Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

93. Βαβέλ.

~Τι τις θες, ρε κόσμε, τόσες άδειες γλώσσες; Δε θα τις ξορκίσεις έτσι τις σιωπές σου! Λες και ντε και σώνει κάποια απ’ τις τόσες θα σ’ ελευθερώσει από τη Βαβέλ σου. Το εμπέδωσα το πράγμα: η σιωπή μας είναι τραύμα πια...~

•Στίχοι: Γεράσιμος Ευαγγελάτος.
Μουσική: Θέμης Καραμουρατίδης.
Εκτελεί η Νατάσσα Μποφίλιου.

Σάββατο, 4 Σεπτεμβρίου 2021.
361/367 μέρες.

Τριτοπρόσωπη αφήγηση.

«Γειά.» χαιρετάει ελαφρώς τρομοκρατημένη όταν την πλησιάσει. Η Αυγή χαμογελάει αχνά. Συνειδητοποιεί πως δεν νιώθει πια θυμό στην όψη της παρά τα όσα έγιναν. Μόνο πίκρα κι αυτό αν ένιωθε. Ξέρει καλά ότι έφτασε η στιγμή.

«Γειά σου.» αφήνει μια ανάσα. Στέκεται άβολα μπροστά της, παίζοντας με το φερμουάρ της λευκής ζακέτας της.
«Κάτσε.» της κάνει νόημα μ' ένα κούνημα του κεφαλιού και υπακούει. Η Claire βολεύεται με περιέργεια και άγχος στην κούνια δίπλα της, μη μπορώντας να την κοιτάξει. Ντρέπεται να το κάνει. Πάντα ντρεπόταν. Για λίγο δε μιλάει καμία από τις δύο, μόνο παρακολουθούν τον γαλανό ουρανό· τους θυμίζει πίνακα, με τις πινελιές του ήλιου να χαϊδεύουν τον καμβά.

«Είσαι καλά;» σπάει τη σιωπή, στρώνοντας καλύτερα τη ζακέτα και την κόκκινη μπλούζα στο κορμί της. Θέλει να κρατάει απασχολημένο τον εαυτό της. Νιώθει νευρική. Την ακούει που γελάει αυθόρμητα, περνώντας τα χέρια της μέσα από τα μαλλιά της. Σφίγγεται η καρδιά της σε αυτό.

«Εξαρτάται τι ορίζεις ως «καλά»!» της κλείνει το μάτι με νόημα. Ξεροκαταπίνει. Ρίχνει το θλιμμένο βλέμμα της στην τζιν φούστα της φευγαλέα.
«Μην ανησυχείς, Claire! Είμαι στα καλύτερα μου! Κάνω τις θεραπείες μου, έχω στη ζωή μου δυο άνδρες που με λατρεύουν, δύο γονείς που θα σκότωναν για μένα, τους φίλους μου. Τι άλλο μπορεί να θέλει ένας άνθρωπος;» το λέει τόσο πειστικά που δεν ξέρει αν το εννοεί, ή αν την ειρωνεύεται. Σκύβει για λίγο το κεφάλι. Προτιμά να κοιτάει τα πετραδάκια από το κορμί της κάποτε φίλης της, που λιώνει κάτω από το μαύρο κοντομάνικο και το άλλοτε κολλητό τζιν. Έχει αδυνατίσει τρομακτικά πολύ.

«Σωστά, τι άλλο μπορεί να θέλει;» συμφωνεί παθητικά, κοιτώντας όσο περισσότερο μπορεί τον λαμπερό ήλιο. Δεν θέλει να της πάει κόντρα μα, άθελά της πέφτει στην παγίδα. Η Αυγή χαμογελάει αινιγματικά, σταματώντας απότομα να κουνάει την κούνια. Καρφώνει το βλέμμα της πάνω της τόσο έντονα, που την αναγκάζει να την κοιτάξει πίσω.

«Μια εξήγηση.» η φωνή της είναι τόσο παγερή που την ανατριχιάζει. Τα μάτια της βουρκώνουν επιτόπου. Τα χείλη της τρέμουν. Νιώθει πως δεν άκουσε καλά.
«Δεν σε άφησα ποτέ να μου εξηγήσεις. Είχα βολευτεί μέσα στο θυμό μου και δεν με ένοιαζε να μάθω. Κοίτα να δεις όμως που, αυτό το γαμημένο «γιατί» με τρώει από μέσα προς τα έξω. Οπότε, ορίστε Claire!» κάνει μια παύση και βολεύεται καλύτερα στην κούνια.
«Έφτασε η στιγμή να μου εξηγήσεις το γιατί βοήθησες να διαλυθεί η οικογένεια μου!» δεν έχει θυμό, μόνο πραγματική απορία κάτι που τρομάζει περισσότερο την Γαλλίδα. Εύχεται να ήταν θυμωμένη. Αυτό θα σήμαινε κάτι.

«Δεν ήθελα να χαλάσω την οικογένεια σου...» αρχίζει και ήδη, στις επτά πρώτες λέξεις, ένας κόμπος πρήζεται στο λαιμό της. Νιώθει περίεργα που την αφήνει να της μιλήσει.
«Για μένα ξεκίνησαν όλα το βράδυ που βγήκαμε πρώτη φορά όλες μαζί. Όταν ήρθε να σε πάρει και μας γύρισε στα σπίτια μας.» αφήνει μια βαθιά ανάσα. Η μικρή σοκάρεται στο πόσο νωρίς άρχισε όλο αυτό. Κι όλα μπροστά στα μάτια της!
«Μπορεί να ειπώθηκε μόνο ένα «γεια» κι ένα «καληνύχτα» μα σου ορκίζομαι Αυγή, ο τρόπος που χτύπησε η καρδιά μου όταν με κοίταξε φευγαλέα μέσα από τον καθρέφτη με έκανε την ίδια στιγμή να καταλάβω ότι αυτός ο άνθρωπος θα παίξει σημαντικό ρόλο στη ζωή μου.» της λέει, ξεχνώντας στιγμιαία ποια είναι η κοπέλα δίπλα της που μορφάζει από τον πόνο.

Σφίγγει τα δάχτυλα της στην αλυσίδα της κούνιας, δίνοντας της ώθηση. Μπρος και πίσω. Ψάχνει να βρει τις κατάλληλες λέξεις για να συνεχίσει. Η κούνια δεν σταματάει να κινείται. Μπρος και πίσω. Μπρος και πίσω.

«Ξέρεις, δεν στο είπα ποτέ, αλλά τα μάτια του μπαμπά μου είναι γαλαζοπράσινα.» την ενημερώνει δαγκώνοντας τα χείλη και την ακούει που αφήνει κάτι μεταξύ αναστεναγμού και ξεφυσήματος. Η δική της μαύρη ζακέτα την πνίγει, οπότε κατεβάζει απότομα το φερμουάρ. Χρειάζεται οξυγόνο.
«Ίσως να είναι κι αυτός ένας λόγος. Η ζεστασιά που ένιωσα, η οικειότητα, η...» κάνει κι άλλη μια παύση, προσπαθώντας να βρει τη σωστή λέξη. Πειράζει τα μαύρα καρέ μαλλιά της.
«η αίσθηση ότι ανήκω κάπου.» πέφτει για λίγο σιωπή, με το θρόισμα των φύλλων να συντροφεύει την κουβέντα τους. Η Claire δεν κρατιέται άλλο, αφήνει τους λυγμούς να βγουν στην επιφάνεια. Έχει μετανιώσει τόσο φριχτά πολύ!
«Και σου ορκίζομαι ξανά, προσπάθησα να το αποφύγω στην αρχή και να το σταματήσω στη συνέχεια, μα απλά δεν γινόταν! Υπήρχε κάτι που μας τραβούσε πάλι τον έναν στον άλλον! Φερόμασταν σαν...σαν μεθυσμένοι! Είχαμε τρελαθεί!» προσπαθεί στ' αλήθεια να της το εξηγήσει.

«Κι έπειτα, ακόμα κι αν δεν το πιστεύεις, δεν μου ήταν εύκολο αυτό που γινόταν. Από τη μια εσύ που προσπαθούσες να με πείσεις ότι δεν φταίω μόνο εγώ, αλλά κυρίως ο παντρεμένος που γκρεμίζει το σπίτι του κι από την άλλη...ο παντρεμένος ήταν ο μπαμπάς σου. Ήταν ξεκάθαρο το τι θα γίνει.» σκουπίζει τα μάγουλα της, μ' ένα πικρό χαμόγελο. Αυτό που την τρομάζει περισσότερο, είναι ότι η Αυγή ούτε θυμώνει, ούτε κλαίει, ούτε αντιδράει. Ποτέ. Ό,τι κι αν ακούει, απλώς το επεξεργάζεται σιωπηλά.

«Ο μπαμπάς σου είχε φρικάρει!» γελάει κάπως μέσα από το κλάμα της.
«Όταν γύρισα από το Παρίσι μετά τα Χριστούγεννα, βρεθήκαμε ξανά. Η μητέρα μου έλειπε εκτός για τις γιορτές, οπότε δεν είχα άγχος ότι θα γυρίσει. Ήμασταν οι δυο μας. Εκείνο το απόγευμα μας πήρε ο ύπνος και άργησε να γυρίσει στο σπίτι σας. Αυτό που ο μπαμπάς σου ποτέ δεν έμαθε είναι ότι, δεν ξύπνησα τυχαία, είδα την ώρα και τον ξύπνησα. Η αλήθεια είναι ότι εκείνος με ξύπνησε. Παραμιλούσε στον ύπνο του. Ζητούσε συγγνώμη από σένα και τη μαμά σου. Βλέπεις, έτρεμε κυριολεκτικά στη σκέψη ότι θα σας χάσει.» ανασηκώνει τους ώμους, ρουφώντας τη μύτη της. Η Αυγή δεν ξέρει πώς να νιώσει σε αυτό. Μα έπειτα θυμάται πως δεν μπορεί να νιώσει, οπότε απλά το προσπερνάει.
«Εκ πρώτης όψεως δεν φαινόταν αυτό. Κάποιος που δεν τον ήξερε θα έλεγε ότι αυτή είναι μια συνηθισμένη κατάσταση στη ζωή του, μα όχι! Ο Πέτρος είχε στ' αλήθεια τρελαθεί! Γιατί είστε η ζωή του. Και είναι κάτι που, όσο κι αν δεν θέλω να το παραδεχτώ, με πονάει κάπως.» κουνάει ανόρεχτα την κούνια. Αισθάνεται πως το μέτωπο της καίγεται από τις αναμνήσεις.

«Ποιος το έληξε;» ρωτάει ξαφνικά. Ο αέρας απότομα μαστιγώνει τα πρόσωπα τους. Κι όσο η Claire κουμπώνει τη ζακέτα της, τόσο η Αυγή βγάζει τη δική της.
«Θέλω να ξέρω ποιος το έληξε.» επιμένει προτού προλάβει να προβάλει κάποια αντίσταση ή οτιδήποτε τέτοιο. Δεν θα το έκανε, ωστόσο. Ξέρει πόση σημασία έχει αυτό για την Ελληνίδα.

«Ο μπαμπάς σου.» της χαμογελάει. Την ανακουφίζει κάπως αυτό. Φαίνεται στο πρόσωπο της, από τα φρύδια της που παύουν απότομα να ζαρώνουν.
«Ήταν σαν να συνειδητοποίησε τι κάναμε τόσο καιρό. Πόσο λάθος ήταν, και πόσο πολύ θα σας έβλαπτε αν το μαθαίνατε. Αυτό που κανένας μας δεν είχε φανταστεί είναι ότι...αυτό το τελευταίο φιλί θα ήταν και η καταστροφή του κόσμου. Γιατί ήταν η ίδια στιγμή που μας είδες εσύ έξω από το σπίτι μου.» η τελευταία ανάσα που αφήνει είναι σχεδόν λυτρωτική. Νιώθει τόσο ξαλαφρωμένη που τα είπε. Κι ας της είπε πράγματα που ήξερε ήδη, εκείνη το χρειαζόταν.

«Η καταστροφή ξεκίνησε τη μέρα που σας γνώρισα.» γελάει σαν το λέει, βγάζοντας από από την τσάντα της το κόκκινο πακέτο που ο Aaron της άφησε. Παίρνει ένα από τα επτά τσιγάρα που έχουν μείνει, ανάβοντας το βιαστικά.
«Και ξέρεις ποιο είναι το αστείο;» εισπνέει λίγη νικοτίνη. Τώρα κοιτάει κι αυτή τον ήλιο, μα της φαίνεται άχρωμος.
«Νόμιζα πως η γνωριμία αυτή ήταν η αρχή μιας καλύτερης ζωής, πως ξεκινούσε κάτι όμορφο για μένα, μα έκανα λάθος. Αυτή η γνωριμία δεν ήταν ποτέ η αρχή. Ήταν πάντα το τέλος.» κάνει μια παύση και το σκέφτεται για λίγο. Φυσάει τον καπνό κι αυτός χάνεται στον δυνατό αέρα. Γυρνάει και την κοιτάει πραγματικά στα μάτια μετά από καιρό.
«Ή μάλλον, πιο συγκεκριμένα, ήταν η αρχή του τέλους.» έχει περισσότερο δίκιο απ' όσο πιστεύει, αλλά ούτε αυτό θα μπορούσε να την παρηγορήσει ακόμα κι αν το ήξερε. Η Claire ρουφάει τη μύτη της, περνώντας τα δάχτυλα της μέσα από τα καρέ μαλλιά της.

«Δεν θα συγχωρήσω ποτέ τον εαυτό μου που επέτρεψα να συμβεί αυτό.» την ακούει ξαφνικά, μα η παραδοχή της μόνο βάρος της προκαλεί. Δεν το θέλει αυτό.
«Που σε πρόδωσα, κορόιδεψα, πλήγωσα. Που μπήκα στη ζωή σου και διέλυσα την οικογένεια σου, επειδή στο πρόσωπο του μπαμπά σου είδα την εγκατάλειψη από τους γονείς μου.» συνεχίζει. Θυμάται όλα τα φιλιά και τα χάδια του Πέτρου και πάντα θα τα θυμάται. Μα αντί να της προκαλούν χαμόγελο και ρίγη, την τρυπούν σαν βέλη. Όπως ακριβώς και ο έρωτας που έχει φωλιάσει στην καρδιά της.
«Αλήθεια δεν θα με συγχωρήσω ποτέ!» ξεφυσάει. Η Αυγή σηκώνεται από την κούνια τεντώνοντας το κορμί της προς το δυνατό φως, όσο στρώνει παράλληλα τα ρούχα πάνω στο σώμα της.

«Να το κάνεις.» της περνάει μια τούφα πίσω από το αυτί. Η Claire σαστίζει· ακόμα την καίει το χαστούκι που πριν επτά μήνες της έδωσε χωρίς δεύτερη σκέψη. Είναι κάτι που η μικρή έχει μετανιώσει πια. Πικρά.
«Γιατί εγώ το έχω κάνει ήδη.» παραδέχεται και αποδέχεται. Της πήρε μόλις επτά μήνες, μα τελικά τα κατάφερε. Ο αέρας σταματά απότομα τόσο γύρω τους, όσο και στους πνεύμονες της Γαλλίδας. Απλά την κοιτάει με το στόμα ανοιχτό.

«Τι;»

«Ναι.» σχεδόν γελάει.
«Το ξέρω ότι ακούγεται τρελό, αλλά το έκανα.» κλωτσάει ένα από τα πετραδάκια, νιώθοντας κάπως άβολα στην παραδοχή της.
«Έχω φτάσει σε αυτό το σημείο που καταλαβαίνω πια ότι...είστε άνθρωποι. Κι εσύ και ο Πέτρος. Προφανώς αυτό που κάνατε ήταν φρικτό και θα με πληγώνει μέχρι να κλείσω τα μάτια μου, αλλά δεν μπορώ να είμαι άλλο θυμωμένη. Αλήθεια δεν μπορώ.» ξεφυσάει με δυσαρέσκεια.
«Στην τελική, ποια είμαι εγώ που θα σας κρίνω; Λες και είμαι καλύτερη. Λες και δεν έχω πληγώσει όποιον άνθρωπο έχω στη ζωή μου!» τα βάζει με τον εαυτό της. Γιατί έγινε σαν αυτούς που την πλήγωσαν. Γιατί δεν νοιάστηκε αν κάποιος πληγώνεται από τη συμπεριφορά της. Και μισεί τον εαυτό της γι'αυτό.

«Μην το λες αυτό...» ζητάει. Οι ενοχές μέσα της μεγαλώνουν. Αισθάνεται πως την έχουν κάνει ένα τέρας. Μια μηχανή. Και είναι κάτι που η Αυγή μπορεί να το δει στον τρόπο που στέκεται, που μιλάει, που αποφεύγει να την κοιτάξει.

«Έχω δίκιο και το ξέρεις.» ανασηκώνει τους ώμους χαλαρή.
«Φυσικά, δεν μπορούμε να γίνουμε όπως πριν, αλλά απόψε το βράδυ μπορείς να κοιμηθείς ξέροντας πως δεν σε μισώ και πως σε έχω συγχωρήσει.» της χαμογελάει με ειλικρίνεια, φτιάχνοντας λίγο το παντελόνι της. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, πλησιάζει την κούνια που κάθεται και την αγκαλιάζει. Δεν ξέρει πώς να αντιδράσει, μα εν τέλει την αγκαλιάζει πίσω. Κρατάει μονάχα τρία δευτερόλεπτα, μα είναι τρία δευτερόλεπτα που η Claire δεν πρόκειται να ξεχάσει ποτέ. Όταν απομακρυνθεί, αφήνει μια ανάσα.
«Αντίο, Claire.» γυρίζει την πλάτη της και φεύγει. Ο δείκτης στροβιλίζεται και πάλι στ' αριστερά.

Επτά...

(...)

Ξημερώματα Κυριακής 5ης Σεπτεμβρίου 2021.
Ώρα τέσσερις και μισή π.μ.
362/367 μέρες.

Τρίβεται στα κίτρινα σεντόνια της αισθμαίνοντας βαριά. Ο πόνος δεν την αφήνει σε ησυχία για ακόμα ένα βράδυ και θέλει να ουρλιάξει που δεν περνάει. Δαγκώνεται. Τραβάει την κουβέρτα από πάνω της και με δυσκολία αγγίζει τα πόδια της στο έδαφος. Δεν μπορεί, όμως, να περπατήσει και σχεδόν πέφτει. Αφήνει μια ανάσα. Σέρνεται μέχρι την τσάντα της και πιάνει από μέσα το κουτί με τα χάπια της.

Πίνει ένα χωρίς νερό και στηρίζεται στην καρέκλα για να σηκωθεί. Όταν τα καταφέρει, παίρνει μερικές βαθιές ανάσες και ανοίγει την πόρτα του δωματίου της, ώστε να κατέβει στο σαλόνι. Όταν φτάσει στο τελευταίο σκαλί ξεχνάει τον πόνο της, κι αυτό γιατί από την κουζίνα ακούγεται ένα σιγανό, μα γοερό κλάμα. Κοιτάει στον καναπέ· τα σεντόνια είναι στρωμένα, αλλά κανένας δεν κοιμάται πάνω τους. Σμίγει τα φρύδια μπερδεμένη πλησιάζοντας προς τα 'κει. Αυτό που βλέπει οριακά τη σοκάρει.

Ο Πέτρος, καθισμένος σε μια από τις ψηλές καρέκλες, φορώντας τις πιτζάμες του και εμφανώς αγουροξυπνημένος, κλαίει με λυγμούς κρατώντας μια φωτογραφία στα χέρια του. Η καρδιά της μεγάλης του κόρης καταπλακώνεται από πέτρες που δημιουργούν τα δάκρυα του. Τύψεις την γεμίζουν. Δεν αντέχει να τον κοιτάει.

«Πέτρο;» ψελλίζει σιγανά. Σηκώνει το βλέμμα του από τη φωτογραφία ξαφνιασμένος κι όταν την αντικρίσει, ένας λυγμός τον πνίγει περισσότερο. Την τρομάζει.
«Τι...τι συμβαίνει;» τον πλησιάζει διστακτικά. Της χαμογελάει, καθώς σκουπίζει τα μάτια του βιαστικά. Χλωμιάζει απότομα. Ξεροκαταπίνει.
«Έπαθε κάτι η μαμά-»

«Όχι, όχι! Μην ανησυχείς. Η μαμά σου και η Ειρήνη είναι μια χαρά.» της κόβει απότομα τη φόρα, δίνοντας και πάλι μια ανάσα στα πνευμόνια της. Η ανακούφιση στο πρόσωπο της τον τσακίζει. Πιο συγκεκριμένα, τον τσακίζει η σκέψη ότι αν εκείνος πάθαινε κάτι δεν θα της καιγόταν καρφί. Η σκέψη αυτή μονάχα εντείνει το κλάμα του. Πρώτη φορά τον βλέπει να κλαίει.

«Τότε γιατί κλαις;» επιμένει. Κάνει ακόμα ένα βήμα πιο κοντά του, με κάθε έννοια αυτής της φράσης. Σκύβει το κεφάλι. Ποτέ του δεν έχει ντραπεί άνθρωπο στη ζωή του περισσότερο από την Αυγή. Και αυτό τον πονάει.

«Αυγή μου» κάνει μια παύση. Παίρνει μια ανάσα. Δεν ξέρει τι να της πει.
«τ-το ξέρω ότι...δεν σε νοιάζει πια και πως δεν έχει και καμιά σημασία αλλά...» σταματάει και πάλι. Πόσα λάθη έχει κάνει μέσα σε τόσο λίγο καιρό...
«έχω μετανιώσει φρικτά γι'αυτό που έκανα. Μακάρι να μπορούσα να πάρω όλον τον πόνο που σου προκάλεσα και να τον νιώθω εγώ και μόνο!» είναι η πρώτη φορά που δεν προσπαθεί να την πείσει κι όμως το κάνει. Ρουφάει τη μύτη του. Η κοπέλα αφήνει κι αυτή μια ανάσα και περπατάει μέχρι την καρέκλα δίπλα του. Βλέπει τη φωτογραφία· είναι η πρώτη οικογενειακή φωτογραφία που τραβήχτηκε με τους τρεις τους στο μαιευτήριο.

«Το ξέρω.» μουρμουρίζει. Τραβάει την καρέκλα και κάθεται. Πιάνει τη φωτογραφία στα χέρια της και την κοιτάει.
«Μην ανησυχείς, Πέτρο.» ξεφυσάει.
«Δεν πονάω.» είναι ειλικρινής μ' έναν πολύ περίεργο και θλιβερό τρόπο. Η απάντηση της τον μπερδεύει, μα δεν ξέρει τι πρέπει να πει.

«Με ανακουφίζει αυτό.» παραδέχεται. Χαμογελάει αινιγματικά κι ας μην την βλέπει.
«Ποτέ δεν θα σε έβλαπτα...ούτε θα έκανα εσκεμμένα κάτι που θα σε πονούσε! Είσαι κόρη μου, Αυγή μου. Κομμάτι μου! Μπορεί να μην σε είχα εννέα μήνες μέσα μου, να μην ένιωσα να κλωτσάς την κοιλιά μου, μα σου ορκίζομαι σε όποιον Θεό υπάρχει πως δεν υπάρχει πιο ευτυχισμένη μέρα στη ζωή μου από το Σάββατο της τετάρτης Οκτωβρίου του 2003.» θέλει να της χαϊδέψει το μάγουλο, μα κάτι τέτοιο θα την έφερνε σε δύσκολη θέση. Οπότε δεν το κάνει. Στα λόγια του νιώθει τα χείλη της να πέφτουν και κάτι μέσα της να σκιρτάει.

«Παρόλα αυτά, επέλεξες την Claire.» υπενθυμίζει, με τη φωτογραφία ακόμα ανάμεσα στα χέρια. Το δυνατό του κλάμα επιστρέφει. Το παράπονο της σε συνδυασμό με τον εφιάλτη που τον διέλυσε, μονάχα εντείνει το κλάμα του. Γιατί μόνο ως εφιάλτης μπορεί να χαρακτηριστεί η εικόνα ενός γονιού να θάβει το παιδί του. Κουνάει το κεφάλι δεξιά κι αριστερά.

«Δεν την επέλεξα!» αρνείται.
«Απλά...πώς να στο εξηγήσω;» ψάχνει τις κατάλληλες λέξεις. Εκείνη κρέμεται από τα χείλη του. Θέλει να ακούσει την πλευρά του.
«Όταν ξεκινήσαμε με τη μαμά την οικογένεια μας, της έδειχνα πως ήμουν απόλυτα σίγουρος πως θα πετύχει. Την έκανα να νιώσει ασφάλεια, γιατί το μόνο που ήθελα ήταν να είναι ευτυχισμένη!» αρχίζει κάπως νευρικά.
«Και ξέρεις, είναι πολύ δύσκολο να ξυπνάς και να κοιμάσαι με τη σκέψη ότι πρέπει πάση θυσία να κάνεις αυτούς που αγαπάς να χαίρονται, να ζουν όμορφα! Έπρεπε να σας προστατεύσω από κάθε κίνδυνο!» περνάει τα χέρια του μέσα από τα κοντά μαλλιά του. Οι φακοί των γυαλιών του, έχουν σχεδόν γεμίσει από τα δάκρυα.
«Και τελικά, ο κίνδυνος ήμουν εγώ.» γελάει κάπως ειρωνικά σε αυτό. Η Αυγή δεν τον έχει ακούσει ποτέ με μεγαλύτερη προσοχή.

«Είκοσι-τέσσερα χρόνια πάλευα ξανά και ξανά για να μη λείψει τίποτα σε σένα και τη μαμά σου! Είκοσι-τέσσερα χρόνια πάλευα να είμαι τέλειος: πατέρας, σύζυγος, φίλος και απλά...πώς να στο πω...» το ψάχνει ξανά.
«Δεν υπάρχει τελειότητα.» καταλήγει.
«Και δεν το ήξερα! Σου ορκίζομαι ότι δεν το ήξερα! Μετά, λοιπόν, από τόσα χρόνια προσπάθειας, έπιασα τον εαυτό μου να μην αναγνωρίζει τίποτα από όλα όσα ζούσα. Λες και όλα τα γραμμένα της ζωής μου, ήταν σε άλλη γλώσσα!» οι λέξεις μοιάζουν πια να είναι σωστές. Μήνες ολόκληρους περίμενε να είναι σωστές.
«Αυτό που ζούσα, ήταν μια Βαβέλ.» τραβάει την προσοχή της ακόμα περισσότερο. Στην κουζίνα για λίγο ακούγεται μόνο ο λεπτοδείκτης.
«Έχτιζα όλη μας τη ζωή με σκοπό να είναι το ιδανικό, το καλύτερο, το τέλειο! Ήθελα να είστε περήφανες για μένα! Και νόμιζα, ο γελοίος, ότι τα κατάφερα! Γιατί ποτέ δεν αντιμετώπισα ούτε μισή δυσκολία. Κι όταν το πρόβλημα ήρθε, δεν ήξερα πώς να το αντιμετωπίσω.» ανασηκώνει τους ώμους ανήμπορος να τα εξηγήσει καλύτερα.

«Η αδυναμία μου να αντισταθώ στο πάθος μου για την Claire, ήταν η τιμωρία μου για την αλαζονεία και την έπαρση που ένιωθα στην ιδέα ότι κατάφερα να φτιάξω μια ιδεατή οικογένεια.» πίνει μια γουλιά από το νερό μπροστά του.
«Οι χτίστες του πύργου της Βαβέλ σκορπίστηκαν και δεν κατάφεραν ποτέ να συνεννοηθούν μεταξύ τους. Η Πανδώρα κατέστρεψε τη ζωή της για ένα κουτί, ο Προμηθέας είχε κάθε μέρα έναν γύπα να του τρώει το συκώτι κι εγώ...» γυρνάει να την κοιτάξει. Μέσα της αναρωτιέται αν έχει δει ποτέ πιο κόκκινα τα μάτια του.
«εγώ θα πρέπει να ξυπνάω κάθε πρωί ξέροντας πως θα αντιμετωπίσω το μίσος σου για μένα!» αφήνει μια ανάσα. Του κάνει καλό που τα λέει. Και στους δύο κάνει καλό.

«Δεν σε μισώ...» λυγίζει. Κι αν μπορούσε να κλάψει, θα είχε σπαράξει αυτή τη στιγμή.
«μακάρι να σε μισούσα, αλλά δεν το κάνω.» τώρα ανασηκώνει κι αυτή τους ώμους. Παίρνει μια ανάσα.
«Μπαμπά...» αφήνει τον εαυτό της να το πει. Στη λέξη της σπαράζει αυτός. Κλαίει σαν μωρό, παρόλο που μέσα του ανθίζουν λουλούδια και ο ήλιος μοιάζει πολύ δυνατός. Τρέμει.
«με απογοήτευσες. Ήσουν...ήσουν ο άνδρας της ζωής μου και το ήξερες! Το ήξερες, που να με πάρει ο διάολος, ότι όλη μου η ύπαρξη ήταν στα χέρια σου! Είχα χτίσει όλα μου τα όνειρα γύρω από το πρόσωπο σου! Και τώρα αυτά τα όνειρα κάηκαν...» ψελλίζει με παράπονο.
«και μαζί τους κάηκα κι εγώ.»

Η καρδιά του πονάει αφάνταστα σε όσα του λέει. Έγινε αυτό που φοβόταν: έκανε το ίδιο του το παιδί να νιώθει τόσο άσχημα για εκείνον. Απλώνει το χέρι της αργά και του σκουπίζει δυο από τα δάκρυα που τρέχουν στα μάγουλα του. Πόσο πολύ τον αγαπάει, θεέ μου!

«Τι δουλειά είχε η Claire στη Βαβέλ σου, μπαμπά; Πού κολλούσε σε όλο αυτό;» παλεύει να καταλάβει. Δαγκώνει τα ούλα του για να σταματήσει πια να κλαίει. Δεν μπορεί να το ελέγξει. Το χέρι της είναι ακόμα στο επιμελώς ατημέλητο πρόσωπο του.

«Ένιωθα ότι μιλούσαμε την ίδια γλώσσα.» με ντροπή της παραδέχεται. Θα την πλήγωνε πολύ αυτό αν ένιωθε. Μα δεν νιώθει. Ο διακόπτης έχει γυρίσει καιρό τώρα. Οπότε απλά τον ακούει.
«Ήταν...ήταν κάτι περίεργα λαμπερό, κάτι ένδοξο που σαν από λάθος είχε βυθιστεί στη ματαιότητα! Κάτι που μέσα στο λάθος του έμοιαζε σωστό! Λες και μέσα στο χάος ασυνεννοησίας που επικρατούσε, εκείνη ήταν ο μόνος άνθρωπος που μπορούσα να καταλάβω! Μέσα σε μια ολόκληρη Βαβέλ, η Claire ήταν το Παρίσι μου· η πόλη του φωτός μου!» τρίβει τα μάτια του. Αισθάνεται εξαντλημένος.
«Και στα τριάντα-εννιά χρόνια της ζωής μου, δεν έχω μισήσει τίποτα, όσο αυτό το συναίσθημα.» τρίβει τα χέρια του στις γκρι του πιτζάμες. Δαγκώνει τα χείλη της με θλίψη.

«Ξεγέλασες τους ουρανούς με ξόρκια μαύρη φλόγα. Πως η ζωή χαρίζεται χωρίς ν' ανατραπεί! Κι όλα τα λόγια των τρελών που ήταν δικά μας λόγια, τα μάγευες με φάρμακα στην άσωτη σιωπή...» με φωνή βραχνή, ψυχολογία στον πάτο και ηθικό τσακισμένο, αρχίζει και τραγουδάει σιγανά μα σταθερά, τον «Άμλετ της Σελήνης». Ο Πέτρος μένει να την κοιτάει αποκαρδιωμένος.
«Πενθούσες με τους έρωτες γυμνός και μεθυσμένος! Γιατί με τους αθάνατους είχες λογαριασμούς... Τις άριες μιας όπερας τραύλιζες νικημένος! Μιας επαρχίας μαθητής μπροστά σε δυο χρησμούς.» τον κοιτάει βαθιά στα γαλαζοπράσινα μάτια του που, αν και θυμίζουν όαση έχουν ανάψει πυρκαγιές αυτόν τον έναν χρόνο. Η φωνή της γαληνεύει την ψυχή του.
«Τι ζήλεψες, τι τα 'θελες τα ένδοξα Παρίσια; Έτσι κι αλλιώς ο κόσμος πια παντού είναι τεκές! Διεκδικούσες θαύματα που δίνουν τα χασίσια! Και παραισθήσεις όσων ζουν μέσα στις φυλακές...» όταν σταματήσει, απλώς κοιτιούνται για δυο δευτερόλεπτα προτού η Αυγή λυγίσει και πέσει στην αγκαλιά του.

«Ψυχή μου...γλυκό μου κορίτσι! Λυπάμαι τόσο πολύ...τόσο, μα τόσο πολύ!» τη σφίγγει πάνω του, φιλώντας σαν τρελός το μέτωπο της. Χαϊδεύει τα μαλλιά της. Την κουνάει απαλά μπρος και πίσω σαν να τη νανουρίζει, σχεδόν όπως εκείνο το απόγευμα που την καθησύχασε στο δωμάτιο της πως όλα θα πάνε καλά, πως τίποτα δεν θα χαλάσει την καινούρια τους ζωή. Και κλαίει ξανά. Κλαίει πολύ. Γιατί ο ίδιος κλώτσησε τον πύργο και κατέρρευσε, όπως καθετί χάρτινο. Κι από την άλλη, η Αυγή πιέζεται πάρα πολύ να κλάψει, να αφήσει τον εαυτό της ελεύθερο μα όχι!

Κανένα δάκρυ δεν κυλάει στο μάγουλο της. Γιατί, πώς να βγάλεις από μέσα σου με κλάμα κάτι που αισθάνεσαι, όταν δεν αισθάνεσαι;

Και μια βραδιά που ντύθηκες ο Άμλετ της Σελήνης...

«Τι λες;» απομακρύνεται πρώτη.
«Μας χωράει και τους δύο ο καναπές;» αναρωτιέται μ' ένα μικρό χαμόγελο. Έχει μεγάλη ανάγκη να μείνει στην αγκαλιά του απόψε. Το χαμόγελο του λάμπει όσο ποτέ και φωτίζει την μισο-σκότεινη κουζίνα.

«Εννοείται μας χωράει.» αφήνει ένα τρυφερό φιλί στο μέτωπο της. Σηκώνεται από την θέση του και σκουπίζοντας τα μάτια του βγαίνουν από την κουζίνα. Πατάει το διακόπτη, σβήνει το φως. Περπατούν αργά μέχρι το σαλόνι με τη βοήθεια του χαμηλού φωτισμού του μικρού χωλ.

Έσβησες μ' ένα φύσημα τα φώτα της σκηνής...

Ξαπλώνουν στον καναπέ και σκεπάζονται με την μπλε κουβέρτα που η Θάλεια του έχει δώσει να σκεπάζεται. Απόψε το βράδυ θα κοιμηθούν πιο ήσυχα όσο ποτέ αυτόν έναν χρόνο. Κανένας εφιάλτης, κανένας δυνατός πόνος δεν θα τους ενοχλήσει για το υπόλοιπο της νύχτας. Λες και βρήκαν μετά από καιρό το καταφύγιο τους.

Και μονολόγους άρχισες κι αινίγματα να λύνεις, μιας τέχνης και μιας εποχής παλιάς και σκοτεινής!

Το μόνο που ακούγεται στο ήσυχο σαλόνι είναι ο δείκτης του μεγάλου ρολογιού στον απέναντι τοίχο που, σαν από λάθος, γυρίζει προς τα πίσω. Μόνο προς τα πίσω. Πάντα προς τα πίσω. Γιατί, δυστυχώς, ο Πέτρος είναι καταδικασμένος·

Έξι...

Η Βαβέλ του, θα μείνει για πάντα ημιτελής.

Τι ζήλεψες, τι τα 'θελες τα ένδοξα Παρίσια...


























Γειά σας κοτοπουλάκια μου!🐥

Τι κάνετε; Πώς είστε;
Ελπίζω καλά!

Πείτε μου τα νέα σας! Εγώ έφτιαξα επιτέλους τα χαρτιά μου κι αν όλα πάνε καλά, από βδομάδα ξεκινάω πρακτική. Δεν ξέρω πού θα τις βρω τις έξτρα ώρες στη μέρα μου, αλήθεια😂.

Πάμε στο κεφάλαιο;

Δύο σκηνές μόνο αλλά τι σκηνές...είχα όρεξη πάλι!

Η Αυγή συγχώρεσε την Claire. Και πολύ καλά έκανε, αν με ρωτάτε. Καλό δικό της έκανε.

Και επίσης, μίλησε -επιτέλους- με τον Πέτρο. Κι αυτό, ήταν το χαιλαιτ του κεφαλαίου! Δεν ξέρω για εσάς, αλλά εγώ τη λάτρεψα αυτή τη σκηνή! Αλήθεια την λάτρεψα!

Ήταν ένα σχετικά μικρό κεφάλαιο, αλλά οπλιστείτε με δύναμη και υπομονή γιατί αυτό που ακολουθεί δεν το περιμένετε. Είναι από αυτά τα πράγματα που ποτέ καμία δεν μου τα σχολίασε ότι μπορεί να γίνουν.

Στα όρια, φίλες μου. Στα όρια.

Τι πιστεύετε ότι θα γίνει;

Αααυτααααα.

Αν σας άρεσε το κεφάλαιο ψηφίστε και σχολιάστε.

Αντιιιοοοοοςςςςς🥰🍟.

-Δέσπ.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro