κεφάλαιο 2
Η Ρωξάννη καθόταν στην αυλή του σχολείου της έχοντας βολευτεί στο ξύλινο κιόσκι διαβάζοντας με προσοχή το ημερολόγιο αγγίζοντας τις κιτρινισμένες σελίδες του απαλά σαν να άγγιζε κάτι ιερό... Ο άνεμος παράσερνε παιχνιδιάρικα τούφες από τα καστανά της μαλλιά σηκώνοντας απαλά το ροζ της φόρεμα. Το εννιάχρονο κορίτσι κοίταξε τον γαλάζιο ουρανό μαζί με τα πεσμένα κίτρινα και πορτοκαλί φύλλα να έχουν στρώσει ένα πολύχρωμο χαλί κάτω από τα γυμνά πλέον δέντρα πάνω στο γρασίδι με τα μπλε και λευκά λουλουδάκια. Η φύση έμοιαζε με καμβά ζωγραφικής και στενοχωριοταν που η μητέρα της δεν μπορούσε να το χαρεί αλλά ήταν αναγκασμενη να ζει σε ενα σκοτεινό μέρος με κάγκελα και ένα μικρό παράθυρο όπου μετά βίας έμπαινε λίγο φως. Ξεφυσηξε στενοχωρημένη. Είχε πέρασει το πρώτο της καλοκαίρι χωρίς την μαμά της με την γιαγιά και τον παππού να προσπαθούν να της φτιάξουν το κέφι... Μέχρι και στην θάλασσα την πήγαν και στο λούνα παρκ εκείνη τίποτε. Η διαίσθηση της την προειδοποιούσε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Τον τελευταίο καιρό μετά τον εγκλεισμό της μητέρας της, όλες της οι φίλες είχαν απομακρυνθεί από κοντά της με εκείνη να προτιμά την συντροφιά της φύσης και των βιβλίων της που της κρατούσαν παρέα στα διαλείμματα και στις εκδρομές. Κοιταξε την ημερομηνία στο μικρό κινητό της τηλέφωνο. 18 Σεπτέμβρη. Σε τρεις μέρες, είχε γενέθλια η μαμά της...Θυμάται ότι η ίδια ξυπνούσε από νωρίς για να ετοιμάσει ζωγραφιές για την μητέρα της, να παρακολουθήσει βίντεο στο YouTube για εύκολα δωράκια γενεθλίων με χαρτί και να της φτιάξει κάτι πρόχειρο που πάντα την έκανε να γελά, να χαίρεται και να την γεμίζει με φιλιά. Έπειτα, οι δύο τους μαγείρευαν με συνοδεία μουσικής και έφτιαχναν μόνες τους την τούρτα.Το απόγευμα μόλις ο μπαμπάς γύριζε από την δουλειά στο συνεργείο αυτοκινήτων, πήγαιναν μαζί βόλτες σε πάρκα, λούνα παρκ, στην θάλασσα απολαμβάνοντας τα νερά της είτε ήταν κρύα σαν πάγος είτε ζεστά...
Άνοιξε το ημερολόγιο αδειάζοντας το κεφάλι της από κάθε σκέψη...
««Καλό μου ημερολόγιο είμαι τόσο ευτυχισμένη! Επιτέλους, η κόρη μου γεννήθηκε και είναι υγιέστατη εάν και πέρασα εφτά μήνες στο κρεβάτι για να μην βάλω σε κίνδυνο την ζωούλα της, ο κόπος μου άξιζε... Όταν την ένιωσα να ρουφά από το στήθος μου τις πρώτες σταγόνες μητρικού γάλακτος ένιωσα χαρά και αγαλλίαση καθώς κρατούσα τον καρπό της αγάπης μου με τον Ανδρέα στα χέρια μου... Τα ματάκια της με κοιτούσαν με τόση εμπιστοσύνη και πότε με κοιτούσε με περιέργεια ακούγοντας την φωνή μου πότε έσκαζε φαφούτικα χαμογελα που έκαναν τον κόσμο όλο να λάμπει. Ο σύζυγος μου είχε φρικάρει όταν η νοσοκόμα του ζήτησε να κόψει τον ομφάλιο λώρο και όταν εκείνος το έκανε με χέρια τρεμάμενα και με πρόσωπο ιδρωμένο και κατακόκκινο από την ταραχή του καθώς ήταν παρών να μου κρατά το χέρι σε όλη την διαδικασία του τοκετού, τον κοίταξα και έβαλα τα γέλια όπως και η μικρή μας! Ήμουνα σίγουρη ότι θα γινόταν χαζομπαμπάς και σίγουρα η μικρή θα του είχε πάρα πολλή αδυναμία... Μια ημέρα μετά την γέννηση της, ο μπαμπάς μου και η μαμά μου ήρθαν φέρνοντας ένα τεράστιο ροζ αρκούδο και πράγματα για μένα όπως χυμούς ακόμη και ταπεράκια με σπιτικό φαγητό για μένα ετοίμασε η μάνα μου η αθεόφοβη η οποία όπως έλεγε έπρεπε να με προσέχει γιατί τα φαγητά των νοσοκομείων δεν έκαναν για μια λεχώνα! Μια φορά τους πήρε το αυτί μου να συζητούν και για τα έπιπλα που έπρεπε να αγοραστούν για το μωράκι μας και ρόλαρα τα μάτια μου αφού το δωμάτιο ήταν ήδη έτοιμο με ένα απαλό ροζ χρώμα στους τοίχους, μια μεγάλη ξύλινη κούνια, μια ντουλάπα και δύο μεγάλα κουτιά παιχνιδιών που μάλλον θα γέμιζαν και θα χρειαζόμασταν και άλλα καθώς το δωμάτιο του νοσοκομείου που με φιλοξενούσε θύμιζε παιδότοπο... Κουδουνίστρες, ξύλινα παιχνίδια που έβγαζαν ήχους, ρουχαλάκια, κοσμήματα, παπουτσάκια, μπουκέτα με λουλούδια και αρκούδια υπήρχαν παντού γύρω μου... Και εκείνη, η μικρή λαμπερή πρωταγωνιστρια πότε να χαμογελά βγάζοντας μικρές φωνούλες πότε να κλαίει όταν πηγαιναν να την ντύσουν, φαίνεται είναι ελεύθερο πνεύμα όπως έλεγε και ο Ανδρέας ο οποίος ήταν και ο μόνος που μπορούσε να ηρεμήσει την μικρή! Δάκρυα συγκίνησης και χαράς κυλούν πλέον από τα μάτια μου κοιτώντας αυτό το μικρό αγγελικό πλάσμα που ήρθε στην ζωή μας γεμίζοντας την με φως και χρώμα! Την αγαπούσα ήδη από τότε που έβλεπα τη κοιλίτσα μου να μεγαλώνει και της διάβαζα βιβλία, της έβαζα απαλή κλασική μουσική.. Έχω πολλά όνειρα για εκείνη μα δεν θα την πιέσω ποτέ μου για τίποτα. Ελπίζω το αφεντικό μου στην δουλειά, ο κυρ Ανέστης να δείξει κατανόηση. Εκείνος ο Ανέστης είναι πολύ περίεργος τύπος! Ντυμένος μέσα στα μαύρα συνέχεια και οι συναδελφισσες μου λένε ότι δεν μιλά πολύ για τον εαυτό του αλλά η καταγωγή του ξέρουν ότι είναι από την Κρήτη ωστόσο πλέον μετακόμισε με την οικογένεια του σε μια διπλανή πόλη. Σκέφτομαι να αλλάξω δουλειά, τι στο καλό τόσα μαγαζιά με ρούχα υπάρχουν παντού ένα δεν θα βρεθεί να θέλει υπαλλήλους? Μια φίλη μου η Κλαίρη μου λέει ότι ψαχνει για δουλειά. Ε, θα την στείλω εγώ στον κυρ - ανέστη και εγώ θα παραιτηθώ με μια δικαιολογία και έτσι ουτε γάτα ούτε ζημιά! Άλλωστε θέλω περισσότερο χρόνο να αφιερώσω πλέον στην οικογένεια μου και πάνω από την οικογένεια και τον χρόνο που περνώ μαζί της εγώ δεν βάζω τίποτε!»»
Η κοπέλα έκλεισε το ημερολόγιο βάζοντας τον σελιδοδείκτη εκεί που είχε σταματήσει. Όλα αυτά που διάβασε μέχρι στιγμής της έδειχναν μια γυναίκα τρυφερή, μια γυναίκα χαρούμενη που δημιούργησε την δική της οικογένεια συνειδητά από νεαρή κιόλας ηλικία. Όμως, το σημείο με τον κυρ Ανέστη έκανε να μπουν ψύλλοι στα αυτιά της. Ανέστη από όσο ήξερε έλεγαν τον αδελφό του πατριού της, του Στέφανου όμως η γιαγιά της τής είπε ότι δεν ήταν παρών στην δίκη καθώς οι επαγγελματικές του υποχρεώσεις δεν τον άφησαν να έρθει. Άραγε ήταν ένα ακόμη ψέμα και αν ναι γιατί?
Από τις σκέψεις της, την έβγαλε ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι. Γύρισε και είδε την πρώην καλύτερη της φίλη την Τίνα να την κοιτά απολογητικά και εκμεταλλευόμενη το ξαφνιασμα της κοπέλας άρπαξε το ημερολόγιο από τα χέρια της πηγαίνοντας το υπάκουα στην αρχηγό της παρέας, την Φωτεινή ένα ξανθό κορίτσι ντυμένο με μια ακριβή φούστα, βαμμένο παρά την ηλικία των δέκα χρόνων και με μια κοντή μπλουζα που άφηνε την κοιλιά της ακάλυπτη έχοντας δίπλα της τις ακόλουθους της, την Κάτια, την Θάλεια και την Τίνα όπως φαινόταν. Η μικρή κοπέλα στάθηκε ορθια και πήγε προς το μέρος της κοιτώντας την δολοφονικά στα μάτια.
««Δώσε μου το ημερολόγιο της μαμάς του τώρα!»» ούρλιαξε με όλη της την δύναμη ξαφνιάζοντας για μια στιγμή τις δύο κοπέλες οι οποίες ξεκίνησαν να γελούν δυνατά. Η κοπέλα τίναξε απότομα το χέρι της για να αρπάξει το ημερολόγιο αλλά η Φωτεινή την απέφυγε με μια γρήγορη κίνηση του χεριού της.
««Τι έγινε μυξιάρικο? πώς είναι η μανούλα σου στην φυλακή?»» χλεύασε η Κάτια κοιτώντας την υπεροπτικά. Ο θυμός ξεκίνησε να μεγαλώνει μέσα στην ψυχή της μικρής. Ο θυμός και ένα άλλο συναίσθημα. Η πίκρα.
««Αλήθεια αναρωτιέμαι άραγε τι να περιέχει αυτό το ημερολόγιο? Μεθόδους δολοφονίας μήπως?»» ειρωνεύτηκε η Φωτεινή συνεχίζοντας το παιχνίδι της φίλης της τραβώντας την Ρωξάνη από τα μαλλιά. Η Ρωξάνη έβγαλε μια κραυγή δίνοντας μια κλωτσιά στο ευαίσθητο σημείο της Φωτεινής η οποία διπλώθηκε από το πόνο αφήνοντας το ημερολόγιο να πέσει στο χώμα. Οι άλλες τρεις κοπέλες ορμηξαν επάνω της βλέποντας την αρχηγό να είναι πεσμένη. Έπεσαν επάνω της ρίχνοντας την στο χώμα ξεκινώντας να την χτυπούν με δύναμη στην κοιλιά, στο κεφάλι, στα χέρια με εκείνη να φωνάζει από τον πόνο. Η Ρωξάνη ένιωσε κάτι να την πιέζει κάτω από την πλάτη της. Ήταν μια μακριά βέργα. Η Ρωξάνη έβαλε τρικλοποδιά πρώτα στην Κάτια και έπειτα την κλότσησε πολλές φορές στην κοιλιά της για να ανοίξει χώρο. Οι άλλες δύο πισωπάτησαν βλέποντας την να κρατά το μακρύ ξύλο που πονούσε φοβερά. Η Ρωξάνη χτύπησε με αυτό την Θάλεια στο λαιμό κάνοντας την να προσπαθεί να βρει την ανάσα της και ύστερα ξεκίνησε να χτυπά μανιασμένα την Τίνα καθώς αυτή της την προδοσία δεν μπορούσε να την συγχωρέσει.
««Έλα κορίτσι μου φθάνει...»» η κοπέλα ένιωσε ξαφνικά δύο χέρια και μια ζεστή ανδρική φωνή να απευθύνεται σε εκείνη πιάνοντας την απαλά από την μέση και σηκώνοντας την από την Τίνα που ναι μεν είχε τις αισθήσεις της αλλά από την μύτη της έτρεχε αίμα. Η κοπέλα μπόρεσε να ανασάνει ξανά κοιτώντας γύρω της την εικόνα που είχε δημιουργήσει με τις πεσμενες συμμαθήτριες της και ένιωσε αρκετά άσχημα. Πήρε το πεσμένο ημερολόγιο σφιγγοντας το στο στήθος της σαν θησαυρό. Τα μαύρα μάτια του κυρίου Χρήστου την κοίταξαν εξεταστικά με εκείνη να του ανταποδίδει το βλέμμα.
««Εγώ φταίω κύριε Χρήστο» απευθύνθηκε στο άνδρα με το τριγωνικό πρόσωπο όπου τα γένια του είχαν αρχίσει να φυτρώνουν πάλι τα καλοχτενισμένα μαύρα μαλλιά και τα καθαρά ρούχα., ««εγώ τις χτύπησα με το ξύλο το παραδέχομαι όμως ξεκίνησαν να με ειρωνεύονται για την μαμά μου και πήραν το ημερολόγιο της και αυτό δεν είναι παιχνίδι και δεν θέλω να αποβληθώ από το σχολείο για μερικές ηλίθιες...»»
««Όχι εμείς φταίμε»» ψέλλισε με κόπο η Τίνα στηριζόμενη στους αγκώνες της για να κοιτάξει κατάματα τον δάσκαλο της. ««Σε εμένα μου είπε να την χτύπησω η Φωτεινή που ήθελε να της κάνει πλάκα για την μαμά της την δολοφόνο και εγώ συμμετείχα σε αυτό... Και η Φωτεινή της τράβηξε τα μαλλιά της και έτσι ξεκίνησε ο καβγάς... Εάν αξίζει κάποιος να αποβληθεί αυτή είμαι εγώ και η Φωτεινή αλλά μην πειράξετε την Ρωξάνη δεν φταίει κάπου...»» η ομολογία τους είχαν αφήσει άφωνους.
««Δεν θα αφήσω εγώ να αποβληθείτε παιδιά μου. Τι λέτε να πάτε πάνω στην κυρία Δήμητρα να ηρεμήσετε λίγο? σίγουρα κάποια σοκολάτα θα χει να σας δώσει πάλι...»» τα δύο κορίτσια γέλασαν ξεκινώντας να ανεβαίνουν τρέχοντας τα πέτρινα μεγάλα σκαλοπάτια.
Ο κύριος Χρήστος κάλεσε ασθενοφόρο μαζί με τους γονείς των κοριτσιών λέγοντας τους την μισή αλήθεια και έπειτα αποφάσισε με την σύμφωνη γνώμη του συμβούλου να κάνουν μια συνάντηση γονέων - κηδεμόνων καθώς έπρεπε πια να τεθούν κάποια όρια. Η κυρία Δήμητρα ήταν μια πολύ γλυκιά γυναίκα με απαλή φωνή, γεμάτη σιλουέτα και καστανά μακριά μαλλιά με πράσινα μάτια. Προσπαθούσε να συζητά ανώδυνα θέματα με τα κορίτσια καθως η ίδια είχε παρακολουθήσει τον καβγά και είχε στείλει τον άντρα της να χειριστεί την κατάσταση.
««Πάντως, κυρία Δήμητρα ο κύριος Χρήστος είναι πολύ καλός άνθρωπος... Και πρέπει να είναι και πολύ καλός σαν πατέρας ε?»» ρώτησε με αφέλεια η Τίνα κάνοντας την κυρία Δήμητρα να γελάσει.
««Είναι ευτυχώς, τον κρύβω για να μην μου τον αρπαξουν»» είπε κλείνοντας το μάτι κάνοντας τις κοπέλες να γελάσουν.
««Μακαρι όλοι οι μπαμπάδες του κόσμου να ήταν καλοί... Ο δεύτερος μπαμπάς μου δεν ήταν καθόλου για αυτό η μαμά μου είναι στην φυλακή τώρα.»»
««Γιατί τι σου έκανε?»» ρώτησε με περιέργεια η Τίνα.
««Με... Με άγγιζε...»» πρόφερε με την Δήμητρα να βάζει το χέρι της στο στόμα καθως όντας η ίδια μητέρα δύο παιδιών μπορούσε να αισθανθεί τον πόνο του μικρού κοριτσιού αλλά και να κατανοήσει το νόημα των λόγων και της έκφρασης του. Η γυναίκα σηκώθηκε και αγκάλιασε τις δύο κοπέλες. Είχε δει τις εφημερίδες. Ήξερε και εκείνη και θυμόταν πως είχε απορήσει για τα αίτια αυτής της δολοφονίας.
Έκλεισε με τα χέρια της το πρόσωπο της. Δεν το χωρούσε το μυαλό της ότι ένα παιδί μπορούσε να ζήσει τέτοιο δράμα. Ήθελε τόσο πολύ να πάει να αγκαλιάσει την μητέρα της και να την ευχαριστήσει. Μπορεί η Μαριάννα να ήταν δολοφόνους για τους πολλούς μα για εκείνη ήταν ηρωίδα.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro