Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

97. Η μάνα γεννάει μα δεν μοιραίνει. ΙΙ

~Τον χρόνο μετράς πλέον αντίστροφα κι αντίο είναι η κάθε σου λέξη! Αν θα σε ξεχάσω ρωτάς συχνά, λες και μπορεί κανείς να επιλέξει...

(...)

Αγάπη μου, έφυγες, μα ακόμα είσαι εδώ κι ας μην μπορώ να σε πιάσω στα χέρια! Μου 'παν πως «πήγες ταξίδι στ' αστέρια» και πως μια μέρα θα 'ρθω να σε βρω!

Αγάπη μου, ο χρόνος είναι δανεικός. Γεννιέσαι σε θρόνο, μα θα φύγεις φτωχός. Ξοδέψαμε αλόγιστα μάταια νιάτα, γι' αυτό ξυπόλυτους μας βρήκε ο τελευταίος χορός...

(...)

Μου 'παν «κι οι πιο κακοί άνθρωποι αγάπησαν κάποτε κάποιον». Συγγνώμη αν δεν ήμουν για 'σένα εκεί. Τελικά ο κακός ήμουν μάλλον εγώ...~

Solmeister.

--------------------------------------------------------------

~Είναι ο ήλιος που φοβάται να γελάει! Είναι ο πατέρας που θρηνεί γονατιστός... Πάμε να σβήσουμε αυτό που μας πονάει, να πλύνουμε τ' αλάτι που γεννά ο θυμός.

Αυτή η ιστορία από πόνο έχει χορτάσει... Είναι ένας φόνος διαρκής και σκοτεινός! Κι αν λίγο χώμα δεν αρκεί να το σκεπάσει, η αγάπη δέντρο και καρπός της, ο σασμός.~

•Γιάννης Κότσιρας.

Τριτοπρόσωπη αφήγηση.

Λίγο αργότερα, κι ενώ στο σπίτι έχει μείνει μόνο η Αλεξάνδρα πια, η Θάλεια βγαίνει από το δωμάτιο. Στα χέρια της κρατάει μια λιλά θήκη γυαλιών με τέτοια προσοχή, που θα έλεγε κανείς πως αυτή η θήκη έχει μέσα κάτι τεράστιας αξίας. Πλησιάζει την Αλεξάνδρα που συζητάει με τον Πέτρο και την κοιτάει. Της χαμογελούν μόλις την δουν. Φαίνεται εξαντλημένη μεν, μα σα να βλέπει πιο καθαρά από ποτέ δε.

«Αυτό είναι για σένα.» αφήνει τη θήκη μπροστά της. Το βλέμμα της ακολουθεί το λιλά κουτί σαστισμένη.
«Η Αυγή το είχε αφήσει πάνω στο γραφείο της μ' ένα χαρτάκι που έλεγε να το πάρεις εσύ.» ανασηκώνει τους ώμους. Η Αλεξάνδρα κοιτάει τη θήκη με μάτια βουρκωμένα. Παίρνοντας βαθιές ανάσες την πιάνει με χέρια που τρέμουν. Όταν την ανοίξει, μέσα θα δει τα γυαλιά της Αυγής που πολλές φορές φορούσε εκείνη. Γιατί είναι καλύτερα. Έχουν κάτι που κανένα άλλο ζευγάρι γυαλιών δεν έχει κι ούτε πρόκειται να έχει: ήταν της Αυγής. Αφήνει μια ανάσα και δαγκώνεται. Σηκώνεται και σχεδόν τρέχει μέχρι την σφιχτή αγκαλιά της Θάλειας. Ψελλίζει ένα βιαστικό «συγγνώμη», προτού φύγει από το σπίτι.

Ο Πέτρος σηκώνεται κι αυτός. Της αφήνει ένα φιλί στο μέτωπο, γυρνώντας την πλάτη του για να πάει στην κουζίνα. Η φωνή της τον σταματάει.

«Θα σε ρωτήσω κάτι» κάνει μια παύση. Γυρίζει να την κοιτάξει. Το βλέμμα της είναι πάγος. Λες και τελικά, η ψυχή της δεν έφυγε ποτέ από τον πάγο.
«αν μου απαντήσεις ειλικρινά, θα σφίξω τα δόντια και θα κρατήσω ενωμένο ό,τι απ' έμεινε από την οικογένεια μας. Για την Ειρήνη, για μένα, για σένα.» η καρδιά του αυξάνει απότομα παλμούς στον τρόπο που μιλάει. Αποκλείεται να ξέρει, είναι η πρώτη του σκέψη.
«Αν αποφασίσεις να μου πεις ψέματα, θα πάρεις τη βαλίτσα σου όπως είναι και θα φύγεις· από το σπίτι, από την Ελλάδα, από τη ζωή μου. Και σου ορκίζομαι, Πέτρο, στην ψυχή της Αυγής, δεν θα ξανά δεις ποτέ την Ειρήνη!» τα μάτια του βουρκώνουν στην τελευταία πρόταση. Δεν μιλάει, απλά την κοιτάει.
«Πώς λένε την ερωμένη σου;» και του κόβει τα γόνατα. Ένα τρέμουλο τον αγκαλιάζει.

Η Θάλεια ξέρει. Και στα μάτια της, σε αυτό το άψυχο καφέ που έχει μείνει, βλέπει πως δεν υπάρχει επιστροφή. Δεν υπάρχει επιλογή να πει ψέματα για ακόμα μια φορά. Το έχει κάνει ήδη αρκετές φορές. Το καμπανάκι χτύπησε. Τέλος παιχνιδιού.

«Claire...» παραδέχεται ψιθυριστά. Στην παραδοχή του κάτι μέσα της σπάει κι άλλο, περισσότερο από πριν. Πιέζει τα χείλη σε μια ευθεία γραμμή. Καταπίνει αργά.

«Claire.» επαναλαμβάνει. Δεν τολμάει ούτε να γνέψει θετικά. Μόνο την κοιτάει.
«Σαν να λέμε, η Claire. Η φίλη της κόρης μας. Το πλάσμα που έμπαινε κι έβγαινε συνέχεια μέσα στο σπίτι μας, που η Αυγή μας την αγκάλιασε σαν αδερφή της. Που ήταν στα γενέθλια της κόρης μας, στα δικά μου. Την κοπέλα που πριν λίγες ώρες μου ζήτησε συγγνώμη κλαίγοντας! Αυτή την Claire.» του θυμίζει τα γεγονότα με τη σειρά. Τώρα τρέμει κι αυτή, μα το πιο τρομακτικό απ' όλα είναι η ηρεμία στη φωνή της. Ο Πέτρος σκύβει το κεφάλι.

«Ναι...» ψελλίζει με ντροπή. Κι αυτό το σιγανό «ναι» είναι ό,τι πιο θαρραλέο έχει πει τον τελευταίο χρόνο. Ασπρίζει. Χάνει το χρώμα της. Κάνει ένα βήμα πίσω. Κι ακόμα ένα. Κάνει μια στροφή γύρω από τον εαυτό της, τραβώντας τα σγουρά μαλλιά της. Αφήνει ένα γελάκι κι όταν τον κοιτάξει ξανά, το δωμάτιο παγώνει απότομα. Ούτε που καταλαβαίνει πότε φεύγει το χέρι της και χτυπάει το μάγουλο του. Το κεφάλι του γυρίζει στο πλάι.

«Με τι...καρδιά...» παίρνει βαθιές ανάσες.
«Με τι καρδιά το κάνατε αυτό; Εμένα δεν με σκέφτηκες; Την Αυγή; ΤΗΝ ΑΥΓΉ ΔΕΝ ΤΗΝ ΣΚΈΦΤΗΚΕΣ;» δεν κρατιέται. Φωνάζει.

«Ήταν ένα λάθος...»

«ΈΝΑ ΛΆΘΟΣ ΠΟΥ ΒΆΡΑΙΝΕ ΤΟ ΠΑΙΔΊ ΜΑΣ! ΠΟΥ ΤΟΥ ΈΦΕΡΕ ΕΦΙΆΛΤΕΣ! ΠΟΥ ΤΗΝ ΈΚΑΝΕ ΝΑ ΝΙΏΘΕΙ ΥΠΕΎΘΥΝΗ ΓΙΑ Ό,ΤΙ ΣΥΝΈΒΗ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΓΈΝΕΙΑ ΜΑΣ, ΠΈΤΡΟ!» περπατάει πάνω-κάτω μέσα στο χώρο σαν τρελή. Δε το χωράει το μυαλό της. Έχει κοκκινίσει.
«ΚΙ ΕΓΏ...ΕΓΏ ΣΕ ΈΦΕΡΑ ΠΊΣΩ ΣΤΟ ΣΠΊΤΙ! ΤΗΝ ΈΚΑΝΑ ΝΑ ΥΠΟΜΕΊΝΕΙ ΑΥΤΌ ΤΟ ΜΑΡΤΎΡΙΟ! ΤΟ ΜΑΡΤΎΡΙΟ ΤΟΥ ΝΑ ΣΕ ΚΟΙΤΆΕΙ, ΝΑ ΜΑΣ ΚΟΙΤΆΕΙ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΣΤΆΧΤΕΣ ΤΗΣ ΖΩΉΣ ΜΑΣ ΝΑ ΒΛΈΠΕΙ ΤΟΝ ΕΑΥΤΌ ΤΗΣ ΝΑ ΑΝΆΒΕΙ ΤΟ ΣΠΊΡΤΟ!» δεν έχει τη δύναμη ούτε να κλάψει. Μόνο να φωνάξει μπορεί. Φυσάει και ξεφυσάει.
«Κι εκείνη;» τον κοιτάει τόσο βαθιά στα μάτια που διαβάζει την ψυχή του. Έχει ιδρώσει.
«Εκείνη; Πώς μπορούσε να συνεχίζει να κάνει παρέα μαζί της, τη στιγμή που την πρόδιδε με αυτόν τον τρόπο; Τη στιγμή που διέλυε την οικογένεια της;» δεν το καταλαβαίνει. Δεν μπορεί να το καταλάβει.

«Δεν μπορούσε.» ξεφυσάει. Χύνεται στον καναπέ, περνώντας τα χέρια του μέσα από τα μαλλιά του. Τα τραβάει ελαφρά.
«Δεν φταίει εκείνη, Θάλεια... Όλο το λάθος δικό μου είναι.» δεν την κοιτάει πια. Ντρέπεται να το κάνει. Έχει μετανιώσει φριχτά.

«ΦΥΣΙΚΆ ΚΑΙ ΔΕΝ ΦΤΑΊΕΙ ΕΚΕΊΝΗ, ΠΈΤΡΟ! ΈΝΑ ΠΑΙΔΊ ΕΊΝΑΙ! ΈΝΑ ΠΑΙΔΊ ΠΟΥ ΕΊΧΕ ΑΝΆΓΚΗ ΚΆΠΟΙΟΣ ΝΑ ΤΗ ΝΟΙΑΣΤΕΊ ΚΑΙ ΝΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΉΣΕΙ ΓΙ'ΑΥΤΌ ΠΟΥ ΕΊΝΑΙ! ΕΊΧΕ ΑΝΆΓΚΗ ΑΠΌ ΚΆΠΟΙΟΝ, ΠΟΥ ΘΑ ΤΗΝ ΚΆΝΕΙ ΝΑ ΝΙΏΘΕΙ ΌΤΙ ΑΝΉΚΕΙ ΚΆΠΟΥ!» όσο εκείνος αποφεύγει την οπτική επαφή, τόσο περισσότερο την επιδιώκει αυτή. Θέλει να δει τον πόνο στο βλέμμα του.
«Κι αυτόν τον «κάποιον» τον βρήκε στο πρόσωπο σου!» σχεδόν φτύνει τις λέξεις κουρασμένη πια. Πλησιάζει το μπαράκι. Βάζει με μηχανικές κινήσεις ουίσκι σ' ένα ποτήρι. Το πίνει με μιας. Η σιωπή που πέφτει ανάμεσα τους είναι εκκωφαντική. Δεν την αντέχουν.

«Θα μπορέσεις να με συγχωρέσεις ποτέ;» αναρωτιέται με πόνο που του καίει τα σωθικά. Βάζει και δεύτερο ποτήρι ουίσκι. Το νερό της φωτιάς καίει το λαιμό της για άλλη μια φορά. Γυρίζει. Η όαση στα μάτια του την πληγώνει, γιατί δεν το νιώθει ξένο. Ξέρει ακριβώς και ποιος είναι και τι νιώθει γι'αυτόν. Και δεν ξέρει αν αυτό είναι το χειρότερο ή όχι. Σταυρώνει τα χέρια κάτω από το στήθος.

«Δεν με νοιάζει η απιστία, ούτε η κοροϊδία. Αυτά στα έχω συγχωρήσει εδώ και μήνες!» πίνει μια γουλιά ακόμα από το ουίσκι. Σφίγγει το ποτήρι στα δάχτυλα της.
«Αλλά την προδοσία προς την Αυγή...» το λέει και συνεχίζει να μην το πιστεύει. Δύο δάκρυα κυλούν στα μάγουλα της κι ακόμα δύο βρέχουν τα δικά του. Ο πόνος είναι σχεδόν απτός.
«αυτό θα μου πάρει πάρα πολύ να το ξεπεράσω, Πέτρο.» παραδέχεται. Το κλάμα της Ειρήνης βάζει τέλος στη συζήτηση τους. Η Θάλεια φεύγει από το σαλόνι αφήνοντας τον μόνο του να κοιτάει το κενό.

Ο ασκός του Αιόλου, άνοιξε.

(...)

Εισπνέει μια γραμμή κοκαΐνης που είναι απλωμένη στο τραπέζι, τρίβοντας σαν μανιακός το κόκαλο της μύτης του. Είναι η μόνη του παρηγοριά τώρα που εκείνη χάθηκε. Το γαργαλητό κι αργότερα το μούδιασμα γεμίζουν την άδεια του καρδιά που αρχίζει με μιας να χτυπάει γρήγορα σαν παλαβή. Περνάει τα χέρια του μέσα από τα μαλλιά του, τα τραβάει δυνατά. Ούτε που ξέρει πόσες μέρες έχει να κοιμηθεί.

Η πόρτα που χτυπάει δυνατά κι επίμονα τον βγάζει από τη φούσκα του. Μα την αγνοεί. Δεν θέλει να ανοίξει. Θα είναι σίγουρα ο Paul που προσπαθεί να τους μαζέψει όλους για έναν καφέ -να τους χτυπήσει έστω ο καθαρός αέρας! Πάντα, μόνο η Melisa τον ακολουθεί κι αυτό γιατί σε αντίθεση με την υπόλοιπη παρέα, εκείνη δεν αντέχει να μένει μόνη της. Οι σκέψεις την πνίγουν. Η πόρτα συνεχίζει να χτυπάει βίαια σχεδόν! Τραβάει ακόμα μια γραμμή, προτού μουρμουρίσει ένα σιγανό «έρχομαι» στον ανυπόμονο φίλο του. Ωστόσο, όταν όντως ανοίξει την πόρτα, αυτό που αντικρίσει του κόβει την ανάσα. Οι κόρες του διαστέλλονται κι άλλο.

«Κ-κυρία Θάλεια;» τραυλίζει. Όντως, η Θάλεια στέκεται στην πόρτα του ανέκφραστη. Είναι χλωμή, φανερά αδυνατισμένη και πέρα για πέρα εξαντλημένη. Μα είναι και κάτι άλλο: αποφασισμένη να μάθει τα πάντα. Ό,τι κι αν σημαίνει αυτό.
«Τι κάνετε εδώ; Πώς...πώς ξέρετε πού μένω;» είναι οι δύο ερωτήσεις που έρχονται πρώτα στο μυαλό του. Αφήνει μια ανάσα.

«Μπορώ να περάσω;» δεν του απαντάει αμέσως. Περνάει τα χέρια του μέσα από τα μαλλιά του, προτού κάνει στην άκρη. Η Θάλεια μπαίνει στο σπίτι με δισταγμό. Μπορεί στην αύρα του να νιώσει πόσο πολύ έχει υποφέρει το μωρό της εδώ μέσα. Το βλέμμα της πέφτει στο τραπεζάκι· η κόκα και το ουίσκι φαίνεται να βασιλεύουν σε αυτό το σπίτι. Ο Lucas το παρατηρεί και, ταραγμένος, τρέχει μέχρι το τραπεζάκι όπου και σκορπάει το ναρκωτικό δεξιά κι αριστερά με το χέρι του, θέλοντας να το εξαφανίσει. Η γυναίκα κλείνει τα μάτια της παίρνοντας μια ανάσα.

«Καθίστε!» της δείχνει το σκαμπό κι εκείνη, με βαριά καρδιά, βολεύεται.
«Λοιπόν; Θα μου πείτε γιατί ήρθατε;»

«Τα ξέρω όλα.» σε ένα πρώτο στάδιο αυτό του προκαλεί πανικό και είναι κάτι που η Θάλεια διαβάζει εύκολα στο πρόσωπο του.
«Πρόσφατα έμαθα για την Claire με τον Πέτρο, όπως επίσης έμαθα ότι η Αυγή τους είδε. Ήσασταν μαζί όταν τους είδε.» κάτι στο βλέμμα της του προκαλεί περισσότερο πόνο. Αναρωτιέται· πόσες φορές έχει καταστραφεί ο κόσμος της αυτόν τον έναν χρόνο;

«Κι από μένα τι θέλετε;» δεν καταλαβαίνει. Παίρνει ακόμα μια βαθιά ανάσα.

«Το οτιδήποτε.» η απάντηση της τον μπερδεύει.
«Η κόρη μου ξεψύχησε στα χέρια σου. Ήσουν μαζί της όταν έφυγε, δεν την άφησες μόνη...» κάνει μια παύση. Ένας κόμπος πρήζεται στο λαιμό της. Ένας ακόμα πρήζεται στο δικό του. Τους είναι τραγικά δύσκολο.
«Ήσουν μαζί της όταν καταστράφηκε ο κόσμος της! Το είδες να συμβαίνει... Εγώ όταν τα έμαθα το κακό είχε ήδη συμβεί! Απλά...» κι άλλη παύση.
«θέλω να καταλάβω πότε ξεκίνησε να έχει τέτοιες σκέψεις! Πώς προέκυψαν! Δεν μου άφησε ούτε ένα σημείωμα...» το τελευταίο το λέει σαν παράπονο. Εκείνος ανακάθεται άβολα στη σκέψη του βίντεο.

«Κοιτάξτε, θα είμαι ειλικρινής.» αρχίζει διστακτικά.
«Η πτώση της ξεκίνησε όταν είδε τον σύζυγο σας με την Claire. Αυτό...αυτό την έκανε άλλο άνθρωπο! Ειρωνική, δύσπιστη, μονίμως θυμωμένη! Δεν μπορούσαμε να της μιλήσουμε, αρπαζόταν με το παραμικρό! Κάτι μέσα της είχε αλλάξει σε μεγάλο βαθμό και φαινόταν!» της εξηγεί. Τον ακούει με προσοχή και μέσα της βράζει· βράζει γιατί η αλλαγή φαινόταν, αλλά εκείνη δεν κατάλαβε. Ποτέ δεν κατάλαβε.
«Αλλά αυτό από μόνο του δεν ήταν αρκετό για να την φτάσει στο σημείο να βλάψει τον εαυτό της. Μετά, ακολούθησαν και τα άλλα: τα ναρκωτικά, ο βιασμός, η εγκυμοσύνη, η έκτρωση, ο καρκίνος...» παύει να τα λέει. Πονάει. Πονάει γιατί σχεδόν σε όλα όσα της συνέβησαν, εκείνος ήταν απών. Μα η Θάλεια δεν ακούει πια. Ούτε αναπνέει. Μόνο τον κοιτάει. Το μυαλό της έχει σταματήσει σε μια συγκεκριμένη λέξη.

«Βιασμός;» σχεδόν ψιθυρίζει. Ο Lucas χάνει απότομα το χρώμα του. Η Θάλεια δεν τα ήξερε όλα, τελικά.
«Lucas, είπες...βιασμός; Η Αυγή μου, είχε κακοποιηθεί σεξουαλικά;» δεν μπορεί να το πιστέψει. Όταν γνέψει θετικά, ένας πόνος αγκαλιάζει την καρδιά της και την αναγκάζει να βάλει το χέρι της εκεί. Ο κόσμος μαυρίζει για λίγο γύρω της και η ανάσα της βαραίνει. Νιώθει ότι πεθαίνει. Ο άνδρας τινάζεται.

«Κυρία Θάλεια είστε καλά;» την πλησιάζει βιαστικά και με κάτι ξεχασμένες σελίδες που ήταν πάνω στο τραπέζι της κάνει αέρα. Ένα σιγανό «λίγο νερό», βγαίνει από τα χείλη της κι εκείνος σπεύδει να γεμίσει ένα ποτήρι με κρύο νερό.
«Ορίστε!» της το προσφέρει αγχωμένος. Γνέφει σαν ευχαριστώ και πίνει λίγο από το νερό που δροσίζει τα φλεγόμενα σωθικά της. Τα μάτια της έχουν κοκκινίσει, το πρόσωπο της φαίνεται ακόμα πιο χλωμό. Θέλει να κλάψει.

«Ποιο τέρας...» οι ανάσες μοιάζουν να τελειώνουν στα πνευμονία της.
«ποιο. τέρας. μπόρεσε να το κάνει αυτό στο μωρό μου; Ποιος τόλμησε να λεηλατήσει έτσι το κορμάκι της;» δεν κρατιέται άλλο. Τα δάκρυα ξεχύνονται στα μάγουλα της. Πονάει. Με έναν τρόπο που κανένας τους δεν μπορεί να καταλάβει.
«Ήταν μόνο δεκαεπτά...» πλαντάζει στη σκέψη της Αυγής της να υποφέρει κάτω από κάποιον που δεν σεβάστηκε το «όχι» της. Ο Lucas δεν αντέχει άλλο. Αισθάνεται κι αυτός ότι θα καταρρεύσει.

«Αν σας κάνει να νιώσετε καλύτερα» σηκώνεται και πλησιάζει τη βιβλιοθήκη του. Πιάνει το στικάκι από ένα ράφι.
«η Αυγή μπορεί να μην άφησε σημείωμα, αλλά άφησε αυτό.» την πλησιάζει και το αφήνει μπροστά της.
«Ήθελε να μου διηγηθεί αυτή τη χρονιά όπως εκείνη την έζησε. Όπως εκείνη την ένιωσε. Ένα χαρτί δεν της έφτανε να πει όλα όσα ήθελε.» της εξηγεί. Τον κοιτάει παγωμένη, πληγωμένη, σοκαρισμένη.
«Είναι δικό σας.» ανασηκώνει τους ώμους. Το πιάνει στα τρεμάμενα χέρια της και για λίγο το περιεργάζεται. Σηκώνεται στα πόδια της και χωρίς να το περιμένει κανένας από τους δύο, τον τραβάει στην αγκαλιά της ψελλίζοντας ένα θλιμμένο «ευχαριστώ». Ύστερα σηκώνεται και στην απόλυτη σιωπή, φεύγει από το σπίτι.

Όταν γυρίσει στο σχεδόν άδειο σπίτι της, το πρώτο που βλέπει είναι τη Melisa και τον Paul να κατεβαίνουν από το δωμάτιο της Αυγής, φορτωμένοι με κούτες που μέσα έχουν τα πράγματα της. Η Θάλεια τους ζήτησε να αδειάσουν εκείνοι το δωμάτιο γιατί η ίδια «δεν αντέχει να περνάει ούτε απ' έξω». Και τα παιδιά το δέχτηκαν. Τους άφησε τα κλειδιά κι έφυγε να βρει τον Lucas, υπό την καθοδήγηση της Mel, όσο ο Πέτρος τακτοποιούσε κάτι τελευταίες εκκρεμότητες εκτός σπιτιού. Αυτό που ούτε η Θάλεια, ούτε ο Πέτρος ήξεραν είναι ότι τα παιδιά έφεραν μαζί τους και την Claire, η οποία αυτή τη στιγμή βοηθάει τη Lyra να κατεβάσει μια ακόμα μεγαλύτερη κούτα.

«Κυρία Θάλεια, πάνω στην ώρα!» ο Paul της χαμογελάει εγκάρδια μόλις τη βλέπει, κι ας του σπαράζει την καρδιά το μαύρο που ασταμάτητα φοράει. Και εκείνη και η όμορφη κοπέλα του. Αρνούνται να τα βγάλουν. Αφήνει τα πράγματα σε μια άκρη και ανοίγει το χώρο στις δύο φίλες του που η γυναίκα κοιτάει με επιμονή.
«Σκεφτόμασταν, αν θέλετε, να σας βοηθήσουμε και με το δωμάτιο της Ειρήν-»

«Claire.» η φωνή της πατάει πάνω σε αυτή του Paul. Το όνομα της αφήνει περίεργη γεύση στα χείλη της. Η κοπέλα γυρίζει να την κοιτάξει σχεδόν αστραπιαία. Το αίμα σταματάει να ρέει απότομα μέσα της.
«Θέλω να μιλήσουμε.» ανακοινώνει με βλέμμα που κόβει και φωνή που σχεδόν ματώνει τ' αυτιά της. Η μικρή, αφήνει μια ανάσα και γνέφει θετικά.
«Paul μου, θα με βοηθούσε πολύ αν καθόσασταν και για το δωμάτιο της μικρής. Αρκεί να με περιμένετε λίγο. Ξεκουραστείτε, φάτε αν θέλετε, κι έρχομαι να συνεχίσουμε.» δίνει εντολές και, απλά κοιτώντας την Γαλλίδα, προχωρά προς την κουζίνα. Η Claire κοιτάει τους φίλους της προτού την ακολουθήσει αγχωμένη με κόκκινα μάγουλα.

«Πείτε μου.» ψελλίζει, όταν χαθεί στους γκρι τοίχους. Νιώθει ότι θα λιποθυμήσει από το άγχος. Η ευρύχωρη κουζίνα κρύβει μέσα της τόσες πολλές στιγμές, που αν είχε φωνή...θα ούρλιαζε. Η Θάλεια παίρνει μια βαθιά ανάσα και καρφώνει τα μάτια της στα δικά της. Και των δύο τα μάτια είναι καφέ, μα καφέ από καφέ διαφέρει.

«Θέλω να μαζέψεις τα πράγματα σου και να φύγεις από το σπίτι μου.» ζητάει ήρεμα χωρίς ούτε μισό σπάσιμο στη φωνή της, στηριγμένη με τα χέρια σταυρωμένα στον ψηλό πάγκο της κουζίνας. Σε εκείνον τον πάγκο που όλα άρχισαν και όλα τελείωσαν. Το χρώμα χάνεται την ίδια στιγμή από το πρόσωπο της. Τα μάτια της κοκκινίζουν. Η Θάλεια ξέρει.

«Κυρία Θάλεια-» κάνει να δικαιολογηθεί, διώχνοντας μια τούφα μακριά από τα μάτια της. Δεν την αφήνει.

«Θέλω να μαζέψεις τα πράγματα σου.» κόβει στη μέση τα λόγια της. Δεν την αφήνει να συνεχίσει. Την κάνει να ξεροκαταπιεί. Κόβονται τα γόνατα της κι όλα γύρω της θολώνουν.
«Και να φύγεις από το σπίτι μου.» επαναλαμβάνει με σταθερή φωνή. Χάνει την υπομονή της λεπτό με το λεπτό. Γιατί στο πρόσωπο της, βλέπει τον Πέτρο να της φωνάζει και την Αυγή να χάνει κάθε μέρα τον εαυτό της κι από λίγο. Και αυτό την πονάει.

«Εγώ-» κάνει άλλη μια προσπάθεια. Τα χέρια της έχουν ιδρώσει.

«Δεν έχω θυμώσει μαζί σου που ήσουν το τρίτο πρόσωπο στο γάμο μου. Ούτε που συνέχισες να μπαίνεις στο σπίτι μου και να με κοιτάς στα μάτια, παρά τα όσα συνέβαιναν ανάμεσα σε σένα και τον Πέτρο. Γιατί αφέθηκες κι ερωτεύτηκες. Γιατί το μόνο που ήθελες ήταν να αγαπήσεις και να αγαπηθείς, όπως σου αξίζει.» τα λόγια της τής προκαλούν πόνο βαθύ και κάνει την ντροπή και τις ενοχές μέσα της να φουσκώσουν σαν ψωμί στα σωθικά της. Την ταπεινώνει, χωρίς καν να προσπαθεί.
«Αλλά είμαι πολύ θυμωμένη μαζί σου, που πρόδωσες τη φίλη σου σε μια στιγμή που εκείνη σε χρειαζόταν. Είμαι θυμωμένη γιατί εξαιτίας σας το παιδί μου υπέφερε μέρα με τη μέρα από τις ενοχές και τις τύψεις. Γιατί ένιωσε υπεύθυνη για όλα όσα συνέβησαν στην οικογένεια μας. Γι'αυτό και θα σου ζητήσω για τελευταία φορά να μαζέψεις τα πράγματα σου και να φύγεις από το σπίτι μου χωρίς πολλά λόγια. Ξέρω ότι ήθελες πολύ να βοηθήσεις.» κάνει ακόμα μια παύση, προτού τελειώσει αυτή τη συζήτηση.
«Μα έκανες ήδη αρκετά.» της χαμογελάει πικρά προτού την προσπεράσει και φύγει σφαίρα για το μεγάλο υπνοδωμάτιο, όπου και κλειδώνεται. Καίγεται να δει το βίντεο.

Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, τα παιδιά παρακολουθούν την Claire να βγαίνει από την κουζίνα ένα κουρέλι και στην απόλυτη σιωπή να παίρνει τα πράγματα της και να φεύγει σαν τρελή από το σπίτι, παρά τις φωνές των παιδιών που της ζητάνε να περιμένει. Η πόρτα πίσω της κλείνει. Η Claire ξεσπάει αμέσως σε λυγμούς.

Όταν γυρίσει στο σπίτι της και ανοίξει την πόρτα, μισή περίπου ώρα αργότερα, το πρώτο που αντικρίζει είναι την Carol να στέκεται στη μέση του λευκού σαλονιού και στον μπεζ καναπέ, να την ακούει προσεκτικά, ο Albert. Ο μπαμπάς της. Το αρχικό σοκ δίνει τη θέση του στη συγκίνηση και η συγκίνηση στο κλάμα. Δεν αντέχει, λυγίζει.

«Μπαμπά;» ψελλίζει, προτού τρέξει και χωθεί στην αγκαλιά του. Σχεδόν καταρρέει. Εκείνος τη σφίγγει πάνω του τρυφερά, χαϊδεύοντας τα μαλλιά της. Της ψιθυρίζει πως όλα είναι καλά τώρα, πως δεν χρειάζεται να ανησυχεί για τίποτα. Η Carol στρέφει την προσοχή της αλλού, δεν αντέχει να τους κοιτάει. Ανέκαθεν ζήλευε την αγάπη που έχουν ο ένας στον άλλον. Μα το έδειχνε με λάθος τρόπο.
«Τι...τι κάνεις εδώ; Γιατί ήρθες;» αρνείται να φύγει από την αγκαλιά του, ζαρώνοντας έτσι το γαλάζιο του πουκάμισο. Τον έχει τρελή ανάγκη.

«Εγώ τον ειδοποίησα.» η φωνή της που ακούγεται χαλάει τη στιγμή ανάμεσα σε πατέρα και κόρη. Η Claire παγώνει και μόνο στην ιδέα ότι ο πατέρας της ξέρει τι έχει κάνει. Θα χαλάσει η εικόνα που έχει για κείνη στο μυαλό του. Και μετά; Τι θα κάνει εκείνη μετά; Οπότε, γυρίζει με μίσος και κοιτάει τη μαμά της. Βγάζουν καπνούς τ' αυτιά της.

«Του τα είπες όλα, έτσι δεν είναι;» ρωτάει με ένα τόσο ειρωνικό χαμόγελο, που σου δίνει την εντύπωση ότι από στιγμή σε στιγμή θα της επιτεθεί. Η μαμά της απλά την κοιτάει. Πονάει που της φέρεται έτσι.
«Φυσικά και το έκανες! Σιγά μην έχανες την ευκαιρία σου!» γελάει σαν παρανοϊκή, το κορμί της ιδρώνει μέσα στο γκρι κοντομάνικο φόρεμα. Είναι ένα βήμα πριν τον νευρικό κλονισμό.

«Claire.» γρυλλίζει πληγωμένη. Στο σαλόνι έχει ανέβει πολύ η θερμοκρασία. Η μικρή νιώθει να ζαλίζεται. Μοιάζει άρρωστη, έτσι κι αλλιώς. Λες κι από στιγμή σε στιγμή θα πέσει.

«Τι έγινε; Σε θίξαμε; Λες και δεν ξέρω πόσο το γουστάρεις να με βλέπεις δυστυχισμένη!» σχεδόν φωνάζει, καθώς την σπρώχνει με δύναμη. Δεν χάνει την ισορροπία της. Ο μπαμπάς της έχει πάθει σοκ από την συμπεριφορά της. Η κόρη του δεν είναι καθόλου καλά και το βλέπει. Τινάζεται όταν σπρώξει την πρώην γυναίκα του και μπαίνει ανάμεσα τους πυροσβεστικά. Της πιάνει τα χέρια απαλά.

«Claire, αρκετά!» της φωνάζει εκείνη. Το μωβ κοντομάνικο μπλουζάκι της έχει τσαλακωθεί από την σωματική επίθεση της κόρης της και η λευκή της φόρμα μοιάζει να είναι ό,τι πιο άβολο αυτή τη στιγμή.

«Κορίτσι μου, τι συμβαίνει;» κρατάει το κόκκινο πρόσωπο της στα χέρια του, κοιτώντας την βαθιά στα όμορφα της μάτια, που τον μαγνήτισαν από την πρώτη στιγμή. Τα γαλαζοπράσινα μάτια του μεγαλώνουν τις τύψεις μέσα της. Στερεύει από οξυγόνο.

«Τα έκανα θάλασσα, μπαμπά!» μερικά δάκρυα κυλούν στα μάγουλα της. Παλεύει για να τα σταματήσει. Δεν έχει αποτέλεσμα.
«Την πρόδωσα! Πρόδωσα τη φίλη μου! Έκανα σχέση με τον άνδρα της ζωής της! Και τώρα αυτή δεν ζει...αυτοκτόνησε! Έκανε κακό στον εαυτό της εξαιτίας μου! Είμαι τόσο κακός άνθρωπος!» μιλάει τόσο γρήγορα που δεν παίρνει ούτε μισή ανάσα. Αυτό μόνο εντείνει το κοκκίνισμα στο πρόσωπο της. Το βλέμμα του δείχνει μπερδεμένο.

«Έκανες σχέση με το αγόρι κάποιας φίλης σου και εκείνη έβαλε τέρμα στη ζωή της;» προσπαθεί να καταλάβει, μα το νευρικό της γέλιο τον μπερδεύει ακόμα περισσότερο. Κοιτάει για ένα δευτερόλεπτο την Carol που κουνάει το κεφάλι αποδοκιμαστικά. Δεν είχε σκοπό να πει τίποτα στον μπαμπά της χωρίς τη θέληση της, μα να που τελικά το έκανε μόνη της. Σκουπίζει τα δάκρυα της ταραγμένη και παίρνει μια ανάσα, προσπαθώντας να βάλει το μυαλό της σε μια τάξη. Κοιτάει για λίγο τους πίνακες που η μαμά της έχει στολίσει στους τοίχους. Λες έστω και ένας από αυτούς θα δώσει λύση στο πρόβλημα της.

«Έκανα σχέση με τον πατέρα της. Και όχι, δεν ήταν χωρισμένος. Ήμουν το τρίτο πρόσωπο σε ένα γάμο! Δεν είναι υπέροχο;» σχεδόν γελάει σε αυτό. Τώρα το βλέμμα του σκοτεινιάζει. Κοιτάει ξανά την Carol που τα έχει παρατήσει πια.
«Πραγματοποίησα το φόβο της μαμάς! Έγινα η γυναίκα που σας χώρισε και σας πήρε από μένα!» δαγκώνεται, μα κλαίει περισσότερο. Ούτε την τσάντα δεν έχει βγάλει ακόμα από τον ώμο της.
«Αναρωτιέμαι αν ήταν τόσο διασκεδαστικό και για την...αλήθεια, πώς έλεγαν την ερωμένη σου, μπαμπά;» τώρα τα λόγια της στάζουν ειρωνεία. Ο μπαμπάς της έχει χάσει πια το μέτρημα των αποριών του.

«Συγγνώμη;» δεν καταλαβαίνει. Η μαμά της έχει χλωμιάσει απότομα. Μα πώς; Πώς γίνεται να ξέρει;
«Claire, τι λες; Για ποια ερωμένη μιλάς;» πάει να της χαϊδέψει τα μαλλιά για να την ηρεμήσει, όμως καταφέρνει το αντίθετο. Εκείνη τινάζεται λες και τη χτύπησε ρεύμα. Γελάει στη χαζή του ερώτηση. Κρατιέται χρόνια ολοκλήρωσα να μην τους τρίψει κατάμουτρα ότι ξέρει τον πραγματικό λόγο που χώρισαν. Και μέσα της βαθιά, τους μισεί γι'αυτό.

«ΜΗΝ ΤΟ ΑΡΝΕΊΣΑΙ!» τον σπρώχνει κλαίγοντας ακόμα περισσότερο. Πονάει. Πονάει πάρα πολύ. Η απορία στο πρόσωπο του την ενοχλεί περισσότερο απ' όλα.
«Ακ-άκουσα τη μαμά να λέει μια φορά ότι γι'αυτό χωρίσατε! Γιατί σε είδε με άλλη! Ή μήπως λέει ψέματα;» σχεδόν τον προκαλεί. Ο Albert, εντελώς χαμένος, γυρίζει να την κοιτάξει. Η Carol με το ζόρι αναπνέει πια.

«Carol;» περιμένει μια εξήγηση από εκείνη που δεν έρχεται ποτέ.
«Τι είναι αυτά που λέει η Claire; Ποια ερωμένη; Το ξέρεις ότι σου ήμουν πιστός όσο καιρό ήμασταν μαζί!» τώρα αρχίζει κι αυτός να τρέμει. Τρέμει γιατί ξέρει ότι αυτό που θα ακολουθήσει θα απαντήσει σε πολλά ερωτήματα που έμειναν χωρίς απάντηση. Η πρώην σύζυγος του καταπίνει αργά, σταυρώνοντας τα χέρια κάτω από το στήθος.

«Σας είδα, Albert.» ανασηκώνει τους ώμους. Ντρέπεται που το παραδέχεται.
«Με την Nora. Τότε. Έλεγες ότι ήσασταν φίλοι, μα εγώ σας είδα. Της αγόρασες ένα κόσμημα κι αυτή σε αγκάλιασε σφιχτά. Σου χάιδεψε το μάγουλο, όσο εγώ ήμουν ετοιμόγεννη στην κόρη μας! Αλλά ξέρεις κάτι; Είχα την αξιοπρέπεια να φύγω προτού με διώξεις. Οπότε, αυτή είναι η αλήθεια! Σας είδα.» μιλάει για κάτι που χρόνια ολόκληρα κρατάει μέσα της και μόνο μια φορά έχει συζητήσει με την καλύτερη της φίλη. Μα η αντίδραση του δεν είναι αυτή που περιμένει, καθώς εκείνος από τα νεύρα του κλωτσάει το τραπεζάκι.

«ΕΊΣΑΙ ΤΡΕΛΉ;» ουρλιάζει. Οι δύο γυναίκες παγώνουν στιγμιαία. Ο μπαμπάς της Claire είναι ο πιο ήρεμος άνθρωπος του κόσμου, οπότε τους φαίνεται τρομερά περίεργο να ουρλιάζει.
«ΓΙΑ ΣΈΝΑ ΉΤΑΝ ΤΟ ΚΌΣΜΗΜΑ, CAROL! ΓΙΑ ΣΈΝΑ! ΑΚΡΙΒΏΣ ΕΠΕΙΔΉ ΘΑ ΈΦΕΡΝΕΣ ΤΗΝ ΚΌΡΗ ΜΑΣ ΣΤΟΝ ΚΌΣΜΟ ΉΘΕΛΑ ΝΑ ΣΟΥ ΠΆΡΩ ΚΆΤΙ ΠΟΥ ΘΑ ΔΉΛΩΝΕ ΠΌΣΟ ΕΥΤΥΧΙΣΜΈΝΟ ΜΕ ΈΚΑΝΕΣ! ΚΑΙ ΖΉΤΗΣΑ ΑΠΛΆ ΤΗ ΓΝΏΜΗ ΤΗΣ NORA ΕΠΕΙΔΉ ΕΊΧΑΤΕ ΤΟ ΊΔΙΟ ΓΟΎΣΤΟ!» εκρήγνυται έξαλλος και πληγωμένος. Η κόρη τους κοκκινίζει από το σοκ, η Carol έχει καταπιεί την γλώσσα της.

«Τι;» αρνείται να το πιστέψει και είναι κάτι που φαίνεται στα μάτια της. Οπότε, πιάνει το αριστερό χέρι της Claire που τους κοιτάει αμίλητη και το τραβάει προς τα πάνω, φέρνοντας το μπροστά από τα μάτια της μαμάς της. Και το βλέπει. Ένα λευκόχρυσο βραχιόλι που στη μέση έχει ένα κομψό μικρό σεντούκι κι ένα κλειδί γεμίζει το οπτικό της πεδίο. Τα χείλη της χωρίζονται από το σοκ και προσπαθεί να καταλάβει.

«Μέσα σε αυτό το σεντούκι είχες την καρδιά μου, Carol. Και ήταν δική σου η επιλογή αν θα έβγαινε ή όχι. Μα εσύ δεν δέχτηκες κανένα δώρο από μένα από το χωρισμό και μετά. Αρνήθηκες. Και το κρατούσα δεκαοχτώ χρόνια σαν θησαυρό και περίμενα -περίμενα τη μέρα που η κόρη μας θα ενηλικιωθεί και θα γίνει δικό της!» της εξηγεί πώς βρέθηκε το βραχιόλι στο χέρι της μικρής, όσο εκείνη δεν τον κοιτάει. Μένει να στέκεται με το ζόρι στα πόδια της, χαζεύοντας το μικρό κόσμημα.
«Φοβήθηκες τόσο πολύ την απόρριψη, που προτίμησες να ζήσεις με την αμφιβολία από το να με ρωτήσεις στα ίσα όσα σε βασάνιζαν. Ειλικρινά σου μιλάω, έχεις δώσει άλλη σημασία στο ουσιαστικό «εγωισμός». Έθεσες πολύ ψηλά τον πήχη, κοριτσάκι μου!» σχεδόν φτύνει τις λέξεις, αδιαφορώντας για το βουρκωμένο βλέμμα της. Το μόνο που τον νοιάζει είναι ότι στερήθηκε την κόρη του για μια παρεξήγηση.

Έγιναν όλα για το τίποτα. Για μια μικρή, χαζή παρεξήγηση... Αυτό κι αν είναι ήττα!

«Πάω να μαζέψω τα πράγματα μου. Δεν μένω ούτε ένα λεπτό παραπάνω εδώ μέσα!» είναι η πρώτη κουβέντα της Claire τα τελευταία λεπτά και αμέσως μετά χάνεται στο διάδρομο, με τα χέρια ψηλά ως ένδειξη παράδοσης. Η Carol χλωμιάζει ακόμα περισσότερο σε αυτό. Δεν θέλει να την χάσει! Είναι ό,τι της έχει απομείνει... Οπότε, γυρνάει και πάλι το βλέμμα της στον πρώην σύζυγο της και σχεδόν τον εκλιπαρεί να της αλλάξει γνώμη. Μάταια.

«Θα σε περιμένω στο αμάξι.» είναι το μόνο που απαντάει, προτού κοιτάξει με οργή την γυναίκα και φύγει από το σπίτι κοπανώντας την πόρτα πίσω του. Της παίρνει μερικά λεπτά μέχρι να συνέλθει, σκουπίσει τα δάκρυα από τα μάτια της και τρέξει σχεδόν μέχρι το δωμάτιο της κόρης της. Όταν ανοίξει την πόρτα και δει την σχεδόν έτοιμη γκρι κοκάλινη βαλίτσα, δεν το αντέχει η καρδιά της. Παραπατάει. Κλείνει την πόρτα βιαστικά πίσω της.

«Σε...σε παρακαλώ, μη φύγεις!» ψελλίζει αποκαρδιωμένη, κάνοντας ένα βήμα προς το μέρος της. Αφήνει ένα ειρωνικό γελάκι χωρίς να την κοιτάει. Η βαλίτσα συνεχίζει να γεμίζει με ραγδαίους ρυθμούς.
«Μωρό μου...ξέρω ότι έχω κάνει λάθη! Ότι δεν σου φέρθηκα όπως έπρεπε, όμως σου ορκίζομαι σε ό,τι έχω πιο ιερό, σ' αγαπάω περισσότερο από την ίδια μου τη ζωή! Μα ζήλευα...ζήλευα την αγάπη που του έδειχνες!» προσπαθεί να της εξηγήσει, παρόλο που ξέρει πως είναι αδικαιολόγητη. Σαν απάντηση, παίρνει το κλείσιμο της βαλίτσας. Ποτέ κανένα φερμουάρ δεν ακούστηκε πιο δυνατό στ' αυτιά της.
«Θα αλλάξουν όλα!» προσπαθεί ακόμα κι όταν η Claire κατευθύνεται προς την πόρτα. Μπαίνει μπροστά της σε μια ύστατη προσπάθεια να τη σταματήσει. Η μικρή δυσανασχετεί σε αυτό και σφίγγει στα δάχτυλα της τη μαύρη λαβή. Εύχεται να μπορούσε να σφίξει το λαιμό της στα μικρά της δάχτυλα.
«Σου υπόσχομαι πως από εδω και πέρα θα είναι όλα αλλιώς! Εγώ θα είμαι αλλιώς! Σε παρακαλώ, αγάπη μου! Δώσε μου την ευκαιρία να γίνω η μαμά που σου αξίζει!» της χαϊδεύει στοργικά το πρόσωπο. Μα η μικρή δεν αντιδρά. Ούτε κλαίει, ούτε χαμόγελα. Βγάζει το χέρι της από το μάγουλο της με τη βία. Καρφώνεται νοητά ένα μαχαίρι στην καρδιά της. Κάθε λεπτό όλο και περισσότερο.

«Είναι πολύ αργά γι'αυτό!» ανασηκώνει τους ώμους πιο πληγωμένη από ποτέ, προτού την παραμερίσει και φύγει σαν κυνηγημένη από το σπίτι που πάντοτε το ένιωθε ξένο. Ο μπαμπάς της τη βοηθάει να βάλει την βαλίτσα στο πορτ-μπαγκάζ, ξέροντας πολύ καλά πως εκείνη τους παρακολουθεί από το παράθυρο και μέσα σε λιγότερο από ένα λεπτό εξαφανίζονται από το οπτικό της πεδίο.

Και είναι κάτι που η Claire έπρεπε να έχει κάνει εδώ και πολύ, πολύ καιρό.

(...)

Περπατάει πάνω-κάτω τρελαμένος. Το παχύ τσιγάρο δεν λέει να φύγει από τα χείλη του, ούτε το ποτήρι με το ουίσκι από τα δάχτυλα του. Το έχει σφίξει υπερβολικά πολύ. Το κορμί το τρέμει ασταμάτητα, δεν μπορεί να ηρεμήσει. Οι σκέψεις του τριγυρίζουν επικίνδυνα πολύ σε εκείνη -εκείνη που έφυγε και τον άφησε να ζει με την ανάμνηση της. Με όσα έκανε και δεν έκανε. Με όσα μπορούσε να έχει κάνει. Τον άφησε μόνο με τις σκέψεις του. Αυτό κι αν είναι εκδίκηση.

Πίνει μια γουλιά από το ουίσκι. Δεν του καίει πια το λαιμό. Δεν το αισθάνεται καν, μα το χρειάζεται. Το έχει ανάγκη. Βλέπει τα σκόρπια χαρτιά πάνω στο τραπέζι, στον καναπέ, στο πάτωμα. Όλα τα χαρτιά έχουν πάνω τ' όνομα της. Και αυτό τον τσακίζει.

Lucas;» φαίνεται πόσο μπερδεμένη είναι από τον τρόπο που με κοιτάει. Δεν προλαβαίνει όμως να ρωτήσει κάτι, ένας βήχας την πνίγει. Τα μάτια μου γεμίζουν κι άλλο με δάκρυα, καθώς της χαϊδεύω την πλάτη. Τσιτώνεται κάτω από το άγγιγμα μου. Δαγκώνομαι. Συγγνώμη που δεν ήρθα νωρίτερα.
«Τι κάνεις εδώ;» με κοιτάει αυστηρά, καθώς σηκώνεται. Σταματάει για λίγο. Μοιάζει να ζαλίζεται. Αυτό με ρημάζει περισσότερο.

«Αυγή...» κάνω μια παύση και παίρνω μια βαθιά ανάσα. Πώς θα σου το πω;
«θυμάσαι τι έγινε;» ρωτάω απαλά. Νομίζω πως έχω γδάρει τα ούλα μου από το δάγκωμα.

Περνάνε μερικά δευτερόλεπτα απόλυτης σιωπής, προτού τα μάτια της μαυρίσουν απότομα και αναφωνήσει βάζοντας τα χέρια της στο στόμα της. Κάνει αυτόματα ένα βήμα πίσω. Πάλι πίσω...

«Αυγή μου-» κάνω να της χαϊδέψω το μάγουλο, όμως δεν με αφήνει.

Απομακρύνεται σαν να τη χτύπησε ρεύμα και τρέχει μέχρι το μπάνιο σαν σφαίρα. Ανοίγει την κρεμ πόρτα με τέτοια φόρα, που αυτή χτυπάει στον τοίχο πίσω της. Πέφτει στα γόνατα και αδειάζει όλο το περιεχόμενο του στομάχου της στη λεκάνη. Καθισμένος δίπλα της στο πάτωμα ακόμα, κρατάω τα όμορφα μαλλιά της απαλά για να μη λερωθεί. Όταν σταματήσει και πλυθεί, απλά στηρίζεται στον νιπτήρα. Η σιωπή της κάνει τ' αυτιά μου να πονάει. Άραγε, είναι έτοιμη να πάμε στην αστυνομία;

Το χάπι δεν θα μείνει για πολύ...

«Φύγε.» ψελλίζει αδύναμη όταν η οδοντόβουρτσα γυρίσει στο ποτήρι. Ξαφνιάζομαι. Σαστίζω. Ανοίγω το στόμα να μιλήσω, αλλά με κόβει.
«Φύγε!» επαναλαμβάνει. Η φωνή της ανεβαίνει. Μοιάζει ανυπόμονη. Κάνω ακόμα μια κίνηση να την πλησιάσω, μα χλωμιάζει κι άλλο.
«ΦΎΓΕ LUCAS! ΘΈΛΩ ΝΑ ΜΕΊΝΩ ΜΌΝΗ ΜΟΥ!» χτυπάει με λύσσα το χέρι της στο νιπτήρα και δεν την πιέζω περισσότερο. Γνέφω θετικά, λίγο πριν ρουφήξω ξανά τη μύτη μου.

Θα τον σκοτώσω, τον μπάσταρδο!

«Σ' αγαπάω.» υπενθυμίζω ψιθυριστά, προτού φύγω αθόρυβα από το σπίτι της, αφήνοντας μαζί της την καρδιά μου.

Συγγνώμη που δεν ήμουν εκεί, ψυχή μου...'

Τον πιάνει το παράπονο. Κλαίει σαν μωρό. Πονάει. Τα νεύρα του έχουν χτυπήσει κόκκινο. Λυσσάει! Τραβάει με βία τη μικρή βιβλιοθήκη και τη ρίχνει με κρότο στο πάτωμα. Μα κοιτώντας τα πράγματα του να κείτονται στο κρύο πλακάκι, τα δάκρυα σταματούν απότομα να τρέχουν. Είναι πολύ απασχολημένα, ξαφνικά, να κοιτάνε τη σκληρή επιφάνεια του όπλου· του ίδιου όπλου με το οποίο η Αυγή, μόλις λίγες ημέρες πριν, τον σημάδεψε. Υπάρχει πάντα μια στιγμή στη ζωή ενός ανθρώπου που ένας διακόπτης μέσα του θα κατέβει και κανένα συναίσθημα δεν θα υπάρχει. Όλα θα έχουν εξαφανιστεί.

Και για τον Lucas, η στιγμή αυτή ξεκινάει όταν σκύψει αργά και με ήρεμες κινήσεις πιάσει το όπλο από το έδαφος. Όταν σηκωθεί ξανά, το τρέμουλο έχει σταματήσει, το σώμα του δεν πονάει και τα δάκρυα έχουν εξαφανιστεί για τα καλά. Εκείνη, λοιπόν, τη στιγμή, το χρονόμετρο για κάποιον αρχίζει να μετράει αντίστροφα.

(...)

Η πόρτα χτυπάει με ηρεμία μεν, επίμονα δε. Ο άνδρας σηκώνεται ανόρεχτα από τον καναπέ του και προχωράει στο μικρό χώρο, ψελλίζοντας ένα νυσταγμένο «τώρα». Όταν η πόρτα ανοίξει, μπροστά του δεν έχει καμία ψηλόλιγνη μελαχρινή με την οποία μπορεί να είχε κανονίσει, όπως αρχικά πίστευε, αλλά τον μόνο άνθρωπο που δεν περίμενε να δει. Σμίγει τα φρύδια μπερδεμένος.

«Lucas;» αναφωνεί.
«Τι θες εδώ;» αναρωτιέται μ' ένα ειρωνικό χαμόγελο, καθώς στηρίζεται στην πόρτα του. Και όπως τον βλέπει έτσι, με αυτή την ειρωνεία χαραγμένη παντού στο πρόσωπο του, φορώντας μόνο ένα μαύρο μποξεράκι, δεν μπορεί να κρατήσει πια τη λύσσα του. Βγάζει το όπλο από τη μέση του και τον σημαδεύει. Ο James γουρλώνει τα μάτια τρομερά αιφνιδιασμένος από αυτή την ξαφνική του επίθεση.
«Τι στον-»

«Βούλωσε το!» γρυλίζει, κάνοντας του νόημα να μπει μέσα. Πισωπατάει, χωρίς πολλές αντιρρήσεις. Αν μη τι άλλο, τη θέλει τη ζωή του. Ο Lucas κοπανάει την πόρτα πίσω του, κλείνοντας την.
«Άκουσε με πολύ προσεκτικά.» κάνει μια παύση, χωρίς να χάνει ούτε μισή ανάσα.
«Θα ντυθείς, θα ετοιμαστείς και θα πας στο αστυνομικό τμήμα. Εκεί, θα τους πεις ότι προμήθευσες ναρκωτικά σε μια κοπέλα. Όταν την βρήκες ευάλωτη τη βίασες και ότι εκείνη δεν το άντεξε και αυτοκτόνησε. Θα πεις, ότι δεν μπορείς να σηκώσεις αυτό το βάρος και θες να παραδοθείς.» του μιλάει με τέτοια ηρεμία, που οριακά τον τρομάζει.
«Κατανοητό;» σχεδόν τον προκαλεί να πει όχι. Μα εκείνος, λες και πραγματικά θέλει να πεθάνει...βάζει τα γέλια. Οριακά χτυπιέται.

«Τι;» δεν μπορεί να σταματήσει.
«Άκου, φίλε, καταλαβαίνω ότι δεν είσαι πολύ στα καλά σου, αλλά πρέπει να καταλάβεις ότι η Αυγή μου έκατσε. Με παρακαλούσε με το βλέμμα της να την πηδήξω! Κι εγώ της έδωσα απλά αυτό που ήθελε!» ανασηκώνει τους ώμους χαλαρά. Το πρόσωπο του Lucas κοκκινίζει απότομα. Αισθάνεται ότι παθαίνει εγκεφαλικό. Υψώνει το όπλο στο ταβάνι και πυροβολεί μια φορά. Λίγη σκόνη πέφτει μέσα στο σπίτι. Ο James τινάζεται ελαφρά. Στρέφει την κάννη ξανά προς το μέρος του.

«Δεν μου αφήνεις άλλη επιλογή!» σχεδόν τον ειρωνεύεται. Βγάζει από την τσέπη της ζακέτας του ένα σακουλάκι με μια μεγάλη ποσότητα σκόνης και του το πετάει με δύναμη. Ο James δεν την πιάνει, την αφήνει να πέσει κάτω και απλά τον κοιτάει. Έχει παγώσει.
«Θα πάρεις όλο το σακουλάκι και θα μας απαλλάξεις μια για πάντα από την παρουσία σου. Πίστεψε με, σε κανέναν δεν θα λείψεις!» σχεδόν φτύνει τις λέξεις, με το χέρι του να μην τρέμει ούτε λίγο. Τα γαλάζια του μάτια βουρκώνουν. Δεν θέλει να πεθάνει. Όχι τώρα, όχι έτσι!

«Συγγνώμη, εντάξει; Συγγνώμη! Δεν έπρεπε να πάω μαζί της-» προσπαθεί να του πει αυτό που πιστεύει ότι θέλει να ακούσει, μα μόνο το αντίθετο καταφέρνει εν τέλει. Ο Lucas τρελαίνεται! Κλωτσάει το τραπεζάκι με φορά κι αυτό χτυπάει στα γόνατα του άνδρα απέναντι. Χάνει την ισορροπία του. Πέφτει στο έδαφος, δίπλα στο σακουλάκι με την κοκαΐνη. Παίρνει μερικές βαθιές ανάσες.

«ΤΗ ΒΊΑΣΕΣ, ΜΠΆΣΤΑΡΔΕ! ΤΗ ΒΊΑΣΕΣ! ΤΗΝ ΈΚΑΝΕΣ ΝΑ ΜΙΣΕΊ ΤΟΝ ΕΑΥΤΌ ΤΗΣ! ΝΑ ΝΟΜΊΖΕΙ ΌΤΙ ΦΤΑΊΕΙ ΕΚΕΊΝΗ ΚΙ ΌΛΑ ΑΥΤΆ ΓΙΑΤΊ; ΓΙΑΤΊ ΜΙΣΕΊΣ ΕΜΈΝΑ! ΕΣΎ ΚΑΙ Η ΆΛΛΗ Η ΚΑΡΙΌΛΑ ΤΑ ΒΆΛΑΤΕ ΜΑΖΊ ΤΗΣ ΕΠΕΙΔΉ ΕΊΧΑΤΕ ΠΡΌΒΛΗΜΑ ΜΕ ΜΈΝΑ!» ουρλιάζει ασταμάτητα και ούτε καταλαβαίνει ποτέ αρχίζουν να τρέχουν δάκρυα από τα μάτια του. Δεν αντέχει χωρίς εκείνη. Η ζωή δεν έχει κανένα νόημα.
«Τη σκοτώσαμε...» οι λυγμοί τον πνίγουν.
«Είσαι βιαστής.» ψελλίζει, κατεβάζοντας το όπλο αφηρημένα. Ο James χαλαρώνει αυτόματα.
«Και στους βιαστές αξίζει θάνατος!» το υψώνει και πάλι προς το μέρος του. Στο βλέμμα του δεν υπάρχει πια ζωή. Θρηνεί μ' έναν πολύ άσχημο και δύσκολο τρόπο. Χειρότερο ακόμα κι από τη Θάλεια, παρόλο που ο πόνος του είναι μικρότερος. Γιατί η Θάλεια έχει επικεντρωθεί στην Ειρήνη κι έχει κρατήσει τα λογικά της. Ενώ εκείνος, έχει χάσει το μυαλό του.

«Η ΑΥΓΉ ΑΥΤΟΚΤΌΝΗΣΕ ΡΕ ΜΑΛΆΚΑ!» φωνάζει για τον συνεφέρει, μα μόνο το αντίθετο καταφέρνει. Οπλίζει.

«Κι εσύ το ίδιο.» απαντάει μακάβρια. Στα μάτια του αστράφτει η τρέλα. Είναι αποφασισμένος και δεν πρόκειται να κάνει πίσω.

«Ξέρεις κάτι, Lucas;» πιάνει στα χέρια του το σακουλάκι. Τα παρατάει. Ξέρει ότι δεν υπάρχει επιστροφή. Γελάει σαν παλαβός μέσα στο ήρεμο κλάμα του.
«Πολύ το ευχαριστήθηκα που σας γάμησα τη ζωή! Που σας έβαζα τρικλοποδιές!» σχεδόν φτύνει τις λέξεις του.
«Που σου έβαλα υπνωτικό στον καφέ και δεν πήγες στην παράσταση, που της έδωσα ναρκωτικά κι ακόμα πιο πολύ, το ευχαριστήθηκα σαν τρελός που την πήδηξα την καριόλα σου!» ανοίγει το σακουλάκι και πιάνει ένα κουτάλι της σούπας που ήταν ξεχασμένο πάνω στο τραπεζάκι. Χύνει την ποσότητα πάνω του με χέρια που τρέμουν. Ο Lucas τρελαίνεται σε αυτά που ακούει, μα δεν λυγίζει. Όχι ακόμα.
«Της τον έβαζα κι έκλαιγε! Όσο πιο βαθιά έμπαινα, τόσο πιο πολύ έκλαιγε! Και πίστεψε με, ήθελα πάρα πολύ να χύσω μέσα της. Να ξέρει ότι το χάρηκα υπερβολικά πολύ! Αλλά βλέπεις, ήρθες εσύ και την έσωσες!» βγάζει τον κόκκινο ανάπηρα από την τσέπη του και τον ανάβει βιαστικά. Αρχίζει να λιώνει τη σκόνη. Θέλει να τον εξοργίσει, μα δεν τα καταφέρνει. Κι αυτό γιατί τα μάτια του είναι κολλημένα στις κινήσεις του κάποτε φίλου του. Σχεδόν μετράει τα δευτερόλεπτα μέχρι όλο αυτό να τελειώσει.

«Τόσο κλισέ!» σχεδόν τον κοροϊδεύει. Πιάνει μια σύριγγα κι ένα λάστιχο το οποίο τυλίγει βιαστικά γύρω από το χέρι του. Τραβάει με τη βελόνα την υγρή κοκαΐνη.
«Τουλάχιστον θα φύγω ξέροντας ότι σε έκανα να δεις πόσο σάπιος είσαι μέσα σου!» κρατάει τη μια άκρη του λάστιχου με το χέρι και την άλλη με τα δόντια. Το σφίγγει γύρω από μια φλέβα. Πιάνει τη βελόνα και θάβει τη μύτη της στο δέρμα του.
«Και ότι ακόμα κι ετσι, θα σε πάρω μαζί μου!» δεν έχει πια ανάσες όταν σπρώχνει το ναρκωτικό στον οργανισμό του. Έχει αρχίσει ήδη να ιδρώνει. Όταν η σύριγγα αδειάσει, ο Lucas κατεβάζει το όπλο. Κάθεται στον καναπέ δίπλα του και τον κοιτάει εξαντλημένος, όσο λεπτό με το λεπτό, η ζωή του τελειώνει. Τα μαύρα του μάτια έχουν πια μια περίεργη, μοναδική αποχώρηση καφέ που τα κάνει κάπως να ξεχωρίζουν.

«Τα λέμε στην κόλαση, λοιπόν!» χαμογελάει πικρά, κοιτώντας σχεδόν εμμονικά τα παγωμένα μάτια του. Ψάχνει έστω και τώρα, την τελευταία στιγμή, να δει μέσα τους μια μετάνοια, μια ένοχη. Δεν υπάρχει τίποτα. Μόνο μερικά δάκρυα για όσα πρόκειται να χάσει. Για όσα δεν πρόλαβε να ζήσει... Τώρα το κορμί του αρχίζει να τρέμει. Κλαίει και τρέμει ταυτόχρονα. Μοιάζει να φοβάται, να κρυώνει. Άραγε, κρυώνει όντως; Η Αυγή του σίγουρα κρύωνε. Στη σκέψη αυτή πνίγει ακόμα έναν λυγμό. Άραγε, η μικρή του φοβόταν; Δεν έχει απαντήσεις όσο κι αν το θέλει.

Ούτε που ξέρει πόση ώρα έχει περάσει, όταν ο James, σχεδόν κουλουριασμένος σε εμβρυακή στάση, παύει απότομα να τρέμει. Παύει να παραμιλάει. Μονάχα, αφήνει την τελευταία του πνοή εκεί. Πλάι του. Ούτε εκείνον τον άφησε μόνο του. Τον πλησιάζει, αφήνοντας δυο δάκρυα να τρέξουν στην πράξη του. Είναι όντως σάπιος μέσα του, τελικά. Ίσως καλύτερα να μην είχε γνωρίσει ποτέ την Αυγή. Ίσως θα έπρεπε να κάνει εξ αρχής σχέση με τον Aaron, ή ακόμα και με τον Λευτέρη. Ίσως θα έπρεπε να μην είχαν μεταναστεύσει ποτέ στη Νέα Υόρκη. Ίσως...ίσως...ίσως. Πολλά ίσως. Κι ακόμα πιο πολλά μακάρι.

«Όνειρα γλυκά, φίλε.» κάνει το σταυρό του ευλαβικά και φεύγει μια για πάντα από το σπίτι.

Κι έπεται και συνέχεια.

(...)

Πέμπτη, 16 Σεπτεμβρίου 2021.
Έξι μέρες από το θάνατο της Αυγής.

Η Θάλεια περπατάει αργά μέχρι την είσοδο του σπιτιού, προσπαθώντας να τιθασεύσει τα σγουρά μαλλιά της που μπλέκονται από το αεράκι του Σεπτέμβρη. Σφίγγει λίγο περισσότερο τη μαύρη ζακέτα της Αυγής πάνω της. Όλα όσα φοράει τις τελευταίες μέρες είναι της Αυγής: από κάλτσες μέχρι το λαστιχάκι για τα μαλλιά. Σε κάποιους φάνηκε περίεργο, μα τη Θάλεια δεν την νοιάζει. Νιώθει κοντά την κόρη της κι αυτό είναι αρκετό.

Χτυπάει την πόρτα τρεις με τέσσερις φορές και για λίγο περιμένει. Ησυχία. Τίποτα δεν ακούγεται, κανένα βήμα, καμιά φωνή που να ψελλίζει έστω ένα «τώρα». Μόνο μια ροκ μελωδία που βγαίνει από τα ηχεία του. Όχι αρκετά δυνατή, όμως, για να μην την ακούει. Χτυπάει ξανά, μα και πάλι δεν παίρνει καμία απάντηση. Ξεφυσάει εκνευρισμένη. Η Melisa της είπε πως θα περνούσε τη μέρα σπίτι του, δεν ήθελε να βγει. Και το ξέρει ότι είναι μέσα! Το ακούει! Οπότε, δεν τα παρατάει. Επιμένει. Χτυπάει κι άλλο. Θέλει να του επιστρέψει το στικάκι. Είδε το βίντεο πάνω από σαράντα φορές και κάθε, μα κάθε φορά, κατέληγε στην ίδια σκέψη: η Αυγή είχε πει το τέλος στον Lucas από τα πρώτα κιόλας δευτερόλεπτα. Απλά εκείνος, δεν το κατάλαβε.

Τώρα χτυπάει και με τα δυο της χέρια. Δεν της αρέσει το ότι δεν ανοίγει. Την τελευταία εβδομάδα ο νους της πάει μόνο στο κακό. Κάνει ένα βήμα πίσω. Κοιτάζει το σπίτι. Οι χτύποι της καρδιάς της αυξάνονται όταν καταλάβει ότι δεν υπάρχει κάποιος τρόπος να μπει. Με την άκρη του ματιού της παρατηρεί το παράθυρο, είναι κλειστό αλλά η κουρτίνα είναι ελαφρώς τραβηγμένη. Τρέχει, λοιπόν, και σχεδόν κολλάει το πρόσωπο της στο τζάμι. Αυτό που βλέπει τη σοκάρει. Αναφωνεί. Βλέπει το χαμηλό τραπεζάκι γεμάτο ναρκωτικά και αλκοόλ, μα δεν είναι αυτό που την ταράζει· από την άκρη του τραπεζιού προεξέχουν δύο πόδια που τρέμουν ασταμάτητα. Είναι ο Lucas. Και κείτεται τρεμάμενος στο κρύο πλακάκι.

Τρελαίνεται. Την πιάνει πανικός. Στο μυαλό της έρχεται η εικόνα της Αυγής στο πλακάκι του μπάνιου, νεκρή στην αγκαλιά του, και τα μάτια της κοκκινίζουν αυτόματα. Χτυπάει ξανά την πόρτα. Με τα χέρια, με τα πόδια. Όπως μπορεί. Κάνει μια στροφή γύρω από τον εαυτό της, τραβώντας τα μαλλιά της. Τηλέφωνο. Θέλει να πάρει τηλέφωνο. Βάζει τα χέρια της στις τσέπες της ζακέτας, μα αντί για το τηλέφωνο της, πιάνει ένα μικρό ασημένιο κλειδί. Δεν είναι σε μπρελόκ, είναι μόνο του και μοιάζει ξεχασμένο. Για μερικά δευτερόλεπτα απλά το κοιτάει, ύστερα κοιτάει την πόρτα. Με χέρια που τρέμουν προσπαθεί χώσει το κλειδί στην εσοχή και με λίγη προσπάθεια να κρατήσει την υπομονή της, το κλειδί κουμπώνει. Γυρίζει. Η λευκή πόρτα ανοίγει με ευκολία και την ίδια στιγμή η καρδιά της αγαλλιάζει.

Bingo!

Δεν ξέρει ούτε πώς, ούτε γιατί, αλλά η Αυγή είχε στη ζακέτα της ένα αντικλείδι του σπιτιού του Lucas. Και μόλις το βρήκε. Ανοίγει, λοιπόν, την πόρτα διάπλατα και τρέχει προς τον εικοσιτετράχρονο που, χλωμός όσο ποτέ, τρέμει ασταμάτητα με το κορμί του τεντωμένο. Τα μάτια του έχουν γυρίσει, μα μοιάζει να κοιτάει το ταβάνι. Η μύτη του αιμορραγεί και φαίνεται να μην μπορεί να αναπνεύσει. Ούτε λίγο. Η Θάλεια έχει φρικάρει. Πιάνει, τελικά, το κινητό της από την τσέπη της φόρμας και καλεί βιαστικά ένα ασθενοφόρο, φωνάζοντας παράλληλα το όνομα του. Τον παρακαλάει να ανοίξει τα μάτια του, κάτι που δεν συμβαίνει ποτέ. Το μητρικό της ένστικτο έχει χτυπήσει κόκκινο και νιώθει πως θα κάνει τα πάντα για να τον κρατήσει στη ζωή. Τα πάντα.

Όταν το ασθενοφόρο έρθει περίπου δέκα λεπτά αργότερα, μπαίνει μαζί του βιαστικά κρατώντας του σφιχτά το χέρι αμίλητη κι αυτό δεν αλλάζει μέχρι και που φτάνουν στο νοσοκομείο. Μερικές νοσοκόμες της κλείνουν τον δρόμο, λέγοντας της ότι απαγορεύεται να περάσει. «Είναι ο γιος μου», τους λέει ταραγμένη ασταμάτητα. Οι νοσοκόμες ανταλλάσσουν ένα βλέμμα και εν τέλει, την αφήνουν να περάσει μέχρι λίγο πιο μέσα. Μετά, οι πόρτες κλείνουν. Και η Θάλεια μένει απ' έξω. Και ζει τον ίδιο εφιάλτη.

Ξανά και ξανά.

Lucas.

'Τα μάτια μου ανοίγουν αργά. Ένα απότομο φως με τυφλώνει. Κάνει τα βλέφαρά μου να τσούζουν. Τα ξανά κλείνω.

Πού είμαι;

Κοιτάω με δυσκολία το χώρο γύρω μου. Είναι ένας τεράστιος χώρος, μα το βλέμμα μου δεν καταλήγει κάπου. Δεν βλέπω πόρτες, ούτε τοίχους. Το μόνο που βλέπω είναι ένα γνώριμο χαμηλό ξύλινο τραπεζάκι. Πάνω του έχει πεταμένα σακουλάκια και μεγάλη ποσότητα κοκαΐνης. Έχει αλκοόλ. Η ανάσα μου σταματάει.

Είναι το τραπεζάκι μου;

Σηκώνομαι αργά από το πάτωμα. Κάνω δύο βήματα. Τώρα βλέπω μια πόρτα. Είναι λευκή κι έχει πάνω της τρεις αριθμούς: ένα, μηδέν, ένα. Πλησιάζω αργά και αγγίζω το πόμολο διστακτικά. Όταν την ανοίξω, αυτό που βλέπω κάνει την καρδιά μου να σταματήσει. Είμαι...εγώ. Είμαι ξαπλωμένος και διασωληνομένος. Είμαι στο νοσοκομείο. Είμαι χλωμός, μοιάζω νεκρός. Είμαι νεκρός; Δίπλα μου κάθεται η Θάλεια· διαβάζει ένα βιβλίο. Μπορώ αμυδρά να το αναγνωρίσω από το εξώφυλλο, ήταν στη βιβλιοθήκη της Αυγής. Τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα. Δεν αντέχω να κοιτάω. Κλείνω την πόρτα. Τι κάνει η Θάλεια δίπλα μου;

Κοιτάω ξανά τον αριθμό της πόρτας. Ένα, μηδέν, ένα. Κάτι μου θυμίζει, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω. Τρίβω τα μάτια μου κουρασμένος. Δεν καταλαβαίνω, πού βρίσκομαι; Όταν η ματιά μου γυρίσει από την άλλη, παγώνω. Η καρδιά μου αυξάνει απότομα παλμούς και ένα χαμόγελο απλώνεται στο πρόσωπο μου. Αποκλείεται...

«Αυγή;» σχεδόν το φωνάζω. Το βλέμμα μου τρέχει πάνω στη μορφή της και σχεδόν δεν το πιστεύω ότι την έχω εδώ, μπροστά μου. Αφήνω μια ανάσα στο αυστηρό της βλέμμα και θέλω να κλάψω στην εικόνα της. Τα χέρια της είναι σταυρωμένα κάτω από το στήθος της και το λιλά καλοκαιρινό της φόρεμα αγκαλιάζει ζεστά τις καμπύλες της. Είναι μια εικόνα της που είχα ξεχάσει...
«Τι...τι κάνεις εδώ;» στην ερώτηση μου αναφωνεί έκπληκτη. Στριφογυρίζει τα μάτια, περνώντας τα χέρια της μέσα από τα μαλλιά της. Κουνάει το κεφάλι αποδοκιμαστικά. Δεν μιλάει, μόνο με κοιτάει.
«Κοριτσάκι μου» κάνω μια παύση, κάνοντας ένα βήμα προς το μέρος της. Κάνει αυτόματα ένα πίσω μουτρωμένη. Υψώνει το φρύδι.
«μιλά μου!» ζητάω. Κουνάει το κεφάλι αρνητικά.
«Μου έχει λείψει τόσο πολύ η φωνή σου...» ξεφυσάω. Τα όμορφα χαρακτηριστικά της πέφτουν για λίγο με θλίψη. Έπειτα, μου χαμογελάει πάλι γλυκά. Φαίνεται ήρεμη. Απλώνει το χέρι της και μου δείχνει μια πόρτα, γυρίζω απορημένος και κοιτάω. Αυτή δεν ήταν εδώ πριν.

Την αναγνωρίζω αμέσως, ωστόσο. Είναι η κρεμ πόρτα του μπάνιου της· του μπάνιου που έχει στοιχειώσει τους εφιάλτες μου και δεν με έχει αφήσει να κοιμηθώ ούτε για ένα λεπτό από την μέρα που τη βρήκα. Γυρίζω να κοιτάξω ξανά εκείνη. Η ηρεμία της με ανατριχιάζει.

«Δεν θέλω να πάω εκεί.» αρνούμαι. Κάνει ένα βήμα προς το μέρος μου και μου πιάνει το χέρι. Το κράτημα της είναι ζεστό, όχι παγωμένο σαν την τελευταία φορά και φέρνει ακόμα περισσότερα δάκρυα στα μάτια μου. Μένω να κοιτάω το κράτημα μας βαριανασαίνοντας. Με πονάει. Περπατάει αργά προς την πόρτα μαζί μου. Όταν φτάσουμε απ' έξω με αφήνει και στέκεται πίσω μου. Πιάνω το πόμολο. Δεν θέλω να την ανοίξω...μα το κάνω. Όταν η αναθεματισμένη πόρτα ανοίξει, βλέπω την εικόνα που θα μείνει χαραγμένη για πάντα στο μυαλό μου.

Βλέπω την Αυγή μου. Τα κόκκινα μαλλιά της που επιπλέουν στο λιγοστό νερό από τον πάγο που έλιωσε με κάνουν ακόμα να ανατριχιάζω. Την πλησιάζω αργά και σκύβω στα γόνατα μπροστά της. Το δέρμα μου χαϊδεύει το παγωμένο δικό της και τα μέσα μου σπαράζουν. Ξαφνικά, ακούω κάποιον να ξεσπάει σε λυγμούς.

«Όχι...» ακούω τη φωνή μου. Γυρίζω να με κοιτάξω. Παθαίνω σοκ στην όψη μου. Πάντα τόσο χλωμός είμαι;
«Όχι, όχι, όχι!» με βλέπω να τρέχω προς το μέρος της και να κάνω με τα χέρια μου στην άκρη τον πάγο που έχει κολλήσει στο δέρμα της. Την τραβάω απότομα στην αγκαλιά μου, βγάζοντας την από 'κει μέσα. Μας βλέπω να γλιστράμε μαζί στο πάτωμα.
«Άνοιξε τα μάτια σου!» κλαίω καθώς βλέπω αυτή την εικόνα. Βλέπω τα δάκρυα μου να πέφτουν στο πρόσωπο της κι εκείνη να μην κουνιέται.

«ΆΝΟΙΞΕ ΤΑ ΜΆΤΙΑ ΣΟΥ!» ο εαυτός μου κραυγάζει μέσα από τους λυγμούς του. Η μαύρη μπλούζα του έχει βραχεί από το κορμί της, μα δεν τον ενοχλεί. Ασυναίσθητα αγγίζω τη δική μου γκρι μπλούζα για να συνειδητοποιήσω πως είναι απόλυτα στεγνή. Με βλέπω να βάζω τα τρεμάμενα δάχτυλα μου στο λαιμό της.

Δεν έχει σφυγμό, φίλε...
Έχουμε χάσει καιρό τώρα...

«Δεν γι-γίνεται...μη μ' αφήνεις!» την παρακαλάω. Οι λυγμοί με πνίγουν. Δεν πιστεύω ότι το ξανά ζω. Με πονάει να το ξανά ζω...
«ΜΗ Μ' ΑΦΉΝΕΙΣ!» την κουνάω τόσο δυνατά, που εύκολα θα μπορούσα να της σπάσω κάτι. Ελπίζω να μην το έκανα όντως...
«Συγγνώμη...» το λέω ξανά και ξανά μέσα στο γοερό μου κλάμα.

Με βλέπω να βγάζω το κινητό μου από την τσέπη του. Καλώ ασθενοφόρο, μα δεν θα το σηκώσουν και το ξέρω πια. Βρίζω που κανένας δεν το σηκώνει. Μόνο να ήξερα... Τα μάτια της ανοίγουν μονάχα για ένα δευτερόλεπτο. Με κοιτάει. Παγώνω για λίγο. Άνοιξε τα μάτια της και με κοίταξε; Σέρνομαι μέχρι εκεί, ακόμα πιο κοντά της και σχεδόν κολλάω το πρόσωπο μου στο δικό της. Τα μάτια της είναι τόσο όμορφα, ακόμα και τώρα. Μισανοίγει τα χείλη της. Βλέπω τον εαυτό μου να θρηνεί από πάνω της και θέλω να τον χτυπήσω που δεν την ακούει! Μα δεν θα χάσω άλλη ευκαιρία. Ο τρόπος που με κοιτάει, ακόμα και σε αυτή τη στιγμή, κάνει την καρδιά μου να χτυπήσει σαν τρελή.

«Να...συγχωρή-σεις...τον εαυτό σου...» μου ζητάει. Ξεσπάω πάλι σε λυγμούς. Ώστε αυτό μου είπε, τελικά.
«Σ' αγαπάω.» δεν λέει κάτι άλλο. Ξεψυχάει στα χέρια μου. Η εικόνα αλλοιώνεται αυτόματα. Το δωμάτιο χάνεται, δεν την κρατώ στα χέρια μου πια. Βρίσκομαι πάλι στον μεγάλο κενό χώρο, σχεδόν κουλουριασμένος στο πάτωμα να κλαίω. Δεν θέλω να μην την ξανά δω, δεν το αντέχω...

Την παρατηρώ να πλησιάζει ξανά. Σκύβει δίπλα μου. Μου χαϊδεύει το μάγουλο. Κλείνω τα μάτια μου απολαμβάνοντας το χάδι της. Πώς θα ζήσω χωρίς αυτό; Η ζωή μου δεν έχει νόημα. Όταν ανοίξω τα βλέφαρά μου και την κοιτάξω ξανά, η ευτυχία στο βλέμμα της ζεσταίνει την καρδιά μου.

«Είμαι καλά, Lucas!» μου χαμογελάει.
«Σταμάτησα να πονάω.» ψιθυρίζει, σαν να 'ναι μυστικό. Κλαίω κι άλλο. Όντως μοιάζει να μην πονάει.

«Δεν θέλω να γυρίσω πίσω!» παραπονιέμαι, σφίγγοντας την πάνω μου. Το μύρτιλο μυρίζει και πάλι παντού. Θα ορκιζόμουν ότι κάποια στιγμή, σταμάτησε να χρησιμοποιεί αυτό το αφρόλουτρο. Την ακούω να γελάει διασκεδασμένη από τα λόγια μου.

«Δεν ανήκεις εδώ, αγάπη μου!» κουνάει το κεφάλι δεξιά κι αριστερά, χωρίς να κόψει αυτή τη μικρή μας επαφή.
«Να συγχωρήσεις τον εαυτό σου!» μου αφήνει ένα μικρό, απαλό φιλί στα χείλη, προτού σηκωθεί και πάρει το δρόμο της επιστροφής.

Να συγχωρήσεις τον εαυτό σου, σκέφτομαι ξανά και ξανά τη φράση της. Μια φράση που εκείνη ποτέ δεν έκανε πράξη. Αν είχε συγχωρήσει τον εαυτό της, δεν θα είχαμε φτάσει εδώ.

Ένας διαπεραστικός ήχος ακούγεται να χτυπάει δυνατά κάθε ένα δευτερόλεπτο. Με ενοχλεί. Χρειάζεται να κλείσω τ' αυτιά μου για να μην ακούω. Τότε, η πόρτα με τον αριθμό εκατόν-ένα εμφανίζεται ξανά. Την ανοίγω για να ανακαλύψω ότι ο ήχος αυτός έρχεται από το μηχάνημα που μετράει τους παλμούς μου. Παίρνω μια βαθιά ανάσα.

«Δεν ανήκεις εδώ.» επαναλαμβάνω τα λόγια της. Προχωράω προς το νοσοκομειακό κρεβάτι που είμαι ξαπλωμένος.
«Να συγχωρήσεις τον εαυτό σου.» με κοιτάω για λίγο με θλίψη, προτού ανέβω στο κρεβάτι και ξαπλώσω πάνω στο σώμα μου και μετά....'

Φως.

Τα μάτια μου ανοίγουν αργά με δυσκολία. Ένα δυνατό φως με τυφλώνει και παλεύω με νύχια και με δόντια να τα κρατήσω ανοιχτά. Με την άκρη του ματιού μου, καταλαβαίνω πως το φως μπαίνει από το παράθυρο. Ένας δυνατός πόνος αγκαλιάζει το κορμί μου. Μορφάζω. Βογγάω. Μια μορφή δίπλα μου τινάζεται σε αυτό.

«Lucas;» η Θάλεια στέκεται από πάνω μου ανακουφισμένη που είμαι ζωντανός. Είναι όντως εδώ η Θάλεια, τελικά.
«Lucas, με ακούς;» αναρωτιέται, πατώντας ένα κόκκινο κουμπί με λύσσα στην έλλειψη αντίδρασης μου. Κουνάω το κεφάλι θετικά με δυσκολία. Νιώθω πως δεν μπορώ ούτε να μιλήσω, ούτε να κουνήσω. Χαμογελάει πλατιά, πειράζοντας τα μαλλιά μου τρυφερά. Τα μάτια μου βουρκώνουν στο μητρικό χάδι που χρόνια τώρα έχω στερηθεί και καταλαβαίνω ότι κλαίω μόνο όταν τα δάκρυα κάψουν τα μάγουλα μου.
«Κλάψε!» με παροτρύνει να συνεχίσω.
«Κλάψε, αγόρι μου! Βγάλε το από μέσα σου.» χαϊδεύει παρηγορητικά τον ώμο μου, μα δεν προλαβαίνω να την ευχαριστήσω.

Ένα τσούρμο από γιατρούς μπαίνουν στο δωμάτιο και της ζητάνε να περάσει έξω. Σκουπίζω τα μάτια μου βιαστικά. Αρχίζουν να μιλάνε. Μου λένε ότι είμαι εδώ τρεις μέρες, μου λένε ότι από θαύμα τα κατάφερα. Δαγκώνομαι για να μην ουρλιάξω. Μετά από περίπου μισή ώρα με εξετάσεις και εκατοντάδες ερωτήσεις, τόσο για τη σωματική όσο και για την ψυχική μου υγεία, οι γιατροί φεύγουν και η Θάλεια μπαίνει ξανά μέσα. Με πλησιάζει αργά και κάθεται με ηρεμία στην καρέκλα δίπλα μου. Μου πιάνει το χέρι. Σφιχτά. Σφίγγεται μαζί και η καρδιά μου. Μπορώ στα μάτια της να διακρίνω την εικόνα μου: με βλέπει εύθραυστο. Πολύ εύθραυστο.

«Πώς αισθάνεσαι;» χαμογελάει αχνά, με πραγματικό ενδιαφέρον. Το εκτιμώ πολύ που είναι εδώ μαζί μου. Κι ακόμα περισσότερο, το εκτιμώ που νοιάζεται. Είναι πολύ σημαντικό για μένα.

«Λίγο ζαλισμένος, αλλά καλά.» ψελλίζω. Ντρέπομαι μέχρι και να την κοιτάξω. Της έχω κάνει μεγάλο κακό.
«Να σας ρωτήσω κάτι;» είμαι διστακτικός και φαίνεται. Κουνάει το κεφάλι θετικά.
«Πρώτον, πώς βρέθηκα εδώ; Δεύτερον, πώς βρεθήκατε εσείς εδώ; Και τρίτον...το δωμάτιο αυτό τι αριθμό έχει;» εκφράζω τις απορίες μου αργά και με ακούει με προσοχή. Αφήνει μια ανάσα πρόθυμη να μου απαντήσει, παρά το γεγονός ότι την μπέρδεψε η τελευταία μου ερώτηση.

«Εγώ σε έφερα εδώ.» ξεκινάει. Κρατιέμαι με δυσκολία να μη γουρλώσω τα μάτια μου.
«Ήρθα να σου επιστρέψω το στικάκι. Χτυπούσα, ξανά χτυπούσα, αλλά εσύ δεν ήσουν πουθενά. Αν δεν άκουγα τη μουσική από μέσα θα είχα φύγει. Έπειτα, παρατήρησα πως η κουρτίνα του παραθύρου ήταν λίγο τραβηγμένη και σε είδα στο πάτωμα.» φαίνεται να ταράζεται και μόνο στην ανάμνηση, μα ταυτόχρονα μπορώ να διακρίνω την αυστηρότητα στο βλέμμα της.
«Όσο για τον αριθμό του δωματίου, είσαι στο εκατόν-ένα, αν αυτό έχει κάποια σημασία δηλαδή.» ανασηκώνει τους ώμους. Παγώνω. Τα μάτια μου γεμίζουν πάλι με δάκρυα που προσπαθώ με βία να κρατήσω.

Ένα, μηδέν, ένα.
Οπότε, δεν ήταν όνειρο όλο αυτό;

«Lucas» ανακάθεται αγχωμένη, σπάζοντας το κράτημα μας λίγο πριν προφέρει το όνομα μου.
«Προσπάθησες να αυτοκτονήσεις;» ρωτάει χωρίς περιστροφές. Ανοίγω τα χείλη να απαντήσω, μα δεν τα καταφέρνω. Γυρνάω το βλέμμα μου αλλού. Ντρέπομαι. Ακόμα περισσότερο από πριν, δηλαδή. Ναι... Ναι, το έκανα. Η ζωή μου μοιάζει να μην έχει νόημα χωρίς εκείνη. Η σιωπή μου είναι πολύ δυνατή, μάλλον γι'αυτό ξεφυσάει. Περνάει τα χέρια της μέσα από τα μαλλιά της. Ξαφνικά, εγκλωβίζει και πάλι το χέρι μου στα δικά της· είναι ζεστά τα χέρια της. Και της μαμάς μου τα χέρια είναι ζεστά. Μου έχει λείψει η μαμά μου...
«Όλους μας πόνεσε ο χαμός της. Και στο λέω αυτό εγώ που είμαι...ήμουν η μάνα της. Που την είχα στα σπλάχνα μου εννιά μήνες και έκανα τα πάντα για να την κρατήσω ασφαλή μέχρι τα δεκαεπτά της! Μα η Αυγή δεν θα ήθελε να μας δει να καταστρεφόμαστε.» φροντίζει να με κοιτάξει τόσο έντονα στα μάτια, που μου δημιουργεί πόνο.
«Κι έπειτα, σκέψου όσους θα αφήσεις πίσω.» κάνει μια παύση την ίδια στιγμή που η πόρτα χτυπάει απαλά. Γυρνάμε να την κοιτάξουμε ταυτόχρονα· εγώ με απορία, εκείνη με ένα αχνό χαμόγελο. Και τότε, στο δωμάτιο μπαίνει ο μόνος άνθρωπος που δεν πίστευα ποτέ ότι θα ξανά δω. Η Elis. Η μαμά μου.

«Μ-μαμά;» η φωνή μου τρέμει. Φοβάμαι ότι θα καταρρεύσω. Και δεν θέλω να καταρρεύσω μπροστά της. Πίσω της, ακολουθεί με δισταγμό ο μπαμπάς μου. Γυρίζω να κοιτάξω ξανά τη Θάλεια, που χαμογελάει ακόμα περισσότερο. Ξέρω ότι εκείνη τους ειδοποίησε. Και είναι κάτι που με κάνει να τη λατρεύω απίστευτα πολύ! Σηκώνεται αργά από την καρέκλα, βάζοντας την μαύρη τσάντα της στον ώμο της.

«Η μάνα γεννάει μα δεν μοιραίνει, αγόρι μου.» κάνει ακόμα μια παύση, προσπαθώντας κι αυτή να μην καταρρεύσει. Μου χαϊδεύει στιγμιαία τα μαύρα μου μαλλιά. Φαίνεται κάτι παραπάνω από ανακουφισμένη που τα κατάφερα. Τώρα σφίγγεται και το στομάχι μου.
«Μην αναγκάσεις τη μαμά σου να γευτεί αυτόν τον πόνο. Ούτε και κανέναν άλλον. Είναι άδικο γι'αυτούς που μένουν.» μου χαμογελάει μια τελευταία φορά, προτού φύγει από το δωμάτιο.

Πιάνει τα χέρια της μητέρας μου και κάτι της ψελλίζει. Εκείνη της χαμογελάει πλατιά, με βλέμμα που βουρκώνει αμέσως. Ο μπαμπάς μου χρειάζεται να κοιτάξει αλλού σαν το ακούσει και η απορία μέσα μου φουντώνει. Γυρίζει να με κοιτάξει.

«Θα τα πούμε.» υπόσχεται, κλείνοντας την πόρτα πίσω της. Την ίδια στιγμή, η μαμά μου ψελλίζοντας ένα «αγοράκι μου», τρέχει προς το μέρος μου και με αγκαλιάζει. Δειλά, ακολουθεί και ο μπαμπάς μου. Κουρνιάζω στην αγκαλιά τους σαν σπουργίτι που έχασε το δρόμο του, με τα λόγια της Θάλειας να παίζουν ασταμάτητα στο μυαλό μου.

Η μάνα γεννάει μα δεν μοιραίνει.

Γειά σας κοτοπουλάκια μου!🐥

Τι κάνετε; Πώς είστε;
Ελπίζω καλά!

Πάμε στο κεφάλαιο;

Πωπω δεν πέσατε μέσα ούτε σε ένα από τα spoil που σας έδωσα! Έκανα κάτι γέλια!😂

Έχουμε και λέμε.

Η Θάλεια μίλησε με την Claire.

Ο Lucas σκότωσε τον James. Η μάλλον, τον ανάγκασε να αυτοκτονήσει.

Η Θάλεια έσωσε τον Lucas.

Είχαμε μια μεταθανάτια εμπειρία του Lucas.

Όλα τα έχουμε δει σε αυτό το βιβλίο.

Δύο μέχρι το τέλος.

Τι πιστεύετε ότι θα γίνει στο επόμενο;

Αυταααα.

Αν σας άρεσε το κεφάλαιο ψηφίστε και σχολιάστε.

Αντιιιιοοοοοοςςςς🥰🍟.

-Δέσπ.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro