Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 38

Η νύχτα τελειώνει μάλλον ήσυχα και εκπλήσσομαι λίγο που ο Ντέμιαν δεν πάει πέρα από ένα ντους μαζί, χωρίς σεξουαλικό περιεχόμενο.

«Αρκετά έγιναν σήμερα», απαντάει στη σιωπηλή ερώτηση στο μυαλό μου. «Να σε πιέσω θέλω, όχι να σε διαλύσω».

«Αυτό σημαίνει ότι μπορώ να πάω για ύπνο τώρα;» Η φωνή μου είναι διασκεδαστική και προσπαθώ να κρύψω τη νευρικότητά μου, γιατί αν μπορούσε να διαβάσει αυτή την ερώτηση στο πρόσωπό μου, ίσως μπορούσε επίσης να μαντέψει τι σκεφτόμουν καθώς τον αγκάλιαζα στο μπαλκόνι.

«Αυτό σημαίνει ότι μπορείς να ανέβεις στο κρεβάτι», τραβάει απαλά τα βρεγμένα ακατάστατα μαλλιά μου και περπατάει ακριβώς δίπλα μου στον διάδρομο, μέχρι να φτάσουμε στο δωμάτιο και να εισέλθουμε. «Δεν έχω αποφασίσει ακόμη αν θα σε αφήσω να κοιμηθείς ή όχι».

«Όμως...»

«Κάθε μέρα ενθουσιάζομαι όλο και περισσότερο με την ιδέα να σου τοποθετήσω φίμωτρο για πρώτη φορά» λέει όταν είμαστε μερικά βήματα μακριά από το κρεβάτι, περνώντας το δάχτυλό του από τα χείλη μου. Ακούσια κάνω ένα μορφασμό, και εκείνος χαμογελάει. «Ήταν μια πολύ έντονη μέρα, μωρό μου. Μπορεί να μην το αισθάνεσαι, αλλά είναι αρκετό για σήμερα», περνάει το χέρι του μέσα από τα μαλλιά μου. «Στο κρεβάτι, τώρα».

«Πρέπει να ξεμπερδέψω αυτό πρώτα», δείχνω το κεφάλι μου και αρχίζω να χωρίζω τα μαλλιά μου με τα δάχτυλά μου σε τρία τμήματα για να τα πλέξω. Ευτυχώς που είχα ένα λαστιχάκι στην τσάντα μου.

«Τι κάνεις;»

«Τα πλέκω», μουρμουρίζω, «δεν είναι κι το πιο ωραίο να ξαπλώνεις με βρεγμένα μαλλιά», εκείνος χαμογελάει ενώ εγώ βεβαιώνομαι ότι δεν υπάρχουν μπλεγμένες τούφες.

«Πήγαινε εκεί», δείχνει το κρεβάτι. «Θα το κάνω εγώ».

«Μπορώ να το κάνω μόνη μου», διατηρεί ένα αυστηρό βλέμμα, και βρίσκω τον εαυτό μου να περπατάει προς το στρώμα πιο γρήγορα απ' ό,τι θα έπρεπε. Ο κυρίαρχος κάθεται πίσω μου, αφήνοντας το ένα του πόδι έξω από το κρεβάτι για να δώσει στον εαυτό του σταθερότητα και αρχίζει να τα πλέκει. «Έχεις κάποιο φετίχ με τα μαλλιά, Ντέμιαν;»

Αφήνει ένα γέλιο.

«Όχι απ' όσο γνωρίζω». Συνεχίζει να διασταυρώνει τις τούφες των μαλλιών, με την ησυχία του.

«Πού έμαθες να πλέκεις τα μαλλιά, τέλος πάντων;»

Χρειάζεται μερικά δευτερόλεπτα για να απαντήσει.

«Σε ορισμένες σκηνές τα μαλλιά μπορεί να γίνονται εμπόδιο», σχολιάζει, «έτσι είναι συνήθως πλεγμένα ή σε αλογοουρά, έτσι έμαθα να το κάνω», συνεχίζει. «Δεν είναι επιστήμη, απλά παρακολούθησα μερικά μαθήματα».

«Υπάρχει κάτι που δεν ξέρεις πώς να κάνεις;»

«Είμαι απαίσιος στη μαγειρική γλυκών», η φωνή του είναι ελαφρώς διασκεδαστική.

«Αλήθεια;»

«Τα γλυκά κι εγώ δεν τα πάμε καλά», γυρνάω λίγο, τόσο ώστε να δω τον μορφασμό στο πρόσωπο του. «Μάτια μπροστά, μωρό μου».

«Αυταρχικέ».

«Ναι, πάρα πολύ», τραβάει μια τούφα από τα μαλλιά μου. «Αυτό είναι όλο», του δίνω το λαστιχάκι γύρω από τον αριστερό μου καρπό και αυτός τη στρίβει μερικές φορές στο τέλος της πλεξούδας. «Τώρα, ναι, για ύπνο, μωρό μου».

«Μάλιστα, αφέντη», απομακρύνεται λίγο από κοντά μου, σηκώνει τις κουβέρτες και με σπρώχνει στο στρώμα. «Ποιο είναι το πρόβλημά σου με την μαγειρική γλυκών;»

Ο Ντέμιαν κάνει παύση για λίγα δευτερόλεπτα, φαίνεται να το σκέφτεται και μετά χαμογελάει.

«Δεν έχω υπομονή».

«Ω έλα τώρα, δεν έχεις καθόλου υπομονή;» Σταυρώνω τα χέρια στο στήθος μου, κοιτάζοντάς τον καθώς αυτός ρίχνει μια ματιά στο κινητό του.

«Όχι για την μαγειρική», διευκρινίζει.

«Αν μπορείς να είσαι τόσο υπομονετικός μαζί μου, μπορείς να είσαι και με τα γλυκά».

«Είναι πιο δύσκολο», παραπονιέται. «Τέλος πάντων, μωρό μου...»

«Πρέπει να προσπαθήσουμε», λέω και κάθομαι στο κρεβάτι.

«Είναι τρεις το πρωί, πήγαινε για ύπνο».

«Δεν εννοώ τώρα αλλά αύριο», επιμένω. «Σε παρακαλώ».

«Μην κάνεις αυτή την έκφραση, δεν πρόκειται να με πείσεις», σπρώχνει τους ώμους μου πίσω στο στρώμα. «Πήγαινε για ύπνο, τώρα».

«Γιατί δεν μπορούμε να προσπαθήσουμε;‡ Ρωτάω, χαμογελώντας. «Έι, παραβιάζεις κάθε όριο που έχω δημιουργήσει ποτέ στη ζωή μου, νομίζω ότι είναι δίκαιο να σε πιέσω λίγο».

«Είσαι τελείως τρελή», ο Ντέμιαν χώνεται στο κρεβάτι και σβήνει το κιτρινωπό φως που φώτιζε τα πάντα. «Κοιμήσου πριν συνεχίσεις να λες ανοησίες».

«Ντέμιαν...»

«Δεν χρειάζεται να σε κοιτάξω για να καταλάβω το βλέμμα στο πρόσωπό σου, και σου είπα ότι τα κουταβίσια μάτια δεν πιάνουν σε μένα», αρπάζει τους καρπούς μου, τους τραβάει πάνω από το κεφάλι μου και βάζει τα πόδια του ανάμεσα στα δικά μου. Τα μάτια του είναι δύο μικρές αμυδρά λαμπερές κηλίδες στο σκοτάδι, αλλά δεν μπορώ να δω κάτι περισσότερο από αυτό. «Πήγαινε για ύπνο», η φωνή του είναι βραχνή και χαμηλή.

«Γκρινιάρη», προσπαθώ να απελευθερώσω τα χέρια μου και ξεφυσάω όταν αυτός σφίγγει τη λαβή του. «Θα μείνεις έτσι όλη τη νύχτα;»

«Ίσως», αργεί μερικά δευτερόλεπτα πριν πέσει δίπλα μου και με τραβήξει μέχρι το μισό μου σώμα να βρεθεί πάνω στο δικό του. «Έκλεισες το ξυπνητήρι σου, έτσι δεν είναι;»

«Φοβάσαι να σηκωθείς νωρίς;»

Τραβάει απαλά την πλεξούδα μου.

«Αν χτυπήσει το ξυπνητήρι αύριο, θα σε τιμωρήσω, έγινα σαφής;»

Καταπίνω δυνατά και προσπαθώ να τεντωθώ για να φτάσω το κινητό μου, αλλά εκείνος γυρνάει και παρεμβαίνει για να με απομακρύνει από την συσκευή.

«Άσρ τη μοίρα να αποφασίσει».

«Θέλω απλά να...»

«Κοιμήσου, τώρα».

Σφίγγω τα χείλη μου, αναπαύομαι και αποφασίζω να περιμένω να κοιμηθεί για να κλείσω το ξυπνητήρι.

«Καληνύχτα, Ντέμιαν», λέω με τον πιο ήρεμο τόνο φωνής που μπορώ να βρω και γελάει. Το στήθος του δονείται πάνω στο δικό μου και σφίγγει το σώμα μου πιο σφιχτά στην αγκαλιά του.

«Μην προσπαθήσεις τίποτα, μωρό μου».

«Δεν ξέρω γιατί το σκέφτεσαι αυτό για μένα», προσποιούμαι ότι χασμουριέμαι. «Εξάλλου, είμαι κουρασμένη, πρέπει να κοιμηθώ. Όπως είπες, ήταν μια κουραστική μέρα».

Πρέπει να παρακολουθήσω μαθήματα θεάτρου. ΕΠΕΊΓΟΝ.

«Φυσικά, φυσικά». Ο Ντέμιαν γελάει ξανά. «Δεν μιλήσαμε ήδη για τα ψέματα;»

«Μια πολύ παραγωγική συζήτηση, αλλά έχεις δίκιο, είναι τρεις η ώρα το πρωί και θα έπρεπε να κοιμηθούμε».

Δεν λέει τίποτε άλλο, αλλά μας απομακρύνει ακόμη περισσότερο από το κινητό μου, το οποίο βρίσκεται στο τραπέζι δίπλα στο κρεβάτι, ακριβώς δίπλα στο δικό του, και εγώ ξεφυσάω, γιατί ήδη γνωρίζει τα σχέδιά μου.

«Καληνύχτα, γατάκι», πιέζει τα χείλη του στο μέτωπό μου και προσπαθώ να χαλαρώσω τους μυς μου, προσπαθώντας να κρατήσω την αναπνοή μου ήρεμη. Ο Ντέμιαν χαλαρώνει επίσης και περνάει μισή ώρα μέχρι να μπορέσω να σηκωθώ από το κρεβάτι. Τουλάχιστον κοιμάται τόσο βαθιά που τα χέρια του χαλάρωσαν αρκετά ώστε να μπορέσω να ξεφύγω απ' την αγκαλιά του. Με αργά βήματα κάνω τον γύρο του κρεβατιού και αρπάζω το τηλέφωνό μου, συγκρατώντας έναν αναστεναγμό. Ανοίγω την οθόνη, μπαίνω στην εφαρμογή του ξυπνητηριού και κατσουφιάζω με το γεγονός ότι το έχω ήδη απενεργοποιήσει.

«Αυτό είναι κλεψιά, μωρό μου». Ένα χέρι περικυκλώνει τον καρπό μου και αμέσως ένας ήχος έκπληξης μου ξεφεύγει.

Πώς κινήθηκε τόσο γρήγορα και τόσο αθόρυβα;

«Ήταν ήδη απενεργοποιημένο», δικαιολογούμαι. «Απλά...»

«Νόμιζα ότι είπες ότι είσαι κουρασμένη».

«Ναι, είμαι», προσπαθώ να ξεφύγω από τη λαβή του και να ανέβω στο κρεβάτι. «Ο ύπνος ακούγεται καλή ιδέα».

«Νομίζω ότι έχασες την ευκαιρία σου, γατούλα». Ανάβει το νυχτερινό φως και το δωμάτιο φωτίζεται αμυδρά. Τα σώματά μας δημιουργούν σκιές στον τοίχο απέναντι από το κρεβάτι. Είναι καθισμένος στην άκρη του κρεβατιού, χαμογελώντας πονηρά. «Το ήξερα ότι θα την πατούσες», πιέζω τα χείλη μου, χωρίς να πω τίποτα. «Έλα εδώ».

«Δεν θέλω τιμωρία».

«Τότε να μην είχες σηκωθεί από το κρεβάτι», το χέρι του ανηφορίζει στο αντιβράχιο μου για να με τραβήξει πιο κοντά του. Κάνω δύο τρεμάμενα βήματα και σταματάω.

«Αλήθεια νυστάζω πολύ».

«Είναι πραγματικά κρίμα... ή όχι». Χαμογελάει. «Θα το απολαύσω να σε τιμωρώ, μωρό μου», τσιρίζω όταν εκείνος με ανεβάζει πάνω στα πόδια του, πιέζοντας τα χέρια μου στην πλάτη μου. Ακόμα κι όταν σπαρταράω, αυτός σφίγγει το χέρι του γύρω από τους καρπούς μου και περνάει το άλλο του χέρι στους γλουτούς μου. «Λοιπόν, μωρό μου...»

«Συγγνώμη».

«Δεν πιστεύω στις γρήγορες συγγνώμες», σφυρίζει. «Ίσως όταν ζητήσεις ειλικρινά συγγνώμη, να σε αφήσω να κοιμηθείς», ψιθυρίζει. Η καρδιά μου χτυπάει πολύ δυνατά καθώς συνεχίζει να κινεί το χέρι του με αρκετή ηρεμία και η απελπισία να μάθω πότε θα με τιμωρήσει με κάνει να ζαλίζομαι. Θα μετράς κάθε χτύπημα και θα λες συγγνώμη, αφέντη, μέχρι να ακουστείς αρκετά πειστική για μένα. Έγινα σαφής;»

«Μάλιστα, αφέντη», τα χέρια μου είναι σφιγμένα σε γροθιές και η λαβή γύρω από τους καρπούς μου είναι πολύ δυνατή. Δεν προσπαθώ καν να κουνηθώ και το πρώτο χτυοημα κάνει θόρυβο στη σιωπή του δωματίου. Αναγκάζομαι να ανοίξω το στόμα μου καθώς το κάψιμο εξαπλώνεται στο μηρό μου και η φωνή μου βγαίνει τρεμάμενη. «Έ- ένα, συγγνώμη, αφέντη». Χρειάζονται άλλα δύο δευτερόλεπτα για να δώσει το δεύτερο χτύπημα. «Δ-δύο, συγγνώμη, αφέντη».

«Ας το δοκιμάσουμε αυτό χωρίς το τραύλισμα». Ο απότομος ήχος του χεριού του χτυπώντας τα οπίσθια μου με αγγίζει περισσότερο από τον πόνο του χτυπήματος. Μέχρι το πέμπτο, καταφέρνω να μιλήσω χωρίς να τραυλίζω.

«Έξι, συγγνώμη, αφέντη».

«Ακόμα δεν ακούγεσαι πολύ μετανιωμένη, γατούλα».

Στο δέκατο τρίτο, βγάζω μια κραυγή και σπαρταράω. Χρειάζονται μερικά ακόμα για να γεμίσουν τα μάτια μου με δάκρυα.

«Είκοσι, συγγνώμη, λυπάμαι πολύ, αφέντη». Μουρμουρίζω. Η φωνή μου βγαίνει βραχνή, τρεμάμενη και νιώθω το πρώτο δάκρυ να πέφτει από τα μάτια μου. «Συγγνώμη».

Τα δάκρυα δεν κατηφορίζουν καν εξαιτίας του πόνου και νομίζω ότι αυτό με κάνει να νιώσω χειρότερα. Να έχω απογοητεύσει τον Ντέμιαν, ακόμα κι για ένα ηλίθιο πράγμα σαν αυτό, προκαλεί περισσότερο πόνο κι από την τιμωρία.

«Αυτό ήταν πιο ειλικρινές», ο Ντέμιαν απελευθερώνει τους καρπούς μου, με σηκώνει, αφήνοντάς με στα τρεμάμενα πόδια μου και με ανεβάζει στο κρεβάτι μ' αυτόν αγκαλιάζοντας το σώμα μου.

«Λυπάμαι», επαναλαμβάνω. Δεν είμαι σίγουρη αν μιλάω σ' αυτόν ή στον εαυτό μου.

«Το ξέρω», περνάει τους αντίχειρές του από τα μάγουλά μου.

Δεν λέει τίποτα για μερικά δευτερόλεπτα, παρηγορώντας με στην αγκαλιά του, και μετά σβήνει το φως, αφήνοντάς μας και τους δύο πάλι κάτω από τα σκεπάσματα. Ο κώλος μου δεν αγγίζει καν το στρώμα επειδή ο κυρίαρχος με έχει κυριολεκτικά επάνω του και παίρνω δύσκολες αναπνοές καθώς ηρεμώ. Εξακολουθεί να είναι παράξενο ότι το άτομο που μόλις έβαψε τους γλουτούς μου με κόκκινο χρώμα με παρηγορεί.

«Τώρα ας πάμε για ύπνο, μωρό μου», ψιθυρίζει. Το στήθος του δονείται κάτω από τον κρόταφό μου. «Δεν θέλεις άλλη τιμωρία, γι' αυτό θα είναι καλύτερα να κοιμηθείς μέχρι το πρωί, εντάξει;»

Και αυτή τη φορά, με παίρνει ο ύπνος, παρόλο που το μυαλό μου είναι ανήσυχο.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro