
Όπως Ο Πατέρας, Έτσι Και Ο Γιος Περισσότερο Από Μια Φορά ...
~ ΕΠΟΜΕΝΟ ΠΡΩΙ ~ ΔΕΥΤΕΡΑ, 18 ΜΑΡΤΙΟΥ 2019. ~
~ ΚΤΗΜΑ της ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ~ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗ ~
~ Στο ΣΠΙΤΙ του ΤΖΑΚΟΥ & της ΜΑΙΡΗΣ ~ ΚΟΥΖΙΝΑ ~
Ο Τζάκος και η Μαίρη παίρνουν πρωινό, μαζί με την Εύα και τον Νικόλα, όταν οι δύο φιλοξενούμενοι τους μπαίνουν στο δωμάτιο και κάθονται στο τραπέζι χαμογελώντας.
«Καλημέρα, ευτυχισμένη οικογένεια!»
«Καλημέρα σε όλους!»
Ο Τζάκος τους κοιτάζει προσπαθώντας να καταλάβει τι τρέχει μεταξύ τους.
«Καλημέρα ... ευτυχισμένο ζευγάρι ...;»
Ο Μάκης κοιτάζει τον Αιμίλιο.
«Όχι ακόμα, αλλά ...»
«Σύντομα;»
«Θα δούμε, Μάτλοκ!»
Καθώς η Μαίρη τους σερβίρει καφέ και ο Νικόλας τους πασάρει τα φρέσκα κρουασάν βουτύρου, η Εύα απευθύνεται στον Τζάκο.
«Μπαμπά μου, χωρίς να θέλω να φανώ αγενής, γιατί είναι εδώ ο δικηγόρος μας και ο ταξίαρχος μας;»
Αυτός κοιτάζει τη Μαίρη κι εκείνη του γνέφει.
«Πες της το, Τζάκο μου. Θα το μάθει αργά ή γρήγορα»
Φυσικά, το κορίτσι αναστατώνεται.
«Να μου πει τι; Τι συνέβη; Μη μου πείτε ότι έχει να κάνει με τον Νάκο»
Ο Τζάκος της χαμογελάει.
«Δυστυχώς, Πριγκίπισσα μου»
Αυτή χτυπάει τη γροθιά της στο τραπέζι και σηκώνεται όρθια.
«Η Διώνη! Το έκανε τελικά, ε; Αυτό ήταν! Είναι νεκρή! Θα τη σκοτώσω αργά και βασανιστικά! Κύριε δικηγόρε, ετοιμάσου να με υπερασπιστείς στο δικαστήριο!»
Η Μαίρη αναστενάζει.
«Αιμίλιε, χθες το βράδυ με ρώτησες σε ποιον μοιάζει η Εύα. Νομίζω ότι μόλις πήρες την απάντησή σου»
Ο Τζάκος και η Εύα μορφάζουν την ίδια ακριβώς στιγμή και με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, κάνοντας τους πάντες να γελάσουν, εκτός από την Μαίρη που νοιώθει δικαιωμένη.
«Βλέπεις τι εννοώ; Κάτσε κάτω, θηλυκέ Τζάκο, και άκου σαν να είσαι ένα κανονικό παιδί»
Η Εύα πηγαίνει και κάθεται στα γόνατα του Τζάκου και αγκαλιάζει το λαιμό του.
«Δεν είμαι κανονικό παιδί, Μαμά μου. Είμαι η κόρη του Τζάκου Ηλιόπουλου»
Ο Νικόλας γυρίζει τα μάτια του.
«Ναι, κι εγώ είμαι ο γιος του και θέλω να μάθω τι συμβαίνει με τον Νάκο. Οπότε, αν θέλεις, γλυκιά μου αδερφούλα, σκάσε και άσε τη μαμά να μιλήσει! Έλα, Μαμά μου, πες μας!»
Η Μαίρη του χαϊδεύει τα μαλλιά.
«Δόξα τω Θεώ που έχω εσένα, αγοράκι μου. Λοιπόν! Η Διώνη κατήγγειλε τον Νάκο μας κι εμείς προσπαθούμε να αποδείξουμε ότι λέει ψέματα. Γι' αυτό είναι εδώ ο Μάκης και ο Αιμίλιος. Για να μας βοηθήσουν. Είναι κι ο Έκτορας εδώ, κοιμήθηκε δίπλα στους θείους»
Ο μικρός μορφάζει.
«Μάλιστα. Και για τι τον κατηγορεί; Τι λέει ότι της έκανε;»
«Ισχυρίζεται ότι τη βίασε και την χτύπησε γιατί του αντιστάθηκε, μωρό μου»
Η Εύα ξεσπάει σε γέλια.
«Ναι, καλά! Και ποιος ηλίθιος πίστεψε κάτι τέτοιο;»
Ο Μάκης χαμογελάει αμήχανα.
«Ο εισαγγελέας, ο ανακριτής και κάποιοι απ' τους συναδέλφους μου, δυστυχώς»
«Να πας να τους πεις ότι είναι ηλίθιοι! Ο Νάκος μας δεν θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο. Δεν θα έκανε ποτέ κάτι κακό γενικά. Αυτός είναι ένας άγγελος καλοσύνης!»
«Το ξέρουμε, γλυκιά μου. Γι' αυτό είμαστε εδώ»
Ο Νικόλας έχει μία απορία.
«Με συγχωρείτε, αλλά τι ακριβώς είναι ο βιασμός;»
Ο Τζάκος αναλαμβάνει να του εξηγήσει.
«Βιασμός, Τιγράκι μου, είναι όταν κάποιος αναγκάζει ένα άλλο άτομο να κάνει σεξ μαζί του με τη βία»
Το αγόρι αρχίζει να γελάει και η Μαίρη με τον Τζάκο τον κοιτάζουν αυστηρά.
«Γιατί γελάς, Νικόλα μου; Νομίζεις ότι είναι αστείο; Δεν πρέπει, γιατί είναι κάτι πολύ σοβαρό»
«Το ξέρω, Μαμά μου. Το καταλαβαίνω, αλλά ... Εγώ απλά ... Πώς μπορεί κάποιος να σκεφτεί ότι ένας άντρας θα ανάγκαζε κάποια σαν τη Διώνη να κάνει σεξ μαζί του όταν έχει για σύντροφο κάποια σαν τη Αναΐς μας; Είναι σαν να έχεις μπροστά σου ένα ζουμερό, τρυφερό φιλέτο κρέατος και να τρως σκατά. Ελάτε τώρα! Δείξτε στους αστυνομικούς μια φωτογραφία της Αναΐς και θα καταλάβουν αμέσως ότι αυτή η καρακάξα λέει ψέματα»
«Τι είναι αυτά που λες, Τιγράκι;»
«Η αλήθεια, Μπαμπά. Μόνο ένας τρελός θα διάλεγε τη Διώνη αντί την Αναΐς και ο Νάκος δεν είναι τρελός. Πες τους, κύριε δικηγόρε, έχω δίκιο ή όχι;»
Ο Αιμίλιος κουνάει το κεφάλι του.
«Αχ, πιτσιρίκο! Έχεις απόλυτο δίκιο, αλλά δυστυχώς οι νόμοι λένε άλλα»
«Τότε οι νόμοι σας είναι λάθος και πρέπει να τους αλλάξετε»
Ο Τζάκος χτυπάει ελαφρά το χέρι του στο τραπέζι.
«Όπα, φιλαράκο! Δεν νομίζεις ότι είσαι πολύ μικρός για να λες τέτοια πράγματα;»
«Μπορεί και να είμαι, Μπαμπά, αλλά πρέπει να το παραδεχτείς»
«Να παραδεχτώ τι;»
«Ότι εάν εσείς, οι μεγάλοι και οι σοφοί, αφήνατε τα παιδιά ν' αποφασίσουν για ορισμένα πράγματα, ο κόσμος μας θα ήταν πολύ καλύτερος»
Η Εύα χαμογελάει στον αδερφό της, ενώ οι μεγάλοι κοιτάζονται μεταξύ τους και κουνάνε το κεφάλι, με τον Μάκη να περικλείει σε μια φράση όλα όσα σκέφτονται όλοι τους.
«Αν ήξερες πόσο αληθινό και σωστό είναι αυτό που λες, παιδί μου. Αν ήξερες ...!»
~ ΕΝΤΩΜΕΤΑΞΥ ~ ΣΤΟ ΔΙΠΛΑΝΟ ΣΠΙΤΙ ~
~ ΣΠΙΤΙ του ΑΛΕΚΟΥ & του ΟΔΥΣΣΕΑ ~ ΚΟΥΖΙΝΑ ~
Ο Αλέκος, ο Οδυσσέας, ο Ηρακλής, η Αγνή και ο Σάκης παίρνουν το πρωινό τους, όταν ο Έκτορας μπαίνει στο δωμάτιο.
«Καλημέρα σε όλους!»
Όλοι τον καλημερίζουν, εκτός απ' τον Οδυσσέα.
«Πού είναι η Ζαφειρία;»
Ο Έκτορας κάθεται στο τραπέζι, σηκώνοντας τους ώμους του.
«Στο δωμάτιό της, υποθέτω»
«Υποθέτεις; Τι σημαίνει αυτό;»
«Σημαίνει ότι δεν ήμουν μαζί της. Αν και θα το ήθελα πολύ!»
Ο Αλέκος και ο Οδυσσέας τον κοιτάζουν μπερδεμένοι.
«Δεν καταλαβαίνω. Τι συνέβη; Σας αφήσαμε μαζί χθες βράδυ»
«Ναι, ρε Αλέκο, αλλά ...»
«Αλλά τα σκάτωσες»
«Όχι, Οδυσσέα. Όχι ακριβώς»
«Τότε τι έγινε;»
«Μείναμε στο σαλόνι αρκετή ώρα και μιλήσαμε. Αυτή είναι μια υπέροχη γυναίκα και ... Ξέρεις! ... Έκανα μια μικρή κίνηση, αλλά με σταμάτησε»
«Παράξενο. Φαινόταν ότι της αρέσεις»
«Όντως της αρέσω. Μου το είπε ανοιχτά. Της αρέσω, αλλά θέλει να μιλήσει με τον γιο της πριν προχωρήσει μαζί μου»
Η Αγνή, που κάθεται δίπλα στον Ηρακλή, είναι η μόνη που καταλαβαίνει.
«Αυτό είναι λογικό. Θέλει την άδειά του. Όλα αυτά τα χρόνια μετά τον θάνατο του άντρα της, δεν έχει αφήσει άλλον άντρα να την πλησιάσει και ίσως πιστεύει βαθιά ότι προδίδει τη μνήμη του ή κάτι τέτοιο. Θέλει την έγκριση του γιου, για να νιώσει ότι παίρνει και την έγκριση του πατέρα»
Ο Έκτορας αναστενάζει.
«Ναι, το ξέρω και το καταλαβαίνω. Δεν θα την πίεζα ποτέ να κάνει κάτι, αλλά αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι γιατί θέλει να βάλει και την Δώρα σ' αυτό»
Ο Αλέκος μπερδεύεται ακόμα περισσότερο.
«Τη Δώρα; Γιατί;»
«Εσύ πες μου! Της εξήγησα ότι η σχέση μου με τη Δώρα ήταν έντονη, αλλά σύντομη και έχει τελειώσει οριστικά, αλλά εκείνη επιμένει»
Η Αγνή σηκώνει το χέρι.
«Δεν θέλω να γίνω κουραστική, αλλά κι αυτό λογικό είναι»
Ο Οδυσσέας την κοιτάζει.
«Μπορείς να το εξηγήσεις και σε μας;»
«Είναι απλό, αδερφέ. Η Ζαφειρία νιώθει άβολα να εμπλακεί μ' έναν άντρα που ήταν με τη γυναίκα που είναι τώρα η κοπέλα του γιου της. Δεν μπορείτε να καταλάβετε την πολυπλοκότητα της κατάστασης γιατί είστε άντρες. Εγώ, ως γυναίκα, μπορώ να ταυτιστώ. Όσο για σένα, Υπαστυνόμε, δώστης λίγο χρόνο»
Ο Οδυσσέας συμφωνεί.
«Ναι, αυτό να κάνεις. Δώστης λίγο χρόνο. Αυτή αξίζει τον κόπο»
Ο Έκτορας αναστενάζει ξανά.
«Το ξέρω, ρε Οδυσσέα, και είμαι πρόθυμος να περιμένω όσο χρειαστεί»
Εκείνη τη στιγμή, ο Προμηθέας εισβάλει στο δωμάτιο, κραυγάζοντας δυνατά το όνομα του Οδυσσέα.
Ο αποδέκτης της κραυγής του απαντάει αμέσως.
«Τι συμβαίνει, Προμηθέα; Γιατί φωνάζεις;»
«Vite! Viens, vite!»
«Να έρθω γρήγορα που, Προμηθέα;»
«Saphir! Saphir! Elle pleure!»
«Η Ζαφειρία τι; Τι στο διάολο λέει;»
Ο Σάκης γκουγκλάρει αστραπιαία στο κινητό του.
«Νομίζω ότι λέει ότι αυτή κλαίει ή κάτι τέτοιο»
«Κλαίει η Ζαφειρία; Αυτό είναι, Προμηθέα;»
«Ουι! Ουι!»
Ο Έκτορας αναστατώνεται.
«Σκατά! Τι μπορεί να συμβαίνει; Πάμε να δούμε!»
Αυτός και ο Οδυσσέας σηκώνονται αμέσως απ' το τραπέζι, αλλά η Αγνή τους σταματάει.
«Όχι! Περιμένετε! Αφήστε με να πάω εγώ. Θα της είναι πιο εύκολο να μιλήσει σε μια γυναίκα»
Αυτή βγαίνει απ' το δωμάτιο και ανεβαίνει τρέχοντας τις σκάλες, ενώ οι δύο άντρες κάθονται πάλι πίσω με τον Έκτορα αρκετά ανήσυχο.
«Ελπίζω να μην είμαι εγώ η αιτία γι' αυτό. Λέτε να την πίεσα περισσότερο απ' όσο έπρεπε; Γαμώτο!»
Ο Αλέκος προσπαθεί να τον καθησυχάσει.
«Δεν νομίζω, ρε φίλε. Κάτι άλλο συμβαίνει»
Ο Οδυσσέας συμφωνεί.
«Κι εγώ έτσι νομίζω. Η Ζαφειρία είναι ένας πολύ ιδιαίτερος άνθρωπος, Ρόμποκοπ»
Ο Έκτορας γυρίζει τα μάτια του.
«Να το πάλι! Καιρό είχα να τ' ακούσω. Θα σταματήσεις ποτέ να με λες έτσι;»
«Όχι»
«Τουλάχιστον είσαι ειλικρινής. Κάτι είναι κι αυτό!»
Ο Προμηθέας προσγειώνεται στο τραπέζι και πλησιάζει τον Οδυσσέα.
«Τι θέλεις, πουλάκι;»
«Concombre»
«Έλεος, ρε Προμηθέα! Είσαι εδώ μονάχα δύο μέρες και έχεις ήδη φάει τη μισή παραγωγή αγγουριού της χώρας»
Ο Έκτορας αρπάζει την ευκαιρία να τον πειράξει λίγο.
«Και τι, Οδυσσέα μου; Ανησυχείς μήπως ο μανάβης σας νομίζει ότι χρησιμοποιείτε τα αγγούρια λίγο διαφορετικά;»
Οι άλλοι γελούν και ο Οδυσσέας γυρίζει τα μάτια του καθώς σηκώνεται για να φέρει αγγούρι στο πουλί.
«Τράβα γαμήσου, Ρόμποκοπ!»
Καθώς ο Έκτορας γελάει, ο Προμηθέας τον πλησιάζει και του δαγκώνει δυνατά το χέρι.
«Ωχ! Αυτό πόνεσε! Γιατί, Προμηθέα;»
«Connard Flic! Connard Flic!»
«Τι; Τι στο διάολο σημαίνει αυτό; Δεν καταλαβαίνω τι λες, πουλάκι»
Ο Σάκης κοιτάζει ξανά το τηλέφωνό του για τη μετάφραση.
«Μαλάκα μπάτσε»
«Τι; Τι είπες, νεαρέ;»
«Αυτό είπε. Το πουλί. Σε αποκάλεσε μαλάκα μπάτσο»
«Ρε το κωλόπουλο!»
Όλοι ξεσπούν σε γέλια, αλλά κυρίως ο Οδυσσέας.
«Ω, Θεέ μου! Το λατρεύω αυτό το πουλί!»
~ Την ΙΔΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ~ Στον ΕΠΑΝΩ ΟΡΟΦΟ ~ Στο ΔΩΜΑΤΙΟ της ΖΑΦΕΙΡΙΑΣ ~
Η Αγνή σπρώχνει τη μισάνοιχτη πόρτα, μπαίνει στο δωμάτιο και βρίσκει τη Ζαφειρία ξαπλωμένη μπρούμυτα στο κρεβάτι, να κλαίει ανεξέλεγκτα και να κρατάει τη φωτογραφία του συζύγου της σφιχτά στο στήθος της. Αυτή έρχεται πιο κοντά, κάθεται στο κρεβάτι και αρχίζει να χαϊδεύει την πλάτη της.
«Έλα, κορίτσι μου. Δεν είναι τόσο χάλια όσο φαίνεται. Σταμάτα να κλαις»
Η Ζαφειρία γυρίζει και την κοιτάζει, δείχνοντας της τη φωτογραφία.
«Ήρθε στο όνειρο μου. Δεν τον έχω δει εδώ και πολύ καιρό»
Η Αγνή παίρνει τη φωτογραφία και κοιτάζει τον γοητευτικό, μυστηριώδη άντρα.
«Μάλιστα! Και τι; Σου μίλησε; Τι σου είπε;»
«Ότι του αρέσει αυτός ο μπάτσος και ότι πρέπει να σταματήσω αυτές τις ανοησίες και ν' αρχίσω να ζω ξανά. Δεν του αρέσει να με βλέπει μόνη»
«Βλέπεις;»
«Μου είπε ότι μ' αγαπάει ακόμα και με ευχαριστεί για την καλή δουλειά που έκανα με τον γιο μας»
«Έχει δίκιο σ' αυτό. Έκανες πολύ καλή δουλειά»
Η Ζαφειρία ανακάθεται αναστενάζοντας.
«Αχ! Τι να κάνω, βρε Αγνή;»
«Σ' αρέσει ο Υπαστυνόμος;»
«Πολύ. Είναι ο μόνος άντρας που ξύπνησε μέσα μου την ανάγκη για ... Ξέρεις! Μετά τον Δομήνικο, αλλά ...»
«Αλλά τι; Δεν υπάρχει αλλά εδώ. Σου αρέσει, του αρέσεις. Τι άλλο χρειάζεσαι;»
«Δεν είναι λίγο μικρός για μένα;»
«Έλα, βρε κορίτσι μου! Εσύ το λες αυτό; Σε παρακαλώ! Άλλωστε δεν είναι και τόσο μικρός όσο νομίζεις»
«Τι λες; Τα είχε με την Δώρα. Δεν μπορεί να είναι πάνω από τριάντα. Είναι σχεδόν όσο κι ο γιος μου»
«Νομίζεις! Σε πληροφορώ ότι πλησιάζει τα σαράντα. Άκουσα τον Οδυσσέα και τον Αλέκο να μιλούν γι' αυτό»
«Αλήθεια; Δεν του φαίνεται»
«Καλά γονίδια, υποθέτω»
«Και πάλι όμως. Εγώ είμαι σχεδόν πενήντα. Είμαι δέκα χρόνια μεγαλύτερη»
«Ω! Για όνομα του παραδείσου! Σταμάτα να μιλάς για ηλικίες. Η ηλικία είναι απλώς ένας καταραμένος αριθμός στην ταυτότητα. Όλοι μας είμαστε τόσο νέοι όσο νιώθουμε»
«Εντάξει, αλλά τι γίνεται αν ο Μάξιμος έχει αντίρρηση;»
«Αν σε αγαπάει πραγματικά, δεν θα το κάνει. Είναι έτοιμος να δημιουργήσει τη δική του οικογένεια. Εσύ τι θα κάνεις; Θα μείνεις μόνη;»
«Ναι, αλλά υπάρχει και η Δώρα. Κι αν αυτή δεν θέλει να μπλέξω μ' έναν απ' τους πρώην της; Μπορεί να δημιουργήσω πρόβλημα στην σχέση της με τον Μάξιμο»
«Ιησούς Χριστός! Αρχίζεις πραγματικά να μ' εκνευρίζεις, το ξέρεις; Για την Δώρα μιλάμε, Ζαφειρία. Αυτή θα ενθουσιαστεί όταν μάθει για σένα και τον Έκτορα»
«Άρα, λες να του δώσω μια ευκαιρία;»
«Αν ήμουν εγώ στη θέση σου, θα τον είχα πηδήξει ήδη χωρίς έλεος»
Η Ζαφειρία αρχίζει να γελάει, σκουπίζοντας δάκρυα απ' τα μάτια της.
«Ω, Θεέ μου! Τι είναι αυτά που λες, βρε κορίτσι μου;»
«Η αλήθεια, μωρή. Αυτός είναι τόσο καυτός! Όλοι αυτοί οι μύες!»
«Αχ! Εμένα μου λες!»
«Αφού σ' αρέσει, μωρή, προχώρα και μην σκέφτεσαι τίποτα. Έχεις ήδη την ευλογία του άντρα σου και σύντομα θα έχεις και την ευλογία του γιου σου»
Οι δύο γυναίκες αγκαλιάζονται.
«Σ' ευχαριστώ, Αγνή μου!»
«Άσε τα ευχαριστώ και ετοιμάσου να κατέβεις κάτω. Αυτός θα φύγει σύντομα και εσύ πρέπει να κανονίσεις ένα ραντεβού μαζί του! Άντε! Άντε! Κουνήσου!»
«Ναι! Ναι! Πες μου κάτι όμως. Ποιος σας είπε ότι δεν είμαι καλά;»
«Ένα μικρό πουλάκι»
«Ο Προμηθέας! Έπρεπε να το ξέρω. Ο μικρός φτερωτός προδότης!»
«Δεν ξέρω για σένα, αλλά εμένα μ' αρέσει πολύ αυτό το πουλί!»
«Κι εμένα»
~ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ ~ ΔΥΟ ΠΟΡΤΕΣ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ~
~ Στο ΣΠΙΤΙ του ΑΡΗ & της ΣΕΛΗΝΗΣ ~ ΚΟΥΖΙΝΑ ~
Η οικογένεια παίρνει το πρωινό της. Η Σελήνη, απολαμβάνει τον καφέ της και ταΐζει τον Ερμή, που ταΐζει τον Άρη, που ταΐζει την Έλενα, που ταΐζει την Λούνα. Όλοι τους τρώνε λωρίδες ωμό μπέικον.
«Κοίτα μας! Τι είδους οικογένεια είμαστε;»
Η Έλενα, με την Λούνα στην αγκαλιά της, χαχανίζει μαζί με τον αδερφό της.
«Μια οικογένεια λύκων, Μανούλα»
«Μια οικογένεια κακών λύκων!»
Η Σελήνη μορφάζει.
«Δεν ξέρω πόσο κακοί είμαστε όταν κανείς εδώ μέσα δεν μπορεί να φάει μόνος του»
Ο Άρης χώνει ένα κομμάτι μπέικον στο στόμα της.
«Πολύ κακοί, Γατούλα. Τώρα σταμάτα να μιλάς και φάε!»
«Μπλιαχ, Λύκε! Πίνω καφέ και δεν πάει καθόλου με το μπέικον! Πάρτο πίσω!»
«Όπως θέλεις! Δώσ' το μου!»
Αυτή τον φιλάει στο στόμα και του δίνει πίσω το κομμάτι μπέικον με τη γλώσσα της.
Η μικρή Έλενα διαμαρτύρεται εντόνως.
«Έη! Θέλω κι εγώ φιλί!»
Ο Άρης της χαμογελάει.
«Πιες το γάλα σου πρώτα και μετά θα σου δώσω όσα φιλιά θέλεις»
«Υπόσχεση του Λύκου;»
«Υπόσχεση του Λύκου»
Η μικρή αρχίζει ν' αδειάζει το ποτήρι με το γάλα, οπότε ο Ερμής γυρίζει τα μάτια του ενοχλημένος και κοιτάζει την μητέρα του.
«Τι θα κάνουμε μ' αυτούς τους δύο, βρε Μαμά;»
«Θα τους ανεχτούμε, μωρό μου. Τι άλλο μπορούμε να κάνουμε;»
«Τέλος πάντων! Δώσε μου μια αγκαλιά. Θέλω να σε μυρίσω λίγο»
«Ω, γλυκό μου Κουτάβι! Έλα στη μαμά!»
Αυτή τον αγκαλιάζει κι εκείνος κρύβει το πρόσωπό του στα μαλλιά της εισπνέοντας βαθιά. Ο Άρης ξεροβήχει.
«Έη, Κουτάβι! Δεν νομίζεις ότι το παρατραβάς με τη γυναίκα μου;»
Ο Ερμής τον κοιτάζει μέσα απ' τα μαλλιά της Σελήνης, γρυλίζοντας.
«Πίσω, Λύκε! Δεν είναι μόνο γυναίκα σου, είναι και μαμά μου. Η μισή είναι δική μου. Έχω τα ίδια δικαιώματα με σένα, αν όχι περισσότερα, γιατί βγήκα από μέσα της»
«Ναι, αλλά εγώ σε έβαλα μέσα της, οπότε ...»
Η Σελήνη καγχάζει.
«Όπα! Όπα! Εμένα θα με ρωτήσει κάποιος ή όχι;»
Πατέρας και γιος μιλούν μαζί.
«Όχι, Λύκαινα!»
Αυτή συνοφρυώνεται.
«Μπράβο, αγόρια! Πραγματικά μπράβο!»
Τότε, η Έλενα, έχοντας πιει όλο της το γάλα, μπαίνει κρυφά στην αγκαλιά του Άρη και απαιτεί τα φιλιά που της υποσχέθηκε. Η Σελήνη χαμογελάει καθώς σηκώνεται κι αρχίζει να καθαρίζει το τραπέζι.
«Λύκε μου, δεν νομίζεις ότι πρέπει να εξηγήσεις στο Κουτάβι μας τι ακριβώς έχει να κάνει μ' αυτό το κορίτσι, την Μαρκέλλα, σήμερα;»
«Ναι. Έχεις δίκιο»
Ο Ερμής τους κοιτάζει με απορία.
«Την Μαρκέλλα; Τι σχέση έχω εγώ με το τσιράκι της Διώνης;»
Ο Άρης αφήνει κάτω την Έλενα και απευθύνεται στον γιο του.
«Πρέπει να την κάνεις να μιλήσει, Κουτάβι μου»
«Α! Αυτό, ε; Τι θέλουμε να μάθουμε;»
«Το όνομα του τύπου που χτύπησε τη Διώνη»
«Χμμμ ... Και γιατί δεν το κάνεις εσύ; Θα είναι παιχνιδάκι για σένα»
«Δεν θα μπορέσω να την πλησιάσω χωρίς να κινήσω υποψίες, Ερμή μου. Αυτή μπορεί ν' αρχίσει να ουρλιάζει ή κάτι τέτοιο. Για σένα είναι πολύ πιο εύκολο»
«Εντάξει»
Ο μικρός σφίγγει τα χείλη του και προσπαθεί να κρύψει τον δισταγμό του, αλλά δεν τα καταφέρνει και πολύ καλά. Ο Άρης τον καταλαβαίνει αμέσως.
«Τι συμβαίνει, Κουτάβι; Διστάζεις; Γιατί; Φοβάσαι κάτι;»
«Φοβάμαι ότι η δύναμή μου δεν είναι ακόμα τόσο δυνατή όσο η δική σου και μπορεί να μην καταφέρω να αποσπάσω το όνομα που θέλουμε απ' αυτήν»
Η Σελήνη κάθεται δίπλα του σκουπίζοντας τα χέρια της.
«Σε παρακαλώ, Ερμάκο μου! Η δύναμή σου είναι εξίσου δυνατή με του μπαμπά, αν όχι ισχυρότερη»
«Τι;»
Ο Άρης χαμογελάει.
«Η μαμά έχει δίκιο, Κουτάβι. Η δύναμή σου εκδηλώθηκε απ' το μαιευτήριο ακόμα. Εσύ κοίταζες τις νοσοκόμες κι αυτές έτρεχαν να πραγματοποιήσουν κάθε σου επιθυμία»
«Αλήθεια;»
«Ω, ναι! Πάω στοίχημα ότι ακόμα προσπαθούν να καταλάβουν πως το έκανε αυτό ένα νεογέννητο μωρό»
«Και η δική σου πότε εκδηλώθηκε;»
«Ήμουν περίπου πέντε ή έξι χρονών»
«Ο παππούς Ερμής είχε την ίδια δύναμη;»
«Ναι, αλλά εκδηλώθηκε μετά την εφηβεία του και δεν ήταν τόσο δυνατή όσο η δική μας»
«Από πού ξεκίνησε αυτή η δύναμη;»
«Δεν ξέρουμε πραγματικά. Ο παππούς σου μου είχε πει ότι ο πατέρας του, ο Άρης ο Πρεσβύτερος, δαγκώθηκε από έναν λύκο μια νύχτα με πανσέληνο όταν ήταν μικρό παιδί. Τότε ξεκίνησαν όλα. Η δύναμη της πειθούς και η σύνδεσή μας με τους λύκους περνάνε από γενιά σε γενιά καθώς μεγαλώνουμε»
«Άρα, λες ότι μπορώ να το κάνω;»
«Είμαι κάτι παραπάνω από σίγουρος. Αν είχα την παραμικρή αμφιβολία, δεν θα σε άφηνα να το κάνεις, Κουτάβι μου. Δεν θα σε έβαζα ποτέ να κάνεις τίποτα αν ήξερα εκ των προτέρων ότι μπορεί να μην τα καταφέρεις. Δεν θα σε οδηγήσω ποτέ στην απογοήτευση, γιε μου»
«Ευχαριστώ, Μπαμπά»
«Λοιπόν! Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις, έτσι δεν είναι;»
«Ναι. Θα την κοιτάξω βαθιά στα μάτια και θα τη ρωτήσω καθαρά με την άλλη φωνή αυτό που θέλω να μάθω»
«Σωστά! Μπράβο, αγόρι μου! Έλα τώρα! Πάρε την αδερφή σου και ετοιμάσου γιατί ο Μικρούλης θα είναι εδώ από λεπτό σε λεπτό»
«Ναι. Έλα, Έλενα. Πάμε!»
Η μικρή αφήνει την Λούνα στο τραπέζι και πηδάει κάτω.
Αφού αυτή έδωσε ένα ακόμα φιλί στον πατέρα της, ακολουθεί τον Ερμή στον επάνω όροφο κρατώντας του το χέρι. Όταν μένουν μόνοι, η Σελήνη πάει και κάθεται στην αγκαλιά του Άρη.
«Είμαι τόσο περήφανη και για τους δυο σας»
«Να μας αγαπάς θέλουμε, Γατούλα»
«Αυτό είναι αυτονόητο, Λύκε μου»
«Ο γιος σου είπε ότι ανήκεις και στους δυο μας μισή-μισή. Ποιο από τα δύο μισά ανήκει σε μένα; Το πάνω ή το κάτω;»
Αυτή ξεσπάει σε γέλια.
«Είσαι απίστευτος!»
Αυτός μπλέκει τα δάχτυλά του στα μαλλιά της και φιλάει το λαιμό της, ενώ με το άλλο του χέρι, βγάζει ένα κλειδί απ' την τσέπη της πιτζάμας του και το χώνει στο σουτιέν της.
«Δεν έχουμε χρόνο τώρα, αλλά απόψε τα μεσάνυχτα θέλω να με περιμένεις κάτω στο δωμάτιο, στο κρεβάτι, γυμνή, με το ασημένιο κολλάρο στο λαιμό σου»
«Ναι, Αφέντη μου. Θα είμαι εκεί»
~ ΛΙΓΟ ΠΙΟ ΜΑΚΡΙΑ ΤΩΡΑ ~ Στο ΜΥΣΤΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ~ ΣΟΥΝΙΟ ~
Τα τρία ζευγάρια κοιμούνται στην καμπίνα, όλα μαζί, στο πάτωμα. Κάποια στιγμή, ο Στέφανος ανοίγει τα μάτια του και βλέπει την Άρτεμις να γέρνει στο στήθος του και να τον κοιτάζει με αγάπη και λαγνεία. Αυτός γελάει και τρίβει τα μάτια του για να διώξει εντελώς τον ύπνο από πάνω του.
«Τι κάνεις εκεί, Κοριτσάκι μου;»
«Σε κοιτάζω»
«Πόση ώρα το κάνεις αυτό;»
«Αρκετή»
«Γιατί;»
«Γιατί μου αρέσει να σε βλέπω να κοιμάσαι»
«Είσαι απίστευτη!»
«Σ' αγαπάω!»
«Κι εγώ σ' αγαπάω, μωράκι μου»
«Να σε ρωτήσω κάτι;»
«Μπορείς να με ρωτήσεις ό,τι θες»
Αυτή σκύβει και του ψιθυρίζει στο αυτί.
«Θέλω να κολυμπήσουμε γυμνοί κάτω απ' τον καυτό ήλιο πριν με γαμήσεις δυνατά στα βράχια και μετά ξανά μέσα στο αλμυρό νερό. Μπορώ να το έχω αυτό, Αφέντη;»
Αυτός της τραβάει τα μαλλιά για να την κάνει να τον κοιτάξει.
«Γιατί είσαι ακόμα εδώ, Κοριτσάκι; Πήγαινε έξω και έρχομαι ακριβώς πίσω σου!»
«Ναι, Αφέντη!»
Αυτή σηκώνεται και τρέχει έξω χωρίς να κάνει κανέναν ήχο. Ο Στέφανος σηκώνεται κι αυτός, αλλά τότε, ο Ιάσονας ανοίγει τα μάτια του.
«Πού πας, κολλητέ;»
«Έξω»
«Προς τα που θα πας; Πληροφοριακά»
«Στα βράχια»
«Εντάξει. Πήγαινε. Καλό βόλι!»
Ο Στέφανος περνάει πάνω απ' τους άλλους στον δρόμο του προς τα έξω και ο Ιάσονας γυρίζει και αγκαλιάζει την Αναΐς, η οποία αναδεύεται στην αγκαλιά του.
«Πού πάνε αυτοί;»
«Στα βράχια»
«Οι άλλοι κοιμούνται;»
Αυτός ρίχνει μια ματιά στον Μάξιμο και την Πανδώρα.
«Ναι»
«Ανέβα πάνω μου»
«Δεν θέλεις να πάμε επάνω στο κρεβάτι;»
«Όχι. Το θέλω εδώ. Σε παρακαλώ!»
«Άνοιξε τα πόδια σου και κλείσε το στόμα σου»
«Ναι, Κύριε!»
Αυτή ανοίγει τα πόδια της κι εκείνος ξαπλώνει πάνω της και ανοίγει το φερμουάρ του παντελονιού του. Της σηκώνει το φόρεμα, τραβάει στην άκρη το κιλοτάκι της και τη διαπερνά, προσέχοντας το ζευγάρι που κοιμάται δίπλα τους. Αυτή ανοίγει το στόμα της να πει κάτι, αλλά εκείνος τη φιμώνει με το χέρι του και της ψιθυρίζει καθώς αρχίζει να κινείται ρυθμικά μέσα της.
«Σςςς, Πριγκιπέσσα! Είναι καλύτερα στη σιωπή. Απλά κοίτα με!»
Αυτή ρίχνει το κεφάλι της πίσω και δαγκώνει τα χείλη της καθώς το χέρι του γλιστράει προς τα κάτω και σφίγγει το λαιμό της ενώ ανεβάζει ελαφρά τον ρυθμό του. Το άλλο του χέρι ψηλαφίζει το στήθος της καθώς το στόμα του αφήνει παθιασμένα φιλιά στο πρόσωπο, το λαιμό και τους ώμους της.
Μετά τον πρώτο της οργασμό, αυτός αλλάζει θέση και την βάζει από πάνω. Προτιμάει πάντα να την έχει από πάνω όταν είναι έτοιμος να τελειώσει. Η βαρύτητα κάνει τους χυμούς της να κυλούν σε όλο του το μήκος και κλείνει τα μάτια του για ν' απολαύσει αυτή την υπέροχη αίσθηση στο ευαίσθητο δέρμα του πέους του.
Ανοίγει το στόμα του και γρυλίζει απαλά καθώς εκείνη τινάζει πίσω τα μαλλιά της κι αρχίζει να κουνιέται κυκλικά επάνω του, έτσι όπως του αρέσει. Αυτός κρατά τα μάτια του κλειστά, οπότε δεν βλέπει την έκπληξη στο πρόσωπό της όταν αυτή κοιτάζει τη Πανδώρα, η οποία τους παρακολουθεί, έχοντας ένα πονηρό χαμόγελο στο πρόσωπό της. Η Αναΐς σχηματίζει μερικές λέξεις με τα χείλη της.
«Τι στο διάολο, μωρή;»
Η Πανδώρα της απαντάει με τον ίδιο τρόπο.
«Επάνω του, αδερφή! Δώστου να καταλάβει!»
«Γύρνα απ' την άλλη!»
Η Πανδώρα σηκώνει τον αντίχειρά της προς τα πάνω, γυρίζει και κρύβει το πρόσωπό της στον λαιμού του ακόμα κοιμισμένου Μάξιμου. Η Αναΐς γυρίζει τα μάτια της και στρέφει ξανά την προσοχή της στον Ιάσονα, σκύβοντας πάνω του και φιλώντας το στόμα του.
Αυτός αρπάζει τους γοφούς της, τη σηκώνει λίγο πιο ψηλά και αρχίζει να κουνιέται πιο δυνατά ανάμεσα στα πόδια της, εκτοξεύοντας το καυτό του φορτίο μέσα της. Μετά σταματάει, αλλά αντί να βγει από μέσα της, την αγκαλιάζει σφιχτά και την πιέζει πάνω του. Αυτή τρίβει το πρόσωπό της στον λαιμό του και φωλιάζει στο στήθος του.
«Νάκο μου, θέλω να σου πω κάτι, αλλά μην φρικάρεις, εντάξει;»
Αυτός ανοίγει τα μάτια και την κοιτάζει με καχυποψία.
«Εντάξει ...;»
«Η Δώρα μας είδε»
Αυτός γελάει ανακουφισμένος.
«Νομίζεις ότι δεν το ξέρω;»
«Πώς ...; Εσύ είχες τα μάτια σου κλειστά. Πώς το κατάλαβες;»
Αυτός της βγάζει τα μαλλιά απ' τα μάτια και τη φιλάει στο μέτωπο.
«Ήμουν μέσα σου, μωρό μου. Ένιωθα αυτά που ένιωθες. Νομίζεις ότι δεν κατάλαβα την ένταση σου;»
«Και γιατί δεν είπες τίποτα;»
«Επειδή μου άρεσε που κάποιος μας παρακολουθούσε»
«Για να είμαι ειλικρινής, το ίδιο ένιωσα κι εγώ»
Εκείνη τη στιγμή, η Πανδώρα εμφανίζεται πάνω απ' το κεφάλι του Ιάσονα.
«Δεν ξέρω αν σε νοιάζει, καυτό αγόρι, αλλά και μένα μου άρεσε»
Αυτός σηκώνει τα μάτια και της χαμογελάει πονηρά.
«Αν είναι έτσι, δεν νομίζεις ότι πρέπει να μου ανταποδόσεις τη χάρη;»
«Θέλεις να με δεις να πηδιέμαι, Νακούλη;»
«Εσύ με είδες να πηδάω, γιατί όχι κι εγώ;»
Αυτή κοιτάζει την Αναΐς, η οποία σηκώνει τους ώμους.
«Εντάξει λοιπόν. Απόλαυσε το σόου!»
Αυτή σέρνει το σώμα της στον Μάξιμο, που έχει ήδη ξυπνήσει και ανοίγει τα μάτια του όταν τον καβαλάει.
«Bonjour, Mon Bebé»
«Καλημέρα και σε σένα»
Αυτή πιάνει τα χέρια του και τα βάζει στο στήθος της. Αυτός την κοιτάζει και μετά κοιτάζει τον Ιάσονα και την Αναΐς.
«Εντάξει! Τι συμβαίνει εδώ;»
«Αυτό ακριβώς θα ήθελα να μάθω κι εγώ!»
Όλοι γυρίζουν και βλέπουν τον Στέφανο να στέκεται στην πόρτα με το βρεγμένο μποξεράκι του και τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Δίπλα του η Άρτεμις, με τα βρεγμένα εσώρουχα της, τους κοιτάζει μ' ένα πονηρό χαμόγελο στα χείλη.
Ο Ιάσονας καγχάζει.
«Τέλεια! Τώρα έχουμε απαρτία!»
Η Πανδώρα τινάζει τα μαλλιά της πίσω.
«Σταμάτα να παίζεις τον αυστηρό αδερφό, Ομορφόπαιδο, και κάτσε κάτω. Ο Μάξιμος κι εγώ θα δώσουμε μια πολύ, πολύ, πολύ διασκεδαστική παράσταση μόνο για σας!»
Ο Μάξιμος την κοιτάζει αποσβολωμένος.
«Τι ακριβώς θα κάνουμε;»
«Αυτό που άκουσες, μωρό μου»
Η Άρτεμις τρέχει και κάθεται στον καναπέ αρκετά ενθουσιασμένη και ο Στέφανος την κοιτάζει αυστηρά.
«Τι στο διάολο κάνεις, Κοριτσάκι;»
«Κάθομαι για να απολαύσω την παράσταση και σου προτείνω να κάνεις το ίδιο»
Η Αναΐς βγάζει το φόρεμα της εξίσου ενθουσιασμένη.
«Σωστά, Στέφο. Η Τάτη έχει δίκιο. Απλώς κάτσε και απολαύστε την παράσταση»
Ο Στέφανος σηκώνει τα χέρια του.
«Εντάξει! Τι θα λέγατε να ηρεμήσουμε λίγο, ε;»
Η Πανδώρα σουφρώνει τα χείλη.
«Γιατί, Ομορφόπαιδο; Αυτό είναι κάτι που κάνουν οι γονείς μας όλα αυτά τα χρόνια. Γιατί όχι κι εμείς;»
Ο Μάξιμος, ο νέος της παρέας, κοιτάζει τον Ιάσονα έκπληκτος.
«Αλήθεια τώρα;»
Αυτός βγάζει το παντελόνι του, παίρνει την Αναΐς και κάθονται στον καναπέ.
«Δεν μας το είπαν ποτέ ευθέως, αλλά διαβάζοντας ανάμεσα στις γραμμές, το καταλάβαμε»
Ο Μάξιμος γελάει.
«Λοιπόν ... Αυτό γίνεται όλο και καλύτερο. Η απόφασή μου να έρθω εδώ ήταν το πιο έξυπνο πράγμα που έχω κάνει στη ζωή μου»
Ο Στέφανος τον κοιτάζει έκπληκτος.
«Συγγνώμη, ρε φίλε, αλλά θέλεις να πεις ότι είσαι εντάξει μ' αυτό;»
«Εννοείται! Γιατί όχι, ρε; Ούτε έχω κάτι να κρύψω, ούτε ντρέπομαι»
Ο Στέφανος στρέφεται στους άλλους.
«Είστε κι εσείς εντάξει;»
Ο Ιάσονας γνέφει καταφατικά και η Αναΐς του χαμογελάει.
«Προφανώς, αδερφέ μου, είσαι το μόνο σεμνότυφο άτομο εδώ μέσα. Κρίμα! Νόμιζα ότι θα έμοιαζες και σ' αυτό στον μπαμπά»
Ο Στέφανος καγχάζει.
«Με λες σεμνότυφο;»
«Αφού είσαι ο μόνος που έχεις αντίρρηση»
Αυτός γυρίζει στην Άρτεμις.
«Εσύ τι λες, Κοριτσάκι; Νομίζεις ότι είμαι σεμνότυφος;»
«Αυτό δείχνουν οι πράξεις σου, Αφέντη μου»
«Πολύ καλά. Τώρα θα δείτε ποιον τολμήσατε να αποκαλέσετε σεμνότυφο! Έλα εδώ, Κοριτσάκι!»
Η Άρτεμις τρέχει και στέκεται μπροστά του, κι εκείνος, πριν ξεφορτωθεί το δικό του εσώρουχο, της βγάζει τα δικά της και δείχνει το τραπέζι.
«Ανέβα πάνω!»
Αυτή σκαρφαλώνει στο ξύλινο τραπέζι και ρίχνει τα πάντα πάνω του. Αυτός ρίχνει μια ματιά στους άλλους, τους κλείνει το μάτι και ανεβαίνει κι αυτός στο τραπέζι. Ο Μάξιμος ανακάθεται και παίρνει την Πανδώρα στην αγκαλιά του σφυρίζοντας επιδοκιμαστικά.
Μετά, χωρίς να χάσει χρόνο, με γρήγορες, ανυπόμονες κινήσεις, αυτός ξεφορτώνεται τα εσώρουχα τους, τη βάζει επάνω του και στέλνει ένα φιλί στην Αναΐς, η οποία ξεσπάει σε γέλια.
«Ω, Θεέ μου! Αυτό είναι υπέροχο!»
Ο Ιάσονας κοιτάζει μία προς το τραπέζι, μία προς το πάτωμα.
«Το παραδέχομαι. Ποτέ δεν πίστευα ότι θα φτάναμε τόσο μακριά»
«Ναι, αλλά χαίρομαι που τα καταφέραμε. Τώρα είμαστε ακόμα πιο συνδεδεμένοι. Γίναμε ένα. Ένα αδιάσπαστο σύνολο. Κοίτα τους! Δεν ξέρω ποιοι είναι καλύτεροι!»
«Εγώ ξέρω»
«Ποιοι;»
«Εμείς, μωρό μου. Εμείς!»
«Ναι! Ναι!»
Αυτοί γδύνονται εντελώς και μπαίνουν στο παιχνίδι. Όλοι μαζί, τα τρία ζευγάρια, ξεκινούν έναν κοινό αλλά ταυτόχρονα προσωπικό χορό που γεμίζει το μικρό δωμάτιο της ξύλινης καμπίνας με αναστεναγμούς, βογκητά και βαριές αναπνοές.
Αρκετή ώρα μετά, αυτοί έχουν αφήσει την καμπίνα και τώρα απολαμβάνουν την αίσθηση του καυτού ήλιου στο γυμνό τους σώμα ξαπλωμένοι στην άμμο. Το μόνο που φοράνε επάνω τους είναι γυαλιά ηλίου. Αυτοί παραμένουν αμίλητοι, μέχρι που ο Μάξιμος σπάει τη σιωπή.
«Γαμώτο! Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο απ' το να ξαπλώνεις γυμνός στον ήλιο! Μ' αρέσει πάρα πολύ!»
Η Πανδώρα μαζεύει τα μαλλιά της.
«Το έκανες συχνά;»
«Κάθε φορά που είχε ήλιο στο Παρίσι, ξάπλωνα γυμνός στο μπαλκόνι μου»
Η Άρτεμις σφυρίζει.
«Βάζω στοίχημα ότι οι γείτονές σου λάτρευαν αυτή σου τη συνήθεια!»
«Ναι. Αυτός που πουλούσε κιάλια στην γωνία, μου είπε ότι οι πωλήσεις αυξήθηκαν κατακόρυφα από τότε που μετακόμισα στην γειτονιά»
Αυτοί γελάνε. Κάποια στιγμή, η Αναΐς ανασηκώνεται και παίρνει μια έκφραση απορίας.
«Μπορώ να κάνω μια ηλίθια ερώτηση;»
O Στέφανος την κοιτάζει καχύποπτα.
«Πρόσεχε τι θα πεις, Τσιχλόφουσκα!»
«Αυτό που κάναμε πριν θεωρείται παρτούζα;»
Οι άλλοι γελάνε ακόμα περισσότερο, ενώ η Πανδώρα γυρίζει τα μάτια της.
«Για όνομα του Θεού, μωρή! Μερικές φορές σκέφτεσαι σαν μωρό»
«Χέσε με, μωρή! Θέλω να ξέρω. Νάκο μου, πες μου!»
Ο Ιάσονας της χαμογελάει και παίρνει το δασκαλίστικο ύφος του.
«Όχι, μωρό μου. Αυτό που κάναμε δεν θεωρείται παρτούζα. Ο ορισμός της παρτούζας είναι ομαδικός έρωτας με ανταλλαγή ερωτικών συντρόφων. Εμείς δεν κάναμε ανταλλαγή»
Ο Μάξιμος κουνάει το κεφάλι του.
«Αυτός ήταν ένας πολύ σαφής ορισμός της παρτούζας. Μπράβο, κύριε καθηγητά!»
«Ευχαριστώ πολύ, γιατρέ μου!»
Η Αναΐς σουφρώνει τα χείλη της σκεπτική.
«Εντάξει, αλλά τι ήταν τελικά αυτό που κάναμε;»
Η Άρτεμις ρίχνει μια ιδέα.
«Οικογενειακό δέσιμο, ίσως;»
Η Πανδώρα ρίχνει άλλη μία.
«Εξολόθρευση ντροπής;»
Ο Στέφανος ρίχνει την τελική.
«Υπέροχη οικογενειακή διαστροφή. Αυτό ήταν!»
Η Αναΐς τον σπρώχνει παιχνιδιάρικα.
«Το απόλαυσες πολύ, έτσι δεν είναι;»
«Ναι, Τσιχλόφουσκα, το απόλαυσα»
Ο Ιάσονας συμφωνεί.
«Όλοι το απολαύσαμε»
Ο Μάξιμος πετάει το Γαλλικό του.
«Absolument!»
Εκείνη τη στιγμή, έρχεται μια βιντεοκλήση στο κινητό του Στέφανου κι αυτός τσεκάρει την οθόνη.
«Ο Πρίγκιπας είναι. Άντε, μαζευτείτε!»
Ο Ιάσονας λέει κάτι σωστό.
«Κράτα το τηλέφωνο ψηλά για να φαινόμαστε απ' τους ώμους και πάνω»
«Νομίζεις ότι είμαι ηλίθιος, ρε; Αν ο Πρίγκιπας μάθει τι κάναμε, θα με κρεμάσει απ' τα αρχίδια στη μέση του λόμπι της εταιρείας για παραδειγματισμό»
Η Πανδώρα δεν συμφωνεί.
«Δεν νομίζω, Ομορφόπαιδο»
«Συγγνώμη, αλλά δεν θα πάρω αυτό το ρίσκο, Πραγματάκι!»
Αυτός δέχεται την κλήση κρατώντας τη συσκευή ψηλά δείχνοντας μονάχα τα πρόσωπά τους. Ο Τζάκος τους κοιτάζει καχύποπτα μέσα απ' την οθόνη.
«Βρε! Βρε! Βρε! Τι έχουμε εδώ; Το ξέρω αυτό το βλέμμα. Τι στο διάολο κάνετε εκεί πέρα;»
Ο Στέφανος ξεροκαταπίνει.
«Τίποτα, Μπαμπά. Πως σου ήρθε αυτό;»
«Πως μου ήρθε, ε; Κατέβασε το τηλέφωνο, Τίγρη και δείξε μου τα σώματά σας»
«Ναι ... Φοβάμαι ότι δεν μπορώ να το κάνω αυτό ... Για τεχνικούς λόγους»
Ο Τζάκος κουνάει το κεφάλι του, γρυλίζοντας καθώς προσπαθεί να καθαρίσει τη εικόνα που σχηματίζεται στο μυαλό του.
«Τέλος πάντων! Δεν είναι η ώρα γι' αυτό. Εσύ κι εγώ θα μιλήσουμε αργότερα, Τίγρη. Τώρα σας πήρα γιατί υπάρχουν εξελίξεις»
Ο Ιάσονας επεμβαίνει.
«Καλές εξελίξεις;»
«Υπέροχες, γιε μου! Σχεδόν τελειώσαμε! Ακούστε τι έγινε ...»
~ ΔΥΟ ΩΡΕΣ ΝΩΡΙΤΕΡΑ ~ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΟ ~ ΒΑΡΚΙΖΑ ~
~ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ~
Ο Μάκης και ο Έκτορας κάθονται στις καρέκλες μπροστά απ' το γραφείο του διευθυντή Γεράσιμου Μαρκάτου, ο οποίος σηκώνεται όρθιος και αρχίζει να βαδίζει νευρικά πάνω-κάτω. Αυτοί μόλις του εξήγησαν πως ακριβώς έχουν τα πράγματα κι εκείνος αδυνατεί να το πιστέψει.
«Όχι! Όχι! Αυτό είναι αδύνατο! Τέτοια πράγματα δεν συμβαίνουν στο σχολείο μου!»
Ο Έκτορας καγχάζει.
«Πλάκα μας κάνετε, κύριε διευθυντά;»
«Μα όλο αυτό είναι παράλογο και αδιανόητο! Μία δεκαεξάχρονη μαθήτρια κάνει άσεμνες προτάσεις σ' έναν καθηγητή, και επειδή αυτός την απορρίπτει, εκείνη τον κατηγορεί ψευδώς για επίθεση, ξυλοδαρμό και βιασμό και τα σκηνοθετεί όλα τόσο τέλεια με τη βοήθεια ενός άγνωστου άνδρα. Ούτε στις ταινίες δεν γίνονται αυτά!»
«Υπονοείτε κάτι, κύριε διευθυντά; Μας κατηγορείτε ότι σας λέμε ψέματα;»
«Εσείς όχι, αλλά πώς μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι ο κύριος Ζαχαριάδης λέει την αλήθεια; Κι αν είναι ένοχος για όσα τον κατηγορεί η δεσποινίς Ζαφειρίου;»
Ο Έκτορας έχει αρχίσει και εκνευρίζεται.
«Αυτό μπορεί να συμβεί μόνο εάν ο κύριος Ζαχαριάδης έχει υπερφυσικές ικανότητες και μπορεί να βρίσκεται σε δύο μέρη ταυτόχρονα»
Ο Μάκης συνεχίζει.
«Το ψάξαμε, κύριε Μαρκάτο. Την ώρα που η Ζαφειρίου ισχυρίζεται ότι συνέβη ο βιασμός, ο κύριος Ζαχαριάδης γευμάτιζε με όλη του την οικογένειά. Ένα προς ένα τα μέλη της οικογένειας, ανάμεσα τους ο ίδιος ο κύριος Τζανέτος Ηλιόπουλος, κατέθεσαν το ίδιο πράγμα. Αμφιβάλλετε και για τον δικό του λόγο;»
«Γιατί όχι; Ο κύριος Ηλιόπουλος είναι ένας απ' τους ισχυρότερους άντρες του πλανήτη, αλλά δεν παύει να είναι και μέλλον πεθερός του κυρίου Ζαχαριάδη. Φυσικά, και θα έλεγε αυτό που πρέπει για να τον σώσει»
Ο Έκτορας μορφάζει.
«Μάλιστα! Είστε πρόθυμος να αντιμετωπίσετε την οργή του πιο ισχυρού άντρα της χώρας. Με τι σας κρατάει η Ζαφειρίου; Τι έχει εναντίον σας και σας εκβιάζει έτσι;»
«Τίποτα! Τίποτε απολύτως! Εγώ απλά ...»
Ο Μάκης τον ενθαρρύνει καταργώντας τον πληθυντικό για να έρθει πιο κοντά του.
«Πες μας την αλήθεια, Γεράσιμε. Είμαστε η αστυνομία και μπορούμε να σε βοηθήσουμε»
Ο διευθυντής κάθεται πίσω απ' το γραφείο του και ακουμπάει το κεφάλι του στο χέρι του βουτηγμένος στην απελπισία.
«Πριν από μερικά χρόνια, είχα ένα πρόβλημα με τον τζόγο και δανείστηκα χρήματα απ' το ταμείο του σχολείου. Τα επέστρεψα, φυσικά, αλλά ...»
Ο Έκτορας αναστενάζει.
«Αλλά η Ζαφειρίου το έμαθε και τώρα σ' εκβιάζει»
«Ναι»
Ο Μάκης ρωτάει για λεπτομέρειες.
«Τι στοιχεία έχει;»
«Φωτογραφίες μου στην λέσχη και στο καζίνο, και επίσης τις πλαστές αποδείξεις που έγραψα για να δικαιολογήσω τα χαμένα χρήματα απ' το ταμείο. Ένας Θεός ξέρει που τις βρήκε αυτές»
Ο Έκτορας ισιώνει την γραβάτα του.
«Λοιπόν! Όχι ότι εγκρίνω αυτό που έκανες, αλλά ήσουν άρρωστος και αφού επέστρεψες τα χρήματα και έχεις σταματήσει να παίζεις, δεν υπάρχει λόγος να το μάθει κανείς»
Ο Μαρκάτος σηκώνει το κεφάλι του κοιτάζει τους δύο άντρες με ικετευτικά μάτια.
«Θα με βοηθήσετε;»
Ο Μάκης χαμογελάει.
«Αν μας βοηθήσεις κι εσύ»
«Φυσικά! Φυσικά! Πέστε μου τι θέλετε να κάνω»
Ο Έκτορας του λέει.
«Κάλεσε εδώ την Μαρκέλλα»
«Την Μαρκέλλα; Εννοείτε την Μαρκέλλα Αντωνάκου, την καλύτερη φίλη της Ζαφειρίου;»
Οι δύο άντρες γνέφουν καταφατικά και ο διευθυντής απορεί.
«Τι σχέση έχει η Μαρκέλλα με όλα αυτά;»
Ο Μάκης του εξηγεί.
«Υποψιαζόμαστε ότι ξέρει το όνομα του άνδρα που βοήθησε τη Διώνη»
«Θα την ανακρίνετε;»
Ο Έκτορας κουνάει το κεφάλι του.
«Όχι ακριβώς. Αυτή είναι ανήλικη και κάτι τέτοιο απαγορεύεται χωρίς την παρουσία κηδεμόνα»
«Ξέρετε κάτι; Ούτε που με νοιάζει. Κάντε ότι θέλετε. Μόνο, δώστε μου ένα λεπτό να την καλέσω»
Ο διευθυντής βγαίνει για να καλέσει τη Μαρκέλλα, και ο Μάκης απευθύνεται στον Έκτορα.
«Πάρε τις Σταγόνες να φέρουν τον Ερμή. Ήρθε η ώρα να δούμε αν το Κουτάβι είναι άξιος απόγονος του Λύκου»
Λίγα λεπτά μετά, η Μαρκέλλα κάθεται στην καρέκλα και κοιτάζει με περιέργεια, αλλά και φόβο, τους δύο άγνωστους άντρες και τον διευθυντή.
«Δεν καταλαβαίνω, κύριε. Γιατί με καλέσατε εδώ;»
Και επειδή, όπως είπε πριν ο Έκτορας, οι δύο αστυνομικοί δεν μπορούν να μιλήσουν απευθείας στο κορίτσι, αυτοί δασκάλεψαν τον διευθυντή που έχει κάθε δικαίωμα να την ανακρίνει. Έτσι λοιπόν, αυτός ξεκινάει.
«Για τη φίλη σου τη Διώνη. Ξέρεις τι της συνέβη, έτσι δεν είναι;»
«Εεεε ... Ναι. Μου το είπε»
«Στο είπε, αλλά δεν πήγες να τη δεις. Γιατί;»
«Αυτή μου είπε να μην πάω γιατί είναι χάλια. Πονάει πολύ και δεν θέλει να δει κανέναν»
«Ούτε καν την καλύτερή της φίλη; Αυτό είναι δύσκολο να το πιστέψει κανείς. Σε τέτοιες περιπτώσεις, όλοι χρειαζόμαστε έναν φίλο, και ειδικά τον καλύτερός μας φίλο»
«Ναι, αλλά ...»
«Εσύ είσαι αυτή που δεν θέλεις να πας να τη δεις. Έτσι δεν είναι, Μαρκέλλα;»
«Γιατί να μην θέλω;»
«Γιατί ξέρεις ότι όλα είναι ψέματα και δεν το εγκρίνεις καθόλου»
«Όχι! Όχι! Δεν είναι ψέματα! Είναι γεγονός! Ο καθηγητής Ζαχαριάδης τη βίασε και την χτύπησε»
Ο Μάκης του κάνει νόημα και ο διευθυντής πλησιάζει και γονατίζει μπροστά στη Μαρκέλλα, η οποία έχει ήδη αρχίσει να ιδρώνει και να κουνιέται νευρικά στην καρέκλα της.
«Άκουσέ με καλά, Μαρκέλλα. Αυτοί οι κύριοι είναι αστυνομικοί και ξέρουν τα πάντα. Ο καθηγητής είναι αθώος. Την ώρα που η φίλη σου λέει ότι τη βίασε, ήταν με μερικούς πολύ σοβαρούς και ισχυρούς ανθρώπους που θα κάνουν τα πάντα για να καθαρίσουν το όνομά του. Η φίλη σου λέει ψέματα για τους δικούς της προσωπικούς λόγους και εσύ την καλύπτεις. Αυτό είναι έγκλημα, Μαρκέλλα, και τιμωρείται απ' το νόμο. Γι' αυτό πρέπει να μας πεις όλα όσα ξέρεις, αν δεν θέλεις να μπλέξεις άσχημα. Σκέψου το κακό που θα κάνει στην καριέρα του πατέρα σου η σύλληψη σου. Πες μας, Μαρκέλλα ... Ποιος την χτύπησε; Ποιος είναι ο άντρας που την βοήθησε;»
«Όχι! Δεν ξέρω τίποτα για κανέναν! Ξέρω μόνο αυτά που μου είπε η Διώνη. Τίποτα άλλο!»
«Εντάξει! Δεν θέλεις να συνεργαστείς. Δεν πειράζει. Υπάρχει κι άλλος τρόπος για να μάθουμε αυτό που θέλουμε»
Αυτός σηκώνεται όρθιος και το κορίτσι κοιτάζει τριγύρω ξαφνιασμένο.
«Τι ... Τι εννοείτε; Τι θα μου κάνετε; Δεν μπορείτε ... Είμαι ανήλικη και ...»
«Εμείς δεν μπορούμε, αλλά ένας συμμαθητής σου μπορεί. Μην φοβάσαι. Δεν θα πονέσεις»
Αυτός πηγαίνει κι ανοίγει την πόρτα για να μπουν ο Αδάμ και ο Γιώργος μαζί με τον Ερμή, οι οποίοι χαιρετούν την Μαρκέλλα χαμογελώντας. Το κορίτσι κοιτάζει τον διευθυντή τρομαγμένο.
«Τι συμβαίνει, κύριε διευθυντά; Τι κάνουν αυτοί εδώ;»
«Κάτσε φρόνημα, Μαρκέλλα, και όλα θα τελειώσουν σε λίγα λεπτά»
Ο Ερμής την πλησιάζει κι εκείνη αρχίζει να φωνάζει.
«Όχι! Μην με πλησιάζεις! Μείνε μακριά μου!»
«Δεν χρειάζεται να φοβάσαι, Μαρκέλλα. Δεν πρόκειται να σε πονέσω. Ούτε καν θα σ' αγγίξω»
«Τι θα κάνεις τότε;»
«Θα σου κάνω μερικές ερωτήσεις κι εσύ θα μου πεις την αλήθεια»
Αυτή ανοίγει το στόμα της για να διαμαρτυρηθεί, αλλά αυτός σκύβει από πάνω της, ακουμπάει τα χέρια του στα μπράτσα της καρέκλας και αρχίζει να μιλάει με την άλλη φωνή που του δίδαξε ο πατέρας του.
«Κοίτα με στα μάτια, Μαρκέλλα!»
Αυτή κουνάει το κεφάλι της.
«Όχι! Όχι! Μην το κάνεις αυτό!»
«Έλα, Μαρκέλλα ... Κοίτα με!»
Αυτή σηκώνει τα μάτια και το βλέμμα της αιχμαλωτίζεται από τα καταγάλανα, αστραφτερά μάτια του.
«Ερμή ...; Τι ... Τι μου κάνεις;»
Οι κόρες των ματιών του Ερμή διαστέλλονται για λίγα δευτερόλεπτα, καταπίνοντας ολόκληρο το θαλασσί χρώμα της ίριδας και μετά επιστρέφουν αμέσως στο κανονικό τους μέγεθος.
«Μέχρι να χτυπήσω τα δάχτυλά μου, θα είσαι κάτω απ' την επιρροή μου. Είσαι σκλάβα μου. Τι είσαι, Μαρκέλλα;»
«Η σκλάβα σου»
«Μέχρι πότε;»
«Μέχρι να χτυπήσεις τα δάχτυλά σου»
«Και τότε, όταν όλα τελειώσουν, εσύ δεν θα θυμάσαι την κουβέντα μας»
«Δεν θα θυμάμαι την κουβέντα μας»
«Δεν ήρθα ποτέ εδώ. Δεν με είδες. Δεν μου μίλησες»
«Δεν σου μίλησα»
«Αυτό που θα θυμάσαι είναι ότι μίλησες με τον διευθυντή, του είπες αυτά που ήξερες και έφυγες»
«Και έφυγα»
«Μπράβο το κορίτσι μου! Τώρα πες μου ... Η Διώνη λέει ψέματα, έτσι;»
«Ναι»
«Ο καθηγητής Ζαχαριάδης δεν την άγγιξε ποτέ, έτσι;»
«Ναι. Αυτή τα έστησε όλα»
«Ποιος τη βοήθησε;»
«Ένας τύπος. Εξωσχολικός. Μεγαλύτερος μας. Λέει ότι είναι το αγόρι της»
«Ποιος είναι; Πώς τον λένε;»
«Σάββα. Σάββα Παπαμίχο»
«Και πού μπορούμε να τον βρούμε;»
«Συχνάζει στα Μπιλιάρδα του Λάκη στα Εξάρχεια. Η Διώνη τον συναντάει πάντα εκεί. Έχει μακριά μαύρα μαλλιά και ένα τεράστιο φίδι τατουάζ γύρω απ' το λαιμό του»
Αυτός κοιτάζει τον Μάκη και τον Έκτορα, κι εκείνοι γνέφουν καταφατικά.
«Ευχαριστώ, Μαρκέλλα. Ήσουν υπέροχη. Τώρα θα χτυπήσω τα δάχτυλά μου κι εσύ θα κλείσεις τα μάτια σου, θα μετρήσεις μέχρι το είκοσι αργά και δυνατά και μετά όλα θα γίνουν όπως πριν»
«Ναι. Όλα θα γίνουν όπως πριν»
Αυτός κοιτάζει τις Σταγόνες, που βιντεοσκοπούν με τα κινητά τους όλη αυτή την ώρα, μετά από παράκληση του Άρη, και σχηματίζει μερικές λέξεις με τα χείλη του.
«Ετοιμαστείτε να φύγουμε από δω!»
Αυτοί γνέφουν καταφατικά και ο Ερμής χτυπάει τα δάχτυλά του. Παραμένουν όλοι σιωπηλοί μέχρι που η Μαρκέλλα κλείνει τα μάτια της κι αρχίζει να μετράει. Τα τρία αγόρια τρέχουν έξω και κλείνουν την πόρτα ήσυχα πίσω τους και λίγο μετά, αυτή τελειώνει το μέτρημα, ανοίγει τα μάτια της και κοιτάζει τον διευθυντή.
«Λοιπόν, κύριε Διευθυντά; Τελειώσαμε ή όχι;»
«Ναι, δεσποινίς Αντωνάκου. Τελειώσαμε. Μπορείς να επιστρέψεις στην τάξη σου»
«Ευχαριστώ»
«Τα χαιρετίσματα μου στον αξιότιμο πατέρα σου»
Αυτή σηκώνεται και φεύγει απ' το γραφείο. Οι τρεις άντρες κοιτάζονται για μια στιγμή, μέχρι που ο διευθυντής κουνάει το κεφάλι του.
«Τι συνέβη εδώ μέσα; Τι ακριβώς είναι αυτό το αγόρι;»
Ο Μάκης χαμογελάει.
«Αυτό το αγόρι, κύριε διευθυντά, είναι ο γιος ενός πραγματικού λύκου και είναι μεγάλη τιμή για σένα και το σχολείο να τον έχετε ανάμεσα σας. Μην το ξεχάσεις ποτέ αυτό!»
«Δεν θα το κάνω! Μείνετε ήσυχος!»
Ο Έκτορας τον χτυπάει φιλικά στην πλάτη.
«Και επίσης, μην ξεχάσεις να κάνεις ό,τι μπορείς για να καθαρίσεις το όνομα του καθηγητή σου»
«Ούτε γι' αυτό ν' ανησυχείτε. Θα το φροντίσω αμέσως. Και μόλις τελειώσουν όλα αυτά, θα προτείνω στο συμβούλιο να αποβληθεί η Ζαφειρίου απ' το σχολείο μας. Ή ακόμα καλύτερα, από όλα τα σχολεία της χώρας, ιδιωτικά και δημόσια»
Ο Μάκης σηκώνεται.
«Να το κάνεις. Θα σώσεις έτσι αρκετούς ανθρώπους. Μαθητές και καθηγητές»
Ο Έκτορας τον μιμείται.
«Και μην ανησυχείς για τον εκβιασμό. Θα βρούμε όλα τα στοιχεία και θα τα καταστρέψουμε»
«Ευχαριστώ! Σας ευχαριστώ πολύ!»
Ο Μάκης του δείχνει το δάχτυλο.
«Όχι εμάς. Τον κύριο Ζαχαριάδη πρέπει να ευχαριστήσεις»
«Θα το κάνω»
Τότε, οι δύο άντρες, ο Μάκης και ο Έκτορας, φεύγουν και πηγαίνουν να βρουν τον τύπο με το τατουάζ.
~ ΠΙΣΩ ΣΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ~ ΣΟΥΝΙΟ ~
Και στην βιντεοκλήση του Τζάκου και του Στέφανου, ο οποίος σφυρίζει με θαυμασμό.
«Ουάου, Μπαμπά! Θέλουμε οπωσδήποτε να δούμε αυτό το βίντεο!»
«Θα σου το στείλω αμέσως μόλις κλείσουμε»
Ο Ιάσονας ξεφυσάει με ανακούφιση.
«Προφανώς, οφείλω στον Ερμή ένα μεγάλο δώρο»
«Δεν ξέρω για σένα, γιε μου, αλλά εγώ του έχω ήδη παραγγείλει ένα καινούργιο ποδήλατο»
Η Πανδώρα μπαίνει στην κουβέντα.
«Ο Άρης τι λέει για όλα αυτά;»
«Περπατάει τριγύρω σαν τον Ιούλιο Καίσαρα και μαλώνει με τη Σελήνη για το ποιανού γιος είναι περισσότερο ο Ερμής. Τρελοί λύκοι!»
Αυτοί γελάνε πριν ο Ιάσονας επιστρέψει στα διαδικαστικά.
«Και τώρα τι γίνετε, Μπαμπά;»
«Ο Έκτορας και ο Μάκης είναι ήδη στο δρόμο για να βρουν αυτόν τον Σάββα. Ο Διονύσης τους έχει δώσει αρκετές πληροφορίες για να τον στριμώξουν»
«Τι πληροφορίες;»
«Ο τύπος είναι μικροαπατεώνας. Είναι έξω με αναστολή για μια διάρρηξη οπότε δεν θα είναι καθόλου δύσκολο να τον πείσουν να πει την αλήθεια. Θα τον πάνε κατευθείαν στη ΓΑΔΑ για να καταθέσει»
«Και όταν συμβεί αυτό;»
«Οι κατηγορίες θα αποσυρθούν κι εσύ θα επιστρέψεις στη δουλειά σου, έτοιμος να δεχτείς την ειλικρινή και ταπεινή συγγνώμη του διευθυντή»
«Δεν χρειάζεται κάτι τέτοιο. Μου αρκεί να γυρίσω στους μαθητές μου»
«Όχι, Νάκο! Αυτός ο μαλάκας σε πρόσβαλε και πρέπει να σου ζητήσει συγγνώμη γονατιστός»
«Μα δεν έφταιγε αυτός. Η Διώνη τον εκβίαζε»
«Χέστηκα! Ήδη παλεύω με τον εαυτό μου να μην τον στείλω στην Αλάσκα να παίζει με τους πιγκουίνους. Μη μου δώσεις λόγο να το κάνω»
«Εντάξει μωρέ! Μην τσαντίζεσαι! Θα κάνω αυτό που θες»
«Ευχαριστώ»
Ο Στέφανος έχει μια απορία.
«Ρε Μπαμπά, τι συμβαίνει με σένα και τους πιγκουίνους τελευταία;»
«Είδα ένα ντοκιμαντέρ για τη σεξουαλική τους ζωή και ανακάλυψα ότι αυτά τα ζώα είναι πολύ ερωτικά. Έχουν ακόμη και διαφορετικές στάσεις στο σεξ. Το φαντάζεστε; Σε αντίθεση με τους λεμούριους, που είναι απίστευτα βαρετοί»
Ξεσπούν όλοι σε γέλια.
«Είσαι τρελός!»
«Αυτή είναι η γοητεία μου, Τίγρη»
«Ό,τι πεις! Έχεις κάτι άλλο για μας;»
«Όχι. Όταν έχω κάτι, θα σας ξαναπάρω και ελπίζω να είστε ντυμένοι αυτή τη φορά. Για σένα το λέω, Πολύτιμη!»
Η Αναΐς συνοφρυώνεται.
«Εντάξει, Μπαμπά! ... Γεια σου, Μπαμπά!»
«Όχι! Μην τολμήσεις να μου το κλείσεις!»
«Σ' αγαπάμε όλοι, Μπαμπά! Γεια σου!»
Αυτή κυλάει το δάχτυλό της στην οθόνη και τερματίζει την κλήση κάνοντας τον Στέφανο να κλαψουρίσει.
«Και τώρα, δεσποινίδες και κύριοι, είμαι επίσημα νεκρός»
Αυτή τον στραβοκοιτάει.
«Μην γίνεσαι γελοίος»
Ο Ιάσονας συμφωνεί με τον κολλητό του.
«Πολύ φοβάμαι, μωρό μου, ότι ο αδερφός σου έχει δίκιο, μόνο που δεν θα είναι μόνος. Θα είμαι κι εγώ μαζί του. Ο αγαπημένος μας μπαμπάς κράτησε τον κώλο μου έξω απ' τη φυλακή, μόνο και μόνο για να με σκοτώσει με τα ίδια του τα χέρια»
Ο Μάξιμος γελάει.
«Σ' αυτήν την περίπτωση, παιδιά, ας διασκεδάσουμε μέχρι τότε. Τι θα λέγατε για μια βουτιά στα υπέροχα ζεστά νερά;»
Μιας και η ιδέα είναι καλή, όλοι συμφωνούν και αμέσως μετά τρέχουν και πέφτουν στο νερό γελώντας.
~ Την ΙΔΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ~ Στο ΚΤΗΜΑ της ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ~ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗ ~
~ Στο ΣΠΙΤΙ του ΤΖΑΚΟΥ & της ΜΑΙΡΗΣ ~
Αφού έστειλε το βίντεο του Ερμή, ο Τζάκος βάζει το τηλέφωνο στην τσέπη του και πηγαίνει στο παράθυρο. Εκεί, τραβάει στην άκρη την κουρτίνα και κοιτάζει έξω την παιδική χαρά. Τα χρυσά του μάτια γεμίζουν νοσταλγία. Η Μαίρη τον πλησιάζει και αγκαλιάζει τη μέση του από πίσω.
«Τι βλέμμα είναι αυτό, Ηλιόπουλε; Τι σκέφτεσαι αυτή τη στιγμή;»
«Τα παιδιά. Τον Στέφανο, την Αναΐς, την Δώρα και τον Νάκο»
«Μπορείς να το εξηγήσεις καλύτερα;»
«Θυμάμαι σαν να ήταν χθες όταν ήταν μικρά και έπαιζαν σ' αυτήν την παιδική χαρά και τώρα ...»
«Και τώρα τι;»
«Μεγάλωσαν και έγιναν σαν εμάς»
«Δεν σε πιάνω, Πρίγκιπα, κι αυτό είναι καινούργιο για μένα. Συνήθως, ξέρω τι εννοείς πριν καν το πεις, αλλά τώρα σ' έχω χάσει»
«Αν έβλεπες αυτό που είδα, θα καταλάβαινες»
«Αν έβλεπα τι, Τζάκο μου; Εξήγησε μου, γιατί αλλιώς θα μπατσίσω τον υπέροχο κώλο σου»
«Αν και μου αρέσει πολύ όταν ασχολείσαι με τον κώλο μου, τα παιδιά έκαναν σεξ όλα μαζί στο ίδιο δωμάτιο, όπως ακριβώς κάνουμε εμείς όλα αυτά τα χρόνια»
«Α! Αυτό είναι, ε; Και τι; Σ' ενοχλεί;»
«Όχι. Απλώς ... Σκέφτομαι πόσο γρήγορα περνάει ο χρόνος»
«Έτσι είναι, Ηλιόπουλε. Όταν περνάς καλά, ο χρόνος κυλάει σαν νερό»
Αυτός γυρίζει και την κοιτάζει, χωρίς να την αφήσει απ' την αγκαλιά του.
«Πέρασες καλά μαζί μου, έτσι δεν είναι; Εννοώ ... Τήρησα την υπόσχεση μου και σου χάρισα μια καλή ζωή, ε;»
«Να μην έχεις καμία αμφιβολία γι' αυτό, Πρίγκιπα μου. Η ζωή μου δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερη. Έκανες αυτό που υποσχέθηκες. Έφτιαξες έναν αληθινό παράδεισο για το αγγελούδι σου»
Αυτός της χαϊδεύει το μάγουλο.
«Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ!»
«Πού με βάζεις;»
«Σ' ένα πύργο ψηλό να διατάζεις»
«Κι άμα πέσω από κει, Πρίγκιπα μου;»
«Θα βρεθείς μέσα στην αγκαλιά μου»
Αυτός σκύβει και τη φιλάει στο στόμα γελώντας.
Λίγο πιο πέρα, στον καναπέ, ο Άρης παρακολουθεί το βίντεο του Ερμή ξανά και ξανά, έχοντας τη Σελήνη στην αγκαλιά του.
«Κοίτα τον! Δεν χορταίνω να τον βλέπω! Είναι απίθανος!»
«Δεν περίμενα τίποτα λιγότερο απ' αυτόν»
«Είδες τα μάτια του; Αυτό με τις κόρες; Εγώ δεν μπορώ να το κάνω αυτό, αλλά εκείνος μπορεί. Είναι καλύτερος από μένα, Γατούλα, και είμαι πολύ χαρούμενος. Γαμώτο! Είμαι τόσο περήφανος!»
«Εγώ είμαι περήφανη και για τους δυο σας»
«Πρέπει να του πάρω ένα δώρο, αλλά τι; Τι στο καλό θα μπορούσε να θέλει; Βιντεοπαιχνίδι; Καινούργιο τόξο; Ένα απ' αυτά τα γιγάντια Drones; Τι; Βοήθα με, Γατούλα!»
"Ο γιος σου δεν χρειάζεται τίποτα απ' αυτά. Το καλύτερο δώρο που μπορείς να του κάνεις είναι μια μεγάλη αγκαλιά μόλις έρθει και να του πεις πόσο τον αγαπάς και πόσο περήφανος είσαι γι' αυτόν. Αυτό θα σήμαινε τα πάντα γι' αυτόν»
«Ναι. Έχεις δίκιο, αλλά εκτός απ' αυτό, θα του πάρω ένα απ' αυτά τα γιγάντια Drones. Είναι φοβερά! Θα το πετάμε μαζί. Μπορούμε να εξερευνήσουμε το δάσος μ' αυτό. Ίσως δούμε και λύκους! Ναι. Ναι. Αυτό είναι!»
«Για το παιδί θα το πάρεις ή για σένα;»
«Τι σημασία έχει; Και για τους δυο μας. Τέλος πάντων! Ας επικεντρωθούμε στην εύρεση του καλύτερου. Θα πρέπει να το παραγγείλω τώρα για να το έχουμε μαζί μας στην εκδρομή το Σαββατοκύριακο»
Αυτή γυρίζει τα μάτια της.
«Είσαι τρελός!»
«Ναι, αλλά μ' αγαπάς»
«Σ' αγαπάω»
«Κι εγώ σ' αγαπάω, Γατούλα μου»
«Θα μου δώσεις ένα φιλί ή θ' αρχίσεις τώρα την έρευνα αγοράς;»
«Θα μπορούσα να την καθυστερήσω για λίγα λεπτά»
«Για να σε δω!»
Αυτός βάζει το τηλέφωνό δίπλα του στον καναπέ και τυλίγει τα δάχτυλά του γύρω απ' το λαιμό της. Ξεκινώντας από εκεί, φιλάει το δρόμο του προς το στόμα της και γλιστράει τη γλώσσα του μέσα.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro