Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Bonus Chapter: Τι είναι η ζωή; Μια βόλτα μικρή!

~Τι είναι η ζωή; Μια βόλτα μικρή!
Και για όσα δεν αντέχω, τι φταις κι εσύ.. Να κοιμάμαι βαθιά, να γεράσω γλυκά, μόνο αυτά ονειρεύομαι πια!

Έχω μπροστά μου το παράθυρο που θέλω να κοιτάω, μα αν με ρωτάς, δεν ξέρω ακόμα αν έχω μάθει ν' αγαπάω!
Το προσπαθώ μα μία πέφτω, μία σηκώνομαι ξανά, τη μια τα πάντα τόσο δύσκολα, την άλλη τόσο απλά...

Σε περιμένω να με αδειάσεις από τις μαύρες μου τις σκέψεις, μα δεν το ξέρω αν μπορείς κι εσύ αλήθεια να πιστέψεις! Και μια σε βρίζω, μια σε θέλω, μια σε διώχνω μακριά! Και σαν τη μέρα της μαρμότας, σε λούπα παίζουν όλα αυτά~

•Μαρίζα Ρίζου.

Πίσω.
Απρίλιος του 2021.

Αυγή.

Τα μάτια μου ανοίγουν διάπλατα και το κεφάλι μου τινάζεται ελαφρά από το μαξιλάρι. Μέσα από τα θολά μου μάτια, το πρώτο που αντικρίζω είναι το ανακουφιστικά οικείο ταβάνι του δωματίου μου. Ανασαίνω βαθιά και η πρώτη μου κίνηση είναι ν' αγγίξω το στήθος μου. Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή και από τα δάκρυα που τρέχουν στο μαξιλάρι μου συνειδητοποιώ ότι κλαίω.

Γαμώτο!
Κουράστηκα με τους εφιάλτες!

Στο ακουστικό μου σύστημα εισβάλλει το δυνατό κλάμα της μικρής και ξεφυσάω κουρασμένη. Σκουπίζω τα βλέφαρά μου, ενώ παράλληλα σηκώνομαι αργά από το μαλακό μου κρεβάτι. Το ρολόι του κινητού μου με ειδοποιεί πως η ώρα είναι επτά παρά τέταρτο και, ήρεμη πως έχω χρόνο, κατευθύνομαι μέχρι το δωμάτιο της αδερφής μου προτού ξυπνήσει η Θάλεια.

Μόλις αντιληφθεί την παρουσία μου το κλάμα της σταματάει αμέσως. Πλησιάζω την ξύλινη κούνια της αργά. Τα γαλαζοπράσινα μάτια της είναι υγρά και τα φρύδια της έχουν σμίξει ενοχλημένα. Δίνοντας της το πιο όμορφο χαμόγελο μου, την πιάνω με προσοχή και την κλείνω στην αγκαλιά μου, όπου και κουρνιάζει. Παρόλα αυτά, δεν μου παίρνει παραπάνω από ένα λεπτό για να συνειδητοποιήσω πως η μπέμπα θέλει άλλαγμα. Επειγόντως.

«Ξέρεις, μπέμπα, δεν έχουμε κάτσει να τα πούμε ποτέ οι δυο μας!» αρχίζω, καθώς περπατώ μέχρι την κίτρινη αλλαξιέρα. Την αφήνω αργά, ενώ με κοιτάει με προσοχή.
«Μπορεί να μην το έχεις καταλάβει, αλλά εγώ είμαι η Αυγή και είμαι η αδερφή σου. Είμαι σχεδόν είκοσι χρόνια μεγαλύτερη σου, αλλά είμαι σίγουρη πως όταν μεγαλώσεις θα κάνουμε καλή παρέα.» την καθαρίζω προσεκτικά. Το βλέμμα της με καρφώνει. Ω Θεέ, μοιάζει λες και με κρίνει.

«Δεν πρόκειται να σου πω για τους περίεργους τύπους με τις καραμέλες, ούτε για τα άσπρα φορτιγάκια που πρέπει να αποφεύγεις! Αυτά θα στα πει η μαμά μας μόλις αρχίσεις να περπατάς. Όμως θα σου πω αυτό: μην επιτρέψεις ποτέ και σε κανέναν να πατήσει το εγώ, την καρδιά και την ψυχή σου με τα παπούτσια του. Είναι και τα τρία ανεκτίμητα, ακούς ψυχή μου;» της βγάζω παιχνιδιάρικα τη γλώσσα όσο παραληρώ και γελάει δυνατά στη γκριμάτσα μου. Στο γέλιο της κάτι μέσα μου γαληνεύει για λίγο.

Όταν την αλλάξω με απαλές κινήσεις, την πιάνω και πάλι στα χέρια μου και κάθομαι στην ξύλινη κουνηστή καρέκλα που η μαμά συνήθως θηλάζει. Δίνω μια μικρή ώθηση με το κορμί μου, έχοντας ακόμα την Ειρήνη στην αγκαλιά μου. Στην ηρεμία της θέλω να κλάψω, μα δεν το κάνω. Απλώς μελαγχολώ απότομα. Τα μάτια μου καρφώνονται στα δικά της. Μειδιάζω θλιμμένα.

«Ξέρεις, έχεις πάρει τα μάτια του.» ψελλίζω σιγανά. Το πλάσμα στην αγκαλιά μου δεν κλαίει, δεν γελάει. Μόνο με κοιτάει.
«Ωστόσο, το δικό σου βλέμμα είναι πιο όμορφο. Βλέπεις, εσύ δεν έχεις πει σε κανέναν ψέματα ακόμα. Αν και, αν κρίνω από την είσοδο σου στον κόσμο και τη γλυκύτατη χειρονομία που μας έκανες τις προάλλες, πρόκειται να μας χορέψεις στο ταψί!» πειράζω τη μυτούλα της και μου γελάει με νάζι λες και κατάλαβε τι εννοώ. Παίρνω μια βαθιά ανάσα.

«Εσύ θα τους γνωρίσεις χωριστά. Δεν θα τους δεις να σαλιαρίζουν σαν έφηβοι στην κουζίνα, ούτε θα ακούσεις τα γέλια τους μέσα στη νύχτα. Δεν θα τον δεις να της χαϊδεύει τρυφερά το μάγουλο και δεν θα τσακώσεις τη μαμά μας να τον κοιτάει ερωτευμένα, όμως να σου πω κάτι;» κάνω μια παύση. Ένας κόμπος στο λαιμό μου πρήζεται.
«Καλύτερα. Μπορεί να μην είσαι παρούσα σε τέτοια σκηνικά, αλλά δεν θα ακούσεις ποτέ τη μαμά να κλαίει και να ουρλιάζει πληγωμένη. Ούτε θα πέσεις από τα σύννεφα σε κάποιο πιθανό λάθος του Πέτρου. Εσύ θα έχεις μια ήρεμη ζωή και εμένα να σε προστατεύω σε ό,τι κάνεις!» τα χείλη μου τρέμουν. Τεντώνει τα χεράκια της τραβώντας τα μαλλιά μου απαλά και γελάω.

Ακούς, μικρή;
Όπου κι αν είμαι, ό,τι κι αν κάνω, θα σε προστατεύω.

Παρόν.
28 Ιουνίου 2038.
Σχεδόν 17 χρόνια από τον θάνατο της Αυγής.

Ειρήνη.

Βάζω τα λουλούδια στο βάζο και πετάω τα μαραμένα στην σακούλα που έφερα από το σπίτι μου. Κρατάω μόνο το ένα και μοναδικό πλαστικό ροζ χρυσάνθεμο για να το βάλω μαζί με τα καινούργια. Από τότε που ξεκίνησα να έρχομαι μόνη μου εδώ αποφάσισα ότι πάντα ανάμεσα στα μαραμένα λουλούδια θα υπάρχει ένα πλαστικό που θα ξεχωρίζει. Θα φαίνεται ακέραιο, ζωντανό. Γιατί έτσι νιώθω εγώ για την αδερφή μου, μπορεί να έφυγε μα ζει ακόμα μέσα μας. Πάντα θα το κάνει. Αφήνω την μπλε σακούλα στο πλάι του μνήματος και κοιτάω τη φωτογραφία της. Μερικές φορές με ενοχλεί το πόσο όμορφη ήταν. Τραγικό αν σκεφτείς ότι ποτέ της δεν ένιωσε έτσι.

«Που σε είχα αφήσει την τελευταία φορά που ήρθα;» αναρωτιέμαι φωναχτά, όσο κάθομαι στο καθαρό μάρμαρο.
«Σωστά! Εκεί που σου έλεγα ότι σκέφτομαι να χωρίσω με τον Κώστα. Ε, λοιπόν, το έκανα! Δεν πήγαινε άλλο. Πραγματικά είχα αρχίσει να βαριέμαι αφόρητα πολύ. Βέβαια δεν το πήρε πολύ καλά!» μορφάζω σκεπτόμενη την πρώτη του αντίδραση. Και τη δεύτερη. Και την τρίτη, ειδικά την τρίτη...
«Να σκεφτώ τι άλλο έκανα» κάνω κι άλλη παύση.
«α, θυμήθηκα! Την τελευταία μέρα των πανελλαδικών, μόλις έδωσα το μάθημα, διάβασα το βιβλίο του πρώην σου!» κοιτάω τη φωτογραφία της τόσο βλοσυρά που αν ζούσε θα έσκυβε το κεφάλι.
«Να! Ηλίθια!» τη μουτζώνω κι ας μην είναι εδώ για να γελάσει.
«Εγώ θα είχα φύγει την πρώτη φορά που πήρε την κοκαΐνη από το πάτωμα. Χαζή! Τίποτα δεν πήρες από την μικρή σου αδερφή;» το να κάνω κήρυγμα στην Αυγή, ή πιο συγκεκριμένα στον τάφο της Αυγής, είναι η αγαπημένη μου ασχολία. Τη νιώθω κοντά μου, σαν να έχω μεγαλώσει μαζί της. Και ο Λούκας με τον Άαρον με βοήθησαν πολύ σε αυτό. Ο καθένας με τον τρόπο του.

«Μερικές φορές, όταν ήμουν μικρότερη και έβλεπα τους φίλους μου με τα αδέρφια τους, σε κατηγορούσα μέσα μου που αυτοκτόνησες. Που έδειξες αδυναμία. Μα τώρα και έχοντας διαβάσει αυτό το βιβλίο, θέλω μόνο να σε κάνω μια αγκαλιά, να σε σφίξω πάνω μου και να σου πω ότι θα περάσει· το μούδιασμα, ο πόνος, η πίκρα, η απογοήτευση!» παραδέχομαι θλιμμένη.
«Και μετά, νιώθω την ανάγκη να σε βουτήξω από το μαλλί και να σε σύρω ως τον ψυχολόγο! Μάλλον έτσι ένιωθαν οι φίλοι σου τότε.» ξεφυσάω με νεύρο.
«Θα έκλεινες τα τριάντα πέντε τον Οκτώβριο. Μερικές φορές αναρωτιέμαι πώς θα ήταν η ζωή σου. Θα ήσουν παντρεμένη; Θα επιχειρούσες να κάνεις ξανά παιδιά; Θα είχες γίνει τελικά εγκληματολόγος ή θα σπούδαζες παιδαγωγικά; Η μαμά μου είπε κάποτε ότι σου άρεσε πολύ η ιδέα του να είσαι δασκάλα.» σταματάω απότομα να μιλάω. Βουτάω στη μελαγχολία.

«Η μαμά έβγαλε τα μαύρα όταν έκλεισα τα δεκαπέντε. Το πιστεύεις; Το έκανε στα γενέθλια μου, σαν δώρο. Είναι τόσες πολλές οι φορές που την έχω πιάσει να κλαίει με μια φωτογραφία σου αγκαλιά. Κυρίως τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο. Εκεί κοντά στις ημερομηνίες γενεθλίων και θανάτου, τότε την πιάνει. Της λείπεις πολύ.» σταματώ μιλάω. Η εικόνα της μαμάς μου να κλαίει μου ραγίζει την καρδιά. Θα σκότωνα για εκείνη, της έχω τρελή αδυναμία.
«Και ο μπαμπάς μιλάει πολύ για σένα. Ζούν, γελάνε, βγαίνουν αλλά πάντα μα πάντα θα τους κυνηγάει ο χαμός σου. Το καταλαβαίνω. Ήταν δύσκολο για εκείνους.» ούτε που μπορώ να το φανταστώ πραγματικά πώς ένιωσαν τότε, ή πώς νιώθουν τώρα.

«Ο Άαρον χώρισε ξανά. Δεν μιλούσαν την ίδια γλώσσα είπε στην Ντέμπι, αλλά εγώ πιστεύω πως δεν σε ξεπέρασε ποτέ. Και επίσης η γυναίκα του Λούκας είναι έγκυος στο δεύτερο. Το είπε χθες ο ίδιος στη μαμά. Η Αλέσσια είπε ότι αν είναι ξανά κορίτσι θα της άρεσε να την πουν Αουρόρα.  Αναρωτιέμαι αν ξέρει κανένας από τους δυο ότι σημαίνει Αυγή. Ίσως ο Λούκας, γιατί έμαθα πως το απέρριψε.» ανασηκώνω τους ώμους.
«Έφυγες και άφησες πίσω σου το χάος, αδερφούλα. Δεν ξέρω πώς το έκανες, αλλά όλοι μιλάνε για σένα σαν να είσαι εδώ. Σαν να μην έφυγες ποτέ.» μακάρι να μην έφευγες ποτέ, αυτό το κρατάω για τον εαυτό μου. Επειδή ξέρω ότι ακούει, δεν θα ήθελα να βαρύνω κι άλλο την ψυχή της.

Αρκετά το έκαναν όλοι.

Ο ήχος κλήσης μου ακούγεται παντού στον ανοιχτό χώρο του νεκροταφείου, κάνοντας με να τιναχτώ. Συνήθως το βάζω στο αθόρυβο, όμως ήμουν τόσο ταραγμένη όταν έφυγα από το σπίτι που το ξέχασα τελείως. Πριν το σηκώσω βλέπω την ώρα, πήγε κιόλας οκτώ. Η ζέστη του πρωινού έχει αρχίσει ήδη να πνίγει τον αέρα γύρω μου. «Είμαι καλά, έρχομαι» μόλις την ενημερώσω πως ζω τερματίζω την κλήση κατευθείαν και ξανά χώνω το κινητό στην τσέπη του μαύρου κοντού κολάν μου. Η Θάλεια πρέπει να φρίκαρε όταν ξύπνησε και δεν με βρήκε στο κρεβάτι μου. Θα πρεπε να το έχει συνηθίσει μέχρι τώρα.

«Πρέπει να φύγω, η μάνα μας θα με βγάλει στο αμπερ αλερτ αν αργήσω λίγο ακόμα. Πρόσεχε μην έχεις τίποτα μπλεξίματα εκεί που είσαι. Σ' αγαπάω πολύ, αδερφούλα!» αφήνω ένα φιλί στα δάχτυλα μου κι από κει στη φωτογραφία της, λίγο πριν τη χαιδέψω απαλά. Πιάνω τη σακούλα με τα λουλούδια από το πάτωμα και φεύγω βιαστικά για το σπίτι. Οκτώ και τέταρτο, βάζω το κλειδί στην εσοχή και γυρνώντας το στα δεξιά ανοίγω την πόρτα. Περπατάω αθόρυβα ως το σαλόνι και από το μεγάλο πάγκο που συνδέεται με την κουζίνα, βλέπω τους γονείς μου να απομακρύνονται βιαστικά ο ένας από τον άλλον. Κουνάω το κεφάλι απηυδισμένη.

Πενήντα έξι ετών έφτασαν κι ακόμα κάνουν σαν έφηβοι. Ήμαρτον!

«Γύρισα!» ανακοινώνω, παρόλο που ξέρω ότι με έχουν αντιληφθεί, κάνοντας τα βαμμένα καστανόξανθα μαλλιά μου έναν ψηλό κότσο. Η Αύρα κουνάει την ουρά της χαρωπά, ξαπλωμένη ακόμα στο κρεβατάκι της. Έχει γεράσει αρκετά, σε σημείο που κάνει τα μάτια μου να κοκκινίζουν και μόνο στη σκέψη. Στέκομαι για λίγο στην κάσα της πόρτας και τους κοιτάω. Έχουν μεγαλώσει αρκετά, μα δεν έχουν αλλάξει σχεδόν καθόλου. Η μαμά μου συνεχίζει να έχει σγουρά καστανά μαλλιά και να είναι η ίδια Θάλεια που ήταν πάντα, ενώ το μόνο που μαρτυράει την ηλικία του μπαμπά μου είναι οι γκρίζοι κροτάφοι του και επίσης μερικές ρυτίδες. Κατά τ' αλλά φαίνονται και οι δυο τουλάχιστον δέκα χρόνια νεότεροι από αυτό που είναι.

«Καλώς την, καλημέρα!» εύχεται η μαμά μου, φορώντας ακόμα τις πιτζάμες της. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, όταν κάτσω σε μια καρέκλα, χαιρετάει και ο μπαμπάς μου, φοράει κι αυτός τις πιτζάμες του.
«Πού ήσουν τόσο νωρίς;»

«Στο νεκροταφείο.» αρκούμαι να απαντήσω, τεντώνοντας το κορμί μου. Δεν τους έχω πει ότι μιλάω στην Αυγή, αν και πιστεύω ότι μέσα τους το ξέρουν. Είναι άλλωστε μια συνήθεια που από εκείνους απέκτησα. Όταν ο μπαμπάς μου αποφάσισε να ανοίξει δικό του γραφείο εδώ στο Ηράκλειο, το πρώτο που έκανε ήταν να το πει στην Αυγή κι όταν η μαμά μου ξεκίνησε να δουλεύει ξανά στο αρχιτεκτονικό γραφείο που ήταν και πριν φύγουν για τη Νέα Υόρκη, πάλι το πρώτο που έκανε ήταν να πάει στο νεκροταφείο. Δεν ξέρω γιατί το κάνουν, ίσως για να επιβεβαιώσουν την κόρη τους ότι είναι καλά. Ότι κατάφεραν να ζήσουν. Το σέβομαι όπως και να 'χει.

«Θέλεις να συζητήσουμε αυτό που έγινε χθες;» ο μπαμπάς μου δεν με κοιτάει όσο το ρωτάει αυτό, σκανάρει το τραπέζι για να αποφασίσει με τι θα ξεκινήσει το πρωινό του. Πάντα όταν θέλει να μιλήσουμε το κάνει αυτό, σαν να θέλει να μου πει ότι δεν πρόκειται να με σταυρώσει, σαν να θέλει να με διαβεβαιώσει ότι απλά θέλει να μιλήσουμε. Δεν ξέρω αν έπιανε ποτέ αυτό στην Αυγή, πάντως σε μένα δεν πιάνει.

«Όχι, δεν ήταν δικό μου λάθος.»

«Σίγουρα δεν έφταιγες εξ ολοκλήρου. Αλλά για να έρθει ο Κώστας στο σπίτι μας λιώμα και να βαράει τα κουδούνια στις τέσσερεις το πρωί, μάλλον κάπου σε αφορά.» η μάνα μου αφήνει μπροστά μου ένα ποτήρι χυμό ανανά-καρύδα όσο το λέει. Πίνω μια γουλιά τελείως χαλαρή. Εγώ φταίω που ήμουν ευγενική μαζί του. Και σιγά τι σχέση, ούτε χρόνο δεν ήμασταν μαζί.

«Πληγώθηκε που χωρίσαμε. Σας το ξανά είπα αυτό.» μια που τρώω λίγο κέικ, μια που υψώνω το φρύδι με υφάκι που κάνει τη μαμά μου να χαμογελάσει τρυφερά αφού πρώτα πάρει μια ανασα. Το μισώ όταν με ανακρίνουν. Κι εκείνοι το μισούν όταν το φρύδι μου κάνει γωνία και σχεδόν βγαίνει από το κεφάλι μου. Γι'αυτό το κάνω. Μου αρέσει να τους εκνευρίζω πού και πού, έτσι για να σπάει η μονοτονία.

«Εγώ δεν καταλαβαίνω γιατί χωρίσατε. Φαινόσασταν καλά μαζί, ή τουλάχιστον αυτό είχα καταλάβει εγώ.» πάλι, αυτή τη φράση τη λέει η μαμά μου. Νομίζω ότι ο μπαμπάς μου νιώθει περίεργα ξέροντας ότι η μικρή του κόρη δεν είναι πια τόσο μικρή.

«Ωραία λοιπόν!» αφήνω στην άκρη το πιάτο με το κέικ, καθαρίζοντας τα χέρια μου. Τα σταυρώνω κάτω από το στήθος.
«Χωρίσαμε γιατί είμαι ερωτευμένη με ένα άλλο άτομο.» παραδέχομαι με άνεση που δεν έχω, χαμογελώντας πλατιά. Και επειδή το σεξ ήταν τελείως μέτριο, αλλά αυτό καλύτερα να μην το μοιραστώ μαζί τους.
«Θεώρησα ότι καλύτερα να τον χωρίσω, παρά να μείνω μαζί του και κάποια στιγμή να τον απατήσω!» την ίδια στιγμή που το ξεστομίζω φροντίζω να κοιτάξω τον μπαμπά μου στα γαλαζοπράσινα μάτια που μοιραζόμαστε, πνίγεται με τον καφέ του από το σοκ. Η μαμά μου αναφωνεί. Έμαθαν κι αυτοί πολύ πρόσφατα ότι διάβασα το βιβλίο, ήθελα να 'ξερα δεν το περίμεναν;

«Μου άξιζε!» παραδέχεται, βήχοντας λίγο ακόμα.

«Όχι, δεν σου άξιζε!» τον υπερασπίζεται σχεδόν έξαλλη η Θάλεια. Αλίμονο. Από τη μια τη θαυμάζω, από την άλλη δεν ξέρω πώς το κάνει. Πώς μπορεί και τον εμπιστεύεται; Ξέρω ότι χρειάστηκαν χρόνια, μέχρι και που έγινα τεσσάρων, ο μπαμπάς μου κοιμόταν στον καναπέ. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη μέρα που βγήκα στο σαλόνι και δεν τον είδα να κοιμάται στον καναπέ. Έτρεξα φρικαρισμένη μέχρι το δωμάτιο τους έτοιμη να πω κλαίγοντας στη μαμά ότι ο μπαμπάς εξαφανίστηκε. Αλλά τελικά τους βρήκα να κοιμούνται μαζί. Χωρίς ρούχα. Ευτυχώς που ήταν σκεπασμένοι, αλλιώς θα είχα τόσα πολλά τραύματα να ξεπεράσω!
«Αλλά συμφωνώ με την άποψη σου. Φέρθηκες πολύ έντιμα.» με επαινεί με ένα χαμόγελο της από αυτά που με κάνουν να σκέφτομαι ότι σίγουρα είναι άγγελος. Μου φεύγουν τα νεύρα κατευθείαν και της επιστρέφω ένα εντελώς ειλικρινές χαμόγελο. Σ' αγαπώ πολύ μαμά.

«Μήπως θα ήθελες να μας πεις το όνομα του; Ξέρεις, του αγοριού που είσαι ερωτευμένη.» τώρα μιλάει ο μπαμπάς μου, δήθεν ανέμελα. Ό,τι κι αν λέω, ξέρω ότι δεν το λέει για να με ανακρίνει, νοιάζεται πολύ για μένα, και οι δυο νοιάζονται και θέλουν να ξέρουν ότι είμαι καλά. Ειλικρινά, δεν παρενέβησαν ποτέ και με κανέναν τρόπο στη ζωή μου. Ούτε εγώ, ούτε αυτοί ξεπεράσαμε ποτέ τα όρια. Κι ας ήμουν αντιδραστική από κούνια. Όμως στην ερώτηση του με πνίγει το άγχος, η καρδιά μου αρχίζει να χτυπάει σαν τρελή, τα δάχτυλα μου ιδρώνουν, ολόκληρη με λούζει κρύος ιδρώτας! Στρέφω για ένα δευτερόλεπτο τη ματιά μου αλλού. Δεν έχω ανάσα.

«Δεν μπορώ να σας πω το όνομα του.»

«Γιατί; Αβάφτιστο είναι;» η μαμά μου πολύ αυθόρμητα ρωτάει, μα φαίνεται να το μετανιώνει κατευθείαν. Μου έρχεται να γελάσω.
«Συγγνώμη. Είναι εντάξει να το κρατήσεις για σένα!» βιάζεται να επανορθώσει.

«Όχι, μην ανησυχείς.» την καθησυχάζω.
«Απλά, δεν μπορώ να σας πω το όνομα του.» επαναλαμβάνω αργά.
«Μπορώ όμως...να σας πω το όνομα της.» προσθέτω διστακτικά, χωρίς να τους κοιτάω. Παίζω αμήχανα με μια φέτα κέικ στο πιάτο μου. Δεν ξέρω γιατί φοβάμαι τόσο πολύ, ξέρω τις απόψεις τους πάνω στο θέμα, αλλά όπως και να το κάνουμε πολλοί το παίζουν άνετοι χωρίς τελικά να είναι. Δικαιολογημένα λοιπόν, μου έχουν κοπεί τα πόδια.

«Ειρήνη;» η φωνή της μου προκαλεί ανατριχίλα.
«Σήκωσε το βλέμμα σου.» απαιτεί. Υψώνω λοιπόν τη ματιά μου και την ενώνω με τη δική της. Δεν μπορώ να διακρίνω τίποτα μέσα στα καστανά της μάτια κι αυτό κάπως με τρομάζει. Η μαμά μου είναι ανοιχτό βιβλίο.
«Είσαι ομοφυλόφιλη;» με ρωτάει με ήρεμη φωνή. Τα χείλη μου αρχίζουν να τρέμουν, μα δαγκώνομαι προτού φανεί. Μπορώ με την άκρη του ματιού μου να διακρίνω τον μπαμπά μου να με κοιτάει το ίδιο ανέκφραστος με τη γυναίκα του. Αυτό με τρομάζει ακόμα περισσότερο.

«Δεν ξέρω.» απαντώ ειλικρινά.
«Νομίζω μου αρέσουν και τα δύο φύλα. Στην παρούσα φάση όμως, είμαι ερωτευμένη με μια κοπέλα.» το λέω με έναν δυναμισμό που αυτή τη στιγμή δεν νιώθω ότι έχω. Παίρνω τα μάτια μου από αυτά της μαμάς μόνο για να κοιτάξω τον μπαμπά. Αχ, Αυγή, μακάρι να ήσουν εδώ.
«Πιστεύετε οτι θα αλλάξει η σχέση μας τώρα που σας παραδέχτηκα ποια είμαι;» ακούγεται λίγο ειρωνικό, μα στην πραγματικότητα τρέμει όλο μου το είναι. Δεν χρειάζεται καν να μου ζητήσουν λίγο χρόνο όταν ο μπαμπάς μου μιλήσει.

«Είσαι ευτυχισμένη με αυτή την επιλογή;»

«Ναι.» ούτε εγώ χρειάζομαι χρόνο για να απαντήσω. Ξέρω ότι μου αρέσει και το γυναικείο φύλο από τότε που ήμουν δεκαπέντε. Αφήνουν ταυτόχρονα μια βαθιά ανάσα και μοιράζονται ένα χαμόγελο. Τα μάτια μου αρχίζουν την ίδια στιγμή να τσούζουν. Μια ζέστη φωλιάζει στην καρδιά μου.

«Φυσικά και δεν θα αλλάξει η σχέση μας!» μια που το λέει η μαμά μου και μια που σηκώνονται από τις θέσεις τους για να με αγκαλιάσουν. Δεν το ψάχνω πολύ, χώνομαι στα χέρια τους και ευχαριστώ το Θεό που με έστειλε σε αυτούς τους δυο. Ό,τι κι αν συνέβη εκείνη τη χρονιά, δεν αλλάζει το γεγονός ότι είναι δυο καταπληκτικοί γονείς. Ναι, κάνουν λάθη μερικές φορές, όμως με αγαπούν γι'αυτό που είμαι και είναι πρόθυμοι να κόψουν τα φτερά τους και να τα φορέσουν σε μένα αν χρειαστεί.

«Εμείς το μόνο που θέλουμε είναι να είσαι ο εαυτός σου. Τίποτα άλλο!» αυτή τη φορά με καθησυχάζει ο μπαμπάς μου και δυο δάκρυα τρέχουν από τα μάτια μου. Είναι μόνο δυο, αλλά είναι τόσο λυτρωτικά. Ούτε που μπορώ να περιγράψω πόσο ανακουφισμένη αισθάνομαι.

«Και μην τολμήσεις ποτέ ξανά να σκύψεις το κεφάλι γι'αυτό που είσαι! Ακούς; Δεν σε έδειρα μικρή θα σε δείρω τώρα!» η μαμά μου το διακωμωδεί, μα ταυτόχρονα ξέρω πως το εννοεί.

«Ποτέ ξανά!» υιοθετώ τα λόγια της, χωμένη ακόμα μέσα στην αγκαλιά τους. Ο ήλιος μπαίνει ακόμα πιο λαμπερός από το παράθυρο της κουζίνας. Και το ξέρω ότι μερικές φορές μέσα μου κοροιδεύω τη Θάλεια που το πιστεύει αυτό, όμως εγώ το νιώθω.

Είναι εδώ η Αυγή.
Και είναι περήφανη για μένα.

***

31 Ιουλίου 2038.

«Καλημέρα.» βγαίνω από το δωμάτιο εντελώς νυσταγμένη γύρω στις έντεκα. Τα μαλλιά μου πετάνε, τα μάτια μου είναι γεμάτα τσίμπλες, η φωνή μου είναι βραχνή λες και κάπνισα μισό πακέτο τσιγάρα ενώ δεν έχω κάνει ούτε ένα ακόμα και ο εγκέφαλος μου απλά αρνείται να ξυπνήσει. Θα το κάνει όμως στην πρώτη γουλιά καφέ.

«Καλημέρα, μωρό μου!» η ζεστή φωνή της έρχεται από το σαλόνι. Κάθεται στο πάτωμα, πλάι της παίζει με ένα παιχνίδι η Αύρα και γύρω της επικρατεί το χάος. Παντού σκόρπιες φωτογραφίες, άλμπουμ και λίγο παραπέρα ένα πετσετάκι με το καθαριστικό. Γουρλώνω τα μάτια.

«Κάνουμε κάποια εκκαθάριση;» αν πει ναι έχω φύγει χθες.

«Όχι ακριβώς.» χαμογελάει απαλά και αφήνω μια ανάσα ανακουφισμένη. Ακόμα μια μέρα που δεν θα καθαρίσω!
«Καθάριζα και βρήκα τα άλμπουμ και...» σταματάει.
«Δεν μπορώ να σταματήσω να τις κοιτάω!» παραδέχεται κάπως ένοχα. Την πλησιάζω και κάθομαι δίπλα της στο πάτωμα, ευτυχώς που έχει το κλιματιστικό γιατί θεέ μου, νιώθω πάλι ζέστη! Βλέπω κι εγώ τη φωτογραφία που βλέπει, κολλημένη σε ένα άλμπουμ. Είναι από τη βάφτιση της Αυγής. Αχ, βρε μαμά μου...

«Αυτή είσαι εσύ;» της δείχνω σαστισμένη την κοπέλα με το νυφικό που κρατάει την αδερφή μου. Γελάει.

«Ναι!» επιβεβαιώνει.
«Καλή δεν είμαι;»

«Μουνάρα είσαι!» αναφωνεί σοκαρισμένη, λίγο πριν γελάσει δυνατά.

«Ειρήνη!» με μαλώνει, μα βλέπω ότι κατά βάθος νιώθει ακριβώς όπως τη χαρακτήρισα. Και καλά κάνει, παραμένει το ίδιο όμορφη και γοητευτική. Γυρνάει μια σελίδα.

«Αυτός ποιος είναι;» της δείχνω τον επίσης πολύ γοητευτικό νεαρό που κρατάει την αδερφή μου ψηλά με το ένα χέρι, όσο δείχνει με το άλλο στην κάμερα. Η Αυγή σε αυτή τη φωτογραφία κυριολεκτικά σπαράζει από τα γελια, φορώντας τα βαφτιστικά της κι ένα τέλειο στεφανάκι με λουλουδάκι στα μαλλιά. Εγώ γιατί δεν είχα τέτοιο στεφανάκι;!

«Ο Πάρης.»

«Ποιος;»

«Ο θείος σου ο Πάρης! Είναι ξάδερφος του μπαμπά σου. Δεν τον ξέρεις. Μυλωνάς είναι το επίθετο του. Ζει στο εξωτερικό εδώ και πάρα πολλά χρόνια!» μου εξηγεί, δείχνοντας μου ακόμα μια φωτογραφία, πάλι με αυτόν τον Πάρη που αυτή τη στιγμή κάτι λέει στον μπαμπά κι αυτός με τη σειρά του γελάει. Μάλλον όσο περιμένει τη μαμά στην εκκλησία.
«Το ξέρεις ότι έχω κάνει παρόμοια συζήτηση με την αδερφή σου περίπου σε αυτή την ηλικία;» σχολιάζει με ένα γλυκό χαμόγελο, μα ύστερα αυτό σβήνει αργά σαν κάτι να θυμάται. Κουνάει το κεφάλι της.
«Είναι φοβερός άνθρωπος. Ήταν να βαφτίσει την Αυγή, αλλά λόγω του ότι ζούσε στο εξωτερικό είπαμε από κοινού ότι καλύτερα να μη γίνει, θέλαμε η αδερφή σου να έχει σχέση με τους νονούς της, παρόλο που τελικά δεν τα καταφέραμε.» ανασηκώνει τους ώμους χαλαρά.

«Γιατί δεν τα καταφέρατε;»

«Γιατί ο νονός της ξεκίνησε να μου την πέφτει.» αλλάζει και πάλι μια σελίδα, μη δίνοντας μου την ευκαιρία να σχολιάσω το απίστευτο κουτσομπολιό. Πάλι αυτός ο Πάρης, τώρα χορεύει με τη μαμά και πάλι κρατάει την αδερφή μου στα χέρια του.
«Με τους δικούς σου νονούς ήμασταν πιο τυχεροί. Οι Ντέμπι και ο Ίαν ήταν για εμάς τα αδέρφια που δεν είχαμε. Πραγματική οικογένεια!» σχολιάζει και η αλήθεια είναι ότι συμφωνώ μαζί της. Οι νονοί μου είναι ό,τι καλύτερο υπάρχει. Μετά τους γονείς μου φυσικά.
«Από αυτόν πρέπει να πήρε το μικρόβιο της εγκληματολογίας! Εγώ του έλεγα να μη μιλάει μπροστά στην Αυγή για όλα αυτά, αλλά εκείνη τον κοιτούσε με τέτοιον ενθουσιασμό που είχα αρχίσει να ανησυχώ! Ή ψυχοπαθή δολοφόνο μεγάλωνα, ή εγκληματολόγο, ήταν πενήντα πενήντα!» αστειεύεται προκαλώντας μου γέλιο, όμως μια ιδέα τρυπώνει στο μυαλό μου.

Έδωσα κανονικά πανελλήνιες και έκανα και μηχανογραφικό. Παρόλα αυτά, είχα ξεκαθαρίσει στους δικούς μου ότι δεν ξέρω τι θέλω να κάνω με τη ζωή μου. Δεν ξέρω σε ποια σχολή θέλω να περάσω, ή μάλλον δεν με νοιάζει. Δεν έχω καταφέρει να βρω ακόμα κάτι το οποίο να με εξιτάρει και οι γονείς μου είναι εντάξει με αυτό. Το μόνο που πάντα με ενθουσίαζε ήταν -ω μα τι έκπληξη- η εγκληματολογία! Με την κολλητή μου είχαμε δει όλες αυτές τις σειρές και τα ντοκιμαντέρ, ελληνικά και μη, προτού προλάβουμε να κλείσουμε τα δεκαέξι. Κρυφά στην αρχή, εννοείται. Αλλά δεν το σκέφτηκα ποτέ να ασχοληθώ σοβαρά με αυτό, δεν ξέρω γιατί. Όμως τώρα που μου είπε η μαμά μου αυτό, νιώθω κάτι μέσα μου να αλλάζει.

«Και με αυτόν έχετε επαφές;» αναρωτιέμαι με πραγματικό ενδιαφέρον.

«Όχι, όχι πια. Είχαμε μιλήσει στο τηλέφωνο όταν γεννήθηκε η Ερμιόνη, η κόρη του, αλλά μέχρι εκεί. Τότε ήταν ακόμα πολύ πρόσφατος ο χαμός της Αυγής και παρόλο που χαρήκαμε πολύ του εξηγήσαμε για ποιο λόγο δεν θα παρευρεθούμε στη βάφτιση της. Κι εκείνος, ο γλυκός μου, κουρέλι έγινε. Πρώτη φορά τον άκουσα να κλαίει. Μέσα σε όλον αυτόν τον πανικό είχαμε ξεχάσει να τον ενημερώσουμε, το έμαθε καθυστερημένα και από σπόντα κι αυτός και η θεία Αλκμήνη. Νομίζω πως αυτό κάπως μας απομάκρυνε περισσότερο από όλους και εμένα και τον μπαμπά, μαζί με την Αυγή χάσαμε πολύ κόσμο.» μου παραδέχεται με λίγη πικρία, μα έπειτα κλείνει το άλμπουμ και μου χαμογελάει.
«Ευτυχώς όμως, ο θεός μας έστειλε και σένα. Και είχαμε από κάπου να πιαστούμε, εσύ είσαι ο μόνος λόγος που εγώ και ο μπαμπάς σου επιβιώσαμε από τη φυγή της αδερφής σου. Είσαι όλη μας η ζωή, Ειρήνη μου!» μου χαϊδεύει απαλά το μάγουλο.

Μόνο και να ήξερες πόσο σημαντικοί είστε για μένα, μαμά...

«Θα ήθελες να ξανά βρεθείτε; Με αυτόν τον Πάρη εννοώ!» επικεντρώνομαι λίγο παραπάνω σε αυτό.

«Ναι, εννοείται! Αλλά νομίζω πως και ο μπαμπάς σου και εκείνος είναι πολύ αμήχανοι για να το κάνουν από μόνοι τους. Δηλαδή κι εγώ να προσπαθούσα, ίσως να μην τα κατάφερνα!» μου εξηγεί λιτά ότι είναι λίγο αδύνατο, αλλά ξεχνάει ότι μιλάει σε μένα και για μένα δεν υπάρχει αδύνατο.

«Κατάλαβα.» ψελλίζω.
«Πάω να πλυθώ!» της αφήνω ένα φιλί και σηκώνομαι από το πάτωμα. Κλειδωνομαι στην τουαλέτα και βγάζω το κινητό μου από την τσέπη της πιτζάμας μου. Ή τουλάχιστον ένα παλιό μπλε αθλητικό σορτσάκι που χρησιμοποιώ για πιτζάμα. Πληκτρολογώ βιαστικά το όνομα του στο ίντερνετ και κατευθείαν μου βγάζει ένα σορό πληροφορεί για εκείνον, μαζί και ένα μέιλ. Δεν το σκέφτομαι βιαστικά, του στέλνω ένα μέιλ λέγοντας του ποια είμαι και τι θέλω με την ελπίδα να απαντήσει. Μαζί επισυνάπτω μια φωτογραφία δική μου με τους γονείς μου κι άλλη μια της Αυγής. Αν έχει αμφιβολίες, αυτό θα τις διαλύσει πιστεύω.

Κοιτάω τον εαυτό μου στον καθρέφτη και χαμογελάω πονηρά.

***


17 Αυγούστου 2038.

«Αχ, κοριτσάκι μου, κοριτσάκι μου, κοριτσάκι μου!» η μαμά μου με κουνάει πέρα δώθε όσο με έχει σφιχτά στην αγκαλιά της, έτοιμη να κλάψει. Ελπίζω να μην το κάνει γιατί μετά θα το κάνω κι εγώ. Είμαι σίγουρη ότι μου χαλάει τα μαλλιά που με πολύ κόπο ίσιωσα. Τα μαλλιά μου συνηθίζουν να πέφτουν σπαστά στους ώμους μου και είναι πολύ επίμονα σε αυτό.
«Δεν το πιστεύω ότι σε αφήνω να φύγεις, θεέ μου με τι καρδιά το κάνω αυτό στον εαυτό μου!» μουρμουρίζει, προκαλώντας μου γέλιο. Το ξέρω ότι της είναι δύσκολο να με αποχωριστεί και για μένα είναι, όμως ποτέ στη ζωή μου δεν ήμουν τόσο σίγουρη για κάτι που θέλω. Κι αυτό που κάνω τώρα, όχι απλά το θέλω, είναι η απάντηση που χρειαζόμουν στο τι σκατά να κάνω με τη ζωή μου!

«Εγώ δεν το πιστεύω ότι μεγάλωσες τόσο γρήγορα! Σαν χθες μου φαίνεται που σε είδα για πρώτη φορά μέσα στο γυάλινο κρεβατάκι στο νοσοκομείο! Και τώρα...» ο μπαμπάς μου δεν μπορεί να συνεχίσει την πρόταση του, μας βάζει και τις δυο στην αγκαλιά του και μας σφίγγει. Οι αναχωρήσεις στο αεροδρόμιο Νίκος Καζαντζάκης είναι ασφυκτικά γεμάτες από κόσμο. Όλοι αποχαιρετούν κάποιον δικό τους και τρέχουν προς τον έλεγχο για να φτάσουν στις πύλες. Η πτήση μου φεύγει σε σαράντα λεπτά και έχω αρχίσει να πιστεύω πως είναι πάρα πιθανό να τη χάσω, μιας που οι γονείς μου αρνούνται να με αφήσουν από τα χέρια τους. Ή εγώ δεν τους αφήνω από τα δικά μου.

«Μην κάνετε έτσι! Είναι για καλό και θα με δείτε ξανά τα Χριστούγεννα! Δεν θέλω να φύγω και να ξέρω ότι είστε χάλια! Παίρνω τη ζωή στα χέρια μου, πρέπει να είστε περήφανοι για μένα!» τους ξεκαθαρίζω με ένα μικρό χαμόγελο και η μαμά μου βιάζεται να σκουπίσει τα δάκρυα από τα μάτια της.

«Είμαστε περήφανοι για σένα από την πρώτη στιγμή που σε είδαμε κι αυτό συνεχίζει μέχρι σήμερα. Μην το ξεχάσεις ποτέ αυτό, ναι ψυχή μου;» η μαμά μου μου χαϊδεύει το πρόσωπο και δεν καταφέρνω να αποτρέψω τα μάτια μου από το να ιδρώσουν. Κουνάω το κεφάλι θετικά όσο μιλάει. Γαμώτο, κοίτα τι μου κάνουν πάλι.
«Πήγαινε τώρα! Πρέπει να προλάβεις την πτήση σου!» με διώχνει και ξέρω ότι το κάνει για να μην τη δω να καταρρέει. Πιάνω το καρότσι που πάνω έχει τις τρεις βαλίτσες μου. Τους κοιτάω προτού πέσω μια τελευταία φορά στην αγκαλιά τους.

«Σας αγαπάω πολύ.» τους παραδέχομαι.
«Θα σας πάρω μόλις φτάσω.» υπόσχομαι πριν μου το ζητήσουν και την ίδια στιγμή γυρνάω την πλάτη και αρχίζω να περπατάω προς τον έλεγχο.

Μέσα στις τρεις γαλάζιες βαλίτσες που γράφουν το όνομα μου, χώρεσα τη μισή μου ζωή και ξεκινάω μια καινούργια. Στο πλευρό του θείου Πάρη, για να σπουδάσω εγκληματολογία. Θα κάνω το όνειρο της αδερφής μου πραγματικότητα αφού εκείνη δεν τα κατάφερε και θα την κουβαλάω παντού μαζί μου για να τα δει όλα, ξέροντας ότι πάντα είναι εκεί για μένα αν ποτέ το χρειαστώ. Είναι περήφανη. Και ζωντανή. Μέσα από μένα, η Αυγή θα είναι πάντα ζωντανή.

Χαμογελάω στον εαυτό μου λίγο πριν ξεσπάσω σε ένα δυνατό γέλιο ενθουσιασμού για τη ζωή που με περιμένει. Τη ζωή που θα φτιάξω εγώ για μένα με τα ίδια μου τα χέρια. Και θα φροντίσω να είναι υπέροχη, γεμάτη εμπειρίες και λάθη και πάθη και αγάπη και χαρά! Πολλή χαρά! Γιατί στην τελική, η ζωή δεν είναι παρά μονάχα μια βόλτα! Τόσο μικρή και βιαστική και με μια τρελή διαδρομή! Αυτή είναι η βασική διαφορά μου με την Αυγή. Δεν φοβάμαι να τρέξω προς όλα όσα εκείνη έτρεμε να δει. Τρέχω σαν παιδί στους διαδρόμους του αεροδρομίου, αδιαφορώντας γι' αυτούς που με κοιτάνε.

«Λας Βέγκας, σου έρχομαι!»

~Τέλος~























Γειά σας κοτοπουλάκια μου!🐥

Τι κάνετε; Πώς είστε;
Ελπίζω καλά!

ΈΚΠΛΗΞΗΗΗΗΗΗΗΗ!!🥳🥳🥳

Το περιμένατε να τα πούμε ξανά από εδώ; Εγώ όχι για να είμαι ειλικρινής, αλλά έχω δεχτεί τόση πολλή αγάπη και μου έχουν λείψει τόσο πολύ αυτοί οι χαρακτήρες που θεωρώ πως αυτό το κεφάλαιο σας άξιζε.

Ίσως να σας πόνεσε που είδατε ξανά την Αυγή, ίσως πάλι κάποιες να κλάψατε γιατί σας έλειψε. Δεν ξέρω, απλά ένιωσα την ανάγκη να τη συμπεριλάβω στο κεφάλαιο ένεκα της ημερας.

Ορίστε λοιπόν!
Ένα έξτρα κεφάλαιο για τη ζωή της Ειρήνης, της Θάλειας και του Πέτρου μετά από όλα αυτά!
Νομίζω πως τελικά το χρειαζόμασταν όλοι.

Το αποφάσισα σήμερα, το ξεκίνησα σήμερα, σας το έδωσα σήμερα. Όχι για να μη λέτε!!

Όσες θέλετε να δείτε τη ζωή της Ειρήνης μετά από αυτό, να ακολουθήσετε την Lovenovel_99 και το νέο της βιβλίο «Χίμαιρα». Εκεί θα υπάρχει και η Ειρήνη μας❤️

Δεν ξέρω τι άλλο να σας πω, σίγουρα δεν θα τα ξανά πούμε από δω, αλλά δεσμεύομαι να τα λέμε συχνά από τις ψυχές που αν όλα πάνε καλά θα ανέβουν σχετικά σύντομα. (Μην τις περιμένετε μέσα στο 23😂).


Αυτααααααα.

Ελπίζω να αρέσει σε εσάς όσο και σε μένα.

Αντιιιιοοοοοοοοςςςςς🥰🍟.

-Δέσπ.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro