Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 4

⚠️🔞⚠️


Το φαγητό δεν φάνηκε ποτέ τόσο αποπνικτική πράξη μέχρι τώρα. Ο Ντέμιαν ετοίμασε λαχανικά και σαλάτα του καίσαρα και, αν δεν ήμουν τόσο νευρική, ίσως να το απολάμβανα περισσότερο.

Προσπαθώ να ακούω τι λέει και να ακολουθώ το ένστικτο, το χώρο και τον τρόπο που ενεργεί παρά με τα λόγια του, αλλά είναι τόσο αντιφατικό που μου είναι δύσκολο.

Εμείς οι ψυχολόγοι αντλούμε συμπεράσματα με βάση αυτά που λένε οι ασθενείς, και ποτέ δεν ήμουν καλή με τη γλώσσα του σώματος.

«Θέλεις να ρωτήσεις κάτι άλλο;» Τον παρακολουθώ να κινείται στο χώρο με μια άνεση που με κάνει να ζηλεύω καθώς μιλάει. Μερικές εικασίες που μπόρεσα να καταλάβω από αυτόν είναι ότι είναι ένας άντρας που έχει αυτοεπίγνωση και του σώματός του, προσέχει τη λεπτομέρεια και έχει την ικανότητα να πείθει οποιονδήποτε, χωρίς αμφιβολία.

Ο Ντέμιαν Κόσλοβ είναι ένας επικίνδυνος άντρας.

Αισθάνομαι λίγο πιο χαλαρή τώρα που ξέρω ότι δεν πρόκειται να μου επιτεθεί, αλλά παραμένω σε εγρήγορση και τον μελετώ, όπως ακριβώς κάνει και με μένα. Πραγματικά φαίνεται ότι και οι δύο μας έχουμε πάρει στα σοβαρά να είμαστε το πείραμα του άλλου, γιατί εκείνος, τουλάχιστον, έχει μια περίεργη έκφραση στα χαρακτηριστικά του.

«Όταν ρώτησα την πρώτη φορά, είπες ότι έκανα μεγάλο λάθος να πιστεύω ότι οι άνθρωποι που έρχονται σε αυτόν τον κόσμο έχουν τραύματα», ξεροβήχω για να μπορέσω να καθαρίσω τη φωνή μου, «ωστόσο ό,τι έχω καταφέρει να βρω σχετικά με το θέμα μιλάει για ανθρώπους που είναι ανίκανοι να επιλύσουν... πράγματα και που γι' αυτό διοχετεύουν την απογοήτευσή τους στην κυριαρχία ή την υποταγή».

«Αν κάνεις ένα πείραμα με εκατό άτομα...» Ο Ντέμιαν γυρίζει και πλησιάζει το τραπέζι με ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί, «η μόνη απάντηση που θα είναι απόλυτη είναι ότι τα άτομα με τα οποία πειραματίζεσαι είναι άνθρωποι, αλλά οι άλλες απαντήσεις θα είναι απρόβλεπτες», λέει, ρίχνοντας το υγρό σε δύο ποτήρια. «Μερικοί άνθρωποι θα προτιμήσουν το κόκκινο χρώμα, την μακαρονάδα και τι καλοκαίρι». Γλιστράει ένα από τα ποτήρια προς το μέρος μου και κάθεται ακριβώς μπροστά μου. «Άλλοι θα επιλέξουν το πράσινο ή το μπλε, το ιταλικό φαγητό και το χειμώνα».

«Πάντα υπάρχουν εξαιρέσεις», μουρμουρίζω.

«Ακριβώς», χαμογελάει. «Το ίδιο συμβαίνει και με το σεξ. Μερικοί προτιμούν να το κάνουν σε μία σταση και να κολλήσουν σε αυτή τη μονοτονία για το υπόλοιπο της ζωής τους. Αλλοι θα θέλουν να πειραματιστούν, να δοκιμάσουν νέα πράγματα, να συμπεριλάβουν παιχνίδια, βρώμικες λέξεις». Ανασηκώνει τους ώμους του. «Κάποιοι προχωρούν περισσότερο, πειραματίζονται με τον πόνο, τον σωματικό και ψυχολογικό έλεγχο» παίζει με το ποτήρι του κρασιού, μετακινώντας το υγρό σε μια υπνωτική ταλάντευση. «Ξέρεις τι είναι η αλλοτρίωση, Λιάνα; Υποθέτω ότι το έχεις μελετήσει».

Η αλλοτρίωση είναι η απώλεια των αισθήσεων ή της προσωπικότητας του ατόμου για να είναι μέρος μιας κοινωνίας ή μιας παρέας. Ένα άτομο αποξενώνεται όταν είναι ανίκανο να κατανοήσει τον εαυτό του ως άτομο και υποτάσσεται μόνο στη θέληση της πλειοψηφίας.

«Οι άνθρωποι είμαστε αλλοτριωμένοι από τους κοινωνικούς κανόνες, από το κοινωνικό συμβόλαιο» λέει, «όποιος το παραβιάζει αυτό είναι άρρωστος, σωστά;»

«Νομίζω πως ναι».

«Κάνεις λάθος», μουρμουρίζει χαμογελώντας, «το να σπάσεις το κοινωνικό συμβόλαιο στην ιδιωτική ζωή δεν το σπάει πραγματικά. Η παραβίαση του κοινωνικού συμβολαίου, σε αυτό το σημείο, είναι σαν να είσαι ψυχοπαθής ή δολοφόνος, αυτό σπάει το κοινωνικό συμβόλαιο», ψιθυρίζει. «Το να εγκαταλείπουμε την ανθρώπινη πλευρά μας όταν πηδιόμαστε, μας κάνει απλά... λίγο πιο πρωτόγονους» Δεν μπορώ να αρχίσω να σκέφτομαι γιατί μιλάει ξανά: «Στην υγειά μας». Σηκώνει το ποτήρι του προς το μέρος μου και εγώ μετακινώ το δικό μου ελαφρά, ψιθυρίζοντας την ίδια λέξη. «Φαίνεσαι ενοχλημένη».

«Απλά σκέφτομαι», αναστενάζω «έχω πάρα πολλές ερωτήσεις, προσπαθώ να τις ξεδιαλύνω στο κεφάλι μου»

«Σταμάτα με τις μεθόδους, Λιάνα». Πίνει μία γουλιά απ' το ποτό του και μετά με κοιτάζει.

«Τι εννοείς;»

«Είσαι μια μεθοδική γυναίκα. Φαντάζομαι ότι έχεις ακριβώς την ίδια ρουτίνα κάθε μέρα».

«Είναι αυτό κακό;»

«Όχι, δεν είναι», ένα χαμόγελο ζωγραφίζεται στα χείλη του Ντέμιαν, «αλλά πρέπει να απαλλαγείς από όλα αυτά» δείχνει το κεφάλι μου. «Δεν ελευθερώνεις ούτε τα μαλλιά σου, πώς σκοπεύεις να ελευθερώσεις τον εαυτό σου, το μυαλό σου;»

«Τι σχέση έχουν τα μαλλιά μου με αυτό; Δεν τα απελευθερώνω γιατί είναι ένα χάος από μπούκλες».

«Είναι ένα κομμάτι του εαυτού σου που συγκρατείς και περιορίζεις» Επισημαίνει, «όπως και τα υπόλοιπα επάνω σου. Τα συγκρατείς όλα». Ξαφνιάζομαι λίγο όταν το χέρι του γλιστρά πάνω από το τραπέζι και πιάνει τον καρπό μου. «Σφίγγεις ακόμη και τα χέρια σου σε γροθιές, βλέπεις; Συγκρατιέσαι».

«Δεν καταλαβαίνω τι κακό έχει», μουρμουρίζω.

«Δεν πρέπει να το κάνεις, όχι εδώ», το κεφάλι του γέρνει ελαφρά, «όχι μαζί μου». Το άγγιγμά του εξαφανίζεται εξίσου γρήγορα όπως εμφανίστηκε, και καθαρίζω το λαιμό μου, λες και αυτό θα μπορούσε να απαλύνει το τσούξιμο που άφησε στο δέρμα μου. «Φάε».

«Πιστεύεις ότι όλοι οι άνθρωποι μπορούν να το εξασκήσουν;» Δεν χρειάζεται να διευκρινίσω τι εννοώ, γιατί φαίνεται να καταλαβαίνει πολύ καλά.

«Όχι, φυσικά όχι», μουρμουρίζει. «Υπάρχουν άτομα που δεν θα τολμούσαν ποτέ να το δοκιμάσουν», τσιμπάει ένα κομμάτι κοτόπουλο στο πιάτο του. «Μερικοί το κάνουν και παραμένουν στην επιφάνεια. Άλλοι το θεωρητικολογούν, άλλοι εμβαθύνουν στην πράξη, κάποιοι προχωρούν ακόμη και σε δοκιμές των ορίων», ανασηκώνει και πάλι τους ώμους του. «Και πάλι, δεν υπάρχει ποτέ κάτι απόλυτο». Για λίγα λεπτά δεν λέμε τίποτα. Καταφέρνω να καταπιώ μερικές μπουκιές και να πιω και λίγο κρασί. «Νομίζω ότι είναι η σειρά μου να κάνω μερικές ερωτήσεις», τον ακούω να λέει.

«Τι θέλεις να μάθεις;» Ρωτάω, λίγο έκπληκτη. «Νόμιζα ότι είχες αρκετές εικασίες».

«Είπα μόνο αυτό που βλέπω», μετακινεί ξανά το ποτήρι με το κρασί, «αλλά θα ήθελα να ξέρω τι είναι αυτό που θέλεις να βλέπουν οι άλλοι», γνέφω αργά. «Σπουδάζεις ψυχολογία», μουρμουρίζει. «Γιατί;»

«Σκέφτηκα ότι μπορεί να με βοηθήσει να καταλάβω τον εαυτό μου», λέω με ειλικρίνεια.

«Και τα κατάφερες;»

«Προφανώς όχι». Μου ξεφεύγει ένα κοφτό γέλιο. «Το άγχος μου επιτίθεται συνεχώς και δεν μπορώ να βγω από τη ζώνη άνεσής μου».

«Σήμερα τα κατάφερες».

Πιέζω λίγο τα χείλη μου πριν μιλήσω.

«Το έκανα σήμερα, ναι».

«Όλοι έχουμε ένα κρίσιμο σημείο, Λιάνα». Το όνομά μου ακούγεται βραχνό στο στόμα του, «τουλάχιστον το αντιμετωπίζεις».

«Υποθέτω ότι το κρίσιμο μου σημείο ήταν η απόρριψη της διατριβής μου, σωστά;»

«Είναι πιθανόν» κανείς μας δεν λέει τίποτα για λίγα λεπτά. «Πραγματικά πιστεύω ότι αυτό μπορεί να σε βοηθήσει, μπορεί ακόμη και να σε βοηθήσει να ανακουφιστείς από την φοβία σου».

«Αυτό πιστεύεις;» Δεν μπορώ να πάρω τα μάτια μου από πάνω του. Υπάρχει μια αμυδρή σιωπηλή ένταση γύρω μας και πάλι, κατηγορώ την σεξουαλική μου αποχή γι' αυτό.

«Ναι, αυτό πιστεύω».

«Είπες ότι το bdsm δεν χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση τραυμάτων και συναισθηματικών προβλημάτων».

Πάλι εκείνο το χαμόγελο στα χείλη του.

«Όχι, αυτό που είπα είναι ότι δεν έχουν όλοι όσοι το κάνουν κάποιο συναισθηματικό πρόβλημα, αλλά έχω γνωρίσει αρκετούς ανθρώπους που το bdsm τους βοήθησε να ξεπεράσουν προβλήματα πανικού», καρφώνει ξανά τα πράσινα μάτια του στα δικά μου και προσθέτει: «Νομίζω ότι είσαι ένας από τους ανθρώπους που αυτό θα μπορούσε να σε βοηθήσει, επειδή περιλαμβάνει την παρουσία σε έναν ελεγχόμενο χώρο, με κανόνες και ευθύνη, όπου υπάρχει σεβασμός και υπευθυνότητα, όπου τα όριά σου γίνονται σεβαστά». Συνεχίζει. «Μπορεί να σου είναι δύσκολο να το καταλάβεις με αυτόν τον τρόπο, επειδή είσαι νέα σε αυτό, αλλά, είτε το πιστεύεις είτε όχι, το bdsm μπορεί να σε απελευθερώσει».

«Οπότε, υποθέτω ότι θα πρέπει να το αντιμετωπίσω και να απελευθερωθώ, έτσι δεν είναι;» ο τόνος μου είναι λίγο σαρκαστικός, επειδή είμαι νευρική.

Ο Ντέμιαν κουνάει το κεφάλι του σε αργή επιβεβαίωση, αγνοώντας τον σαρκασμό μου για να να κάνει μετά μια σιωπηλή συμφωνία που θα εξαπολύσει χάος στη ζωή μου:

«Τι είσαι πρόθυμη να μάθεις, Λιάνα;»

«Τι είσαι πρόθυμος να μου διδάξεις, Ντέμιαν;»

Χαμογελάει- ένα λάγνο, παιχνιδιάρικο, υπέροχο χαμόγελο. Αυτός ο άντρας έχει πραγματικά κάτι ελκυστικό που με κάνει να μην μπορώ να πάρω τα μάτια μου από τη φιγούρα του.

«Μου αρέσει αυτή η Λιάνα λίγο καλύτερα από το τρεμάμενο κορίτσι πριν από λίγη ώρα». Σηκώνεται και τον κοιτάζω λίγο αμήχανα μέχρι που περπατάει γύρω από το πάγκο της κουζίνας όπου τρώμε και απλώνει το χέρι του προς την κατεύθυνσή μου, όπως ακριβώς έκανε στον καναπέ πριν από λίγο. «Πάμε;»

«Πού;»

«Ακολούθησέ με». Περπατάει μπροστά μου και πηγαίνουμε προς την αντίθετη κατεύθυνση του σαλονιού όπου άφησα την τσάντα και το σακάκι μου. «Σήμερα θα έχεις το πρώτο μάθημα».

Ένας άλλος ελαφρώς πιο σκοτεινός διάδρομος μας περιβάλλει και τα λόγια της υπαλλήλου που άνοιξε την πόρτα του κτιρίου ηχούν στο κεφάλι μου. Κάθε όροφος είναι ένα διαμέρισμα, οπότε αυτό το μέρος πρέπει να είναι πολύ μεγαλύτερο απ' ό,τι φαντάζομαι. Σταματάμε μπροστά σε μια ξύλινη πόρτα, και όταν ο Ντέμιαν την ανοίγει, εγώ δεν ξέρω τι να περιμένω.

Οι τοίχοι είναι σκοτεινοί, ένα αμυδρό ζεστό φως φωτίζει τον χώρο και ακόμα κι έτσι, δεν μπορώ να δω όλο το μέρος. Υπάρχει μια μαύρη δερμάτινη πολυθρόνα σε μια από τις γωνίες, ακριβώς δίπλα σε ένα μικροσκοπικό μπαρ, όπου μπορώ να δω αρκετά ανοιχτά μπουκάλια ουίσκι, κονιάκ και άλλα ποτά που δεν αναγνωρίζω.

Στο κέντρο του δωμάτιο, υπάρχει ένα φαρδύ κρεβάτι και μια σιδερένια κατασκευή, η οποία βγαίνει από κάθε γωνία, μέχρι να συναντηθεί στη μέση, αρκετά πάνω από το στρώμα. Θα μπορούσα να σταθώ πάνω του και, ακόμη κι έτσι, δεν θα άγγιζα τα κάγκελα.

Επιπλέον, ο μισός τοίχος απέναντι από το κρεβάτι έχει καθρέφτη, ο οποίος κάνει το δωμάτιο να φαίνεται ακόμη μεγαλύτερο από ό,τι είναι. Αν και δεν βλέπω παράθυρα ή εξαερισμό, ο χώρος δεν είναι αποπνικτικός.

Ο Ντέμιαν με αφήνει να μπω και μου δίνει λίγα λεπτά για να αναλύσω τα πάντα. Βλέπω μερικά ράφια στο τοίχο δίπλα στην πόρτα και, αφού η περιέργεια είναι ισχυρότερη από οτιδήποτε άλλο αυτή τη στιγμή, πλησιάζω.

Χειροπέδες, μαστίγια, σφήνες, λιπαντικά και μερικές μεταλλικές ράβδους που δεν έχω ιδέα σε τι χρησιμεύουν, είναι το μόνο που μπορώ να προσέξω πριν μιλήσει ο Ντέμιαν.

«Πώς σου φαίνεται;»

«Ένα μέρος μου θέλει να το σκάσει χωρίς να κοιτάξει πίσω». Ομολογώ.

«Και το άλλο;»

«Θέλει να μείνει και να μάθει... περί τίνος πρόκειται».

«Πολύ καλά, αυτό είναι μία πρόοδος». Εκείνος στέκεται στην πόρτα και ασυναίσθητα, φαντάζομαι τον εαυτό μου να προσπαθεί να ξεφύγει. Δεν θα μπορούσα να το κάνω.

Το λογικό μέρος του εγκεφάλου μου θέλει να μάθει πόσο πολύ κινδυνεύω εδώ και το άλλο, θέλει να κλείσει κάθε λογική απ' το σώμα μου και να ακολουθήσω το ένστικτό μου. Δεν νιώθω να απειλούμαι, ούτε καν φοβάμαι που έχω έναν άγνωστο άνδρα να μου μπλοκάρει την έξοδο ενός δωματίου όπου υπάρχουν χίλιοι τρόποι να με βασανίσει. Ωστόσο, ξέρω ότι ο Μπρατ γνωρίζει πού βρίσκομαι, και ότι μπορεί να με σώσει από ό,τι κι αν συμβεί, επειδή εξακολουθώ να βρίσκομαι στο ίδιο μέρος με το τηλέφωνό μου. Ξέρω ότι αν δεν γυρίσω σπίτι σε λίγες ώρες, θα έχω τον καλύτερό μου φίλο να κλωτσάει την πόρτα του ασανσέρ.

«Τι θα ακολουθήσει τώρα;» Τον ρωτάω, υγραίνοντας τα χείλη μου. Το βλέμμα του για μια φευγαλέα στιγμή περνάει από εκείνο το μέρος του σώματος μου και αγχώνομαι.

«Μέχρι ποιο σημείο θα με αφήσεις να πάω, Λιάνα;» πλησιάζει και πάλι, ειναι σαν το λιοντάρι να κυνηγάει το ελάφι. Περπατάει γύρω μου και πρέπει να κουνήσω το κεφάλι μου για να τον ακολουθήσω με το βλέμμα.

«Είπες ότι μπορείς να το χειριστείς», μουρμουρίζω. «Είπες ότι μπορείς να ξέρεις πότε να σταματήσεις».

«Και το κάνω», μιλάει αργά, στριμώχνοντάς με στον μοναδικό ελεύθερο τοίχο του δωματίου. «Αυτό που θέλω να μάθω είναι αν θα ξέρεις εσύ πότε να με σταματήσεις». Το σώμα του είναι τόσο κοντά, το ύφασμα του παντελονιού του ακουμπάει το πόδι μου και βάζει τις παλάμες των χεριών του στον τοίχο, εκατέρωθεν του κεφαλιού μου. Τα μάτια μου βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο με το στήθος του και η όρασή μου φτάνει μέχρι το πηγούνι του καλυμμένο από ένα περιποιημένο μούσι. Μπορώ να δω το μήλο του Αδάμ και τις κλείδες να ξεπροβάλλουν μέσα από το μπλουζάκι με λαιμόκοψη V.

Το δέρμα του φαίνεται μαυρισμένο και υπάρχει μια ελαφρώς πιο ανοιχτόχρωμη γραμμή γύρω από το λαιμό του. Πρέπει να φορούσε κάποιο κολιέ κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Ο γιακάς του ρούχου είναι στην εντέλεια σιδερωμένος και δεν υπάρχει τίποτα ακατάστατο στην εμφάνισή του.

Σηκώνω λίγο τα μάτια μου, περιγράφοντας λεπτομερώς τη γραμμή του σαγονιού του και τους μύες που σφίγγονται στο λαιμό του όταν καταπίνει σάλιο. Συνεχίζω μέχρι να σταματήσω στα μάτια του. Έχουν αυτή την ιδιαίτερη λάμψη που με τρομάζει και ταυτόχρονα, με εμποδίζει να αποστρέψω το βλέμμα. Είναι πράσινα, που περιβάλλονται από πυκνές βλεφαρίδες και φρύδια. Το δέρμα του προσώπου του είναι επίσης μαυρισμένο από τον ήλιο.

Καταπίνω το σάλιο, νιώθω το λαιμό μου να στεγνώνει και μισοανοίγω τα χείλη για να πω κάτι, αλλά δεν βγαίνει τίποτα.

Το πρόσωπό του έρχεται όλο και πιο κοντά στο δικό μου.

Ξέρω τι έρχεται, ξέρω τι πρόκειται να συμβεί και γνωρίζω ότι πιθανόν να μπερδέψει τα πράγματα και θα καταλήξω με ραγισμένη καρδιά. Ωστόσο, όταν σκύβει προς τα εμπρός και τα χείλη του αγγίζουν ελαφρά τα δικά μου, δεν τον σταματάω.

Τα χείλη του κυριαρχούν τα δικά μου. Ο Ντέμιαν Κόσλοβ είναι φοβερός στα φιλιά, που ξέρει τι θέλει και πώς το θέλει.

Δεν υπάρχει προηγούμενη κίνηση. Δεν υπάρχουν προειδοποιήσεις, ούτε φλερτ. Το στόμα του παίρνει τα ηνία και χωρίζει τα χείλη μου απ' τα δικά του, ρουφώντας τη άκρη, μέχρι να απομακρυνθούν αρκετά μεταξύ τους και η γλώσσα του εισβάλλει στο στόμα μου.

Ένα από τα χέρια του είναι πιεσμένο στο πλάι του λαιμού μου, με τον αντίχειρά του στο πηγούνι μου και τα υπόλοιπα δάχτυλά εξαφανίζονται κάτω από το αυτί μου. Θα μπορούσε να μετακινήσει λίγο τον καρπό του, να πιέσει και να με πνίξει, όμως το χέρι δεν κινείται και μοιάζει περισσότερο με κάποιο είδος μετρητή παρά οτιδήποτε άλλο.

Είπε ότι μπορούσε να καταλάβει τι αισθανόταν ο άλλος από τους σφυγμούς και την αναπνοή. Αυτό κάνει; Ψάχνει αυτό που νιώθω μέσω του παλμου μου;

Ξαφνικά, σταματά να με φιλάει. Τα χείλη του χάνουν κάθε επαφή με τα δικά μου, αλλά το μέτωπό του είναι πιεσμένο πάνω στο δικό μου. Η αναπνοή μου είναι ασταθή και η δική του λαχανιασμένη. Κάποια στιγμή, που δεν μπορώ να θυμηθώ, τα χέρια μου έγιναν γροθιά στο μπλουζάκι του και νιώθω τους σφιγμένους μύες της κοιλιάς του στα δάχτυλά μου.

«Τώρα είναι που πρέπει να με σταματήσεις ή να με αφήσεις να συνεχίσω, Λιάνα», η φωνή του είναι βραχνή, πολύ πιο βραχνή από ό,τι είναι ήδη.

«Δεν θέλω να σταματήσω», μουρμουρίζω.

Ο Ντέμιαν χαμογελάει και απομακρύνει ελαφρώς το σώμα του από το δικό μου. Το ζεστό συναίσθημα με εγκαταλείπει και αναγκάζω τον εαυτό μου να αφήσει το μπλουζάκι του.

«Τότε ας ξεκινήσουμε με το πρώτο μάθημα», τον κοιτάζω για λίγα δευτερόλεπτα, περιμένοντας να μου πει τι να κάνω, «βγάλε τα ρούχα σου».

«Με συγχωρείς;»

«Βγάλε τα ρούχα σου», επαναλαμβάνει. «Θέλω να σε αγγίξω». Κρατάω την αναπνοή μου στους πνεύμονές μου για μερικά δευτερόλεπτα πριν μπορέσω να την αφήσω να βγει.

«Είναι απαραίτητο να...;»

«Αυτό έχει να κάνει κυρίως με το δέρμα, Λιάνα», ψιθυρίζει, «αν θέλεις να πετύχει αυτό, πρέπει να με αφήσεις να σε αγγίξω», συνεχίζει, «μπορούμε να προχωρήσουμε αργά και μπορείς να με σταματήσεις ανά πάσα στιγμή, ό,τι κι αν κάνω», γνέφω αργά, καταλαβαίνοντας τα λόγια του. Ωστόσο, δεν κουνιέμαι: «Θα ένιωθες πιο άνετα αν έβγαζα κι εγώ τα ρούχα μου;» Υπάρχει ένα διασκεδαστικό χαμόγελο στο πρόσωπό του, και φουσκώνω τα μάγουλά μου με αέρα πριν μιλήσω.

«Ναι, θα ένιωθα πιο άνετα».

Απομακρύνεται περισσότερο και πριν προλάβω να επεξεργαστώ οτιδήποτε άλλο, βγάζει το μπλουζάκι και το ρίχνει στο πάτωμα. Για λίγα δευτερόλεπτα, δεν κάνει τίποτα άλλο. Με αναλύει, με παρακολουθεί στη στριμωγμένη μου θέση ενάντια στον τοίχο και κάνω μια προσπάθεια να απομακρύνω την πλάτη μου για να φέρω τα χέρια μου στους ώμους μου και να κατεβάσω τις τιράντες του φορέματός μου. Πρώτα η πρώτη, μετά η άλλη. Το αφήνω να πέσει, μέχρι το ύφασμα να συσσωρευτεί γύρω από τα πόδια μου και φοράω μόνο το μαύρο εσώρουχο που πρότεινε ο Μπρατ.

Πραγματικά το εκτιμώ, γιατί η κιλότα δεν θα ήταν και το πιο σέξι για αυτή τη στιγμή.

Λύνει τη ζώνη που συγκρατεί το τζιν του και την ρίχνει και αυτή στο πάτωμα, χωρίς να παίρνει τα μάτια του από τα δικά μου. Βγάζω τα αθλητικά μου παπούτσια την ίδια στιγμή που βγάζει τα δικά του και μένουμε μονάχα με τα εσώρουχά μας. Μπορώ να νιώσω από το δέρμα μου να διαπερνάει ελαφρώς μία ανατριχίλα, και ξέρω ότι είναι από κάτι άλλο εκτός από την θερμοκρασία του δωματίου, επειδή είναι ζεστή.

Έχω ερεθιστεί.

«Έλα εδώ», εκείνος δεν κουνιέται ούτε εκατοστό.

Ο Ντέμιαν Κόσλοβ μόλις μου έδωσε την πρώτη εντολή.

Μόλις ξεκαθάρισε, με δύο απλές λέξεις, ποιος θα αναλάβει τον έλεγχο σε αυτή την κατάσταση.

Κάνω μικρά, σχεδόν φοβισμένα βήματα μέχρι να σταματήσω μπροστά του, λίγο λιγότερο από ένα μέτρο από το σώμα του.

Απλώνει το ένα του χέρι και τα δάχτυλά του χωρίζουν τα δικά μου, μέχρι που μπλέκονται μεταξύ τους. Μετά τοποθετεί το άλλο του χέρι στο γοφό μου, τραβώντας με πιο κοντά στο σώμα του.

Προσπαθώ να αποκρυπτογραφήσω κάτι στα μάτια του, ή στο σώμα του, ή στη στάση του, αλλά δεν υπάρχει τίποτα. Είναι κάτι που δεν μπορώ να καταλάβω.

«Τι θα ακολουθήσει τώρα;» Μουρμουρίζω.

Δεν λέει τίποτα, αλλά το χέρι του φεύγει από το δικό μου και ξαφνικά τα μαλλιά μου λύνονται. Δεν με ενοχλεί καν ο ήχος του κλιπ που πέφτει στο πάτωμα και το κουβάρι με τα καστανά μαλλιά πέφτει στους ώμους μου και κατεβαίνει στην πλάτη μου. Ο Ντέμιαν με παρακολουθεί για μια στιγμή πριν μιλήσει.

«Σε θέλω γυμνή, Λιάνα, εκτεθειμένη» το σώμα του απομακρύνεται από το δικό μου και τον κοιτάζω καθώς το κάνει κι εκείνος, περιμένοντας. Μετακινώ τα χέρια για να βγάλω το σουτιέν μου, ενώ ένα μέρος μου αναρωτιέται τι στο διάολο κάνω. Το ένα άλλο κομμάτι μου το σιωπά και μου ζητά να συνεχίσω, να δοκιμάσω, να πιέσω τα όρια και να ανακαλύψω τι είμαι πρόθυμη να δώσω απ' τον εαυτό μου. Τότε, μεταφέρω τα χέρια στο λάστιχο του εσώρουχου μου και παίρνω μια ανάσα πριν το γλιστρήσω προς τα κάτω.

Ο Ντέμιαν μου χαμογελάει ελαφρά, σαν να είναι περήφανος για την πρόοδό μου και την προθυμία μου. «Εδώ». Περιμένει να πλησιάσω ξανά για με αγγίξει. Γλιστράει τα χέρια από το ώμους μου, μέχρι να κρατήσει τα δικά μου. «Βλέπεις; Δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι».

«Δεν φοβάμαι», ψιθυρίζω.

Τώρα που το ξανασκέφτομαι, δεν λέω ψέματα. Είμαι νευρική και ανήσυχη, αλλά φοβισμένη... Όχι, δεν φοβάμαι, και αυτό είναι που με τρομοκρατεί.

«Θέλω να σε αγγίξω» μιλάει σιγανά. «Θέλω να περάσω τα χέρια μου πάνω από το σώμα σου μέχρι να τα νιώσεις μέρος του εαυτού σου». Τα δάχτυλά του γλιστρούν στο πρόσωπό μου, σταματώντας στιγμιαία στα χείλη μου, για να συνεχίσει προς τα κάτω, αγγίζοντας τις κλείδες μου, το στήθος μου και τα πλευρά μου. Κρατάω την αναπνοή μου καθώς απομακρύνεται και περπατάει πίσω μου. Ούτε καν γυρίζω. Αισθάνομαι κάποιους θορύβους και μετά, κάτι τοποθετείται μπροστά στα μάτια μου. Μου παίρνει μισό δευτερόλεπτο για να βάλω τα χέρια μου πάνω από τα δικά του, εμποδίζοντάς τον να καλύψει το οπτικό μου πεδίο. «Είναι μια μάσκα, Λιάνα, μονάχα αυτό», εξηγεί. Το στέρνο του αγγίζει την πλάτη μου και οι γλουτοί μου αισθάνονται τον καβάλο του.

Αργά, κατεβάζω τα χέρια μου.

«Γιατί;»

«Δεν θέλω περισπασμούς». Θέλω να γελάσω. Περισπασμούς; Δεν υπάρχει περίπτωση να συγκεντρωθώ σε οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτόν. Το χέρι του κρατάει το δικό μου και με κάνει να περπατάω στα τυφλά, αφού μου έχει φορέσει την μάσκα, μέχρι τα πόδια μου να προσκρούσουν σε κάτι μαλακό. «Το κρεβάτι», διευκρινίζει. Χαίρομαι που τα λέει όλα. Αυτή τη στιγμή, κάθε πληροφορία που με βγάζει από το σκοτάδι είναι χρήσιμη και καθησυχαστική.

«Κάθισε». Όταν το κάνω, τα χέρια του πιέζουν ελαφρά τους ώμους μου προς τα πίσω και με ξαπλώνει.

Η πλάτη μου αγγίζει το μαλακό ύφασμα των σεντονιών και ξέρω ότι έχει απομακρυνθεί, γιατί το σώμα μου σταματά να αισθάνεται αυτή την παράξενη ενέργεια που πηγάζει από το δικό του.

Λίγο αργότερα, κάτι κρύο και μεταλλικό περικυκλώνει έναν από τους καρπούς μου και ο πανικός με κατακλύζει.

«Μη...»

«Ηρέμησε», η φωνή του παραμένει ήρεμη και σταματάει.

«Δεν θέλω να μου βάλεις χειροπέδες», μουρμουρίζω, «μην...»

«Είναι εντάξει. Έχεις δίκιο, δεν έχουμε φτάσει ακόμα σε αυτό το επίπεδο εμπιστοσύνης», απαντά, «αλλά αν δεν το κάνω, θα πρέπει να μείνεις ακίνητη, με τα χέρια σου εκεί που θα τα έχω βάλει εγώ. Μπορείς να το κάνεις αυτό, γλυκιά μου;»

«Θα το κάνω».

«Αν κουνηθείς, θα σου βάλω χειροπέδες, εντάξει; Ως τιμωρία για ανυπακοή», γνέφω, απόλυτα αποφασισμένη ότι δεν θα μου περάσουν χειροπέδες.

Τα δάχτυλά του είναι υγρά καθώς τα γλιστράει στο στήθος μου και τσιμπάει τις ρώγες μου. Πιέζει το δέρμα μου, τρίβει και κατεβάζει τα δάχτυλά του στους μηρούς μου.

«Άνοιξε τα πόδια». Το κάνω, λίγο, και εκείνος τα ανοίγει ακόμα περισσότερο, «τα χέρια».  Δεν καταλαβαίνω τι εννοεί, μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι τα κατηύθυνα στα δικά του. «Τι έχουμε πει;»

«Συγγνώμη», μουρμουρίζω, πριν στη θέση που τα άφησε, πάνω από το κεφάλι μου. Ωστόσο, η ελευθερία μου δεν διαρκεί πολύ, γιατί βάζει τις χειροπέδες σε κάθε καρπό και ξέρω ότ δεν μπορώ να παραπονεθώ, επειδή, στην πραγματικότητα, κάνει αυτό που είπε και το αποδέχομαι.

Τα υπόλοιπα, είναι κλεμμένες ανάσες, κοφτοί αναστεναγμοί και τα χέρια του - Χριστέ μου, τα χέρια του - να περνούν από κάθε εκατοστό του δέρματός μου, μέχρι να το φθείρει. Από τις άκρες των δαχτύλων των ποδιών μου μέχρι τα μαλλιά μου, δεν υπάρχει σπιθαμή που να μην αγγίζει.

Τσιμπάει τις ρώγες μου, τις στρίβει, τις φυσάει και σταματάει, κάθε φορά που καμπυλώνω, ψάχνοντας για περισσότερα. Δεν ψάχνω για κάτι λογικό. Έχω χάσει αυτή τη μάχη από τη στιγμή που του έστειλα εκείνο το καταραμένο μήνυμα, αλλά... Γιατί;

Τι μου συμβαίνει; Γιατί αυτό που μου κάνει δεν με αηδιάζει; Γιατί νιώθω τόσο υπέροχα;

Η φωνή του δεν παύει ποτέ να είναι μια μαγική μελωδία στα αυτιά μου, ενώ τα χέρια του με βασανίζουν, ψάχνουν ανάμεσα στα πόδια μου, με αγγίζουν σε κάθε ευαίσθητο μέρος και με αφήνουν να γνωρίσω μια απόλαυση που δεν έχω βιώσει στο παρελθόν. Εκρήγνυμαι σε έναν οργασμό που με αφήνει τρεμάμενη και όταν εκείνος αφαιρεί τη μάσκα, συνειδητοποιώ ότι κλαίω.

Ελευθερώνει τα χέρια μου, τρίβει τα χέρια μου και με παρηγορεί.

«Είναι κάτι φυσιολογικό», μουρμουρίζει. Με τραβάει στην αγκαλιά του και το δέχομαι, αναζητώντας κάποιου είδους ζεστασιά, καθώς το σώμα μου τρέμει ελαφρώς και οι δύο βρισκόμαστε ξαπλωμένοι στο κρεβάτι  «πολλοί άνθρωποι φοβούνται να νιώσουν ελεύθεροι, να νιώσουν... απελευθερωμένοι».

Και τώρα το καταλαβαίνω, γιατί άγγιξα την ελευθερία, την ένιωσα, την γεύτηκα, και τώρα... την αφήνω να φύγει, γιατί με τρομάζει.

«Θέλω να πάω σπίτι σε παρακαλώ».

Ο Ντέμιαν Κόσλοβ είναι περισσότερο από αυτό που μπορώ να χειριστώ.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro