Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Όλες ίδιες είσαστε ...

~ ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ ~ ΤΡΙΤΗ, 5 ​​ΜΑΡΤΙΟΥ 2019 ~

~ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ του ΣΤΕΦΑΝΟΥ ~ ΓΛΥΦΑΔΑ ~ ΑΡΓΑ ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ ~

Ο Στέφανος έρχεται σπίτι μετά τη δουλειά για να ετοιμάσει τα πράγματα του και να ξεκουραστεί πριν το ταξίδι του. Μπαίνει μέσα, αφήνει τα πράγματα του κάτω, κλωτσάει τα παπούτσια απ' τα πόδια του κι αρχίζει να γδύνεται, όταν περίεργοι θόρυβοι απ' την κουζίνα τον κάνουν ν' απορήσει.

«Τι στο διάολο;»

Αυτός πηγαίνει εκεί και βρίσκει τον Ιάσονα να μαγειρεύει σαν καλή νοικοκυρά, φορώντας μονάχα μια ποδιά πάνω απ' το σλιπάκι του.

«Πλάκα μου κάνεις! Τι στο διάολο κάνεις ακόμα εδώ, ρε;»

Ο Ιάσονας γυρίζει το κεφάλι του και τον κοιτάζει χαμογελώντας.

«Αγάπη μου, ήρθες! Μέχρι να πλύνεις τα χεράκια σου, το φαγητό θα είναι έτοιμο. Σου έφτιαξα το αγαπημένο σου. Μακαρόνια με κιμά»

«Πότε σε παντρεύτηκα, ρε μαλάκα, και δεν το κατάλαβα; Γιατί είσαι ακόμα εδώ;»

«Γιατί δεν σε χορταίνω!»

Ο Στέφανος τον πλησιάζει και τον σπρώχνει δυνατά.

«Εντάξει. Αρκετά! Βαρέθηκα τις μαλακίες σου! Άσε κάτω την κουτάλα και ξέρασε τα όλα! Τι στο διάολο συμβαίνει και είστε όλοι τόσο παρανοϊκοί;»

«Τίποτα απολύτως. Αντιδράς υπερβολικά ως συνήθως»

«Πότε ήταν η τελευταία φορά που μου μαγείρεψες, ε; Συνήθως είμαι στα γόνατα και σε παρακαλάω να φάμε κάτι άλλο εκτός από πίτσα»

«Έχεις δίκιο σ' αυτό, αλλά τώρα είμαι με την αδερφή σου και πρέπει να σε καλοπιάνω συνέχεια»

Ο Στέφανος βάζει το χέρι του στον ώμο του φίλου του.

«Σταμάτα, Νάκο. Το ξέρω ότι μου λες ψέματα»

«Μ' εμπιστεύεσαι, Στέφο;»

«Με τη ζωή μου και το ξέρεις πολύ καλά»

«Τότε σταμάτα να ρωτάς κι άσε μας να κάνουμε αυτό που πιστεύουμε ότι είναι σωστό για σένα»

«Έχει να κάνει μ' αυτήν, ε;»

Ο Ιάσονας συνειδητοποιεί ότι δεν υπάρχει λόγος να του πει κι άλλο ψέμα.

«Ναι»

«Τότε δεν θέλω να μάθω. Σ' εμπιστεύομαι αρκετά ώστε να σ' αφήσω να το χειριστείς μόνος σου. Τώρα πάω να πλύνω τα χέρια μου. Εσύ, γλυκέ μου, σέρβιρε το φαγητό, αλλά σε προειδοποιώ. Αν είναι χάλια, θα κάνω αίτηση διαζυγίου»

«Για μένα μιλάς, ρε μαλάκα. Είμαι εξαιρετικός μάγειρας»

«Ό,τι πεις, γλυκέ μου»

Ο Στέφανος του δίνει ένα μπατσάκι στον πισινό και παίρνει το δρόμο για το μπάνιο, γελώντας, κι ο Ιάσονας σερβίρει το φαγητό. Μετά, αυτοί τρώνε μαζί, πλένουν τα πιάτα, καθαρίζουν την κουζίνα και τώρα βολεύονται στον καναπέ πίνοντας καφέ. Ο Ιάσονας κοιτάζει το ρολόι του.

«Τι ώρα πρέπει να φύγεις;»

«Γύρω στις οκτώ. Πρέπει να πάρω τη Δώρα απ' την Βουλιαγμένη, να πάω Εξάρχεια στο σπίτι της Αριάδνης και μετά σφαίρα στα Σπάτα. Εσύ τι θα κάνεις όσο θα λείπω;»

«Σχετικά μ' αυτό. Μπορώ να μείνω εδώ;»

«Mi casa, su casa. Γι' αυτό σου έδωσα κλειδιά, αλλά από πότε με ρωτάς;»

«Από τότε που τα έφτιαξα με την Αναΐς. Βασικά, ήταν δική της ιδέα να περάσουμε λίγο χρόνο εδώ μόνοι μας»

«Και τι γίνεται με τον Κέρβερο ονόματι Τζάκος;»

«Το ρώτησα κι εγώ αυτό, αλλά η Αναΐς είπε ότι θα τον κανονίσει η μαμά Μαίρη»

«Μην πεις τίποτα άλλο. Όταν η μαμά Μαίρη λέει κάτι, ο Κέρβερος μετατρέπεται σε σκυλάκι του καναπέ»

Αυτοί γελούν. Μετά, ο Ιάσονας κοιτάζει τον Στέφανο λίγο περίεργα.

«Θέλω να σε ρωτήσω κάτι, αλλά φοβάμαι ότι θα εκνευριστείς»

«Πες μου και θα δούμε»

«Την αγαπάς ακόμα;»

Ο Στέφανος χαμογελάει και πίνει μια γουλιά απ' τον καφέ του.

«Όχι»

«Η απάντησή σου ήρθε απαίσια γρήγορα»

«Αυτό συμβαίνει όταν λες την αλήθεια»

«Είσαι σίγουρος γι' αυτό;»

«Κοίτα, φίλε. Δεν λέω ότι ήταν εύκολο, αλλά τελείωσε. Ό,τι ένιωθα για εκείνη, είχε τελειώσει πολύ πριν τη βρω στο κρεβάτι με τον άλλον. Απλώς δεν ήθελα να το παραδεχτώ. Ήταν η πρώτη μου και πάλευα, από εγωισμό ή οτιδήποτε άλλο, να κρατήσω ζωντανή μια σχέση που είχε πεθάνει πριν καν αρχίσει καλά-καλά»

«Δεν σ' έχω ξανακούσει να μιλάς έτσι»

«Και τι; Δεν σ' αρέσει;»

«Πλάκα μου κάνεις; Τρελαίνομαι! Είμαι πολύ χαρούμενος για σένα»

«Εγώ να δεις, κολλητέ. Εγώ να δεις!»

~ ΛΙΓΕΣ ΩΡΕΣ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ~ ΓΥΡΩ ΤΙΣ ΟΧΤΩ ΚΑΙ ΜΙΣΗ ~

~ ΚΤΗΜΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ~ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗ ~

~ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΤΖΑΚΟΥ & ΤΗΣ ΜΑΙΡΗΣ ~

Ο Στέφανος κάθεται με τον Τζάκο και τον Αλέκο στο γραφείο του σπιτιού και συζητούν για την επερχόμενη συμφωνία με τους Γάλλους. Οι δύο άνδρες κοιτάζουν τα συμβόλαια, κάπως εντυπωσιασμένοι.

«Μιλάμε για πολλά λεφτά. Πώς κατάφερες και τους έπεισες να επενδύσουν ένα τέτοιο ποσό; Είμαι εντυπωσιασμένος»

«Μιλάμε για τον γιο μου, ρε Αλέκο. Δεν περίμενα τίποτα λιγότερο»

Ο Στέφανος κοκκινίζει.

«Ελάτε τώρα! Δεν μου αξίζουν όλα τα εύσημα. Είχα καλούς δασκάλους»

«Ναι, αλλά αυτή η συμφωνία αποδεικνύει περίτρανα ότι ο μαθητής είναι πολύ καλύτερος απ' τους δασκάλους. Την θέση σου στην εταιρία την έχεις κερδίσει με την αξία σου, ανιψιέ»

«Αυτό σημαίνει εξέλιξη. Το νέο μοντέλο είναι πάντα καλύτερο απ' το παλιό. Αλλά, Τίγρη, πρέπει να είσαι προσεκτικός. Μην επαναπαυτείς επειδή αυτοί συμφώνησαν. Εσύ είσαι τ' αφεντικό σ' αυτό και πρέπει να τους δείξεις απ' την αρχή. Μπορεί να σε δουν νεαρό και να προσπαθήσουν να σε ρίξουν»

«Μην ανησυχείς, Μπαμπά. Το έχω υπό έλεγχο! Ξέρω ακριβώς τι να κάνω»

Ο Τζάκος χαμογελάει στον γιο του την στιγμή που η Μαίρη εμφανίζεται στην πόρτα.

«Εντάξει, μεγάλοι επιχειρηματίες. Τέρμα η δουλειά. Η Δώρα έχει αρχίσει να χάνει την υπομονή της»

Ο Στέφανος κλαψουρίζει.

«Κάποιος να με σώσει, σας παρακαλώ!»

Ο Αλέκος καγχάζει.

«Απ' την κόρη μου; Καλή τύχη μ' αυτό!»

Αυτοί γελούν καθώς σηκώνονται. Ο Στέφανος βάζει το χέρι του στον ώμο του θείου του.

«Είσαι σίγουρος ότι το σπέρμα που χρησιμοποιήθηκε στην εξωσωματική γονιμοποίηση ήταν δικό σου;»

«Εεεε ... Ναι. Γιατί ρωτάς;»

«Γιατί η Δώρα είναι ένα ακριβές αντίγραφο του νονού μου»

Ο Τζάκος πλησιάζει τον γιο του.

«Αυτό, Τίγρη μου, ούτε η επιστήμη δεν μπορεί να το εξηγήσει»

Ο Αλέκος συμφωνεί και η Μαίρη γελάει χαιρέκακα.

«Θα τα πω όλα στον Οδυσσέα και ... ο Θεός να σας βοηθήσει!»

Και οι τρεις άντρες τρομοκρατούνται τόσο πολύ που τα πρόσωπα τους ασπρίζουν για μερικά δευτερόλεπτα, κάνοντας την Μαίρη να ξεκαρδιστεί για γέλια.

«Θεούλη μου! Είστε ένα μάτσο κότες!»

Ο Αλέκος πιάνει τον Τζάκο αγκαζέ.

«Μπροστά στην οργή του άντρα μου, ναι, είμαστε. Σωστά, Τζάκο;»

«Σωστότατα!»

Ο Στέφανος μιμείται στον θείο του στην άλλη μεριά του πατέρα του.

«Και δεν ντρεπόμαστε καν γι' αυτό!»

Η Μαίρη κλαίει απ' τα γέλια καθώς τους σπρώχνει, χτυπώντας τους στα πισινά. Αυτοί πηγαίνουν στο σαλόνι όπου έχει μαζευτεί η υπόλοιπη οικογένεια για ν' αποχαιρετήσουν τον Στέφανο και την Πανδώρα, που περιμένει ανυπόμονα κρατώντας τις ροζ βαλίτσες της.

«Άντε, Ομορφόπαιδο! Θ' αργήσουμε και θα χάσουμε το αεροπλάνο»

Ο Στέφανος της τσιμπάει το μάγουλο.

«Μην αγχώνεσαι, Πραγματάκι. Το αεροπλάνο δεν θα πάει πουθενά χωρίς εμάς»

«Πώς είναι δυνατόν; ... Περίμενε! Περίμενε!»

Τα βιολετί μάτια της ανοίγουν διάπλατα καθώς συνειδητοποιεί τι πρόκειται να συμβεί.

«Θα πάμε με το τζετ;»

«Φυσικά. Με τι άλλο;»

Ο Οδυσσέας χαμογελάει με την αντίδραση της κόρης του.

«Δεν το ήξερες, Αστέρι μου;»

«Όχι. Νόμιζα ... Ω, Θεέ μου! Θα πετάξω με τον Ήλιο!»

Αυτή πέφτει πάνω στον αδερφό της και τον γεμίζει με φιλιά.

«Ω, Στέφανε! Ευχαριστώ! Αυτό το ταξίδι γίνεται όλο και καλύτερο! Ευχαριστώ! Ευχαριστώ!»

Ο Στέφανος παλεύει να ελευθερωθεί, αλλά μάταια.

«Έη! Σταμάτα, τρελή μαϊμού! Φύγε από πάνω μου! Με γεμίζεις σάλια! Μπλιαχ!»

«Όχι! Όχι! Όχι! Σ' αγαπώ! Σ' αγαπώ! Σ' αγαπώ!»

«Πάρτε αυτή την τρελή γυναίκα από πάνω μου! Σας παρακαλώ!»

Ο Αλέκος την τραβάει γελώντας.

«Έλα, Αστέρι μου. Μην βασανίζεις άλλο τον αδερφό σου. Μην κάνεις σαν τον πατέρα σου»

Ο Οδυσσέας εξανίσταται.

«Έη! Τι έχω εγώ δηλαδή;»

Ο Τζάκος του κλείνει το μάτι.

«Αυτό θα το συζητήσουμε αργότερα, Αγαπούλη μου. Τα δυο μας!»

«Άντε πνίξου, ηλίθιε!»

«Κι εγώ σ' αγαπάω!»

Καθώς ο Τζάκος στέλνει φιλιά στον Οδυσσέα εκνευρίζοντας τον, ο Στέφανος σκουπίζει τα σάλια της αδερφής του απ' το πρόσωπο του και παίρνει τον λόγο.

«Λοιπόν ... Πριν φύγουμε, θέλω να σας πω κάτι. Βασικά θέλω να σας ευχαριστήσω για όσα κάνατε τις τελευταίες δύο μέρες»

Επειδή κανείς τους δεν το περίμενε, η δήλωση του Στέφανου τους έπιασε εξ απήνης κάνοντας τους να χάσουν τα λόγια τους. Όλοι εκτός απ΄ τον Άρη.

«Τι λες, Τίγρη;»

«Άστο, Λύκε. Ξέρω ότι επέστρεψε αυτή»

«Πως το ξέρεις; Στο είπε κανείς;»

«Όχι, κανείς δεν μου το είπε, αλλά δεν ήταν δύσκολο να το καταλάβω. Όλοι σας με κρατάτε σε μια φούσκα όλο αυτό το διάστημα κι ο μόνος λόγος είναι εξαιτίας της»

«Ξέρεις και γιατί επέστρεψε;»

«Όχι, και δεν με νοιάζει»

«Είσαι σίγουρος γι' αυτό;»

«Ναι, Άρη. Είμαι»

Ο Άρης ρίχνει μια ματιά στους υπόλοιπους και, αφού όλοι του γνέφουν καταφατικά, παίρνει ξανά τον λόγο.

«Άκου, Τίγρη, Υπάρχει κάτι που πρέπει να μάθεις»

«Όχι τώρα, Λύκε. Θα μιλήσουμε όταν επιστρέψω. Το μόνο που θέλω από σας είναι να την κρατήσετε μακριά μου»

Η Μαίρη τον πλησιάζει και τον αγκαλιάζει.

«Μην ανησυχείς, μωρό μου. Αυτό άστο σε μένα. Πλήγωσε τον γιο μου μια φορά, ντροπή της! Πλήγωσε τον γιο μου δεύτερη φορά, ΝΤΡΟΠΗ ΜΟΥ!»

Ο Στέφανος της δίνει ένα φιλί.

«Ευχαριστώ, Μανούλα»

Η Πανδώρα κοιτάζει το ρολόι της.

«Εντάξει, αλλά πρέπει πραγματικά να φύγουμε, Ομορφόπαιδo. Έχουμε αργήσει. Η Αριάδνη θα μας περιμένει»

«Ναι. Πάμε, Πραγματάκι»

«Παρίσι, σου ερχόμαστε!»

~ ΛΙΓΟ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ~ ΣΤΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ του ΣΤΕΦΑΝΟΥ ~

~ ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΠΡΟΣ ΕΞΑΡΧΕΙΑ ~

Η Πανδώρα, στη θέση του συνοδηγού, κοιτάζει έξω απ' το παράθυρο κι ο Στέφανος, πίσω απ' το τιμόνι, τραγουδά δυνατά μαζί με τον Τζον Λένον ...

* When I find myself in times of trouble, Mother Mary comes to me ... Speaking words of wisdom ... Let it be.

And in my hour of darkness, she is standing right in front of me ... Speaking words of wisdom ... Let it be *

Αυτή γυρίζει το κεφάλι της και κοιτάζει τον αδερφό της.

«Μιλάς για την Παναγία ή για τη δική μας μαμά Μαίρη;»

Ο Στέφανος χαμογελάει.

«Για μένα είναι σχεδόν το ίδιο. Η μαμά μας είναι η δική μου Παναγία. Αν υπήρξανε δύο Μαρίες, τη μία είχε ο Χριστός και την άλλη εγώ»

Αυτή βάζει το χέρι της πάνω στο χέρι του καθώς κρατάει τον λεβιέ, κι εκείνος γυρίζει και την κοιτάζει.

«Τι τρέχει, Πραγματάκι;»

«Τίποτα. Ήθελα απλώς να μάθω πώς είσαι. Τώρα που ξέρεις ότι αυτή επέστρεψε, εννοώ»

«Είμαι καλά, Δώρα»

«Είσαι σίγουρος; Εννοώ ...»

«Ξέρω τι εννοείς και ναι, είμαι σίγουρος»

«Είμαι απίστευτα χαρούμενη γι' αυτό, αλλά θέλω να μου υποσχεθείς κάτι»

«Τι;»

«Ό,τι κι αν γίνει, ό,τι κι αν μάθεις, μην ξαναμπλέξεις μαζί της. Μην την αφήσεις να σε πληγώσει ξανά. Οι άνθρωποι, και ειδικά οι άνθρωποι σαν αυτή την σκύλα, δεν αλλάζουν. Επέστρεψε για εκδίκηση, Στέφανε. Σε παρακαλώ, μην την αφήσεις να πετύχει τον στόχο της»

«Δεν θα το κάνω, Δώρα μου. Στο υπόσχομαι»

«Ευχαριστώ»

«Πάρε την Αριάδνη να κατέβει. Θα είμαστε εκεί σε πέντε λεπτά»

«Μάλιστα, κύριε!»

Δέκα λεπτά αργότερα, η Αριάδνη κάθεται στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου με απίθανα καλή διάθεση και ένα τεράστιο χαμόγελο.

«Πάμε πραγματικά στο Παρίσι τώρα, ε;»

Η Πανδώρα χτυπάει παλαμάκια.

«Ναι! Ναι! Ναι!»

Η Αριάδνη αναστενάζει.

«Ποιος να το φανταζόταν ότι όταν έκανα αίτηση γι' αυτή τη δουλειά, θα κατέληγα εδώ»

Ο Στέφανος την κοιτάζει μέσα απ' τον μεσαίο καθρέφτη.

«Τι είναι αυτό τώρα; Μήπως έχεις κανένα παράπονο, Αστροφεγγιά;»

Η Αριάδνη ανοίγει διάπλατα το στόμα της.

«Αστειεύεσαι, αφεντικό; Να με κάψει ο Θεός αν παραπονεθώ για σένα. Είσαι το καλύτερο αφεντικό του κόσμου. Είσαι Θεός!»

Η Πανδώρα γυρίζει τα μάτια της.

«Έλεος, μωρή! Σταμάτα το γλείψιμο. Έχει αποφασίσει να σε πάρει μαζί του έτσι κι αλλιώς»

Η Αριάδνη βάζει το κεφάλι της ανάμεσα στα δύο μπροστινά καθίσματα.

«Είναι τ' αφεντικό μου, μωρή! Μπορώ να τον γλύφω όσο θέλω!»

Ο Στέφανος σφυρίζει.

«Έτσι μπράβο, κορίτσια μου! Συνεχίστε! Με τρελαίνει όταν γυναίκες τσακώνονται για μένα»

Τα κορίτσια κοιτάζονται μεταξύ τους.

«Ποιος του είπε ότι τσακωνόμαστε γι' αυτόν;»

«Το εγώ του. Είναι τεράστιο. Νομίζει ότι όλος ο κόσμος περιστρέφεται γύρω του»

«Τότε πρέπει να σταματήσουμε να το ταΐζουμε»

«Συμφωνώ»

Ο Στέφανος έχει κάποιες αντιρρήσεις πάνω σ' αυτό.

«Έη! Είμαι εδώ και σας ακούω, σκύλες!»

Οι τρεις τους κοιτάζονται επίμονα, αλλά λίγο μετά ξεσπούν σε γέλια. Τότε, η Πανδώρα κοιτάζει την Αριάδνη.

«Δεν ξέρω για σένα, αλλά εγώ είμαι σίγουρη ότι θα διασκεδάσουμε πολύ σ' αυτό το ταξίδι»

«Κι εγώ το ίδιο»

Ο Στέφανος ξεροβήχει.

«Θα κάνω ό,τι μπορώ γι' αυτό, δεσποινίδες μου, αλλά σοβαρά τώρα, χρειάζομαι μια χάρη από σας»

Τα δύο κορίτσια μιλούν μαζί.

«Τι;»

«Όσο βρίσκομαι με τους επενδυτές αύριο το πρωί, θέλω να με αφήσετε να κάνω τη δουλειά μου ανενόχλητος, χωρίς ν' ανησυχώ για σας, και μετά θα είμαι όλος δικός σας»

Αυτές κοιτάζονται και χαμογελούν πονηρά.

«Μας υπόσχεσαι ότι θα περάσουμε δύο αξέχαστες μέρες και νύχτες;»

«Και ότι θα κάνουμε όποια τρέλα μας έρθει στο μυαλό;»

Ο Στέφανος σηκώνει το χέρι του.

«Το υπόσχομαι»

Για άλλη μια φορά, αυτές μιλούν με μια φωνή.

«Εντάξει τότε»

Αυτός γελάει.

«Ευχαριστώ!»

~ ΑΕΡΟΔΡΟΜΙΟ ΣΠΑΤΩΝ ~

~ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΥΠΟΣΤΕΓΟ της SUN CORPORATION ~

Λίγο πριν τις έντεκα, οι τρεις τους φτάνουν στο αεροδρόμιο, αφήνουν τ' αυτοκίνητο στο ειδικό πάρκινγκ κι ο υπεύθυνος του αεροδρομίου τους οδηγεί στο υπόστεγο όπου τους περιμένει ο Ήλιος, το ιδιωτικό τζετ της εταιρείας με τις μηχανές του σε λειτουργία. 

Ο πιλότος, επιβλητικός μέσα στην μωβ στολή του, στέκεται δίπλα στη ράμπα και τους υποδέχεται μ' ένα λαμπερό χαμόγελο.

«Καλησπέρα, κύριε Ηλιόπουλε. Δεσποινίδες μου!»

Τα κορίτσια τον χαιρετούν κι ο Στέφανος του σφίγγει το χέρι.

«Καλησπέρα, Αντώνη. Είσαι έτοιμος να πετάξεις το κτήνος;»

«Πάντα, κύριε!»

Μία όμορφη αεροσυνοδός, που φοράει επίσης μωβ στολή, εμφανίζεται στην πόρτα του αεροπλάνου και τους κάνει νόημα. Αυτοί ανεβαίνουν την σκάλα και μπαίνουν στην καμπίνα. Αμέσως μόλις αντικρίζουν το πολυτελές εσωτερικό με τα μαλακά μωβ δερμάτινα καθίσματα, το πλήρως εξοπλισμένο μπαρ στην γωνία και την απίθανα υπέροχη κρεβατοκάμαρα στο βάθος, τα κορίτσια αρχίζουν να δείχνουν τον ενθουσιασμό τους. 

Η Πανδώρα τρέχει πέρα-δώθε.

«Μα τις αστραφτερές πασαρέλες! Αυτό είναι όλο δικό μας;»

Η Αριάδνη αγγίζει το γυαλιστερό δέρμα και την μαλακή επένδυση στους τοίχους.

«Βασικά, είναι του θείου σου, αλλά ναι. Παναγίτσα μου! Είχα ακούσει για την πολυτέλεια, αλλά αυτό που βλέπω ... Ουάου!»

Ο Στέφανος γυρίζει τα μάτια του και στρέφεται προς την αεροσυνοδό.

«Πρωτάρες ... Τι να πω;»

Αυτή, προσπαθώντας μάταια να κρύψει τα σάλια της, του χαμογελάει.

«Οι φίλες σας είναι πολύ χαριτωμένες, κύριε Ηλιόπουλε»

«Όχι, αυτές δεν είναι ... Εεεε ... Πώς είπαμε ότι σε λένε;»

«Αμαλία, κύριε»

«Αμαλία, ε; Ωραίο όνομα»

«Ευχαριστώ, κύριε»

«Όπως σου έλεγα, Αμαλία, οι δεσποινίδες δεν είναι φίλες μου. Επίτρεπε μου να σε συστήσω. Αυτή είναι η αδερφή μου, Πανδώρα Φραγκοπούλου, κι αυτή είναι η γραμματέας μου, Αριάδνη Κωνσταντάκη. Κορίτσια, αυτή είναι η Αμαλία, η όμορφη αεροσυνοδός μας»

Η Αμαλία υποκλίνεται στα κορίτσια, κι αυτές ανταποδίδουν κοιτάζοντας καχύποπτα τον Στέφανο, ο οποίος βάζει το χέρι του στο μπράτσο της, όταν αυτή λέει ότι πρέπει να πάει μέσα για να ετοιμάσει τα σχετικά.

«Φυσικά, Αμαλία. Κάνε τη δουλειά σου, αλλά μην αργήσεις. Σε χρειαζόμαστε εδώ»

Αυτή κοιτάζει πρώτα το χέρι του στο μπράτσο της και μετά το πρόσωπο του, εντελώς μαγεμένη.

«Εεεε ... Ναι. Εννοώ όχι. Θα επιστρέψω αμέσως, κύριε»

Καθώς αυτή φεύγει, αυτός την ακολουθεί με τα μάτια του, ελέγχοντας την πίσω όψη της.

«Χμμμ ... Έχει δυνατότητες»

Ένας ξερόβηχας τον κάνει να γυρίσει το κεφάλι του και να δει τις δύο κοπέλες να τον κοιτάζουν με μάτια στενά και τα χέρια στους γοφούς τους.

«Τι;»

«Αλήθεια τώρα, ρε Στέφανε;»

«Η αεροσυνοδός; Πόσο κλισέ μπορείς να είσαι;»

Αυτός εξανίσταται.

«Έη! Δεν έκανα τίποτα ... Ακόμα!»

Αυτός τους κλείνει το μάτι κι αυτές ρουθουνίζουν.

«Κι εγώ που νόμιζα ότι η πόρνη μέσα σου πέθανε»

«Προφανώς, αγαπητή μου Δώρα, αυτή ζει και βασιλεύει»

Αυτός τις κοιτάζει με απορία.

«Δεν καταλαβαίνω, ρε κορίτσια. Ποιο ακριβώς είναι το πρόβλημα σας;»

Η Πανδώρα τον σκουντάει με το δάχτυλο της.

«Είπες ότι είσαι έτοιμος για τον μεγάλο έρωτα και την σοβαρή σχέση»

«Και το εννοούσα, αλλά μέχρι να βρω το Άγιο Δισκοπότηρο μου, δεν σκοπεύω να γίνω καλόγερος. Χρειάζομαι δράση, Πραγματάκι. Το μυαλό μου επαναστατεί στην αδράνεια»

Η Αριάδνη καγχάζει.

«Το πουλί σου εννοείς»

«Ε;»

«Το πουλί σου επαναστατεί, όχι το μυαλό σου»

Η Πανδώρα σταυρώνει τα χέρια στο στήθος.

«Δυστυχώς, για τον αδερφό μου, αυτά τα δύο είναι ένα και το αυτό»

«Θα σταματήσετε να μπλοκάρετε το πουλί μου;»

«Όχι, ρε! Δεν θα το κάνουμε»

«Γιατί σε νοιαζόμαστε»

Αυτός τις αγκαλιάζει.

«Σας ευχαριστώ και τις δύο και το εκτιμώ πολύ, αλλά τώρα κάντε μου τη χάρη και βγάλτε το σκασμό γιατί έρχεται η Αμαλία και αν ακούσει κάτι θα στενοχωρηθεί και θ' αναγκαστώ να σας πετάξω έξω απ' το αεροπλάνο εν πτήση, χωρίς αλεξίπτωτο. Συνεννοηθήκαμε, κοριτσάρες μου;»

Αυτές κάθονται στις θέσεις τους, δίπλα-δίπλα, μουρμουρίζοντας κι αυτός κάθεται απέναντι ​​τους. Η Αμαλία τους πλησιάζει χαμογελώντας.

«Σε δύο λεπτά απογειωνόμαστε. Παρακαλώ, δέστε τις ζώνες σας»

Αυτή ρωτάει τα κορίτσια αν χρειάζονται βοήθεια μ' αυτό, αλλά αυτές αρνούνται. Μετά αυτή γυρίζει στον Στέφανο.

«Εσείς, κύριε;»

Ο Στέφαν, χαμογελώντας πονηρά, σηκώνει τα χέρια ψηλά.

«Μετά χαράς»

«Η χαρά είναι όλη δική μου, κύριε»

Αυτή τον πλησιάζει και σκύβει από πάνω του. Πιάνει τα δύο μέρη της ζώνης και τα δένει μεταξύ τους.

«Ορίστε, κύριε»

«Είναι εντάξει; Κούμπωσε καλά;»

«Ακούσατε το κλικ;»

«Το κλικ; Ναι»

«Τότε όλα είναι καλά, αλλά αν θέλετε, μπορώ να το ελέγξω ξανά»

«Ναι, θα το ήθελα»

Καθώς αυτή σκύβει ξανά από πάνω του, το στήθος της είναι ακριβώς μπροστά στα μάτια του κι εκείνος δεν χάνει την ευκαιρία να το κοιτάξει πιο προσεκτικά δαγκώνοντας τα χείλη του. Αυτή η κίνηση τραβάει την προσοχή της κι αυτή καρφώνει το βλέμμα της στα ζουμερά του χείλη, ενώ ταυτόχρονα τυλίγει τα δάχτυλα της γύρω απ' την πόρπη της ζώνης και την τραβάει δυνατά.

«Βλέπετε, κύριε Ηλιόπουλε; Είναι απολύτως ασφαλές. Το κράτημα είναι δυνατό και ... Σκληρό»

«Όχι ακόμα, αλλά οσονούπω»

Αυτή, πιάνοντας τον υπαινιγμό, χαμηλώνει τα μάτια της και κοιτάζει το εξόγκωμα στο παντελόνι του.

«Είμαι σίγουρη, κύριε»

Αυτός βάζει το δάχτυλο του κάτω απ' το πηγούνι της και σηκώνει το κεφάλι της έτσι ώστε το στόμα του ν' αγγίζει σχεδόν τ' αυτί της.

«Μόλις απογειωθούμε, κάνε ό,τι έχεις να κάνεις με τα κορίτσια γρήγορα και μετά έλα να με βρεις πίσω. Θα σε περιμένω»

Αυτή χαχανίζει και καλύπτει το στόμα της με το χέρι της, αλλά τότε, μια λάμψη τραβάει το βλέμμα του Στέφανου. Αυτός κοιτάζει καλύτερα και τα μάτια του ανοίγουν διάπλατα, κάνοντας την να αναρωτιέται.

«Τι συμβαίνει, κύριε;»

«Τι στο διάολο είναι αυτό;»

«Ποιο;»

«Αυτό!»

Αυτός της πιάνει το χέρι και το φέρνει κοντά στο πρόσωπο του. Το δαχτυλίδι στο μεσαίο της δάχτυλο έχει επάνω ένα διαμάντι που αστράφτει κάτω απ' το φως. Είναι μικρό, αλλά σίγουρα αληθινό κι αυτό μπορεί να σημαίνει μόνο ένα πράγμα. Αυτό είναι ένα δαχτυλίδι αρραβώνων. Αυτός δεν μπορεί να κάνει λάθος, αλλά πρέπει να την ρωτήσει για να σιγουρευτεί.

«Είσαι αρραβωνιασμένη;»

Αυτή, ξαφνιασμένη απ' την αντίδραση του αφεντικού της, τραβάει το χέρι της και κάνει μερικά βήματα πίσω χωρίς να μιλήσει. Εκείνος επιμένει.

«Σου έκανα μια ερώτηση. Είσαι αρραβωνιασμένη;»

Αυτή ανοίγει το στόμα της, αλλά οι λέξεις βγαίνουν με δυσκολία.

«Εεεε ... Ναι ... Αλλά ... Εννοώ ... Όχι»

«Ναι ή όχι, διάολε;»

«Ναι»

«Τότε τι στο διάολο κάνεις; Πώς τολμάς να φλερτάρεις μαζί μου όταν υπάρχει κάποιος άλλος; Δεν ντρέπεσαι;»

Τα κορίτσια προσπαθούν να επέμβουν για να εκτονώσουν λίγο την τεταμένη κατάσταση, αλλά το άγριο βλέμμα του Στέφανου τις κάνει να σωπάσουν. Αυτός γυρίζει πίσω στην Αμαλία, που τρέμει σύγκορμη.

«Κύριε Ηλιόπουλε, δεν ξέρω ... Εννοώ ... Σας παρακαλώ! Δεν είναι αυτό που νομίζετε. Αν μ' αφήσετε να σας εξηγήσω ...»

«Να μου εξηγήσεις τι; Ότι ήσουν πρόθυμη να κοιμηθείς μαζί μου παρόλο που ορκίστηκες πίστη σ' έναν άλλον άντρα;»

«Όχι, δεν είναι αυτό. Σας παρακαλώ, κύριε. Σας ικετεύω! Αφήστε με ... »

«Σιωπή! Δεν θέλω ν' ακούσω τίποτα. Όλες ίδιες είσαστε! Πόρνες έτοιμες ν' απατήσουν τον άντρα τους με τον πρώτο τυχόντα»

«Εσείς δεν είστε ο πρώτος τυχόντας»

«Και λοιπόν; Τι σημαίνει αυτό; Αξίζει να θυσιάσεις έναν άντρα που σ' αγαπάει τόσο ώστε να σ' αρραβωνιαστεί, μόνο και μόνο για ένα πήδημα; Να σου πω εγώ. Δεν αξίζει! Και τώρα φύγε από μπροστά μου. Απολύεσαι! Μόλις φτάσουμε στο Παρίσι, θα πάρεις το πρώτο αεροπλάνο και θα γυρίσεις πίσω. Αύριο θα σε περιμένει η αποζημίωση σου στο λογιστήριο της εταιρείας. Ξεκουμπίσου!»

Αυτή τρέχει μέσα κλαίγοντας κι αυτός κοιτάζει έξω απ' το παράθυρο καθώς το αεροπλάνο αρχίζει να επιταχύνει στον διάδρομο. Τα κορίτσια κοιτάζονται μεταξύ τους χωρίς να μιλάνε. Αυτές ξέρουν ότι πρέπει να μείνουν μακριά του όταν είναι σ' αυτή την κατάσταση. Όπως ακριβώς κι ο πατέρας του.

Λίγα λεπτά αργότερα, το αεροπλάνο είναι στον αέρα και τα φώτα της πόλης απομακρύνονται όλο και περισσότερο. Το μόνο πράγμα που φαίνεται στον ουρανό είναι το χλωμό, ασημένιο φεγγάρι. Ούτε ένα αστέρι δεν φαίνεται. Η φωτεινή επιγραφή για τις ζώνες ασφαλείας σβήνει και τα φώτα της καμπίνας χαμηλώνουν. Αυτός λύνει τη ζώνη του και σηκώνεται. Πηγαίνει στο μπαρ, ρίχνει μια γενναιόδωρη ποσότητα τεκίλα σ' ένα ποτήρι και το πίνει μονορούφι. Γεμίζει ξανά το ποτήρι και κάθεται στον καναπέ. Όλο αυτό το διάστημα, δεν έχει πει ούτε λέξη. Τα κορίτσια αφήνουν τις θέσεις τους, τον πλησιάζουν και κάθονται δίπλα του. Η Πανδώρα του χαϊδεύει τα μαλλιά.

«Είσαι καλά;»

«Όχι, αλλά θα γίνω. Απλά χρειάζομαι ...»

Η Αριάδνη παίρνει το χέρι του και μπλέκει τα δάχτυλα της με τα δικά του.

«Τι χρειάζεσαι; Πες το και θα γίνει»

«Θέλω να κοιμηθώ, αλλά δεν θέλω να είμαι μόνος. Σας παρακαλώ, κορίτσια, μην μ' αφήσετε μόνο»

Η Πανδώρα παίρνει το ποτήρι απ' το χέρι του και το βάζει στο τραπέζι. Μετά, παίρνει το ελεύθερο χέρι του και μαζί με την Αριάδνη, που δεν έχει αφήσει το άλλο, σηκώνονται και τον οδηγούν στο πίσω μέρος του αεροπλάνου, εκεί που είναι το κρεβάτι. Τον καθίζουν στο κρεβάτι και του βγάζουν τα παπούτσια. Μετά, τον βοηθούν να ξαπλώσει και ξαπλώνουν δίπλα του.

«Σας ευχαριστώ και τις δύο»

Η Αριάδνη τον αγκαλιάζει.

«Οτιδήποτε για σένα, Στέφανε»

Η Πανδώρα τινάζει τα μαλλιά της κι εκείνος κρύβει το πρόσωπο του στον λαιμό της.

«Κοιμήσου, Ομορφόπαιδο. Κοιμήσου κι όταν ξυπνήσεις όλα θα είναι καλύτερα»

«Το υπόσχεσαι;»

«Ναι»

«Νανούρισε με»

Αυτή ανοίγει το στόμα της κι η Αριάδνη αρχίζει να του χαϊδεύει τα μαλλιά.

* Ήταν ένας γάτος μαύρος πονηρός ... Κάθε που εβράδιαζε ντύνονταν γαμπρός ... Τα μαλλιά του έκανε λίγο κατσαρά ... Κι ένα κόκκινο παπιόν φορούσε στην ουρά *

Λίγα λεπτά αργότερα αυτός κοιμάται βαθιά κι η Πανδώρα κάνει νόημα στην Αριάδνη να την ακολουθήσει. Τα δύο κορίτσια σηκώνονται κι επιστρέφουν στην καμπίνα. Η Αριάδνη κουλουριάζεται σε μια πολυθρόνα κι η Πανδώρα πηγαίνει στο μπαρ.

«Θες ένα ποτό;»

«Εννοείται»

«Τεκίλα ή ουίσκι;»

«Τεκίλα»

Αυτή γεμίζει δύο ποτήρια με τεκίλα, πλησιάζει την φίλη της, κάθεται δίπλα της και της δίνει το ένα.

«Την πιστεύεις τη σκύλα;»

«Σου τ' ορκίζομαι. Μόλις φτάσουμε στο Παρίσι, θα την πνίξω στον Σηκουάνα»

«Δεν ήξερα ότι ήσουν τόσο εκδικητική»

«Μπορώ να γίνω όταν πρόκειται για τους φίλους μου. Πόσο μάλλον για τον Στέφανο»

«Τον αγαπάς τόσο πολύ, ε;»

«Πώς μπορώ να μην τον αγαπάω; Μου φέρθηκε τόσο καλά απ' την πρώτη μέρα. Καλύτερα και από αδερφός. Δεν με είδε ποτέ ως υπάλληλο. Χάρη σ' αυτόν, έχω μια υπέροχη ζωή»

«Ξέρω τι εννοείς. Έκανε το ίδιο πράγμα με μένα. Ποτέ δεν με ξεχώρισε απ' τις αδερφές του και μπορώ να πω μάλιστα ότι μου έχει μια μικρή αδυναμία, αν και δεν καταλαβαίνω γιατί. Ίσως επειδή ήμουν η πρώτη. Δεν ξέρω»

«Ίσως είναι λόγω των μπαμπάδων σου»

«Τι εννοείς;»

«Έλα, βρε Δώρα. Εμένα περιμένεις να στο πω; Ο κύριος Οδυσσέας είναι κάτι σαν δεύτερος πατέρας του. Κι όσο για τον κύριο Αλέκο, τον θαυμάζει και τον σέβεται»

«Το αξίζουν. Είναι οι καλύτεροι μπαμπάδες στον κόσμο. Ο μπαμπάς Οδυσσέας είναι τόσο γλυκός και απίστευτα τρελός, κι ο μπαμπάς Αλέκος είναι συμπονετικός και υποστηρικτικός. Είμαι πολύ τυχερή που τους έχω. Δεν θα τους άλλαζα με τίποτα για μια κανονική οικογένεια»

Η Αριάδνη πίνει μια γερή γουλιά απ' το ποτό της.

«Να σου κάνω μια αδιάκριτη ερώτηση;»

«Από πότε χρειάζεσαι άδεια γι' αυτό;»

«Σκάσε, μωρή!»

Αυτές γελούν.

«Άντε, ρώτα με»

«Σου έχουν κάνει ποτέ bullying; Ξέρεις ... Για τους γονείς σου»

Η Πανδώρα κουνάει το κεφάλι της.

«Δύο φορές. Πρώτα, ο δάσκαλος μου στην Τρίτη Δημοτικού μ' έδιωξε απ' το σχολείο λόγω της ανίερης οικογένειας μου»

«Ουάου! Και τι έκανες;»

«Εγώ; Τίποτα. Ο θείος Τζάκος τα κανόνισε όλα. Δεν ξέρω τι ακριβώς έκανε, αλλά δύο μέρες αργότερα επέστρεψα στο σχολείο, ο διευθυντής μου ζήτησε συγγνώμη και φυσικά δεν ξαναείδα αυτόν τον μαλάκα τον δάσκαλο»

«Εντυπωσιακό! Και οι δεύτερη φορά;»

«Ήταν στην Τρίτη Γυμνασίου. Κάποιοι ανόητοι νταήδες με αποκάλεσαν βδέλυγμα και κόρη των πούστηδων κατά τη διάρκεια ενός καβγά»

«Τι μαλάκες! Και τι έγινε;»

Η Πανδώρα κοιτάζει προς τα πίσω, εκεί που κοιμάται ο Στέφανος και η Αριάδνη καταλαβαίνει αμέσως.

«Αυτός έλυσε το πρόβλημα, ε; Έπρεπε να το ξέρω»

«Αυτός κι ο Νάκος. Με βρήκαν να κλαίω στις τουαλέτες. Με ρώτησαν τι έγινε, αλλά δεν ήθελα να τους πω για να αποφύγω περισσότερα προβλήματα. Αλλά, όπως ξέρεις, επειδή ο αγαπητός μου αδερφός παίρνει πάντα αυτό που θέλει, τελικά με κατάφεραν να τους τα πω όλα»

«Και τι έκαναν;»

«Φρίκαραν. Χωρίς δισταγμό πήγαν και βρήκαν τους νταήδες, που παρεμπίπτοντος ήταν και μεγαλύτεροι και ποιο σωματώδεις»

«Και;»

«Και τα καθάρματα κατέληξαν στο νοσοκομείο, ενώ ο Στέφανος κι ο Ιάσονας στάλθηκαν στο σπίτι με τριήμερη αποβολή και μήνυση απ' τους γονείς των καθαρμάτων για επίθεση και βαριές σωματικές βλάβες. Φυσικά, δεν έγινε τίποτα, γιατί ο θείος Τζάκος ανέλαβε τη μήνυση με τη βοήθεια των δικηγόρων της εταιρείας κι ο μπαμπάς Αλέκος τακτοποίησε το θέμα με το σχολείο. Μετά απ' αυτό, δεν είχα ποτέ ξανά πρόβλημα»

«Είναι καταπληκτικό τελικά»

«Ποιο;»

«Να έχεις μια τόσο ενωμένη και στοργική οικογένεια που στέκεται δίπλα σου, νοιάζεται για σένα και σ' αγαπάει άνευ όρων, ό,τι κι αν γίνει»

«Ναι, είναι. Ήμασταν πάντα μια δεμένη οικογένεια, αλλά από τότε που εμφανίστηκε η Σελήνη με τον Λύκο της, γίναμε μια δυνατή και αδιαπέραστη αγέλη»

Τα μάτια της Αριάδνης αστράφτουν για λίγο.

«Τώρα που ανέφερες τον Λύκο. Αληθεύουν οι φήμες γι' αυτόν;»

«Ότι μέχρι να βρει την Γατούλα του, είχε πηδήξει χίλιες γυναίκες; Ναι, αλήθεια είναι»

«Δεν μιλάω γι' αυτό, μωρή διεστραμμένη»

Η Πανδώρα γελάει.

«Συγγνώμη. Παρεξήγηση. Για ποιο πράγμα μιλάς; Μήπως σχετικά με τον μύθο για το μέγεθος του; Λοιπόν, η Σελήνη μου είπε ότι ...»

«Έλεος! Μιλάω για τη φωνή του, για όνομα του Θεού!»

«Α!»

«Απογοητεύτηκες, ε;»

«Λίγο, ναι. Έχω διάθεση για λίγη βρώμικη κουβέντα»

Η Αριάδνη γυρίζει τα μάτια της.

«Κράτα την όρεξη σου γι' αργότερα και πες μου. Αλήθεια τραγουδάει τόσο καλά όσο λένε;»

«Κι ακόμα καλύτερα. Όπως λέει ο μπαμπάς Οδυσσέας, η φωνή του έρχεται κατευθείαν απ' τον Παράδεισο. Αλλά σοβαρά, δεν τον έχεις ακούσει ποτέ να τραγουδάει;»

«Όχι. Δεν έχει τύχει»

«Σήμερα, κολοκυθάκι μου, είναι η τυχερή σου μέρα. Που είναι το τηλέφωνο μου;»

«Μη μου πεις ότι έχεις βίντεο;»

«Έχω το βίντεο! Την πρόταση γάμου του στη Σελήνη»

«Πλάκα κάνεις! Βάλτο γρήγορα!»

Ο ενθουσιασμός της Αριάδνης κάνει την φωνή της ν' ανέβει λίγες οκτάβες, αναστατώνοντας την Πανδώρα.

«Σσσσ! Χαμήλωσε τη φωνή σου, μωρή τρελή. Θα ξυπνήσεις τον Στέφανο»

«Συγγνώμη, αλλά ενθουσιάστηκα. Έχω ακούσει τόσα πολλά γι' αυτήν την πρόταση, αλλά δεν κατάφερα να βρω ούτε ένα στιγμιότυπο στο διαδίκτυο. Ούτε μια φωτογραφία»

«Ναι. Ο Άρης το φρόντισε αυτό»

«Αναρωτιέμαι αν πρέπει να το δω χωρίς την άδεια του. Ίσως πρέπει να τον ρωτήσουμε πρώτα. Για παν ενδεχόμενο!»

«Αν νομίζεις ότι είναι απαραίτητο, μπορώ να του τηλεφωνήσω. Τι ώρα είναι;»

«Σχεδόν μεσάνυχτα»

«Τέλεια! Δεν κοιμούνται ποτέ πριν απ' τις δύο»

«Κάλεσε τον στο Skype. Μην χρησιμοποιήσεις το τηλέφωνο κατά τη διάρκεια της πτήσης»

«Δεν είναι η πρώτη μου πτήση, ξέρεις»

«Πω, ρε φίλε! Είσαι τόσο εύθικτη. Δεν σηκώνεις μύγα στο σπαθί σου, σαν τον αδερφό σου»

Η Πανδώρα δείχνει στην Αριάδνη το μεσαίο της δάχτυλο ενώ παράλληλα καλεί τον Σεμπάστιαν στο Skype. Μετά από τρία μπιπ, το γοητευτικό πρόσωπο του εμφανίζεται στην οθόνη.

«Ο Λύκος είναι εδώ, κόσμε!»

«Γαμώτο! Και ήθελα να περπατήσω στο δάσος!»

Αυτός συνοφρυώνεται.

«Πραγματικά αναρωτιέμαι από ποιον κληρονόμησες αυτή την υπέροχη αίσθηση του χιούμορ, κοριτσάκι»

«Μην τα βάζεις μαζί μου, Λύκε. Θα το πω στον μπαμπά μου»

«Θεός φυλάξει!»

Αυτοί γελούν.

«Λοιπόν, Δώρα; Τι μπορώ να κάνω για σένα; Έγινε κάτι;»

«Όχι. Όλα είναι καλά εδώ πάνω. Απλώς σε πήρα για να ζητήσω την άδεια σου»

«Την άδεια μου να κάνεις τι;»

«Η Αριάδνη θέλει να δει το βίντεο της πρότασης γάμου σου στη Σελήνη. Μπορώ να της το δείξω;»

«Πώς σας ήρθε αυτό τώρα;»

«Μιλούσαμε για σένα κι αυτή ζήτησε ν' ακούσει τη φωνή σου»

Αυτός γυρίζει τα μάτια του.

«Πετάτε για την πιο σέξι πόλη του κόσμου και μιλάτε για μένα; Είστε σοβαρές;»

«Ναι, είμαστε. Πες μου τώρα. Ναι ή όχι;»

«Ναι, Δώρα. Έχεις την άδεια μου»

«Το ήξερα! Ευχαριστώ, Άρη μου. Είσαι καταπληκτικός! Τώρα, πού είναι η Σελήνη;»

Εκείνη τη στιγμή, η Σελήνη εμφανίζεται και χώνεται στην αγκαλιά του άντρα της.

«Νομίζω ότι άκουσα τ' όνομα μου. Ποιος με καλεί;»

Η Πανδώρα την χαιρετάει μέσα απ' την οθόνη.

«Γεια σου, τρελή μου θεία»

«Γεια σου κι εσένα, τρελή ανιψιά. Τι θέλεις απ' τον άντρα μου;»

«Θα σου πει αργότερα. Τώρα που είστε και οι δύο εδώ, αφήστε με να σας πω τι συνέβη πριν από λίγο με τον Στέφανο και την αεροσυνοδό»

Η Σελήνη χαμογελάει.

«Α! Επέστρεψε στο παιχνίδι. Αυτό είναι καλό, έτσι δεν είναι;»

«Όχι τόσο πολύ»

«Χμμμ ... Πες μας τα πάντα»

Η Πανδώρα τους περιγράφει τα πάντα. Η Σελήνη ξεστομίζει μερικές βρισιές, ενώ ο Άρης, πάντα πιο λογικός, ρωτάει να μάθει περισσότερα.

«Τι έκανε ο Στέφανος όταν είδε το δαχτυλίδι;»

«Φρίκαρε. Άρχισε ν' ουρλιάζει και τελικά την απέλυσε»

«Λογικό. Και τι κάνει τώρα;»

«Κοιμάται. Ήταν πολύ στενοχωρημένος»

Η Σελήνη αναστενάζει.

«Ο καημενούλης μου!»

Ο Άρης τις καθησυχάζει.

«Μην κάνετε έτσι. Δεν είναι καμιά τραγωδία. Όταν ξυπνήσει, θα είναι καλά. Το Παρίσι θα τον βοηθήσει σ' αυτό. Αυτή η πόλη έχει θεραπευτικές ιδιότητες στα ερωτικά προβλήματα»

«Αφού το λες εσύ. Τέλος πάντων! Δεν θέλω να σας κρατάω άλλο»

«Δεν πειράζει, Δώρα μου. Δεν έχουμε και τίποτα καλύτερο να κάνουμε»

Η Σελήνη εξανίσταται.

«Μη λες ψέματα στο κορίτσι, Λύκε. Σίγουρα έχουμε καλύτερα πράγματα να κάνουμε»

«Για όνομα του παραδείσου, Γατούλα. Δεν χρειάζεται να το γνωρίζουν όλοι αυτό»

«Γιατί; Ντρεπόμαστε για κάτι; Είμαστε παντρεμένοι και κάνουμε απολύτως νόμιμο σεξ. Δεν υπάρχει τίποτα για να ντρέπεσαι»

«Σελήνη, μαζέψου!»

Η Πανδώρα χαχανίζει.

«Μην την μαλώνεις, Λύκε. Έχει δίκιο»

«Μην ταΐζεις την λύκαινα, Δώρα»

«Σας αγαπώ και τους δύο τόσο πολύ»

«Κι εμείς σ' αγαπάμε. Να προσέχεις»

Η Πανδώρα ανοίγει το στόμα της να πει αντίο, αλλά η Σελήνη της το κλείνει στα μούτρα. Η Αριάδνη, που κρυφάκουσε όλη τη συζήτηση, ξεσπάει σε γέλια.

«Μ' αρέσει τόσο πολύ η θεία σου. Είναι φανταστική!»

«Ναι, είναι»

«Έλα όμως τώρα. Μη με κρατάς άλλο σ' αγωνία. Δείξε μου το βίντεο»

«Ανυπομονείς, ε;»

«Δεν έχεις ιδέα πόσο»

Τα δύο κορίτσια βολεύονται στον καναπέ κι απολαμβάνουν το βίντεο. Μετά την προβολή, η Αριάδνη κουνάει το κεφάλι της.

«Ουάου! Ήσασταν όλοι απίστευτοι, αλλά ο Άρης ... Δεν έχω λόγια! Γιατί δεν έγινε τραγουδιστής;»

«Δεν έχω ιδέα»

«Κρίμα! Πολύ κρίμα!»

«Συμφωνώ!»

Η Πανδώρα χασμουριέται κι η Αριάδνη κοιτάζει το ρολόι της.

«Πέρασε η ώρα και έχουμε τουλάχιστον τρεις ώρες πτήση ακόμα. Τι θα 'λεγες για έναν υπνάκο;»

«Καλή ιδέα γιατί πρέπει να είμαστε φρέσκιες ώστε να γοητεύσουμε τους Γάλλους»

«Και τις Γαλλίδες. Μην το ξεχνάς»

«Σωστά!»

Τα δύο κορίτσια ξαναγυρίζουν μέσα γελώντας, ξαπλώνουν δίπλα στον κοιμισμένο Στέφανο και μετά από λίγα λεπτά τον ακολουθούν στη χώρα των ονείρων.


Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro