Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 36

Για τον Ντέμιαν, το να βάζει ένα κορίτσι σε ένα φορείο, να το συγκρατεί και να το αγγίζει μέχρι να ξεχάσει οτιδήποτε πέρα από την αίσθηση των χεριών του στο δέρμα της, πρέπει να είναι κοινός φαινόμενο. Ωστόσο, για κάποιον που δεν το έχει κάνει ποτέ, μπορεί να σημαίνει πολλά πράγματα.

Υπερέβην τα όριά μου... λίγο... πολύ. Τον άφησα να με αγγίξει στο κλαμπ, μπροστά σε κόσμο και δεν υπήρξε καμία κρίση πανικού, καμία κραυγή, κανένα άγχος.

Αυτό θα πρέπει να με καθησυχάσει ή να με ανησυχήσει;

Ακόμα και το γεγονός ότι δεν μπορούσα να κουνηθώ ήταν... καθησυχαστικό. Είναι δύσκολο να συγκρίνεις τους ιμάντες με τα χέρια αλλά είχε ακριβώς την ίδια αίσθηση με το σώμα του Ντέμιαν να καθηλώνει το δικό μου στο κρεβάτι.

Ξέρεις ότι δεν μπορείς να ξεφύγεις, ότι κάτι σε κρατάει πίσω αλλά είναι ένα ασφαλές, ήσυχο μέρος. Ποιο είναι το νόημα να αναστατώνεσαι για κάτι που δεν έχει λύση;

Να επιστρέψω από όπου κι αν ήταν το μυαλό μου όλο αυτό το διάστημα είναι μια άλλη διαδικασία. Διαδικασία εισόδου, διαδικασία εξόδου. Είναι σαφές ότι τα πράγματα σ' αυτό δεν είναι γρήγορα. Μερικές φορές αισθάνομαι ότι πηγαίνουμε πολύ γρήγορα - ίσως επειδή όλα αυτά είναι εντελώς καινούργια για μένα - και άλλες μέρες, όταν καταφέρνω να εξετάσω την όλη κατάσταση, παρατηρώ ότι στην πραγματικότητα δεν βιαζόμαστε και αυτό με καθησυχάζει.

«Είπες κάτι στα ρωσικά», μουρμουρίζω λίγο αργότερα, καθώς μαζεύω πράγματα στο μυαλό μου.

«Χμ», ο Ντέμιαν δεν λέει τίποτε άλλο και είναι σαφές ότι δεν πρόκειται να μου πει.

«Πρέπει να μάθω ρωσικά;»

Γελάει.

«Όχι, αυτό δεν είναι απαραίτητο», πιέζει τα χείλη του στο μέτωπό μου και μετά αναστενάζει. «Πάμε σπίτι, Λιάνα».

Τα σωθικά μου σφίγγονται. Ναι, ένα μέρος του εαυτού μου θέλει να φύγει, αλλά, από την άλλη πλευρά, η περιέργεια του να μείνω εδώ και να μάθω όσα περισσότερα μπορώ για το κλαμπ, με κάνει να μιλήσω:

«Μπορούμε να μείνουμε λίγο περισσότερο;» Μουρμουρίζω.

Ο Ντέμιαν με παρατηρεί, συνοφρυώνεται ελαφρώς και αναλύει το πρόσωπό μου. Ίσως ψάχνοντας για το τι στο διάολο με έκανε να αλλάξω γνώμη.

«Τι ήταν αυτό;»

«Τίποτα», απαντώ νευρικά. «Ίσως είναι λάθος μου να το προτείνω καν;»

«Θέλεις να μείνεις;»

«Ίσως... για λίγο ακόμα».

Νομίζω ότι αυτό με αγχώνει περισσότερο από το να του ζητήσω να με αφήσει να φτάσω στην κορύφωση το περασμένο Σαββατοκύριακο.

«Καλώς», δεν λέει τίποτα άλλο για μερικά δευτερόλεπτα.

«Μπορώ να έχω τα ρούχα μου πίσω, παρακαλώ;» Ρωτάω, σηκώνοντας τα μάτια μου στα δικά του. Πού βρίσκεται το σουτιέν και το τοπ μου;

«Τους πείθεις όλους με τα κουταβίσια μάτια σου, έτσι δεν είναι;» Ο Ντέμιαν μου χαμογελάει αργά. «Δεν πιάνουν σε μένα, μωρό μου»

«Αλλά εγώ δεν...»

«Υποθέτω ότι έχοντας σπουδάσει ψυχολογία, θα έχεις ακούσει κάτι σαν "Δεν θα σου πω αυτό που θες να ακούσεις, αλλά αυτό που χρειάζεσαι», γνέφω. «Λοιπόν, δεν πρόκειται να σου δώσω αυτό που θες, αλλά αυτό που χρειάζεσαι».

«Και γιατί πρέπει να είμαι γυμνή;»

«Εμπιστοσύνη, να διαλύσεις τα εμπόδια», ψιθυρίζει. «Κανείς δεν είναι εκτός ορίων εδώ, μωρό μου, κανείς δεν πρόκειται να σε αγγίξει αν δεν το θέλεις», περνάει το χέρι του από τη γάμπα μου.

«Εσύ με αγγίζεις».

«Με αφήνεις να σε αγγίζω. Θέλεις να σταματήσω;»

«Όχι».

«Ακόμα κι αν στεκόσουν στη μέση του δωματίου, εντελώς γυμνή, κανείς δεν θα σε άγγιζε».

«Πώς μπορείς να είσαι τόσο σίγουρος;»

«Πρώτον, επειδή όλα εδώ είναι συναινετικά, γατάκι μου», κατασταλάζει, πιέζοντας το σώμα μου πιο σφιχτά πάνω στο δικό του πριν συνεχίσει να μιλάει, «και δεύτερον, επειδή δεν θα τους άφηνα».

Ο κτητικός τόνος στη φωνή του δεν μου διαφεύγει, και ίσως, μόνο ίσως, στον πραγματικό κόσμο αυτό θα έπρεπε να με προειδοποιήσει. Ωστόσο, δεν βρισκόμαστε στον πραγματικό κόσμο, αλλά σε ένα φετίχ κλαμπ που λέγεται Lust και εγώ κάθομαι επάνω στα πόδια του ιδιοκτήτη, καθώς το χέρι του ανεβαίνει επικίνδυνα στο εσωτερικό του μηρού μου.

«Μπορούμε να παρακολουθήσουμε μια σκηνή», καθαρίζω τον λαιμό μου, «στην τελική δεν είδα καμία».

«Στάσου όρθια», δίνει την εντολή. Ναι, χαίρομαι που τα πόδια μου δεν τρέμουν και τραβάω το ύφασμα σφιχτά γύρω μου. «Η κουβέρτα φεύγει».

«Η κουβέρτα μένει», παραπονιέμαι.

«Δεν είσαι σε θέση να διαλέξεις», ο Ντέμιαν στενεύει τα μάτια και χαμογελάει. Κλείνει τα μάτια και χαμογελάει. «Αφαίρεσέ την».

«Γιατί οι κύριοι και οι αφέντες φοράνε όλα τα ρούχα και οι υπόλοιποι πρέπει να κυκλοφορούν ημίγυμνοι;» Πριν αφαιρέσω την κουβέρτα, τοποθετώ όλα τα μαλλιά μου πάνω από τους ώμους μου, προσπαθώντας να κρατήσω τα στήθη μου καλυμμένα. Διπλώνω την κουβέρτα, την απλώνω στο μπράτσο του καναπέ όπου κάθεται ακόμα ο Ντέμιαν και με κοιτάζει με ένα διασκεδαστικό χαμόγελο. «Ευχαριστημένος;»

«Μην είσαι θρασύς, μωρό μου», ο Ντέμιαν σηκώνεται και πρέπει να σηκώσω το κεφάλι για να τον κοιτάξω κατάματα. «Υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι εδώ που θα μπορούσαν να απολαύσουν να σου δώσουν τιμωρία», χουφτώνει το πηγούνι μου, περνώντας τον αντίχειρά του από τα χείλη μου, «συμπεριλαμβανομένου και εμένα».

Τι θα μου έκανες; Η περιέργεια είναι μία μεγάλη σκρόφα που χτυπάει τις χειρότερες στιγμές. Ωστόσο, είμαι αρκετά σίγουρη ότι δεν θέλω να μάθω την απάντηση στις σκέψεις μου στη μέση του Lust.

«Συγγνώμη, αφέντη», παίρνω τα χέρια μου από τους γοφούς μου και τα τοποθετώ σε κάθε πλευρά, «αλλά είναι άδικο».

Βούλωσε το στόμα σου, Λιάνα.

«Η έλλειψη ρούχων σε κάνει να έχεις πιο μεγάλο στόμα;» Ο Ντέμιαν κατεβάζει το χέρι του στην κορυφή του μοναδικού ρούχου που με καλύπτει ακόμα, και σταματάω να αναπνέω. Δεν θα το έκανε. «Αναρωτιέμαι πόσο θρασύς θα γίνεις αν βγάλουμε και αυτό».

«Θα μείνω σιωπηλή», μουρμουρίζω, χαμηλώνοντας το βλέμμα και απομακρύνοντας το σώμα μου από το χέρι του.

«Μου αρέσουν οι αυθάδεις υποτακτικές, μωρό μου, αλλά δεν νομίζω ότι θέλεις τιμωρία εδώ, οπότε κράτα το για το σπίτι, εντάξει;»

Να τον ευχαριστήσω;

Ο Ντέμιαν απλώνει το χέρι του, χουφτώνει ξανά το πηγούνι μου και με φιλάει. Τα χέρια του κρατούν ακίνητο το πρόσωπό μου και τα δικά μου κρέμονται σε κάθε πλευρά του σώματός μου, μέχρι ο εγκέφαλός μου να στείλει την εντολή να τα σηκώσω και να τα βάλω γύρω από το λαιμό του. Η αλήθεια είναι ότι πρέπει να σταθώ στις μύτες των ποδιών μου και εκείνος να γείρει όρος τα εμπρός έτσι ώστε να είμαστε λίγο πολύ σε μια άνετη θέση φιλιού.

Τι κόστιζε στη γενετική μου για να μου δώσει μερικά εκατοστά παραπάνω, ε;

«Ας πάρουμε κάτι να πιούμε και να παρακολουθήσουμε λίγο», διακόπτει το φιλί, αν και δεν απομακρύνεται από κοντά μου και, έχοντας ακόμα το ένα του χέρι γύρω μου, ξεκινάμε να περπατάμε. Τακτοποιώ βιαστικά τα μαλλιά μου, φροντίζοντας να καλύπτουν το στήθος μου, και παίρνω μια βαθιά ανάσα, προσπαθώντας να αγνοήσω όποιον περνάει από δίπλα μας. Έτσι κι αλλιώς περνάω πιο απαρατήρητη μισόγυμνη, παρά με το τοπ ή το σουτιέν μου. Ακόμα και φορώντας την φούστα μόνο, είμαι πιο καλυμμένη από άλλα άτομα.

Ο Ντέμιαν με οδηγεί προς στο μπαρ που έχουμε ήδη πάει και δείχνει ένα από τα σκαμπό γύρω από το μπαρ.

«Αφεντικό, τι μπορώ να κάνω για σένα;» Ο άντρας που σερβίρει το μπαρ είναι ένας άλλος, λεπτός, με σκούρα ξανθά μαλλιά και μάτια στο χρώμα του μελιού.

Φαίνεται συμπαθητικός.

«Χρειάζομαι νερό και μια μπύρα, παρακαλώ», Ο Ντέμιαν έχει το στήθος του πιεσμένο στην πλάτη μου καθώς μιλάει στον άντρα, και εγώ κρατάω τα μαλλιά μου μπροστά μου, «και ένα ζευγάρι χειροπέδες, Μάρκους».

Μην φρικάρεις. Ίσως τις θέλει απλά για... Γαμώτο, καλύτερα να πανικοβληθώ.

«Εμ, Ντέ... Αφέντη;» Του χαμογελάω όσο πιο χαλαρά μπορώ, αν και πρέπει να φαίνομαι ψυχωτική. «Αυτές δεν είναι για μένα, έτσι δεν είναι;» μουρμουρίζω καθώς ο άντρας στην άλλη πλευρά του μπαρ αφήνει κάτω ένα μπουκάλι νερό, ένα μπουκάλι μπύρα και ένα ζευγάρι γυαλιστερές μεταλλικές χειροπέδες σε πλαστικό περιτύλιγμα.

«Πιες το νερό», δεν απαντά στην ερώτησή μου και εγώ συνοφρυώνομαι, περιμένοντας. «Νόμιζα ότι κάναμε αυτή τη συζήτηση πριν από ένα λεπτό, μωρό μου», πιέζει το δείκτη του ανάμεσα στα φρύδια μου και μου χαμογελάει. «Πιες. Το. Νερό».

Ανοίγω το μπουκαλάκι, νιώθοντας το τρίξιμο του καπακιού και της σφραγίδας ασφαλείας, και πίνω μια γουλιά πριν ο άλλος άντρας, ο Μάρκους, μιλήσει: «Επαναστατικό κορίτσι;»

Το χέρι του Ντέμιαν βρίσκεται στο κάτω μέρος της πλάτης μου όταν απαντάει.

«Μερικές φορές», καθαρίζει το λαιμό του. «Πώς πάνε τα πράγματα με την γυναίκα σου;»

«Έπρεπε να μείνει μέχρι αργά σήμερα, ήρθε πριν από λίγο και είναι με την Αλέξις», απαντά. «Λοιπόν... Πώς τα πας, κατοικίδιο;»

«Μάρκους, θέλω να μου δώσεις την τσάντα μου, σε παρακαλώ». Η γυναίκα με το χαμόγελο φορτωμένο σαρκασμό από το περασμένο Σαββατοκύριακο σταματά ακριβώς μπροστά μας. «Ντέμιαν, κατοικίδιο, καλησπέρα».

«Μαριάνα». Ο Ντέμιαν μιλάει με χαλαρό τρόπο καθώς ο μπάρμαν βάζει μια μαύρη σατέν τσάντα στο μπαρ και η γυναίκα την αρπάζει. «Πώς είσαι;»

«Καλά, εξαιρετικά καλά», χαμογελάει η γυναίκα. «Λιάνα, σωστά;»

«Μάλιστα, κυρία», της χαμογελάω ελαφρά.

«Βλέπω ότι είσαι πιο άνετα σήμερα», μου χαμογελάει. «Αυτό είναι καλό».

«Νομίζω πως ναι, ευχαριστώ», προσπαθώ να παραμείνω ήρεμη καθώς με αναλύει και στη συνέχεια χαρίζει ένα πλατύ χαμόγελο στον μπάρμαν. «Λοιπόν, Μάρκους, πού είναι η γλυκιά μας Κάρολ;»

«Είναι με την Αλέξις για λίγα λεπτά και μετά θα έρθει εδώ», ξεφυσάει ο άντρας. «Νομίζω ότι θα πάω να της δώσω μία τιμωρία αν δεν έρθει εδώ μέσα στα επόμενα δέκα λεπτά».

Τον παρακολουθώ, χωρίς να λέω τίποτα. Η Μαριάνα και ο Ντέμιαν συνεχίζουν μια συζήτηση στην οποία δεν δίνω καν σημασία, μέχρι που ένα ελαφρύ τράβηγμα σε μια τούφα των μαλλιών μου με κάνει να στρέψω την προσοχή στον κυρίαρχο μου.

«Είπα να πιεις το νερό σου».

«Έχω πιει αρκετό», μουρμουρίζω, βλέποντας ότι έχω ήδη αδειάσει το μισό μπουκάλι.

«Καλώς», παίζει με το χείλος της μπύρας και χαμογελάει στην άλλη γυναίκα. «Βρήκες τίποτα ενδιαφέρον, Μαριάνα;»

«Μπορώ να κάνω μια σκηνή για εσάς αν θες». Χαμογελάει: «Έχει περάσει καιρός από τότε που τιμώρησα κάποιο από τα κατοικίδια».

Ναι, θα έπρεπε σίγουρα να φύγω μακριά από αυτό το μέρος.

Ή όχι.

Γιατί να τρέξω αφού κανείς δεν με ενοχλεί;

«Πού;» Ο Ντέμιαν της μιλάει μετά από λίγα δευτερόλεπτα.

«Bondage, στον ιστό της αράχνης», απαντάει, «θα τα ετοιμάσω όλα και σε περίπου... δέκα λεπτά θα είμαι έτοιμη».

«Έγινε». Η γυναίκα φεύγει μετά τα τελευταία λόγια του Ντέμιαν και έχει μείνει μόνο ο μπάρμαν, ο οποίος εξυπηρετεί αλλά άτομα. Το ελαφρύ τράβηγμα στα μαλλιά μου με κάνει να τον κοιτάξω λίγο συγκεχυμένα. Πρέπει να φαίνομαι γελοία, τα μάγουλά μου αναψοκοκκινισμένα, τα χείλη μου σφιγμένα, τα μάτια μου στενά προς το μέρος του. «Τοποθέτησε τα χέρια πίσω σου».

Μια γρήγορη ματιά στις χειροπέδες στον πάγκο με κάνει να αρχίσω να αρνούμαι.

«Ήμουν φρόνιμη», μουρμουρίζω.

«Δεν είναι τιμωρία», διευκρινίζει, βγάζοντας τις χειροπέδες, «είναι μάθημα».

«Αλλά...»

«Έχω ένα ταιριαστό φίμωτρο, θέλεις να το χρησιμοποιήσω;» Αρνούμαι γρήγορα καθώς φτάνει πίσω μου και παγιδεύει τους καρπούς μου με χειροπέδες. «Μην μιλάς αν δεν είναι απαραίτητο», γέρνει λίγο το σκαμνί στο οποίο κάθομαι και αφαιρεί τα μαλλιά από τους ώμους μου. «Μείνε ακίνητη».

«Το υποσχέθηκες», μιλάω με κοφτή ανάσα.

«Υποσχέθηκα ότι κανένας άλλος εκτός από μένα δεν θα σε αγγίξει και δεν την έχω αθετήσει». Πώς μπορεί να είναι τόσο ήρεμος; «Έχεις ένα υπέροχο σώμα, μωρό μου, θα πρέπει να είσαι περήφανη που θέλουν να το κοιτάξουν».

Καταπίνω και εύχομαι να είχα πιει λίγο περισσότερο νερό, γιατί τα χείλη μου είναι στεγνά τώρα.

«Είναι άβολο».

«Επειδήναισθάνεσαι εκτεθειμένη. Είχαμε αυτή τη συζήτηση πριν από λίγα λεπτά».

«Το ξέρω», μουρμουρίζω, «αλλά και πάλι είναι άβολο. Δεν μπορώ να αλλάξω όλα όσα θεωρούσα φυσιολογικά στη ζωή μου από το ένα δευτερόλεπτο στο άλλο».

«Καταλαμβαίνω», κρύβει μια τούφα μαλλιών πίσω από το αυτί μου. «Πρέπει να δουλέψουμε πάνω στην αυτοπεποίθησή σου, μωρό μου».

«Δεν έχω...»

«Τα ψέματα μένουν έξω από εδώ, ξεκάθαρο;» Ο Ντέμιαν βάζει το χέρι του κάτω από το πηγούνι μου. «Τώρα, είπες ότι ήθελες να δεις κάποια σκηνή, ας πάμε». Τυλίγει τα δάχτυλά του γύρω από το δεξί μου χέρι ώστε να με κάνει να πηδήξω από το σκαμνί και να περπατήσω δίπλα του.

Άβολα, κοιτάζω γύρω μου, τους ανθρώπους που είναι ντυμένοι κυρίως στα μαύρα, δερμάτινα ή λατέξ, αφήνοντας αρκετό δέρμα εκτεθειμένο.

Υπάρχουν πάρα πολλά δερμάτινα σουτιέν, ημιδιαφανή στρινγκ και όλος ο χώρος δονείται από σεξουαλικότητα, ακόμη και αν πρόκειται απλώς για ανθρώπους που πίνουν ή συζητούν.

Οι κραυγές και τα βογγητά πνίγονται και αναμειγνύονται με τη μελωδία που παίζει στο παρασκήνιο και παίρνω το χρόνο να αναλύσω το μέρος. Κάτι που, απ' ό,τι φαίνεται, δεν έχω κάνει πριν. Οι τοίχοι - όλοι τους - είναι σκοτεινού χρώματος. Κάποιοι είναι μπλε, χρώμα του ωκεανού, κάποια είναι σκούρο κόκκινο και κάποια μαύρα. Μοιάζει με κώδικα.

«Τι σημαίνουν τα χρώματα των τοίχων;» Τολμώ να τον ρωτήσω όταν περάσουμε το πιο πυκνό μέρος με ανθρώπους.

«Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι δεν έχουν διαλέξει τυχαία;» Ένα χαμόγελο είναι ζωγραφισμένο στο πρόσωπο του και ανασηκώνει τα φρύδια.

«Δεν κάνεις τυχαία πράγματα, απ' ό,τι έχω παρατηρήσει».

«Παρατηρητικό κορίτσι», ο Ντέμιαν χαμογελάει πιο πλατιά. «Τι πιστεύεις ότι σημαίνουν;»

«Δεν ξέρω».

«Προσπάθησε», σταματήσαμε σε μια γωνία, έτσι ώστε να μπορώ να βλέπω και τους τρεις τοίχους με ένα μικρό κούνημα του κεφαλιού μου. «Τι πιστεύεις ότι σημαίνουν;»

Κοιτάζω ξανά το μέρος, προσπαθώντας να το καταλάβω. Στον μπλε τοίχο υπάρχουν τα "Bondage cross", ένα σωρό αλυσίδες και εξοπλισμοί περιορισμού. Μην ρωτήσετε τα ονόματα, γιατί δεν ξέρω. Θυμάμαι ότι τα είδα σε κάποια ιστοσελίδα όταν ξεκίνησα όλη την έρευνα για τη διατριβή. Τα περισσότερα από αυτά χρησιμοποιήθηκαν για...

«Το μπλε είναι για μαστίγια», υποθέτω. «Σωστά;» ένας αμυδρός ήχος βγαίνει από το λαιμό του Ντέμιαν. «Λοιπόν, ας συνεχίσουμε... Το κόκκινο είναι για... Δέσιμο;»

«Σωστά».

«Δεν μπορώ να καταλάβω την σημασία του μαύρου», μουρμουρίζω, προσπαθώντας να μαντέψω τι είναι οι μεταλλικοί πάγκοι με το πάνω μέρος πιο φαρδύ και επένδυση από δέρμα.

«Για το spanking» Απαντάει. «Πάμε, η Μαριάνα θα ξεκινήσει», σφίγγει λίγο το χέρι του γύρω από το μπράτσο μου και με αναγκάζει να περπατήσω. Κάνουμε μερικά βήματα μέχρι να βρεθούμε μπροστά σε αυτό που μοιάζει με ένα δίχτυ από χοντρά, μπεζ σχοινιά. Έμοιαζε με ιστό αράχνης, με οκτώ σημεία αγκιστρωμένα σε σιδερένιο πλαίσιο που περνούσε γύρω από το σχοινί.

«Νόμιζα ότι ο ιστός της αράχνης ήταν ένα αστείο», μουρμουρίζω, ακόμα έκπληκτη, κοιτάζοντας το σχέδιο λίγα μέτρα μακριά μας. Η Μαριάνα είναι μπροστά μας, επίσης λίγα βήματα μακριά, με μια κοπέλα να στέκεται μπροστά της, με τα χέρια πίσω από το κεφάλι της. Η κυρία της λέει κάτι και η κοπέλα απαντά, διατηρώντας μια έκφραση ηρεμίας.

«Εδώ». Ο Ντέμιαν με σταματάει σε ένα συνδυασμό καναπέδων, παρόμοιων με αυτούς που υπάρχουν παντού, και πριν προλάβω να ρωτήσω ή να πω οτιδήποτε, βάζει ένα από τα μαξιλάρια στο πάτωμα και πιέζει τους ώμους μου προς τα κάτω, κάνοντας τα γόνατά μου να υποχωρήσουν στο μαξιλάρι. Δεν παίρνει τα χέρια του από τους ώμους μου, κρατώντας με ασφαλή μέχρι να βολευτώ στο μαξιλάρι, με έναν αναστεναγμό. Δεν έχω καν τα χέρια μου να με στηρίξουν και προσπαθώ να μετακινήσω τα μαλλιά μου προς τα εμπρός, αλλά εκείνος τα κρατάει με το ένα του χέρι, ενώ το άλλο χαϊδεύει τον ώμο μου. «Είσαι καλά εκεί;»

«Είμαι καλά», πέφτει στον καναπέ πίσω μου, με τα πόδια του σε κάθε πλευρά μου.

Παγιδευμένη, ξανά. Αισθάνομαι όμως ασφαλής. Είναι σαν να υπάρχει ένα όριο ανάμεσα σε μένα και όλους τους άλλους, και... ο Ντέμιαν είναι αυτό το όριο. Έχει όλα τα μαλλιά μου στην πλάτη μου, αποκαλύπτοντας το στήθος μου.

Καθώς παρακολουθώ τη Μαριάνα και την υποτακτική της, δεν μπορώ να μην αισθανθώ κάποιο μέρος του άνδρα να με αγγίζει και ακόμη και τότε, δεν αναστατώνομαι όταν ακούω άλλες φωνές κοντά, μιλώντας του. Ο Ντέμιαν δεν κάνει καμία προσπάθεια να απομακρυνθεί, ούτε σταματά να αγγίζει τα μαλλιά μου ή τον ώμο μου καθώς παρακολουθώ τη σκηνή που εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μου.

Η Μαριάνα βάζει την υποτακτική να εγκατασταθεί ακριβώς μπροστά στον ιστό της αράχνης και αγκιστρώνει τα χέρια της με άλλα σχοινιά σε αυτά που είναι ήδη συνδεδεμένα. Τότε, το άλλο κορίτσι ανεβάζει τα πόδια της και τα αγκιστρώνει επίσης, με όλο της το σώμα να υποστηρίζεται από τα σχοινιά. Βάζει ένα υπερβολικά μεγάλο φίμωτρο, με μια κόκκινη μπάλα στο στόμα της και καλύπτει τα μάτια της με ένα μαντήλι.

Το χέρι του Ντέμιαν κατεβαίνει από τον ώμο μου αγγίζει την κλείδα μου ενώ είναι ακόμα σε μια συζήτηση. Η κίνηση φαίνεται ακόμη και αφηρημένη αλλά ο Ντέμιαν δεν κάνει ποτέ κάτι τυχαίο. Όταν φτάνει στο στήθος μου και πιέζει την θηλή, τραβιέμαι προς τα πίσω, και το άλλο του χέρι με εμποδίζει να κινηθώ περισσότερο από μερικά εκατοστά.

«Ακίνητη», η λέξη είναι απαλή αλλά σταθερή, όπως είναι κάθε φορά που αρχίζω να κάνω κάτι που δεν θα έπρεπε. «Λοιπόν, τι έλεγες;»

«Σκεφτήκαμε ότι αύριο θα μπορούσαμε να περιορίσουμε τις στολές σε κατοικίδια ζώα, ξέρεις... θα ήταν ενδιαφέρον να δούμε πώς τα πάνε με ντυμένοι γάτες, ζώα και...»

«Ναι, αυτή ήταν η ιδέα», η φωνή του Ντέμιαν εξακολουθεί να έχει αυτόν τον αυταρχικό τόνο καθώς μιλάει σε κάποιον άλλο και συνεχίζει να παίζει με τις ρώγες μου χωρίς να μπορώ να κάνω κάτι για να τον σταματήσω.

Γιατί ζεσταίνομαι; Γιατί νιώθω την υγρασία ανάμεσα στα πόδια μου και το κοκκίνισμα που καλύπτει τα μάγουλά μου και... πέρα από την αρχική σκέψη να το σκάσω, δεν μπορώ να βρω τίποτα κακό σε αυτό;

Λοιπόν, δεν υπάρχει σωματική βλάβη. Δεν υπάρχει κίνδυνος. Δεν υπάρχουν απειλές σε κοντινή απόσταση. Μπορώ να χαλαρώσω. Πρέπει να χαλαρώσω.

Χαλαρώνω αργά, ασυναίσθητα τους ώμους μου, παρόλο που τα δεμένα με χειροπέδες χέρια μου πίσω από την πλάτη μου δεν με αφήνουν να κάνω πολλά. Τα στήθη μου αισθάνονται όλο και πιο βαριά και παλλόμενα καθώς ο Ντέμιαν με αγγίζει και η αναπνοή μου γίνεται όλο και πιο λαχανιασμένη.

«Εντάξει, θα τα πούμε αργότερα», όποιος μιλούσε στον Ντέμιαν απομακρύνεται και εκείνος σκύβει, ακουμπώντας το κεφάλι του δίπλα στο δικό μου.

«Πώς σου φαίνεται η σκηνή, γατούλα;»

«Η σκηνή;» Ανοιγοκλείνω τα μάτια από τρόμο, γιατί έχω εντελώς ξεχάσει τη σκηνή μπροστά μου και βλέπω ότι η Μαριάνα κρατάει ένα από αυτά τα μαστίγια με πολλές χοντρές λωρίδες. «Χμ, καλή είναι».

«Δεν δίνεις σημασία», λέει χαμογελώντας. «Σου αποσπάει κάτι την προσοχή, μωρό μου;»

Παίρνω μια βαθιά ανάσα, κρατώντας την επιθυμία να του πω να πάει να γαμηθεί γιατί αυτός είναι που μου αποσπά την προσοχή.

«Όχι, αφέντη».

«Σου έχω πει ότι μου αρέσουν τα στήθη σου;»

Μου ξεφεύγει ένα νευρικό γέλιο.

«Το πρόσεξα γιατί τα αγγίζεις συνέχεια», στρίβει μια από τις θηλές μου, προκαλώντας μου ένα βογγητό, κάπου ανάμεσα στον πόνο και την ευχαρίστηση και μετά με αφήνει.

«Πρόσεχε, αλλιώς θα αντικαταστήσεις εκείνη την υποτακτική αργότερα». Σχεδόν γρυλίζει, κάνοντάς με να τρομάξω λίγο.

«Τότε σταμάτα να μου αποσπάς την προσοχή, αφέντη». Καλά λοιπόν, ίσως το να κλείσω το στόμα, να γνέψω και να κοιτάξω ευθεία είναι μια καλύτερη επιλογή, αλλά... Το ελαφρώς συνοφρύωμα του Ντέμιαν και το έκπληκτο βλέμμα του με κάνουν να χαμογελάσω.

Τι έκανες με τη Λιάνα, άγνωστη;

«Νομίζω ότι θα πρέπει να σου μάθω τρόπους». Ο Ντέμιαν μου χαμογελάει με ένα χαμόγελο που θα μπορούσε να κάνει τα πόδια μου να αρχίσουν να τρέμουν. «Ψάχνεις για τιμωρία».

«Συγγνώμη, αφέντη», αποστρέφω το βλέμμα μου από πάνω του, επιστρέφοντας στη σκηνή που ζήτησα να δω, και κάνω ό,τι μπορώ για να αγνοήσω τα χέρια του όταν με αγγίζει ξανά. Είναι βασανιστήριο, πραγματικά.

Είναι ένα γλυκό μαρτύριο που απλώνεται και με κάνει να ξεχάσω οτιδήποτε πέρα από τα χέρια του που αγγίζουν το στήθος μου.

Επικεντρώνομαι στη σκηνή, δίνω προσοχή στα χέρια της γυναίκας που αγγίζουν το κορίτσι και πώς αυτό βογκάει, κλαψουρίζει και συσπάται κάθε φορά που η γυναίκα πιέζει οποιοδήποτε σημείο του σώματός της ή φέρνει τον δονητή κοντά στο στήθος ή την κλειτορίδα της. Ίσως δεν θα έπρεπε να ερεθιστώ βλέποντας την σκηνή αυτή, αλλά... αυτό ακριβώς συμβαίνει.

Ολόκληρο το σώμα μου αναριγεί, σκεπτόμενη ότι ίσως μια μέρα να είμαι εκεί, δεμένη, εντελώς παραδομένη και ευάλωτη σε ό,τι θέλει να μου κάνει ο Ντέμιαν.

Έχοντας τελειώσει, βλέπω τη Μαριάνα να λύνει την άλλη κοπέλα με τους μύες της εντελώς χαλαρούς και μία έκφραση χαράς.

«Νομίζω ότι είσαι έτοιμη», λέει ο Ντέμιαν με σοβαρότητα αφού η γυναίκα πλησιάσει και ανταλλάξει μαζί του μερικές κουβέντες.

«Έτοιμη για τι;»

«Φεύγουμε, μωρό μου». Ο Ντέμιαν σηκώνεται, με βοηθάει να κάνω το ίδιο και με γυρίζει προς το μέρος του.

«Πού να πάμε;»

Κατσουφιάζω ελαφρώς και ο Ντέμιαν χαμογελάει.

Πριν προλάβω να πω κάτι, με σηκώνει σαν σακί επάνω στον ώμο του και δεν μπορώ καν να κρατηθώ από κάπου επειδή τα χέρια μου είναι ακόμα δεμένα με χειροπέδες πίσω από την πλάτη μου. «Ντέμιαν!»

Το χαστούκι στον κώλο μου με κάνει να τιναχθώ και σπαρταράω.

«Πώς με είπες;»

«Αφέντη... σε παρακαλώ», στριφογυρίζω, προσπαθώντας μάταια να κατέβω κάτω. «Φαίνεται ο κώλος μου!»

«Είναι ωραίος κώλος, γατούλα, νομίζω ότι οι άλλοι θα εκτιμήσουν τη θέα». Λες και αυτό είναι κάτι φυσιολογικό.

Αρχίζει να απομακρύνεται από τους ανθρώπους και ο εγκέφαλός μου στέλνει όλες τις ειδοποιήσεις όταν βλέπω ότι πλησιάζουμε όλο και πιο κοντά στην πόρτα. Είμαστε ήδη δίπλα στο κεντρικό μπαρ, το δωμάτιο όπου δεν υπάρχουν εξοπλισμοί bdsm.

«Σε παρακαλώ...» παραπονιέμαι. «Νομίζω ότι ζαλίζομαι», λέω ψέματα, απλά για να προσπαθήσω να σταθώ ξανά στα πόδια μου.

«Δεν σε πιστεύω», δεν φαίνεται καν να καταβάλλει προσπάθεια να έχει όλο μου το βάρος σε έναν από τους ώμους του. «Καληνύχτα, Όουεν». Στριφογυρίζω ξανά. «Αν συνεχίσεις να κινείσαι, η φούστα σου θα σηκωθεί και δεν πρόκειται να την κατεβάσω, το θέλεις αυτό;» άλλο ένα χαστούκι πέφτει κατευθείαν στον κώλο μου και όλη η ζέστη εξαπλώνεται.

Αυτό δεν θα έπρεπε να μ' αρέσει.

«Όχι, αφέντη».

«Μείνε ακίνητη τότε, μωρό μου».

Η όραση είναι αρκετά περιορισμένη επειδή το κεφάλι μου ακουμπάει στο κάτω μέρος της πλάτης του και πρέπει να σφίξω τους μύες στην κοιλιά μου για να ισιώσω λίγο τη σπονδυλική μου στήλη και να δω κάτι.

«Πού πάμε;»

«Στο αυτοκίνητο».

«Μα είμαι γυμνή», παραπονιέμαι.

«Το πρόσεξα αυτό». Ένα από τα χέρια του γλιστράει ανάμεσα στα πόδια μου, αγγίζοντας ελαφρά το ευαίσθητο μου σημείο, και παλεύω να μην κουνιέμαι από φόβο μήπως πέσω και δεν μπορώ καν να βάλω τα χέρια μου μπροστά από το πρόσωπό μου. «Τι σε ερέθισε, γατούλα;»

«Πραγματικά το...;»

Ένα τρίτο χτύπημα πέφτει στον κώλο μου και τσιρίζω.

«Σου έκανα μια ερώτηση, απάντησέ μου».

Ο Ντέμιαν συνεχίζει να περπατάει, μέχρι να φτάσουμε στο διάδρομο που οδηγεί στην έξοδο και για μια στιγμή σκέφτομαι ότι θα μπορούσε να είχε αποφασίσει ότι το να πάει στο γραφείο του είναι καλύτερο από το να φύγει από το κλαμπ, αλλά ο άντρας συνεχίζει να περπατάει.

«Δεν πρόκειται να απαντήσω μέχρι να με αφήσεις κάτω».

«Δεν θα σε αφήσω κάτω μέχρι να απαντήσεις», σταματάει σχεδόν στην είσοδο, αφήνοντάς με με τον κώλο μου προς το εσωτερικό του κλαμπ. «Μπορώ να μείνω έτσι όλη τη νύχτα, το ξέρεις αυτό;»

«Σε μισώ, αυτό ξέρω».

«Ναι, αυτά είναι τα συναισθήματά σου που μιλούν», περνάει το χέρι του στο πίσω μέρος του μηρού μου. «Λοιπόν, θα απαντήσεις ή θα περάσουμε τη νύχτα εδώ;»

«Δεν ξέρω τι με ρώτησες».

«Τι ήταν αυτό που σε έκανε να ερεθιστείς;»

Ούτε εγώ δεν ξέρω!

«Δεν είμαι σίγουρη».

«Θα πρέπει να κάνουμε ξανά μία συζήτηση για την ειλικρίνειά σου μαζί μου;»

«Είμαι ειλικρινής, το ορκίζομαι», ακούγονται ίσως λίγο απελπισμένη. «Μπορείς να με κατεβάσεις σε παρακαλώ;»

«Όταν απαντήσεις με ειλικρίνεια, θα το κάνω».

Ξεφυσάω.

«Νομίζω ότι ήταν όταν τις είδα να... παίζουν. Ευχαριστημένος;»

«Ούτε καν, αλλά είμαι ευχαριστημένος με την απάντησή σας», με γλιστράει μέχρι το πάτωμα, κάνοντας τη φούστα μου να ανέβει  και πρέπει να κουνηθώ για να την προσαρμόσω. «Είσαι σίγουρα τσαντισμένη μαζί μου, έτσι δεν είναι;»

Εσύ τι νομίζεις, ηλίθιε;

«Όχι, αφέντη».

«Λες ακόμα ψέματα», με γυρίζει, βγάζει τις χειροπέδες και τις βάζει στην πίσω τσέπη του παντελονιού του, ενώ εγώ τοποθετώ τα μαλλιά μου πάνω από τα στήθη μου και σταυρώνω τα χέρια μου, προσπαθώντας να καλυφθώ.

«Μπορώ να έχω τα ρούχα μου πίσω, παρακαλώ;»

«Δεν θα τα χρειαστείς ούτως ή άλλως», ο κυρίαρχος μου βγαίνει από το κλαμπ, αφήνοντάς με μερικά βήματα πίσω του, και εγώ καθυστερώ στην είσοδο, ακριβώς δίπλα στον φρουρό ασφαλείας. «Εγώ θα φύγω, μωρό μου. Θα μείνεις εκεί ή θα έρθεις μαζί μου;»

Παίρνω μια βαθιά ανάσα και βγαίνω από το κλαμπ, καλύπτοντας το στήθος μου όσο το δυνατόν περισσότερο.

Ο Ντέμιαν καλύτερα να μην κοιμηθεί κοντά μου απόψε, γιατί υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να θέλω να τον δολοφονήσω ενώ το κάνει. Ωστόσο, από το πονηρό χαμόγελο και τη στύση στο παντελόνι του... δεν νομίζω ότι σκοπεύει να κοιμηθεί.

Ούτε εγώ.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro