Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

92. Να (σου) ανήκεις.

~Ξέρετε, μεγαλώνουμε όλοι σε αυτή τη ζωή με πεποιθήσεις τις οποίες καλούμαστε να επαληθεύσουμε στα χρόνια που έρχονται. Μια από αυτές τις πεποιθήσεις, ιδιαίτερα οι γυναίκες, πρωτίστως οι γυναίκες κουβαλάμε...είναι η πεποίθηση του «ανήκειν».

Να ανήκεις σε κάποιον.

Πρώτα, άνηκες στον πατέρα σου, μετά αρχίζεις να μοιάζεις στης μάνας σου που άνηκε στον πατέρα της και ύστερα στον πατέρα σου. Κι αυτόν τον κύκλο τον συνεχίζεις και ανήκεις στον άνδρα σου, στο αφεντικό σου.

Στους άλλους.

Πέρασαν δέκα χρόνια για μπορέσω να ακούσω -πραγματικά να ακούσω- τις φωνές των γυναικών, αλλά και όλων των ανθρώπων, που σε αυτόν τον φαύλο κύκλο λένε στοπ. Και προσπαθούν να αλλάξουν αυτόν τον γαμημένο κύκλο.

Το επόμενο τραγούδι είναι για όλες τις «δεμένες», για όλους τους «δεμένους», που ουρλιάζουν δυνατά και θα ουρλιάζουν αέναα αν χρειαστεί:

«Ανήκω μόνο στον εαυτό μου. Ρ Ε !».~

•Νατάσσα Μποφίλιου (από τη συναυλία της στο Βεάκειο Θέατρο, στην Αθήνα).

--------------------------------------------------------------

«Διεκδικώ μονάχα ένα φιλί, αφού η αγάπη μου είναι καταδικασμένη... Είναι τα χείλη σου μια μόνιμη απειλή, διεκδικώ μονάχα ένα φιλί!»

•Στίχοι: Χάρης Ρώμας.
Μουσική: Ζωή Τηγανούρια.
Ερμηνεύει ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου (από τη σειρά «Δεληγιάννειο Παρθεναγωγείο»).

Τριτοπρόσωπη αφήγηση.

Πέμπτη, 2 Σεπτεμβρίου 2021.
359/367 μέρες.

Αδειάζει το περιεχόμενο του στομάχου της στο παχύ χάρτινο κύπελο που οι γιατροί της έδωσαν. Πονάει στομάχι της. Η Θάλεια της κρατάει τα μαλλιά όσο την έχει στην αγκαλιά της, ενώ ο Lucas έχει τρέξει μέχρι τη γραμματεία του ορόφου, ώστε να ρωτήσει αν μπορούν να της δώσουν κάτι για να ηρεμήσει. Ένας μήνας πέρασε, κι ακόμα πηγαίνει σε κάθε θεραπεία. Τους έχει διαψεύσει όλους, ακόμα και την ίδια την Αυγή. Ακόμα και τον εαυτό του.

«Δεν κάνει να πάρει κάτι!» μπαίνει μέσα ταραγμένος. Τη φωνή του καλύπτει εκείνη, που συνεχίζει να βγάζει τα μέσα της. Παγώνει για λίγο στον αηδιαστικό ήχο, μα δεν το σκέφτεται παραπάνω.
«Λένε ότι σε λίγο θα σταματήσει, αν όχι τότε θα της δώσουν!» πλησιάζει περισσότερο και κάθεται δίπλα της. Εκείνη, εξαντλημένη, σκουπίζει τα χείλη της με μια πετσέτα και κουρνιάζει δίπλα του. Την αγκαλιάζει προστατευτικά, ενώ της αφήνει ένα φιλάκι στο μέτωπο της που καίγεται από το ζόρι. Την αγαπάει. Όσο τίποτα άλλο.

«Μάλλον σταμάτησε.» την ακούνε να μουρμουρίζει, χωμένη ακόμα στην αγκαλιά του. Ανταλλάσσουν ένα βλέμμα θλίψης στην κούραση της. Η ζωή είναι πολύ άδικη.
«Θέλω να ξαπλώσω λιγάκι.» ζητάει, καθώς τραβάει ήδη τα νοσοκομειακά σκεπάσματα από την κορυφή του κρεβατιού. Υπάρχει μόνο ένα πράγμα που στροβιλίζει στο μυαλό της αυτή τη στιγμή. Και την ηρεμεί παραδόξως.

«Ξάπλωσε, αγάπη μου.» τη βοηθάει να σκεπαστεί, χαϊδεύοντας τα μαλλιά της. Τα μάτια της κλείνουν σχεδόν αμέσως.
«Κυρία Θάλεια κι εσείς. Νομίζω θα είναι καλύτερο να γυρίσετε σπίτι, έστω για ένα μισάωρο. Να κάνετε ένα μπάνιο ή να φάτε κάτι. Δεν θα αντέξετε τόσες ώρες έτσι.» προτείνει με ειλικρίνεια, μα το βλέμμα που του ρίχνει του δίνει την απάντηση προτού μιλήσει. Κουνάει το κεφάλι αρνητικά.
«Θα καθίσω εγώ μαζί της, σας παρακαλώ! Δεν θα την βοηθήσετε αν καταρρεύσετε!» δεν τα παρατάει. Προσπαθεί ακόμα να την πείσει. Η Αυγή δεν τους ακούει πια, έχει αποκοιμηθεί.

Αφήνει μια ανάσα κουρασμένη. Του κάνει νόημα να βγουν έξω και, κάπως απρόθυμα, υπακούει. Χαμηλώνουν το φωτισμό, ενώ μισοκλείνουν την πορτοκαλί πόρτα. Τόσο όσο. Κάθεται στις καρέκλες έξω από το δωμάτιο και τη μιμείται σιωπηλά.

«Δεν μπορώ να φύγω και να την αφήσω! Ούτε για ένα μισάωρο. Απλά δεν μπορώ. Φοβάμαι ότι σε αυτό το μισάωρο θα χαλάσει ο κόσμος! Τον τελευταίο καιρό ειδικά, τη θέλω κολλημένη πάνω μου.» του παραδέχεται, τρίβοντας τα μάτια της κουρασμένη. Δεν μιλάει. Δεν μπορεί ούτε να διανοηθεί πόσο δύσκολο είναι όλο αυτό γι' αυτή τη γυναίκα.
«Οπότε, την επόμενη φορά που θα μου πεις να φύγω μπροστά της, θα σε βαρέσω. Κατανοητό;» υψώνει το φρύδι μ' ένα μειδίαμα και τον κάνει να γελάσει. Αφήνει κι αυτός μια ανάσα.

«Απόλυτα!» σηκώνεται από την καρέκλα.
«Πάω να κάνω ένα τσιγάρο.» βάζει τη ζακέτα του με την ελπίδα να σταματήσει το τρέμουλο. Έχει τρεις μήνες καθαρός, μα δεν τον νοιάζει. Είναι για την Αυγή. Όλα για την Αυγή.
«Αν γίνει κάτι τον αριθμό μου τον έχετε. Να μου τηλεφωνήσετε αμέσως, εντάξει;» ζητάει.

«Εντάξει, πήγαινε.» πιάνει τα σγουρά μαλλιά της σ' έναν ψηλό κότσο, τεντώνοντας το κορμί της. Λίγα δευτερόλεπτα μετά, εξαφανίζεται από το οπτικό της πεδίο.

Όταν επιστρέψει, περίπου δεκαπέντε λεπτά αργότερα, της χαμογελάει ευγενικά. Στα χέρια του κρατάει μια διαφανή σακούλα που μέσα έχει ένα σάντουιτς, δύο ποτήρια καφέ κι ένα μπουκαλάκι νερό. Τα αφήνει στην καρέκλα δίπλα της με νόημα. Απορημένη, ανοίγει τη σακούλα και κοιτάει το περιεχόμενο. Πασχίζει να μη χαμογελάσει στην γλυκιά του κίνηση και, κάπως, μπορεί να καταλάβει τους λόγους που η μικρή της τον αγαπάει. Αν μη τι άλλο, κι εκείνος δείχνει να τη νοιάζεται. Και το κάνει. Πολύ.

«Δεν θέλετε να φύγετε; Εντάξει, μην το κάνετε! Αν καθίσετε, όμως, θα φάτε έστω! Κατανοητό;» μιμείται το υφάκι που είχε προηγουμένως εκείνη και κάτι στον τρόπο του δεν την αφήνει να συγκρατηθεί, του χαμογελάει πλατιά. Πιάνει το σάντουιτς από τη σακούλα, καθώς το ανοίγει.

«Απόλυτα.» γνέφει θετικά. Κάθεται δίπλα της πιάνοντας τον καφέ του. Κοιτούν το κενό αμίλητοι, όσο ο κρίκος που τους δένει κοιμάται μέσα στο δωμάτιο. Δεν το ξέρουν ακόμα, μα η σχέση που πρόκειται να αποκτήσουν θα τους βοηθήσει να σταθούν στα πόδια τους. Θα διώξει τις ενοχές της Θάλειας, και θα σώσει τη ζωή του Lucas. Δεν το ξέρουν ακόμα, μα η κοπέλα που ξεκουράζεται στο δωμάτιο, άθελά της, τους έχει δέσει.

Και δεν πρόκειται να τους λύσει.

(...)

Παρασκευή, 3 Σεπτεμβρίου 2021.
360/367 μέρες.

Σέρνει τα χείλη του από τη βάση του λαιμού της μέχρι το γυμνό της στήθος αργά, όσο εκείνη τρέμει από κάτω του σε μια προσπάθεια να ηρεμήσει από τον οργασμό που της έφερε. Ο τρόπος που το στήθος της ανεβοκατεβαίνει, το κορμί της που τρέμει κάτω από το άγγιγμα του, τα χείλη της που τόσο ωραία ταιριάζουν με τα δικά του! Όλα αυτά του επιβεβαιώνουν αυτό που ήδη ξέρει, από την πρώτη κιόλας στιγμή!

Είναι η μία.

«Πόσο πολύ λατρεύω το κορμί σου!» ψιθυρίζει πάνω στα χείλη της. Τη νιώθει που χαμογελάει και η καρδιά του φτερουγίζει χωρίς σταματημό από ευτυχία! Μπλέκει τα δάχτυλα της μέσα στα μαύρα μαλλιά του και κοιτάει το τέλος της, που βρίσκεται στα μάτια του. Ανασηκώνεται και του δαγκώνει με έρωτα το κάτω χείλος. Τον ακούει που γελάει.
«Αγριέψαμε, γουρουνάκι;» την κοροϊδεύει, μα δεν την αφήνει να απαντήσει. Χώνει τη γλώσσα του στο στόμα της. Αγαπάει να τη φιλάει.
«Πού είναι η κοπέλα που γνώρισα;» της κλείνει το μάτι με νόημα, χωρίς να σκέφτεται πόσο σοβαρή είναι στ' αλήθεια η ερώτηση του.

'Κοίτα στον καθρέφτη σου, και θα τη δεις.' θέλει να του πει.

«Ψάξε, ψάξε! Δεν θα τη βρεις!» απαντάει τελικά. Και το παίρνει για αστείο, γιατί γελάει ξανά. Θέλει να κουνήσει το κεφάλι αποδοκιμαστικά. Τη φιλάει ξανά.
«Lucas» τον σπρώχνει απαλά.
«πρέπει να σηκωθούμε.» και με αυτή την φράση, κλειδώνει τόσο χέρια όσο και τα πόδια του γύρω από το κορμί της. Της προκαλεί γέλιο. Κάνει σαν πεισματάρικο παιδί.

«Όχι!» κρύβει το κεφάλι του στο λαιμό της.
«Δεν θέλω να σε αφήσω ακόμα! Σε θέλω μαζί μου όλη την ώρα! Να σε νιώθω δική μου!» επίτηδες επιλέγει αυτές τις λέξεις. Δυσανασχετεί. Τον σπρώχνει μακριά. Την ενοχλεί όταν το κάνει αυτό. Υποσχέθηκε ότι δεν θέλει κάτι παραπάνω. Το δέχτηκε! Το δέχτηκε χωρίς να τον πιέσει!

«Δεν είμαι κτήμα.» κάνει να σηκωθεί μα την τραβάει πίσω στον καναπέ. Δεν μπαίνει στον κόπο να του κρύψει πόσο δεν τον αντέχει όταν κάνει έτσι. Κι από την άλλη, ούτε εκείνος μπαίνει στον κόπο να της κρύψει πόσο τη θέλει ξανά δική του. Να μπορεί να τη φιλάει όποτε θέλει. Να βγαίνουν για καφέ, να περνούν χρόνο μαζί! Όχι απλά να βρίσκονται ερωτικά. Δεν του φτάνει μόνο αυτό.

«Κανείς δεν είπε ότι είσαι κτήμα.» προσπαθεί μάταια να την ηρεμήσει, περνώντας της μια τούφα πίσω από το αυτί. Απομακρύνεται από το άγγιγμα του.

«Το είπες εσύ. Τι πάει να πει «δική μου», Lucas; Γιατί δική σου, δική του, δική τους; Γιατί πρέπει να ανήκω σε σένα;» τεντώνεται και πιάνει τον καπνό του. Του τον πετάει, ζητώντας σιωπηλά να της στρίψει ένα τσιγάρο. Τον πιάνει και τον αφήνει πάλι πίσω στο τραπεζάκι.

«Και σε ποιον να ανήκεις;» ήδη θυμωμένος της απαντάει. Έχει χάσει το νόημα της συζήτησης προτού καν αυτή αρχίσει. Το πρόσωπο της κοκκινίζει.

'Θα τον σκοτώσω!'

«Σε κανέναν!» τινάζει το πόδι της και κλωτσάει το τραπεζάκι, που πηγαίνει λίγα μετά πιο πίσω. Αφήνει μια ανάσα ανακούφισης στα λόγια της.
«Έχω βαρεθεί να με θεωρείς κτήμα σου. Έχω βαρεθεί να νομίζεις πως ό,τι κι αν κάνεις, όπως κι αν φερθείς θα επιστρέφω σε σένα πάντα!» πετάει την κουβέρτα από πάνω της και σηκώνεται από τον καναπέ, πλησιάζοντας το ψυγείο. Είναι ακόμα γυμνή.

«Μα επιστρέφεις πάντα!» τώρα σηκώνεται κι αυτός από τον καναπέ. Της λέει το προφανές, κάτι που της προκαλεί νευρικό γέλιο. Πιάνει μια pepsi λεμόνι και την ανοίγει βιαστικά.
«Σκέψου τι έχουμε περάσει μέχρι τώρα και είσαι ακόμα εδώ! Γιατί μένεις; Θα σου πω εγώ γιατί μένεις. Γιατί παρά τα όσα έγιναν συνεχίζεις να με αγαπάς και να είσαι ερωτευμένη μαζί μου! Και γιατί κι εγώ νιώθω τα ίδια ακριβώς για σένα!» επιμένει να πιστεύει αυτά που θέλει κοιτώντας την μέσα στα μάτια χωρίς φόβο και, δυστυχώς για την Αυγή, δεν είναι τόσο λάθος.

«ΔΕΝ ΈΧΩ ΚΑΡΔΙΆ ΓΙΑ ΝΑ ΝΙΏΣΩ ΌΣΑ ΛΕΣ, LUCAS! ΑΥΤΉ ΕΊΝΑΙ Η ΔΙΑΦΟΡΆ ΜΑΣ! ΑΥΤΆ ΠΟΥ ΈΓΙΝΑΝ ΕΣΈΝΑ ΣΕ ΠΛΉΓΩΣΑΝ, ΌΜΩΣ ΕΜΈΝΑ ΜΕ ΤΕΡΜΆΤΙΣΑΝ!» ουρλιάζει θυμωμένη. Την πιέζει. Δεν της αρέσει που την πιέζει. Μα ποιος νομίζει ότι είναι, έτσι κι αλλιώς;
«Και ξέρεις κάτι; Αυτό που με τσακίζει περισσότερο απ' όλα είναι ότι, νομίζεις πως θα γυρνάω επειδή εγώ σου έχω δείξει ότι θα το κάνω, ακόμα κι αν δεν θέλω να το κάνω!» μιλάει πάρα πολύ γρήγορα, μη έχοντας καμία διάθεση να περπατήσει πάνω-κάτω όσο συνήθως. Ακούει το στιγμιαίο γέλιο της και απορεί.
«Χριστέ μου, πόσο κακό έχω κάνει στον εαυτό μου;!» πίνει απλά μια γουλιά από την pepsi στη συνειδητοποίηση. Για λίγο πέφτει σιωπή στην γκαρσονιέρα.

«Εντάξει, συγγνώμη. Έχεις δίκιο.» κατεβάζει απότομα τους τόνους. Υψώνει το φρύδι, καθώς σταυρώνει τα χέρια στο στήθος της.

«Συνέχισε.»

«Έχεις δίκιο σε όσα λες. Δεν θέλω να μου ανήκεις, θέλω να στέκεσαι δίπλα μου από επιλογή!» για λίγο την πείθει ότι τα πιστεύει, μέχρι που συνεχίζει.
«Αλλά αυτό δεν συμβαίνει.» το ύφος της σοβαρεύει απότομα και το χαμόγελο του τον κάνει να φαίνεται ακόμα πιο γελοίο στα μάτια της. Τα χέρια της λύνονται. Κάνει ένα βήμα προς το μέρος της.
«Γιατί εμείς, μωρό μου, είμαστε ευλογημένοι μέσα στην καταδίκη μας να γυρνάμε πάντα εδώ. Ο ένας στον άλλον. Γιατί περάσαμε έναν χρόνο δυστυχίας με μόνη πηγή χαράς τις στιγμές μας κι αυτά που νιώθουμε. Είμαστε δεμένοι, Αυγή μου. Δεν μπορούμε να χωρίσουμε. Δεν υπάρχει τρόπος να το κάνουμε!» σχεδόν γελάει όταν το λέει. Και είναι απίστευτο το γεγονός ότι όσο αυτός χαίρεται, εκείνη ασφυκτιά. Τρίβει το μέτωπο της.

«Εγώ αυτό το δέσιμο θα το σπάσω, Lucas!» το λέει με τέτοια ηρεμία, που δεν είναι σίγουρος αν το εννοεί ή όχι.
«Σε έχω μόνο για την καύλα. Αποδέξου το και πάμε παρακάτω!» απαιτεί χαλαρή. Εξακολουθεί να στέκεται γυμνή μπροστά του. Θα πληγωνόταν, αλλά κάτι μέσα του δεν την πιστεύει ούτε λίγο. Της χαμογελάει πάλι. Της φέρεται σαν να είναι τρελή. Σαν να μην ξέρει η ίδια τι θέλει, παρόλο που είναι η πρώτη φορά που ξέρει ακριβώς τι θέλει. Και θα κάνει τα πάντα για να το καταφέρει.

Τα πάντα.

«Γιατί να μην το προσπαθήσουμε μια τελευταία φορά;»

«Γιατί δεν σε εμπιστεύομαι.» η ερώτηση του ήταν η σκανδάλη και η απάντηση της η σφαίρα. Δεν χρειάστηκε περισσότερο χρόνο να το σκεφτεί.
«Αυτή είναι η αλήθεια, Lucas. Δεν σε εμπιστεύομαι. Τώρα που δεν έχουμε κάτι κάνεις τα πάντα για να με κερδίσεις. Δέχεσαι κάθε μου απαίτηση, βρίσκεσαι μόνιμα στο νοσοκομείο, μένεις καθαρός. Όλα για να μου αποδείξεις ότι σου αξίζει μια ακόμα ευκαιρία.» τοποθετεί τη μια λέξη δίπλα στην άλλη σαν κομμάτια παζλ, που σιγά-σιγά σου παρουσιάζουν την εικόνα που κρύβεται πίσω τους. Την ακούει με προσοχή. Δεν κάνει όλα αυτά για να τον συγχωρήσει, μα δεν την διακόπτει. Για πρώτη φορά ίσως.

«Μα όταν, επιτέλους, το φρούριο πέσει και παραδοθώ στα χέρια σου με βαριέσαι. Και η νίκη σου δεν σου αρκεί, ούτε το έπαθλο σου. Και κάνεις τα πάντα από την αρχή: ναρκωτικά, εγκατάλειψη, απιστία.» τον ξέρει τόσο καλά πια. Μπορεί να προβλέψει τις αντιδράσεις του, προτού εκείνος τις σκεφτεί. Και την τρομάζει αυτό.
«Με πουλάς με την πρώτη ευκαιρία. Μην απορείς, λοιπόν, που ούτε σε εμπιστεύομαι, ούτε θέλω να είμαστε ζευγάρι. Γιατί δεν υπήρξε κι ούτε πρόκειται να υπάρξει ποτέ το «εμείς». Υπάρχει μόνο το «εσύ» και το «εγώ». Το εγώ σου.» δεν φοβάται να τον κοιτάξει. Άλλωστε, τα μάτια της πια δεν είναι παρά ένας καθρέφτης.

«Δεν με εμπιστεύεσαι.» σχεδόν τη χλευάζει. Περνάει τα χέρια του μέσα από τα μαλλιά του με άνεση. Κάνει κι άλλο βήμα προς το μέρος της. Χαμογελάει.
«Μωρό μου, σε έχω γυμνή στο κρεβάτι μου!» αν δεν την κοιτούσε αθώα, θα πιστεύει ότι το λέει τόσο αλαζονικά όσο ακούγεται. Είναι πολύ αφελής για να συνειδητοποιήσει πως το σεξ και ό,τι συνδέεται με αυτό, δεν έχει την ίδια σημασία που είχε κάποτε για την κοπέλα μπροστά του.

Οπότε, τώρα κάνει αυτή ένα βήμα πιο κοντά του, κλείνοντας την απόσταση μεταξύ τους. Του γελάει με διασκέδαση· πραγματικά διασκέδαση, καθώς περνάει τα χέρια της γύρω από τον αυχένα του. Και για ακόμα μια φορά, δεν παρατηρεί την εναλλαγή στη διάθεσή της. Χαϊδεύει αχνά τα χείλη του με τα δικά της. Του δίνει την ψευδαίσθηση ότι την κόλλησε στον τοίχο, λίγα δευτερόλεπτα προτού τελικά δαγκώσει τα χείλη και ψελλίσει: «Δεν είσαι ο μόνος».

Χλωμιάζει. Οι ώμοι του πέφτουν απότομα μαζί με το χαμόγελο του, τα μάτια του βαθαίνουν. Ολόκληρη η όψη του σπάει μπροστά της σε αυτό που ακούει. Τη σπρώχνει μακριά. Η πλάτη της χτυπάει στη βιβλιοθήκη του και μερικά χαρτιά πέφτουν από ένα ράφι. Είναι σίγουρη πως απέκτησε σημάδι, μα τα φάρμακα την έχουν μουδιάσει τόσο που δεν το ένιωσε καν. Οι γροθιές του σφίγγουν τόσο που φοβάται μην της κάνει κακό. Όχι η Αυγή. Ο Lucas. Ο Lucas φοβάται μην της κάνει κακό.

«Τι είπες;» δεν αναπνέει. Τον κοιτάει ανέκφραστη. Κανένα συναίσθημα.
«ΤΙ. ΕΊΠΕΣ;» την πιάνει βίαια από το λαιμό και την ταρακουνάει. Περιμένει σαν τρελός να τον διαψεύσει, μα δεν το κάνει ποτέ. Απλά χαμογελάει με υψωμένο φρύδι. Φαίνεται σαν να τον κοροϊδεύει. Και σαν θυμηθεί τα λόγια της την αφήνει πάλι. Νιώθει μια αηδία.
«Δεν...» κάνει μια στροφή γύρω από τον εαυτό του. Τραβάει τα μαλλιά του. Η γκαρσονιέρα δεν τον χωράει ξαφνικά.
«Με έχεις να σε παρακαλάω. Να μη σου χαλάω χατίρι. Να λιώνω κάθε φορά που με κοιτάς, Αυγή! Να θέλω μόνο να ικανοποιήσω εσένα με ό,τι κάνουμε χωρίς να με νοιάζει ούτε στο λίγο ο γαμω-εαυτός μου και έρχεσαι και μου λες ότι, τι; Ότι πηδιέσαι με άλλους;» γελάει νευρικά και ο δυνατός του τόνος της προκαλεί πονοκέφαλο. Πιο πολύ του τη δίνει η αναισθησία της. Του γελάει. Πώς γίνεται να του γελάει;

«Αρχικά, ηρέμησε τον τόνο σου.» η φράση αυτή από μόνη της τον εκνευρίζει, πόσο μάλλον σε συνδυασμό με τον άνετο βηματισμό της μέχρι το σκαμπό και το πουφ, όπου είναι πεταμένα τα ρούχα της.
«Δεύτερον, δεν καταλαβαίνω την έκρηξη σου!» αρχίζει να ντύνεται. Κι όσο κοιτάει το κορμί της θέλει να κλάψει στη σκέψη ότι υπάρχει άνδρας πάνω σε αυτόν τον πλανήτη που την αγγίζει όπως ο ίδιος. Να κλάψει και να τον θάψει στην πίσω αυλή του σπιτιού της.
«Δεν υποσχέθηκα αποκλειστικότητα, ή οτιδήποτε άλλο. Έχω κάποιες ανάγκες κι εσύ μου τις καλύπτεις και τρίτον, όχι ότι σε αφορά, αλλά δεν πηδιέμαι.» δένει την μαύρη φόρμα της. Ήθελε να βάλει μια άσπρη -δώρο της Αλεξάνδρας-, αλλά φοβήθηκε μην την πιάσει αιμορραγία. Η μαύρη ήταν μονόδρομος.

«Κορίτσι μου, ακούς τι λες; ΔΕΝ ΜΠΟΡΏ ΝΑ ΣΕ ΜΟΙΡΆΖΟΜΑΙ, ΔΕΝ ΤΟ ΑΝΤΈΧΩ! ΔΕΝ ΤΟ ΚΑΤΑΛΑΒΑΊΝΕΙΣ;» για λίγο σκέφτεται την πιθανότητα να του λέει ψέματα απλά για να τον θυμώσει, μα δεν θα το έκανε. Δεν έχει λόγο να το κάνει. Και το ξέρει.

«Εδώ σε μοιραζόμουν εγώ με τη Sonia όσο είχαμε σχέση, αυτό σε πείραξε;» περνάει τη μπλούζα πάνω από το κεφάλι της, ψάχνοντας με τη ματιά της το κινητό της. Όταν βρίσκει, το πιάνει στα χέρια της και απαντάει σε ένα μήνυμα του Aaron. Χαμογελάει όταν διαβάζει πως θέλει να τη δει. Εκείνος τρελαίνεται στη σκέψη ότι κάποιος άλλος προκαλεί το χαμόγελο της.
«Αποδέξου το και πάμε παρακάτω!» ανασηκώνει τους ώμους χωρίς εκνευρισμό, σε αντίθεση με τον Lucas που το σαγόνι του τρέμει από τη σύγχυση. Τρίζει τα δόντια.

«Άντε γαμήσου!» κλωτσάει το πουφ και κοπανάει την πόρτα του μπάνιου, κλειδώνοντας τον εαυτό του μέσα. Γελάει διασκεδασμένη

'Αωω!' μέχρι και στη σκέψη της τον κοροϊδεύει.

Πλησιάζει τα χαρτιά που προηγουμένως έριξε. Βλέπει και πάλι κάπου το όνομα της, βλέπει και το δικό του. Αυτή τη φορά δεν δίνει σημασία. Μακάρι να έδινε. Θα καταλάβαινε αν έδινε. Τα μαζεύει και τα βάζει στη θέση τους, μα το κρύο σίδερο που αγγίζει το δέρμα της την ανατριχιάζει. Με απορία, τυλίγει τα δάχτυλα της γύρω του και το τραβάει έξω. Σαστίζει όταν το συνειδητοποιήσει· κρατάει όπλο. Τα μάτια της αστράφτουν. Η παλιά Αυγή θα είχε φρικάρει, μα η καινούργια, αυτή η τόσο κακή και αναίσθητη εκδοχή του εαυτού της γοητεύεται, εκστασιάζεται. Το χαϊδεύει απαλά, το περιεργάζεται. Της φαίνεται όμορφο· τόσο επικίνδυνα όμορφο! Το κρατάει σταθερά με τα δυο της χέρια, στοχεύοντας προς την πόρτα του μπάνιου.

Οπότε, όταν ο Lucas καταφέρει να πείσει τον εαυτό του να δείχνει ότι δεν τον πειράζει τόσο που η Αυγή βρίσκεται και με άλλους και ανοίξει την πόρτα, το πρώτο πράγμα που αντικρίζει είναι η κάννη του όπλου που στοχεύει εκείνον. Παγώνει ολόκληρος. Υψώνει τα χέρια αμυντικά αυτόματα.

«Γειά σου.» τον χαιρετάει με χαμόγελο. Αφήνει μια τρεμάμενη ανάσα.

«Άσε το όπλο κάτω.» είναι το μόνο που λέει. Γελάει τόσο αθώα, που νιώθει πως μπροστά του στέκεται ο διάβολος μεταμορφωμένος.
«Άσε το. Δεν ξέρεις από όπλα. Θα γίνει κάνα ατύχημα.» ζητάει ξανά. Το χαμόγελο της μεγαλώνει τόσο, που χρειάζεται να δαγκώσει τα χείλη για να το σταματήσει. Της φαίνεται στ' αλήθεια αστείο.

«Εκτός κι αν δεν είναι ατύχημα!» ανασηκώνει τους ώμους, ρίχνοντας ακόμα το όπλο προς το μέρος του. Δεν έχει χτυπήσει ποτέ περισσότερο η καρδιά του από αυτή την στιγμή. Ούτε όταν την γνώρισε. Ούτε όταν έμαθε να την ερωτεύεται/ αγαπάει/ προσέχει/ μισεί. Και τα λόγια της τον πονούν, τι ειρωνεία, σαν σφαίρα που καίει το δέρμα του. Πιέζει τα χείλη σε μια ευθεία γραμμή.

«Πού το βρήκες;»

«Εκεί που το έκρυψες.» κουνάει το κεφάλι αποδοκιμαστικά στη χαζή του ερώτηση. Το χλωμό του πρόσωπο την κάνει να αισθάνεται περίεργα. Το χέρι της καίει. Την φοβάται. Και είναι ίσως η πρώτη φορά.
«Τι θα γίνει αν πατήσω την σκανδάλη;» τον κοιτάει στα μάτια όσο κάνει αυτή την ερώτηση. Τόσο αθώα κι ανέμελα. Μα, ταυτόχρονα, τόσο θανατηφόρα. Ο λαιμός του ξεραίνεται απότομα.

«Με λίγη καλή τύχη θα αστοχήσεις.» μουρμουρίζει μέσα από τα δόντια του. Νιώθει να ιδρώνει. Οριακά τρέμει. Αλλά είναι η Αυγή. Η Αυγή του. Η Αυγή του δεν θα του έκανε ποτέ κακό, σωστά; Το χέρι της σταθεροποιείται ακόμα περισσότερο, κοιτώντας απευθείας προς το στήθος του. Καταπίνει αργά σε αυτό.

«Κι αν δεν αστοχήσω;» επιμένει. Κατεβάζει τα χέρια του αργά, σαν να παραιτείται.

«Θα σταματήσει η καρδιά μου.» τα μάτια του βουρκώνουν, τη στιγμή που τα δικά της γεμίζουν από ικανοποίηση. Δεν μπορεί να είναι αυτή η τελευταία του μέρα στη γη. Δεν γίνεται να τελειώσει έτσι. Κι αν τελειώσει, γιατί δεν βλέπει τίποτα; Γιατί δεν βλέπει τη ζωή του να περνάει σαν ταινία; Γιατί βλέπει μόνο εκείνη;

Χαμογελάει πικρά.
'Όπως σταμάτησε και η δική μου.'

Δεν το σκέφτεται δεύτερη φορά. Ο δείκτης της λυγίζει. Πατάει τη σκανδάλη. Κάτι μέσα του παγώνει απότομα. Για λίγα δευτερόλεπτα περιμένει το κάψιμο, τον πόνο, τη ζαλάδα. Μα δεν συμβαίνει τίποτα απολύτως. Γιατί αυτό που ο Lucas αγνοεί είναι πως, όσο εκείνος προσπαθούσε να ηρεμήσει τον εαυτό του, εκείνη πρόλαβε κι έβγαλε τις σφαίρες. Γιατί όσο κι αν κάτι μέσα της τον μισεί, δεν θα του έκανε ποτέ κακό. Μουδιασμένος, αφήνει μια ακόμα ανάσα. Χύνεται στον καναπέ πιάνοντας την καρδιά του. Έχει γουρλώσει τα μάτια τόσο πολύ που νιώθει ότι θα πέσουν από τις κόγχες.

«Είσαι τρελή!» ψελλίζει σαστισμένος. Νιώθει πως ο αέρας έχει τελειώσει· στα πνευμονία του, στην γκαρσονιέρα, στη ατμόσφαιρα. Περνάει τα χέρια του μέσα από τα μαλλιά του ασταμάτητα. Τρέμει από την ένταση!

«Είμαι.» χαμογελάει χλευαστικά. Του πετάει τις σφαίρες στον καναπέ δίπλα του, ενώ μια-δυο πέφτουν στο πάτωμα. Ο ήχος τον ανατριχιάζει. Θα μπορούσε να είναι η εικόνα της που έπεσε από τα μάτια του και έσπασε αυτός ο ήχος.
«Απόλαυσε το δημιούργημα σου.» το λέει τόσο ειρωνικά. Κρατάει ακόμα το όπλο. Εκείνος δεν την κοιτάει πια. Έχει φρικάρει.

«Με σημάδεψες με όπλο.» το λέει και δεν το πιστεύει. Δεν το πιστεύει ότι τον άφησε να πιστεύει έστω και για ένα λεπτό ότι κινδυνεύει από αυτή· από την Αυγή του, τον έρωτα της ζωής του, την αγάπη του! Να κάτι που δεν περίμενε ποτέ να συμβεί. Κοιτάει οπουδήποτε αλλού εκτός από εκείνη.

«Η διαφορά μας, αγάπη μου, είναι ότι εγώ δεν θα έκανα ποτέ κάτι που θα έβλαπτε την καρδιά σου.» τα δάχτυλα της είναι ακόμα τυλιγμένα γύρω από το σιδερικό.
«Πρέπει να φύγω, με περιμένει η Lyra!» τον πλησιάζει και τυλίγει τα χέρια της γύρω από τον αυχένα του. Κάθεται πάνω του απαλά. Ακόμα κρατάει το όπλο.
«Θα τα πούμε!» αγκαλιάζει τα χείλη του με τα δικά της, σπρώχνοντας σχεδόν αμέσως τη γλώσσα της στο στόμα του. Ανατριχιάζει, μα αυτό ευθύνεται στο κρύο σίδερο που αγγίζει το δέρμα του αυχένα του.

Ακόμα κι όταν φύγει, η σκέψη του είναι η ίδια.

'Με σημάδεψες με όπλο...'

(...)

«Τον σημάδεψες με όπλο.» το λέει για βεβαιωθεί ότι άκουσε σωστά. Δαγκώνει το μωβ καλαμάκι της, χαμογελώντας σαν τον διάβολο.

«Ήταν άδειο.»

«Παραμένει όπλο!» γελάει νευρικά καθώς το λέει. Η κοπέλα δυσανασχετεί στο σοκ της. Έχουν γίνει τόσα, κι αυτή κόλλησε σε ένα άδειο όπλο!
«Θα μπορούσε να πάθει ανακοπή, ή έμφραγμα ή-»

«Lyra, χαλάρωσε!» μαζεύει τα πόδια της από το στρωμένο της κρεβάτι κλείνοντας την απόσταση ανάμεσα τους, καθώς σέρνει την μαύρη καρέκλα γραφείου προς το μέρος της. Αφήνει το χυμό στο πάτωμα. Της πιάνει τα χέρια. Οι χτύποι της καρδιάς της μοιάζουν ξαφνικά με ποπ-κορν που σκάνε το ένα μετά το άλλο.
«Το μόνο που πληγώθηκε στον Lucas είναι ο εγωισμός του που η πρώην του τον έκανε να τρέμει! Κατά τ' άλλα, είναι το ίδιο αναίσθητο πλάσμα που όλοι αγαπήσαμε.» μιλάει τόσο σκληρά γι'αυτόν, που η κοπέλα δεν μπορεί να αποφασίσει αν το κάνει επειδή έτσι νιώθει, ή από άμυνα. Ιδανικά, τη βολεύει το πρώτο.

«Όπως και να 'χει, μπορείς, φαντάζομαι, να διακρίνεις την τοξικότητα της σχέσης σας.» δεν κάνει ούτε μισή κίνηση να σπάσει το κράτημα τους. Το απολαμβάνει όσο περισσότερο μπορεί, όσο της επιτρέπεται.

«Δεν έχουμε σχέση!» τελικά το κράτημα τους σπάει μετά από λίγα δευτερόλεπτα. Πιάνει και πάλι τον χυμό της. Η Lyra θλίβεται πολύ με αυτό, μα δεν το δείχνει.

«Ό,τι κι αν έχετε.» ξεφυσάει.
«Και γενικά ρε Αυγή, έχω μια απορία. Χωρίς ειρωνείες και κακίες. Ειλικρινά.» κάνει μια παύση και η κοπέλα περιμένει να την ακούσει.
«Γιατί του τα συγχωρείς όλα;» την πιάνει απροετοίμαστη. Ανακάθεται άβολα.
«Έχουν γίνει τόσα, έχετε τσακωθεί ένα εκατομμύριο φορές, έχετε χωρίσει άλλες τόσες, φέρεσαι λες και τον μισείς μα πάλι, ό,τι κι αν γίνει και παρά την τοξικότητα, επιστρέφετε ο ένας στον άλλον. Ακόμα και για ένα από κρεβάτι.» κάτι στον τρόπο που τα λέει, κάνει αυτά τα λόγια να διαφέρουν κατά πολύ από αυτά που της είπε ο Lucas πριν λίγες ώρες.
«Γιατί;» δεν καταλαβαίνει. Τα καστανά τους μάτια ενώνονται σε μια πρωτόγνωρη και περίεργη οικειότητα. Αφήνει μια ανάσα.

«Γιατί δεν θέλω να τον χάσω από τη ζωή μου.» αν δεν ήταν μουδιασμένη, σίγουρα θα πονούσε σε αυτό. Η Lyra μορφάζει. Όσο κι αν η Αυγή δεν το παραδέχεται, μπορεί να ακούσει στη φωνή της την ανάγκη να τον έχει. Πραγματικά να τον έχει. Τα χαρακτηριστικά της μαλακώνουν επιτόπου.

«Προτιμάς να χάσεις τον εαυτό σου;» χαμογελάει πικρά στην ερώτηση. Πόσο λίγο την ξέρουν....

«Δεν μπορείς να χάσεις κάτι που ποτέ δεν είχες.» το αινιγματικό της ύφος την κάνει να ανατριχιάσει. Η απάντηση της το ίδιο. Σοβαρεύει και πάλι. Φοβάται πολύ για την Αυγή, την ίδια στιγμή που θα έπρεπε να φοβάται την ίδια την Αυγή. Όπως και ο Lucas. Όπως όλοι τους.

«Τι εννοείς;» δεν αναπνέει καν. Της περνάει τρυφερά μια τούφα πίσω από το αυτί. Κάτι μέσα της δεν την αφήνει να ολοκληρώσει τη σκέψη της. Δειλιάζει.

«Εννοώ ότι σε αυτή τη φάση της ζωής μου τον θέλω στην καθημερινότητα μου. Δεν είμαι έτοιμη να τον αποχωριστώ. Αυτό ήθελα να πω!» της πειράζει τη μύτη τόσο απαλά και με τόση αγάπη, που η Lyra αισθάνεται κάθε κομμάτι της να φλέγεται από ζωή. Οπότε, δεν ψάχνει περισσότερο την απάντηση της. Μακάρι να το έκανε. Αναστενάζει.
«Μακάρι να με αγαπούσαν όλοι όπως εσύ.» την αιφνιδιάζει κοιτώντας την τόσο έντονα, που σχεδόν αισθάνεται ότι διαβάζει την ψυχή της. Σηκώνεται από το κρεβάτι μη αντέχοντας αυτή την επαφή. Τρίβει το μέτωπο της νευρικά.

«Γιατί το λες αυτό;» πειράζει νευρικά τα μακριά καστανόξανθα σπαστά μαλλιά της, όσο στηρίζει το σώμα της στο ξύλινο γραφείο. Η Αυγή γυρίζει και πάλι την καρέκλα, ώστε να την κοιτάει. Θέλει να είναι σίγουρη ότι θα καταλάβει και θα πιστέψει κάθε λέξη που θα της πει.

«Γιατί είναι αλήθεια.» στριφογυρίζει την καρέκλα.
«Ήσουν η μόνη που προσπάθησε να με προειδοποιήσει για τον Lucas κι εγώ δεν σε άκουσα. Έμαθες να με νοιάζεσαι στα κρυφά, να με ερωτεύεσαι στα κρυφά, να με αγαπάς στα κρυφά! Με νοιαζόσουν ακόμα κι όταν εγώ η ανόητη πίστευα ότι με αντιπαθείς επειδή ήμουν μαζί του. Δεν μου ζήτησες ποτέ τίποτα, Lyra!» σηκώνεται και την πλησιάζει. Απέχουν μόλις ένα μέτρο.
«Τίποτα.» της χαϊδεύει το μάγουλο. Η ραχοκοκαλιά της ανατριχιάζει την ίδια στιγμή.

«Έβαζες τις ανάγκες σου κάτω από τις δικές μου, απλά για να είμαι εγώ καλά. Για να κάνω αυτό που θέλω, ακόμα κι αν εν τέλει δεν ήταν το σωστό.» την πλησιάζει κι άλλο. Η ματιά της τη ζαλίζει. Η ζεστή της ανάσα καίει φρικτά απολαυστικά το πρόσωπο της, τόσο που θέλει να την αρπάξει και να τη φιλήσει! Ακόμα κι αν μετά δεν την ξανά δει. Μα δεν μπορεί να φανταστεί τι πρόκειται να ακολουθήσει στα επόμενα δευτερόλεπτα.
«Μόνο ένας άνθρωπος που αγαπάει πραγματικά το κάνει αυτό.» το χέρι της από το μάγουλο κατεβαίνει στον αυχένα της και, προτού το καταλάβει, η Αυγή σκύβει και κλέβει το πρώτο της φιλί.

Περνούν δύο δευτερόλεπτα που δεν ξέρει πώς να αντιδράσει και μετά απλά συνειδητοποιεί τι συμβαίνει. Η Αυγή τη φιλάει. Και είναι το ίδιο δευτερόλεπτο που οξυγόνο γεμίζουν τα πνευμόνια της. Μέσα της έρχεται η άνοιξη και οι πεταλούδες στο στομάχι της έχουν στήσει χορό! Τα κορόιδευε όταν τα άκουγε, μα να που τελικά ισχύουν όλα! Τα χείλη της, ξηρά και κρύα, αγγίζουν αυτά της Lyra που είναι μαλακά, ζεστά και τρέμουν. Το χέρι της δεν έχει φύγει ακόμα από τον αυχένα της.

Η Lyra την τραβάει με δύναμη από τη μέση και την κολλάει πάνω της. Έστω και για λίγα δευτερόλεπτα, η Αυγή είναι μαζί της. Και δεν πρόκειται να τα σκορπίσει σε σκέψεις και ερωτήσεις. Οπότε, εμβαθύνει το φιλί με τη γλώσσα της να χαϊδεύει τη δική της. Η Ελληνίδα θέλει να γουρλώσει τα μάτια στο πάθος που λαμβάνει από εκείνη και στον πόσο σφιχτά, μα συνάμα τρυφερά την κρατάει. Κανένας άνθρωπος δεν της έχει δείξει ξανά κάτι τέτοιο.

Παραπατούν. Την κολλάει στο γραφείο φιλώντας την πιο απαιτητικά. Την χαϊδεύει σαν παλαβή σε όλο το κορμί της! Διψάει τόσο πολύ για εκείνη! Για τα χείλη της που βράδια ολόκληρη την κράτησαν ξάγρυπνη να τα σκέφτεται! Να τα ζητά. Τη θέλει. Τη θέλει τόσο πολύ! Η Αυγή δεν ξέρει πώς να το διαχειριστεί όλο αυτό το πάθος! Γιατί πολύ απλά, δεν αισθάνεται το ίδιο με εκείνη. Παρόλα αυτά, δεν ξέρει πώς να αισθανθεί με αυτό το φιλί. Ναι μεν τη βλέπει φιλικά και μόνο, αλλά δεν είναι και το χειρότερο φιλί που έχει δώσει. Το αντίθετο μάλιστα. Συνεχίζει να τη φιλάει.

Όταν απομακρυνθούν, λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, η Lyra αφήνει μια τρεμάμενη ανάσα. Έδωσε το πρώτο της φιλί. Και ήταν με την Αυγή. Ο κόσμος μοιάζει αυτόματα πιο φωτεινός στα μάτια της. Τα μάγουλα της είναι ζεστά και κόκκινα, μα το αποδίδει στον ήλιο που μπαίνει στο δωμάτιο από το παράθυρο και ξαφνικά της χαρίζεται. Ήθελε μονάχα ένα φιλί. Και το πήρε. Μα ποιος άγγελος έχασε την τύχη του κι έπεσε πάνω της σαν νεραϊδόσκονη;

«Είσαι υπέροχη, Lyra!» τρίβει τα χείλη της πάνω στα δικά της. Ανατριχιάζει.
«Μην νιώσεις ποτέ ντροπή γι'αυτά που νιώθεις, κοριτσάκι μου. Μην αφήσεις ποτέ και κανέναν να σε ρίξει, ή να σε θέσει υπό επειδή αυτά που πιστεύεις διαφέρουν από τα δικά του. Δεν τους ανήκεις! Μη χαμηλώσεις τη φωνή σου. Μην κρυφτείς για να ταιριάξεις. Να μείνεις πιστή στα όσα αισθάνεσαι, μ' ακούς;» ταρακουνάει απαλά τον αυχένα της, κοιτώντας την κατάματα. Της έχει κόψει τη μίλια.
«Πιστή.» ψιθυρίζει.

Ο δείκτης γυρνάει και πάλι αριστερόστροφα.

Οκτώ...

Δεν περιμένει άλλο. Φεύγει σαν την κλέφτρα από το σπίτι, αφήνοντας την ζαλισμένη να κοιτάει το κενό με την καρδιά της να χτυπάει τόσο δυνατά, που μοιάζει λες και θα σπάσει.

Και θα σπάσει.

Η Αυγή βγαίνει στον καθαρό αέρα και παίρνει επιτέλους μια ανάσα. Ούτε η ίδια δεν πιστεύει ότι το έκανε όντως! Κοιτάει για λίγο το κενό, περπατώντας αργά σαν χαμένη. Έχει περισσότερο θάρρος απ' όσο νόμιζε. Μα θέλει να κλάψει. Γιατί η σκέψη που περνάει απ' το μυαλό της τη διαλύει. Ήταν τόσο τυφλή τόσο καιρό ώστε να δει πως, όλη τη ζημιά της την έκανε μια αντωνυμία που ποτέ δεν είδε. Που πάντα αγνοούσε. Γιατί ήθελε να ανήκει. Γενικά. Αόριστα. Μα ξέχασε. Ή, μάλλον, ποτέ δεν έμαθε.

Γιατί το πιο σημαντικό σε αυτή τη ζωή, δεν είναι το να ανήκεις. Αλλά το να σου ανήκεις.

Εκεί βρίσκεται πάντα η διαφορά.
Στην κτητική αντωνυμία.

























Γειά σας κοτοπουλάκια μου!🐥

Τι κάνετε; Πώς είστε;
Ελπίζω καλά!

Πείτε μου τα νέα σας!

Εγώ κλασσικά είμαι στη δουλειά και σκορπάω το διάλειμμα μου στο να ανεβάσω κεφάλαιο.

Χρονιά πολλά σε όλους!❤️❤️

Πάμε στο κεφάλαιο;

Είχαμε 3 σκηνές.

Θάλεια-Lucas. Είδα να υπάρχει κάτι ανάμεσα τους. Εσείς; Το είδατε;

Και τώρα απατάει η Θάλεια τον Πέτρο με τον Lucas ΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ.

Αυγή-Lucas. Ας συμφωνήσουμε πως αυτοί οι δύο είναι άρρωστοι ο ένας για τον άλλον και ας το κλείσουμε εκεί.

Θα ήταν αρκετά τίμιο σαν plot twist να σκοτώσει η Αυγή τον Lucas. Χμμμμμμ.

Και τέλος, η αγαπημένη μου σκηνή ΌΛΟΥ του κεφαλαίου που περίμενα δύο χρόνια για να την ανεβάσω.

Αυγή-Lyra. ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ.
ΤΗ ΦΊΛΗΣΕ! ΤΗ ΦΊΛΗΣΕ! ΤΗ ΦΊΛΗΣΕ!

Α, παρεμπιπτόντως, katerina251306 σταμάτα να μου σποιλαρεις τα κεφάλαια, χωρίς να ξέρεις ότι μου σποιλαρεις τα κεφάλαια.

Τι πιστεύετε ότι θα γίνει στο επόμενο;

Αυταααα.

Αν σας άρεσε το κεφάλαιο ψηφίστε και σχολιάστε.

Αντιιιοοοοςςςς🥰🍟.

-Δέσπ.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro