Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Έφερα Ενισχύσεις ...

Λίγο αργότερα, η Άρτεμις ζεσταίνει το φαγητό όταν η Αναΐς μπαίνει στην κουζίνα μ' ένα ηλίθιο χαμόγελο στο πρόσωπό της.

«Αν κρίνω απ' το ηλίθιο χαμόγελό σου, η συμβουλή μου πέτυχε τον σκοπό της και ο Νάκος σου έδωσε αυτό που ήθελες, ε;»

Η Αναΐς ακουμπάει στον πάγκο και το πρόσωπό της παίρνει μια έκφραση αναπόλησης.

«Αχ, ναι! Αυτός το έκανε!»

Η Άρτεμις σηκώνει την παλάμη της.

«Ναι! Κόλλα το, αδερφούλα!»

Η Αναΐς χτυπάει το χέρι της και γελάει.

«Έλα, πες μου. Σου άρεσε;»

«Πλάκα μου κάνεις; Ήταν τέλεια!»

«Μόνο αυτό; Πες μου κι άλλα!»

«Θα σου τα πω όλα αργότερα. Τώρα χρειάζομαι κάτι να φάω! Πεθαίνω της πείνας! Και όλα αυτά μυρίζουν τόσο ωραία!»

Η Αναΐς κάνει να πιάσει ένα ολοστρόγγυλο κεφτεδάκι, αλλά η Άρτεμις της χτυπά το χέρι.

«Μην τολμήσεις ν' αγγίξεις τίποτα μέχρι να έρθει ο Στέφανος! Θέλω αυτός να δοκιμάσει πρώτος το φαγητό μου»

«Για όνομα του Θεού, μωρή!»

Εκείνη τη στιγμή, ο Στέφανος και ο Ιάσονας μπαίνουν στην κουζίνα.

«Τι συμβαίνει, Πριγκιπέσσα μου; Γιατί φωνάζεις;»

Η Αναΐς αγριοκοιτάζει την Άρτεμις.

«Γιατί αυτή η τρελή σκύλα μόλις μου χτύπησε το χέρι!»

«Και γιατί το έκανε αυτό;»

«Γιατί τόλμησα να προσπαθήσω να φάω έναν κεφτέ πριν την άφιξη του Μεγάλου Βασιλιά!»

Αυτή δείχνει τον Στέφανο και τα δύο αγόρια αρχίζουν να γελούν εκνευρίζοντας την ακόμα περισσότερο.

«Μη γελάτε! Δεν είναι αστείο!»

Ο Στέφανος, γελώντας ακόμα, κάθεται στο τραπέζι.

«Λοιπόν ... Ο βασιλιάς είναι εδώ και πεινάει σαν λύκος, οπότε, ας φάμε. Καθίστε»

Οι άλλοι τρεις παίρνουν τις θέσεις τους καθώς αυτός ρίχνει μια ματιά στα πολλά διαφορετικά μικρά πιάτα στο τραπέζι.

«Τι είναι όλα αυτά, Κοριτσάκι;»

Η Άρτεμις χαμογελάει.

«Η μελλοντική μου δουλειά»

«Ο Ιάσονας την κοιτάζει με απορία.

«Τι εννοείς, Κούκλα;»

«Κοιτάξτε! Θέλω να δουλέψω κι αυτό είναι το μόνο που ξέρω να κάνω. Κάθε καλοκαίρι δούλευα στην ταβέρνα του παππού μου και στην Αμερική δούλευα σ' ένα ελληνικό εστιατόριο»

Ο Στέφανος της χαϊδεύει τα μαλλιά.

«Αυτό θέλεις να κάνεις; Ν' ανοίξεις εστιατόριο;»

«Βασικά, σκέφτομαι κάτι σε ταβέρνα, αλλά πολυτελείας. Ένα πολύ λουξ μέρος όπου αντί για τα περίεργα γκουρμέ πιάτα, θα σερβίρονται όλων των ειδών μεζέδες για ούζο και τσίπουρο»

Ο Ιάσονας κοιτάζει τα φαγητά μπροστά του.

«Το ούζο μ' αρέσει. Αυτή η παραδεισένια μυρωδιά του γλυκάνισου είναι μαγευτική. Όσο για το τσίπουρο, είναι λίγο πικάντικο για τα γούστα μου»

Ο Στέφανος γελάει.

«Μετά απ' αυτό που έπαθες, λογικό μου φαίνεται»

«Ω, Θεέ μου! Μη μου το θυμίζεις αυτό! Γι' αυτό δεν μπορώ πλέον να πιω τίποτα κατευθείαν απ' το μπουκάλι. Μου έμεινε ψυχολογικό»

Η Άρτεμις ψυλλιάζεται τι συμβαίνει.

«Μη μου πεις ότι μπέρδεψες το τσίπουρο με το νερό και ήπιες κατευθείαν απ' το μπουκάλι;»

«Αυτό ακριβώς έπαθα, Κούκλα. Ήμουν γύρω στα δέκα. Ήταν Σάββατο και όπως πάντα κοιμόμουν μαζί με τον Στέφανο. Το βράδυ δίψασα και πήγα στην κουζίνα για νερό. Η Μαμά Μαίρη μας είχε ένα μπουκάλι για να πίνουμε με το στόμα και για κακή μου τύχη, εκείνη την μέρα ένας πελάτης απ' τον Τύρναβο, είχε στείλει καθαρό τσίπουρο, το μπουκάλι του οποίου ήταν ακριβώς ίδιο με το δικό μας και μιας και ήμουν μισοκοιμισμένος ... Καταλαβαίνεις! Ήταν μια τραυματική εμπειρία για μένα και τον οισοφάγο μου!»

Όπως είναι φυσικό, η παρέα ξεσπάει σε γέλια και μετά η Αναΐς ζητάει να μάθει περισσότερες πληροφορίες.

«Και πώς σκέφτεσαι να ξεκινήσεις;»

Η Άρτεμις σουφρώνει τα χείλη.

«Βρίσκοντας τα χρήματα που χρειάζομαι. Όταν υπάρχουν λεφτά, όλα τ' άλλα είναι εύκολα. Έχω μερικά στην άκρη, αλλά δεν είναι αρκετά. Σίγουρα θα πρέπει να πάρω ένα δάνειο»

Ο Στέφανος επεμβαίνει.

«Δεν χρειάζεσαι δάνειο, Κοριτσάκι»

«Α, όχι! Όχι, Στέφανε! Μιλήσαμε γι' αυτό και μου υποσχέθηκες!»

«Ναι, αλλά ...»

«Δεν έχει αλλά! Σε παρακαλώ! Αν θέλεις πραγματικά να με βοηθήσεις με κάποιο τρόπο, μπορείς να εγγυηθείς για μένα στην τράπεζα. Τίποτα άλλο!»

«Είσαι τόσο πεισματάρα!»

«Ναι, είμαι! Ξεπέρασε το! Τώρα κλείσε τα μάτια σου και άνοιξε το στόμα σου!»

Η Αναΐς απευθύνεται στον Ιάσονα.

«Ποιος απ' τους δύο είναι ο κυρίαρχος είπαμε;»

«Σίγουρα αυτή!»

«Σίγουρα!»

Αυτοί γελάνε κι ο Στέφανος συνοφρυώνεται.

«Είστε ηλίθιοι!»

Μέσα στα γέλια, ο Στέφανος κλείνει τα μάτια του και η Άρτεμις αρχίζει να τον ταΐζει μικρές μπουκιές από κάθε πιάτο. Τα γρυλίσματα και οι μουγκανητά του δείχνουν πόσο απολαμβάνει τις διαφορετικές γεύσεις.

«Γαμώτο, μωρό μου! Όλα είναι πεντανόστιμα! Το ένα καλύτερο απ' το άλλο!»

«Αλήθεια; Δεν το λες μόνο και μόνο για να μην με στεναχωρήσεις, έτσι;»

«Όχι! Όχι! Πραγματικά το εννοώ. Κάποια απ' αυτά είναι ακόμα καλύτερα κι απ' της μαμάς μου!»

Εν τω μεταξύ, οι άλλοι δύο έχουν αρχίσει επίσης να τρώνε και συμφωνούν απόλυτα με τον Στέφανο.

«Όσο κι αν αγαπάω τη Μαμά Μαίρη, συμφωνώ απόλυτα μαζί σου. Αυτά είναι αμβροσία! Σωστά, Πριγκιπέσσα;»

Η Αναΐς απαντάει με το στόμα γεμάτο, ή τουλάχιστον το προσπαθεί κάνοντας τους να γελάσουν ξανά. Ο Στέφανος σκουπίζει τα χείλη του με μια χαρτοπετσέτα.

«Απ' ό,τι φαίνεται, Κοριτσάκι, μόλις βρήκες τους τρεις πρώτους θαμώνες του εστιατορίου σου»

Οι άλλοι δύο συμφωνούν ξανά και η Άρτεμις λάμπει από χαρά.

«Σας ευχαριστώ όλους. Η υποστήριξή σας σημαίνει πολλά για μένα»

Αυτοί τρώνε μιλώντας ευχάριστα και όταν τελειώνουν, η Άρτεμις αρχίζει να μαζεύει το τραπέζι με την βοήθεια της Αναΐς, ενώ τ' αγόρια αναλαμβάνουν να φτιάξουν καφέ για όλους. Κάποια στιγμή, ο Στέφανος επιστρέφει στο θέμα του εστιατορίου.

«Ξέρεις, Κοριτσάκι, μπορείς να ζητήσεις επαγγελματικές συμβουλές απ' τον Βίκο»

Η Άρτεμις, που δεν ξέρει ακόμα τα πάντα για τα υπόλοιπα μέλη της αγέλης, απορεί.

«Γιατί απ' αυτόν;»

«Γιατί αυτή είναι η δουλειά του. Αυτός έχει δύο αλυσίδες εστιατορίων με ιταλική και γαλλική κουζίνα, καθώς και πολλές καφετέριες»

Η Αναΐς ανοίγει τον ασκό του Αιόλου με μία λέξη.

«Τώρα»

Η Άρτεμις φυσικά τσιμπάει.

«Τι εννοείς τώρα; Έκανε κάτι άλλο πριν;»

Ο Στέφανος ξεροβήχει.

«Ναι, κάτι τέτοιο»

Ο Ιάσονας τον προτρέπει.

«Έλα, ρε φίλε, πες της. Είναι μέλος της αγέλης τώρα κι αυτή πρέπει να μάθει τα πάντα για τα κακά μας αγόρια»

Η Άρτεμις τσιμπάει ακόμα περισσότερο.

«Αγόρια; Περισσότερα από ένα; Ποιος άλλος;»

Η Αναΐς κάθεται στα πόδια του Ιάσονα.

«Εσύ ποιος νομίζεις;»

Η Άρτεμις κάνει το ίδιο στον Στέφανο.

«Χμμμ ... Τους έχω δει μόνο μια φορά, αλλά θα έβαζα τα λεφτά μου ... στον Άρη»

Ο Ιάσονας καγχάζει.

«Χα! Είναι καλή!»

Η Άρτεμις χαίρεται με την επιτυχία της.

«Ναι! Ήξερα ότι αυτός ο άντρας είχε παρελθόν, και μάλιστα βρώμικο! Ελάτε, μιλήστε μου γι' αυτόν! Ή μάλλον, μιλήστε μου για όλους!»

Ο Στέφανος αρχίζει να μιλάει.

«Λοιπόν ... Ο πατέρας μου ήταν πάντα επιχειρηματίας. Κληρονόμησε μια μικρή επιχείρηση απ' τον πατέρα του τον Στέφανο και, μαζί με τον Αλέκο, την έκανε αυτό που είναι σήμερα»

«Άρα πήρες το όνομα σου απ' τον παππού σου, όπως εγώ με την γιαγιά μου. Τέλειο! Εσείς, παιδιά;»

Ο Ιάσονας στραβομουτσουνιάζει.

«Κι εγώ απ' τον παππού μου πήρα το όνομα, αλλά δυστυχώς τον πατέρα του πατέρα μου»

«Γιατί δυστυχώς;»

«Γιατί αυτός ήταν κάθαρμα και έκανε ίδιο και τον πατέρα μου»

Ο Στέφανος σκουντάει την Άρτεμις κάτω απ' το τραπέζι και όταν τον κοιτάζει, εκείνος της γνέφει να μην συνεχίσει τη συζήτηση. Έτσι, αυτή στρέφεται στην Αναΐς.

«Εσύ, Αναΐς;»

«Απ' την μαμά της μαμάς μου και η Εύα απ' την γιαγιά της»

«Ο Νικόλας;»

«Απ' τον μπαμπά της μαμάς μου»

«Συγγνώμη που ρωτάω, αλλά γιατί τέτοια αδικία; Τρία ονόματα η μαμά σας και μόνο ένα ο μπαμπάς σας. Άδικο!»

Ο Στέφανος σπεύδει να εξηγήσει.

«Ο πατέρας μου το αποφάσισε. Είχε ένστικτο, το οποίο βρήκε αληθινό. Η δική του μητέρα αποδείχτηκε μια τρελή σκύλα που είχε σκοτώσει τον άντρα της και προσπάθησε πολλές φορές να σκοτώσει και την Σελήνη»

«Για όνομα του Θεού! Γιατί;»

«Με λίγα λόγια, ο παππούς μας ο Στέφανος γνώρισε και ερωτεύτηκε την Αλίκη, την μητέρα της Σελήνης και όταν αυτή έμεινε έγκυος, ζήτησε διαζύγιο απ' τη Δαλιδά, την μητέρα του πατέρα μου, αλλά εκείνη δεν το πήρε και πολύ καλά. Επειδή όμως αυτή είναι μεγάλη ιστορία, θα σου την πω άλλη φορά»

«Εντάξει. Πες μου για τη μητέρα σου. Ξέρω για την σφαίρα, αλλά δεν ξέρω πώς γνώρισε τον πατέρα σου»

«Ήταν η καμαριέρα του»

«Ω! Και όταν την είδε ο Πρίγκιπας, την ερωτεύτηκε και την μετέτρεψε από υπηρέτρια σε βασίλισσα. Τόσο ρομαντικό!»

«Ναι, σαν παραμύθι!»

«Ο Αλέκος και ο Οδυσσέας;»

«Όπως σου είπα, ο Αλέκος εργαζόταν πάντα για την εταιρεία. Όταν γνώρισε τον Οδυσσέα, με τη βοήθεια του πατέρα μου, έφυγε απ' το σπίτι και μετακόμισε μαζί του. Η μητέρα του Αλέκου, η Κλημεντίνη, ήταν κατά κάποιο τρόπο υπεύθυνη για τον τραυματισμό της μητέρας μου. Αυτή επέμεινε να παντρευτεί ο πατέρας μου αυτή την τρελή γυναίκα, κι έτσι ο παππούς μας ο Γιώργος, ο πατέρας του Αλέκου, τη χώρισε και μετά γνώρισε και παντρεύτηκε τη Ζωή, που θεωρούμε πραγματική γιαγιά μας. Τώρα, αυτοί μένουν με τον Όμηρο, τον παλιό μας μπάτλερ, σε ένα παλιό αρχοντικό στο Λαγονήσι. Λόγω προχωρημένης ηλικίας δεν βγαίνουν πολύ έξω, αλλά με την πρώτη ευκαιρία θα σε πάω να τους γνωρίσεις. Ο παππούς θα σε λατρέψει»

«Και η Κλημεντίνη τι απέγινε;»

«Την τελευταία φορά που ακούσαμε γι' αυτή, ζούσε σ' ένα γηροκομείο. Ίσως είναι νεκρή τώρα. Δεν ξέρουμε και φυσικά δεν μας νοιάζει»

«Είναι απολύτως λογικό!»

«Όσο για τον Οδυσσέα, μιας και η ιστορία του είναι λίγο περίεργη, καλύτερα να περιμένεις μέχρι να σου τα πει ο ίδιος. Αυτό που μπορώ να σου πω είναι ότι ήταν ένα σούπερ επιτυχημένο μοντέλο και πρόκειται να κάνει μια γκεστ εμφάνιση στην πασαρέλα μαζί με την Πανδώρα σε περίπου δύο βδομάδες»

«Σούπερ! Ανυπομονώ να τους δω! Πες μου για την Θαλασσινή και τη Σελήνη τώρα»

«Η Σελήνη είχε μια πολύ δύσκολη ζωή. Αυτή κακοποιήθηκε, σωματικά, αλλά κυρίως ψυχολογικά, απ' τους γονείς της και τον πρώην αρραβωνιαστικό της. Ειλικρινά αναρωτιέμαι πώς το άντεξε όλο αυτό. Όλα αυτά βέβαια, μέχρι που γνώρισε τον Άρη, ο οποίος την έσωσε και τη βοήθησε να πάρει εκδίκηση. Μετά ήρθε η αποκάλυψη για τη συγγένειά της με τον πατέρα μου, κι έτσι η οικογένεια ενώθηκε και γίναμε η αγέλη που είμαστε σήμερα. Μέχρι τότε, η Σελήνη πίστευε ότι ήταν ξαδέρφη της Χλόης, η οποία, παρεμπιπτόντως, έφυγε απ' το σπίτι της όταν ήταν δεκαπέντε χρονών, επειδή η σκύλα η αδερφή της προσπάθησε να πουλήσει την παρθενιά της»

«Ουάου!»

«Όσο για την Θαλασσινή, ήταν απλώς ένα πλουσιοκόριτσο που μεγάλωσε με τα δύο αδέρφια της. Για εκείνη, δεν υπάρχει τίποτα άλλο παρά το γεγονός ότι όταν την είδε ο Βίκος, την ερωτεύτηκε τόσο πολύ που άφησε πίσω του όλη την προηγούμενη ζωή του ως γκάνγκστερ για να κάνει οικογένεια μαζί της»

«Ήταν γκάνγκστερ;»

«Ναι, αλλά όχι απ' τους κακούς. Αυτός και η συμμορία του, οι Αγγελικοί Δαίμονες, προστάτευαν τις γειτονιές του Πειραιά απ' τους εγκληματίες και τα ναρκωτικά, και εξακολουθούν να το κάνουν»

«Φανταστικό!»

«Και τώρα ερχόμαστε στον Άρη και τον Ορέστη, οι οποίοι ήταν πάντα δεμένοι και σε ηλικία δεκαέξι ετών, λίγο μετά τον θάνατο των γονιών του Άρη, ο Ορέστης μετακόμισε στο σπίτι του για να τον βοηθήσει να απεξαρτηθεί απ' τα ναρκωτικά. Όταν έγινε δεκαοκτώ, ο Άρης ανέλαβε τη συμμορία αλλά κράτησε τον Ορέστη μακριά απ' τα πάντα. Βλέπεις, ο Ορέστης πάντα αγαπούσε τη φωτογραφία και έτσι ακολούθησε αυτό το μονοπάτι και έγινε ένας πολύ επιτυχημένος φωτογράφος. Όσο για τον Άρη, μετά την αυτοκτονία ενός φίλου του, αποφάσισε να εκδικηθεί τη γυναίκα που τον οδήγησε εκεί και τότε ανακάλυψε το απίστευτο ταλέντο του ν' αναγκάζει κάποιον να υπακούει τις εντολές του χρησιμοποιώντας μόνο τη φωνή του»

Η Άρτεμις μορφάζει.

«Εμένα μου λες! Ακόμα προσπαθώ να καταλάβω τι στο διάολο συνέβη χθες»

Αυτοί αρχίζουν να γελάνε.

«Θα το καταλάβεις εν καιρώ, Κοριτσάκι»

«Χμμμ ... Τέλος πάντων! Πες μου τι έγινε τότε»

«Τότε γεννήθηκε ο Λύκος. Ένας αδίστακτος και ακαταμάχητος ζιγκολό για ιδιαίτερες και δύσκολες περιπτώσεις»

Εκείνη τη στιγμή, η Άρτεμις πετάγεται όρθια, με τα μάτια της ν' ανοίγουν διάπλατα και κοιτάζει γύρω της κάπως σοκαρισμένη.

«Περίμενε λίγο! Όταν λες ιδιαίτερες και δύσκολες περιπτώσεις, εννοείς δυσαρεστημένους άνδρες που αναζητούσαν τρόπο να πάρουν πίσω τα χρήματα που τους έκλεψαν ή υπεξαίρεσαν οι γυναίκες τους;»

«Πώς το ξέρεις αυτό;»

«Ω, Θεέ μου! Το ήξερα ότι κάτι μου θύμιζε! Αυτός είναι!»

Αυτή σκεπάζει το στόμα της με τα χέρια της και τα μάτια της γεμίζουν από δάκρυα. Ο Στέφανος αφήνει την καρέκλα του και τρέχει δίπλα της.

«Τι συμβαίνει, βρε μωρό μου;»

Αυτή γυρίζει και τον κοιτάζει.

«Αυτός είναι! Ο Λύκος! Δεν το πιστεύω! Τι πιθανότητες υπήρχαν γι' αυτό; Θεέ μου!»

«Γιατί αναστατώθηκες τόσο;»

Αυτή του πιάνει τα χέρια.

«Στέφανε, σε παρακαλώ! Πάμε στο κτήμα. Πρέπει να τον δω. Πρέπει να δω τον Άρη!»

«Γιατί;»

«Για να του φιλήσω τα χέρια!»

Ο Στέφανος, μαζί με τους άλλους δύο φυσικά, κοιτάζουν την Άρτεμις αποσβολωμένοι.

«Τι εννοείς, ρε μωρό μου; Γιατί να του φιλήσεις τα χέρια;»

«Για να τον ευχαριστήσω που έσωσε εμένα και την οικογένειά μου απ' τη φτώχεια. Κάτι που ο παππούς μου δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να κάνει»

«Τι λες, βρε κορίτσι μου;»

«Δώστε μου λίγο νερό και θα σας τα πω όλα»

Ο Στέφανος την βοηθάει να καθίσει πάλι στην καρέκλα και, χωρίς να της αφήσει το χέρι, κάθεται δίπλα της, ενώ η Αναΐς γεμίζει ένα ποτήρι με νερό και της το δίνει. Αυτή πίνει μερικές γουλιές κι αρχίζει να μιλάει.

«Ο παππούς μου είχε έναν μικρότερο αδερφό με τον οποίο μοιραζόταν την ταβέρνα, αλλά μόνο κατ' όνομα. Στα χαρτιά η ταβέρνα ανήκε μόνο στον αδερφό του, δεν ξέρω γιατί. Εκείνος ο αδερφός ήταν απερίσκεπτος και ανεύθυνος, οπότε ο παππούς μου ήταν αυτός που διηύθυνε την ταβέρνα»

Ο Στέφανος ζητάει μια διευκρίνηση.

«Και ποιος απ' τους δύο έπαιρνε τα λεφτά;»

«Και οι δύο. Πενήντα-πενήντα»

«Αυτό δεν ήταν ακριβώς δίκαιο!»

«Εμένα μου λες! Τέλος πάντων! Ο παππούς και ο πατέρας μου δούλευαν σαν τα σκυλιά για να συντηρήσουν την οικογένεια μ' αυτά τα χρήματα, ενώ αυτός ο μαλάκας τα ξόδευε όλα σε τυχερά παιχνίδια και πόρνες. Όταν ήμουν δέκα χρονών, ο μαλάκας γνώρισε μια γυναίκα και τρελάθηκε. Την ερωτεύτηκε, αλλά δυστυχώς, αυτή η γυναίκα ήταν αρπακτικό και αυτός ήταν εύκολη λεία. Ο παππούς και ο πατέρας μου τον προειδοποίησαν γι' αυτήν, αλλά δεν άκουγε τίποτα. Τελικά, αυτή τον ανάγκασε να μεταβιβάσει όλη του την περιουσία στο όνομά της. Και την ταβέρνα, αλλά και το σπίτι μας. Φυσικά, ο παππούς μου προσπάθησε να το σταματήσει, αλλά στα χαρτιά όλα ήταν στο όνομα του μαλάκα κι έτσι δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα»

Η Αναΐς έχει απορροφηθεί πραγματικά στην ιστορία και ανυπομονεί να μάθει τι έγινε παρακάτω.

«Και μετά τι έγινε;»

«Αυτή μας έδιωξε όλους, συμπεριλαμβανομένου του μαλάκα φυσικά. Νοίκιασε την ταβέρνα στον μεγαλύτερο ανταγωνιστή μας και το σπίτι σε κάποιους άγνωστους και μετά έφυγε απ' το νησί. Όπως καταλαβαίνετε, ήμασταν απελπισμένοι. Απ' τη μια στιγμή στην άλλη βρεθήκαμε άφραγκοι και άστεγοι. Η ταβέρνα ήταν το μοναδικό μας εισόδημα. Με τα τελευταία μας χρήματα, πήγαμε στην Αθήνα και, όταν αυτά τα χρήματα τελείωσαν, ζούσαμε στους δρόμους και τρώγαμε στα συσσίτια της εκκλησίας. Ο παππούς και ο πατέρας μου προσπάθησαν να βρουν δουλειά, αλλά εκείνη την εποχή ήταν η αρχή της οικονομικής κρίσης κι έτσι αποδείχτηκε αδύνατο. Αυτοί, όπως και η μητέρα και η γιαγιά μου, έκαναν κάποια μεροκάματα, αλλά δεν ήταν αρκετά. Υπήρξαν μέρες που αυτοί έμεναν νηστικοί για να ταΐσουν εμένα, γιατί τα λεφτά μας έφταναν μόνο για ένα άτομο. Ευτυχώς ήταν καλοκαίρι και μπορούσαμε να κοιμηθούμε στα πάρκα. Αν ήταν χειμώνας, μπορεί να είχαμε πεθάνει απ' το κρύο»

Αυτή τη φορά, είναι ο Ιάσονας που θέλει να μάθει παρακάτω.

«Και μετά;»

«Ο πατέρας μου επικοινώνησε με τον ξάδερφο του, τον πατέρα της Λαμπρινής, και του ζήτησε βοήθεια, αλλά δυστυχώς αυτός δεν μπορούσε να κάνει πολλά. Δεν ήταν πλούσιος και μετά βίας τα έβγαζαν πέρα. Η αδερφή της μητέρας μου στην Ισπανία μας έστειλε μερικά λεφτά, αλλά πολύ γρήγορα δεν μπορούσε πια να το κάνει και έτσι, αυτή, παρόλο που η μητέρα μου δεν ήθελε, πήγε και βρήκε τους γονείς τους, τους παππούδες μου, αλλά δυστυχώς, αυτοί αποδείχτηκαν μεγαλύτερα καθάρματα! Παρόλο που είχαν χρήματα και μπορούσαν να βοηθήσουν, αυτοί αρνήθηκαν οποιαδήποτε βοήθεια γιατί η μητέρα μου είχε παντρευτεί τον πατέρα μου χωρίς τη συγκατάθεσή τους και εξακολουθούσαν να της κρατούν κακία. Τα ακριβή τους λόγια ήταν ... Πες σ' αυτόν τον τεμπέλη, τον άχρηστο ψαρά που παντρεύτηκες να πιάσει ψάρια για να ταΐσεις το παιδί σου»

Η Αναΐς παίρνει μια αηδιασμένη έκφραση.

«Τι υπέροχοι γονείς!»

«Ναι, αλλά τελικά πήραν αυτό που τους άξιζε»

«Τι εννοείς;»

«Αυτοί πέθαναν με έναν όχι και τόσο καλό και φυσιολογικό τρόπο»

«Πώς πέθαναν;»

«Μπήκαν ληστές στο σπίτι τους και τους μαχαίρωσαν γιατί δεν τους είπαν πού είχαν κρυμμένα τα λεφτά. Ο ιατροδικαστής είπε ότι πέθαναν αργά και οδυνηρά πολλές ώρες αργότερα, πνιγμένοι στο ίδιο τους το αίμα. Οι γείτονες τους άκουσαν να φωνάζουν τα ονόματα των παιδιών τους, της μητέρας μου και της θείας μου, αλλά κανείς δεν έκανε τίποτα γιατί είχαν τις χειρότερες σχέσεις με τη γειτονιά»

Ο Στέφανος καγχάζει.

«Θεία Δίκη. Κανείς δεν ξεφεύγει. Πώς όμως καταλήξατε να ζητήσετε βοήθεια απ' τον Άρη;»

«Απ' τον πατέρα της Λαμπρινής. Αυτός στεναχωρήθηκε πολύ που δεν μπορούσε να μας βοηθήσει οικονομικά και έτσι το έψαξε αλλιώς. Τελικά, κάποιος του μίλησε για έναν άντρα που μπορούσε να βοηθήσει, κι εκείνος έτρεξε αμέσως να τον βρει. Του εξήγησε τι είχε συμβεί κι αυτός πήρε τη δουλειά δωρεάν»

«Δωρεάν;»

«Ναι. Πριν κάνει τη συμφωνία, αυτός ζήτησε να δει μερικές φωτογραφίες. Της γυναίκας, του μαλάκα, αλλά και δικές μας. Ο θείος μου είπε ότι όταν είδε εμένα αρνήθηκε να πληρωθεί. Είπε ότι ήθελε να μου προσφέρει τα χρήματα ως δώρο. Οι οικονομίες που σας είπα νωρίτερα είναι αυτά τα χρήματα»

Η Αναΐς χαμογελάει.

«Ναι, αυτό ακούγεται σαν τον Άρη που όλοι ξέρουμε»

«Λίγες μέρες μετά, αυτός έψαξε αυτή τη γυναίκα και όταν τη βρήκε την έκανε κυριολεκτικά σκλάβα του. Της πήρε τα πάντα. Όχι μόνο την περιουσία μας. Και όλον αυτόν τον καιρό μας έστελνε χρήματα για φαγητό και στέγη. Όταν τελείωσαν όλα, ήθελε να μας τα δώσει όλα, αλλά ο παππούς μου δεν το δέχτηκε και όπως μάθαμε, πούλησε τα υπόλοιπα και έδωσε τα χρήματα σε διάφορα ιδρύματα»

Ο Ιάσονας έχει μια μικρή απορία.

«Για περίμενε λίγο, βρε Κούκλα μου! Ο Άρης και η Σελήνη πήγαν στη Σαντορίνη στο μήνα του μέλιτος τους και, μετά από τη συμβουλή του Τζάκου, αυτοί έγιναν θαμώνες στην ταβέρνα σας. Πώς δεν ανακαλύψατε τότε ποιος είναι;»

«Δεν ξέραμε ποιος ήταν. Δεν είχαμε δει ποτέ το πρόσωπό του, ούτε ξέραμε το πραγματικό του όνομά. Το μόνο που ξέραμε ήταν το παρατσούκλι του. Όπως είπα, τον θυμάμαι που ερχόταν στην ταβέρνα, αλλά κανείς μας δεν μπορούσε να φανταστεί ότι ο κουνιάδος του Τζάκου Ηλιόπουλου ήταν ένας ζιγκολό. Δεν ξέρω αν αυτός μας αναγνώρισε, αλλά αν το έκανε, δεν μας το είπε, ίσως για να μην μας φέρει σε δύσκολη θέση ή κάτι τέτοιο»

Ο Στέφανος συνειδητοποιεί κάτι.

«Ή ίσως ντρεπόταν»

Η Άρτεμις σηκώνει τους ώμους.

«Ποιος ξέρει; Το θέμα είναι ότι ο παππούς μου δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να τον ευχαριστήσει, και όταν πέθανε, μας άφησε ευχή και κατάρα να τον βρούμε και να το κάνουμε εμείς. Καταλαβαίνετε τώρα τι ακριβώς σημαίνει αυτό για μένα; Καταλαβαίνετε πόσο σημαντικό είναι; Πρέπει να το κάνω»

Ο Στέφανος την παίρνει στην αγκαλιά του.

«Μην ανησυχείς, Κοριτσάκι. Θα το κάνεις και μάλιστα σήμερα το απόγευμα. Μίλησα με τον πατέρα μου γι' αυτόν τον μαλάκα τον Παύλο και μου είπε να πάμε στο Παλάτι για να συζητήσουμε πώς θα τον αντιμετωπίσουμε»

«Γιατί το έκανες αυτό, ρε Στέφανε; Σου είπα ότι δεν ήθελα να ενοχλήσω την οικογένεια με τα δικά μου προβλήματα»

«Δεν πάει έτσι, Κοριτσάκι. Αυτό που λες είναι εντελώς λάθος. Δεν υπάρχουν δικά σου και δικά μου μέσα στην αγέλη. Αν κάποιος έχει πρόβλημα, επηρεάζει όλους τους άλλους. Μ' αυτόν τον τρόπο, όσο μεγάλο κι αν είναι το πρόβλημα, μοιράζεται και τις περισσότερες φορές γίνεται αρκετά μικρό»

Η Αναΐς πιάνει το χέρι της.

«Ένας για όλους και όλοι για έναν, Τάτη»

Ο Ιάσονας βάζει το χέρι του πάνω σ' αυτά των κοριτσιών.

«Και, φυσικά, το ίδιο ισχύει και για τη χαρά. Όταν ένα μέλος είναι χαρούμενο, η χαρά ανήκει σε όλους και μ' αυτό τον τρόπο πολλαπλασιάζεται. Έτσι, εφόσον είμαι σίγουρος ότι η Εύα έχει ήδη πει στους άλλους τα νέα, ήρθε η ώρα να τα μάθετε κι εσείς. Τα κορίτσια, εννοώ, γιατί ο κολλητός μου το ξέρει ήδη»

Η Αναΐς τσιτώνεται.

«Γιατί έχω την αίσθηση ότι αυτό που πρόκειται ν' ακούσω θα με αναστατώσει;»

Ο Στέφανος καγχάζει.

«Επειδή είσαι μια απαισιόδοξη, υστερική μικρή Τσιχλόφουσκα»

«Με όλο τον σεβασμό, μεγάλε αδερφέ ... Χέσε σε!»

«Έη! Πρόσεχε τη γλώσσα σου!»

«Κι εσύ το ίδιο!»

Η Άρτεμις μπαίνει στην μέση.

«Έη! Έη! Τι θα γίνει τώρα; Θα συνεχίσετε να μαλώνετε ή θ' αφήσετε τον Νάκο να μας πει τα νέα;»

Ο Ιάσονας της στέλνει ένα φιλί ενώ η Αναΐς δίνει τόπο στην οργή.

«Τέλος πάντων! Έλα, μωρό μου. Πες μας!»

Αυτός καθαρίζει τον λαιμό του.

«Λοιπόν ... Από σήμερα το πρωί, μπορείτε να με αποκαλείτε Κύριε Καθηγητά. Με προσέλαβαν, με έναν πολύ καλό τετραψήφιο μισθό, σαν καθηγητή βιολογίας στο ιδιωτικό σχολείο που πάνε τα παιδιά και μάλιστα, η Εύα και οι Σταγόνες θα είναι μαθητές μου»

Η Άρτεμις χτυπάει παλαμάκια.

«Ουάου! Αυτό είναι υπέροχο! Συγχαρητήρια, κύριε καθηγητά!»

«Σ' ευχαριστώ, Κούκλα»

Ο Στέφανος χαμογελάει.

«Εγώ στα είπα ήδη, κολλητέ»

«Ναι, το έκανες. Και η Άρτεμις το έκανε, αλλά κάποια άλλη όχι»

Αυτός κοιτάζει την Αναΐς, η οποία του ρίχνει ένα ανεξιχνίαστο βλέμμα και κρατάει το στόμα της κλειστό.

«Τι έγινε, Πριγκιπέσσα; Εσύ δεν θα μου δώσεις συγχαρητήρια;»

«Γιατί να το κάνω αυτό; Πιστεύεις πραγματικά ότι αυτά είναι καλά νέα;»

«Δεν είναι;»

Αυτή όμως δεν απαντά. Αντίθετα, σηκώνεται και φεύγει τρέχοντας απ' το δωμάτιο. Ο Ιάσονας κοιτάζει τους άλλους δύο έκπληκτος.

«Τι στο διάολο έγινε τώρα;»

Η Άρτεμις μορφάζει.

«Προφανώς, δεν πήρε και πολύ καλά τα νέα για την καινούργια σου δουλειά»

«Το φοβόμουν αυτό, γαμώτο!»

Ο Στέφανος προσφέρεται να βοηθήσει.

«Θέλεις να της μιλήσω εγώ;»

Η Άρτεμις συμμετέχει.

«Θα μπορούσα να το κάνω κι εγώ αν θέλεις»

Ο Ιάσονας σκέφτεται για λίγο.

«Ευχαριστώ, παιδιά, αλλά θα προτιμούσα να το κάνω μόνος μου»

Τότε, ο Στέφανος βρίσκει άλλον τρόπο να βοηθήσει.

«Πάρτη και πηγαίνετε στην κρεβατοκάμαρα. Εγώ θα μείνω εδώ και θα βοηθήσω την Άρτεμις να τελειώσει με τα πιάτα και μετά θα βολευτούμε στον καναπέ»

Ο Ιάσονας τον χτυπάει φιλικά στην πλάτη και φεύγει απ' το δωμάτιο για να ακολουθήσει την Αναΐς. Όταν αυτοί μένουν μόνοι, η Άρτεμις ακουμπάει το κεφάλι της στον ώμο του Στέφανου, όταν αυτός εκφράζει μια απορία.

«Πραγματικά δεν καταλαβαίνω γιατί αντέδρασε έτσι»

«Τι ακριβώς δεν καταλαβαίνεις, Στέφανε μου; Ζήλεψε»

«Αυτό ακριβώς λέω. Γιατί να ζηλέψει; Δεν υπάρχει λόγος»

«Και βέβαια, υπάρχει. Από αύριο ο σύντροφος της, ο εξαιρετικά καυτός σύντροφος της, θα περιτριγυρίζεται από δεκαεπτάχρονα κορίτσια που θα του κολλάνε, απεγνωσμένα να τραβήξουν την προσοχή του. Τουλάχιστον αυτό θα έκανα εγώ αν είχα έναν καθηγητή σαν τον Νάκο»

«Μπράβο, Κοριτσάκι. Με υποχρέωσες!»

Αυτή σηκώνει τους ώμους της.

«Τι; Ο Νάκος είναι καυτός και αυτό είναι γεγονός»

«Εντάξει! Ας σταματήσουμε να μιλάμε για το πόσο καυτός είναι ο κολλητός μου. Χμμμ ... Έλα να μιλήσουμε για το άλλο γεγονός, που είναι ότι η αγαπημένη μου αδερφή δεν έχει κανέναν λόγο να ζηλεύει γιατί δεν υπάρχει άλλη γυναίκα για τον Νάκο εκτός απ' αυτήν. Και γι' αυτό βάζω το χέρι μου στη φωτιά. Αυτός περίμενε δεκαεπτά χρόνια για να είναι μαζί της και τώρα που ήρθε επιτέλους η ώρα, αυτός, ούτε καν νεκρός, δεν θα έκανε κάτι για να καταστρέψει τη σχέση τους»

«Ναι. Όχι μόνο είναι καυτός, αλλά είναι και απίστευτα ρομαντικός και αφοσιωμένος. Αχ!»

Αυτή αναστενάζει κι αυτός την κοιτάζει με στενά μάτια.

«Συγγνώμη, αλλά μόλις αναστέναξες για τον κολλητό μου;»

«Ναι, το έκανα»

«Οκέι! Νομίζω ότι πρέπει να ξεκαθαρίσουμε μερικά πράγματα μεταξύ μας»

«Όπως ...;»

Πιάνοντας την απ' τη μέση, αυτός τη σηκώνει λίγο και την τοποθετεί στην αγκαλιά του. Τραβάει τα μαλλιά της στο πλάι κι αρχίζει να τη φιλάει και να τη δαγκώνει στο λαιμό, μιλώντας πάνω στο δέρμα της, ενώ το άλλο του χέρι πηγαίνει ακριβώς ανάμεσα στα πόδια της, αλλά δεν την αγγίζει ακόμα.

«Θα σου κάνω μερικές ερωτήσεις τώρα. Κάθε φορά που θα απαντάς σωστά, θα σε ανταμείβω με κάτι»

«Ναι, Αφέντη»

«Ποιος είμαι, Κοριτσάκι;»

«Ο Αφέντης μου»

«Σωστά!»

Αυτός κουνάει το χέρι του και το βάζει μέσα στο σορτσάκι της. Τα δάχτυλά του αρχίζουν να τρίβουν την κλειτορίδα της πάνω απ' το εσώρουχό της.

«Εσύ ποια είσαι;»

«Η τσούλα σου»

«Σωστά»

Το χέρι του μπαίνει στο εσώρουχό της και γλιστράει δύο δάχτυλα στον κόλπο της, αλλά και πάλι δεν τα κουνάει. Αυτή έχει ήδη αρχίσει να δονείται στην αγκαλιά του.

«Σε ποιον ανήκεις;»

«Σε σένα, Αφέντη»

«Σωστά!»

Αυτός αρχίζει να κουνάει τα δάχτυλά του μέσα της. Αυτή δεν μπορεί να κρατηθεί άλλο κι αρχίζει να γκρινιάζει.

«Σ' αρέσει αυτό, Κοριτσάκι;»

«Ναι, Αφέντη»

«Συγγνώμη, Κοριτσάκι, αλλά αυτή τη φορά η απάντησή σου είναι λάθος. Έχασες!»

«Ε;»

Αυτός βγάζει τα δάχτυλά του και την σπρώχνει για να σηκωθεί. Αυτή, εντελώς μπερδεμένη από την απότομη διακοπή λίγο πριν τον οργασμό της, τον κοιτάζει με έκπληκτα μάτια.

«Τι; Γιατί σταμάτησες; Τι λάθος έκανα;»

Αυτός γλείφει τα δάχτυλα του και της χαμογελάει.

«Σταμάτησα γιατί έπρεπε να τιμωρηθείς. Αναστέναξες για έναν άλλο άντρα, Κοριτσάκι, και αυτό είναι απαράδεκτο»

«Μα εγώ ... Το έκανα για πλάκα»

«Δεν με νοιάζει. Είμαι ο Αφέντης σου και μόνο εγώ μπορώ να σε κάνω να αναστενάζεις. Μόνο εγώ μπορώ να σε κάνω να βογκάς και να ουρλιάζεις. Μόνο εγώ μπορώ να σε κάνω να ικετεύεις. Μόνο εγώ μπορώ να μπαίνω μέσα σου. Μόνο εγώ! Κανένας άλλος! Είμαστε ξεκάθαροι;»

«Ναι»

«Ναι τι;»

«Ναι, Αφέντη»

«Και τι άλλο;»

«Συγγνώμη»

«Συγγνώμη τι;»

«Συγγνώμη, Αφέντη»

Αυτός σηκώνεται απ' την καρέκλα, περπατά προς το μέρος της και τη φιλάει απαλά στα χείλη.

«Μπράβο! Έλα να καθαρίσουμε λίγο αυτό το χάος τώρα. Μισώ να βλέπω την κουζίνα έτσι»

Και σαν να μην συμβαίνει τίποτα, αυτός αρχίζει να καθαρίζει το τραπέζι, ενώ αυτή στέκεται στη μέση του δωματίου και τον κοιτάζει σαν ηλίθια. Αυτός την ανταποδίδει το βλέμμα.

«Θα μου δώσεις ένα χεράκι ή θα συνεχίσεις να στέκεσαι εκεί να με κοιτάζεις έτσι;»

Αυτή κουνάει το κεφάλι της δεξιά κι αριστερά.

«Ναι! Ναι! Εγώ απλά ...»

«Τι;»

«Δεν μπορώ να πιστέψω πόσο τυχερή είμαι. Είσαι αληθινός, ε; Αυτό δεν είναι όνειρο, έτσι δεν είναι;»

«Ναι, Κοριτσάκι μου. Είμαι αληθινός κι αυτό δεν είναι όνειρο»

«Τι είναι τότε;»

«Η ζωή μας, μωρό μου. Η ζωή μας από δω και πέρα»

Εντωμεταξύ, ο Ιάσονας σχεδόν έσυρε την Αναΐς στην κρεβατοκάμαρα με το ζόρι, γιατί εκείνη αρνιόταν πεισματικά να του μιλήσει. Τώρα, εκείνη κάθεται συνοφρυωμένη οκλαδόν στο κρεβάτι κι εκείνος βηματίζει πέρα ​​δώθε ξεφυσώντας.

«Πραγματικά δεν καταλαβαίνω τι σ' ενόχλησε περισσότερο; Η ίδια η δουλειά ή το ότι δεν σου το είπα νωρίτερα;»

«Εσύ τι νομίζεις;

«Δεν νομίζω τίποτα, Αναΐς, γιατί δεν βλέπω κάτι κακό σ' αυτό»

«Τότε πρέπει να ελέγξεις τα μάτια σου!»

«Θα μου πεις τι σε πείραξε ή θα συνεχίσεις να με κοροϊδεύεις;»

Αυτή συνεχίζει να κοιτάζει απ' την άλλη πλευρά και να κρατά το στόμα της κλειστό κι εκείνος παραδίνει τα όπλα.

«Όπως θέλεις»

Αυτός βγάζει το φανελάκι του και ξαπλώνει στο κρεβάτι, γυρνώντας της την πλάτη. Εκείνη απορεί.

«Τι κάνεις τώρα;»

«Παίρνω έναν υπνάκο. Όταν σταματήσεις να κάνεις σαν κακομαθημένο κοριτσάκι και αποφασίσεις να μιλήσεις σαν μεγάλη γυναίκα, ξύπνα με»

«Νόμιζα ότι σου άρεσαν τα κακομαθημένα κοριτσάκια και γι' αυτό διάλεξες αυτή τη δουλειά»

«Μάλιστα»

Αυτός γυρίζει ανάσκελα κι ανοίγει το μπράτσο του.

«Έλα εδώ, ανόητη γυναίκα»

«Όχι. Είμαι τσαντισμένη. Δεν έχω όρεξη για αγκαλιές»

«Δεν θα το ξαναπώ!»

Αυτή βυθίζεται στην αγκαλιά του και ακουμπά το κεφάλι της στο στήθος του. Αυτός μπλέκει τα δάχτυλά του στα μαλλιά της.

«Δεν πρόκειται να σου πω ψέματα. Μ' αρέσει που ζηλεύεις, γιατί σημαίνει ότι μ' αγαπάς και δεν θέλεις να με χάσεις, αλλά όλα έχουν τα όριά τους. Δεν έχεις λόγο ν' ανησυχείς, γιατί ξέρεις πολύ καλά ότι στην αγκαλιά μου χωράει μόνο μια γυναίκα κι αυτή η γυναίκα είσαι εσύ»

«Δεν είναι αυτό. Δεν φοβάμαι ότι θα με απατήσεις. Σ' εμπιστεύομαι και το ξέρεις»

«Τότε τι είναι; Πες μου, μωρό μου. Πες μου τι σ' ενοχλεί»

«Δεν ξέρω πώς να στο πω. Φοβάμαι για σένα. Έχω ένα κακό προαίσθημα γι' αυτή τη δουλειά. Κάτι κακό πρόκειται να συμβεί»

«Ποιο είναι το χειρότερο πράγμα που μπορεί να συμβεί σ' ένα σχολείο, μωρό μου; Και μάλιστα σ' ένα ιδιωτικό σχολείο όπως αυτό»

«Δεν ξέρω. Αν το ήξερα, θα ήμουν μέντιουμ. Αυτό που ξέρω όμως είναι ότι αυτή η δουλειά θα μας κοστίσει πολύ»

«Δεν μπορώ να τα παρατήσω, μωρό μου. Δεν θέλω να τα παρατήσω. Αυτή η δουλειά είναι τέλεια για μένα. Ο μισθός είναι κάτι παραπάνω από ικανοποιητικός. Οι ώρες είναι λίγες και θα μπορώ να περνάω περισσότερο χρόνο μαζί σου, συν το ότι είναι ακριβώς στον τομέα σπουδών μου και μ' αρέσει πολύ. Αλλά αν επιμένεις, εγώ ...»

«Όχι! Δεν θα σου το έκανα ποτέ αυτό. Δεν θα σου στερήσω κάτι που θέλεις τόσο πολύ, αλλά θέλω να μου υποσχεθείς κάτι»

«Τι;»

«Αν συμβεί κάτι, οτιδήποτε, θέλω να μου το πεις για να σε βοηθήσω. Μη μ' αφήσεις απ' έξω για να με προστατέψεις. Κι αν για κάποιο λόγο δεν θέλεις να το πεις σε μένα, πες το τουλάχιστον στον Στέφανο. Μην προσπαθήσεις να το χειριστείς μόνος σου»

«Εντάξει»

«Το υπόσχεσαι;»

«Το υπόσχομαι»

«Και φυσικά, μην ξεχάσεις να πεις σε όλους και όλες ότι είσαι δεσμευμένος. Έτσι, για παν ενδεχόμενο!»

Αυτός γελώντας, γυρίζει στο πλάι και την κοιτάζει, κι αυτή του ανταποδίδει το βλέμμα.

«Εντάξει! Από αύριο, θα συστήνομαι ως Ιάσονας Ζαχαριάδης, καθηγητής βιολογίας και ιδιοκτησία της δεσποινίς Αναΐς Ηλιοπούλου»

«Αυτό ακούγεται υπέροχο!»

Αυτός γελάει ακόμα περισσότερο και τότε, αυτή τρέχει το δάχτυλό της απ' το λαιμό του μέχρι κάτω τον αφαλό του.

«Ξέρεις, υπάρχει ένας άλλος τρόπος να βεβαιωθώ ότι δεν θα κοιτάξεις ποτέ καμιά άλλη»

«Και ποιος είναι αυτός ο τρόπος;»

Αυτή τον καβαλάει και σκύβει στ' αυτί του.

«Θα σε πηδήξω μέχρι να μην αντέχεις άλλο»

«Ποιος σου τα έμαθε όλα αυτά, Πριγκιπέσσα;»

«Θέλεις πραγματικά να το συζητήσουμε τώρα που έχουμε διαθέσιμο κρεβάτι;»

«Όχι πραγματικά! Άσε με να μπω μέσα σου!»

«Ναι, Κύριε!»

Αυτή βγάζει την μπλούζα της και την πετάει ενώ εκείνος ξεφορτώνεται το σορτσάκι του. Αυτή παίρνει θέση επάνω του και απορροφάει κάθε νόστιμο εκατοστό του Μίστερ Μπιγκ μέσα της. Αυτός την πιάνει απ' το λαιμό και σπρώχνει δυνατά. Αυτή αρχίζει να χορεύει και να τρίβει το εσωτερικό της με το σκληρό καυλί του.

«Μπράβο, Πριγκιπέσσα! Χόρεψε για μένα!»

Την ίδια στιγμή, η Άρτεμις, που έδιωξε τον Στέφανο απ' την κουζίνα για να καθαρίσει μόνη της, μπαίνει στο σαλόνι και τον βρίσκει να κοιμάται στον καναπέ. Καθώς πηγαίνει κοντά του, ακούει τι συμβαίνει στην κρεβατοκάμαρα και χαμογελάει.

Ανησυχούσε λίγο για το ξέσπασμα της Αναΐς, αλλά, κρίνοντας απ' τους ήχους που βγαίνουν απ' το δωμάτιο, ο Στέφανος είχε δίκιο ότι ο Ιάσονας ξέρει πώς να την ηρεμήσει ή ό,τι της κάνει αυτή τη στιγμή.

Αυτή κάθεται στη μεριά του καναπέ που είναι τα πόδια του και τα βάζει στην αγκαλιά της. Αρχίζει να του κάνει μασάζ στις γάμπες και μετά στις φτέρνες και στα δάχτυλα. Αυτός γυρίζει στον ύπνο του, αλλά δεν ξυπνάει. Αντίθετα, απλώνει τα πόδια του και όλο του το σώμα χαλαρώνει ακόμα περισσότερο καθώς απολαμβάνει το άγγιγμα της. Αυτή τον κοιτάζει και δαγκώνει τα χείλη της για να μην τον καβαλήσει και ... Αγία μητέρα! Είναι τόσο σέξι, ακόμα και στον ύπνο του.

«Δεν χρειάζεται να ματώσεις τα όμορφα χείλη σου, Κοριτσάκι. Αν θέλεις να με πηδήξεις, κάντο! Η τιμωρία σου τελείωσε»

Αυτή είναι τόσο απορροφημένη στις βρώμικες σκέψεις της που η φωνή του την κάνει να τρομάξει.

«Θεέ μου! Με τρόμαξες! Πώς το κάνεις αυτό;»

«Ποιο;»

«Να ξέρεις τι σκέφτομαι ανά πάσα στιγμή»

«Εύκολα. Είμαι μέσα στο κεφάλι σου, Κοριτσάκι»

«Ναι, είσαι. Στο κεφάλι μου, στην καρδιά μου, στην ψυχή μου, και βασικά παντού, αλλά ...»

«Αλλά τι;»

«Μπορείς να μπεις και στο σώμα μου; Κυριολεκτικά, εννοώ»

Αυτός ξεσπάει σε γέλια.

«Ω, Θεέ μου! Είσαι το όνειρο κάθε άντρα, Κοριτσάκι. Έλα! Πήδα πάνω μου!»

Αυτή τον καβαλάει και βγάζει το φανελάκι της.

«Κι αν βγουν οι άλλοι απ' την κρεβατοκάμαρα;»

«Δεν σε βλέπω ν' ανησυχείς και πολύ γι' αυτό το ενδεχόμενο»

«Ξέρεις κάτι; Έχεις δίκιο. Δεν δίνω δεκάρα!»

«Αν βγουν, θα ξαναμπούν, ε;»

«Η σκέψη μου ακριβώς! Πάρε με τώρα! Σε παρακαλώ!»

Αυτός δεν μπαίνει καν στον κόπο να βγάλει το σορτσάκι του. Απλά το κατεβάζει και, κρατώντας τους γοφούς της, την βάζει να κάτσει πάνω του και μπαίνει μέσα της, προκαλώντας μια κραυγή απ' αυτήν.

«Θεέ μου! Είσαι τόσο υπέροχα μεγάλος!»

Αυτός τυλίγει τα δάχτυλά του γύρω απ' το λαιμό της και την τραβάει κοντά, ώστε το πρόσωπό της ν' απέχει μόλις μια ανάσα απ' το δικό του.

«Κι εσύ είσαι η τσούλα μου που λατρεύει το μεγάλο μου καυλί!»

«Ναι! Ναι! Είμαι η τσούλα σου και λατρεύω το μεγάλο σου καυλί!»

«Γαμώτο!»

Εντωμεταξύ, στη Βουλιαγμένη, στο κτήμα της οικογένειας, και συγκεκριμένα στο Παλάτι του Πρίγκιπα, η Μαίρη είναι ξαπλωμένη στο κρεβάτι και ξεκουράζεται λίγο διαβάζοντας ένα βιβλίο και αγνοώντας την κρίση που θα έρθει μαζί με τον Τζάκο, ο οποίος μπαίνει στο δωμάτιο με μια περίεργη έκφραση στο πρόσωπό του.

«Τι είναι αυτή η έκφραση στο πρόσωπό σου, Ηλιόπουλε;»

«Τι ξέρεις για την αλλαγή σπιτιού που ετοιμάζει ο γιος σου;»

«Καταρχάς, δεν είναι μόνο δικός μου. Είναι και δικός σου. Βοήθησες στη δημιουργία του αν θυμάσαι»

«Μην προσπαθείς να με αποπροσανατολίσεις και πες μου τι ξέρεις»

«Βασικά, δεν ξέρω τίποτα. Από σένα το ακούω. Ποιος στο είπε;»

«Ο μεσίτης. Γιατί αυτός θέλει να μετακομίσει και το κυριότερο γιατί δεν μου το είπε;»

«Προφανώς, αυτός και ο Νάκος χρειάζονται περισσότερο χώρο τώρα με την Άρτεμις. Λογικό είναι»

«Κάτι δεν μ' αρέσει σ' αυτό, Αγγελούδι»

«Έλα τώρα! Μιλάμε για μια απλή μετακόμιση. Τι κακό μπορεί να προκύψει;»

«Ποτέ δεν ξέρεις»

«Τέλος πάντων! Ξέχνα το κι έλα εδώ»

Αυτή αφήνει το βιβλίο και χτυπάει το στρώμα δίπλα της, κι εκείνος χαμογελάει.

«Τι θέλεις, Αυγέρη;»

«Ο Νικόλας εξασκείται στην τοξοβολία με τον Ερμή στην πίσω αυλή και η Εύα παρενοχλεί τον Ορέστη για κάτι, οπότε ...»

«Δεν χορταίνεις ποτέ, ε;»

«Όχι. Ποτέ»

«Ξέρεις κάτι; Ούτε κι εγώ!»

Αυτός βάζει το φλιτζάνι του καφέ στο κομοδίνο, ανοίγει την ρόμπα του και πηδάει στο κρεβάτι, αλλά πριν προλάβει έστω να την αγγίξει, ο Οδυσσέας, έξαλλος, εισβάλει στο δωμάτιο ουρλιάζοντας.

«Έη, Διεστραμμένε! Βγες απ' τα πόδια της γυναίκας σου και ετοιμάσου! Έχουμε πρόβλημα!»

Ο Τζάκος γυρίζει το κεφάλι του και τον κοιτάζει γρυλίζοντας, ενώ η Μαίρη βρυχάται το ίδιο θυμωμένη.

«Ελπίζω να είναι πραγματικά σοβαρό, γιατί διαφορετικά ...»

«Είναι αρκετά σοβαρό για σένα το γεγονός ότι ο γιος σου ψάχνει για ένα σπίτι τριών υπνοδωματίων;»

Ο Τζάκος σηκώνεται απ' το κρεβάτι και κοιτάζει ερωτηματικά τον Οδυσσέα.

«Τρία; Γιατί τρία; Ένα για τον Στέφανο και την Άρτεμις και ένα για τον Νάκο. Για ποιον είναι το τρίτο;»

Η Μαίρη, πάντα πιο ψύχραιμη, συνειδητοποιεί τι συμβαίνει.

«Ω, Θεέ μου! Μη μου πεις ότι το τρίτο υπνοδωμάτιο είναι για τον Μάξιμο!»

Ο Οδυσσέας φουντώνει ακόμα περισσότερο.

«Και όχι μόνο γι' αυτόν. Το πακέτο περιλαμβάνει και την Πανδώρα μου. Το κάθαρμα θέλει να σπιτώσει το κοριτσάκι μου!»

Ο Τζάκος ξεσπάει σε γέλια.

«Γι' αυτό είσαι έτσι; Αχ, Αγαπούλη μου! Σε λυπάμαι τόσο πολύ!»

Ο Οδυσσέας σταυρώνει τα χέρια του μπροστά στο στήθος του και κοιτάζει τον Τζάκο κάπως υπεροπτικά.

«Με λυπάσαι, ε; Για να δούμε ποιος θα λυπηθεί εσένα όταν μάθεις ότι ο Νάκος δεν θα μείνει μόνος του στο δωμάτιο του»

Η Μαίρη, ξέροντας τι θα επακολουθήσει, μορφάζει ενώ ο Τζάκος, επιβεβαιώνοντας τους φόβους της, σταματάει απότομα να γελάει και ρίχνει ένα άγριο βλέμμα στον Οδυσσέα.

«Τι μαλακίες είναι αυτές; Ποιος θα μείνει μαζί του;»

«Δεν καταλαβαίνεις;»

Τα μάτια του Τζάκου στενεύουν και αποκτούν ένα εξαιρετικά επικίνδυνο χρυσαφί χρώμα. Η Μαίρη τρέχει κοντά του.

«Τζάκο, όχι! Μην θυμώσεις μέχρι να το συζητήσουμε με ηρεμία»

«Όχι, Μαίρη! Δεν υπάρχει τίποτα για να συζητήσουμε. Με ηρεμία ή όχι. Η μόνη λύση εδώ είναι ο φόνος»

Ο Οδυσσέας ρουθουνίζει.

«Παρόλο που μισώ να συμφωνώ μαζί σου, έχεις δίκιο! Πρέπει να εξαφανίσουμε τα καθάρματα και να στείλουμε τα κορίτσια σε μοναστήρι. Μόνο έτσι θα βάλουμε ένα τέλος σ' αυτό μια για πάντα!»

«Τέλεια! Θα τηλεφωνήσω στο αεροδρόμιο για να ετοιμάσουν το τζετ για απογείωση. Θα κάνουμε μια στάση στην Γλυφάδα για να κανονίσουμε τον Νάκο και μετά φεύγουμε για Παρίσι»

«Πάω να ντυθώ. Τα λέμε στο αυτοκίνητο»

Η Μαίρη πέφτει πίσω στο κρεβάτι, ξεφυσώντας και κλείνει τα μάτια της, καθώς οι δύο άντρες κάνουν να βγουν απ' το δωμάτιο, αλλά η μεγάλη τους έξοδος εμποδίζεται απ' τον Αλέκο, ο οποίος εμφανίζεται την κατάλληλη στιγμή και τους κλείνει τον δρόμο.

«Όπα! Όπα! Για που το βάλατε εσείς οι δύο;»

Αυτός που απαντάει είναι ο Οδυσσέας.

«Μέχρι την Γλυφάδα για ... κάτι και μετά θα κάνουμε ένα γρήγορο ταξίδι στο Παρίσι. Δεν θα μας πάρει πολύ. Μέχρι το πρωί θα είμαστε πίσω»

Ο Αλέκος καγχάζει.

«Συγγνώμη, αλλά δεν έχετε να πάτε πουθενά!»

Ο Τζάκος, σαν κακομαθημένο παιδί, βάζει τα χέρια στην μέση και μιλάει απαξιωτικά.

«Και ποιος το λέει αυτό;»

Ο Αλέκος τον κοιτάζει όπως ένας γονιός θα κοίταζε το αυθάδικο μικρό του παιδάκι.

«Οι ενισχύσεις που έφερα μαζί μου. Πιστέψατε πραγματικά ότι θα ερχόμουν μόνος;»

Αυτός παραμερίζει και ο Βίκος μπαίνει στο δωμάτιο.

«Γεια σας, παιδιά!»

Ο Τζάκος και ο Οδυσσέας σταυρώνουν τα χέρια τους μπροστά στο στήθος τους σε απόλυτο συγχρονισμό και μορφάζουν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.

«Σοβαρά, ρε Αλέκο;»

«Πιστεύεις πραγματικά ότι αυτός εδώ ο μικρούλης Δράκος μπορεί να μας σταματήσει;»

Ο Αλέκος χαμογελάει χαιρέκακα.

«Αυτός σίγουρα μπορεί, αλλά για παν ενδεχόμενο, έφερα και τον μεγάλο κακό Λύκο»

Αυτός δείχνει την πόρτα, απ' την οποία, εκείνη τη στιγμή, περνάει ο Άρης χαμογελαστός.

«Καλησπέρα σας, κυρία και κύριοι! Ελπίζω να υπάρχει σοβαρός λόγος που με τραβολογήσατε εδώ αναγκάζοντας με ν' αφήσω την πολύ ζεστή και υπάκουη αγκαλιά της γυναίκας μου!»

Ο Τζάκος ξεστομίζει μία βρισιά εντελώς ακατάλληλη για ανηλίκους, ενώ ο Οδυσσέας σκουντάει τον Αλέκο.

«Δεν παίζεις δίκαια! Με ποιανού πλευρά είσαι, ρε γαμώτο;»

Ο Αλέκος προσπαθεί να τον συνετίσει.

«Με την πλευρά της λογικής, Οδυσσέα μου. Γι' αυτό, όλοι εμείς θα καθίσουμε και θα κάνουμε μια ήρεμη και πολιτισμένη συζήτηση για να βρούμε μια λύση στο πρόβλημά μας»

Ο Βίκος ξεροβήχει.

«Βασικά, εγώ δεν βλέπω κάποιο πρόβλημα εδώ»

Ο Οδυσσέας γυρίζει τα μάτια του καθώς ο Τζάκος προσπαθεί να εξηγήσει την σοβαρότητα του προβλήματος.

«Τι δεν καταλαβαίνεις, ρε Βίκο; Τα κορίτσια μας είναι έτοιμα να φύγουν απ' το σπίτι και να συζήσουν με δύο άντρες»

Ο Βίκος δείχνει την Μαίρη.

«Το ίδιο πράγμα που έκαναν όλες οι γυναίκες της οικογένειας. Η Θαλασσινή ήρθε σπίτι μου. Η Μαίρη σπιτώθηκε μαζί σου. Η Σελήνη και η Χλόη μετακόμισαν στου Άρη. Η Κατερίνα τα παράτησε όλα και πήγε στον Διονύση. Κάθε μία απ' αυτές έκανε αυτό που θέλουν να κάνουν τα κορίτσια σας. Για να μην μιλήσω για την Άρτεμις!»

Ο Τζάκος ρουθουνίζει και ο Οδυσσέας παίρνει τον λόγο.

«Τώρα δεν μιλάμε γι' αυτές. Μιλάμε για τις κόρες μας. Και εξάλλου, όλοι εσείς τις παντρευτήκατε τελικά»

Ο Αλέκος αναστενάζει.

«Ο Νάκος και ο Μάξιμος θα κάνουν το ίδιο πράγμα κάποια στιγμή»

Ο Τζάκος ξεφυσάει.

«Ας το κάνουν πρώτα και μετά βλέπουμε»

Όμως του Οδυσσέα δεν του αρέσει καθόλου αυτό.

«Τι λες, ρε; Έχεις τρελαθεί; Τα κορίτσια μας είναι πολύ μικρά για να παντρευτούν και να κάνουν παιδιά»

Ο Αλέκος, εξουθενωμένος, σωριάζεται στην πολυθρόνα.

«Το ξέρεις ότι γίνεσαι παρανοϊκός τώρα, έτσι;»

Ο Οδυσσέας γελάει μοχθηρά.

«Δεν έχεις ιδέα για το μέγεθος της παράνοιας μου, μωρό μου! Εγώ δεν πρόκειται να ...»

Ο Άρης κουράστηκε με όλα αυτά και αποφασίζει να δώσει ένα τέλος.

«ΑΡΚΕΤΑ!»

Μιας κι αυτός χρησιμοποίησε την άλλη του φωνή, όλοι σωπαίνουν και τον κοιτάζουν.

«Γαμημένα καθάρματα! Παρόλο που ξέρετε πολύ καλά ότι μισώ να χρησιμοποιώ τη δύναμή μου επάνω σας, με αναγκάζετε να το κάνω με την παράλογη συμπεριφορά σας»

Ο Τζάκος και ο Οδυσσέας κατεβάζουν το κεφάλι και ο Άρης, που δεν του αρέσει καθόλου να υποτάσσει με τέτοιο τρόπο τα μέλη της αγέλης του, παίρνει μερικές ανάσες για να ηρεμήσει την οργή του πριν συνεχίσει.

«Λοιπόν! Όλο αυτό έχει παρατραβήξει και δεν θα το ανεχτώ άλλο. Θα βάλω ένα τέλος εδώ και τώρα και μια για πάντα. Έλα εδώ, Μαίρη»

Η Μαίρη σηκώνεται απ' το κρεβάτι και πηγαίνει κοντά του.

«Έχεις πρόβλημα αν η Αναΐς πάει να μείνει με τον Νάκο;»

Αυτή κοιτάζει τον Τζάκο.

«Λυπάμαι πραγματικά, Τζάκο μου, αλλά αυτό το αγόρι περίμενε κερί αναμμένο για δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια για να είναι με την κόρη μας, και είμαι σίγουρη ότι θα κάνει τα πάντα για να την κάνει ευτυχισμένη, οπότε ...»

Αυτή γυρίζει στον Άρη.

«Όχι, Άρη. Δεν έχω κανένα απολύτως πρόβλημα μ' αυτό»

Ο Άρης νεύει και μετά απευθύνεται στον Αλέκο.

«Εσύ, Αλέκο, έχεις πρόβλημα αν η Πανδώρα πάει να μείνει με τον Μάξιμο;»

Ο Αλέκος σηκώνεται όρθιος και κοιτάζει τον Οδυσσέα.

«Συγγνώμη, Οδυσσέα μου, αλλά αυτό το αγόρι αφήνει τα πάντα πίσω του και μετακομίζει σε άλλη χώρα για να είναι με την κόρη μας. Είμαι βέβαιος ότι αυτό είναι τρανταχτή απόδειξη ότι αυτή θα έχει μια υπέροχη ζωή μαζί του, οπότε ...»

Αυτός στρέφεται στον Άρη.

«Όχι, Άρη. Δεν έχω κανένα απολύτως πρόβλημα μ' αυτό»

Ο Άρης ξεφυσάει ανακουφισμένος.

«Τέλεια! Άρα νομίζω ότι δεν έχουμε να πούμε κάτι άλλο»

Ο Οδυσσέας εξανίσταται.

«Έτσι νομίζεις; Εμάς δεν θα μας ρωτήσεις; Είμαστε κι εμείς γονείς νομίζω»

Ο Τζάκος σιγοντάρει.

«Έχει δίκιο. Εμείς δεν έχουμε λόγο σ' ένα τόσο σοβαρό θέμα που αφορά τις κόρες μας;»

Ο Άρης τους φέρνει τούμπα.

«Φυσικά και έχετε λόγο, αλλά μπορείτε να απαντήσετε χρησιμοποιώντας την λογική σας και όχι το συναίσθημα, όπως έκαναν οι σύντροφοι σας;»

Οι δύο άντρες κουνάνε αρνητικά το κεφάλι και ο Άρης βάζει τα χέρια του στους ώμους τους.

«Ήμουν σίγουρος και επειδή η ευτυχία τεσσάρων μελών της αγέλης μου εξαρτάται απ' την απόφαση που θα πάρω, σαν καλός αρχηγός που προσπαθώ να είμαι, θα πω όχι. Δεν πρόκειται να σας ρωτήσω. Θα στηρίξω την απόφαση των κοριτσιών»

Ο Οδυσσέας σπρώχνει το χέρι του και απομακρύνεται.

«Δεν είναι σωστό αυτό, ρε γαμώτο!»

Ο Άρης χαμογελάει.

«Το ξέρω, Οδυσσέα, και λυπάμαι πολύ γι' αυτό. Ξέρω ότι σας πονάει γιατί έχω κι εγώ μια κόρη και μια μέρα θα έρθει ένας άντρας και θα την πάρει απ' την αγκαλιά μου, αλλά έτσι είναι η ζωή, δυστυχώς»

Ο Τζάκος ξεφυσάει παραδομένος.

«Μπορούμε τουλάχιστον να γκρινιάζουμε γι' αυτό;»

Ο Άρης γελάει.

«Μπορείτε»

Ο Οδυσσέας ακολουθεί το παράδειγμα του Τζάκου και παραιτείται κι αυτός, αλλά όχι αμαχητί.

«Και μπορούμε να βασανίζουμε λίγο τους γαμπρούς μας;»

Ο Άρης γελάει ακόμα περισσότερο.

«Λίγο ναι. Κάθε πατέρας έχει αυτό το δικαίωμα, αλλά δεν θέλω να δω ούτε μια σταγόνα αίμα. Σύμφωνοι;»

Οι δύο άντρες συμφωνούν με μία φωνή και όλοι ξεσπούν σε γέλια. Αυτοί οι δύο γελούν λίγο πιο χαιρέκακα απ' τους άλλους, αλλά δεν πειράζει. Μετά, ο Άρης διορθώνει την ζώνη της ρόμπας του.

«Λοιπόν, μιας και το θέμα διευθετήθηκε και η απόφαση πάρθηκε, είναι ώρα να επιστρέψουμε σ' αυτό που κάναμε πριν, γιατί αν αργήσω κι άλλο, η λύκαινα μου θα εισβάλει εδώ μέσα και θα σας δαγκώσει όλους»

Ο Βίκος βρίσκει την ιδέα καταπληκτική.

«Συμφωνώ! Κι εγώ άφησα τη γυναίκα μου μόνη, κι αυτό δεν της άρεσε καθόλου»

Η Μαίρη ρουθουνίζει.

«Εμένα θα μου πεις!»

Ο Τζάκος την παίρνει στην αγκαλιά του.

«Μην ανησυχείς, Αγγελούδι μου. Το ξέρεις ότι μπορώ πάντα να συνεχίζω από εκεί που σταματάμε»

Ο Οδυσσέας μορφάζει απηυδισμένος.

«Θ' αφήσω ασχολίαστη την δήλωση του Διεστραμμένου γιατί πρέπει να κάνω λίγη προπόνηση. Η επιστροφή μου στην πασαρέλα πλησιάζει και πρέπει να βεβαιωθώ ότι είμαι σε φόρμα»

Ο Αλέκος, μισός ανακουφισμένος για την αποσόβηση του κινδύνου και μισός ανήσυχος για τα βασανιστήρια στον Μάξιμο που ετοιμάζει ο Οδυσσέας, τον παίρνει απ' το χέρι.

«Πάμε σπίτι μας και θα σε προπονήσω εγώ, μωρό μου. Πραγματικά σκληρά»

Οι υπόλοιποι βγαίνουν απ' το δωμάτιο αφήνοντας τον Άρη τελευταίο. Λίγο πριν φύγει κι αυτός, ο Τζάκος έχει κάτι ακόμα να του πει.

«Άρη, περίμενε!»

«Τι;»

«Μην ξεχάσεις το άλλο μας πρόβλημα»

«Τι ώρα θα έρθουν τα παιδιά;»

«Γύρω στις οχτώ»

«Θα είμαι εδώ, Τζάκο, και θα βρούμε την καλύτερη λύση. Δεν πρόκειται ν' αφήσω κανέναν να βλάψει ένα μέλος της αγέλης μου»

«Σ' ευχαριστώ, Αρχηγέ»

Ο Άρης χαμογελάει και φεύγει απ' το δωμάτιο, αφήνοντας τον Τζάκο και την Μαίρη ελεύθερους να επιστρέψουν σ' αυτό που έκαναν πριν.


Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro