Η ΑΡΧΗ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Κάποιοι άνθρωποι έρχονται στη ζωή μας, αφήνουν το αχνάρι τους στην καρδιά μας και δεν είμαστε ποτέ πια οι ίδιοι.
Franz Schubert
Ήταν ακόμα νωρίς το πρωί όταν το τηλέφωνο άρχισε να χτυπά σαν τρελό.Ανοιγοκλεισα τα μάτια μου δυο φορες μέχρι να συνηθίσω το φως που έμπαινε απο τις μισό ανοιγμένες κουρτίνες. Το κεφάλι μου το ένιωθα βαρύ...Για ακομα ενα βράδυ ειχα πιεί αρκετά...
Αυτο έκανα απο εκείνη την μέρα. Δεν έφταιγε ομως κανείς παρά μόνο εγω και η ανόητη συμπεριφορά μου.Ανασηκωθηκα καλύτερα στηριζόμενος στους αγκώνες μου ενώ άπλωσα το χέρι μου για να πάρω το κινητό μου
Τι στο καλό; αναρωτήθηκα μολις ειδα την επαφή του κολλητού μου να αναγράφεται στην οθόνη. Συνήθως τέτοια ώρα κοιμάται μιας και δουλεύει ως αργά στο μπαράκι..
«παρακαλώ..»απάντησα με δυσκολία αγγίζοντας το κεφάλι μου που πονούσε υπερβολικά, το ένιωθα έτοιμο να σπάσει
«Μάνο...έλα στο νοσοκομείο... Τρακαραμε...η Θάλεια....
γαμωτο!»σκόρπιες λέξεις μα αρκετές για να καταλάβω.
Ο χρόνος σταμάτησε!
Θεε μου το κοριτσάκι μου...
Το ξεκίνημα....
«που εισαι ρε φίλε;σε περιμένω τοση ωρα.Τελείωνε,η μικρή με περιμένει να παω να την πάρω...» είχα ξεχάσει τελείως την συνάντηση μας.Ο Μάριος βγήκε απο το δωμάτιο αφήνοντας με να ντυθώ.
Ήθελε να τον πάω εγώ στο αεροδρόμιο μιας και το δικό του αυτοκίνητο ήταν στο συνεργείο
Με τον Μάριο ήμασταν φίλοι αρκετά χρόνια.Με βοήθησε όταν τον είχα ανάγκη,σαν αδελφός, χωρίς κανένα απολύτως αντάλλαγμα. Είχε χρειαστεί να μείνω και σπίτι του αρκετούς μήνες,οι γονείς του ποτέ δεν έφεραν αντίρρηση
προσπάθησαν μάλιστα να με βοηθήσουν με κάθε τρόπο.Για εκείνους είχα γίνει "γιος".
Παρόλο που είχαν τα δικά τους βάσανα με φρόντισαν,με αγάπησαν δίνοντας μου αρχές και ήθος.Παραλληλα με το σχολείο άρχισα να εργάζομαι στο συνεργείο που είχε ο πατέρας του . Μπορεί να έμενα μαζί τους αλλά σε καμία περίπτωση δεν ήθελα να εκμεταλλεύομαι την καλοσύνη τους . Όταν τελείωσα το σχολείο και πέρασα στην σχολή Μηχανικών, νοίκιασα ένα μικρό δυάρι και ταυτόχρονα συνέχιζα να τους βοηθάω στα έξοδα..
«φιλε εσύ θα την πληρώσεις. Η μικρή έχει ηδη πολλά νεύρα....» αποκρίθηκε αναφερόμενος στην Θάλεια,την μικρή του ξαδέρφη.
Ερχόταν σήμερα απο Θεσσαλονίκη,απο οτι μου είπε ο Μάριος. Πέρασε Αθήνα φέτος, μαλιστα πρώτο έτος στην Φιλολογία..
Δεν είχε τύχει να την δω αλλά είχα ακούσει τα καλύτερα για το άτομο της. Ο φίλος μου, με ενημέρωσε πως είναι αρκετά κλειστός χαρακτήρας στην αρχή ειδικά σε άτομα που δεν γνωρίζει. Οπότε με παρότρυνε να προσπαθήσω να την προσεγγίσω με το να είμαι ο εαυτός μου. Εξαιτίας όσων είχα περάσει προτιμούσα να μην δείχνω τον αληθινό Μάνο στους άλλους.Δεν ήθελα να με περνάνε για αδύναμο.
Η ζωή μου φέρθηκε σκαρτα. Ισως όμως ηταν για το καλό μου. Ισως να είχε κάποιο σχέδιο για μένα...
Δεν καθυστέρησα άλλο,ετοιμαστηκα στα γρήγορα,πήρα κινητό και κλειδιά και φύγαμε απο το σπίτι.Μετα απο πέντε λεπτά μπήκαμε στο αυτοκίνητο με προορισμό το αεροδρόμιο.Για καλη μας τύχη δεν είχε κίνηση και ετσι δεν αργήσαμε πολύ.
Ο Μάριος έψαχνε την ξαδέρφη του μέσα ενώ εγω κάθισα έξω για ενα τσιγάρο, όταν άκουσα μια σιγανή φωνή και ένα απαλό άγγιγμα...
Γύρισα ξαφνιασμένος πίσω και ειδα εναν ξανθό άγγελο να με κοιτάζει ντροπαλά.Μπροστά της μπορώ να πω φαινόμουν σαν γίγαντας.Φαινόταν τοσο μικρή και εύθραυστη.Σαν ζωγραφιά.Τα μεγάλα της γαλανά μάτια φανέρωναν την αμηχανία της
«εμ..συγγνώμη αν σε ενοχλώ..»
ξεκίνησε με φωνή σαν ψίθυρο, ντρεπόταν... «μου έκλεισε το κινητό απο μπαταρία.Πρέπει να ειδοποιήσω τους δικούς μου...»την διέκοψα πριν συνεχίσει δίνοντας της το κινητό μου.Απλωσε το χέρι της για να το πάρει,όταν ήρθε σε επαφή με το δικό μου ενας ανεξήγητος ηλεκτρισμός διαπέρασε το κορμί μου και όχι μόνο το δικό μου..
Τα μάτια μου δεν μπορούσαν να αποχωριστούν τα δικά της λες και σαν μαγνήτης με τραβούσε κοντά της
Απομακρύνθηκε ελάχιστα καθως πληκτρολογούσε ενα νούμερο.Σαν μαγεμένος κάθισα να την παρατηρώ.
Τα ξανθά της μαλλιά έπεφταν κυματιστα στους ώμους της...ήταν σίγουρα άγγελος...
Αγγελος σταλμενος απο τον θεό
Η φωνή του φίλου μου γρήγορα με επανέφερε στην πραγματικότητα. Φαινόταν ανησυχος. Αρχισε να μιλά γρήγορα λέγοντας πως δεν βρήκε την ξαδέρφη του,μα σταμάτησε μολις είδε την κοπέλα να πλησιάζει. Χαμογέλασε πλατιά καθως έτρεξε προς το μέρος της. Την σήκωσε ψηλά αγκαλιάζοντας την, το γέλιο της ηχησε παντού σαν μελωδία.
«με κοψοχολιασες ρε μικρό...» έλεγε καθως την φιλούσε,ο ξανθός άγγελος τον απομάκρυνε ευγενικά πλησιάζοντας με για να μου δώσει το κινητό
«σε ευχαριστώ..!» την άκουσα να λέει καθώς τα βλέμματα μας κλείδωσαν...
Που να ήξερα πως σε λίγο καιρό θα έκανες την καρδιά μου να κλειδώσει σε εσένα;
Που να ήξερα πως εσύ μικρή μου θα ήσουν το κλειδί του παραδείσου μου;
Που να ήξερα πως η μοίρα μας επιφύλασσε εκπλήξεις....
Που;
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro