Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 18

Νομίζω ότι θα πεθάνω αν δεν φύγω από εδώ.

Αυτή είναι η πρώτη μου σκέψη το πρωί, όταν ανοίγω τα μάτια μου και συνειδητοποιώ ότι συνθλίβομαι από τον Ντέμιαν. Το χέρι του και μέρος του κορμού του πάνω στον δικό μου και το βάρος του σώματός του με συμπιέζει.

«Ντέμιαν...» Μετακινώ το χέρι του και προσπαθώ να απομακρυνθώ, προσπαθώντας να μην σκέφτομαι πόσο παράξενο είναι αυτό και τι συνέβη χθες το βράδυ.

Επιβίωσα την πρώτη νύχτα... τη δεύτερη νύχτα στις οποίες κοιμήθηκα με τον Ντέμιαν. Δώστε μου συγχαρητήρια.

Καταφέρνω να βγω από κάτω από το σώμα του, μόλις εκείνος στριφογυρίζει, ανασηκώνεται και ανοίγει τα μάτια του.

«Γεια», η φωνή του είναι βραχνή, πολύ βραχνή για την υγεία μου.

Διάολε, μην μιλάς.

«Γεια», η δική μου, από την άλλη πλευρά, είναι τρεμάμενη.

«Πώς κοιμήθηκες;» Ο Ντέμιαν ξαπλώνει στο κρεβάτι και καλύπτει το πρόσωπό του με ένα από τα χέρια του. Γιατί μπορεί να δείχνει τόσο χαλαρός και ήρεμος και εγώ να νιώθω ότι θα ξεράσω ανά πάσα στιγμή; «Δεν είσαι πρωινός τύπος;» Κουνάει λίγο το μπράτσο του, όσο χρειαζόταν για να με κοιτάξει και να καλύψει ξανά το πρόσωπό του.

«Εγώ...»

Από πού έρχεται το φως αν δεν υπάρχουν παράθυρα εδώ μέσα; Ρίχνω μια ματιά στον καθρέφτη που καλύπτει σχεδόν τον μισό τοίχο και συνοφρυώνομαι. Εισέρχεται φυσικό φως;

«Δουλεύει με φως», μουρμουρίζει. Η φωνή του είναι ακόμα κάπως βραχνή: «Αν τα φώτα είναι αναμμένα, μοιάζει με καθρέφτη, αλλά αν είναι σβηστά, λειτουργεί ως παράθυρο» φαίνεται να έχει διαβάσει το μυαλό μου. «Μη ρωτάς πώς, γιατί δεν έχω ιδέα. Πρέπει να είναι εξωγήινη τεχνολογία».

«Μάλιστα», καθαρίζω το λαιμό μου, καθώς σηκώνομαι από το κρεβάτι. Πριν προλάβω να σκύψω και να πιάσω το φόρεμά μου, με σκοπό να το φορέσω και να φύγω από εδώ το συντομότερο δυνατό, το χέρι του Ντέμιαν τυλίγεται γύρω από τον καρπό μου, σχεδόν αδύναμα, αλλά ως μία σαφής ένδειξη να σταματήσω.

«Τι συμβαίνει;»

«Τίποτα». Η φωνή μου γίνεται πιο νευρική και με προδίδει. «Σοβαρά, πρέπει να φύγω, θα αργήσω στη δουλειά».

Απλώνει το χέρι του και πιάνει το τηλέφωνό του, το οποίο άφησε στο τραπέζι δίπλα στο κρεβάτι χθες το βράδυ.

«Είναι μόλις πέντε η ώρα το πρωί, δεν έχει καν ξημερώσει, Λιάνα».

Πέντε το πρωί; Είναι αλήθεια ότι είναι σχεδόν καλοκαίρι και πως ξημερώνει νωρίς, αλλά...

Γιατί στο διάολο ενεργοποιήθηκε ο εγκέφαλός μου τέτοια ώρα;

«Το ξέρω, αλλά... Ούτως ή αλλιώς, θα φύγω».

«Τι; Είναι πέντε το πρωί, Λιάνα».

Έχει δίκιο. Ένα πολύ βάσιμο επιχείρημα, αλλά όλη αυτή η κατάσταση είναι περίεργη. Τουλάχιστον την τελευταία φορά, ξύπνησα και δεν ήταν εκεί. Δεν ήταν παράξενο να ξυπνάω μόνη, γιατί κοιμάμαι μόνη κάθε ευλογημένη νύχτα, αλλά σήμερα ο Ντέμιαν ήταν σχεδόν από πάνω μου και ίσως να με συνταράζει περισσότερο απ' όσο θα έπρεπε.

«Το ξέρω, αλλά νομίζω ότι είναι καλύτερα να φύγω τώρα».

«Λιάνα», ο Ντέμιαν αφήνει έναν αναστεναγμό, κάθεται στο κρεβάτι και με παρακολουθεί. «Πέντε η ώρα το πρωί», επαναλαμβάνει με έμφαση. «Τι υποτίθεται ότι πρέπει να κάνεις τέτοια ώρα;»

Να απομακρυνθώ λίγο από σένα. Δεν βλέπεις ότι με μπερδεύεις;

«Δεν είναι ότι πρέπει να κάνω κάτι, αλλά....»

«Τότε πήγαινε πίσω στο κρεβάτι».

«Νομίζω ότι καλύτερα να φύγω τώρα».

«Γιατί;» Έχει τα μάτια του στραμμένα στο πρόσωπό μου και ψάχνει για την αλήθεια. Σοβαρά, είναι σαν χωρίς να του μιλήσω να μπορεί να καταλάβει καθετί που περνάει από το μυαλό μου και αυτό, από τη μία πλευρά, με τρομάζει. Από την άλλη πλευρά, είναι ευκολότερο αν με καταλαβαίνει χωρίς να χρειάζεται να εκφράσω τις σκέψεις μου, επειδή είναι πραγματικά ένα καταστροφικό, ασύνδετο συνονθύλευμα. «Κοίτα...» Ο Ντέμιαν τρίβει το πρόσωπό του, δείχνοντας κουρασμένος. «Είναι νωρίς, πολύ νωρίς, για την ακρίβεια και ίσως φοβήθηκες που ξύπνησες και δεν ήσουν στο σπίτι, αλλά είσαι μια χαρά και είσαι ασφαλής εδώ».

«Δεν φοβάμαι», του λέω, ακριβώς για να μην νομίζει ότι φοβάμαι αυτόν ή την κατάσταση. «Απλά... είναι περίεργο, εντάξει;» Ξύνω το χέρι μου, νευρικά. Δεν είμαι καν σίγουρη αν έχω φαγούρα.

«Είσαι συνταραγμένη».

«Ναι, είμαι συνταραγμένη», η φωνή μου είναι λίγο πιο υψηλή από το συνηθισμένο, «φυσικά και είμαι συγκλονισμένη. Ξύπνησα με κάποιον δίπλα μου, ξέρεις πόσος καιρός έχει περάσει...;»

Καλύτερα να σταματήσεις να μιλάς.

«Εντάξει, ηρέμησε».

«Είμαι ήρεμη».

«Όχι, είσαι αναστατωμένη και είναι πέντε το πρωί». Ξαπλώνει ξανά στο κρεβάτι. «Έλα εδώ», χτυπάει δύο φορές στο πλάι του, στο στρώμα, και τον παρακολουθώ για λίγα δευτερόλεπτα, ενώ και εκείνος έχει τα μάτια του στραμμένα πάνω μου.

Παραιτούμαι, στηρίζω τα γόνατά μου στο στρώμα και βολεύομαι, ξαπλωμένη σχεδόν σαν να ήμουν μία μούμια, ακριβώς δίπλα του. Φροντίζω τα σώματα μας να μην αγγίζονται και στρέφω τα μάτια μου στο ταβάνι, το οποίο πραγματικά δεν έχει καθόλου ενδιαφέρον.

«Συγγνώμη που είμαι τόσο... έτσι», λέω μετά από λίγα λεπτά μέσα στα οποία επεξεργάζομαι τη συμπεριφορά μου.

«Δεν πειράζει», ο Ντέμιαν είναι ξαπλωμένος στην ίδια ακριβώς θέση με μένα, αλλά σε αντίθεση με μένα εξακολουθεί να με κοιτάζει. Τον βλέπω με την άκρη του ματιού μου. Για λίγα δευτερόλεπτα, κανείς μας δεν λέει τίποτα. «Κοιμήθηκες καλά;»

«Ναι» περισσότερη σιωπή, για σχεδόν ένα λεπτό. «Εσύ πώς κοιμήθηκες;»

«Πολύ καλά, ευχαριστώ που ρωτάς», δεν χρειάζεται να τον κοιτάξω για να καταλάβω ότι χαμογελάει. Η φωνή του το κάνει προφανές. «Θα μείνεις ξύπνια;»

«Δεν ξέρω», μουρμουρίζω. «Ίσως κοιμηθώ».

«Προσπάθησε να το κάνεις», μετατοπίζεται, γυρίζοντας το σώμα του στο πλάι, μέχρι να βρεθεί σχεδόν από πάνω μου και στενεύει τα μάτια προς το μέρος μου. Δεν θέλω καν να φανταστώ πώς είμαι, γιατί δεν έχω κάνει ντους. Σίγουρα έχω γυαλιστερό δέρμα και μπερδεμένα μαλλιά. «Δεν φαίνεσαι να είσαι στα πρόθυρα κρίσης πανικού».

«Δεν πρόκειται να πάθω κρίση πανικού».

Είμαι συγκλονισμένη, ναι, αλλά όχι σε σημείο να πάθω κρίση πανικού ή άγχους, γιατί είναι σαφές ότι ο Ντέμιαν δεν θα μου κάνει τίποτα. Στην πραγματικότητα, είναι πολύ πιο αξιοπρεπής τύπος από ό,τι περίμενα από έναν φετιχιστή. Έχει καταστήσει σαφές ότι δεν είναι μόνο αυτό.

«Αυτό είναι καλό».

«Ναι, έτσι νομίζω».

«Κοίτα, αν σκεφτείς ότι είχες κρίση άγχους την πρώτη φορά, αυτό είναι μεγάλη βελτίωση».

Αν το θέσεις έτσι, είναι ένα τεράστιο βήμα. Την πρώτη φορά που είδα τον Ντέμιαν, οι παλάμες μου ίδρωναν, έτρεμα ελαφρώς και ήμουν τόσο νευρική που με δυσκολία μιλούσα με συνοχή.

Τίποτα δεν έχει αλλάξει, πραγματικά.

«Τι ώρα έβαλες το ξυπνητήρι;» Τον ρωτάω μετά από λίγα λεπτά.

«Έξι η ώρα», απαντά.

Βρίσκεται ακόμα σκυμμένος από πάνω μου και αν κουνηθώ λίγα εκατοστά, θα μπορούσα να τον φιλήσω.

«Νομίζω ότι πρέπει να κοιμηθούμε λίγο ακόμα τότε». Βυθίζομαι όσο πιο βαθιά μπορώ στο στρώμα και τον κοιτάζω. Γνέφει, αλλά δεν κουνιέται. «Ντέμιαν;»

Χαμογελάει και ξανακάθεται δίπλα μου, κι εγώ βγάζω τον αέρα που δεν ήξερα ότι κρατούσα.

«Προσπάθησε να κοιμηθείς», λέει, αφού τοποθετήσει το μπράτσο του κάτω από το κεφάλι μου.

Κλείνω τα μάτια μου χωρίς άλλη λέξη, αλλά δεν με παίρνει ο ύπνος. Η αλήθεια είναι ότι πράγματι χαλαρώνω και βρίσκομαι σε ένα κενό μεταξύ ύπνου και πραγματικότητας, αλλά μια ώρα δεν είναι αρκετή για να αποκοιμηθώ. Το χέρι του Ντέμιαν κάνει απαλές κινήσεις στο κεφάλι μου και που καταλήγει να με ρίχνει στην αγκαλιά του Μορφέα. Αλλά ακριβώς τη στιγμή που είμαι έτοιμη να το κάνω, το ξυπνητήρι ηχεί.

Σχεδόν πετάγομαι από το κρεβάτι, βάζω το φόρεμά μου, τις παντόφλες μου και μαζεύω τα μαλλιά μου σε αλογοουρά, ενώ ο Ντέμιαν κοιτάζει από το κρεβάτι, σαν να μην έχει βιασύνη για τίποτα.

«Φεύγω».

«Γιατί το βάζεις στα πόδια;»

«Δεν το βάζω στα πόδια».

«Ναι, μοιάζει σαν να υπάρχει ένα φάντασμα πίσω σου και ετοιμάζεσαι να τρέξεις τρομαγμένη».

«Αλήθεια σου λέω, απλά... πρέπει να πάω σπίτι».

Ο Ντέμιαν δεν λέει τίποτα καθώς σηκώνεται από το κρεβάτι, βάζει το παντελόνι του και το μπλουζάκι του. Δράττομαι της ευκαιρίας να τρυπώσω στο μπάνιο, να ξεπλύνω το πρόσωπό μου και να προσπαθήσω να συμμαζέψω το χάος που είναι τα μαλλιά μου.

«Έλα, θα σε πάω εγώ», προτείνει καθώς βγαίνω έξω.

«Μπορώ να πάω μόνη μου, αλήθεια».

«Υποσχέθηκα να σε πάω», ψιθυρίζει. «Πάμε;»

«Έχει ήδη ξημερώσει, μπορώ να περπατήσω», επιμένω. «Δεν χρειάζεται να κρατάς κάθε τι που υπόσχεσαι, δεν είμαι τόσο απαιτητική», προσπαθώ να αστειευτώ.

«Όλες οι υποσχέσεις έχουν αξία, Λιάνα, ακόμα και οι πιο ηλίθιες». Σιωπώ, καθώς περπατάμε και οι δύο στο διάδρομο που οδηγεί στην κουζίνα και το σαλόνι. «Με συγχωρείς, θέλεις πρωινό;»

«Όχι, ευχαριστώ», μουρμουρίζω. «Θα προγευματίσω στη δουλειά».

«Γιατί φεύγεις τόσο νωρίς;»

«Επειδή πρέπει να δω τον Μπρατ και να του μιλήσω», εξηγώ.

«Ο Μπρατ, ο φίλος σου που μας παρακολουθούσε από το κτίριο;»

Ναι... Ο Μπρατ έκανε αυτό το "βγάζω τα σκουπίδια" πάλι και ο βλάκας απλά μας κοίταζε από την πόρτα του κτιρίου. Δεν θα μπορούσε να έχω έναν λιγότερο περίεργο φίλο;

«Ναι, αυτός είναι», επιβεβαιώνω. «Πρέπει να του διαβεβαιώσω ότι εξακολουθώ να είμαι σώα και αβλαβής».

Ο Ντέμιαν σταματά και με κοιτάζει.

«Πώς κι έτσι;»

«Είναι φίλος μου και ανησυχεί», εξηγώ.

«Και γιατί πιστεύει ότι μπορεί να μην επιστρέψεις σώα και αβλαβής;»

«Δεν είναι πως εκείνος το πιστεύει, αλλά υπάρχει πάντα η πιθανότητα να συναντήσεις έναν τρελό που θέλει να σε διαμελίσει».

«Επομένως ο φίλος σου γνωρίζει ότι είσαι εδώ».

«Να το θυμάσαι αυτό σε περίπτωση που σκόπευες να με σκοτώσεις κάποια στιγμή». Γελάει, «αλλά ναι, ο Μπρατ ξέρει ότι είμαι εδώ, δεν ξέρει περαιτέρω, αλλά ξέρει ότι είμαι μαζί σου».

«Και τι σκέφτεται για όλα αυτά;»

”Νομίζω ότι πήδηξε από ευτυχία όταν του το είπα», ψιθυρίζω.

«Αλλά δεν ξέρει τι κάνουμε».

«Δεν του το είπα».

«Γνωρίζει κανείς;» με ρωτάει καθώς περνάμε από την κουζίνα. «Όχι, σωστά;»

«Μετά βίας μπορώ να το παραδεχτώ στον εαυτό μου, νομίζεις ότι θα μπορούσα να το πω σε κάποιον άλλον;»

«Δεν είναι κάτι που πρέπει να παραδεχτείς».

«Έτσι νιώθω μερικές φορές», γελάει και με εκπλήσσει με το πόσο ευδιάθετος μπορεί να είναι τόσο νωρίς το πρωί και δεδομένου ότι είμαι τόσο εύθικτη. «Ποιο ήταν το αστείο;»

«Σε φαντάστηκα να πηγαίνεις στις συναντήσεις των Ανώνυμων Φετίχ και να λες: "Με λένε Λιάνα, είμαι φετιχίστρια..."»

«Δεν είμαι φετιχίστρια».

«Όλοι είμαστε φετιχιστές σε κάποιο σημείο», λέει, πατώντας το κουμπί του ανελκυστήρα, ενώ εγώ παίρνω την τσάντα μου. «Μερικά φετίχ είναι πιο περίεργα από άλλα, αλλά ναι, όλοι έχουμε κάποια».

«Ποια είναι τα δικά σου;»

Ω, ευλογημένη περιέργεια. Μου έλειψες ήδη.

«Τα δικά σου ποια είναι;» Ρωτάει ως απάντηση, ανασηκώνοντας το φρύδι. «Πες μου και θα σου πω».

Φουσκώνω τα μάγουλά μου, σκεπτόμενη.

«Δεν νομίζω ότι το έχω ανακαλύψει ακόμα».

«Νομίζω ότι έχεις, αλλά δεν θέλεις να μου τα πεις», μουρμουρίζει καθώς εισερχόμαστε στο μεταλλικό κουτί.

«Σοβαρά μιλάω, δεν έχω σκεφτεί ποτέ κάποιο είδος φετίχ». Ομολογώ. «Εκτός αυτού, Φετίχ σε σεξουαλική πρακτική ή ως μέρος του σώματος ή τι;»

«Οτιδήποτε», δεν μπορώ παρά να θυμηθώ τη σκέψη μου για τις φαρδιές πλάτες και το αίσθημα προστασίας που μου μεταφέρουν, αλλά, Αυτό είναι φετίχ; «Κάτι σκέφτηκες», υποθέτει.

«Όχι, δεν το έκανα».

«Φυσικά και το έκανες». Ο Ντέμιαν ακουμπάει την πλάτη του στο καθρέφτη μέσα στο ασανσέρ και με κοιτάζει: «Τι σκέφτηκες, πονηρό κορίτσι;»

«Φαίνεται ότι έχεις την ικανότητα να διαβάζεις τη σκέψη μου» λέω, αφού χασμουρηθώ, «οπότε πες μου, τι σκέφτηκα;»

«Ω, όχι, δεν λειτουργεί έτσι:» μουρμουρίζει. «Πρέπει να εκφράσεις τα φετίχ σου. Κάνε τα φίλους σου».

Δεν μπορώ παρά να γελάσω. Τι είδους συζήτηση είναι αυτή;

Μιλάμε για σεξουαλικά φετίχ, στις έξι το πρωί, μέσα σε ένα ανελκυστήρα!

«Τίποτα δεν μου έρχεται στο μυαλό αυτή τη στιγμή».

Ο Ντέμιαν χαμογελάει.

«Καλά, όπως θες. Κάποια μέρα θα σε κάνω να το παραδεχτείς, το ίδιο και με τις φαντασιώσεις σου».

«Αυτό είναι άλλη μια από τις υποσχέσεις σου;»

«Αυτή τη φορά είναι μια πρόκληση, Λιάνα». Η πόρτα του ανελκυστήρα ανοίγει.

«Θα βαρέσεις το κεφάλι σου στον τοίχο».

«Αυτό είναι δικό μου πρόβλημα, όχι δικό σου», ο Ντέμιαν τυλίγει το χέρι του στη μέση μου καθώς καθώς βγαίνουμε από το κτίριο και ξεκλειδώνει το αυτοκίνητο. «Επομένως, το Σαββατοκύριακο;»

«Τι συμβαίνει το Σαββατοκύριακο;»

«Θα μείνεις μαζί μου;» ρωτάει όταν είμαστε και οι δύο στο αυτοκίνητο και βάζει το κλειδί στη μίζα.

«Εγώ... είπα ναι».

«Πότε και εγώ δεν το άκουσα;»

”Αύριο στις τέσσερις σχολάω από τη δουλειά. Υποθέτω ότι μπορώ να περάσω από το σπίτι σου μετά από αυτό».

Ο Ντέμιαν γνέφει.

«Εκπλήσσομαι που δεν διαφωνείς». Στενεύει τα μάτια προς το μέρος μου και με κοιτάζει.

«Μπορώ να είμαι ειλικρινής;»

«Πρέπει να είσαι».

«Θέλω να αποφύγω τον πατέρα μου», ομολογώ, «και μου δίνεις μια δικαιολογία για να μην τον δω, οπότε σε ευχαριστώ».

«Ω, Λιάνα, με πληγώνεις». Ένα χαμόγελο ζωγραφίζεται στα χαρακτηριστικά του. «Δεν θέλω να είμαι η δικαιολογία σου».

«Θα το θέσω αλλιώς: με σώζεις από το να δω τον άνθρωπο που επαναλαμβάνει συνεχώς ότι είναι απογοητευμένος από μένα, οπότε δεν είσαι δικαιολογία, είσαι... η σωτηρία μου, καλύτερα;»

Σκάσε καλύτερα, Λιάνα.

«Καλύτερα, ναι. Μου αρέσει περισσότερο να είμαι ήρωας παρά μία δικαιολογία».

Ναι, ο Ντέμιαν είναι σίγουρα άνθρωπος της ημέρας και του πρωινού ξυπνήματος, επειδή δεν υπάρχει άλλος τρόπος να εξηγήσει κανείς την χαρούμενη διάθεση του άνδρα.

«Δεν είσαι ήρωας».

«Κι εσύ δεν είσαι καμιά καημένη δεσποινίδα που χρειάζεται διάσωση». Ψελλίζει.

Δεν αργούμε να φτάσουμε στο κτίριο όπου μένω.

«Ευχαριστώ που με έφερες», μιλάω ανοίγοντας την πόρτα του οχήματος.

«Δεν θα με αποχαιρετήσεις;» Ο Ντέμιαν χρησιμοποιεί έναν τόνο προσποιητής θλίψης και τα μάτια μας συναντιόνται. «Δώσε μου ένα φιλί, Λιάνα».

«Αλλά...»

«Φιλί, τώρα».

Αυταρχικέ.

Μάλιστα, αφεντικό!

Σηκώνω το πηγούνι μου, με την ελάχιστη αξιοπρέπεια που διαθέτω, και του μιλάω: «Τι γίνεται αν δεν θέλω να το κάνω;»

«Τιμωρία».

Γέρνω ανάμεσα στα καθίσματα, μέχρι το πρόσωπό μου και το δικό του να είναι αρκετά κοντά, ώστε να πρέπει να σηκώσω ελάχιστα το κεφάλι αν θέλω να τον κοιτάξω στα μάτια.

Δεν κουνιέται καν πολύ, απλά απλώνει το ένα του χέρι στο πλάι του προσώπου μου και με παρακολουθεί μέχρι να πάρω θάρρος και να πιέσω τα χείλη μου στα δικά του. Γιατί μου χρειάζεται τόσο πολύ θάρρος για να φιλήσω τον Ντέμιαν, ενώ το έχουμε ήδη κάνει;

Δεν ξέρω πόση ώρα φιλιόμαστε, αλλά όταν χωρίζουμε, τα χείλη μου καίγονται λίγο.

«Πρέπει να φύγω».

Ο Ντέμιαν γνέφει σιωπηλά.

«Τα λέμε αύριο, μωρό μου».

Βγαίνω από το αυτοκίνητο, συγκλονισμένη και με το συνηθισμένο αίσθημα του άγχους που πάντα μου χαρίζει αυτός ο άνθρωπος, και περπατάω σχεδόν τρέμοντας προς το κτίριό μου όπου διαμένω. Όταν βρίσκομαι στο εσωτερικό και εκείνος έχει φύγει, επειδή δεν έχω πια το αμάξι του στο οπτικό μου πεδίο, αναστενάζω.

Θέλω να δώσω στον εαυτό μου μια ευκαιρία μαζί του, αλλά...

Γιατί να το κάνω αυτό; Πώς ξέρω ότι δεν θα κάνει όπως η μητέρα μου και να φύγει όταν θα έχω ήδη συνδεθεί μαζί του; Ή ακόμα χειρότερα, αν είναι σαν τον πατέρα μου και προσποιείται ότι με αγαπάει για να μπορεί να απαιτεί και ποτέ να μην συμβιβαστεί με αυτό που μπορώ να του δώσω;

Η ψυχολογία - ως επιστήμη, ας πούμε κατά κάποιο τρόπο - λέει ότι η προσωπικότητά μας χαρακτηρίζεται από το σαράντα τοις εκατό της σχέση με τον πατέρα μας, σαράντα τοις εκατό από τη σχέση μας με τη μητέρα μας και το υπόλοιπο είκοσι τοις εκατό είναι αυτό που μπορούμε να χτίσουμε από όλο αυτό το χάος. Η προσωπικότητά μου είναι μια σαφής αντανάκλαση ενός υπερβολικά απαιτητικού πατέρα (το οποίο αντικατοπτρίζεται στο άγχος, την κοινωνική φοβία και το γεγονός ότι μπλέκομαι με έναν άντρα σαν τον Ντέμιαν, όπου επιδιώκω συνεχώς να ικανοποιώ, (όπως συμβαίνει κι με τον πατέρα μου) και μια μητέρα που με εγκατέλειψε, για τον ίδιο ακριβώς φόβο της δημιουργίας δεσμών οποιουδήποτε είδους με τους ανθρώπους, από φόβο μήπως με εγκαταλείψουν όπως το έκανε εκείνη.

Ο Φρόιντ θα ήταν περήφανος για μένα, πραγματικά, είμαι μια από τις περιπτώσεις του!

Όταν ανεβαίνω στο διαμέρισμα, δεν υπάρχει θόρυβος, πράγμα που είναι αρκετά λογικό αν σκεφτεί κανείς ότι είναι έξι περίπου η ώρα το πρωί. Μπαίνω στο δωμάτιό μου ήσυχα και αφήνω την τσάντα μου επάνω σε ένα έπιπλο, μετά φορτίζω το τηλέφωνό μου, παίρνω μερικά ρούχα και κατευθύνομαι προς στο μπάνιο για να κάνω ένα ντους ώστε να ξεπλύνω τη μυρωδιά του Ντέμιαν.

Μέχρι να βγω έξω, η πόρτα του δωματίου του Μπρατ είναι μισάνοιχτη και βλέπω ότι ο Σάιμον είναι στο κρεβάτι και ο Σκίνερ είναι μαζί του. Στην κουζίνα βρίσκεται ο φίλος μου.

«Πώς είσαι, Φροΐδιτα;»

«Καλά, εσύ πώς είσαι;»

«Μια χαρά, ο Σάιμον είναι στην κρεβατοκάμαρα». Με ενημερώνει. «Θέλεις καφέ;»

«Ναι, ευχαριστώ». Καθώς βάζω κάποια πράγματα στην τσάντα μου, του μιλάω. «Θα πας να δεις τη μητέρα σου το Σαββατοκύριακο;»

«Ναι, υποθέτω ότι κι εσύ θα πας να δεις τον πατέρα σου».

”Στην πραγματικότητα, δεν θα πάω. Δεν πρόκειται να του δώσω την ευχαρίστηση».

«Και γιατί η ξαφνική αλλαγή γνώμης;»

«Δεν θέλω να συνεχίζει να επικρίνει τα πάντα», μουρμουρίζω. «Το να πάω στο σπίτι του είναι μονάχα για να κάνει ένα παραλήρημα εναντίον της καριέρας μου και, ειλικρινά, έχω κουραστεί από αυτό».

«Ξέρεις ότι αν δεν πας να τον δεις, θα έρθει αυτός».

«Δεν πρόκειται να με βρει», αναστενάζω, «θα περάσω το Σαββατοκύριακο με τον Ντέμιαν».

”Ω, αυτό είναι... Έκανε πρόταση γάμου;»

«Όχι...»

«Έχει μαγικό μέλος;»

«Όχι...»

«Σε έδεσε;»

«Τι είναι αυτά που λεω;» ρωτάω μπερδεμένη.

«Περνάς πολύ χρόνο μαζί του, ανησυχώ λίγο», ψιθυρίζει.

«Δουλεύουμε πάνω στη διατριβή. Εξάλλου... μου αρέσει να είμαι μαζί του».

«Σου αρέσει να είσαι μαζί του ή σου αρέσει εκείνος;»

Λίγο από αυτό, λίγο από εκείνο.

”Ήσουν ο πρώτος που χάρηκε για μένα που άρχισα να έχω ζωή».

«Ναι, φυσικά και το έκανα, και χαίρομαι πραγματικά, Λιάνα. Αλλά από το τίποτα έφτασες στο σημείο να φύγεις για ένα Σαββατοκύριακο με έναν άγνωστο».

---

«Γιατί δεν τον καλείς για φαγητό; Έτσι θα μπορέσω να τον γνωρίσω επίσημα».

«Ακούγεσαι σαν πατέρας, Μπρατ. Πώς να τον καλέσω για μεσημεριανό γεύμα;»

«Μπορούμε να πιούμε μερικές μπύρες, δεν ξέρω, κάτι...» μουρμουρίζει. «Ξέρει ότι...;»

«Του ξεκαθάρισα ότι θα είναι ο πρώτος ένοχος αν μου συμβεί κάτι και ότι ξέρεις πού μένει...»

«Οπότε γνωρίζει την ύπαρξή μου». Τρίβει το πηγούνι του σκεπτικός.

«Ναι, όπως ακριβώς ξέρεις και εσύ για την δική του», διευκρινίζω. «Ίσως αν έρθει να με ψάξει αύριο, μπορείς να κατέβεις και να του πεις ένα γεια σαν φυσιολογικός άνθρωπος και όχι να προσποιείσαι ότι βγάζεις τα σκουπίδια, σε έχει ήδη δει».

«Μάλιστα, μου αρέσει αυτό».

Δεν μιλάμε πολύ περισσότερο και προσπαθώ να μην σκέφτομαι τη στιγμή που ο Μπρατ και ο Ντέμιαν θα συναντηθούν.

Αφού πιω τον καφέ μου, πηγαίνω στο μπάνιο, βουρτσίζω τα δόντια μου και δένω τα μαλλιά μου. Αμέσως μετά, βγαίνω έξω και περπατάω προς τη στάση του λεωφορείου που θα με πάει στη δουλειά.

Η μέρα μου είναι αρκετά ήρεμη, όπως περίμενε κανείς να είναι, και μέχρι να τελειώσω, έχω αρκετά αδιάβαστα μηνύματα. Αγνοώ το ένα από τον πατέρα μου και βλέπω ότι υπάρχει ένα από τον Μπρατ, λέγοντας ότι θα μπορούσαμε να βγούμε για ένα ποτό με τον Σάιμον απόψε. Απαντάω θετικά και προχωρώ στο επόμενο μήνυμα.

"Γεια! Τι κάνεις, Λιάνα; Έχει περάσει καιρός από τότε που μιλήσαμε... Πώς είσαι;" - Τζον.

Που να πάρει, ο τύπος από το sex shop.

Έχω να του μιλήσω από εκείνο το αμήχανο ραντεβού στην καφετέρια, όταν ο Ντέμιαν μου τηλεφώνησε και έκοψα την οποιαδήποτε επικοινωνία με τον Τζον.

Δεν του απαντώ, γιατί δεν ξέρω τι στο διάολο να του πω, και βγαίνω από την καφετέρια όπου εργάζομαι. Εκπλήσσομαι λίγο που δεν πήρα μήνυμα από τον Ντέμιαν, αλλά από την άλλη πλευρά, νιώθω ότι μπορώ να κάνω ένα μικρό διάλειμμα από όλη την ένταση της συνύπαρξης μαζί του.

Το απόγευμα κυλάει αρκετά ομαλά και σημειώνω καλή πρόοδο στη διατριβή μου, γεγονός που με κάνει να έχω καλή διάθεση καθώς στέλνω την πρόοδό μου στον σύμβουλο μου. Όταν καταφθάνει το βράδυ, ο Μπρατ και εγώ συναντιόμαστε με τον Σάιμον σε ένα μπαρ στο κέντρο της πόλης, το οποίο δεν είναι το ίδιο με την προηγούμενη φορά.

Ζητώ ρητά από τον Μπρατ να πάμε σε ένα διαφορετικό, γιατί φοβάμαι ότι θα πέσω πάνω στον Τζον και δεν θα μπορέσω να το χειριστώ.

«Πώς πήγε η δουλειά;» Ρωτάω Σάιμον, καθώς περιμένουμε να μας φέρουν το δεύτερο γύρο από μπύρες.

«Πολύ καλά, έχουμε προχωρήσει αρκετά στην κατασκευή. Χθες ξεκινήσαμε την εγκατάσταση όλων των υδραυλικών εγκαταστάσεων».

«Αυτό πρέπει να είναι πολλή δουλειά».

«Λιγάκι, αλλά χειρότερη είναι η εγκατάσταση των σωλήνων αερίου. Οι διαρροές νερού είναι εύκολο να εντοπιστούν, αλλά οι διαρροές αερίου...»

«Ορίστε», η κοπέλα που πήρε την παραγγελία μας αφήνει μπροστά μας τα τρία ψηλά ποτήρια.

«Ευχαριστούμε». Πριν προλάβω να συνεχίσω τη συζήτησή μου με τον Σάιμον χτυπάει το τηλέφωνό μου. Ο Μπρατ βλέπει το όνομα που αναβοσβήνει στην οθόνη πριν από μένα και προτείνει.

«Πες του να περάσει».

«Φυσικά και όχι», αποστρέφω την προσοχή απ' αυτόν και απαντώ στον Ντέμιαν. «Εμπρός;»

«Γεια σου, μωρό μου, πώς είσαι;»

Απομακρύνομαι από το τραπέζι, χωρίς να θέλω να με ακούσουν οι φίλοι μου, αλλά και επειδή υπάρχει πολύς θόρυβος γύρω μου.

«Γεια σου, μια χαρά είμαι, εσύ;»

«Πολύ καλά κι εγώ... Είσαι απασχολημένη;»

«Είμαστε... Ο Μπρατ, το αγόρι του κι εγώ είμαστε εδώ για ένα ποτό σε ένα μπαρ», βρίσκω το θάρρος και τον ρωτάω. «Θέλεις να έρθεις;»

«Είσαι σοβαρή;» Ακούγεται πραγματικά έκπληκτος.

«Ο Μπρατ μόλις το πρότεινε», ομολογώ, «και δεν νομίζω ότι θα προσπαθήσει να σε σκοτώσει σε δημόσιο χώρο», αστειεύομαι.

«Άρα θα πρέπει να ανησυχώ αν τον δω σε πιο ιδιωτικό μέρος, το καταλαβαίνω», ακούγεται διασκεδασμένος. «Πού βρίσκεστε;»

Του δίνω τη διεύθυνση του μπαρ.

«Θα έρθεις;»

«Θα προτιμούσες να μην το κάνω;»

«Όχι, εγώ... θα πρέπει να τον γνωρίσεις μια μέρα ούτως ή άλλως», μουρμουρίζω, «απλά...»

«Δεν θα πω τίποτα για εμάς, αν αυτό είναι που σε ανησυχεί».

«Δεν είναι ότι με ανησυχεί, αλλά εκείνος δεν ξέρει τίποτα».

«Καλά, θα είμαι διακριτικός».

«Σε ευχαριστώ», χαμογελάω λίγο πιο ανακουφισμένη.

«Θα σε δω σε λίγα λεπτά, μωρό μου».

Όταν επιστρέφω στο τραπέζι, επεξεργάζομαι ότι ο Ντέμιαν θα είναι εδώ σε λίγα λεπτά. Έχω μείνει στο πλάι για μια στιγμή, διαγράφοντας μερικά μηνύματα.

«Όλα εντάξει;»

«Ο Ντέμιαν έρχεται», εξηγώ. «Αυτό είναι καλό, σωστά;»

«Αλήθεια; Δεν είπε καμία δικαιολογία;» Ο φίλος μου χαμογελά στην άρνησή μου.

«Αυτό είναι υπέροχο», αναφωνεί ο Σάιμον, «επιτέλους θα γνωρίσουμε τον μυστηριώδη άνδρα».

«Τον καυτό άντρα, αγάπη μου», τον διορθώνει ο Μπρατ, «αλλά επειδή είναι καυτός δεν σημαίνει ότι μπορείς να καείς μαζί του, κατανοητό;»

«Μόνο για σένα έχω μάτια, τοξικό κάθαρμα», παραπονιέται ο Σάιμον.

«Μπορείτε να συμπεριφερθείτε σαν φυσιολογικοί άνθρωποι;» Ρωτάω λίγα λεπτά αργότερα, όταν εξακολουθούν να διαφωνούν για το ποιος είναι πιο κοντά στο να κερδίσει την υπηκοότητα του Τσερνομπίλ. «Παρακαλώ, όχι περίεργες ιστορίες, όχι ανέκδοτα που με κάνουν να φαίνομαι γελοία, ούτε...»

«Λιάνα...»

«Εσύ ειδικά Μπρατ». Τον δείχνω. «Ξέρω ότι θα πεις κάτι που θα με φέρει σε δύσκολη θέση και δεν το θέλω αυτό».

«Λιάνα...»

«Ούτε Φροΐδιτα, ούτε...»

«Είναι πίσω σου».

«Τι;» Γυρίζω και συναντώ το διασκεδαστικό βλέμμα του Ντέμιαν.

«Χαιρετώ».

«Γ-γεια...»

«Πώς είσαι;» Ο Μπρατ σηκώνεται, περπατά γύρω από το τραπέζι και τείνει το χέρι του προς την κατεύθυνση του μελαμψού άνδρα. «Εσύ πρέπει να είσαι ο Ντέμιαν».

Κάνουν μία χειραψία, ενώ εγώ το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι να με καταπιεί η γη.

Ελπίζω να μην με άκουσε.

Αν και, από την παιχνιδιάρικη έκφραση του Ρώσου, σίγουρα το έκανε.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro