
Όμορφη μου Πανδώρα ...
~ ΕΝΤΩΜΕΤΑΞΥ ~ ΠΙΣΩ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ~
~ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ LUTETIA ~ AMOUR SUITE ~
~ ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΤΙΣ ΟΧΤΩ ~
Οι ήρωες μας έφυγαν απ' το εστιατόριο, αφού ο Στέφανος αντάλλαξε τηλέφωνα με τη Ζαφειρία και η Πανδώρα συμφώνησε με τον Μάξιμο να συναντηθούν στο λόμπι του ξενοδοχείου στις εννιά το βράδυ. Τώρα είναι στο δωμάτιο και ο Στέφανος με την Αριάδνη βρίσκονται στο σαλόνι και ελέγχουν τα συμβόλαια των Γάλλων.
Η Πανδώρα είναι στην κρεβατοκάμαρα και παλεύει με τη βαλίτσα της. Ξαφνικά, αυτή μπαίνει φουριόζα στο σαλόνι, ουρλιάζοντας, κάνοντας τους άλλους δύο να πεταχτούν απ' τις θέσεις τους τρομαγμένοι.
«Τι στο διάολο, Πραγματάκι; Τι έπαθες; Γιατί ουρλιάζεις έτσι;»
«Γιατί δεν έχω τίποτα να φορέσω απόψε. Τίποτα απ' αυτά που έφερα δεν είναι κατάλληλο για ραντεβού. Τι θα κάνω, Θεέ μου;»
Η Αριάδνη την κοιτάζει άναυδη.
«Αυτό είναι όλο, μωρή τρελή; Για όνομα του Θεού!»
«Νομίζεις ότι δεν είναι σημαντικό; Τα ρούχα έχουν μεγάλη σημασία στο πρώτο ραντεβού, όπως λέει ο μπαμπάς Οδυσσέας. Αυτός θα ήξερε να μου πει τι να κάνω. Έχει πάντα όλες τις απαντήσεις. Θέλω τον μπαμπά μου! Φέρτε μου τον μπαμπά μου!»
Ο Στέφανος κοιτάζει την γραμματέα του.
«Ένα χαστούκι είναι ότι πρέπει για να την φέρει στα συγκαλά της. Τι λες;»
«Αυτό ακριβώς σκεφτόμουν. Προχώρα και θα σε υποστηρίξω»
Η Πανδώρα τους κοιτάζει επίμονα.
«Θα ήθελα να σας δω να προσπαθείτε! Τέλος πάντων! Κόψτε τις μαλακίες και βοηθήστε με!»
Ο Στέφανος αναστενάζει.
«Πώς ακριβώς; Το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι να σου δανείσω ένα δικό μου ρούχο. Άντε, πήγαινε. Άνοιξε τη βαλίτσα μου και πάρε αυτό που θέλεις»
Η Πανδώρα σταυρώνει τα χέρια στο στήθος.
«Αλήθεια; Δεν ήξερα ότι έχεις φορέματα και ζαρτιέρες στη βαλίτσα σου, αδελφούλα»
«Έη! Εγώ δεν σε πρόσβαλα, εντάξει;»
«Όχι, αλλά με κοροϊδεύεις και είναι το ίδιο πράγμα»
Η Αριάδνη σηκώνεται όρθια.
«Σταματήστε να μαλώνετε!»
Η Πανδώρα, σαν πεντάχρονο, δείχνει τον αδερφό της.
«Σ' αυτόν πες το, όχι σε μένα. Αυτός είναι ο ηλίθιος!»
Ο Στέφανος, πάνω-κάτω στην ίδια ηλικία, κάνει το ίδιο.
«Κι αυτή μου σπάει τα νεύρα!»
Η Αριάδνη μπαίνει ανάμεσα τους.
«Είπα να σταματήσετε! Δεν χρειάζεται να μαλώνετε γιατί είμαι εγώ εδώ και θα σας δώσω τη λύση όπως κάνω πάντα»
Η Πανδώρα την κοιτάζει με απορία.
«Αλήθεια; Πως ακριβώς;»
«Με κάτι που έχω στην βαλίτσα μου και νομίζω ότι είναι τέλειο για την περίσταση»
«Ω, Θεέ μου! Σ' ευχαριστώ, ρε φιλενάδα. Με σώζεις!»
«Ναι. Ναι. Ξέρω. Έλα μαζί μου τώρα»
Ο Στέφανος σηκώνεται κι αυτός όρθιος.
«Πού νομίζεις ότι πας, Αστροφεγγιά; Δεν τελειώσαμε τη δουλειά μας ακόμα»
«Συγγνώμη, αφεντικό, αλλά όπως βλέπεις, έχουμε μια έκτακτη ανάγκη εδώ»
Η Πανδώρα καγχάζει.
«Ναι, αφεντικό, κάνε μας τη χάρη και σκάσε!»
Τα κορίτσια τρέχουν μέσα κι ο Στέφανος σωριάζεται στον καναπέ ξεφυσώντας.
«Γιατί δεν προσέλαβα έναν άντρα για βοηθό;»
Εν τω μεταξύ, μέσα στο δωμάτιο, η Πανδώρα χτυπάει νευρικά το πόδι της στο πάτωμα καθώς η Αριάδνη είναι χωμένη στη βαλίτσα της ψάχνοντας για κάτι.
«Πού στο διάολο είναι; Είμαι σίγουρη ότι το έφερα μαζί μου ... Ω! Να το! Voilà!»
Αυτή σηκώνεται όρθια και δείχνει στη Πανδώρα ένα κοντό, στενό φόρεμα σε μπεζ απόχρωση που αφήνει ακάλυπτο τον έναν ώμο.
«Λοιπόν; Τι λες;»
«Είναι πανέμορφο, αλλά ...»
«Αλλά τι;»
«Δεν είναι ... Πώς να στο πω; Πολύ απλό για πρώτο ραντεβού;»
«Όχι. Όχι. Όχι. Νομίζω ότι είναι τέλειο. Σκέψου το. Είναι μπεζ και ταιριάζει με ό,τι ρούχα θα φοράει εκείνος. Επίσης, είναι αρκετά κοντό για να μένουν ακάλυπτα τα όμορφα πόδια σου ώστε να τον αποπλανήσεις, αλλά ταυτόχρονα δεν είναι πρόστυχο για να μην σε περάσει για καμιά εύκολη τσούλα. Για να μην αναφέρω ότι αφήνει ακάλυπτο τον ώμο με το σέξι σημάδι σου. Σου το εγγυώμαι, σκύλα. Όταν σε δει μ' αυτό ο φίλος μας ο Μάξιμος, θ' αφυδατωθεί απ' τα σάλια που θα του τρέξουν»
«Είσαι σίγουρη;»
«Απόλυτα»
«Εντάξει, αλλά για πες μου κάτι. Πώς γίνεται να έχεις κάτι τέτοιο στη βαλίτσα σου; Εσύ δεν φοράς φορέματα»
«Είναι δώρο απ' τη μητέρα μου. Όταν της είπα ότι θα πήγαινα ταξίδι με τ' αφεντικό μου, το έχωσε στη βαλίτσα μου, για παν ενδεχόμενο, όπως είπε. Η καημένη ακόμα προσπαθεί να με κάνει Στρέιτ»
«Αφού ο αδερφός μου δεν μπόρεσε να το κάνει αυτό, πες της ότι δεν υπάρχει ελπίδα»
Αυτές ξεσπούν σε γέλια ενώ παράλληλα αρχίζουν τις προετοιμασίες. Λίγα λεπτά αργότερα, η Πανδώρα φοράει το φόρεμα που της πάει γάντι, σαν να ράφτηκε μονάχα για εκείνη. Αυτή το έχει συνδυάσει μ' ένα ζευγάρι μαύρες γόβες με τακούνι στιλέτο και το αποτέλεσμα είναι εκπληκτικό.
«Λοιπόν; Πώς σου φαίνομαι;»
«Είσαι εκπληκτική. Θα τον μαγέψεις. Αν και νομίζω ότι το έχεις ήδη κάνει, αλλά τέλος πάντων!»
«Το πιστεύεις πραγματικά αυτό; Ανάθεμα! Είναι η πρώτη φορά που είμαι τόσο ανασφαλής με τον εαυτό μου»
«Κοίτα! Παρότι το γούστο μου είναι καλύτερο, πάμε να πάρουμε και τη γνώμη ενός ειδικού για να σου φύγει η ανασφάλεια»
Τα δύο κορίτσια επιστρέφουν στο σαλόνι όπου βλέπουν τον Στέφανο να κάθεται στον καναπέ και να πίνει καφέ. Η Πανδώρα πηγαίνει και στέκεται μπροστά του.
«Λοιπόν, Ομορφόπαιδο ... Πώς σου φαίνομαι;»
Αυτός σηκώνει τα μάτια και την κοιτάζει.
«Σκοπεύεις πραγματικά να βγεις έτσι έξω;»
«Θα φορέσω και παλτό, φυσικά, αλλά ναι. Γιατί ρωτάς; Δεν σ' αρέσω;»
«Απ' τη μέση και πάνω, μ' αρέσεις πολύ. Απ' τη μέση και κάτω όμως ... Αυτό το πράγμα που μοιάζει με φούστα είναι απαράδεκτο!»
Η Αριάδνη γυρίζει τα μάτια της.
«Ωωωω! Έλα τώρα!»
Η Πανδώρα κοιτάζει κάτω.
«Αλήθεια τώρα; Δεν σ' αρέσω;»
«Όχι, Πραγματάκι. Δεν μ' αρέσεις καθόλου»
«Μα γιατί;»
Η Αριάδνη κοιτάζει τον Στέφανο με καχυποψία.
«Για περίμενε λίγο! Τώρα μιλάς σαν αδερφός, έτσι δεν είναι;»
«Φυσικά»
«Το ήξερα! Λοιπόν, βάλε για ύπνο τον αδερφό και πες μας τη γνώμη σου ως άντρας. Αυτό μας ενδιαφέρει πραγματικά»
Αυτός σουφρώνει τα χείλη.
«Ως άντρας, τα πράγματα αλλάζουν»
Η Πανδώρα αναστενάζει.
«Τι σημαίνει τώρα αυτό;»
«Σημαίνει ότι αν ήσουν δικό μου ραντεβού, σίγουρα θα σ' ερωτευόμουν γιατί είσαι πολύ σέξι, αλλά ταυτόχρονα ξεκαθαρίζεις ότι δεν είσαι μια εύκολη τσούλα και επομένως θα πρέπει να ιδρώσω για να σε πάω στο κρεβάτι, κάτι που θα ήταν το πρώτο πράγμα που θα σκεφτόμουν όταν σ' έβλεπα»
Η Αριάδνη αρχίζει να πανηγυρίζει ενώ η Πανδώρα χαμογελάει στον αδερφό της.
«Αλήθεια, Στέφο μου; Είμαι όμορφη; Πιστεύεις ότι θα του αρέσω;»
Αυτός σηκώνεται και, χαμογελώντας, βουρτσίζει με τα δάχτυλα του μια μπούκλα πίσω απ' το αυτί της.
«Αν δεν του αρέσεις, Πραγματάκι μου, είτε είναι τυφλός, είτε έχει σοβαρή εγκεφαλική βλάβη. Είσαι πανέμορφη»
«Αχ, Στέφανε ...»
«Σ' αρέσει πολύ αυτός ο τύπος, ε;»
«Ναι. Πάρα πολύ, θα έλεγα, αλλά γιατί με ρωτάς; Νομίζεις ότι κάνω λάθος;»
«Όχι. Όχι. Δεν είναι αυτό. Φαίνεται καλός και αξιοπρεπής τύπος, αλλά πώς να το πω; Δεν είναι όπως με τον Νάκο. Τον Μάξιμο δεν τον ξέρω ακόμα. Προτιμώ να τον γνωρίσω λίγο καλύτερα πριν μπλεχτείς μαζί του. Καταλαβαίνεις τι προσπαθώ να σου πω;»
«Ναι, και μπορεί να έχεις δίκιο, αλλά πες μου αυτό. Η καρδιά κάνει ποτέ λάθος;»
«Τι θέλεις να σου πω; Αν κρίνω από μένα ... Ξέρεις κάτι; Μην ακούς τι λέω. Ακολούθα την καρδιά σου, Πραγματάκι μου, γιατί όπως είπες, δεν κάνει ποτέ λάθος, αλλά αν έχεις πρόβλημα μαζί του, θα είμαι μόνο ένα τηλεφώνημα μακριά. Κάντο και άσε τα υπόλοιπα σε μένα»
«Χμμμ ... Πρέπει ν' ανησυχώ;»
«Όχι! Όχι! Θα το κάνω να μοιάζει με ατύχημα»
Η Αριάδνη μπαίνει στο παιχνίδι.
«Κι εγώ θα σου δώσω άλλοθι αν χρειαστεί»
Αυτοί γελούν και μετά, η Αριάδνη σκουντάει τον Στέφανο.
«Λοιπόν, αφεντικό; Το κορίτσι μας θα βγει ραντεβού απόψε. Εμείς τι θα κάνουμε;»
«Θέλεις να μείνουμε εδώ και να κάνουμε σκληρό, βρώμικο σεξ;»
Αυτός την κοιτάζει λάγνα κι εκείνη γυρίζει τα μάτια της.
«Πόσο καιρό θα συνεχίσεις να προσπαθείς;»
«Μέχρι να σε ρίξω στο κρεβάτι»
«Μην κρατήσεις την αναπνοή σου μέχρι τότε, αφεντικό. Στο έχω πει τόσες φορές. Έχεις κάτι που δεν μ' αρέσει καθόλου»
«Τι έχω;»
«Πουλί ανάμεσα στα πόδια σου»
«Μαζί σου, Αστροφεγγιά, είναι η πρώτη φορά που το πουλί μου είναι λόγος για να μην κάνω σεξ»
«Για όλα υπάρχει πρώτη φορά, αφεντικούλι»
«Πήγαινε ντύσου, Αριάδνη. Αφού δεν υπάρχει περίπτωση να πηδηχτούμε απόψε, ας πάμε τουλάχιστον για ένα ποτό»
«Τέλεια! Και ποιος ξέρει; Αν μεθύσω αρκετά και βρω μια όμορφη Γαλλίδα, μπορεί να σ' αφήσω να βλέπεις»
«Σίγουρα θα πιούμε πολύ απόψε!»
Η Πανδώρα καγχάζει.
«Δόξα τω Θεώ που έχω ραντεβού απόψε!»
Γελώντας, ο Στέφανος και η Αριάδνη πηγαίνουν μέσα για να ντυθούν ενώ η Πανδώρα πηγαίνει στο μπάνιο για να τελειοποιήσει την εμφάνισή της. Αργότερα, λίγο πριν τις εννιά, όλοι είναι έτοιμοι για την έξοδο τους. Ξέρουμε ήδη τι φοράει η Πανδώρα, οπότε ας ρίξουμε μια ματιά στους άλλους δύο που είναι ντυμένοι casual, αλλά αρκετά σέξι. Η Αριάδνη φοράει ένα στενό σκισμένο τζιν, ασορτί τζιν πουκάμισο και ένα μαύρο τοπ, που αναδεικνύει τα περίπλοκα και πραγματικά σέξι τατουάζ της στους πήχεις και το ντεκολτέ της. Ο Στέφανος φοράει επίσης τζιν αλλά το έχει συνδυάσει με ένα αφράτο λευκό κασμιρένιο πουλόβερ.
Ξαφνικά, η Πανδώρα χτυπάει τα χέρια της.
«Λοιπόν! Αφού είμαστε όλοι έτοιμοι, γιατί δεν κατεβαίνουμε στο λόμπι να περιμένουμε;»
Η Αριάδνη εξανίσταται.
«Τι; Έχεις χάσει το μυαλό σου;»
«Γιατί καλέ;»
Ο Στέφανος σπεύδει να εξηγήσει.
«Η Αριάδνη έχει δίκιο, Πραγματάκι. Δεν πρέπει να τον περιμένεις εσύ. Αυτός πρέπει να περιμένει εσένα»
Η Αριάδνη κουνάει το κεφάλι της.
«Ακριβώς! Γι' αυτό ο Στέφανος κι εγώ θα κατέβουμε κάτω για να πιούμε ένα κοκτέιλ και μόλις εμφανιστεί ο Μάξιμος ...»
Ο Στέφανος την διακόπτει.
«Στην ώρα του, ελπίζω!»
Η Αριάδνη αναστενάζει.
«Ναι, Στέφανε. Αν με άφηνες να τελειώσω, αυτό θα έλεγα. Τέλος πάντων! Όπως έλεγα, όταν εμφανιστεί, θα σ' ενημερώσουμε»
Η Πανδώρα τους κοιτάζει μ' ανοιχτό το στόμα.
«Γιατί όλα αυτά; Δεν καταλαβαίνω»
«Δεν πειράζει, Πραγματάκι. Καταλαβαίνουμε εμείς και είναι το ίδιο»
«Πολύ καλά»
Μετά απ' αυτό, η Πανδώρα τους πετάει κυριολεκτικά με τις κλωτσιές απ' το δωμάτιο και στέκεται μπροστά στον καθρέφτη για μια τελευταία ματιά. Γυρίζει προς τα δεξιά. Γυρίζει προς τ' αριστερά. Γυρίζει πίσω και μετά χαμογελάει. Όλα είναι τέλεια. Αυτή σκύβει λίγο μπροστά και κοιτάζει πιο προσεκτικά το σημάδι στον αριστερό της ώμο. Αγγίζει το απόλυτα συμμετρικό αστέρι ... Το αστέρι της αυγής.
«Ευχαριστώ γι' αυτό, Μαμά Μαίρη»
Στη συνέχεια, αυτή κάθεται στο μπράτσο του καναπέ και κοιτάζει την ώρα στην οθόνη του τηλεφώνου της ... 8:55 μ.μ.
«Πέντε λεπτά ακόμα, Δώρα. Μπορείς να τα καταφέρεις. Μπορείς να περιμένεις άλλα πέντε λεπτά»
Πραγματικά, πέντε λεπτά αργότερα, η φωνή της Ζαζ την ξαφνιάζει γιατί είχε χαθεί στις σκέψεις της. Αυτή κοιτάζει τη συσκευή, όπου το χαμογελαστό πρόσωπο του αδερφού της εμφανίζεται στην οθόνη. Περνάει το δάχτυλό της πάνω απ' το τζάμι και κρατά το τηλέφωνο στ' αυτί της.
«Ήρθε;»
«Ω, ναι! Ο ιππότης σου είναι Έλληνας που ζει στην Γαλλία και είναι Εγγλέζος στα ραντεβού του»
«Με κοροϊδεύεις, ρε;»
«Εγώ; Ούτε καν!»
«Τέλος πάντων! Μπορώ να κατέβω τώρα;»
«Ναι, αλλά μην τρέξεις και μην πάρεις τις σκάλες»
«Έχεις καμιά άλλη συμβουλή, ηλίθιε;»
«Σκούπισε τα σάλια απ' τη μούρη σου»
«Θύμισε μου να σου δώσω μια μπουνιά όταν γυρίσω!»
«Θα το κάνω! Λοιπόν, εμείς φεύγουμε πριν μας δει. Αυτός είναι ήδη αρκετά αγχωμένος. Γεια σου, Πραγματάκι και καλή διασκέδαση, αλλά μην κάνεις κάτι που δεν θα έκανα εγώ!»
«Εγώ είμαι αξιοπρεπής. Δεν είμαι σαν εσένα, διεστραμμένο Ομορφόπαιδο»
«Εσύ αξιοπρεπής; Μη με κάνεις να γελάω!»
«Άντε πνίξου, Ηλιόπουλε!»
«Κι εγώ σ' αγαπάω, Φραγκοπούλου»
Αυτή κλείνει το τηλέφωνο καθώς το γέλιο του Στέφανου αντηχεί στ' αυτιά της. Αρπάζει το παλτό και την τσάντα της, βγαίνει απ' το δωμάτιο και τρέχει προς τις σκάλες, αλλά σταματάει.
«Μην τρέξεις και μην πάρεις τις σκάλες. Μπράβο, Δώρα! Γαμώτο!»
Αυτή παίρνει μια βαθιά ανάσα και προχωράει αργά προς το ασανσέρ. Πατάει το κουμπί και περιμένει. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα ανοίγει η πόρτα, μπαίνει στο κουτί και πατάει το κουμπί για το λόμπι. Καθώς το ασανσέρ καταπίνει τα πατώματα, η καρδιά της χτυπάει δυνατά, οι παλάμες της ιδρώνουν, οι γνωστές πλέον πεταλούδες στο στομάχι της αρχίζουν να κουνούν τα φτερά τους και τα πόδια της τρέμουν.
«Έλα, Δώρα! Δεν είναι το πρώτο σου ραντεβού. Συγκεντρώσου!»
Αλλά δεν είναι μόνο η Πανδώρα που βρίσκεται σ' αυτή την κατάσταση. Σε παρόμοια, για να μην πω σε χειρότερη, βρίσκεται κι ο Μάξιμος, που στέκεται χαμογελαστός κοντά στο ασανσέρ με τα χέρια στις τσέπες του μαύρου δερμάτινου παντελονιού του, αλλά όχι για πολύ.
Αυτός τραβάει με το χέρι του το κολάρο του κόκκινου μεταξωτού του πουκάμισου και προσπαθεί να πάρει μια βαθιά ανάσα για να ηρεμήσει την καρδιά του που χτυπάει σαν τρελή. Τα μάτια του κοιτάζουν εναλλάξ τις σιδερένιες πόρτες του ασανσέρ και το γιγάντιο ρολόι πάνω απ' τη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου. Αυτός είναι νευρικός για πρώτη φορά στη ζωή του.
«Έλα, Μαξ! Δεν είναι το πρώτο σου ραντεβού. Συγκεντρώσου!»
Το σώμα του όμως δεν υπακούει. Η καρδιά του χτυπάει ακόμα σαν τρελή. Οι παλάμες του ιδρώνουν και τα γόνατα του τρέμουν, όμως τα ξεχνάει όλα όταν τελικά ανοίγει η πόρτα του ασανσέρ και η Πανδώρα βγαίνει έξω, κάνει μερικά βήματα μπροστά και κοιτάζει τριγύρω. Αυτός, βλέποντας την, κάνει το ίδιο και μπαίνει στο οπτικό της πεδίο. Τα βλέμματα τους συναντιούνται και βυθίζονται το ένα βαθιά μέσα στο άλλο.
Τα δύο άκρα του αόρατου σχοινιού που συνδέει δύο ανθρώπους που προορίζονται να είναι μαζί, το σχοινί των αδελφών ψυχών, φεύγουν απ' τα σώματα τους και δένονται σ' έναν ειδικό κόμπο, τόσο δυνατό που ούτε ο θάνατος δεν μπορεί να τον λύσει. Αυτοί πλησιάζονται κι ο Μάξιμος πιάνει το χέρι της Πανδώρας, το φέρνει στα χείλη του και της φιλάει τις αρθρώσεις, προκαλώντας ένα ρίγος στη σπονδυλική της στήλη.
«Νόμιζα ότι ήξερα τι σημαίνει ομορφιά, mais maintenant que je te regarde, συνειδητοποιώ πόσο ανόητος είμαι ... C'était stupide!»
Τα δίγλωσσα λόγια του σε συνδυασμό με την προφορά του πλημμυρίζουν το εσωτερικό της μ' ένα ζεστό συναίσθημα κι ένα ρίγος τρέχει ξανά στη ραχοκοκαλιά της.
«Μπορεί να μην κατάλαβα όλα όσα είπες, αλλά αν κρίνω απ' τον υπέροχο τρόπο που τα είπες, πρέπει να ήταν κάτι καλό, οπότε ... σ' ευχαριστώ!»
Ένα έκπληκτο, αλλά υπέροχο χαμόγελο εμφανίζεται στα χείλη του.
«Θεέ μου! Ξεχνάω συνέχεια ότι δεν μιλάς γαλλικά. Συγχώρεσε με, Ομορφιά μου. Θα προσπαθήσω να το σταματήσω»
«Όχι! Όχι! Μην το κάνεις αυτό! Μ' αρέσει τόσο πολύ ο τρόπος που μιλάς»
«Μα δεν καταλαβαίνεις όλα όσα λέω»
«Δεν πειράζει. Πιάνω την κεντρική ιδέα»
«Είσαι τόσο αξιολάτρευτη!»
«Στα γαλλικά, παρακαλώ»
«Pardonnez-moi, mademoiselle ... Tu es si adorable!»
«Σας ευχαριστώ πολύ, κύριε»
«Alors! Είσαι έτοιμη να γνωρίσεις το Παρίσι à travers mes yeux;»
«Εεεε ... Τώρα είπες μέσα απ' τα μάτια μου, σωστά;»
«Εάν συνεχίσεις έτσι, μέχρι να τελειώσει το ραντεβού μας, θα μιλάς άπταιστα γαλλικά»
«Ανυπομονώ»
«Αυτό ακριβώς ήθελα ν' ακούσω! Donne-moi ta main, Jolie Pandore και περπάτησε μαζί μου»
Αυτή, καταλαβαίνοντας με την καρδιά της και όχι με το μυαλό της, βάζει το χέρι της στο δικό του κι εκείνος μπλέκει τα δάχτυλα τους.
«Πού πάμε πρώτα;»
«Να κλειδωθούμε»
Αυτή τον κοιτάζει μπερδεμένη.
«Τι υποτίθεται ότι σημαίνει αυτό;»
«Μην είσαι ανυπόμονη, Ομορφιά μου»
Χέρι-χέρι, αυτοί φεύγουν απ' το ξενοδοχείο. Το ασημί-κόκκινο, φιλικό προς το περιβάλλον Peugeot Exalt του Μάξιμου είναι παρκαρισμένο απ' έξω και τους περιμένει.
Αυτός της ανοίγει την πόρτα του συνοδηγού.
«Entrez, je vous en prie, mademoiselle»
«Merci beaucoup, monsieur»
Αυτός ασθμαίνει και περνάει το χέρι του μέσα απ' τα μαλλιά του. Εκείνη τον κοιτάζει.
«Τι συμβαίνει;»
«Τίποτα. Απλά ... Με τρελαίνεις όταν μιλάς Γαλλικά»
«Το ξέρω. Γιατί νομίζεις ότι το κάνω;»
Αυτή μπαίνει στ' αμάξι, γελώντας, αφήνοντας τον έκπληκτο.
«Qu'est-ce qu'il vient juste de se passer? Oh, mon Dieu!»
Κουνώντας το κεφάλι του, αυτός περπατά γύρω απ' το αυτοκίνητο και μπαίνει πίσω απ' το τιμόνι. Βάζει μπροστά τη μηχανή και ξεκινάει. Το αυτοκίνητο τρέχει στους φωτισμένους δρόμους του Παρισιού. Κάποια στιγμή, με την άκρη του ματιού του, βλέπει τη Πανδώρα, η οποία κοιτάζει με περιέργεια το ασυνήθιστο εσωτερικό του αυτοκινήτου.
Αυτή δεν έχει ξαναδεί αυτοκίνητο σαν αυτό. Δεν είναι πολυτελές, δεν έχει καμία σχέση με τα αυτοκίνητα της οικογένειας της, αλλά το λατρεύει. Το μικρό, γωνιώδες τιμόνι, η ξύλινη κονσόλα, τα σύγχρονα όργανα πλοήγησης, η περίεργη μυρωδιά, ο βρυχηθμός της μηχανής. Δεν ξέρει τίποτα γι' αυτό το αυτοκίνητο εκτός απ' το ότι ταιριάζει απόλυτα με τον οδηγό του. Οδηγός και αυτοκίνητο είναι και τα δύο όμορφα. Όμορφα και μοναδικά.
Ο Μάξιμος, λόγω της νευρικότητας του, ψάχνει κάτι να πει για να τη διασκεδάσει, αλλά δυστυχώς, επιλέγει το εντελώς λάθος θέμα.
«Λυπάμαι γι' αυτό»
«Για ποιο;»
«Που τ' αμάξι μου δεν είναι τόσο πολυτελές όσο τ' αυτοκίνητα που έχεις συνηθίσει»
Η Πανδώρα συνοφρυώνεται. Δεν το περίμενε αυτό. Πίστευε ότι ο Μάξιμος δεν θα ήταν σαν όλους τους άλλους, που τη βλέπουν μόνο σαν ένα στριμμένο, κακομαθημένο πλουσιοκόριτσο που νοιάζεται μόνο για την άνεση και την πολυτέλεια. Αυτή νόμιζε ότι αυτός κατάφερε να δει την αληθινή Πανδώρα πίσω απ' την αστραφτερή αίγλη της πλούσιας και διάσημης οικογένειας της.
«Όχι κι εσύ, διάολε! Όχι κι εσύ!»
«Quoi? Τι εννοείς;»
«Μου είπες ότι δεν είσαι σαν τους άλλους, αλλά μου είπες ψέματα. Είσαι ακριβώς σαν όλους τους άλλους»
«Πανδώρα ...;»
«Σταμάτα το αυτοκίνητο!»
«Γιατί;»
«Είπα σταμάτα!»
«Πανδώρα, σε παρακαλώ ...»
«Αν δεν σταματήσεις τώρα, ορκίζομαι ότι θ' ανοίξω την πόρτα και θα πηδήξω!»
Αυτή αρπάζει το χερούλι κι αυτός τρομοκρατείται.
«Εντάξει! Εντάξει!»
Αυτός ελέγχει τον καθρέφτη και σταματάει το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου. Την ίδια στιγμή, αυτή ανοίγει την πόρτα, πετάγεται έξω κι αρχίζει να τρέχει προς την αντίθετη κατεύθυνση.
«Πανδώρα, περίμενε! Σκατά!»
Αυτός ανοίγει την πόρτα του χωρίς καν να ελέγξει αν έρχεται αυτοκίνητο, βγαίνει και τρέχει πίσω της φωνάζοντας.
«Πανδώρα, σε παρακαλώ, περίμενε!»
«Όχι! Άσε με ήσυχη!»
Αυτή τρέχει γρήγορα. Πώς στο διάολο το κάνει μ' αυτές τις γόβες; Αλλά εκείνος τρέχει πιο γρήγορα κι όταν τη φτάνει, απλώνει το χέρι και της πιάνει το μπράτσο.
«Έλα εδώ, ανάθεμα σε, τρελή γυναίκα!»
Αυτή γυρίζει και τον αγριοκοιτάζει. Τα βιολετί μάτια της είναι στενά, άγρια και ... λυπημένα.
«Τι θέλεις, ρε; Σου είπα να μ' αφήσεις ήσυχη!»
Αυτός της πιάνει και το άλλο χέρι για να την εμποδίσει να τρέξει ξανά.
«Θέλω να μ' αφήσεις να σου εξηγήσω, αφού πρώτα μου πεις τι ακριβώς έκανα λάθος»
«Πλάκα μου κάνεις τώρα, ρε;»
«Όχι. Πραγματικά δεν κατάλαβα τι έκανα»
«Πάρε πρώτα τα χέρια σου από πάνω μου αλλιώς θ' αρχίσω να ουρλιάζω για βοήθεια»
«Δεν δίνω δεκάρα! Κάντο! Δεν με νοιάζει ακόμα κι αν μαζευτούν εδώ όλες οι δυνάμεις της αστυνομίας. Δεν πρόκειται να σ' αφήσω να φύγεις αν δεν μου εξηγήσεις πρώτα τι έκανα»
Αυτή αρχίζει να τον σπρώχνει και να τον χτυπάει στο στήθος, αλλά εκείνος δεν κουνιέται ούτε εκατοστό. Τα πόδια του μένουν σταθερά στο έδαφος και τα χέρια του κρατούν γερά τα μπράτσα της.
«Άσε με, διάολε!»
«Όχι! Dites-moi! Πες μου!»
«Τι να σου πω, ρε; Ότι είσαι σαν τους άλλους; Ότι δεν βλέπεις τίποτα σε μένα παρά μόνο ένα πλουσιοκόριτσο που δεν νοιάζεται για τίποτε άλλο εκτός απ' την πολυτέλεια; Ότι νομίζεις ότι είμαι μια κακομαθημένη σκύλα και μου ζητάς συγγνώμη επειδή το ηλίθιο αυτοκίνητο σου δεν είναι τόσο πολυτελές όσο αυτά που έχω συνηθίσει; Θέλεις να σου τα πω όλα αυτά; Πολύ καλά ... ΣΤΑ ΛΕΩ!»
Τα μάτια του ανοίγουν διάπλατα για να δείξουν την έκπληξη του, την αυθεντική του έκπληξη. Αυτός δεν το περίμενε αυτό. Ποτέ δεν θα σκεφτόταν ... Ποτέ δεν θα μπορούσε να φανταστεί ... Τα χέρια του πέφτουν στα πλάγια και κάνει ένα βήμα πίσω.
«Πανδώρα ... Εγώ ... Δεν ...»
Αυτή σταυρώνει τα χέρια της μπροστά στο στήθος της.
«Φαίνεσαι έκπληκτος»
«Δεν φαίνομαι μόνο. Je suis surpris! Είμαι έκπληκτος»
«Γιατί;»
«Δεν περίμενα εσύ να ...»
«Να τι; Να με πονάει τόσο πολύ; Ναι, Μάξιμε. Όταν κάτι απέχει τόσο πολύ απ' την αλήθεια, όταν κάποιος με κατηγορεί για κάτι που δεν είμαι, πληγώνομαι»
«Όχι. Όχι. Δεν εννοούσα αυτό»
«Τι εννοούσες τότε;»
«Δεν περίμενα να με κρίνεις τόσο λάθος. Περίμενα να καταλάβεις τι άντρας είμαι. Νόμιζα ότι θα καταλάβαινες ότι δεν θα ενδιαφερόμουν ποτέ για μια γυναίκα όπως την περιγράφεις. Πόσο μάλλον να τρέχω πίσω της στη μέση του δρόμου και να της ζητάω συγγνώμη»
«Ε;»
Τώρα είναι η σειρά της Πανδώρας να κοιτάξει τον Μάξιμο έκπληκτη κι αυτός να σταυρώσει τα χέρια του μπροστά στο στήθος του.
«Αλήθεια πιστεύεις ότι θα διάλεγα ποτέ μια κακομαθημένη σκύλα που νοιάζεται μόνο για την πολυτέλεια; Μισώ τέτοιου είδους γυναίκες, Πανδώρα. Έχω γνωρίσει πολλές στη ζωή μου. Ρηχές, ανούσιες γυναίκες που το μόνο ενδιαφέρον πάνω τους είναι το όμορφο πρόσωπο και το σώμα τους»
«Εννοείς ...;»
«Εννοώ ότι είδα κάτι διαφορετικό σε σένα. Απ' την πρώτη στιγμή που σε είδα όταν μπήκα στο εστιατόριο σήμερα το πρωί, συνειδητοποίησα ότι εκτός απ' το όμορφο πρόσωπο σου και το απίστευτα σέξι σώμα σου, υπάρχει κάτι πιο βαθύ, πιο ενδιαφέρον, κάτι που πεθαίνω να ανακαλύψω και να κάνω δικό μου. Σου ζήτησα να βγούμε ραντεβού για να σε γνωρίσω καλύτερα, Πανδώρα, και όχι απλώς για να περάσω την ώρα μου»
«Τότε γιατί είπες αυτό που είπες;»
«Parce que je suis un connard!»
«Αυτό το ξέρω. Σημαίνει μαλάκας»
«Ναι, μωρό μου. Αυτό είμαι. Μαλάκας. Δεν ήξερα τι άλλο να πω. Τι δεν καταλαβαίνεις, ρε γαμώτο; Έχω χάσει το μυαλό μου μαζί σου. Δεν ξέρω τι να κάνω ή τι να πω. Δεν ξέρω τι μου συμβαίνει. Όταν σε βλέπω, μου κόβεις την ανάσα. Όταν σ' αγγίζω, τρελαίνομαι. Νιώθω σαν δεκαπεντάχρονος στο πρώτο του ραντεβού»
«Ω!»
«Ναι ... Ω!»
«ΤΟ ΙΔΙΟ ΝΙΩΘΩ ΚΙ ΕΓΩ, ΞΕΡΕΙΣ!»
«ΑΛΗΘΕΙΑ; ΧΑΙΡΟΜΑΙ!»
«ΓΙΑΤΙ ΦΩΝΑΖΕΙΣ ΤΩΡΑ;»
«ΓΙΑΤΙ ΦΩΝΑΖΕΙΣ ΚΙ ΕΣΥ!»
Αυτοί στέκονται απέναντι-απέναντι, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, φωνάζοντας, και κοιτάζοντας άγρια ο ένας τον άλλον, μέχρι που σταματούν και πέφτουν αμέσως ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, ξεσπώντας σε ασυγκράτητα γέλια που φέρνουν δάκρυα στα μάτια τους. Η Πανδώρα σκουπίζει τα μάτια της.
«Δεν το πιστεύω αυτό που μόλις κάναμε»
«Ποιο; Το ότι είχαμε τον πρώτο μας επίσημο καυγά ως ζευγάρι πριν καν γίνουμε επίσημα ζευγάρι;»
«Ναι ... Αυτό»
Ο Μάξιμος καγχάζει.
«Η μητέρα μου είχε δίκιο για σένα τελικά»
«Τι εννοείς; Μιλήσατε για μένα;»
«Φυσικά. Είμαστε περισσότερο φίλοι παρά μητέρα και γιος. Λέμε ο ένας στον άλλο τα πάντα. Αυτό μάθαμε να κάνουμε μετά τον θάνατο του πατέρα μου»
«Ω! Ο πατέρας σου ... Λυπάμαι που τ' ακούω»
«Κι εγώ που το λέω, αλλά έγινε πριν από πολλά χρόνια. Σκοτώθηκε εν ώρα καθήκοντος όταν ήμουν πέντε χρονών. Μετά βίας τον θυμάμαι. Ξέρεις, σαν αόριστη ανάμνηση»
«Τι εννοείς εν ώρα καθήκοντος; Ήταν αστυνομικός;»
«Κάτι τέτοιο, αλλά μη με ρωτήσεις τίποτα άλλο. Δεν μπορώ να σου πω. Τουλάχιστον όχι ακόμα»
«Και η μητέρα σου σε μεγάλωσε μόνη της;»
«Εντελώς μόνη. Γι' αυτό την αγαπώ τόσο πολύ και περισσότερο απ' αυτό, τη σέβομαι και τη θαυμάζω. Η μητέρα μου είναι ηρωίδα. Στάθηκε βράχος για μένα. Με βοήθησε να ξεπεράσω το θάνατο του πατέρα μου και πολλά άλλα. Είχα μια υπέροχη ζωή μαζί της. Φυσικά, μου έλειπε ο πατέρας μου, αλλά τις περισσότερες φορές αυτή κατάφερε να γεμίσει το κενό μου»
«Απ' όσα μου έχει πει ο μπαμπάς μου γι' αυτήν, δεν μου κάνει εντύπωση. Πες μου όμως, τι σου είπε για μένα;»
«Μου είπε ότι αν είσαι έστω και λίγο σαν τον μπαμπά σου, θα περάσω υπέροχα μαζί σου. Στην κόψη του ξυραφιού κάθε στιγμή, αλλά παρόλα αυτά υπέροχα»
«Αυτή δεν μιλούσε για τον μπαμπά Αλέκο, ε;»
«Λογικά ναι»
Αυτός, κρατώντας την ακόμα στην αγκαλιά του, βάζει το χέρι στην τσέπη του παλτού του, βγάζει το πακέτο με τα τσιγάρα, βάζει ένα στο στόμα του, το ανάβει και φυσάει τον καπνό προς τα πάνω. Αυτή εισπνέει βαθιά το βαρύ άρωμα του καπνού που τόσο ξαφνικά απολαμβάνει τόσο πολύ, αλλά και το δικό του πικάντικο άρωμα κανέλας, ενώ τον κοιτάζει πονηρά.
«Έχω μια εξομολόγηση να κάνω»
«Είμαι όλος αυτιά»
«Ήταν καλό. Μου άρεσε πάρα πολύ»
«Ποιο;»
«Το κυνήγι σου. Δεν μπορούσα να σε δω, αλλά σ' άκουγα να τρέχεις πίσω μου και ένιωσα καλά»
Αυτός αρχίζει πάλι να γελάει.
«Αχ, Πανδώρα ... Que vais-je faire de toi?»
«Αυτό δεν το κατάλαβα»
«Τι θα κάνω μαζί σου;»
«Α! Δεν χάλασα το ραντεβού μας, ε;»
«Όχι. Απλώς το έκανες πιο ενδιαφέρον»
«Ωραία. Άρα, τι κάνουμε τώρα; Έχεις κάνει κάποια κράτηση;»
«Πού; Σ' ένα εστιατόριο πολυτελείας;»
«Ναι. Κάτι τέτοιο»
«Όταν σου είπα ότι δεν είμαι σαν τους άλλους, το εννοούσα. Και γι' αυτό, επειδή κατάλαβα τι γυναίκα είσαι, ήξερα ότι δεν χρειαζόμουν τίποτα συνηθισμένο ή κλισέ για να σ' εντυπωσιάσω»
«Και τι πιστεύεις ότι χρειάζεσαι;»
«Όπως αποδείχθηκε, ένα καλό ζευγάρι αθλητικά παπούτσια»
«Έη!»
«Εντάξει. Εντάξει. Πλάκα κάνω. Χρειάζομαι κάτι όμορφο και μοναδικό. Κάτι σαν εσένα»
«Υπάρχει κάτι τέτοιο εδώ γύρω;»
«Nous sommes à Paris, mon bébé. Φυσικά και υπάρχει. Εκεί ήθελα να σε πάω πριν ξεκινήσεις τον αγώνα δρόμου»
Αυτή ξεφυσάει.
«Ουφ! Δεν θα το ξεχάσεις ποτέ αυτό, έτσι;»
«Oui. Jamais»
«Μχμμμ ...»
«Allons-y, Speedy Gonzalez. Ας συνεχίσουμε από εκεί που σταματήσαμε»
Αυτός συνθλίβει το τσιγάρο κάτω απ' το παπούτσι του, την παίρνει απ' το χέρι και περπατούν πίσω στο αυτοκίνητο, όπου τους περιμένει μια έκπληξη στο παρμπρίζ, κάτω απ' τον τζαμοκαθαριστήρα.
«Μάξιμε, κοίτα!»
«Α! Un billet. Λογικό εδώ που το παράτησα»
Αυτός παίρνει την κλήση για παράνομη στάθμευση και, χωρίς να την κοιτάξει, την βάζει στην τσέπη του. Αυτή διστάζει λίγο, αλλά τελικά ...
«Εεεε ... Μάξιμε ...; Άσε με να την πληρώσω εγώ»
Αυτός την κοιτάζει στραβά.
«Μπες στο αυτοκίνητο, Πανδώρα»
«Μα εγώ φταίω. Αν δεν ήμουν εγώ, δεν θ' άφηνες ποτέ το αυτοκίνητο εδώ»
«Μπες στο αυτοκίνητο, Πανδώρα. Δεν θα το ξαναπώ!»
«Εντάξει! Εντάξει! Πεισματάρη!»
«Ναι ... Κοίτα ποια μιλάει!»
Αυτή, πολύ ώριμα, του βγάζει την γλώσσα και μετά μπαίνουν και οι δύο στ' αμάξι και φεύγουν. Αυτός, προς αποφυγήν μιας ακόμα παρεξήγησης, κρατάει το στόμα του κλειστό, αλλά δεν ισχύει το ίδιο και για εκείνη.
«Τέλεια! Απλά τέλεια!»
Αυτός καγχάζει.
«Τι έκανα πάλι;»
«Είσαι μαζί μου λιγότερο από μία ώρα και με έχεις ήδη κυνηγήσει στη μέση του δρόμου και πήρες και μια κλήση για παράνομη στάθμευση. Τι άλλο θα σου συμβεί εξαιτίας μου; Το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να με πετάξεις στον Σηκουάνα και να τρέξεις μακριά»
«Ουάου! Είσαι μέντιουμ;»
«Γιατί;»
«Γιατί αυτό ακριβώς σκοπεύω να κάνω. Αφού πρώτα σε βασανίσω λίγο φυσικά»
«Τι;»
Αυτός γελάει.
«Είσαι απερίγραπτη!»
«Και επικίνδυνη, όπως αποδεικνύεται»
Αυτός της χαϊδεύει το σαγόνι με το δάχτυλο του.
«Μ' αρέσει ο κίνδυνος»
Αυτή η ατάκα δίνει στην Πανδώρα την ευκαιρία να ρωτήσει για να μάθει περισσότερα για εκείνον.
«Τι άλλο σ' αρέσει;»
«Μ' αρέσει να ταξιδεύω, να κάνω extreme sports, να τρώω καλά και να βγαίνω ραντεβού με γυναίκες με περίεργο χρώμα ματιών»
«Και πως κερδίζεις τα χρήματα για όλα αυτά;»
«Εννοείς τι δουλειά κάνω;»
Αυτή νεύει καταφατικά, αλλά αυτός διστάζει να της απαντήσει.
«Γιατί διστάζεις; Ντρέπεσαι για κάτι;»
«Όχι, αλλά ...»
«Αλλά τι; Είναι κάτι παράνομο; Μήπως είσαι μαφιόζος; Αν είναι αυτό πάντως, εγώ δεν έχω πρόβλημα»
«Βλέπεις πάρα πολλές ταινίες, mon bébé. Δεν έχω καμία σχέση με τέτοια πράγματα»
«Τι είναι τότε; Πες μου!»
«Είμαι γιατρός. Κτηνίατρος, για την ακρίβεια, με ειδίκευση στα εξωτικά ζώα»
Τα μάτια της Πανδώρας φωτίζονται.
«Ουάου! Αυτό είναι υπέροχο!»
«Αλήθεια;»
«Πλάκα κάνεις; Θεραπεύεις ζώα. Αυτό σημαίνει ότι τα αγαπάς και όποιος αγαπάει τα ζώα είναι καλός άνθρωπος, όπως λέει ο μπαμπάς μου. Όλη μου η οικογένεια αγαπάει τα ζώα. Κι εγώ προσωπικά ... Είχα ένα υπέροχο λυκόσκυλο, την Πηνελόπη μου. Ήταν ένα πανέξυπνο σκυλί, μια ηρωίδα»
«Ήταν;»
«Ναι. Δυστυχώς την έχασα πριν από τρία χρόνια. Πέθανε τρεις εβδομάδες μετά τον θάνατο του συντρόφου της, του Τηλέμαχου»
«Τον ακολούθησε στον θάνατο, ε;»
«Ναι. Σταμάτησε να τρώει και να πίνει νερό. Ξάπλωνε στον τάφο του όλη μέρα και τη νύχτα ... Ούρλιαζε απελπισμένη. Θρηνούσε την απώλεια»
«Λυπάμαι, μωρό μου»
«Ο μπαμπάς Οδυσσέας τη βρήκε νεκρή στον τάφο και την βάλαμε εκεί, μαζί του, αλλά ... Ας αλλάξουμε θέμα, σε παρακαλώ. Πες μου κι άλλα για τη δουλειά σου. Είπες ότι ειδικεύεσαι στα εξωτικά ζώα. Τι είδους ζώα;»
«Οτιδήποτε είναι εξωτικό. Δουλεύω στον μεγάλο ζωολογικό κήπο. Φροντίζω τις τίγρεις, τα λιοντάρια, τους πάνθηρες, τους ελέφαντες, τις καμηλοπαρδάλεις, τις αρκούδες, τα πουλιά και τα φίδια»
Αυτή γέρνει πίσω το κεφάλι και κλείνει τα μάτια της.
«Μμμμ ... Μόλις σε φαντάστηκα γυμνό, να φοράς μονάχα την λευκή σου μπλούζα και να στέκεσαι δίπλα σ' ένα τεράστιο λιοντάρι και ν' ακούς την καρδιά του μ' ένα στηθοσκόπιο ενώ αυτό βρυχάται»
«Ναι. Αυτή είναι μια καλή φαντασίωση και πραγματικά λυπάμαι που θα στο χαλάσω, αλλά όταν βρίσκομαι κοντά σ' ένα λιοντάρι, είναι πάντα ναρκωμένο. Είμαι πολύ νέος για να πεθάνω, μωρό μου. Πόσο μάλλον να γίνω το μεσημεριανό του βασιλιά της ζούγκλας»
«Άκου να σου πω, γιατρούλη ... Δική μου είναι η φαντασίωση και μπορώ να σε βάλω να κάνεις ό,τι θέλω εγώ, εντάξει;»
«Αν το θέτεις τόσο δημοκρατικά ... Εντάξει!»
Αυτή ανοίγει τα μάτια της και τον κοιτάζει.
«Εσύ έχεις κατοικίδιο;»
«Ναι. Έχω έναν παπαγάλο Μακάο»
«Τι γλυκό! Πως τον λένε;»
«Προμηθέα»
«Μιλάει;»
«Δυστυχώς, ναι»
«Γιατί δυστυχώς;»
«Γιατί είναι απίστευτα βρωμόστομος και ειδικά με τις γυναίκες. Μ' έχει κάνει ρεζίλι πολλές φορές. Φαντάσου ότι αποκαλεί τη μητέρα μου salope»
«Τι σημαίνει αυτό;»
«Τσούλα»
Αυτή ξεσπάει σε γέλια.
«Ω, Θεέ μου! Θέλω να τον γνωρίσω τώρα!»
«Πρόσεχε τι εύχεσαι, μωρό μου. Μόλις σε δει, θα βγει εκτός ελέγχου. Είναι μανιακός!»
Εκείνη τη στιγμή, το πρόσωπο της Πανδώρας σκοτεινιάζει κι ο Μάξιμος φυσικά το προσέχει.
«Τι συμβαίνει, μωρό μου; Γιατί σκοτείνιασες;»
«Είπα ότι θέλω να γνωρίσω τον Προμηθέα, αλλά δυστυχώς αυτό δεν μπορεί να συμβεί»
«Γιατί;»
«Ξέχασες ότι φεύγω αύριο; Γυρνάω πίσω κι εσύ ... Θα μείνεις εδώ»
Εκείνος την κοιτάζει, αλλά δεν λέει τίποτα, ενώ το μυαλό του τρέχει μαραθώνιο. Λίγο μετά, αυτός σταματάει το αυτοκίνητο.
«Φτάσαμε;»
«Ναι»
Αυτή κοιτάζει την φαρδιά γέφυρα με το ξύλινο πάτωμα.
«Τι είναι αυτό το μέρος;»
«Le Pont des Arts. Η γέφυρα των Τεχνών. Το αγαπημένο μου μέρος στην πόλη. Μ' αρέσει να έρχομαι εδώ το βράδυ και να κοιτάζω τα νερά του ποταμού. Έλα πάμε!»
Αυτοί βγαίνουν απ' το αυτοκίνητο, αλλά πριν απ' αυτό, χωρίς να το καταλάβει η Πανδώρα, ο Μάξιμος σκύβει, ανοίγει το ντουλαπάκι και βγάζει κάτι, το οποίο βάζει στην τσέπη του. Μετά, πιάνει το χέρι της κι αρχίζουν να περπατούν στην σιδερένια γέφυρα, που είναι γεμάτη ... Λουκέτα!
«Θεέ μου! Κοίτα όλα αυτά τα λουκέτα! Πόσα ερωτευμένα ζευγάρια έχουν περάσει αυτή τη γέφυρα άραγε;»
«Πάρα πολλά, μωρό μου. Είναι κάτι σαν παράδοση. Ο θρύλος λέει ότι αν ένα ζευγάρι κρεμάσει ένα λουκέτο με τα ονόματα του ...»
«Ο έρωτας τους θα κρατήσει για πάντα»
«Ναι»
«Κάπου ανάμεσα σ' όλα αυτά τα λουκέτα υπάρχει ένα με τα ονόματα Αλέκος και Οδυσσέας. Ίσως αυτό είναι η απόδειξη ότι ο θρύλος είναι αληθινός»
«Οι μπαμπάδες σου, σωστά;»
«Ναι. Ήρθαν εδώ δύο φορές. Μια στην αρχή της σχέσης τους κι άλλη μια πριν από περίπου εννιά χρόνια»
«Πρέπει να είναι πολλά χρόνια μαζί, ε;»
«Είκοσι οκτώ. Το μακροβιότερο ζευγάρι της οικογένειας»
«Εντυπωσιακό!»
«Πράγματι. Κι ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι ότι εξακολουθούν ν' αγαπάνε ο ένας τον άλλον όπως τον πρώτο καιρό. Όχι. Στην πραγματικότητα, αγαπιούνται ακόμα περισσότερο τώρα. Έναν τέτοιο έρωτα θέλω και εγώ. Τόσο φλογερό και παθιασμένο»
Τον κοιτάζει με νόημα κι εκείνος της χαμογελάει.
«Σ' αρέσει εδώ;»
«Πολύ»
«Είσαι τυχερή, ξέρεις»
«Γιατί;»
«Γιατί πρόλαβες να δεις τα λουκέτα. Σύντομα θα μεταφερθούν και θα δημοπρατηθούν για φιλανθρωπικό σκοπό»
«Αχ, όχι! Γιατί; Εννοώ, καλός και άγιος ο φιλανθρωπικός σκοπός, φυσικά, αλλά γιατί να το κάνουν αυτό; Είναι κρίμα!»
«Εξαιτίας του βάρους. Υπάρχουν πάρα πολλά λουκέτα και η γέφυρα δεν αντέχει το βάρος. Υπάρχει κίνδυνος κατάρρευσης. Όμως η παράδοση θ' αρχίσει ξανά απ' την αρχή»
«Πάλι καλά!»
«Έλα να σου δείξω κάτι»
Αυτοί πηγαίνουν στη μέση της γέφυρας κι αυτός δείχνει με το δάχτυλο του κάπου απέναντι κι εκείνη το αναγνωρίζει αμέσως.
«Α! Αυτό είναι ...»
«Ο καθεδρικός ναός της Παναγίας των Παρισίων. La cathédrale Notre-Dame de Paris. Δεν είναι υπέροχη;»
«Ναι, αλλά δεν είναι μόνο αυτό»
«Τι άλλο είναι;»
«Η ιστορία. Πάντα μου άρεσε. Από μικρό κοριτσάκι. Όταν βγήκε η ταινία, την είδα πάνω από είκοσι φορές»
«Αλήθεια, Εσμεράλδα;»
«Αλήθεια, Φοίβο»
«Φοίβο; Γιατί όχι Κουασιμόδο; Αυτός ήταν ο πρωταγωνιστής»
Αυτή καγχάζει.
«Δεν το ρωτάς αυτό τώρα! Δεν έχεις καθρέφτες σπίτι σου;»
«Εεεε ... Σ' ευχαριστώ»
Αυτός κοκκινίζει αφάνταστα χαριτωμένα κι εκείνη χαμογελάει.
«Μη μου πεις ότι αυτό είναι το πρώτο κομπλιμέντο που έχεις ακούσει, γιατί δεν θα σε πιστέψω»
«Όχι, δεν είναι. Έχω ακούσει πολλά, αλλά ... Αυτή είναι η πρώτη φορά που σημαίνει πραγματικά κάτι για μένα»
«Τώρα είναι η σειρά μου να πω ευχαριστώ»
Αυτή αρχίζει ν' αγγίζει τα λουκέτα και να τα κοιτάζει λίγο περίεργα.
«Είναι κρίμα, ξέρεις»
«Τι;»
«Που δεν έχουμε ένα λουκέτο να βάλουμε εδώ ... Εεεε ... Εννοώ ... Για πλάκα. Ξέρεις ... Για να τιμήσουμε την παράδοση ... Ουφ!»
Αυτή τη φορά, είναι η σειρά της να κοκκινίσει και να τον κάνει να χαμογελάσει.
«Ποιος στο είπε αυτό, μωρό μου;»
«Τι; Τι εννοείς;»
«Ήρθα προετοιμασμένος, Ομορφιά μου»
Αυτός βάζει το χέρι στην τσέπη του και βγάζει ένα λουκέτο κι έναν ανεξίτηλο μαρκαδόρο, κάνοντας τα μάτια της ν' ανοίξουν διάπλατα.
«Έφερες ... Ω, Μάξιμε!»
«Η τιμή είναι όλη δική σου, μωρό μου»
«Αλήθεια το εννοείς;»
«Με όλη μου την καρδιά, αλλά, σε παρακαλώ, κάνε μου τη χάρη και κάντο γρήγορα»
«Γιατί;»
«Γιατί θέλω πολύ να σε φιλήσω και δεν μπορώ να περιμένω άλλο»
«Ω!»
Αυτός της δίνει το λουκέτο και τον μαρκαδόρο κι αυτή γράφει πάνω του τα αρχικά τους με το σύμβολο της πρόσθεσης ανάμεσα τους και το σύμβολο του ίσον μετά ... Μ + Π =
«Τι να γράψω μετά το ίσον;»
«CDF»
«Τι σημαίνει αυτό;»
«Coup De Foudre»
«Έρωτας με την πρώτη ματιά»
Εκείνη γράφει τα γράμματα κι εκείνος ξεκλειδώνει το λουκέτο.
Μαζί το κρεμούν στο σιδερένιο κιγκλίδωμα και το κλειδώνουν.
«Τι γίνεται με το κλειδί;»
Αυτός σηκώνει το χέρι του και πετάει το κλειδί στο ποτάμι όσο πιο μακριά μπορεί.
«Κανείς δεν θα μπορέσει ποτέ ν' ανοίξει αυτό το λουκέτο»
Αυτή τον κοιτάζει. Οι σκιές της νύχτας παίζουν στο όμορφο πρόσωπο του. Όταν αυτός την αισθάνεται να τον κοιτάζει, γυρίζει το κεφάλι του και ξαφνικά βρίσκεται ακριβώς δίπλα της. Όλο του το σώμα πιέζεται πάνω στο δικό της. Της αρπάζει τη μέση, τη σηκώνει και τη βάζει στο κάγκελο. Εισβάλλει στον προσωπικό της χώρο και γλιστράει τη λεκάνη του ανάμεσα στα πόδια της, τα οποία αυτή τυλίγει γύρω απ' τη μέση του. Το ένα του χέρι χαϊδεύει το πλάι του προσώπου της κι ο αντίχειρας του νιώθει τον παλμό της. Το άλλο του χέρι ακουμπάει στον μηρό της και τα δάχτυλα του γαργαλάνε το δέρμα κάτω απ' το στρίφωμα του φορέματος της.
Αυτή βάζει τα χέρια της στο στήθος του και νιώθει τη ζέστη ν' απλώνεται πάνω της μέσα απ' το ύφασμα του ακριβού πουκαμίσου του. Αυτή η ζέστη που εκπέμπεται απ' το σώμα του διώχνει το κρύο της νύχτας. Αυτή μπορεί να δει το προφανές και αδιαμφισβήτητο ενδιαφέρον στα μάτια του, που κοιτάζουν κατευθείαν στα δικά της. Το στήθος της φουσκώνει και κάθε νευρώνας στο σώμα της πυροδοτείτε από αισθητηριακή υπερφόρτωση. Λίγο πριν πιέσει τα χείλη του στα δικά της, ψιθυρίζει ...
«Ma jolie Pandore ...»
Τα χείλη του είναι απαλά και ζεστά. Ένα κύμα θερμότητας εξαπλώνεται στο σώμα της και λιμνάζει βαθιά στο στομάχι της. Αναπνέει βαριά καθώς εκείνος απομακρύνεται λίγο και ψιθυρίζει ξανά ...
«Plus, Pandore ... Δώσε μου περισσότερα. Je veux tout. Τα θέλω όλα!»
Μ' έναν βαθύ αναστεναγμό, αυτή ανοίγει το στόμα της και η γλώσσα της γλιστράει μέσα στο δικό του. Αυτός αμέσως βαθαίνει το φιλί μ' ένα βαθύ μουγκρητό, κάνοντας τη να θέλει να φωνάξει. Γλιστράει τη γλώσσα του και βρίσκει τη δική της, ανοίγει το στόμα της περισσότερο κι αρχίζει να την πειράζει με απαλές κινήσεις. Οι γλώσσες τους αγκαλιάζονται κι αρχίζουν να χορεύουν στο στόμα τους. Ο χορός είναι άγριος και παθιασμένος και καταναλώνει όλο τον αέρα στα πνευμόνια τους, αλλά δεν σταματούν. Συνεχίζουν να φιλιούνται και να δίνουν ο ένας στον άλλον το οξυγόνο που χρειάζονται. Δεν ξέρουν πια ποιανού αέρα αναπνέουν. Όταν το φιλί αναγκάζεται να τελειώσει, αγγίζουν τα μέτωπα τους και κρατούν τα μάτια τους κλειστά.
«Αυτό ήταν το πιο υπέροχο φιλί που είχα ποτέ. Δεν περίμενα ποτέ να είναι έτσι»
«Το ίδιο ισχύει και για μένα. Γι' αυτό δεν έπρεπε να συμβεί ποτέ. Ήταν λάθος»
Αυτός τραβάει το σώμα του πίσω κι ανοίγει τα μάτια του για να την κοιτάξει, έκπληκτος και ταυτόχρονα συντετριμμένος.
«Το μετάνιωσες; Γιατί; Εσύ ... Σκέφτηκα ... Είπες ...»
Αυτή ανοίγει τα μάτια της και πηδάει απ' το κάγκελο. Τον κοιτάζει και η καρδιά της αιμορραγεί απ' την έκφραση του προσώπου του και τη θλίψη στα μάτια του.
«Όχι, Μάξιμε. Δεν είναι αυτό. Δεν το μετάνιωσα και δεν θα το μετανιώσω ποτέ, αλλά ...»
«Αλλά τι; Πες μου, διάολε! Ne me tourmente pas plus!»
«Αυτό το τελευταίο δεν το κατάλαβα»
«Merde! Σκατά! Μη με βασανίζεις άλλο!»
«Ω!»
«Πες μου, Πανδώρα! Γιατί είπες ότι το φιλί μας δεν έπρεπε να συμβεί ποτέ;»
«Αλήθεια δεν καταλαβαίνεις, ε;»
«Ναι, Πανδώρα. Δεν καταλαβαίνω τίποτα!»
«Εσύ κι εγώ ... Δεν έχουμε μέλλον»
«Pourquoi; Εεεε ... Εννοώ ... Γιατί;»
«Γιατί από αύριο θα είμαστε μακριά ο ένας απ' τον άλλο»
Αυτός της γυρίζει την πλάτη, σηκώνει το κεφάλι και το στηρίζει με τα χέρια του καθώς κλείνει τα μάτια και δαγκώνει τα χείλη του.
«Γαμώτο, ρε Πανδώρα! Γιατί μου το κάνεις αυτό; Γιατί το λες ξανά και ξανά; Γιατί δεν μ' αφήνεις να πάρω μόνος μου την απόφαση; Γιατί μ' αναγκάζεις να το κάνω;»
Αυτή πηγαίνει κοντά του και του πιάνει τον ώμο για να τον κάνει να γυρίσει και να την κοιτάξει.
«Τι σε αναγκάζω να κάνεις; Δεν καταλαβαίνω! Για ποιο πράγμα μιλάς;»
Αυτός γυρίζει και την κοιτάζει βαθιά στα μάτια.
«Σε γνώρισα μόλις πριν λίγες ώρες και είμαι ήδη έτοιμος να τα τινάξω όλα στον αέρα και να σ' ακολουθήσω στην άλλη άκρη του κόσμου. Γι' αυτό το πράγμα μιλάω!»
Αυτή σκεπάζει το στόμα της με τα χέρια της.
«Ω, Θεέ μου!»
«Ναι, Πανδώρα. Είμαι πραγματικά έτοιμος, αλλά πρέπει να τ' αποφασίσω μόνος μου. Δεν μπορώ να το κάνω μόνο και μόνο επειδή με παρακαλάς μ' αυτά τα όμορφα βιολετί μάτια σου που με μαγεύουν. Θέλω να πάνε καλά τα πράγματα μεταξύ μας. Σε θέλω, Πανδώρα. Ποτέ δεν θέλησα τίποτα όσο θέλω εσένα. Θέλω να βάλω την καρδιά και την ψυχή μου σ' αυτή τη σχέση και να σου δώσω αυτό που ζητάς. Αυτή την φλογερή και παθιασμένη αγάπη, μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος, αλλά αυτό πρέπει να είναι ΔΙΚΗ ΜΟΥ απόφαση. Το καταλαβαίνεις αυτό;»
«Μάξιμε ... Εγώ ... Εγώ ...»
Δάκρυα τρέχουν στα μάγουλα της κι αυτός την αγκαλιάζει σφιχτά και της φιλάει τα μαλλιά.
«Συγγνώμη που στα είπα όλα αυτά τόσο απότομα. Συγγνώμη που σου φώναξα και σ' έκανα να κλάψεις. Συγχώρεσε με, μωρό μου, αλλά αυτός είμαι. Ξέρω ότι είμαι περίεργος. Ξέρω ότι μπορεί να γίνομαι μαλάκας μερικές φορές, αλλά ότι έκανα σ' όλη μου τη ζωή ήταν δική μου επιλογή. Δεν έχω ακούσει ποτέ κανέναν. Ούτε καν την μητέρα μου. Ξέρω ότι πρέπει ν' αλλάξω. Πρέπει ν' αρχίσω να αποφασίζω μαζί με κάποιον άλλον, μαζί σου, και είμαι πρόθυμος να το κάνω. Μπορεί να σου φαίνεται νωρίς, αλλά θα έκανα τα πάντα για να είμαι μαζί σου. Το μόνο που ζητάω είναι να μ' αφήσεις να πάρω αυτή την τελευταία απόφαση μόνος μου. Θα το κάνεις αυτό για μένα;»
Αυτή γνέφει καταφατικά, ανάμεσα στους λυγμούς της.
«Ναι. Ναι. Ναι, σε όλα. Θα κάνω ό,τι μου ζητήσεις»
«Merci beaucoup, mon bébé»
Και επειδή η Πανδώρα είναι κόρη της Μαίρης, είναι και λίγο χαμαιλέοντας και έχει μάθει να προσαρμόζεται σε κάθε είδους νέο περιβάλλον και περιστάσεις. Έτσι, μετά το τρυφερό του φιλί στο μέτωπο της, αυτή σκουπίζει τα μάτια της και του χαμογελάει πλατιά.
«Πολύ καλά, κύριε Μομφεράτο. Ποιο είναι το επόμενο βήμα;»
«Έτσι απλά;»
«Έτσι απλά. Εσύ είπες ότι δεν χρειάζεσαι άλλο δράμα, οπότε ... Όχι άλλο δράμα»
«Ποιον Θεό πρέπει να ευχαριστήσω που σ' έβαλε στο δρόμο μου;»
«Τον Ένα και Μοναδικό, αλλά πρέπει να φωνάξεις δυνατά»
«Χμμμ ... Γαλλικά ή Ελληνικά;»
«Ο Θεός μιλάει όλες τις γλώσσες, αλλά εγώ θα προτιμούσα στα γαλλικά»
«Γαλλικά τότε»
Μ' ένα ακόμα φιλί στα χείλη της, αυτός περπατάει μέχρι τη μέση της γέφυρας.
«Τι κάνεις, Μάξιμε;»
«Αυτό που μου είπες να κάνω. Ευχαριστώ τον Θεό»
«Ω, σκατά!»
Αυτή κοιτάζει γύρω της αμήχανα ... Πάρα πολύς κόσμος!»
«Μάξιμε, δεν μπορείς να το κάνεις αυτό»
«Αλήθεια; Κοίτα με!»
Αυτός βάζει τα χέρια του γύρω απ' το στόμα του κι αρχίζει να φωνάζει δυνατά.
«Mon Dieu; Vous m' entendez; Μerci beaucoup pour ce merveilleux cadeau! Merci beaucoup! Merci beaucoup!»
Όταν αυτός αναφέρει αυτό το υπέροχο δώρο, δείχνει τη Πανδώρα, η οποία σκεπάζει τα μάγουλα της, κόκκινη απ' την αμηχανία, γιατί ο κόσμος που ακούει τον Μάξιμο αρχιζεί να χειροκροτεί και να ζητωκραυγάζει. Αυτός, αφού υποκλίνεται στο κοινό του, γυρίζει προς το μέρος της κι ανοίγει τα χέρια του, οπότε εκείνη τρέχει και πηδάει πάνω του. Αυτός την σηκώνει ψηλά, αρχίζει να τη στριφογυρίζει και τη φιλάει ξανά και ξανά, ενώ ο κόσμος συνεχίζει να χειροκροτεί και να ζητωκραυγάζει. Λίγο αργότερα, αυτοί γλιστρούν στο αυτοκίνητο και γίνονται καπνός.
Η Πανδώρα είναι πανευτυχής. Ο Μάξιμος την ξεναγεί σ' όλη την πόλη, δείχνοντας της όλα τα μέρη που αγαπάει. Τη φιλάει ξανά και ξανά. Κάτω απ' τον Πύργο του Άιφελ. Μπροστά απ' την Παναγία των Παρισίων. Δίπλα στη γυάλινη πυραμίδα έξω απ' το Λούβρο. Στο γκαζόν κάτω απ' την πανέμορφη εκκλησία της Ιερής Καρδιάς. Κάτω απ' την Αψίδα του Θριάμβου.
Στο τέλος, αυτοί καταλήγουν στον ζωολογικό κήπο. Εκεί, αυτή χαϊδεύει τις πανύψηλες καμηλοπαρδάλεις, κάνει αγκαλιές με τα γλυκά πιθηκάκια, αγγίζει τους εντυπωσιακούς ελέφαντες και θαυμάζει από μακριά τα λιοντάρια, τις τίγρεις, τις αρκούδες και τους πάνθηρες. Αλλά το πιο εκπληκτικό απ' όλα ήταν όταν αυτός την βάζει στο τεράστιο κλουβί με τα εξωτικά πουλιά που αρχίζουν να πετούν πάνω απ' τα κεφάλια τους και να παίζουν με τα μαλλιά τους.
Αυτοί μιλούν πολύ. Λένε ο ένας στον άλλον τα πάντα και παρατηρούν με χαρά πόσο τέλεια ταιριάζουν μεταξύ τους. Είναι σαν να είναι φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον. Με τούτα και με κείνα, κανείς δεν παρατηρεί πόσο γρήγορα περνάει η ώρα, κι έτσι, αυτή δεν επιστρέφει στο ξενοδοχείο παρά πολύ μετά την ανατολή του ηλίου.
~ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ LUTETIA ~ AMOUR SUITE ~
Αυτή βγάζει τα παπούτσια της και μπαίνει στο δωμάτιο όσο πιο αθόρυβα μπορεί για να μην ξυπνήσει τους άλλους, αλλά όπως αποδεικνύεται, όλα αυτά είναι χάσιμο χρόνου. Καθώς αυτή μπαίνει στις μύτες των ποδιών της στο σκοτεινό δωμάτιο, το φως ανάβει και αυτή βλέπει έναν πολύ, πολύ θυμωμένο Στέφανο μπροστά της.
«Τι στο διάολο, Πανδώρα;»
Αυτή μορφάζει γιατί όταν ο Στέφανος χρησιμοποιεί ολόκληρο το όνομα της, τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά.
«Πού στο διάολο ήσουν τόσες ώρες; Γιατί δεν απαντούσες στο τηλέφωνο; Ήμουν έτοιμος να καλέσω την αστυνομία»
«Στέφανε μου, άσε με να σου εξηγήσω ...»
«Να μου εξηγήσεις τι;»
«Ήμουν με τον Μάξιμο»
«Το ξέρω, διάολε! Αυτό που δεν ξέρω είναι που ήσουν όλες αυτές τις γαμημένες ώρες. Σε πήρα αμέτρητες φορές και δεν απάντησες ποτέ. Αρρώστησα απ' τον φόβο μου. Τηλεφώνησα ακόμη και στη Ζαφειρία μέσα στη νύχτα»
«Α! Και τι σου είπε;»
«Ανοησίες μου είπε. Ότι ήσουν με τον Μάξιμο και να μην ανησυχώ γιατί είσαι ασφαλής»
«Δίκιο είχε. Κοίτα με. Σώα και αβλαβής»
«Ακούς τι λες; Ήσουν σε μια ξένη πόλη, μ' έναν ξένο άντρα και δεν απαντούσες στο τηλέφωνο. Κι εγώ ήμουν εδώ, ανίσχυρος, χωρίς να ξέρω αν είσαι καλά, χωρίς να μπορώ να κάνω κάτι. Φοβήθηκα μέχρι θανάτου! Με σκέφτηκες καθόλου εμένα ή ο ιππότης σου σε κράτησε αρκετά απασχολημένη;»
«Σε παρακαλώ, Στέφο. Σταμάτα να φωνάζεις κι άκουσε με!»
«Όχι! Δεν θέλω ν' ακούσω τίποτα. Ησύχασα που είσαι καλά, αλλά είναι η τελευταία φορά που σε παίρνω μαζί μου. Δεν έχω καμία διάθεση να περάσω άλλη μια τέτοια νύχτα. Με απογοήτευσες, Πανδώρα»
«Όχι, σε παρακαλώ! Μην το λες αυτό!»
«Τελειώσαμε. Είμαι κουρασμένος κι εσύ φαίνεσαι εξαντλημένη»
Ο σαρκασμός στη φωνή του, σε συνδυασμό με τα λόγια του, φέρνουν δάκρυα στα μάτια της, αλλά αυτός ούτε που την κοιτάζει. Η Αριάδνη, που όλη αυτή την ώρα ήταν απλά σιωπηλή παρατηρήτρια, επεμβαίνει.
«Στέφανε, καλύτερα να σταματήσεις»
«Μείνε έξω απ' αυτό, Αριάδνη. Αυτό είναι μεταξύ εμένα και της αδερφής μου»
«Κοίταξε την, ρε γαμώτο! Την έκανες να κλάψει»
«Θα το ξεπεράσει!»
Η Πανδώρα πετάει τα πράγματα της στο πάτωμα και τρέχει μέσα ξεσπώντας σε λυγμούς, αλλά δεν είναι η μόνη. Ξεσπάει και η Αριάδνη, αλλά λιγάκι διαφορετικά.
«Ηλίθιε! Βλάκα! Είσαι χαρούμενος τώρα;»
«Εγώ δεν ήθελα να ...»
«Δεν ήθελες τι, ρε πανίβλακα; Να χαλάσεις το πρώτο της πραγματικό ραντεβού; Μαλακίες, Στέφανε! Συμφωνήσαμε να την μαλώσουμε λίγο που δεν απαντούσε στο τηλέφωνο κι εσύ την έκανες κουρέλι. Είναι ενήλικη, ρε μαλάκα! Δεν χρειάζεται την άδεια σου για να βγει έξω με κάποιον. Αυτή σε ρωτάει μόνο και μόνο επειδή σε σέβεται και σ' αγαπάει. Τίποτα περισσότερο»
«Εγώ ήθελα απλώς να ... Εννοώ ... φυσικά και δεν ήθελα να τη στενοχωρήσω»
«Και τα κατάφερες μια χαρά! Συγχαρητήρια!»
«Τι να κάνω τώρα;»
Η Αριάδνη γυρίζει τα μάτια της.
«Πήγαινε εκεί μέσα, πέσε στα πόδια της και ζήτα συγγνώμη. Πες της ότι είσαι μαλάκας και ότι έκανες λάθος και μετά, όταν σε συγχωρήσει, ρώτησε την για το βράδυ της. Ρώτησε την πώς νιώθει. Γίνε πραγματικός αδερφός της και όχι δυνάστης και τύραννος. Πήγαινε!»
«Τα σκάτωσα τόσο πολύ, ε;»
«Ναι, αλλά έχεις ελαφρυντικά. Η αγάπη σου για εκείνη σ' έκανε να αντιδράσεις έτσι και η Δώρα το ξέρει. Πήγαινε μέσα και χρησιμοποίησε τη μαγεία σου για να διορθώσεις τα πράγματα. Πήγαινε, διάολε!»
Αυτός τρέχει μέσα και βρίσκει την Πανδώρα μπροστά στον καθρέφτη να αφαιρεί το μακιγιάζ της που καταστράφηκε απ' τα δάκρυα. Της μιλάει, αλλά αυτή δεν γυρίζει καν να τον κοιτάξει.
«Τι συμβαίνει, κύριε Ηλιόπουλε; Δεν τελειώσατε ακόμα το κήρυγμα; Έχετε κι άλλα να μου πείτε; Δεν χρειάζεται. Έμαθα το μάθημα μου. Από δω και πέρα θα σας δίνω αναφορά για όλα. Πού πάω, πότε πάω, με ποιον πάω, τι τρώω, τι πίνω, πότε κατουράω και πότε έχω περίοδο. Σας φτάνει αυτό ή θέλετε κι άλλα;»
Αυτός συνοφρυώνεται.
«Άουτς! Αυτό πόνεσε, αλλά δεν πειράζει. Μου αξίζει. Σου φέρθηκα σαν μαλάκας και θέλω ν' απολογηθώ. Συγγνώμη, Πραγματάκι μου!»
«Μια συγγνώμη δεν σημαίνει τίποτα!»
«Τότε, τι λες για μια αγκαλιά κι ένα φιλί απ' τον μεγάλο μαλάκα αδερφό σου, που απλά σου φώναξε επειδή σ' αγαπάει τόσο πολύ και δεν θέλει να σου συμβεί τίποτα κακό;»
«Είμαι μεγάλη γυναίκα, Στέφανε. Μπορώ να φροντίσω τον εαυτό μου»
«Για όλους τους άλλους, ίσως, αλλά όχι για μένα. Για μένα, θα είσαι πάντα το πραγματάκι μου. Το μικροσκοπικό μωρό με τα ίδια μάτια με τα δικά μου, που είδα όταν μπήκα σ' εκείνο το δωμάτιο, και όταν το πλησίασα, σήκωσε το χεράκι του και χάιδεψε το μάγουλο μου. Για μένα θα είσαι πάντα το μικρό κοριτσάκι που όταν φοβόταν έτρεχε στην αγκαλιά μου για να νιώθει ασφάλεια»
«Αχ, ρε Στέφανε!»
Αυτός ανοίγει τα χέρια του κι εκείνη τρυπώνει μέσα τους, αγκαλιάζοντας τον σφιχτά.
«Συγγνώμη, Πραγματάκι μου. Λυπάμαι πολύ!»
«Εννοούσες αυτό που είπες πριν;»
«Ποιο απ' όλα; Είπα πολλά»
«Ότι σ' απογοήτευσα. Αυτό είναι που με πλήγωσε περισσότερο. Σημαίνεις πολλά για μένα, Στέφανε. Δεν αντέχω ούτε στη σκέψη ότι είσαι απογοητευμένος μαζί μου»
«Όχι, Δώρα μου. Δεν το εννοούσα. Το είπα εν θερμώ. Ξέρεις πόσο θερμοκέφαλος είμαι. Μην ανησυχείς για τίποτα. Σ' αγαπάω πάρα πολύ για ν' απογοητευτώ από σένα»
«Τότε δεν υπάρχει τίποτα για να σου συγχωρήσω»
«Ευχαριστώ»
«Θα κοιμηθείς μαζί μου απόψε;»
«Απόψε; Φοβάμαι ότι είναι πολύ αργά γι' αυτό, Πραγματάκι. Κοντεύει μεσημέρι»
«Δεν πειράζει»
«Αφού το λες εσύ»
Αυτοί ξαπλώνουν στο κρεβάτι, γελώντας κι αυτή αρχίζει να του λέει όλα όσα συνέβησαν χθες το βράδυ. Όταν αυτή φτάνει στις ευχαριστίες του Μάξιμου στο Θεό, αυτός γουρλώνει τα μάτια.
«Όχι! Αλήθεια το έκανε αυτό;»
«Ναι»
«Στη μέση της γέφυρας; Μπροστά στο πλήθος;»
«Ναι σου λέω»
«Ρε τον μπάσταρδο! Είναι καλός!»
«Είναι υπέροχος, Στέφο. Πάρα πολύ υπέροχος και γι' αυτό θέλω τη γνώμη σου. Τι νομίζεις; Είναι δυνατόν όλα αυτά να είναι αλήθεια και όχι απλώς μια παραμυθένια βραδιά στο Παρίσι;»
«Ω! Μιλάς ποιητικά»
«Σταμάτα να με κοροϊδεύεις και πες μου»
«Κοίτα ... Η αγάπη με την πρώτη ματιά κυλάει στο αίμα μας. Έτσι γίνεται στην οικογένεια μας, οπότε νομίζω ότι όλα θα πάνε καλά με τον Μάξιμο. Όλα τα ζευγάρια της οικογένειας το αποδεικνύουν»
«Ναι, αλλά τι γίνεται με σένα; Η μεγάλη σου αγάπη πήγε κατά διαόλου»
«Μην συγκρίνεις ανόμοια πράγματα, Πραγματάκι. Αυτή δεν ήταν η μεγάλη μου αγάπη. Δεν την αγάπησα με την πρώτη ματιά. Στην πραγματικότητα, δεν ξέρω καν αν την αγάπησα καθόλου. Ήμουν απλώς ένας έφηβος που είχε φάει κόλλημα με την πρώτη του σχέση»
«Ουφ! Τι ανακούφιση!»
«Γιατί;»
«Γιατί σημαίνει ότι η τέλεια σύντροφος σου, το άλλο σου μισό, είναι κάπου εκεί έξω και σε περιμένει»
«Ναι, Πραγματάκι μου. Αυτή είναι κάπου εκεί έξω και με περιμένει»
Αυτή χασμουριέται στην αγκαλιά του αδερφού της κι εκείνος χαμογελάει.
«Ας πάρουμε έναν υπνάκο, γιατί η Αριάδνη θέλει να πάμε για πικνίκ στους Κήπους του Λουξεμβούργου το μεσημέρι και δεν θ' αντέξω την γκρίνια της αν δεν το κάνουμε»
«Βασικά, αυτή είναι μια υπέροχη ιδέα! Μπορώ να ... Εεεε ... Εννοώ ...»
«Ναι, Δώρα, μπορείς. Στείλε του μήνυμα και πες του να είναι εκεί στις τρεις»
«Ευχαριστώ, Ομορφόπαιδο»
Αυτή αρπάζει το τηλέφωνο της και στέλνει το μήνυμα. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα έρχεται η απάντηση ... Θα είμαι εκεί, mon bébé. Μου λείπεις ήδη. Φιλιά!
Μετά, αυτή βολεύεται ξανά στην αγκαλιά του Στέφανου και κλείνει τα μάτια της. Αυτός την φιλάει στο μέτωπο και κάνει το ίδιο. Αυτοί αποκοιμήθηκαν αμέσως και γι' αυτό θα τους αφήσουμε και θα πεταχτούμε μέχρι το Τροκαντερό, την περιοχή στο 16ο διαμέρισμα, στη δεξιά όχθη του Σηκουάνα, απέναντι απ' τον Πύργο του Άιφελ.
~ ΣΠΙΤΙ της ΖΑΦΕΙΡΙΑΣ & του ΜΑΞΙΜΟΥ ~
~ Στους ΠΡΟΠΟΔΕΣ του ΛΟΦΟΥ του ΤΡΟΚΑΝΤΕΡΟ ~
Ο Μάξιμος, μετά από μια αντιδικία μ' ένα πορτοκάλι, ένα μήλο και τη μητέρα του, για την οποία θα μιλήσουμε αργότερα, βγαίνει στο μπαλκόνι να χαζέψει τον Πύργο του Άιφελ να παίζει παιχνίδια με το φως του ήλιου. Αυτή η θέα πάντα τον βοηθούσε να σκέφτεται καλύτερα και πιο καθαρά. Έτσι τον βρίσκει η Ζαφειρία όταν βγαίνει κι εκείνη στο μπαλκόνι.
«Την σκέφτεσαι αυτή τη στιγμή, ε;»
«Oui»
«Σ' αρέσει τόσο πολύ;»
«Είναι κάτι πολύ περισσότερο απ' αυτό. Είναι η πρώτη φορά που αισθάνομαι έτσι και είμαι εντελώς χαμένος»
«C'est l'amour, mon petit. Το μόνο συναίσθημα που είναι αρκετά δυνατό για να κατακτήσει την καρδιά, το μυαλό και το σώμα σου ταυτόχρονα»
«Τι να κάνω, Μαμά;»
Αυτή γελάει.
«Είναι η πρώτη φορά που με ρωτάς για κάτι»
«Επειδή είναι η πρώτη φορά που πρέπει να πάρω μια τόσο σοβαρή απόφαση»
«Λοιπόν ... Θα σου πω μόνο αυτό και ελπίζω να σε βοηθήσει. Δεν μας κρατάει τίποτα εδώ»
«Εννοείς ...;»
«Oui, mon petit. Αυτό εννοώ. Προχώρα και θα σ' ακολουθήσω. Η μεγάλη αγάπη έρχεται μονάχα μια φορά στη ζωή και είναι ένα μεγάλο δώρο. Μην το αρνηθείς, γιατί αν το κάνεις, μπορεί να μην μπορέσεις ποτέ να βρεις την ευτυχία»
Αυτός αγκαλιάζει τη μητέρα του.
«Ευχαριστώ, Μαμά. Γι' αυτό και για όλα όσα έχεις κάνεις για μένα»
«Είσαι γιος μου. Το μόνο που έχω απ' τον πατέρα σου. Σ 'αγαπάω περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο. Θα έκανα τα πάντα για σένα»
«Σου λείπει ο μπαμπάς, έτσι δεν είναι;»
«Tout les jours»
«Κι εμένα μου λείπει»
«Είμαι σίγουρη ότι αυτός μας παρακολουθεί από εκεί ψηλά και τώρα που είσαι έτοιμος να κάνεις ένα τόσο μεγάλο βήμα, θα είναι χαρούμενος και περήφανος. Σε αντίθεση με τον φτερωτό δυνάστη μας που, όταν μάθει για τη μετακόμιση, θα μας κάνει τη ζωή κόλαση»
«Ναι. Χμμμ ... Πού είναι αυτός τώρα;»
«Κοιμάται ... Στο μαξιλάρι σου»
«Πάλι; Θα τον σκοτώσω! Πάω να τον βάλω στο φούρνο με πατάτες!»
Αυτός είναι έτοιμος να μπει μέσα, αλλά ο ήχος του μηνύματος στο κινητό του τον σταματά. Διαβάζει το μήνυμα χαμογελώντας και η Ζαφειρία κάνει το ίδιο.
«Απ' την Πανδώρα είναι;»
«Ναι. Με κάλεσε για πικνίκ στους Κήπους του Λουξεμβούργου»
«Αυτό το πουλί εκεί μέσα είναι πολύ τυχερό. Μόλις τον έσωσε η Πανδώρα»
Γελάνε κι οι δύο καθώς αυτός απαντάει στο μήνυμα.
«Ναι. Μόλις τον έσωσε η Πανδώρα. Ma jolie Pandore»
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro