Επίλογος: Το τελικό αντίο.
~Μου' πες να κοιτάω απ' το παράθυρο
όταν έχει συννεφιά και να διαλέγω ηλιαχτίδες να μαγεύομαι. Μου' πες αν χόρευα ποτέ μου πως θα μάθαινα πολλά για εμένα που με τα μάτια γυμνά δεν φαίνονται!
Γι' αυτό ψάχνω στα ουράνια τόξα
κάθε φορά να δω αν χορεύει μόνη της μια ανεμώνη που την φυσάει ένα παιδί στην παραλία και εκείνη σκορπά στον κοραλλί ουρανό που ξημερώνει...
Και είναι άδικο, την τελευταία σελίδα του παραμυθιού που μου διάβαζες την ήξερες ήδη!
«Τα καλά κορίτσια πάνε στον παράδεισο», μου είπαν. θα μου λείψεις Σελήνη.
Καλό ταξίδι...~
•Solmeister.
--------------------------------------------------------------
~Έτσι εγώ θα συνεχίσω, άλλη αγάπη θα γνωρίσω μα στα βάθη της καρδιάς μου μόνο εσένα θα κρατήσω!~
•Μέλισσες.
--------------------------------------------------------------
~Καθετί που τελειώνει άσχημα είναι αληθινό.~
•Roland Topor, 1938-1997, Γάλλος καλλιτέχνης & συγγραφέας.
Ηράκλειο Κρήτης.
Σεπτέμβριος του 2031.
Δέκα χρόνια μετά.
Τριτοπρόσωπη αφήγηση.
Τα φλας τον τυφλώνουν και κρατιέται να μην κλείσει τα μάτια του νευρικά. Το άγχος τον πνίγει ως το μεδούλι. Έχουν περάσει ήδη τρεις μήνες και νιώθει ακόμα σαν την πρώτη φορά που ο φακός αγκάλιασε τη μορφή του. Χαμογελάει ευγενικά στο κοινό μπροστά του και περιμένει καρτερικά ακόμα μια ερώτηση. Μια δημοσιογράφος σηκώνει το χέρι της, της γνέφει θετικά.
«Πώς αισθάνεστε που μέσα σε ένα τόσο μικρό χρονικό διάστημα, και σε έναν καιρό που οι άνθρωποι όλο και λιγότερο διαβάζουν βιβλία σε έντυπη μορφή, το βιβλίο σας έχει γίνει best-seller; Θα πρέπει να είστε πολύ περήφανος!» δεν προλαβαίνει να κάνει την ερώτηση κι αμέσως όλα τα μαγνητόφωνα και τα μικρόφωνα γυρνούν ξανά πάνω του. Δαγκώνει τα χείλη γοητευτικά σκεπτικός και μερικές από τις δημοσιογράφους αρχίζουν ήδη να ζεσταίνονται. Ανακάθονται στις θέσεις τους. Τις έχει τρελάνει όλες η παρουσία του.
«Είμαι όντως περήφανος! Όχι επειδή είχε ανταπόκριση, αλλά γιατί το αναγνωστικό κοινό άκουσε και αγκάλιασε τρυφερά τη Σελήνη παρά τα λάθη που έκανε και η ίδια όταν πληγώθηκε. Η πραγματική Σελήνη άργησε να ακουστεί και είναι κάτι που ακόμα και τώρα, δέκα χρόνια μετά, δεν έχει σταματήσει να με πληγώνει. Εμένα...αλλά και όσους ήμασταν στη ζωή της τότε!» απαντά με δυσκολία. Το πνίξιμο που νιώθει στο λαιμό κάθε φορά που μιλάει για εκείνη τον κάνει να εύχεται να μπορούσε να γυρίσει το χρόνο πίσω. Να μην έβλεπε ποτέ το βίντεο, απλά να έτρεχε να τη βρει! Ή ακόμα και να μην την αφήσει καθόλου να φύγει! Το τσούξιμο στο στήθος είναι πλέον υποφερτό, αλλά υπάρχει. Πάντα θα υπάρχει.
Στη δεύτερη σειρά, η Θάλεια και ο Πέτρος ανταλλάσσουν ένα βλέμμα με πικρία προτού κοιτάξουν την σχεδόν εντεκάχρονη Ειρήνη που κρατάει σφιχτά το μικρό άσπρο και κίτρινο μαξιλάρι της, κοιτάζοντας με ενδιαφέρον τον τριαντα-τετράχρονο άνδρα μπροστά της. Η μαμά της τής αφήνει ένα φιλάκι στα καστανά μαλλιά της· αυτό το παιδί είναι η ζωή της. Αυτό το παιδί είναι η σωτηρία της, η δύναμη της. Αυτό το παιδί είναι ό,τι δεν ήταν ποτέ η Αυγή: τσαμπουκάς, δεν αφήνει τα θέλω της για κανέναν και η αυτοπεποίθηση της στα ύψη! Τρέχουν και δεν φτάνουν μαζί της! Αυτό το παιδί την έσωσε από την κατάθλιψη όταν έχασε την πρώτη κόρη της. Κι αυτήν και τον Πέτρο. Και είναι μόλις έντεκα.
Μια ώρα μακριά, στην όμορφη Θεσσαλονίκη, η Αλεξάνδρα παρακολουθεί τη συνέντευξη από το λάπτοπ στο γραφείο της. Το επόμενο ραντεβού της είναι σε μισή ώρα από τώρα κι έτσι βρήκε λίγο χρόνο -στα κλεφτά- να ρίξει μια ματιά. Τα λόγια του σφίγγουν την καρδιά της, σε συνδυασμό με την ανοιχτή θήκη των γυαλιών της φίλης της στολισμένα στην άκρη του γραφείου της, δίπλα από μια φωτογραφία τους. Ήταν σε μια θάλασσα, ένα καλοκαίρι. Πριν από όλα αυτά, πριν από το χάος. Της πήρε χρόνια να μη νιώθει ενοχές κι ακόμα και τώρα, σε δύσκολες στιγμές, πέφτει στην παγίδα του μυαλού της. Κάνει κι η ίδια ψυχοθεραπεία, όπως έκαναν όλοι τους άλλωστε, εννιάμισι χρόνια τώρα και πλέον μπορεί με άνεση να μιλάει για την κολλητή της χωρίς να την πιάνουν τα κλάματα. Μα τώρα τα έχει καταφέρει, ούσα μόλις είκοσι-οκτώ χρονών να χτίζει μέρα με τη μέρα μια πολλά υποσχόμενη καριέρα. Η Αυγή θα ήταν πολύ περήφανη για εκείνη.
«Σε μια από τις πρώτες συνεντεύξεις σας δηλώσατε πως η πραγματική Σελήνη, σε αντίθεση με αυτή του βιβλίου, δεν κατάφερε να ζήσει. Γιατί το κάνατε αυτό; Γιατί δεν δώσατε και στη Σελήνη του βιβλίου αυτό το τραγικό τέλος, μόνο μετά την απόπειρα αυτοκτονίας συνήλθε και τράβηξαν διαφορετικούς δρόμους;» ένας άλλος δημοσιογράφος από το βάθος αναρωτιέται και είναι μια απορία που λίγο-πολύ όλοι έχουν. Ο λαιμός του στεγνώνει απότομα και χρειάζεται να πιει μια γουλιά από το νερό του για να απαντήσει. Δεν του είναι εύκολο. Και ο τρόπος που όλοι τον κοιτάνε επίμονα του το κάνει ακόμα πιο δύσκολο.
«Γιατί δεν της άξιζε.» αφήνει μια ανάσα.
«Η Σελήνη ήταν ένα πλάσμα γεμάτο ζωντάνια, γεμάτη φως και χαρά! Μου ήταν πολύ δύσκολο να γράψω όσα ακολούθησαν μετά τον θάνατο της· την κηδεία, τον σπαραγμό που όλοι νιώσαμε, τη δυσκολία να δεχτούμε αυτή την απώλεια. Ήταν λες και όταν έφυγε πήρε μαζί της όλο το φως του κόσμου και μας βύθισε στο σκοτάδι! Δεν θα άντεχα να το ξανά βιώσω όλο αυτό!» πειράζει ασυναίσθητα το περιποιημένο μούσι του. Η ειλικρίνεια του εκτιμάται πολύ από τους γονείς της. Πέρασαν δέκα χρόνια κι όμως όλοι αισθάνονται το ίδιο. Ο πόνος τους έφερε κοντά και πλέον δεν τον κατηγορούν για την αδυναμία της κόρης τους να ανταπεξέλθει σε αυτά που έζησε.
Εξάλλου, όλοι (θεωρούν πως) φταίνε για το ίδιο πράγμα: που δεν την κατάλαβαν, ακόμα κι αν δεν τους άφηνε. Σηκώνεται κι άλλο χέρι. Γνέφει θετικά ελαφρώς αγχωμένος.
«Αν έμεινε κάτι σε όσους διαβάσαμε το βιβλίο είναι τα περιβόητα αποσπάσματα του είκοσι-ένα, που μέχρι και το τέλος δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τι είναι. Αυτά, λοιπόν, ανήκουν στη σφαίρα της φαντασίας σας ή είναι αληθινά;» μετά την ερώτηση της κοπέλας, ακολουθούν μερικά ακόμα "κλικ" και φλας που του προκαλούν ιδρώτα. Στην αναφορά δε του βίντεο, του κόβονται τα γόνατα.
Με το βλέμμα του ψάχνει την Alessia στην πρώτη σειρά που, με ένα ενθαρρυντικό χαμόγελο, χαϊδεύει την φουσκωτή κοιλίτσα της. Σε τρεις μήνες πρόκειται να γεννήσει την πρώτη του κόρη και είναι τόσο ευγνώμων γι'αυτό! Αυτή η γυναίκα τον αγκάλιασε όταν έμαθε τα λάθη του, τον ενθάρρυνε στην απόφαση του να μιλήσει για την Αυγή, του σκούπισε τα δάκρυα σε κάθε κομμάτι του βίντεο που έβλεπε ξανά και ξανά μέχρι να τελειώσει το βιβλίο που τόσα ψυχολογικά σκαμπανεβάσματα του έφερε. Αυτή η γυναίκα έχει φωτογραφία της Αυγής στο σαλόνι τους, δίπλα στους ανθρώπους που θέλει να θυμάται και νιώθει θαυμασμό στο πόσο πιστά αγαπάει ο άνδρας της.
Παράλληλα, στην άλλη άκρη του κόσμου, σ' ένα τρίχωρο διαμέρισμα της Νέας Υόρκης, τα παιδιά κάθονται στο μεγάλο βαμμένο λευκό της άμμου σαλόνι της Lyra, κοιτάζοντας με ενδιαφέρον τη συνέντευξη του φίλου τους. Η Claire κάθεται στον διθέσιο πετρόλ καναπέ κι απέναντι της, στην ίδιου χρώματος πολυθρόνα, έχουν βολευτεί ο Paul και η Melisa, ο ένας πάνω στον άλλον. Στο μικρό χωλ, λίγα μέτρα μακριά, στέκεται η Lyra που μιλάει στο τηλέφωνο μ' ένα χαζό χαμόγελο. Η Melisa την παρατηρεί με την άκρη του ματιού της· χαίρεται πολύ να την βλέπει έτσι. Την κάνει να σκέφτεται ότι μοιάζει με ερωτοχτυπημένη έφηβη. Όταν επιστρέψει, μερικά δευτερόλεπτα μετά, βολεύεται κι αυτή στον καναπέ. Τώρα τα καστανόξανθα μαλλιά της πέφτουν κυματιστά μέχρι τους ώμους της. Της πάνε πολύ.
«Τι λένε;» πιάνει την κόκκινη κούπα με τον καφέ από το λευκό τραπεζάκι.
«Τον ρώτησε γιατί δεν άλλαξε το τέλος στο βιβλίο!» την ενημερώνει η Melisa. Οι δυο φίλοι τους γνέφουν θετικά συμφωνώντας. Επικεντρώνουν για λίγο την προσοχή τους στη συνέντευξη.
«Δείτε τι γλυκούλα που είναι η κοιλίτσα της Alessia! Είναι τόσο όμορφη!» θαυμάζει ξαφνικά, τραβώντας τους την προσοχή. Τα παιδιά γελάνε.
«Ποιος να μας το έλεγε ότι το πρώτο παιδί της παρέας θα το έκανε ο Lucas!» τα κορίτσια κρυφογελούν.
«Όντως.» συμφωνεί ο σύντροφός της.
«Τι λες; Κάνουμε κι εμείς ένα;» την κουνάει παιδικά. Γυρίζει να τον κοιτάξει σαστισμένη στα γκρι του μάτια. Κοιτάει αυτά τα μάτια τη μισή της ζωή και κάθε φορά νιώθει το ίδιο: απέραντη αγάπη. Με αυτούς τους δύο έγιναν όλα ακριβώς όπως τα είπε ο Paul: πήγαινε και την έβλεπε δύο με τρεις φορές το μήνα στην Αγγλία και της χάριζε τις ομορφότερες μέρες στη ζωή της. Μέρες γεμάτες αγάπη και έρωτα και πάθος! Και μπορεί να μην είχαν σχέση, μα κανείς τους δεν πρόδωσε αυτό που είχαν. Μέχρι που η Αγγλία ήταν πλέον παρελθόν και τίποτα πια δεν τους χώριζε. Ούτε καν τα δύο φουσκωτά μαξιλάρια της Melisa στο κρεβάτι τους. Ούτε καν το μικρό λευκό τσιουάουα που μανιωδώς προσπαθούσε να μπει ανάμεσα τους.
«Τι λες παιδί μου;» την ακούει που γελάει και η καρδιά του φουσκώνει από ευτυχία. Την αγαπάει όσο τίποτα άλλο πάνω σε αυτόν τον κόσμο.
«Εμείς δεν έχουμε παντρευτεί καλά-καλά! Θα κάνουμε και παιδί;» στην ερώτηση της κουνάει το κεφάλι θετικά σαν παλαβός. Του γελάει ξανά, νομίζοντας ότι κάνει πλάκα.
«Α, όχι! Εγώ είμαι παραδοσιακό κορίτσι! Δεν θα σε αφήσω να με εκθέσεις κι άλλο!» του βγάζει τη γλώσσα παιδικά. Δεν συγκρατεί τον εαυτό του. Της κλέβει ένα φιλί.
«Τότε παντρέψου με!» ζητάει. Οι τρεις φίλες τον κοιτούν ταυτόχρονα έκπληκτες. Ίσα που προλαβαίνει να ακούσει ένα «τι;», προτού συνεχίσει.
«Ναι, παντρέψου με! Σήμερα κιόλας! Πάμε τώρα να παντρευτούμε!» οριακά την σηκώνει.
«Α για να σας πω! Κανένας δεν παντρεύεται ή δεν κάνει παιδιά μέχρι το γάμο μου! Δεν θα μου κλέψετε και τη δόξα τώρα! Από βδομάδα κάντε ό,τι θέλετε! Κατανοητό;» η Lyra, μεταξύ σοβαρού και αστείου τους απαγορεύει να κάνουν το οτιδήποτε. Γελούν συνωμοτικά, φιλώντας ο ένας τον άλλον. Η Lyra βολεύεται ξανά στη θέση της μ' ένα μικρό χαμόγελο. Γνώρισε την Anastasia πριν τριάμισι χρόνια σ' ένα συνέδριο για τον αυτισμό στο Σαν Φρανσίσκο. Ταίριαζαν οι ιδέες και οι απόψεις τους. Βγήκαν για καφέ, φαγητό, ποτό. Κι έκτοτε, έμειναν μαζί. Δοκίμασε και έζησε πολλά πράγματα μέχρι να τη γνωρίσει, μα τώρα το ξέρει: μαζί της θέλει να περάσει τη ζωή της.
Η Claire χαμογελάει στο πόσο χαρούμενοι φαίνονται οι φίλοι της. Πίνει κι αυτή μια γουλιά από τον γαλλικό της και στρέφει ξανά την προσοχή της στη τηλεόραση: εντοπίζει τον Πέτρο και τη Θάλεια σχεδόν αμέσως να κρατιούνται χέρι-χέρι, γεγονός που την κάνει να σκύψει το κεφάλι. Εύχεται να μπορούσε να τα πάρει όλα πίσω. Να μην είχε μπει ποτέ σε εκείνο το αμάξι. Να είχε φύγει εκείνο κιόλας το απόγευμα για Παρίσι! Δεν θα τον ξεχάσει ποτέ ό,τι κι αν γίνει κι ας έχει προχωρήσει παρακάτω μέσα της. Αν μη τι άλλο, τον ερωτεύτηκε βαθιά. Μα της αξίζει κάτι καλύτερο από αυτό. Και το ξέρει καλά πια. Κουνάει το κεφάλι δεξιά κι αριστερά και προσπαθεί ξανά να συγκεντρωθεί στη συνέντευξη και στην ερώτηση του δημοσιογράφου για το βίντεο και τον ρόλο του στην πραγματική ζωή. Ο Lucas ρουφάει τη μύτη του.
«Είναι πέρα για πέρα αληθινά. Δεν θα έπαιζα ποτέ με τις τελευταίες της λέξεις. Ήταν, άλλωστε, η πρώτη φορά που μίλησε ανοιχτά για όσα την ενοχλούσαν. Η πρώτη φορά που δεν κρύφτηκε.» εξηγεί λακωνικά. Το βλέμμα του δεν ξεκολλάει από την γυναίκα του. Του δίνει δύναμη από την πρώτη κιόλας στιγμή που τη γνώρισε, ένα χρόνο μετά την οριστική του απεξάρτηση. Και είναι αυτό που τον έκανε να την ερωτευτεί κι εν τέλει μόλις πριν ένα μήνα να την παντρευτεί. Όλοι γνέφουν θετικά. Μερικοί σημειώνουν σ' ένα χαρτί τις απαντήσεις και τη στάση του.
«Η σχέση σας με τους γονείς της είναι καλές;» ακούγεται γυναικεία μια φωνή από το βάθος. Γίνονται κάπως αδιάκριτοι σε μια προσπάθεια να βρουν πού απέχει και πού συγκλίνει το βιβλίο με την πραγματικότητα. Τους καίει. Σε αυτό αφήνει ένα μικρό γελάκι, κοιτώντας τους φευγαλέα. Αφήνεις μια ανάσα, κοιτώντας για λίγο το ταβάνι. Δεν θέλει να προδώσει ποιοι είναι. Εκείνοι χαμογελούν σε αυτό· η Θάλεια εγκάρδια, μα ο Πέτρος πιο συγκρατημένα.
Ήταν δίπλα του σε όλο αυτό από την αρχή μέχρι το τέλος. Του έδωσαν αμέσως την συγκατάθεση τους όταν τους μίλησε για αυτό που είχε σκοπό να κάνει και τον ενθάρρυναν ακόμα περισσότερο. Ήταν δίπλα του στα τέσσερα χρόνια που έμεινε στο κέντρο αποτοξίνωσης στην Ισπανία και τον θαύμασαν όταν τον είδαν να στέκεται ξανά στα πόδια του, να ερωτεύεται, να παντρεύεται και να δημιουργεί σιγά-σιγά τη δική του οικογένεια. Κατάφερε να βγει από αυτή τη μάστιγα και να χτίσει από την αρχή τη ζωή του, όχι γιατί το έκανε για την Αυγή ή για τους γονείς του, αλλά γιατί το έκανε για τον ίδιο. Και αυτή τη φορά πέτυχε.
Μέχρι και η Ειρήνη τον λατρεύει! Ο Πέτρος δεν θα ξεχάσει ποτέ όταν η μικρή του κόρη, μόλις επτά χρονών με τουπέ που φτάνει στο Θεό, γύρισε και του είπε με υφάκι και νάζι ότι ο Lucas είναι πολύ όμορφος και ότι μια μέρα, όταν μεγαλώσει, θα τον παντρευτεί, θα ζήσουν μαζί και θα τον έχει δικό της! Οριακά έπαθε εγκεφαλικό. Κυρίως γιατί ξέρει ότι αν η μικρή του βάλει κάτι στο μυαλό της θα το καταφέρει. Κι αυτό το πείσμα της θα τη φτάσει ψηλά. Πολύ ψηλά. Όμως, η ζωή της Ειρήνης ανήκει σε μια άλλη ιστορία...
«Είναι πολύ καλές.» γελάει λίγο ακόμα.
«Με από όλα όσα περάσαμε αυτόν τον ένα χρόνο και αφού κατάφεραν να συγχωρήσουν ο ένας τον άλλον και τους ίδιους τους τούς εαυτούς, κατάφεραν να συγχωρήσουν κι εμένα και να με αγκαλιάσουν σαν γιο τους! Και ειλικρινά, τους αγαπώ γι'αυτό. Είναι οι δεύτεροι γονείς μου. Έχουν τόση καλοσύνη και δύναμη μέσα τους που, εγώ προσωπικά, τους θαυμάζω και τους αγαπώ απεριόριστα. Είναι δυο εκπληκτικοί άνθρωποι!» χαμογελάει πλατιά, περνώντας τα χέρια του μέσα από τα πυκνά μαύρα μαλλιά του. Και να του το έλεγαν δεν θα το πίστευε ότι θα είχαν τέτοιες σχέσεις!
Το ζευγάρι κοιτάει και πάλι ο ένας τον άλλον με αγάπη. Ο Πέτρος σκύβει και αφήνει ένα τρυφερό φιλί στα χείλη της όμορφης γυναίκας του. Σαράντα-εννιά χρόνια γνωριμίας, τριάντα-πέντε σχέσης και είκοσι-επτά γάμου. Τόσα χρόνια, λοιπόν, μετά και ύστερα από το μεγάλο πλήγμα που δέχθηκε ο γάμος τους, είναι πιο ερωτευμένοι και δεμένοι από ποτέ. Κατάφεραν να κρατήσουν τη σχέση τους και ήταν η μεγαλύτερη απόδειξη του ότι ήταν γραφτό να μείνουν μαζί. Ότι άξιζαν τη δεύτερη ευκαιρία που τους δόθηκε.
Τίποτα δεν ήταν όπως παλιά και αυτό, αντίθετα απ' ό,τι πίστευαν στην αρχή, είναι καλό. Γιατί πλέον η Θάλεια ξέρει πολύ καλά ότι μπορεί να ζήσει χωρίς τον Πέτρο στη ζωή της, απλά δεν θέλει. Και ο Πέτρος δεν θεωρεί πια δεδομένο αυτό που έχουν και προσπαθεί καθημερινά να της δείξει και να της αποδείξει πόσο έχει μετανιώσει γι'αυτό το παραστράτημα που πριν δέκα χρόνια τους διέλυσε. Κι ας μην είναι τέλεια η προσπάθεια του, κι ας μην τα κάνει πάντα όλα σωστά, αυτή τη φορά ξέρει ακριβώς τι κάνει. Και το λατρεύουν και οι δύο.
«Μια τελευταία ερώτηση!» ένας άνδρας από τις μπροστινές θέσεις του τραβάει την προσοχή. Του κάνει νόημα με το χέρι του να συνεχίσει, όσο πίνει λίγο ακόμα από το νερό του. Τα φώτα τον κάνουν να ζεσταίνεται και οι ερωτήσεις του ξεραίνουν το λαιμό.
«Αν είχατε την πραγματική Σελήνη μπροστά σας, αν είχατε ακόμα μια ευκαιρία να της μιλήσετε, να της πείτε όλα όσα δεν προλάβατε, τι θα της λέγατε;» τον κοιτάει στα μάτια με ενδιαφέρον. Για λίγο κρατάει την ανάσα του στη σκέψη και η καρδιά του σταματάει. Όλοι περιμένουν καρτερικά την απάντηση του.
Και τότε, εκεί στο βάθος του βιβλιοπωλείου στην είσοδο του ορόφου, μια λάμψη του τραβάει την προσοχή. Για λίγο δεν καταλαβαίνει, όμως, λες και το μυαλό του δεν έχει παίξει ήδη αρκετά μαζί του, την βλέπει. Τα κόκκινα μαλλιά της είναι ένα όμορφο μακρύ καρέ που της πάει τραγικά πολύ. Το κορμί της το αγκαλιάζει ένα αέρινο λιλά καλοκαιρινό φόρεμα που γλείφει κάθε της καμπύλη. Τα μάτια της λάμπουν όσο ποτέ και γενικά ακτινοβολεί τόσο, όσο την πρώτη φορά που την είδε. Εκείνο το δείλι. Σε εκείνα τα σκαλάκια. Στέκεται, λοιπόν, εκεί. Στη γωνία του χώρου και του χαμογελάει πλατιά σαν παιδί. Η περηφάνια και η αγάπη στο βλέμμα της του φωνάζουν μόνο ένα πράγμα: «Τα κατάφερες!»
«Αν την είχα μπροστά μου» κάνει μια παύση. Η φωνή του σπάει και τα μάτια του βουρκώνουν. Το βλέμμα του δεν ξεκολλάει από εκείνο το σημείο και μερικοί, ακόμα κι αυτοί που είναι μακριά, πέφτουν στην παγίδα και γυρνούν ασυναίσθητα να κοιτάξουν. Ψάχνουν. Δεν βλέπουν τίποτα. Χαμογελάει παιδικά.
«θα της έλεγα ότι την αγαπάω πολύ και ότι...» κι άλλη παύση. Ξεροκαταπίνει. Αρχίζει να ζεσταίνεται κι άλλο μέσα στο μπλε του πουκάμισο! Πολύ περισσότερο από πριν.
«ότι την ευχαριστώ για όλα όσα μου έμαθε. Θα της ζητούσα συγγνώμη και θα της έλεγα πόσο λυπάμαι που δεν είδα πραγματικά τον πόνο της. Πόσο στεναχωριέμαι που κοίταξα το «εγώ» μου αντί για εκείνη. Θα της έλεγα πόσο άδειος είναι ο κόσμος χωρίς την παρουσία της και πόσο πολύ μας πόνεσε όλους η ξαφνική φυγή της! Θα της έλεγα...» ένας λυγμός τον πνίγει και χρειάζεται να σταματήσει. Ακόμα του χαμογελάει και είναι κάτι που δεν μπορεί να διαχειριστεί. Αγάπησε τόσο πολύ το γουρουνάκι του. Καμία δεν θα πάρει ποτέ τη θέση της στην καρδιά του. Είναι το πιο τρυφερό κομμάτι του εαυτού του.
«ότι είναι υπέροχη. Πάντα ήταν. Και να μην το ξεχάσει ποτέ αυτό.» η χροιά του τρέμει ασταμάτητα, με τα μάτια του να βουρκώνουν ξανά και ξανά.
Ήρθε η ώρα για το τελικό αντίο. Ήρθε η στιγμή να την αφήσει, επιτέλους, να φύγει. Το έχει ανάγκη. Και οι δύο το έχουν.
Η Αυγή κάνει μερικά βήματα μέσα στο πλήθος και πλησιάζει την οικογένεια της. Το βλέμμα του την ακολουθεί ασταμάτητα και ένα δάκρυ κυλάει στο μάγουλο του όταν σκύψει κι αφήσει ένα στοργικό φιλί στο μαγουλάκι της μικρής Ειρήνης. Το κοριτσάκι λες και το ένιωσε, γυρίζει να κοιτάξει απορημένο στο πλάι. Δεν βλέπει κάτι, επιστρέφει στο να πειράζει το μαξιλάρι της. Ένιωσε την ανάγκη να το έχει μαζί της σήμερα. Την βλέπει να αγκαλιάζει τους γονείς της τρυφερά κλείνοντας τα μάτια της. Ο κόμπος στο λαιμό του μεγαλώνει. Απομακρύνεται με χάρη. Παίρνει το δρόμο του γυρισμού για ακόμα μια φορά. Για τελευταία φορά.
«Και τέλος» ξεροβήχει. Η Αυγή του, ο πρώτος του έρωτας, η όγδοη τέχνη του, ο ήλιος του που έδυσε γυρίζει το κεφάλι της με χάρη να τον κοιτάξει. Πρέπει να φύγει πια.
«θα της έλεγα να συγχωρήσει τον εαυτό της.» ένα δάκρυ κυλάει στο μάγουλο του. Είναι ανακούφισης. Γιατί τώρα πια, νιώθει κι αυτός τη λύτρωση της. Και μέσα από αυτή λυτρώνεται κι αυτός.
«Πως, όσο ζω και αναπνέω δεν θα αφήσω κανέναν να την ξεχάσει. Ποτέ. Πάντοτε θα ζει μέσα από εμάς και μέσα από τις λέξεις του βιβλίου μου.» ψελλίζει. Με το ζόρι ακούγεται πια. Η Alessia σκουπίζει κι αυτή ένα της δάκρυ. Ξέρει ότι ο αγαπημένος της κάνει ένα μεγάλο βήμα αυτή τη στιγμή και είναι κάτι που την κάνει να τον ερωτεύεται ασταμάτητα. Ξανά και ξανά, κάθε μέρα που περνάει.
«Σας ευχαριστώ.» φευγαλέα κοιτάει το κοινό, προτού γυρίσει την προσοχή του στην δεκαεπτάχρονη κοπέλα, που σήμερα θα ήταν σχεδόν είκοσι-οκτώ. Τα χειροκροτήματα γεμίζουν για άλλη μια φορά το χώρο.
«Σ' αγαπώ!» τη βλέπει να του ψελλίζει αργά, προτού του στείλει ένα φιλί από μακριά.
'Σ' αγαπώ.' σκέφτεται και η καρδιά του, που χτυπάει σαν τρελή, το επιβεβαιώνει.
Γυρίζει την πλάτη της και φεύγει, λουσμένη από ένα άπλετο λευκό φως που την κάνει να μοιάζει με άγγελο. Κλείνει τα μάτια του χαμογελώντας πικρά.
Το τελικό αντίο, ειπώθηκε.
~Τέλος~
Γειά σας κοτοπουλάκια μου!🐥
Τι κάνετε; Πώς είστε;
Ελπίζω καλά.
Πείτε μου τα νέα σας!
Φτάσαμε λοιπόν στον επίλογο, μετά από σχεδόν δύο χρόνια. Σας το είχα πει ότι θα είναι γλυκόπικρο.
Στην αρχή του ταξιδιού μας, σου είχα υποσχεθεί πως θα σου μιλήσω για όλα όσα πρόκειται να διαβάσεις κι όσο κι αν μου είναι δύσκολο, θα το κάνω.
Λοιπόν....
Προετοιμάζομαι μήνες γι'αυτή τη στιγμή. Θέλω τόσα να σου πω, που για να είμαι σίγουρη πως δεν θα ξεχάσω τίποτα κρατάω σημειώσεις από τον περασμένο Ιούνιο. Παρόλα αυτά, με δυσκολία ξέρω πώς να αρχίσω. Οπότε, ξέρεις τι; Θα ξεκινήσω από τα βασικά.
Η ζωή είναι άδικη.
Και είμαι σίγουρη πως είναι κάτι που μπορεί να σου το επιβεβαιώσει όλο το πραγματικό καστ του βιβλίου. Ή τουλάχιστον, σχεδόν όλο. Θέλω να πάρεις μια ανάσα, γιατί η ιστορία που θα διαβάσεις παρακάτω είναι για μια πολύ μεγάλη αγάπη που έληξε άδοξα όταν ήμουν ακόμα μωρό.
Θα σου μιλήσω για τον Μ. και την Ρ.
Ξέρεις, όλοι έχουμε δει μια ταινία που οι πρωταγωνιστές γνωρίζονται από παιδιά και ερωτεύονται. Κάπως έτσι έγινε με αυτούς. Ήταν 11 χρονών όταν γνωρίστηκαν κι έδεσαν αμέσως, λέγοντας πως έχουν σχέση. Στη αρχή ήταν όλο πολύ πλατωνικό, ρομαντικό και άκρως παιδικό. Μα κάποια στιγμή τα παιδιά αυτά μεγάλωσαν. Σε πάω λοιπόν περίπου 8 χρόνια μετά. Ο Μ. και η Ρ. ακόμα ζευγάρι μα πια δεν ήταν ούτε πλατωνικό, ούτε παιδικό.
Είχαν την τελεία σχέση. Συμπλήρωναν ο ένας τον άλλον υπέροχα και ταίριαζαν σε τρομακτικό βαθμό. Το μόνο "πρόβλημα" που υπήρχε ήταν η αδερφή του Μ. η Ε. Εκείνη λοιπόν, μόλις στα 14 της χρόνια μπλέκει στα ναρκωτικά προκαλώντας βαθύ πόνο σε όλη την οικογένεια. Η μαμά μου, που την είχε σαν κόρη της, προσπάθησε φρικτά πολύ να τη βοηθήσει, μα η Ε. είχε πλέξει σε πολύ σκοτεινά μονοπάτια.
Μια μέρα λοιπόν, οι γονείς της Ρ. έμαθαν πως η αδερφή του αγοριού που έβγαινε η κόρη τους έκανε ναρκωτικά. Και φαντάζομαι το έχεις καταλάβει ήδη, μα δεν το πήραν καλά. Έλεγαν πως ο ξάδερφος μου, ο Μ. είναι κι αυτός μπλεγμένος και ότι θα παρασύρει την κόρη τους και θα την καταστρέψει. Οπότε, το θεώρησαν πάρα πολύ έξυπνο να επιβάλλουν στην κόρη τους να χωρίσει μαζί του και να μην τον ξανά δει ποτέ, κάτι που εκείνη δεν έκανε ποτέ.
Στην αρχή βρίσκονταν στα κρυφά, μα τους πήραν χαμπάρι σχεδόν αμέσως. Και ξέρεις τι έκαναν; Την χτύπησαν. Την χτύπησαν πολύ και την κλείδωσαν μέσα στο σπίτι για να μην τον ξανά δει. Και ξέρεις τι έκανε ο Μ.; Την έκλεψε. Την έκλεψε μέσα από το σπίτι της και την έφερε στη μαμά μου, που είχε εμένα στην κούνια ακόμα, ζητώντας να τους κρύψει. Και η μαμά μου το έκανε.
Μη στα πολυλογώ, τρεις φορές την έκλεψε. Κι όσο πιο πολύ του την έπαιρναν πίσω, τόσο περισσότερο τσατιζοταν αυτός. Γιατί ήταν η γυναίκα της ζωής του! Ήθελε με όλη του την καρδιά να την παντρευτεί και να κάνουν παιδιά! Ήταν η οικογένεια του. Την λάτρευε με όλο του το είναι κι αυτοί του την πήραν μακριά.
Ώσπου, μια μέρα, η Ρ. ξεκίνησε να παραπονιέται ότι έχει φρικτούς πόνους στην κοιλιά. Στην αρχή νόμιζαν ότι λέει ψέματα, μα τελικά τους φώτισε ο Θεός και την πήγαν στο νοσοκομείο. Μετά από πολύωρες εξετάσεις, ο γιατρός τους κοίταξε. Δεν ήξερε πώς να τους το πει. Ο μπαμπάς της νόμιζε πως το χειρότερο που μπορούσε να τους συμβεί, είναι μια εγκυμοσύνη. Οπότε και τον ρώτησε αν η κόρη του είναι έγκυος. Ο γιατρός τον κοίταξε και του είπε «θα εύχεστε να ήταν έγκυος, κύριε».
Κάτι μεταξύ καρκίνου και αυτοάνοσου, που προκλήθηκε από το χαμηλό ανοσοποιητικό της σύστημα λόγω της απέραντης θλίψης που είχε όλο αυτό το διάστημα. Είχε μόλις έξι μήνες ζωής κι αυτό με τις θεραπείες που έκανε. Ο ξάδερφος μου δεν έφυγε στιγμή από το πλευρό της, παρά τις αντιρρήσεις των γονιών της.
Αυτοί οι έξι μήνες ήταν σίγουρα οι πιο ωραίοι που έζησαν ποτέ μαζί. Ό,τι ήθελε η Ρ., ό,τι επιθυμούσε της το έκανε. Φωτογραφίες με νυφικό η Ρ.; Την πήγαινε και έβγαζε. Περούκες η Ρ. λόγω που έπεφταν τα μαλλιά της από τις θεραπείες; Περούκες. Όσες ήθελε. Βόλτες, νύχτες που τις πέρασαν μαζί, μικρές κοντινές εκδρομές. Και βλέποντας, λοιπόν, αυτά, βλέποντας τις νύχτες που έμενε κοντά της στο νοσοκομείο, το πόσο πολύ της στάθηκε σε κάθε θεραπεία, πόνο, κλάμα από την κούραση, οι γονείς της άρχισαν να αλλάζουν γνώμη για εκείνον. Και έμαθαν να τον αγαπούν γι'αυτό και να τον έχουν τελικά σαν γιο τους.
Μια νύχτα, περίπου έξι μήνες μετά τη διάγνωση της, η Ρ. κοίταξε τον Μ. στα μάτια και του χαμογέλασε.
«Σήμερα, θα φύγεις από το νοσοκομείο. Θα γυρίσεις στο σπίτι σου».
«Θες να με διώξεις κοριτσάκι;»
«Μ. σήμερα θα φύγεις από το νοσοκομείο και θα γυρίσεις στο σπίτι σου. Δεν θα μείνεις εδώ».
«Ατύχησες, εδώ θα μείνω».
«Αν μ' αγαπάς, θα φύγεις. Και θα γυρίσεις σπίτι σου.»
«Εντάξει, αγάπη μου. Εντάξει. Θα φύγω και θα γυρίσω στο σπίτι μου».
Δεν έφυγε, παρόλα αυτά. Έμεινε έξω από το δωμάτιο μέχρι και το χάραμα, όπου οι γιατροί έτρεξαν σαν τρελοί στο δωμάτιο της. Τον κράτησαν απ' έξω με δυσκολία, μα τα κατάφεραν. Λίγη ώρα αργότερα, ο γιατρός βγήκε, τον κοίταξε και του το είπε: «Λυπάμαι». Η Ρ. μόλις είχε ξεψυχήσει.
Από τον θάνατο της και μετά η ζωή ήταν αλλιώτικη για όλους. Δεν είδαμε ποτέ τον Μ. να κλαίει, μα αυτή η λάμψη που είχε στα μάτια του χάθηκε. Λίγο καιρό μετά, οι γονείς της του αγόρασαν μια μηχανή που καιρό ήθελε να πάρει, αλλά δεν μπορούσε.
Λίγα χρόνια μετά, είχε σταματήσει με τη μηχανή λίγο πιο κάτω από το σπίτι του σε μια άκρη, είχε βγάλει το κράνος και κοιτούσε κάτι στο κινητό. Μια μαλακισμένη με ένα τζιπ δεν τον είδε; Δεν πρόλαβε να σταματήσει; Δεν ξέρω. Πάντως του την έπαιξε με τέτοια δύναμη που τον εκσφενδόνισε περίπου εκατό μέτρα μακριά. Ο κρότος από τη σύγκρουση ακούστηκε μέχρι το σπίτι της μητέρας του.
Όταν τον πήγαν στο νοσοκομείο, του έκοψαν δύο από τα δάχτυλα του ενός ποδιού και τον είχαν για εξετάσεις ούτε που ξέρω πόσες ώρες. Όταν ο γιατρός βγήκε τους είπε αυτολεξεί: «Πρώτη φορά στα χρόνια που είμαι γιατρός βλέπω άνθρωπο να επιβιώνει από τέτοιο χτύπημα. Ο νεαρός έχει κάποιον άγγελο που τον προσέχει εκεί πάνω.»
Έχουν περάσει περίπου είκοσι χρόνια από τον θάνατο της. Πέρασαν πολλές κοπέλες από τη ζωή του κι όλες είχαν το ίδιο πρόβλημα. Ήθελαν να φύγει η φωτογραφία της Ρ. από το δωμάτιο του. Ο Μ. είχε πάντοτε την ίδια αντίδραση: έφευγαν οι κοπέλες, μα η φωτογραφία ποτέ.
Πλέον έχει μια κόρη περίπου δύο χρονών και η μέλλουσα γυναίκα του περιμένει το δεύτερο. Παντρεύονται σε λίγες μέρες. Δεν θα σου πω ότι δεν αγαπάει την γυναίκα του, αλλά ποτέ δεν την κοίταξε όπως εκείνη. Γιατί η Ρ. ήταν το άλλο του μισό. Και το άλλο του μισό πέθανε. Η Γ., η γυναίκα του, έχει φωτογραφία της Ρ. στο σαλόνι τους κι αν με ρωτάς, αυτό είναι κι εν τέλει που την ξεχώρισε από τις άλλες.
Η Ρ. λοιπόν, είναι εκείνο το κομμάτι της Αυγής που κάνει τον θάνατο της λιγότερο συμβολικό.
Όσον αφορά τη Melisa και τον Paul, η πραγματική Melisa ποτέ δεν ερωτεύτηκε τον Paul πάρα τα όσα έκανε εκείνος γι'αυτήν. Και απλά μια μέρα ο Paul κουράστηκε να περιμένει κι έφυγε. Προχώρησε τη ζωή του, ή τουλάχιστον, προσπαθεί.
Τα πράγματα με την πραγματική Lyra είναι λίγο πιο περίπλοκα. Η κοπέλα που της άρεσε στην αρχή την κορόιδευε πολύ και όσο κι αν ντρέπομαι, στην αρχή γελούσα με αυτό. Όχι επειδή της άρεσε, αυτό δεν το ήξερα καν στην αρχή. Μου φαινόταν αστείος ο τρόπος που την πείραζε. Και μετά, μια μέρα, έτυχε να μιλήσω μαζί της και μου το είπε. Ήταν ερωτευμένη με αυτή τη φίλη μου και εκείνη το είχε καταλάβει και της έδινε ελπίδες χωρίς λόγο. Μη στα πολυλογώ, ένα χρόνο μετά έγιναν ζευγάρι κρυφά από όλους μα χώρισαν γρήγορα. Εν τέλει, η Lyra αποφάσισε πως δεν θέλει να είναι με κάποια που την κρύβει. Γιατί αγαπάει τον εαυτό της, κάθε ατέλεια και τελειότητα της. Και είμαι πολύ περήφανη για εκείνη.
Ένα θέμα που σε έκαψε πολύ αυτά τα δύο χρόνια ήταν ο Πέτρος, η Θάλεια και η Claire. Ευτυχώς για μένα, για πολλούς πολλούς λόγους, ο Πέτρος δεν ήταν μπαμπάς μου. Σύντροφος της μαμάς μου, ο χειρότερος όλων αν με ρωτάς. Τους γνώρισε η Claire, που τότε έμενε μαζί μας. Δεν ξέρω πώς ξεκίνησε αυτό το λάθος, ούτε πώς και γιατί η Claire αποφάσισε να το προχωρήσει μαζί του ενώ η μαμά μου τη βοήθησε, το μόνο που ξέρω είναι ότι σε αντίθεση με την Αυγή, εγώ το έμαθα από εκείνη. Ήρθε και μου το είπε λίγο αργότερα. Αλλά δυστυχώς, ήταν εκείνη η χρονιά που είχα γνωρίσει τον Lucas (θα σου πω γι'αυτό αργότερα), και δεν είχα την ψυχική διάθεση να ασχοληθώ με αυτό. Άσε που ήμουν τέρμα θυμωμένη με τη μαμά μου.
Δεν είμαι περήφανη που της το έκρυψα, ήταν κάτι που με βάραινε για χρόνια, μα τουλάχιστον τώρα ξέρει. Το έμαθε από την Ειρήνη πάνω σε έναν καυγά. Η μικρή μου αδερφή θύμωσε τόσο πολύ μαζί της, που της ούρλιαξε ένα «μιλάς εσύ για βλακεία; Εσύ; Που αυτός πήγε με την Claire και εσύ συνεχίζεις να είσαι μαζί του;»
Δεν θες, όπως ούτε εγώ ήθελα, να φανταστείς τι έγινε μετά. Έμεινε μαζί του και μετά από αυτό και τελικά χώρισαν πριν λίγο καιρό. Απλώς ελπίζω να μην τα ξανά βρουν ποτέ.
Γι'αυτό σας έλεγα ότι ο Πέτρος έχει μετανιώσει. Γιατί ο πραγματικός όχι να μετανιώσει, ούτε λίγο καλύτερος άνθρωπος δεν έγινε ποτέ. Τουλάχιστον ο Πέτρος του βιβλίου παραδέχτηκε το λάθος του και ζήτησε συγγνώμη γι'αυτό. Θα μου πεις μια συγγνώμη δεν αρκεί, μα από το τίποτα...
Τώρα, στα δικά μας.
Κάποτε μια αναγνώστρια, ξέρεις εσύ πια είσαι, στο κεφάλαιο "Ο Ιούδας φιλούσε υπέροχα" μου είπε την εξής φράση: «Δεν μου αρέσουν αυτοί οι συνειρμοί, ο Ιούδας στο τέλος αυτοκτόνησε. Βέβαια, σε αυτό το βιβλίο υπάρχουν πολλοί Ιούδες» και είχε δίκιο. Σε αυτό το βιβλίο υπάρχουν πράγματι πολλοί Ιούδες, ωστόσο, το μήνυμα δεν αποκωδικοποιήθηκε σωστά.
Ναι, ο Πέτρος πρόδωσε τη Θάλεια.
Η Claire, ο Lucas, ο Νίκος και η Ξένια, πρόδωσαν την Αυγή.
Η Sonia και ο James πρόδωσαν τον Lucas.
Ωστόσο, απ' όλους τους, ο μεγαλύτερος Ιούδας ήταν η Αυγή, και ξέρεις γιατί;
Μπορεί οι άλλοι να πρόδωσαν αγαπημένα τους πρόσωπα, ή και όχι, αλλά η Αυγή πρόδωσε το πιο σημαντικό: τον εαυτό της. Κι αν εσύ προδώσεις τον εαυτό σου, θα σε προδώσει κι αυτός.
Η ίδια αναγνώστρια μου είπε μια φορά «με τρομάζει το τόσο λευκό στο βιβλίο σου». Χάρηκα πολύ που έστω και μια το παρατήρησε και θα σας εξηγήσω γιατί. Το λευκό έχει πολλές και διαφορετικές έννοιες. Είναι το λευκό της αγνότητας, της κόκας, της τρέλας, του θανάτου.
Καταλάβατε;
Θυμάστε τι σας είχα πει στο κεφάλαιο «Εν λευκώ»;
«Παρέδωσε το είναι της εν λευκώ.
Σ' ένα λευκό που θα τους κάψει.»
Καταλάβατε;
Είμαι σίγουρη πως καταλάβατε.
Και τέλος, θα σου μιλήσω για μένα.
Παύω να κρύβομαι. Βγάζω τη μάσκα. Δεν θα σου μιλήσω για τη Μελίνα, την Μυρτώ, τη Valery ή την Αυγή. Σήμερα, θα σου μιλήσω για τη Δέσποινα και για το λόγο που ενώ εγώ προχώρησα, για την Αυγή ο έρωτας υπήρχε πάντα μόνο στα μάτια του Lucas.
Είσαι έτοιμη;
Εγώ όχι και τόσο. Μα θα το κάνω. Στο υποσχέθηκα και θα το κάνω.
Είχα γνωρίσει κι άλλους πριν από αυτόν, μα μου φαίνονται πολύ αστεία πια σαν αναμνήσεις για να τα αναφέρω. Όταν γνώρισα τον Lucas η καρδιά μου έπαψε ακαριαία να χτυπά και ρίγη με κατέκλυσαν. Όταν τον γνώρισα τα πάντα γύρω μου θόλωσαν για ενάμιση χρόνο. Απ' όταν τον γνώρισα, από την πρώτη κιόλας μέρα του Αυγούστου, μια ερώτηση έπαιζε συνέχεια στο μυαλό μου.
Γιατί;
Ήμουν δεκαπέντε όταν τον γνώρισα.
Ήταν 18.
Γιατί;
Του είπα ότι με γοητεύει το μεταξύ μας.
Μου είπε ότι δεν κάνει για μένα. Μου είπε ότι θα με πληγώσει.
Γιατί;
Μπήκε ο Σεπτέμβριος. Με τάραξε στη ζήλεια. Μου φώναζε. Του φώναζα. Πέρασαν λίγες μέρες. Του άρεσε μια άλλη, τελικά. Μου το είπε. Τον άφησα.
Γιατί;
Ήρθε ο Οκτώβριος και πάνω που γύρισε σε μένα, έφυγε πάλι. Και ξανά γύρισε. Ήμουν εκεί. Πάντα ήμουν εκεί.
Γιατί;
«Με θες;»
«Δεν μπορούμε να είμαστε μαζί».
«Ναι, αλλά με θες;»
«Σαν τρελός».
«Τότε μπορούμε».
«Δεν μπορούμε».
Γιατί;
Έρχεται ο Νοέμβριος. Γνωρίζω τον Λευτέρη και σχεδόν αμέσως κάνω σχέση μαζί του. Τόσο απερίσκεπτη. Τόσο χαζή.
«Είσαι ευτυχισμένη;»
«Τι σε νοιάζει;»
«Με νοιάζει(ς)».
«Είμαι ό,τι δεν έχω νιώσει μαζί σου».
«Δηλαδή;»
«Ήρεμη». Ψέματα.
Γιατί;
Μπαίνει Δεκέμβριος. Πνίγομαι στη σχέση μου με το Λευτέρη. Είναι φυλακή που μόνη μου εγκλώβισα τον εαυτό μου. Το πάει γρήγορα. Θέλω να τσιρίξω. Χωρίζω. Περνάει μια μέρα και δεν ντρέπομαι ούτε λίγο. Λέω στον Lucas ότι είμαι ερωτευμένη μαζί του. Κάθεται και μου εξηγεί όλους τους λόγους που δεν μπορούμε να είμαστε μαζί. Σφίγγω τα δόντια. Λέω ότι κατάλαβα.
Γιατί;
Πέρασε ένας δύσκολος Γενάρης. Προσπάθησα σκληρά να επιστρέψω στην πραγματικότητα μου. Ήταν δύσκολο. Και ήρθε ο Φλεβάρης. Είχα αρχίσει να τον ξεπερνάω. Λίγο, μα τα πήγαινα καλά. Μέχρι που...
«Είμαι ερωτευμένος μαζί σου, γαμώ το χαμόγελο σου».
«Τι;»
«Είμαι ερωτευμένος. Μαζί σου».
Και γύρισα. Ξανά.
Γιατί;
Ήρθε ο Μάρτιος. Γίναμε ζευγάρι. Καταστροφικό, αν με ρωτάς. Κι από 'κείνη τη στιγμή κι έπειτα, ακολούθησε ένα ντόμινο από κακές αποφάσεις και λάθη που διήρκησε έξι μήνες παρά μια μέρα.
Απρίλης.
«Με ρώτησαν για σένα δύο πρώην μου. Ρώτησαν αν είμαστε μαζί».
«Και;»
«Είπα ότι ίσα που γνωριζόμαστε».
Μάιος.
«Πάω στρατό».
«Είμαι εδώ».
«Θα περιμένεις;»
«Θα περιμένω».
«Διάβαζε. Πρέπει να περάσεις Πάτρα. Για εμάς».
Δεν θέλω να περάσω Πάτρα. Μ' αρέσει το Ρέθυμνο, μ' αρέσει η Θεσσαλονίκη. Η Κομοτηνή μοιάζει τόσο όμορφη...
«Πρέπει να περάσω Πάτρα. Για εμάς».
Ιούνιος.
«Σου είπα ότι κολυμπούσα! Δεν μπορώ να έχω το κινητό μαζί μου μέχρι κι εκεί! Είναι τρελό; Μ' ακούς; Τρελό!»
«Απλά με έχεις γραμμένο!»
«Συγγνώμη που περνούσα καλά!»
«Αυτό φοβάμαι, Δέσποινα, ότι πέρασες καλά!»
Ιούλιος.
«Με κουράζεις».
«Με πληγώνεις».
«Φυσικά, πάλι εγώ είμαι ο κακός».
«Κυριολεκτικά, σου ζήτησα απλά να βρεθούμε. Σε λίγες μέρες φεύγεις. Πάλι».
«Αλήθεια με κουράζεις».
«Έχω ανάγκες που δεν μπορείς να μου καλύψεις. Θέλω να κάνω πράγματα που δεν μπορείς να μου προσφέρεις».
«Θέλεις να κάνεις σεξ».
«Ναι».
«Κάνε».
«Τι;»
«Κάνε σεξ. Βρες κάποια και κάνε σεξ».
«Αλήθεια;»
«Ναι, απλά όταν το κάνεις να θυμάσαι πως έχουμε τελειώσει. Για πάντα».
«Είσαι υπερβολική».
Αύγουστος.
«Ένα χρόνο! Ένα χρόνο υπάρχει όλο αυτό μεταξύ μας! Είναι αδερφός σου, Lucas! Γιατί απλά δεν του μιλάς για μένα;»
Ντρέπεσαι για μένα;
«Δεν τον αφορά!»
Με κρύβεις.
«Δέσπ μου, πότε θα καταλάβεις; Είμαστε οι δυο μας σε αυτή τη σχέση! Τι σημασία έχει ποιοι ξέρουν ότι είμαστε μαζί; Το ξέρουμε εμείς και τα κορίτσια, κι αυτό αρκεί».
Γιατί με κρύβεις; Είμαι κακή; Είμαι άσχημη; Μήπως δεν είμαι αρκετή; Δεν είμαι αρκετά καλή...
«Εγώ έχω πει στους δικούς μου για εμάς. Εσύ ήθελες να ξέρουν».
«Δεν είμαστε το ίδιο».
Ντρέπεσαι τόσο για μένα; Πόσο λίγη σου πέφτω; Πόσο...
Γιατί;
Ώσπου, ξημερώματα της δεκάτης Σεπτεμβρίου, ήρθε η απελευθέρωση μου. Τότε δεν το ήξερα, μα τώρα ξέρω. Γιατί το να με αφήσει, ήταν το καλύτερο πράγμα που μου έκανε ποτέ.
Δεν ήθελε να πάω σινεμά γιατί στην παρέα θα υπήρχαν αγόρια. Και δεν θα πήγαινα, τόσο σκατά ήμουν που είχα χάσει κάθε κομμάτι μου σε αυτή τη σχέση και πατούσα το Εγώ μου συνεχώς. Μιλούσε όμως με μια πρώην του. Κι εγώ ήθελα τόσο να του ουρλιάξω ότι τον μισώ που το κάνει αυτό. Δεν το έκανα. Δεν έβγαινε η φωνή μου. Οπότε πήγα σινεμά.
Λίγες ώρες πριν με άφησε. Μια μέρα πριν τους έξι μήνες "επίσημης" σχέσης. Δεν είχε καν τα κότσια να μου πει την αλήθεια, να μου πει «Κουράστηκα με όλο αυτό», οπότε τα έβαλε με την ταινία.
«Δεν θέλω να πας σινεμά αύριο».
«Ούτε εγώ θέλω να μιλάς με την Ν. αλλά το κάνεις. Η ζωή είναι άδικη».
«Δεν είμαστε το ίδιο».
Δεν είμαστε το ίδιο.
Γιατί;
Γιατί;
Γιατί;
ΓΙΑΤΊ;
Ακόμα δεν έχω απάντηση. Πληροφοριακά, δεν σταμάτησε τότε. Τότε απλά ήταν η φορά που έφυγα και δεν γύρισα. Και πίστεψε με, κάθε που ξημερώνει δεκάτη Σεπτεμβρίου το γιορτάζω με τον τρόπο μου. Πάντα. Έστω και κρυφά. Σιωπηλά. Γιορτάζω που τα κατάφερα.
Γιατί, ο ανόητος, νόμιζε μπορούσε να με σπάσει για ακόμα μια φορά. Μα ξέχασε· δεν μπορείς να σπάσεις τα θρύψαλα.
Ένα βράδυ του καλοκαιριού, και γράφοντας ακόμα ένα απόσπασμα του 21 εκείνη τη μέρα, λύγισα. Με έπιασε το παράπονο. Με θυμάμαι να βάζω τα κλάματα πριν το καταλάβω. Με θυμάμαι να με λυπάμαι που με έτρωγε ακόμα σαν το σαράκι. Με θυμάμαι να κοιτάω στα μάτια τις κολλητές μου και μέσα από τους λυγμούς να τους ψελλίζω: «ορκίζομαι», έκανα μια παύση και δάγκωσα τα χείλη μου «δεν έχω μισήσει άνθρωπο στη ζωή μου περισσότερο από αυτόν».
Δεν έχω μισήσει άνθρωπο στη ζωή μου γενικά (πέρα από εμένα κι αυτόν), κι αυτό γιατί δεν έχω αγαπήσει κανέναν όπως αγάπησα εκείνον. Τόσο αθώα. Με τόση αυταπάρνηση και ανιδιοτέλεια. Του έδωσα το είναι μου με την ελπίδα να το προστατεύσει, κι ας μ' είχε προειδοποιήσει εξ αρχής πως δεν θα το κάνει. Τον άφησα να πατήσει στην καρδιά μου κι έπειτα να πατήσει την καρδιά μου. Και τον δεχόμουν πίσω συνεχώς. Γιατί «αυτό είναι η αγάπη». Γιατί «δεν θα με αγαπούσε κανένας άλλος όπως αυτός». Γιατί «πάντα γυρνούσα. Όπως και πάντα γυρνούσε. Ήμουν το σπίτι του. Ποιος δεν γυρίζει στο σπίτι του;». Γιατί «δεν ήμουν σαν τις άλλες. Ήμουν ξεχωριστή», κι ας μου συμπεριφέρθηκε χειρότερα απ' ότι σε οποιαδήποτε άλλη. Γιατί «το μόνο που ήθελε ήταν να τα κάνει όλα σωστά» κι ας τα έκανε πάντα όλα λάθος. Γιατί «δεν ερωτεύτηκε, ούτε αγάπησε ποτέ καμία όσο εμένα. Ήμουν ο άνθρωπος του. Το ήξερε. Το ένιωθε».
Μα πάνω απ' όλα, γυρνούσα πίσω ξανά και ξανά και ξανά και ξανά μόνο για έναν λόγο: γιατί τον λάτρευα σαν Θεό. Και το ήξερε.
Παρεμπιπτόντως, απ' όλα όσα είπε το στόμα του όσο ήταν στη ζωή μου μόνο ένα ήταν σωστό· δεν θα με αγαπήσει ποτέ κανένας όπως αυτός (ελπίζω).
Δεν μου αρέσει αυτό το είδος αγάπης.
Προτιμώ το άλλο, το ήρεμο, το "βαρετό" . Αυτό που είσαι στη ρουτίνα του άλλου, που ξέρεις πώς πίνει τον καφέ του και τι ώρα έχει μάθημα στη σχολή του. Αυτό που "τσακώνεστε" για το ποιος ξέχασε τελικά να βγάλει τον κιμά από την κατάψυξη. Αυτό που βγαίνεις να αφήσεις τις καρέκλες στο μπαλκόνι μετά από ένα τυπικό καθάρισμα και σου πετάει επίτηδες νερό από το λάστιχο καθώς ποτίζει τα φυτά. Αυτό το είδος της αγάπης μ' αρέσει. Αυτό το είδος αγάπης, αγαπώ.
Και με θλίβει που είδα πρώτα το κακό πρόσωπο.
Μια φορά του είπα πως ο μόνος τρόπος να χωρίσουμε είναι να με βγάλει από τα όρια μου. Σου ορκίζομαι, όταν το είπα, δεν είχα φανταστεί πόσο πολύ θα πιαστεί από αυτό. Σαν κάποιο προσωπικό του στοίχημα, προσπαθούσε συνεχώς να με στείλει στα όρια κι ακόμα παραπέρα. Και μπορώ να σου πω με σιγουριά πως το έκανε.
Τον θυμάμαι να με ρωτάει:
«Δέσπ;» πάντα φοβόμουν όταν το έλεγε. Συνήθως μετά από αυτό το, μισητό για μένα, Δέσπ ακολουθούσε ένα τέρας.
«Ναι;» έτρεμε η καρδιά μου. Έχω ζητήσει πολλές φορές από φίλους όταν μιλάμε σοβαρά να μη με λένε "Δέσπ" γιατί μου κόβεται η ανάσα. Νομίζω δεν θα το ξεπεράσω ποτέ αυτό.
«Είσαι κοντά στο να βγεις από τα όρια σου;» ψιθύρισε διστακτικά. Και γέλασα, γέλασα πολύ. Πέρασα τα χέρια μου μέσα από τα μαλλιά μου και δαγκώθηκα. Όλα ήταν ύποπτα στα μάτια μου. Κάθε του συμπεριφορά. Η θυμωμένη, η ήρεμη, η παιχνιδιάρικη, η πιο ερωτική. Όλες.
«Γιατί ρωτάς; Έκανες κάτι που θα με βγάλει από τα όρια μου;» ρώτησα πιο παιχνιδιάρικα, για να ελαφρύνω το κλίμα. Δεν τον έβλεπα, μα είμαι σίγουρη πως ούτε που μειδίασε.
«Όχι.» δεν άργησε να έρθει η απάντηση. Χαμογέλασα και πάλι.
«Τα όρια» ψέλλισα, κυρίως στον εαυτό μου. «δεν μπορείς να τα ελέγξεις. Τώρα είμαστε καλά, αλλά σε ένα λεπτό που θα μου πεις πως κάποια σου αρέσει, για ακόμα μια φορά θα σπάσουμε. Αυτό μπορεί να με ρημάξει.» μιλούσα κυρίως υποθετικά βάσει των όσων είχαν συμβεί μέχρι τότε στη σχέση μας, αλλά πιστεύω ακράδαντα πως κάτι τέτοιο συνέβαινε. Δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι διαφορετικό, έχει βεβαρημένο ιστορικό.
«Αλλά μπορεί και όχι.» συμπλήρωσα. Δεν έμαθα ποτέ τι ήθελε τελικά να μου πει.
Προς πληροφόρηση σου, έτσι για την ιστορία, βγήκα από τα όρια μου. Έξι μήνες μετά. Και όντως με ρήμαξε.
Ωστόσο, συγχώρεσε με, αλλά δεν πρόκειται να σου μιλήσω για εκείνον με περισσότερες λεπτομέρειες, κυρίως γιατί δεν του αξίζει όλη αυτή η προσοχή, μα θα σου πω αυτό: έχουν περάσει περίπου τέσσερα χρόνια από τη μέρα που με άφησε και έκτοτε, δεν έχει περάσει ούτε μια μέρα που να κοιταχτώ στον καθρέφτη και να μην τον σκεφτώ. Έστω και στιγμιαία. Γιατί η Αυγή μέσα μου, που με τόση λύσσα προσπάθησα να σκοτώσω, είναι δικό του δημιούργημα και δεν θα φύγει ποτέ. Και είμαι εντάξει με αυτό πια. Το έχω αποδεχτεί.
Και ξέρεις κάτι;
Ξημέρωσαν 400 μέρες που τον γνώρισα, ερωτεύτηκα, αγάπησα, μίσησα. Ξημέρωσαν μέρες που με βρήκε η ανατολή κλαμμένη, ταλαιπωρημένη. Ξημέρωσαν μέρες που με βρήκαν ευτυχισμένη, ερωτευμένη. Ξημέρωσαν μέρες που τον παρακαλούσα να μη με πονέσει άλλο γιατί η καρδιά μου δεν αντέχει. Ξημέρωσαν μέρες που ο ήλιος με χάζευε να γίνομαι έρμαιο του. Ξημέρωσαν μέρες που το αγαπημένο μου φαγητό μου έφερνε ναυτία, και που η αγαπημένη μου μουσική μου ξένιζε, με ζάλιζε. Ξημέρωσαν μέρες που ξέχασα να μιλήσω στον εαυτό μου, απλώς γιατί δεν υπήρχα. Ξημέρωσαν μέρες που όταν άνοιξαν τα μάτια μου απογοητεύτηκα, επειδή δεν ήθελα πλέον να ζω. Ξημέρωσαν μέρες που δεν ένιωθα πια. Ξημέρωσαν μέρες που με κοιτούσα στον καθρέφτη και δεν με αναγνώριζα. Που ξαφνικά το ύψος δεν μου φαινόταν τρομακτικό, αλλά ελκυστικό.
Τρόμαξες σε αυτό;
Κι εγώ. Πολύ.
Από όλες τις μέρες, λοιπόν, που ξημέρωσε αυτόν τον αιώνιο ένα χρόνο και κάτι, μια ήταν αυτή που έκλαψα και η ψυχή μου παρέδωσε. Η μέρα που συνειδητοποίησα πως ο φόβος του είχε γίνει πραγματικότητα, πως έγινα η φίλη/κολλητή/αδερφή που συνέχεια συμβούλευα, η μέρα που πρώτη εγώ ευχόμουν να μην ανατείλει ο ήλιος: η μέρα που η αγάπη του δεν μου έφτανε.
Θυμάσαι τότε που σου είπα πως οι άνθρωποι αγαπάμε εγωιστικά;
Από μικρή μου είχαν μάθει το πόσο σημαντικό είναι να αγαπάς.
«Να δίνεις επειδή νιώθεις, όχι επειδή θα πάρεις».
Και το έκανα! Και έδωσα, έδωσα, έδωσα, έδωσα! Την καρδιά μου, την ανάσα μου, την ψυχή μου, το είναι μου ολόκληρο! Και δεν ζήτησα. Ποτέ δεν ζήτησα. Μέχρι που, μια μέρα, δεν είχα τι να δώσω. Και ζήτησα -μια φορά κι εγώ- ζήτησα κάτι πίσω. Κάτι δικό μου! Μια στάλα αγάπης από τον ωκεανό που έδωσα.
Και έγινα κακιά, υπερβολική, ζηλιάρα, παρανοϊκή.
Και θύμωσα με πολλούς ανθρώπους γύρω μου. Με εκείνον, με τη φίλη που μας γνώρισε, με τη φίλη μου που μάλλον τον συμπαθούσε τελικά περισσότερο από μένα, με τις κολλητές μου που δεν με άφηναν πια να μιλάω γι'αυτό, με τους γονείς μου που δεν κατάλαβαν, με τη θεολόγο μου που κατάλαβε ενώ δεν την αφορούσε! Όλοι ήταν κόκκινο πανί.
Μέχρι που, πέντε άνθρωποι που ήταν ήδη στη ζωή μου, μου θύμισαν την παρουσία τους. Γιατί όταν απάντησα «υποφέρω» στο «πώς είσαι;» τους, δεν μου είπαν πως κι αυτός υποφέρει και να γυρίσω πίσω. Μου χαμογέλασαν, μου έσφιξαν το χέρι (κάποιοι νοητά λόγω απόστασης) και μου υποσχέθηκαν πως θα το περάσουμε μαζί. Ο αέρας έπαυσε. Και τα μάτια μου λύθηκαν, μετά από καιρό. Και το μυαλό μου μού επέτρεψε να νιώσω πάλι πόνο, αγάπη, στοργή, πέρα από μούδιασμα.
Γιατί αν εσύ, αγάπησες την Αλεξάνδρα, τον Paul και την κύρια Τζένη, εγώ λάτρεψα την Μαρίνα, την Μαρία, την Αφροδίτη, την Κλέιντα και την κύρια Ευγενία. Γιατί μου έδωσαν όλα όσα χρειαζόμουν για να σταθώ ξανά στα πόδια μου, και μου ζήτησαν όταν το χρειάστηκαν αυτοί. Γιατί αγάπη, αγαπημένη μου, είναι το να δίνεις αλλά είναι και το να παίρνεις.
Γι'αυτό και είμαι σχεδόν τριάμιση χρόνια με τον Aaron. Γιατί ξέρει πως αγαπάω τον εαυτό μου περισσότερο από εκείνον και δεν τον ενοχλεί, αλλά το θαυμάζει. Γιατί δεν μου λέει κάθε μέρα ότι με αγαπάει, αλλά μου χαϊδεύει το μάγουλο με κάθε ευκαιρία. Γιατί δεν συμφωνεί με όλες τις επιλογές μου, μα είναι πάντα εκεί για να με πιάσει όταν πέσω στα δικά μου λάθη. Γιατί με αφήνει να μάθω, να ζήσω, να ερωτευτώ χωρίς φόβο κι ας έτρεμε ό,τι μικρό είχα χτίσει από το είναι μου όταν τον γνώρισα. Γιατί μου κράτησε το χέρι σφιχτά, ακόμα κι όταν ήμουν ανώριμη και εγωίστρια στην αρχή της σχέσης μας, γιατί αγκάλιασε κάθε φόβο μου και διέλυσε κάθε μου ανασφάλεια, γιατί μου σκούπισε τα δάκρυα που οι πληγές εκείνου είχαν αφήσει στη καρδιά μου. Γιατί όταν μου στέλνει μήνυμα η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή, κι όταν μου λέει πως είμαι ο άνθρωπος του μετράω απλά τις μέρες για να φτάσει εκείνη που θα ξυπνήσω δίπλα του, στο κρεβάτι μας.
Γιατί με αγαπάει, επειδή μπορώ να ζήσω χωρίς αυτόν. Απλά δεν το θέλω.
Γιατί τον αγαπάω, επειδή μπορεί να ζήσει χωρίς εμένα. Απλά δεν το θέλει.
Γιατί με επιλέγει και τον επιλέγω κάθε μέρα και είναι όμορφο αυτό. Και μπορεί στα μάτια σου αυτά που σου λέω να ακούγονται φυσιολογικά, ή και μελό αλλά για μένα κάποτε ήταν όνειρο που, στο μυαλό μου, μόνο αν πέθαινα και γεννιόμουν ξανά μπορούσε να πραγματοποιηθεί.
Και να σου πω και κάτι άλλο;
Όσο κι αν δεν ήθελα να το πιστέψω, πόνεσε κι αυτός πολύ όταν δεν γύρισα. Τον άκουσα να κλαίει μια φορά που με πήρε, όσο του ζητούσα συγγνώμη (τυφλωμένη ακόμα από έρωτα), που δεν άντεχα πια το μεταξύ μας. Του ζήτησα συγγνώμη, γιατί σκέφτηκα ότι προτιμώ να πεθάνω από το να γυρίσω πάλι σε εκείνον. Δεν του το είπα ποτέ. Θα τον διέλυε και είναι κάτι που ακόμα και τώρα, τόσα χρόνια μετά, δεν το θέλω.
Πες με χαζή αν θες, αλλά δεν θέλω να πονάει, ούτε να πληγωθεί ξανά και εύχομαι μέσα από την καρδιά μου να είναι πάντα ευτυχισμένος, όμως επίσης εύχομαι και κάτι άλλο...εύχομαι να μη μάθει ποτέ το κακό που μου προξένησε. Είμαι πολύ εγωίστρια για να τον αφήσω να δει το ερείπιο που άφησε πίσω του εκείνο το βράδυ που αποφάσισε να με χωρίσει απλά επειδή ήθελα να πάω σινεμά και ζήλευε παρανοϊκά. Το ίδιο βράδυ που η Δέσποινα που ήμουν κάποτε πέθανε οριστικά. Το βράδυ που η Αυγή μέσα μου πήρε σάρκα και οστά.
Ελπίζω, παρόλα αυτά, να μη σε μπέρδεψα. Δεν έγραψα για εκείνον όλο αυτό. Ούτε για τα ωραία του τα μάτια έκλαιγα με λυγμούς πάνω από τα αποσπάσματα του 21. Τον έχω συγχωρήσει, άλλωστε, για τα λάθη του κι ας άργησα να το καταλάβω. Ο λόγος που μπήκα σε όλη αυτή τη διαδικασία είναι ότι δεν έχω συγχωρήσει ουσιαστικά εμένα. Γιατί ναι, εγώ ήμουν το πρόβλημα μου. Ήθελα να σκοτώσω την Αυγή μέσα μου. Ήθελα αυτή η κοπέλα, που τόσο χαμηλά με έριξε, που επέτρεψε να με βλάψουν, αυτή η κοπέλα που τόσο λίγο την αγάπησα και με αγάπησε, το κορίτσι που ονειρευόταν έρωτες τρανούς και πόθους δυνατούς, να φύγει μια για πάντα από τα σωθικά μου.
Όμως τώρα, δύο χρόνια μετά από τη μέρα που ξεκίνησα να κρατώ σημειώσεις, ξέρω πια αυτό: δεν μπορώ να την σκοτώσω ή να τη βγάλω από μέσα μου. Πρέπει να συμφιλιωθώ μαζί της. Να συγχωρήσω και το τελευταίο κομμάτι μου ώστε όλος αυτός ο βραχνάς να σταματήσει να με πνίγει. Ώστε μια μέρα, όταν διαβάσω ξανά τα αποσπάσματα του 21 να μην κλάψω για το πώς ένιωθα. Να χαμογελάσω περήφανα που τα κατάφερα.
Γι'αυτό η Αυγή που εσείς γνωρίσατε ήταν ο έρωτας της ζωής της ο Lucas. Γιατί σας έδειξα ένα κομμάτι του εαυτού μου που άνηκε σε εκείνον και μόνο. Γιατί, αντίθετα από αυτό που πιστέψατε, δεν σας μίλησα ποτέ πραγματικά για τη Δέσποινα, γι' αυτό που είμαι τώρα. Η Δέσποινα προχώρησε, όχι η Αυγή.
Και να θυμάστε, αν το άσπρο μπλέξει με το μαύρο, μπορεί να βγει μαύρο.
Αν το άσπρο μπλέξει με το μαύρο, μπορεί να βγει γκρι. Μα ποτέ, μα ποτέ, μα ποτέ, μα ποτέ το άσπρο δεν θα μείνει άσπρο. Και δεν είναι λάθος του άσπρου. Δεν είναι καν λάθος του μαύρου. Είναι απλά η φυσική εξέλιξη των πραγμάτων. Γι'αυτό πρέπει να συγχωρήσω την Αυγή.
Πρέπει να κοιτάξω την Αυγή στα μάτια και καθώς την αγκαλιάζω να της ψελλίσω, αυτό που ψέλλισα στον εαυτό μου τη μέρα που σταμάτησα να κλαίω για εκείνον οριστικά: νίκησα.
Γιατί αυτή είναι η αλήθεια.
Νίκησα.
Εμείς θα τα πούμε σύντομα, καθώς η Valery και ο Alec θα επιστρέψουν στο wattpad. Όσο για το καινούργιο βιβλίο, δεν ξέρω πότε θα ανέβει. Θέλω να τελειώσω με την πτυχιακή μου και τη σχολή και βλέπουμε.
Αυτά.
Για όποια απορία έχετε είμαι ανοιχτή να απαντήσω στα πάντα.
Επίσης θα σας ενδιέφερε να κάνω ένα QnA, ή κάτι τέτοιο για να μου πείτε εκεί όσα θέλετε για το βιβλίο, ή όσα θέλετε γενικά;
Ελπίζω να σας άρεσε όσο και σε μένα και να περάσατε καλά σε αυτό το όμορφο αλλά δύσκολο ταξίδι. Εγώ πάντως πέρασα, κι αυτό χάρη σε εσάς. Σας ευχαριστώ για όλα και σας αγαπώ. Πάρα πολύ.
-Δέσπ❤️.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro