«Αυτό είναι λίγο κυνικό, ξαδερφούλα»

«Ίσως, αλλά είναι η αλήθεια»

«Η δική σου αλήθεια. Εγώ θέλω να πιστεύω ότι υπάρχουν ακόμα άντρες, αληθινοί άντρες, που μπορούν να είναι πιστοί σε μια γυναίκα»

«Αυτή είναι μια πολύ μεγάλη συζήτηση και δυστυχώς ο καλεσμένος μας πρέπει να φύγει»

«Ναι ... Δυστυχώς»

Τα κορίτσια συνοδεύουν τον Στέφανο μέχρι την πόρτα. Αυτός αγκαλιάζει τη Λαμπρινή.

«Ευχαριστώ πολύ για πεντανόστιμο γεύμα. Όλα ήταν υπέροχα»

«Μην το ξαναπείς. Το σπίτι μου θα είναι πάντα ανοιχτό για σένα»

Μετά, αυτός πιάνει το χέρι της Άρτεμις.

«Χάρηκα πολύ που σε γνώρισα, Άρτεμις, και ανυπομονώ για το ραντεβού μας την Κυριακή»

«Κι εγώ, Στέφανε»

«Θα έρθω να σε πάρω στις έντεκα. Να είσαι έτοιμη»

«Τι να φορέσω; Θέλω να πω, είναι επίσημο το τραπέζι;»

«Αν και πεθαίνω να σε δω με φόρεμα και γόβες, όχι. Μπορείς να φορέσεις ό,τι θες. Είναι ένα απλό οικογενειακό γεύμα»

«Ωραία!»

«Γεια σας, κορίτσια μου, και σας ευχαριστώ και πάλι»

Ο Στέφανος φεύγει αφήνοντας τα δύο κορίτσια μόνα. Μόλις η πόρτα κλείνει πίσω του, η Λαμπρινή στρέφεται κάπως άγρια στην ξαδέρφη της.

«Τι στο διάολο, Άρτεμις;»

«Τι;»

«Πού θα πας μαζί του την Κυριακή;»

«Στο σπίτι των γονιών του»

«Σαν τι;»

«Τι εννοείς σαν τι;»

«Ξέρεις πολύ καλά τι εννοώ. Θα βγεις μαζί του φιλικά ή κάτι περισσότερο;»

«Έχεις πρόβλημα αν είναι κάτι παραπάνω από φιλία;»

«Όχι, Άρτεμις, δεν έχω. Όσο κι αν ακούγεται περίεργο, δεν είμαι ερωτευμένη μαζί του. Ποτέ δεν ήμουν»

«Τότε γιατί έκανες αυτό που έκανες με τις φωτογραφίες;»

«Δεν ξέρω. Ίσως ήθελα την προσοχή του, αλλά μετά απ' αυτό που έκανε για μένα και για τον Νικολάκη, συνειδητοποίησα ότι δεν ένιωθα αγάπη. Ήταν απλώς μια καψούρα. Ξέρεις, ο απρόσιτος άντρας που θέλεις, αλλά δεν μπορείς ν' αποκτήσεις ποτέ»

«Τότε γιατί αντιδράς έτσι;»

«Γιατί ανησυχώ για σένα. Άκουσες τι είπε. Υπάρχουν πολλές γυναίκες στη ζωή του, αλλά καμία δεν αξίζει να βρίσκεται στο σπίτι του. Θέλεις πραγματικά να είσαι μία απ' τις πολλές;»

«Κι αν είμαι κάτι παραπάνω;»

«Αλήθεια, Άρτεμις; Αυτός απαιτεί ειλικρίνεια κι εσύ δεν ήσουν και τόσο ειλικρινής μαζί του»

«Φυσικά και ήμουν»

«Αλήθεια; Κι ο Παύλος;»

«Δεν τρέχει τίποτα ανάμεσα σε μένα και τον Παύλο. Δεν υπήρξε ποτέ τίποτα μεταξύ μας. Ήταν όλα στο κεφάλι του»

«Γι' αυτό ήρθες εδώ, έτσι δεν είναι;»

«Σου είπα όχι. Ήρθα για τον Νικολάκη»

«Κόψε τις μαλακίες και πες μου την αλήθεια»

Η Άρτεμις σωριάζεται στον καναπέ.

«Εντάξει. Θα σου πω. Έχεις δίκιο. Ο Νικολάκης ήταν απλώς μια δικαιολογία. Έφυγα για να ξεφύγω απ' τον Παύλο. Είχε γίνει πολύ επίμονος και τρόμαξα. Με κυνηγούσε παντού. Στο σπίτι, στην δουλειά, ακόμα και στην εκκλησία»

«Γιατί δεν πήγες στην αστυνομία;»

«Πήγα, αλλά μου είπαν ότι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα, αν δεν διαπράξει κάποιο αδίκημα»

«Τι μαλακίες είναι αυτές; Έπρεπε πρώτα να σου κάνει κακό για να τον πιάσουν;»

«Έτσι είναι ο νόμος, όμως με βοήθησαν να φύγω. Μου έκλεισαν εισιτήριο με ψεύτικο όνομα και με πήγαν αυτοί στο αεροδρόμιο. Μου πέταξαν το κινητό και μου είπαν να πω σε όλους ότι πάω Ισπανία. Μάλιστα, έβγαλα και εισιτήριο για Μαδρίτη με το αληθινό μου όνομα, ώστε αν αυτός το ψάξει να νομίζει ότι πήγα εκεί»

«Δηλαδή δεν ξέρει κανένας ότι είσαι εδώ;»

«Μόνο οι γονείς μου και η γιαγιά μου. Κανένας άλλος»

«Τότε δεν υπάρχει πρόβλημα. Δεν θα μπορέσει να σε βρει εδώ, αλλά αν τα πράγματα πάνε καλά με τον Στέφανο, θα πρέπει να του τα πεις όλα πριν γίνει γνωστή η σχέση σας. Είναι διάσημος, Άρτεμις, κι αν γίνεις το κορίτσι του, οι παπαράτσι θ' αρχίσουν να σε κυνηγούν και μετά θα είναι πολύ εύκολο να σε βρει ο Παύλος. Ο Στέφανος πρέπει να ξέρει για να μπορέσει να σε προστατεύσει αν χρειαστεί»

«Πιστεύεις ότι μπορεί να με προστατέψει;»

«Κάνε μια μικρή έρευνα γι' αυτόν και την οικογένεια του και θα καταλάβεις»

«Αυτό σχεδίαζα να κάνω έτσι κι αλλιώς. Θέλω να μάθω τα πάντα γι' αυτόν»

«Εντάξει, αλλά μην πιστέψεις όλα όσα διαβάσεις. Τα περισσότερα είναι ψέματα. Ειδικά όταν πρόκειται για την ερωτική του ζωή. Γι' αυτό καλύτερα να περιμένεις να σου τα πει ο ίδιος»

«Ναι, ξέρω πώς λειτουργούν αυτά τα πράγματα, αλλά πες μου, πιστεύεις πραγματικά ότι τα πράγματα θα πάνε καλά;»

«Έχεις ακόμα αμφιβολίες;»

«Πώς να μην έχω;»

«Θεέ μου! Θα σε πάει να γνωρίσεις την οικογένεια του. Εγώ δούλευα στην εταιρεία του για δύο ολόκληρα χρόνια και δεν συνάντησα ποτέ τον πατέρα του, το μεγάλο αφεντικό, κι εσύ θα πας στο σπίτι του, παρόλο που τον γνώρισες μόλις σήμερα. Τι άλλο θες;»

«Τώρα που το αναφέρεις ... Ω, Θεέ μου! Ω, Θεέ μου! Ω, Θεέ μου! Θα συναντήσω τον Ξανθό Πρίγκιπα!»

«Τρελή σκύλα! Έλα, πάμε να ετοιμαστούμε. Ο Νικολάκης ανυπομονεί να σε δει. Μπορούμε να μιλήσουμε περισσότερο για τον απίστευτο μελλοντικό γκόμενο σου αργότερα»

«Θα με κοροϊδεύεις για πολύ ακόμα;»

«Θα με κάνεις ξαδέρφη με τον Στέφανο Ηλιόπουλο, κορίτσι μου. Θα σε κοροϊδεύω για το υπόλοιπο της ζωής μας!»

~ ΤΡΙΑ ΤΕΤΑΡΤΑ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ~ ΓΛΥΦΑΔΑ ~ ΣΠΙΤΙ του ΣΤΕΦΑΝΟΥ ~

Ο Ιάσονας χαζεύει την όμορφη θέα στη θάλασσα καθώς μιλάει με την Αναΐς στο τηλέφωνο.

«Μην ανησυχείς, μωρούλι μου. Δεν πρόκειται να φύγω. Θα μείνω εδώ μέχρι να τελειώσει. Δεν θ' αφήσω τον αγαπημένο σου αδερφό μόνο ούτε λεπτό. Αλλά για να ξέρεις ... Αν με πετάξει απ' το παράθυρο, το αίμα μου θα είναι στα χέρια σου!»

Η Αναΐς γελάει.

«Είσαι ένας απίστευτος Βασιλιάς του Δράματος!»

«Πέρα απ' τα αστεία, πιστεύεις πραγματικά ότι αυτή η σκύλα θα τολμήσει να έρθει εδώ;»

«Την είδες στην τηλεόραση. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι για όλα»

«Για να είμαι ειλικρινής, περισσότερο φοβάμαι τι θα συμβεί όταν πω στον Στέφανο για το παιδί»

«Ότι και να γίνει, εσύ ξέρεις πώς να το αντιμετωπίσεις»

«Με τιμά η εμπιστοσύνη σου, αλλά ...»

«Δεν είμαι η μόνη που σ' εμπιστεύεται, ξέρεις»

«Ποιος άλλος;»

«Ο μπαμπάς μου. Αυτός επέμενε να το πεις εσύ στον Στέφανο»

«Αλήθεια;»

«Πότε θα συνειδητοποιήσεις ότι ο πατέρας μου σε θεωρεί γιο του;»

«Το έχω ήδη συνειδητοποιήσει, μωρό μου και είμαι πολύ χαρούμενος. Αυτό είναι όλο»

«Γιατί χρειάζεσαι τόσο πολύ την έγκριση του;»

«Γιατί είναι ο μόνος πραγματικός πατέρας που είχα ποτέ, αλλά ... Περίμενε! Ακούω κλειδιά στην πόρτα. Ήρθε ο Στέφανος»

Πραγματικά, η πόρτα ανοίγει κι ο Στέφανος μπαίνει στο σπίτι με αφάνταστα καλή διάθεση.

«Καλησπέρα, κολλητούλη! Τι καλά που είσαι εδώ! Μου έλειψες τόσο πολύ!»

Ο Ιάσονας κοιτάζει τον Στέφανο λίγο καχύποπτα καθώς συνεχίζει το τηλεφώνημα του.

«Μωρό μου, πρέπει να κλείσω»

«Γιατί;»

«Γιατί κάτι συμβαίνει εδώ»

«Κάτι καλό;»

«Νομίζω. Η άλλη εξήγηση είναι ότι ο αδερφός σου έπεσε στα ναρκωτικά»

«Τόσο πολύ, ε; Εντάξει. Θα σ' αφήσω να το εξακριβώσεις. Πάρε με αργότερα»

«Σίγουρα, μωρό μου. Να προσέχεις. Σ' αγαπάω»

«Κι εγώ σ' αγαπάω»

Ο Ιάσονας αφήνει το τηλέφωνο κάτω και περπατάει προς τον Στέφανο.

«Είσαι φτιαγμένος; Τι πήρες; Κόκα, ε; Στο είπα τόσες φορές, ρε μαλάκα! Υπάρχουν τόσα άλλα διεγερτικά στη φύση»

«Σκάσε, ρε βλάκα! Φυσικά και δεν πήρα τίποτα. Ξέρεις πολύ καλά ότι δεν παίρνω ναρκωτικά. Εγώ είμαι το ναρκωτικό!»

«Όπα! Όπα! Τι διάολο είναι αυτό τώρα; Τι σκατά συμβαίνει εδώ;»

«Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς. Απλώς χαίρομαι που σε βλέπω μετά από τόσες μέρες και ...»

«Κοίτα με!»

Ο Στέφανος τον κοιτάζει κατευθείαν στα μάτια.

«Ορίστε, σε κοιτάζω!»

«Γαμώτο! Γνώρισες κάποια»

«Πώς το κατάλαβες, ρε;»

«Το ξέρω αυτό το βλέμμα. Το βλέπω κάθε μέρα στον καθρέφτη. Την βρήκες, έτσι; Την μία και μοναδική»

«Εγώ ... Δεν ... Δεν ξέρω ακόμα»

«Πες τα μου όλα!»

«Φέρε κάτι να πιούμε και θα σου πω»

Ο Ιάσονας τρέχει στο μπαρ, παίρνει ένα μπουκάλι τεκίλα και δύο ποτήρια και οι δύο φίλοι κάθονται στον καναπέ. 

Ο Στέφανος ανοίγει το στόμα του και του λέει όλα όσα έγιναν στο σπίτι της Λαμπρινής.

«Άρτεμις, ε; Ωραίο όνομα, αλλά τι διάολο τρέχει με σένα και τις Ολύμπιες θεές;»

«Έλα ντε!»

«Αυτή είναι λοιπόν!»

«Νομίζω πως ναι. Όταν την είδα, ήταν σαν να με χτύπησε κεραυνός»

«Είδες αστεράκια, ε; Ξέρω πώς είναι αυτό»

«Και όταν άγγιξα το χέρι της ...»

«Ήταν σαν να διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα ολόκληρο το σώμα σου»

«Ακριβώς»

«Αυτό είναι, φίλε. Αγάπη με την πρώτη ματιά. Έχεις όλα τα συμπτώματα. Δεν γλίτωσες απ' την υπέροχη κατάρα της οικογένειας»

«Ναι, αλλά ξέρεις τι σκέφτομαι. Αυτό με κρατάει πίσω»

«Καμία σύγκριση, φίλε. Δεν ήσουν έτσι τότε»

«Αλήθεια; Πώς ήμουν τότε;»

«Πιο κρύος. Πιο αδιάφορος. Όταν μιλούσες για την σκύλα, τα μάτια σου δεν έλαμπαν όπως τώρα»

«Φοβάμαι, ρε γαμώτο!»

«Τι;»

«Να μην επαναληφθεί η ιστορία. Κι αν η Άρτεμις είναι όπως όλες οι άλλες;»

«Η καρδιά σου τι λέει;»

«Ότι είναι αυτή»

«Τότε είναι. Η καρδιά, φίλε μου, δεν κάνει ποτέ λάθος. Το μυαλό ίσως, αλλά η καρδιά ποτέ!»

«Ας το ελπίσουμε τότε. Σίγουρα θα της δώσω μια ευκαιρία, γιατί μ' αρέσει πολύ, αλλά θα κρατήσω και μια πισινή, για παν ενδεχόμενο»

Ο Στέφανος πίνει μια γερή γουλιά κι αρχίζει να σιγομουρμουρίζει τους στίχους του τραγουδιού του Γιώργου Νταλάρα, που του έχει κολλήσει στο μυαλό απ' τη στιγμή που γνώρισε την Άρτεμις.

* Όλοι έχουμε γραμμένο που το λένε πεπρωμένο και κανένας δεν μπορεί να τ' αποφύγει ... Δεν υπάρχει θεωρία, ούτε τρένα, ούτε πλοία κι ο καθένας το παλεύει όπως ξέρει και μπορεί ... Από παιδί στον ύπνο μου έβλεπα φωτιές ... *

Ο Ιάσονας, αν και του αρέσει πολύ που βλέπει τον φίλο του τόσο ευδιάθετο, παίρνει μια βαθιά ανάσα και ξεστομίζει αυτό που πρέπει να μάθει ο Στέφανος.

«Χμμμ ... Στέφανε;»

«Τι;»

«Μιας και είσαι σε τόσο καλή διάθεση, πρέπει να σου πω κάτι»

«Δεν μ' αρέσει καθόλου αυτός ο πρόλογος»

«Έχεις δίκιο γιατί αυτό που θα σου πω είναι πραγματικά άσχημο και πολύ σοβαρό»

Αυτός πίνει την τεκίλα που έχει περισσέψει στο ποτήρι του και κοιτάζει τον Ιάσονα.

«Ρίχτο!»

Αυτός του λέει όλα όσα έχουν συμβεί τις τελευταίες μέρες με την Αφροδίτη. Ο Στέφανος τον ακούει χωρίς να τον διακόπτει ούτε μια φορά.

« ... Αυτός ήταν ο λόγος που συμπεριφερόμασταν όλοι τόσο παράξενα. Τώρα τα ξέρεις όλα»

Ο Στέφανος γέρνει πίσω και κοιτάζει τον φίλο του, ελπίζοντας ότι όλα όσα μόλις άκουσε είναι απλώς ένα αστείο. Ένα αστείο με το οποίο μπορεί να γελάσει.

«Ξέρεις κάτι; Για μια στιγμή πραγματικά σε πίστεψα. Ήταν καλό! ! Ποιανού ιδέα ήταν; Του νονού μου, ε;»

Αυτός αρχίζει να γελάει μ' ένα περίεργο γέλιο, το οποίο κόβεται όταν κοιτάζει τον Ιάσονα, ο οποίος έχει γραμμένη την άσχημη αλήθεια σ' όλο του το πρόσωπο.

«Συγγνώμη, ρε φίλε. Λυπάμαι πραγματικά, αλλά δεν είναι αστείο»

«Δεν είναι;»

«Όχι, φίλε. Αυτό το παιδί υπάρχει κι αυτή ισχυρίζεται ότι είναι δικό σου»

Ο Στέφανος σηκώνεται όρθιος κι αρχίζει να ουρλιάζει εξοργισμένος.

«Όχι! Όχι! Όχι! Δεν είναι δικό μου! Αυτό το παιδί δεν μπορεί να είναι δικό μου! Όχι, γαμώτο! Όχι!»

«Είσαι σίγουρος γι' αυτό; Δηλαδή, θυμάσαι καλά; Είσαι σίγουρος ότι έπαιρνες προφυλάξεις κάθε φορά;»

«Ναι! Ναι! Είμαι απολύτως σίγουρος! Δεν την πήδηξα ποτέ χωρίς προφυλακτικό. Ποτέ! Μ' ακούς; Ούτε μια φορά! Αυτό το παιδί δεν είναι δικό μου!»

Αυτός κάθεται ξανά και περνάει τα χέρια του μέσα απ' τα μαλλιά του.

«Με πιστεύεις, έτσι δεν είναι; Αυτό το παιδί δεν είναι δικό μου. Πες μου τουλάχιστον ότι εσύ με πιστεύεις»

Ο Ιάσονας πηγαίνει κοντά του και βάζει το χέρι του στον ώμο του.

«Φυσικά και σε πιστεύω. Βασικά, ήμουν ο πρώτος που είπα ότι δεν είναι δικό σου, και δεν είμαι ο τελευταίος»

«Τι εννοείς;»

«Όλοι σε πιστεύουμε, Στέφο. Όλη η αγέλη ξέρει ότι η σκύλα λέει ψέματα για τους δικούς της λόγους. Είμαστε όλοι μαζί σου και θα κάνουμε ό,τι μπορούμε για να σε βοηθήσουμε ν' αποδείξεις την αλήθεια»

Ο Στέφανος ξεφυσάει με ανακούφιση.

«Κάτι είναι κι αυτό, αλλά γιατί τώρα, ρε φίλε; Γιατί; Γιατί μου το κάνει αυτό; Δεν ήταν αρκετός ο πόνος που μου προκάλεσε τότε;»

«Δεν ξέρω τι να σου πω. Μακάρι να ήξερα, αλλά ...»

«Η γαμημένη σκύλα! Της έδωσα τα πάντα, ρε Νάκο, κι όμως αυτή συνεχίζει να ζητάει περισσότερα. Δεν μπορώ να το κάνω άλλο αυτό. Κουράστηκα, ρε φίλε. Απλά κουράστηκα»

«Έη! Όχι πάλι τα ίδια, σε παρακαλώ! Μην τα παρατάς. Όχι τώρα. Όχι τώρα που η ζωή άρχισε να σου χαμογελάει. Σήκω πάνω και πολέμησε. Έχεις συμμάχους, φίλε. Παλιούς και νέους»

«Εννοείς ...;»

«Ακριβώς. Εννοώ την Άρτεμις. Δώστης μια ευκαιρία, φίλε. Ίσως μπορέσει να σε θεραπεύσει μια για πάντα»

«Δεν ξέρω, ρε Νάκο. Ίσως είναι καλύτερα να την ξεχάσω τώρα που δεν έχει γίνει τίποτα ακόμα»

«Γιατί το λες αυτό τώρα;»

«Γιατί όταν τα μάθει όλα αυτά, θα τρέξει όσο πιο μακριά από μένα μπορεί»

Είναι η σειρά του Ιάσονα να σηκωθεί όρθιος και ν' αρχίσει να φωνάζει.

«Μαλακίες! Μ' ακούς; Γαμημένες μαλακίες! Αν όντως αυτή είναι το άλλο σου μισό, θα μείνει μαζί σου ό,τι κι αν γίνει! Όπως ακριβώς έκαναν η μητέρα σου, η Σελήνη και η Θαλασσινή. Όπως θα έκανε η Χλόη αν ο Ορέστης δεν μπορούσε να κάνει παιδιά. Έτσι όπως η Δώρα θα περιμένει τον Μάξιμο. Όπως η Αναΐς ...»

Τη στιγμή που αυτός λέει το όνομα της Αναΐς, το κινητό του αρχίζει να χτυπάει με το ρεφρέν του τραγουδιού "Power of Love", το οποίο κάνει τον Στέφανο να χαμογελάσει μέσα στην απελπισία του.

«Σοβαρά, ρε μαλάκα; Σελίν Ντιόν;»

Ο Ιάσονας σηκώνει τους ώμους του.

«Είναι ο ήχος κλήσης της Αναΐς. Την άφησα να διαλέξει»

«Μεγάλο λάθος!»

«Εμένα μου λες!»

«Άντε, σήκωσε το»

«Όχι. Τώρα είμαι εδώ για σένα. Θα της τηλεφωνήσω αργότερα. Αυτή θα καταλάβει, γιατί είναι το άλλο μου μισό. Το άλλο μισό καταλαβαίνει πάντα»

«Εντάξει! Το πήρα το μήνυμα και δεν πρόκειται να κάνω πίσω. Με την Άρτεμις, εννοώ. Μην ανησυχείς. Μίλα με την Αναΐς μέχρι να πάω στο μπάνιο»

«Όπως θες»

Ο Στέφανος πηγαίνει στο μπάνιο κι ο Ιάσονας απαντάει στην κλήση.

«Έλα, βρε μωρούλι μου. Γιατί με παίρνεις αφού ξέρεις ότι μιλάω με τον Στέφανο;»

«Συγγνώμη, Νάκο μου. Δεν θα διέκοπτα αν δεν ήταν κάτι τόσο σοβαρό. Μόλις τηλεφώνησε ο Διονύσης»

«Και;»

«Ανακάλυψε κάτι για την σκύλα»

«Τι;»

«Δεν ξέρω. Δεν είπε, αλλά πρέπει να είναι κάτι καλό γιατί μας ζήτησε να τον περιμένουμε. Όλοι μας, συμπεριλαμβανομένου και του Στέφανου. Γι' αυτό σε πήρα. Ο μπαμπάς μου είπε να έρθετε και οι δύο αμέσως εδώ»

«Σε παρακαλώ, Θεέ μου. Ας είναι κάτι πολύ καλό»

«Δεν τα πήρε καλά τα νέα, ε;»

«Καθόλου καλά»

«Σκατά!»

«Τέλος πάντων! Θα τα πούμε από κοντά»

«Σε περιμένω. Μην αργήσεις»

«Δεν θα το κάνω. Γεια σου, μωρό μου»

Ο Ιάσονας κλείνει το τηλέφωνο, πηγαίνει στο μπάνιο και χτυπάει την πόρτα. Η φωνή του Στέφανου ακούγεται πίσω της.

«Τι;»

«Σκοπεύεις να μείνεις πολύ ακόμα εκεί μέσα;»

«Γιατί;»

«Πρέπει να φύγουμε τώρα»

«Να πάμε πού;»

«Στο Παλάτι»

«Γιατί;»

«Θυμάσαι που σου είπα ότι ο Διονύσης έψαχνε τη ζωή της σκύλας;»

«Ναι»

«Κάτι βρήκε»

Η πόρτα του μπάνιου ανοίγει αμέσως κι ο Στέφαν βγαίνει φορώντας μονάχα ένα μποξεράκι.

«Τι βρήκε;»

«Δεν είπε, αλλά ο πατέρας σου θέλει να πάμε εκεί το συντομότερο δυνατό»

«Πάμε»

Ο Στέφανος κατευθύνεται προς την πόρτα, αλλά ευτυχώς ο Ιάσονας είναι πάντα εκεί.

«Αν πρόκειται να βγεις έξω χωρίς παντελόνι, τουλάχιστον άλλαξε αυτό το ηλίθιο μποξεράκι. Τι διάολο έχει πάνω; Tacos;»

Ο Στέφανος κοιτάζει κάτω.

«Σκατά! Που είναι το παντελόνι μου;»

«Εκεί που το έβγαλες προφανώς»

Ο Στέφανος τρέχει στο μπάνιο και επιστρέφει κρατώντας το παντελόνι του.

«Άντε, κουνήσου, ρε μαλάκα, και μη μισείς το μποξεράκι μου. Είναι δώρο απ' την κοπέλα σου»

«Η Αναΐς στο πήρε;»

«Αυτό κι άλλο ένα με ντόνατς, οπότε πρόσεχε τι λες. Πλησιάζουν τα γενέθλια σου»

«Θεούλη μου!»

«Ακριβώς!»

Τα δύο αγόρια ντύνονται γελώντας και μετά φεύγουν σφαίρα για την Βουλιαγμένη ...


Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro