Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 14

Όταν φτάνουμε ξανά στο κτίριο, έχω ένα μείγμα συναισθημάτων. Από τη μία πλευρά, η αγωνία να μάθω τι σχεδιάζει ο Ντέμιαν, η χαρά που επιτέλους αισθάνομαι άνετα γύρω από κάποιο άλλος εκτός από τον Μπρατ με κατακλύζει, και τέλος, ο φόβος.

Είναι προφανές, έτσι δεν είναι;

Τα υπολόγισα και έχουν περάσει πάνω από τέσσερα χρόνια από τότε που μοιράστηκα μια νύχτα με κάποιον. Μιλάω το να κοιμάμαι δίπλα από κάποιον άλλο εκτός από τον καλύτερο μου φίλο. Οι τελευταίες μου σεξουαλικές επαφές ήταν απλώς αυτό: σεξουαλικές επαφές που μόλις τελείωναν, φορούσα τα ρούχα μου και έφευγα.

Δεν νομίζω ότι είμαι πολύ καλή στο να κοιμάμαι σώμα με σώμα.

«Τι σκέφτεσαι;» Η φωνή του Ντέμιαν με τραβάει από τις σκέψεις μου την ώρα που μπαίνουμε στον ανελκυστήρα.

«Τίποτα συγκεκριμένο», απαντώ, καθώς κουνάω σχεδόν αφηρημένα το δακτυλίδι στο δάκτυλο μου. «Ποιανού ήταν τελικά η φράση;»

Ο Ντέμιαν χαμογελάει.

«Δεν πρόκειται να τα παρατήσεις, έτσι δεν είναι;» Τον κοιτάζω σιωπηλά, περιμένοντας. «Δεν πρόκειται να σου πω».

«Γιατί όχι;»

Ο άντρας ανασηκώνει τους ώμους του.

«Γιατί δεν θέλω, τόσο απλά».

«Αλλά...»

«Αν συνεχίσεις να επιμένεις, θα σου πω σε ένα χρόνο από τώρα».

Τον κοιτάζω για λίγα δευτερόλεπτα πριν τον ρωτήσω αυτό που ήδη είχα στο μυαλό μου κατά τη διάρκεια της νύχτας.

«Πιστεύεις ότι θα είμαστε ακόμα σε επαφή σε ένα χρόνο από τώρα;»

«Γιατί όχι; Σκοπεύεις να με ξεφορτωθείς όταν τελειώσεις τη διατριβή σου; Νιώθω χρησιμοποιημένος, μωρό μου».

«Δεν ξέρω...» Περιμένω να πει κάτι. «Πόσο διαρκεί συνήθως αυτό, αν δεν είναι κάτι μόνιμο;»

«Κανείς δεν ξεκινάει σκεπτόμενος ότι θα είναι μόνιμο», μουρμουρίζει, «περνάει ο καιρός, κοιτάς πίσω και λες... Ε, το κάνουμε αυτό πάνω από δέκα χρόνια, μήπως ήρθε η ώρα να το ονομάσουμε "μόνιμο";» Λέει: «Διαρκεί όσο θέλουμε να διαρκέσει», συνεχίζει.

«Πόσο καιρό...;»

«Πέντε χρόνια», λέει πριν προλάβω να τελειώσω την ερώτηση για το πόσο κράτησε η μακροχρόνια σχέση του.

«Γιατί χωρίσατε;»

«Είχαμε διαφορετικά ενδιαφέροντα», ο Ντέμιαν καθαρίζει το λαιμό του, δείχνοντας λίγο άβολα, «και διαφορετικές προτεραιότητες».

«Την αγαπούσες», ψιθυρίζω.

«Είναι αναπόφευκτο», μου χαμογελάει νευρικά. «Δεν το συνειδητοποιείς, αλλά έρχεται ένα σημείο που καταλαβαίνεις πώς αισθάνεσαι για το άλλο άτομο. Είναι φυσιολογικό, περνάτε πάρα πολύ χρόνο μαζί, μοιράζεστε ένα κρεβάτι, μιλάτε... είναι φυσικό να ερωτευτείς ή να νιώσεις αγάπη».

Μου παίρνει μερικά δευτερόλεπτα για να μιλήσω ξανά.

«Λοιπόν... δεν χρειάζεται να ανησυχείς γι' αυτό εδώ», δείχνω και τους δυο μας. «Δεν πρόκειται να σε ερωτευτώ και ούτε εσύ εμένα».

Χαμογελάει και γελάει, αρνούμενος. Μου απαντά με σαρκαστικό τόνο: «Φυσικά και όχι».

«Πολύ καλά», καθαρίζω το λαιμό μου.

«Η δική σου σχέση γιατί τελείωσε;»

Φουσκώνω τα μάγουλά μου, σκεπτόμενη πότε ήταν αυτό. Νομίζω ότι οι δεινόσαυροι υπήρχαν ακόμα τότε. Δεν είμαι καν σίγουρη ότι θα μπορούσα να το αποκαλέσω εκείνο σχέση.

«Επίσης, διαφορετικά ενδιαφέροντα, υποθέτω. Έδωσα προτεραιότητα στο πανεπιστήμιο, στις σπουδές, και άφησα όλα αυτά πίσω».

«Ώστε ήσουν πιο κοινωνική;»

«Όχι, στην πραγματικότητα». Δεν μπορώ παρά να γελάσω με το πόσο αξιολύπητη ήταν η ζωή μου, «αλλά... μάλλον είχα περισσότερο χρόνο να βγαίνω πριν πάω στο πανεπιστήμιο».

Το ασανσέρ ανοίγει στο διαμέρισμα του Ντέμιαν και εκείνος μου κάνει νόημα να περάσω.

«Πρέπει να κάνω μερικά τηλεφωνήματα», μου μιλάει ο Ντέμιαν ξύνοντας το πηγούνι του. «Υπάρχει ένα συρτάρι με ρούχα στο δωμάτιο, θα είναι δικά σου, οπότε χρησιμοποίησέ τα. Περίμενε με εκεί, θα τακτοποιήσω αυτά που πρέπει και θα έρθω», μετακινεί το φάκελο που έφερε από το Lust. Πριν μπορέσω να του πω κάτι, πλησιάζει και βάζει το χέρι του στο πίσω μέρος του λαιμού μου. Σηκώνω το πρόσωπό για να τον κοιτάξω και χαμογελάει. «Μου χρωστάς ένα φιλί, Λιάνα».

Για λίγα δευτερόλεπτα, τον παρατηρώ. Ίσως είναι καλύτερο να συνεχίσω με το χρέος μου, αλλά... θέλω να τον φιλήσω. Πρέπει να σηκώσω λίγο τις φτέρνες μου για να το κάνω, και ακουμπάω τα χείλη μου στα δικά του, αργά, πριν εκείνος ασκήσει μια μικρή πίεση στο πίσω μέρος του λαιμού μου και το στόμα του και το δικό μου συγκρουστούν. Δεν υπάρχει πιθανότητα να παλέψω για τον έλεγχο, δεν περιμένει καν να προσπαθήσω να τον φιλήσω. Κουνάει τα χείλη του παθιασμένα σε ένα φιλί που με ζαλίζει και μέχρι να θελήσω να το συνειδητοποιήσω, τα χέρια μου είναι γύρω από το λαιμό του. Λοιπόν, όχι: δεν φτάνω καν να τα περάσω γύρω από το λαιμό του, οπότε απλά τα αφήνω στους ώμους του.

Καθώς τα πνευμόνια μου καίγονται από την έλλειψη αέρα, απομακρύνεται. Το μέτωπό του ακουμπάει στο δικό μου για λίγα δευτερόλεπτα, καθώς αναπνέουμε λαχανιασμένοι. Πριν προλάβω να πω οτιδήποτε, ο ενοχλητικός ήχος του τηλεφώνου χτυπάει και ο Ντέμιαν απομακρύνεται από κοντά μου πριν βγάλει την συσκευή από την τσέπη του.

«Πήγαινε στο δωμάτιο, έρχομαι σε ένα λεπτό». Γνέφω, λίγο ζαλισμένη ακόμα, και απομακρύνομαι.

Πρέπει να περπατήσω από την κουζίνα προς την κρεβατοκάμαρα και όταν το κάνω, εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία για να πάρω το τηλέφωνό μου και το βιβλίο που μου έδωσε ο Ντέμιαν. Η αλήθεια είναι ότι είναι μια αρκετά ενδιαφέρουσα ανάγνωση και σκοπεύω να το διαβάσω μέχρι να εμφανιστεί.

Κατεβαίνω τον διάδρομο που οδηγεί στο δωμάτιο και συγκρατώ τον εαυτό μου από το να δω τι υπάρχει πέρα από αυτό. Είναι προφανές ότι αυτό δεν είναι το προσωπικό του δωμάτιο και θα ήθελα πολύ να μπορώ να δω πού στο διάολο κοιμάται ο Ντέμιαν, αλλά δεν υπάρχουν πόρτες πέρα από το μπάνιο. Ίσως αυτό να μην είναι καν το σπίτι του και να χρησιμοποιεί αυτόν τον χώρο για... αυτό που κάνει. Είναι λογικό, στην πραγματικότητα, επειδή ο τόπος δεν λέει απολύτως τίποτα γι' αυτόν.

Μόλις μπω μέσα, κοιτάζω γύρω από το χώρο, προσπαθώντας να βρω τα ρούχα που μου είπε ο Ντέμιαν ότι θα υπήρχαν και βρίσκω ένα έπιπλο ακριβώς δίπλα στα ράφια όπου υπάρχει μια μεγάλη συλλογή από μαστίγια και άλλα πράγματα, τα οποία επίσης σταματάω να κοιτάξω με περιέργεια. Μετά κοιτάζω τα ρούχα. Δεν υπάρχουν πολλά, για να πω την αλήθεια, αλλά το γεγονός ότι υπάρχουν ρούχα, από μόνο του με εκπλήσσει. Υπάρχουν δύο μαύρα φορέματα, κάποιοι κορσέδες που μοιάζουν φτιαγμένα από λατέξ, και μετά, ένας παράδεισος από μπλουζάκια. Δεν το σκέφτομαι καν όταν ορμάω πάνω τους και αρπάζω το πρώτο. Είναι ένα λευκό βαμβακερό μπλουζάκι χωρίς καμία εκτύπωση επάνω του.

Ιδανικό για ύπνο.

Βγάζω το μπλουζάκι που φοράω, το σουτιέν μου και φοράω αυτό που επέλεξα. Βγάζω τα παπούτσια και τις κάλτσες μου, αλλά αφήνω το παντελόνι μου. Κοιτάζω ξανά γύρω μου και τα μόνα μέρη για να καθίσω είναι το κρεβάτι και η μαύρη δερμάτινη πολυθρόνα στη γωνία του μίνι μπαρ, οπότε κατευθύνομαι προς στον καναπέ. Η αλήθεια είναι πως αν αγγίξω το κρεβάτι, θα με πάρει ο ύπνος. Η μέρα ήταν αρκετά μεγάλη και έντονη μεταξύ της δουλειάς, του Τζον, της καταραμένης διατριβής και του Ντέμιαν.

Φροντίζω να ρυθμίζω το ξυπνητήρι για το επόμενο πρωί και, δεδομένου ότι χρησιμοποιώ ελάχιστα το τηλέφωνό μου, η μπαταρία έχει καλή διάρκεια ζωής. Τότε ανοίγω το βιβλίο. Έχω κολλήσει στο σημείο όπου μιλάει για τις ευθύνες των εμπλεκομένων, και η αλήθεια είναι ότι περνάω τα μάτια μου πάνω από τις λέξεις, αλλά χωρίς να μπορώ να συγκεντρωθώ.

Ο ύπνος θέλει να με κυριεύσει και πείθω τον εαυτό μου ότι μπορώ να κλείσω τα μάτια μου και να μείνω ξύπνια. Χα! Το παλαιότερο ψέμα στην ιστορία.

Με παίρνει ο ύπνος, είναι προφανές. Κάποια στιγμή, κουλουριάζομαι στον καναπέ με σκοπό να ξεκουράσω τα μάτια μου, γιατί ο Ντέμιαν δεν εμφανίζεται και πριν το καταλάβω, τυλίγομαι στα χέρια του Μορφέα.

Στην πραγματικότητα, ξυπνάω όταν κάτι αγγίζει το πρόσωπό μου, αλλά δεν τρομάζω καν.

«Λιάνα;»

«Όχι...» Παραπονιέμαι χωρίς να θέλω να ανοίξω τα μάτια μου και παρόλο που ξέρω ότι είναι ο Ντέμιαν, ότι είμαι στο σπίτι του και ότι μάλλον πρέπει να ξυπνήσω, αναστενάζω και προσπαθώ να κοιμηθώ ξανά.

«Γιατί κοιμήθηκες εδώ, έχοντας το κρεβάτι, ε;» Τον ακούω να αναστενάζει και κάνω μια προσπάθεια να ανοίξω τα μάτια μου και να σηκωθώ.

«Δεν σκόπευα να κοιμηθώ», μουρμουρίζω, καλύπτοντας το στόμα με το χέρι μου, εξαιτίας ενός χασμουρητού. Ο Ντέμιαν γελάει. «Με συγχωρείς».

«Γιατί δεν πας στο κρεβάτι;» Του απαντάω με ένα "εντάξει", αλλά το σώμα μου είναι τόσο βαρύ που δεν μπορώ καν να κουνηθώ. «Έλα εδώ», τα χέρια του Ντέμιαν με τραβούν από τον καναπέ, και πριν το καταλάβω, είμαστε και οι δύο στο κρεβάτι, και εγώ πάνω στα πόδια του. Δεν θα πω ψέματα, κουλουριάζομαι επάνω του, νιώθοντας άνετα, και ετοιμάζομαι να ξανακοιμηθώ. «Θα κοιμηθείς;» γνέφω, και ο λαιμός του δονείται ελαφρά στο μάγουλό μου καθώς μιλάει ξανά: «Δεν είναι πιο άνετα αν βγάλεις το παντελόνι σου;»

Ένα κομμάτι μου συνειδητοποιεί την κατάσταση και προσπαθώ να ξεκολλήσω από πάνω του, αλλά εκείνος πιέζει τα χέρια του πάνω μου.

«Συγγνώμη», ψιθυρίζω. Ναι, νομίζω...»

Με αφήνει και εγώ σηκώνομαι όρθια, νιώθοντας αποπροσανατολισμένη.

«Πήγαινε στο κρεβάτι, έρχομαι σε ένα λεπτό».

Ο Ντέμιαν φεύγει από το δωμάτιο, ενώ εγώ βγάζω γρήγορα το παντελόνι μου και σέρνομαι στο κρεβάτι. Το πάπλωμα είναι ελαφρύ αλλά ζεστό και τα σεντόνια είναι μαλακά. Προσπαθώ να μην αφήσω την ηρεμία και την σιωπή να με παρασύρουν στον ύπνο, αλλά ενδίδω και μέχρι να επιστρέψει ο Ντέμιαν, αγγίζω με τις άκρες των δαχτύλων μου την ασυνειδησία.

«Θα κοιμηθείς εδώ;» Δεν μπορώ να αποτρέψω τον εαυτό μου από το να ρωτήσει  όταν τον ακούω να βγάζει τα ρούχα του και να ανεβαίνει στην άλλη πλευρά του κρεβατιού.

«Ναι, έλα εδώ», με μετατοπίζει στο στρώμα και με τραβάει πιο κοντά στο σώμα του, μέχρι το πρόσωπό μου να βρεθεί στο στήθος του. Πρακτικά ο ύπνος σχεδόν εξαφανίζεται, γιατί η αίσθηση του ζεστού δέρματός του με κατακλύζει. «Πόσος καιρός έχει περάσει από τότε που κοιμήθηκες με κάποιον;»

Μου παίρνει μερικά λεπτά να απαντήσω, γιατί επεξεργάζομαι το γεγονός ότι τα χέρια του είναι γύρω μου με ένα κάπως τρυφερό και γλυκό τρόπο, και όλα όσα συζητήσαμε στο ασανσέρ επαναλαμβάνεται στο μυαλό μου.

«Αρκετό καιρό», μουρμουρίζω. Μετατοπίζομαι ελαφρώς και αφήνω το χέρι μου να ακουμπήσει στο στήθος του. Δεν φαίνεται να τον ενοχλεί το άγγιγμά μου. «Συγγνώμη που με πήρε ο ύπνος».

«Έχεις ήδη τρεις τιμωρίες».

«Τρεις τιμωρίες;» Προσπαθώ να σηκώσω το κεφάλι μου, αλλά τοποθετεί το χέρι του στο κεφάλι μου, σφίγγοντάς με ξανά στο σώμα του. «Για ποιο λόγο;»

«Γιατί δεν απαντούσες στις κλήσεις, γιατί νόμιζες ότι μπορεί να κερδίσεις το στοίχημα και γιατί σε πήρε ο ύπνος», και θα σου δώσω και τέταρτη αν παραπονεθείς».

Αλλά...

«Υπάρχει τρόπος να τις αποφύγω;»

Τον ακούω να αναστενάζει.

«Κοιμήσου, Λιάνα».

«Δεν θέλω να παραπονεθώ, πραγματικά».

«Εδώ έρχεται το αλλά».

«Αλλά υπάρχουν δύο εντελώς αδικαιολόγητες τιμωρίες», ψελλίζω, «δεν ήξερα για τις κλήσεις και δεν είχα σκοπό να αποκοιμηθώ».

«Θα το σκεφτώ. Τώρα κοιμήσου αλλιώς...»

«Ναι, κατάλαβα».

Δεν επιμένω. Απενεργοποιώ τη λογική πλευρά του εγκεφάλου μου και αφήνω το ρυθμικό χτύπημα της καρδιάς του να αναπηδά στην παλάμη του χεριού μου. Προσπαθώ να μην σκέφτομαι πόσο άνετα αισθάνομαι με το σώμα του και πόσο παράλογο είναι αυτό, αν σκεφτείς ότι έχουν περάσει μόνο λίγες μέρες από τότε που γνωρίζω τον Ντέμιαν.

Παίρνω μια βαθιά ανάσα, ακόμα με τα μάτια μου κλειστά, πριν ένας χείμαρρος ερωτήσεων βομβαρδίσουν το κεφάλι μου.

Τι θα γίνει αν αυτό μου αρέσει περισσότερο απ' ό,τι θα έπρεπε; Κι αν συνηθίσω πολύ να είμαι με τον Ντέμιαν; Και αυτό που με ανησυχεί περισσότερο είναι, τι θα γίνει αν, χωρίς να το καταλάβω, τον ερωτευτώ;

•••

Όταν ξυπνάω, είμαι μόνη. Η πλευρά του κρεβατιού όπου κοιμόταν ο Ντέμιαν είναι άδεια και εκπλήσσομαι, γιατί όταν κοιτάζω το ρολόι στο τηλέφωνό μου, δεν είναι ούτε επτά το πρωί.

Ίσως δεν κοιμήθηκε καν εδώ και περίμενε να το κάνω εγώ για να φύγει.

Κάτω από το βιβλίο που μου έδωσε ο Ντέμιαν υπάρχουν διπλωμένα ρούχα ενώ πάνω από αυτό υπάρχει ένα σημείωμα:

"Έπρεπε να φύγω λόγω κάποιων υποχρεώσεων, αλλά μπορείς προγευματίσεις ό,τι θες, να χρησιμοποιήσεις το μπάνιο και τα ρούχα στο δωμάτιο. Ο Τόμας θα βρίσκεται στην είσοδο του κτιρίου. Είναι αξιόπιστος άνθρωπος και θα σε πάει στη δουλειά. Μην  διαφωνήσεις σχετικά μ' αυτό. Θα σου τηλεφωνήσω όταν βγεις.
Να προσέχεις.
Ντέμιαν".

Τρίβω το πρόσωπό μου, σε πλήρη σύγχυση.

Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι εδώ; Είμαι μόνη μου στο σπίτι του; Πρέπει να αγνοήσω την επιθυμία μου να ψαχουλέψω σε όλο το σπίτι, γιατί θα αργήσω στη δουλειά και δεν έχω αυτή την πολυτέλεια, οπότε πιάνω τα ρούχα για να τα κοιτάξω. Πρόκειται για ένα αρκετά απλό σετ από εσώρουχα και σκούρο τζιν παντελόνι. Υπάρχει επίσης ένα μπλουζάκι και ένα ζευγάρι κάλτσες.

Δράττομαι της ευκαιρίας να στείλω μήνυμα στον Μπρατ για να του πω ότι θα πάω κατευθείαν στη δουλειά και μετά στο σπίτι. Δεν απαντά, οπότε υποθέτω ότι κοιμάται ακόμα, δεδομένου ότι βγήκε με τον Σάιμον χθες το βράδυ.

Βγαίνω από το δωμάτιο, διασχίζω το διάδρομο προς το μπάνιο που ήδη γνωρίζω και μπαίνω στο ντους, το οποίο βρίσκεται ακριβώς μπροστά από την μπανιέρα. Είναι ένα αρκετά μεγάλο μπάνιο, λίγο μικρότερο από το δωμάτιό μου στο διαμέρισμα, και για ένα μπάνιο είναι υπερβολικό. Όταν τελειώσω, αφού έκανα ένα εξαιρετικά γρήγορο μπάνιο, φόρεσα τα ρούχα που άφησε ο Ντέμιαν στο δωμάτιο.

Όταν έχω όλα τα πράγματά μου, πηγαίνω στο σαλόνι. Η αλήθεια είναι ότι δεν πρόκειται να καταχραστώ τον εαυτό μου άλλο και θα φάω πρωινό στη δουλειά, οπότε μαζεύω τα πάντα και βάζω τα ρούχα, το βιβλίο και το τηλέφωνό μου στην τσάντα μου. Η αλήθεια είναι ότι με δυσκολία κλείνει, παρόλο που έχω βάλει τα πάντα με τον πιο τακτοποιημένο τρόπο.

Πηγαίνω πίσω για να βεβαιωθώ ότι έχω τα πάντα και όταν είμαι έτοιμη, πλησιάζω τον ανελκυστήρα.

Πατάω το κουμπί καθώς ρίχνω μια τελευταία ματιά στο διαμέρισμα, διαπιστώνοντας ότι ο Ντέμιαν δεν είναι εδώ. Αγνοώ την περιέργειά μου, γιατί μπορεί να υπάρχουν κάμερες εδώ μέσα και δεν μπορώ να τριγυρνάω αδιάκριτα στον χώρο. Έτσι, όταν ανοίγει η μεταλλική πόρτα του ανελκυστήρα, εισέρχομαι χωρίς να ξανακοιτάξω πίσω.

Η διαδρομή μέχρι τον πρώτο όροφο είναι παράξενη, λόγω της συνήθειας του Ντέμιαν να με πιέζει πάντα σε ένα από τους καθρέφτες καθώς μου αλέθει τον εγκέφαλο με τα λόγια και τις πληροφορίες του.

Όταν φτάνω στη ρεσεψιόν, η Αντριάνα βρίσκεται πίσω από τη ρεσεψιόν. Αυτή η γυναίκα δεν ξεκουράζεται ποτέ;

«Καλημέρα».

«Καλημέρα, δεσποινίς», μου χαμογελάει. «Ο κύριος Κόσλοβ μου ζήτησε να σας πω ότι ο οδηγός σας περιμένει ακριβώς έξω».

«Σε ευχαριστώ».

Δεν θέλω προσωπικό οδηγό. Αισθάνομαι ότι αυτό έχει ξεφύγει λίγο από τον έλεγχο και όταν βγαίνω από το κτίριο, δεν βλέπω κανέναν, οπότε, τεχνικά, δεν θα φταίω εγώ που θα πάω μόνη μου στη δουλειά. Τουλάχιστον ελπίζω ο Ντέμιαν να μην τσαντιστεί.

Αρχίζω να περπατάω προς τη γωνία, παρατηρώντας ότι η μέρα είναι αρκετά ήσυχη και σταματάω όταν χτυπάει το τηλέφωνό μου. Το όνομα του Ντέμιαν αναβοσβήνει στην οθόνη και αμφιταλαντεύομαι αν θα απαντήσω ή όχι.

«Παρακαλώ;»

«Γιατί δεν είσαι στο αυτοκίνητο;»

«Γιατί... δεν είδα τον οδηγό», μουρμουρίζω, «και προτιμώ να περπατήσω».

«Το αυτοκίνητο βρίσκεται σταθμευμένο ακριβώς μπροστά από το κτίριο».

«Μα, Ντέμιαν...»

«Λιάνα, ποιο είναι το πρόβλημα;»

«Δεν υπάρχει πρόβλημα. Θέλω μόνο να περπατήσω».

«Με αυτοκίνητο θα φτάσεις πιο γρήγορα», επιμένει. «Έχεις κάνει τουλάχιστον τα υπόλοιπα;»

«Ναι».

«Τι έφαγες για πρωινό;» Παραμένω σιωπηλή για μερικά δευτερόλεπτα. «Δεν ήξερα ότι μπορείς να φας τη σιωπή για πρωινό, πες μου, τι γεύση έχει;»

«Θα φάω πρωινό στη δουλειά», λέω, «έτσι έχω συνηθίσει».

Στην πραγματικότητα, αυτό δεν είναι εντελώς ψέμα.

«Πες μου ότι τουλάχιστον φόρεσες τα ρούχα που άφησα».

«Ναι, αυτό το έκανα», απαντώ. «Αλήθεια, Ντέμιαν, εγώ...»

«Ο Τόμας σε περιμένει στην πόρτα του κτιρίου, πήγαινε εκεί και μπες στο αμάξι για να πας στη δουλειά». Με διακόπτει. «Δεν είναι τόσο δύσκολο να το κάνεις, Λιάνα».

«Τι θα γίνει αν αρνηθώ;»

«Πολύ καλά, όπως θες», ο Ντέμιαν καθαρίζει το λαιμό του. «Να έχεις μια ήσυχη μέρα, μωρό μου».

Υπάρχει κάτι στα λόγια του που με προειδοποιεί ξεκάθαρα ότι η μέρα μου θα μπορούσε να είναι κάθε άλλο παρά ήσυχη.

«Ντέμιαν...»

«Πες μου, Λιάνα».

«Αν μπω στο αυτοκίνητο, η μέρα μου θα είναι ήσυχη, αλλά αν δεν μπω, δεν θα είναι», δεν λέει τίποτα. «Μπορώ να αλλάξω γνώμη;»

«Ναι, φυσικά και μπορείς να αλλάξεις γνώμη αλλά αυτό δεν θα σε κάνει να σωθείς από την τιμωρία».

«Πολύ καλά», ξεροβήχω, γνωρίζοντας ότι δεν θα μπορέσω να ξεφύγω από αυτό. «Ποιο είπες ότι ήταν το αυτοκίνητο;»

«Θα πω στον Τόμας να πλησιάσει. Είναι ένα μαύρο Corolla».

Κοιτάζω προς την κατεύθυνση του κτιρίου, και ένα αυτοκίνητο αυτού του χρώματος αρχίζει να κινείται προς το μέρος μου.

«Είναι Toyota, σωστά;» Τον ρωτάω.

«Ναι». Ο Ντέμιαν καθαρίζει το λαιμό του. Το αυτοκίνητο σταματά στη γωνία και ένας άνδρας βγαίνει από την πλευρά του οδηγού. Πρέπει να είναι γύρω στα πενήντα, καθώς έχει γκρίζα μαλλιά. «Τον είδες;»

«Ναι». Τότε απομακρύνω το τηλέφωνο και κοιτάζω τον άνδρα. «Χαίρεται, είμαι η Λιάνα».

«Καλημέρα, δεσποινίς», περπατάει γύρω από το αυτοκίνητο και ανοίγει την πίσω πόρτα. «Ανεβείτε, παρακαλώ».

Προσπαθώ να χαμογελάσω, παρόλο που η νευρικότητα με καταβάλλει και κατευθύνομαι προς το όχημα.

«Σας ευχαριστώ», ψιθυρίζω. Στη συνέχεια μιλάω με τον Ντέμιαν στο τηλέφωνο. «Έχω ανέβει στο αυτοκίνητο, είσαι χαρούμενος τώρα;»

«Εξαιρετικά. Ο Τόμας θα σε πάει στη δουλειά, θα μιλήσουμε αργότερα».

«Εντάξει», καθαρίζω το λαιμό μου.

«Καλή σου μέρα, Λιάνα».

Χρειάζομαι μερικά δευτερόλεπτα για να απαντήσει.

«Κι εσύ το ίδιο, Ντέμιαν», όταν κλείνω το τηλέφωνο, συνειδητοποιώ ότι ο άντρας με κοιτάζει από το καθρεφτάκι. «Λυπάμαι, εγώ...»

«Μην ανησυχείτε, δεσποινίς», μου χαμογελάει γεμάτος κατανόηση. «Ο κύριος Κόσλοβ δεν διευκρίνισε τη διεύθυνση στην οποία πρέπει να σας πάω. Θα σας πείραζε να μου πείτε;»

Αφού του λέω τη διεύθυνση της καφετέριας, επικρατεί μια αμήχανη σιωπή. Ούτε καν το ραδιόφωνο δεν είναι ανοιχτό, οπότε η ατμόσφαιρα είναι σχεδόν νεκρική.

«Ώστε... Γνωρίζετε τον Ντέμιαν εδώ και πολύ καιρό;» Ρωτάω για να αποφύγω τουλάχιστον τη σιωπή. Παρόλο που το να κάνω συζήτηση δεν ήταν ποτέ το φόρτε μου, η σιωπή μοιάζει με χειρότερη επιλογή.

«Πάνω από δέκα χρόνια» απαντά μετά από λίγα δευτερόλεπτα.

«Υποθέτω ότι τον γνωρίζετε καλά».

Μου χαμογελάει ελαφρά.

«Θέλετε να ρωτήσετε κάτι, δεσποινίς;»

«Όχι!» Σπεύδω να του πω. «Συγγνώμη, απλά δεν μου αρέσει η σιωπή και... μου προκαλεί νευρικότητα».

«Μπορώ να ανοίξω το ραδιόφωνο, αν θέλετε». Προτείνει. «Κάποιος συγκεκριμένος σταθμός;»

«Δεν θέλω να σας ενοχλήσω».

«Δεν με ενοχλείται, μην ανησυχείτε», κινεί το κουμπί της έντασης του ήχου.

«Σας ευχαριστώ», μουρμουρίζω καθώς η μουσική γεμίζει ελαφρά το αυτοκίνητο. Δεν μιλάμε πια πολύ, εκτός από κάποια σχόλια για τον καιρό και όταν στρίβει στη γωνία προς τη δουλειά μου, του ζητώ να σταματήσει. «Δεν θέλω να με δουν να φτάνω με αμάξι και να πρέπει να δώσω εξηγήσεις».

«Όπως επιθυμείτε». Ο Τόμας σταθμεύει το αυτοκίνητο στη γωνία και ανοίγω την πόρτα την ίδια στιγμή που το κάνει κι αυτός. «Έπρεπε να περιμένατε να σας ανοίξω την πόρτα».

Τον κοιτάζω μπερδεμένη.

«Συγγνώμη, εγώ... νόμιζα ότι ήταν κάτι που μπορούσα να κάνω μόνη», μιλάω. «Οπότε... σας ευχαριστώ που με φέρατε».

«Παρακαλώ, δεσποινίς», μου χαμογελάει ο άντρας.

Ανταποδίδω το χαμόγελο, λίγο νευρικά, και μετά γυρίζω για να διανύσω το μισό τετράγωνο που με χωρίζει απ' τη δουλειά μου. Καθώς μπαίνω, βλέπω ότι είναι πάνω από δεκαπέντε λεπτά πριν από την έναρξη της βάρδιας μου και, αφού χαιρετήσω τους συναδέλφους μου, βάζω την τσάντα μου στο ντουλάπι και ψάχνω για μια από τις ποδιές.

«Πώς είσαι, Λιάνα;» Ο Τρέβορ, ένας από τους μάγειρες περνάει δίπλα μου και χαμογελάει.

«Μια χαρά, εσύ πώς είσαι;»

«Καλά, ευχαριστώ», βάζει τα πράγματά του σε δύο ντουλάπια αριστερά από τα δικά μου. «Είδες αν έφτασε η Μέλανι;»

«Δεν έχω ιδέα, μόλις έφτασα», δικαιολογούμαι.

Η Μέλανι είναι ένα άλλο κορίτσι που δουλεύει εδώ ως σερβιτόρα, όπως κι εγώ. Σπουδάζει επίσης στο ίδιο πανεπιστήμιο , αλλά αντί να σπουδάζει ψυχολογία όπως εγώ, σπουδάζει νομικά. Αυτή και ο Τρέβορ βγαίνουν εδώ και πριν από μερικούς μήνες.

«Μου είπε ότι έπρεπε να τελειώσει μια εργασία για τη βία κατά των γυναικών στον εργασιακό χώρο και φοβάμαι ότι παρακοιμήθηκε».

Καθώς δένω τα μαλλιά μου σε έναν πιο τακτοποιημένο κότσο, μιλάω:

«Γιατί δεν της τηλεφωνείς;»

«Έχεις δίκαιο, αυτό θα κάνω». Ο Τρέβορ μου χαρίζει ένα χαμόγελο και απομακρύνεται, βγάζοντας το κινητό του τηλέφωνο από την τσέπη του παντελονιού του. Εκμεταλλεύομαι τα λεπτά πριν από την έναρξη της βάρδιας μου για να πιω έναν καφέ και να φάω ένα κομμάτι κέικ, αφού μας επιτρέπεται να τρώμε μερικά πράγματα.

Εξαλείφω κάθε εναπομείνασα σκέψη σχετικά με τον Ντέμιαν, με την παράξενη προσωπικότητα του και με όλα όσα μπορούν να έχουν σχέση αυτόν και αποφασίζω να γίνω η Λιάνα, η σερβιτόρα που πρέπει να πληρώσει το πανεπιστήμιο και να φροντίσει μια γάτα που ουσιαστικά δεν βλέπει ποτέ.

Γιατί αυτή είναι η Λιάνα που δεν με επιβαρύνει και αυτή που... είμαι εδώ και είκοσι τρία χρόνια.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro