Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

9. Απαλός, ζεστός, καπνός.

~Κάνε με αθάνατο με ένα φιλί σου.~

•Κρίστοφερ Μάρλοου, 1564-1593, Άγγλος θεατρικός συγγραφέας.

Αυγή.

Σάκης-Λαλάκης🙅‍♂️💚:

-Ελπίζω να πάνε όλα καλά την πρώτη μέρα στο καινούργιο σχολείο. Σου στέλνω την θετική μου ενέργεια, σ'αγαπάω πολύ.

Διαβάζω το μήνυμα της και χαμογελάω. Πόσο την αγαπάω αυτή την κοπέλα.

Αφού της στείλω ένα λεπτομερές φωνητικό με το τι έγινε σήμερα, συνδέω τα ακουστικά με το κινητό μου και με βαριά καρδιά πιάνω την ιστορία.

Ανοίγω τη σελίδα στο μάθημα των φιλελευθέρων και χαμογελάω με έναν ψεύτικο ενθουσιασμό, ενώ το "δυο χείλη κατακόκκινα" του Παπακωνσταντίνου αρχίζει να παίζει. Η μόνη μου παρηγοριά.

Γειά σου Λευτέρη, εγώ είμαι πάλι.
Ελπίζω αυτή τη φορά να μου κάνεις τη χάρη, και μετά από αυτό να σταματήσεις να έρχεσαι στον ύπνο μου λέγοντας μου πως δεν θα περάσω.

«Σιχαμένη ιστορία.» μονολογώ και αρχίζω το διάβασμα. Βασικά την επανάληψη. Βασικά ό,τι είναι!

Τριτοπρόσωπη αφήγηση.

«Η Αυγή ανησυχεί για τις μαθήτριες σου.» η Θάλεια γελάει, τακτοποιώντας μερικά ρούχα στην μεγάλη ντουλάπα.

Ο Πέτρος, σηκώνει το βλέμμα του από το λάπτοπ και κοιτάει την σύντροφο του με απορία. Είναι κάτι που δεν περίμενε να ακούσει.

«Γιατί;» μαζί με την ερώτηση, το χέρι του κατεβάζει την οθόνη. Η Θάλεια γελάει και πάλι με τις ανησυχίες της κόρης της.

«Φοβάται μήπως σου την πέσει καμία. Το πιστεύεις;» βγάζει τα γυαλιά του και τρίβοντας τα κουρασμένα του μάτια, γελάει κι αυτός.

«Από πού κι ως πού;» σηκώνεται από το κρεβάτι και πλησιάζει την γυναίκα απέναντι του.

«Από τον αναστεναγμό που έβγαλαν μόλις σε είδαν.» υψώνει το φρύδι, με ένα πλάγιο χαμόγελο, ενώ παράλληλα του γυρνάει πλάτη.

Τυλίγει τα χέρια του γύρω από την μέση της και, αφού κάνει στην άκρη τα μαλλιά της, της αφήνει ένα απαλό φιλί στον σβέρκο. Ανατριχιάζει την ίδια στιγμή.

«Μμ, έβγαλαν; Δεν το θυμάμαι!» χαμογελάει πάνω στο δέρμα της, και η γυναίκα κρατιέται με νύχια και με δόντια να μη χαμογελάσει κι αυτή.

«Α, δεν τον θυμάσαι;» γυρίζει το σώμα της και περνάει τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του. Η φωνή της είναι πολύ λεπτή και η ζεστή της ανάσα, που χτυπάει με δύναμη το πρόσωπο του, τον τρελαίνει.

Κουνάει το κεφάλι αρνητικά, χαϊδεύοντας το απαλό της μάγουλο.

«Και γιατί αυτό;» συνεχίζει την ερώτηση της, πιέζοντας το σώμα της πάνω στο δικό του. Το φούσκωμα του ήταν, ήδη, κάτι παραπάνω από αισθητό. Όσο μιλάει, τα χείλη της χαϊδεύουν τα δικά του.

«Γιατί εγώ σκεφτόμουν εσένα.» της παραδέχεται, σκύβοντας ελάχιστα για να την φιλήσει. Κάνει όμως ένα βήμα πίσω και αποφεύγει το φιλί του. Του γελάει λάγνα.

«Δεν με ρίχνετε πια με τέτοια κόλπα, κύριε Γεωργίου.» κάνει να βγει από το δωμάτιο, όμως την τραβάει ξανά πίσω κλείνοντας και κλειδώνοντας την πόρτα βιαστικά.

Την κολλάει με το πρόσωπο στην ντουλάπα. Τα χέρια του χαϊδεύουν αχόρταγα το σώμα της. Δεν του φτάνει αυτή η γυναίκα. Είναι σαν το νερό στην έρημο. Λίγο, και πολύτιμο.

«Ούτε με αυτά;» κολλάει το κορμί του, στο πίσω μέρος του δικού της. Χάνει μια ανάσα και τα πόδια της αρχίζουν να τρέμουν.

«Ού...ούτε...» τραυλίζει, νιώθοντας ήδη την γνωστή κάψα να σκαρφαλώνει πάνω της με ταχύτητα.

Ο άνδρας της χαμογελάει αλαζονικά στη θέα της. Η πείνα του γι'αυτή τη γυναίκα είναι ακόρεστη. Δεν έχει τέλος. Η επιθυμία του για τα χείλη της, για το πλούσιο στήθος της, για τα γυμνασμένα πόδια της δεν μπορεί να σταματήσει. Την θέλει σαν τρελός.

Ζουλάει τους γλουτούς της και αναφωνεί από ηδονή. Δαγκώνει τα χείλη της στο συναίσθημα και κλείνει τα μάτια της. Η καρδιά της κοντεύει να σπάσει κάτω από το στήθος της.

«Πέτρο...» η φωνή της σβήνει πριν προλάβει να συνεχίσει, καθώς τα δάχτυλα του γλιστρούν μέσα από τη γκρι φόρμα και το εσώρουχο της. Τα, φυσικά, ροζ χείλη της μισανοίγουν από την απόλαυση. Τα δάχτυλα του κάνουν μαγικά πάνω της.

«Τι είναι μωρό μου;» η φωνή του γαργαλάει τ'αυτιά της και γελάει απαλά μέσα από τα αγκομαχητά.

Σπρώχνει δύο δάχτυλα μέσα της και τεντώνει τα πόδια της ασυναίσθητα. Το άλλο του χέρι τυλίγεται γύρω από το λαιμό της, κολλώντας την πάνω του.

«Θα...θα μας ακούσει...» κάνει μια παύση και αναστενάζει όσο πιο σιγανά μπορεί.
«...η Αυγή...» συνεχίζει.

Χαμογελάει και πάλι, γυρίζοντας την απότομα ώστε να τον κοιτάει. Χάνει τη γη κάτω από τα πόδια της στα μάτια του. Ξεροκαταπίνει. Σκύβει αργά και αφήνει ένα απαλό φιλί στη βάση του λαιμού της.

«Η Αυγή...» κατεβαίνει πιο κάτω.
«διαβάζει μωρό μου.» πιέζει στα δάχτυλα του το στήθος της.
«Κι όταν διαβάζει, φοράει ακουστικά.» τα χείλη του τώρα ζωγραφίζουν την κοιλιά της.

Αυτό είναι η Θάλεια στα μάτια του. Ένας λευκός καμβάς που γεμίζει με χρώματα, ορατά μόνο στα μάτια του. Τα χείλη του την γεμίζουν με κόκκινο, αυτό του πάθους που τους στέλνει και τους δύο στα σύννεφα.

Τώρα πια το στόμα του ταξιδεύει χαμηλά, ελευθερώνοντας την από τα ρούχα της με κινήσεις αργές και απαλές, όλο και πιο κάτω. Στα πιο απόκρυφα σημεία της που μόνο εκείνος έχει δει. Τα δάχτυλα του αφήνουν πάνω της κίτρινο, το χρώμα της φωτιάς που τους καίει με κάθε άγγιγμα.

Και έπειτα, η ένωση τους. Αυτή η μαγική στιγμή που σκεπάζει με τη λάμψη του λευκού τα πρόσωπα τους, φτάνοντας τους στο αποκορύφωμα κι ακόμα πιο ψηλά.

Σφίγγει τα μπούτια της κρατώντας την σταθερή, αν την αφήσει σίγουρα θα πέσει. Ένα φιλί αρκεί για να την κάνει πηλό• ένας πηλός έτοιμος να πλαστεί ξανά στα χέρια του.

Και μετά, το ψήσιμο, η φωτιά.
Ξανά η φωτιά. Πάντα η φωτιά.

Αυγή.

Πέντε ώρες μετά, παρατάω το βιβλίο στην άκρη και απευθείας τεντώνω το σώμα μου για να ξεπιαστεί.

Κουράστηκα.
Δεν μπορώ. Δεν θέλω άλλο!

Ανοίγω το wifi και περιμένω να μου έρθουν όλες οι ειδοποιήσεις, όσο εγώ κατεβαίνω μέχρι την κουζίνα για να βρω, επειγόντως, κάτι να φάω.

Πεινάω.

«Γειά.» χαιρετώ τους γονείς μου, που στέκονται αγκαλιά μπροστά από τον πάγκο, όσο η μαμά μου κόβει λαχανικά.

«Γειά σου Αυγή μου.» η Θάλεια τον σπρώχνει βιαστικά από πάνω της πριν μου απαντήσει, και μου χαμογελάει με κόκκινα μάγουλα.

Μειδιάζω. Πόσο λατρεύω τη σχέση τους.

«Τι θα φάμε;» αναρωτιέμαι, ανοίγοντας παράλληλα το ψυγείο κοιτώντας το σαν αξιοθέατο. Λες κι αν το κοιτάω επίμονα θα γεννήσει κι άλλα τρόφιμα.

«Ντολμαδάκια έκανα και τώρα ετοιμάζω σαλάτα. Πήγαινε να πλύνεις τα χέρια σου και έλα να κάτσεις.» με ενημερώνει και με διατάζει ταυτόχρονα, αλλά εγώ σταμάτησα να ακούω σε μια συγκεκριμένη λέξη.

Ντολμαδάκια.

Σουφρώνω τα χείλη με ενθουσιασμό. Η ζωή μου έγινε και επίσημα καλύτερη.

Τρέχω σχεδόν μέχρι το wc, και πλένω τα χέρια μου με μανία μιας που έχουν γεμίσει με στυλό και υπογραμμιστή.

Πώς τα καταφέρνω έτσι κάθε φορά;

Όταν επιστρέφω στην κουζίνα το τραπέζι είναι στρωμένο και οι γονείς μου κάθονται ήδη.

Επιτέλους θα φάω.

(...)

Όταν μπαίνω στο δωμάτιο, μια ώρα αργότερα, τρίβοντας την κοιλιά μου, το πρώτο που κάνω είναι να πιάσω το κινητό μου που περιμένει πάνω στο γραφείο.

Χαζεύω για λίγο τις ειδοποιήσεις μου βαριεστημένα, όμως σταματώ σε μια συγκεκριμένη που για κάποιο λόγο μου φέρνει ταχυκαρδία.

Instagram: Ο χρήστης Melisa.Hoffman σας έστειλε ένα μήνυμα.

Το πατάω και δαγκώνω τα χείλη μου ανυπόμονα.

Melisa.Hoffman:

-Γειά σουυυ! Τι κάνεις;
Ήθελα να σου πω ότι θα μαζευτούμε στου Lucas για ταινία σήμερα, και μου είπε να σου πω να έρθεις!

Χαμογελάω ασυναίσθητα. Θέλει να πάω, θέλει να με ξανά δει!

_Georgiou.A_:

Γειά! Καλά είμαι εσύ;-
Εντάξει, θα έρθω.☺️

Melisa.Hoffman:

-Υπέροχα! Στείλε μου τον αριθμό σου στην περίπτωση που αλλάξει κάτι. Θα περάσω στις οκτώ να σε πάρω να πάμε μαζί. Τα λέμε μετά!

Στέλνω τον αριθμό μου, πατάω καρδούλα στο μήνυμα της και αφού αποδεκτώ το αίτημα της και την ακολουθήσω, βλέπω την ώρα στο κινητό μου. Πήγε κιόλας τέσσερις.

Αφήνω ένα χασμουρητό και σέρνομαι νωχελικά μέχρι το μπάνιο. Πεθαίνω για ένα ζεστό αφρόλουτρο αυτή τη στιγμή. Να μπω και να μην βγω μέχρι τα χέρια μου να παπαριάσουν!

Μόλις μπω στο μπάνιο ανοίγω το ζεστό νερό και το αφήνω να τρέξει για λίγο ώσπου να ζεσταθεί. Ή πιο συγκεκριμένα, ώσπου να είναι ικανό για έγκαυμα πρώτου βαθμού!

Ανοίγω το κινητό μου και βάζω το playlist που έχω για το μπάνιο, με πρώτο τραγούδι το "Σελήνη" του Solmeister.

Σας παρακαλώ, ας μου δώσει κάποιος το τηλέφωνο του Sol, του dPans και του Brando, μια ερωτική εξομολόγηση θέλω να τους κάνω μόνο.

Αφήνω το κινητό στον καθρέφτη πάνω από τον νιπτήρα, καθώς αρχίζω να γδύνομαι.

"Με λένε Σελήνη" μου είπε
την ιστορία θα πιάσω από εκεί

Είχα πάει το παλτό μου να πάρω για να την κάνω, όταν την είδα αγκαλιά με ένα μπουκάλι κρασί

στο υπνοδωμάτιο να κάθεται μόνη
ενώ όλοι χορέυανε στο σαλόνι
σαν να περίμενε κάποιον να μπει

Πόσο αγαπάω τη φωνή αυτού του ανθρώπου. Θα μπορούσα απλά να τον έχω σπίτι μου και να τον ακούω να τραγουδάει.

Κι ήμουνα εγώ ο τυχερός
που ήμουν αόρατος για εκείνη
ήξερα ότι την λένε Σελήνη
δεν χρειαζόταν να μου συστηθεί

Καθόμουν δυο θρανία πίσω
μα στην τάξη δεν είχαμε πει
ούτε κουβέντα

γιατί δεν είχα ποτέ μου το θάρρος να της μιλήσω

Χώνομαι κάτω από το καυτό νερό απολαμβάνοντας την χαλάρωση που μου χαρίζει από την πρώτη στιγμή.

«Είχε δακρύσει λίγο, είχε μεθύσει λίγο, είχε αφήσει λίγο την άμυνα της να πέσει και έτσι ανοίχτηκε λοιπόν. Κάτι είχε γίνει απόψε, δεν είναι εντάξει απόψε, μου' πε πως είχε φιλήσει ένα αγόρι και δεν θυμότανε ποιον.» σιγομουρμουρίζω μαζί του, αφήνοντας το νερό να χτυπήσει το κορμί μου.

Δεν της απάντησα και μου' πε πως
γι'αυτό μου μιλά
γιατί η σιωπή μου είναι χρυσάφι ενώ άλλοι λένε πολλά

και δεν ακούνε ούτε λίγο
λέει "την καρδιά μου σου ανοίγω
και θα σου πω για απωθημένα πάθη και μυστικά"

Απλώνω το αφρόλουτρο με άρωμα μύρτιλο στο σφουγγάρι μου κι έπειτα τρίβω το σώμα μου απαλά.

«Ένα, δύο, τρία και...» ψιθυρίζω μαζί του με μάτια σφιχτά κλειστά.

Με κάθε τραγούδι του, εγώ τουλάχιστον, νιώθω σαν να ζω στην ιστορία που διηγείται. Μεγάλο ταλέντο αυτό.

«Βασίλισσα σε ένα θρόνο από παλτό, είχε μεθύσει και είχε λίγο δακρύσει, τα λόγια ξέρει απ' έξω των τραγουδιών• των τραγουδιών που λένε για ένα κορίτσι. Αλλά δεν θέλει για εκείνη να τραγουδήσει κανένας, πες της να με συγχωρέσει λοιπόν!» το τηλέφωνο του μπάνιου λειτουργεί πια ως μικρόφωνο για μένα, αφού τραγουδάω δυνατά λες και είμαι σε συναυλία.

«Σελήνη, Σελήνη δεν φτιάχτηκε ο κόσμος για εμάς, εκείνοι δεν έμαθαν πόσο πονάς και λίγοι θα είναι μαζί μας ως το κρύο αντίο, ως εκεί που θα πας. Γιατί Σελήνη, Σελήνη τα τραγούδια μου απόψε ματώνουν, οι λέξεις που δεν είπα ποτέ με στοιχειώνουν και αν γύρναγα στην νύχτα εκείνη, δεν θα σε άφηνα μόνη σου στο σπίτι να πας!» χορεύω άτσαλα μέσα στην μεγάλη μπανιέρα, και προσεύχομαι στο Θεό να μην γλυστρίσω.

Κι άντε να εξηγήσω μετά στην Θάλεια, τι έκανα και βρέθηκα φαρδιά-πλατιά πάνω στο λευκό υλικό.

Μου' πε πως ήξερε ποιος είμαι
και ας μην είχαμε γνωριστεί.
Μου' πε συγνώμη που νωρίτερα δεν μου είχε συστηθεί.

Μου' πε πως ήμουν στην απ' έξω
και πως αν ήθελα να το αλλάξω
να μην το κάνω

γιατί σε λάθος ανθρώπους θα προσπαθούσα να μοιάσω.

Ρίχνω μια μεγάλη ποσότητα από το σαμπουάν, ίδιο άρωμα με το αφρόλουτρο, και κάνω απαλό μασάζ στο κεφάλι μου.

Μου' πε πως ξέρει πως γράφω στίχους
και πως δεν το' πε ποτέ πουθενά
γιατί φαντάστηκε πως ο περίγυρος θα με κορόιδευε μετά

"Γιατί είναι περίγελος οποίος πονά"
μου' πε
"την σήμερον ημέρα είναι το φαίνεσθαι που μετρά και το να δείχνεις πως είσαι καλά"

Σταματώ ασυναίσθητα τις κινήσεις μου και σκέφτομαι τα λόγια του, κοιτώντας το πλακάκι μπροστά μου. Ο περίγυρος και τα κολλήματα του.

Μου' πε πως ήθελε να χορέψει
χωρίς οι πάντες να την κοιτούν
και να ζητάνε κάτι από εκείνη
να ψάχνουν μια ατάκα για να της πουν

Να κουραστεί και να ξαπλώσει
ύστερα να κοιμηθεί μοναχή
να ονειρευτεί μια κενή παραλία
και έναν άδειο ουρανό κοραλί

Ρίχνω νερό στο πρόσωπο μου. Τα μάτια μου είναι κλειστά, ωστόσο, μπορώ να δω με ευκολία τον κοραλί ουρανό και να μυρίσω το αλάτι της θάλασσας. Η καρδιά μου χάνει μερικούς χτύπους στον ρομαντισμό αυτής της σκηνής.

«Είχε μια αλήθεια στο βλέμμα και είχαν τα λόγια της μια προφορά απαλή, ήταν κόκκινο σαν αίμα το λιτό της μαλλί. Εγώ την είχα ερωτευτεί και σαν να το είδε μου είπε "Μην γράψεις για εμένα ούτε λέξη, γιατί εγώ δεν είμαι ηρωίδα, είμαι δειλή"» σταματώ και πάλι να μουρμουρίζω τους στίχους.

Κάθε φορά στην περιγραφή της, δεν ξέρω, νιώθω μια ταύτιση με εκείνη την κοπέλα. Κυρίως λόγω της εξωτερικής της εμφάνισης.

«Αυγή;» η μαμά μου αφού πρώτα χτυπήσει, ανοίγει την πόρτα του μπάνιου κόβοντας στη μέση τη φωνή του Sol.

«Πες το!» αφήνω μια ανάσα απηυδισμένη, απομακρύνοντας το νερό από το πρόσωπο μου.

Ούτε στο μπάνιο δεν βρίσκω ησυχία!

«Εμείς θα πάμε για καφέ με τον Ian και την Debbie, να σε περιμένουμε; Θα έρθεις;» όσο μιλάει όλη η ζεστή ατμόσφαιρα που έχει δημιουργήσει το νεράκι που τρέχει πάνω μου, φεύγει και νιώθω να κρυώνω.

«Όχι! Θα πάω βόλτα με μια κοπέλα από τον χορό, αυτή που είχαμε δει στο εμπορικό.» την κατατοπίζω πριν ρωτήσει.

«Εντάξει, να προσέχεις.»

Σαν απάντηση μουγκρίζω και αφού κλείσει την πόρτα, κλείνω και εγώ την βρύση και η φωνή του ακούγεται και πάλι πεντακάθαρα.

Μου' πε πως αν η ζωή μας ήταν κάποια ταινία στο σινεμά
κάπου εδώ θα ερχόταν η σκηνή που φιλιόμαστε μα...

πάγωσα και με αμηχανία κοίταξα αλλού ντροπαλά
και αυτή γελώντας μου χάιδεψε τα μαλλιά και σηκώθηκε

«" Έπρεπε κάπως ποιο νωρίς να γνωριστούμε σε άλλες συνθήκες και να ερωτευτούμε " ήταν πριν φύγει τα λόγια της τα τελευταία. Ήταν για εμένα τα πάντα και ας μην το μάθει ποτέ, μου λείπει τόσο και το τραγούδι της αυτό είναι από τα πιο ωραία.» κάνω μια παύση μαζί του και παίρνω μια ανάσα.
«Γαμώτο...» ψιθυρίζω πιο χαμηλά από εκείνον και η χροιά του με ανατριχιάζει.

Βασίλισσα σε ένα θρόνο από παλτό
είχε μεθύσει και είχε λίγο δακρύσει
τα λόγια ξέρει απ' έξω των τραγουδιών
των τραγουδιών που λένε για ένα κορίτσι

Αλλά δεν θέλει για εκείνη να τραγουδήσει κανένας πες της να με συγχωρέσει λοιπόν

Πιάνω το μπουρνούζι μου και αφού το βάλω, παίρνω μια πετσέτα για τα μαλλιά μου, τραβώντας την περισσότερη υγρασία.

«Σελήνη, Σελήνη δεν φτιάχτηκε ο κόσμος για εμάς, εκείνοι δεν έμαθαν πόσο πονάς και λίγοι θα είναι μαζί μας ως το κρύο αντίο, ως εκεί που θα πας. Γιατί Σελήνη, Σελήνη τα τραγούδια μου απόψε ματώνουν, οι λέξεις που δεν είπα ποτέ με στοιχειώνουν και αν γύρναγα στην νύχτα εκείνη, δεν θα σε άφηνα μόνη σου στο σπίτι να πας!»

Το τραγούδι τελειώνει και κάνω μερικά δευτερόλεπτα υπομονή, για να ακούσω το αγαπημένο μου κομμάτι όλου του τραγουδιού.

Πιάνω το κινητό μου και βγαίνω από το μπάνιο περπατώντας με άνεση. Πόσο υπέροχα είναι όταν μένω μόνη μου στο σπίτι ρε παιδί μου.

Όταν μπω στο δωμάτιο μου, βρίσκω πάνω στο γραφείο μου είκοσι ευρώ και σε ένα πράσινο χαρτάκι είναι γραμμένο με τα καλλιγραφικά γράμματα της μαμάς μου ένα "καλά να περάσεις, σ'αγαπώ."

Χαμογελάω ασυναίσθητα.
Αχ, βρε μαμά.

Μου' πες να κοιτάω απ' το παράθυρο
όταν έχει συννεφιά
και να διαλέγω ηλιαχτίδες να μαγεύομαι
Μου' πες αν χόρευα ποτέ μου πως θα μάθαινα πολλά για εμένα
που με τα μάτια γυμνά δεν φαίνονται.

Αναστενάζω και καθόμαι αργά στο κρεβάτι μου, απολαμβάνοντας την ανακουφιστική ησυχία του χώρου, το τραγούδι και την ηρεμία που με αγκαλιάζει.

Γι' αυτό ψάχνω στα ουράνια τόξα
κάθε φορά να δω αν χορεύει μόνη της μια ανεμώνη
που την φυσάει ένα παιδί στην παραλία
και εκείνη σκορπά στον κοραλί ουρανό που ξημερώνει.

Στηρίζω το κεφάλι μου στο χέρι μου, με ένα βλέμμα βουτηγμένο στη μελαγχολία και το παράπονο. Οι στίχοι του με κάνουν να θέλω να βάλω τα κλάματα, παρόλα αυτά συνεχίζω να τον ακούω.

Και είναι άδικο
την τελευταία σελίδα του παραμυθιού που μου διάβαζες την ήξερες ήδη.

«"Τα καλά κορίτσια πάνε στον παράδεισο" μου είπαν, θα μου λείψεις Σελήνη, καλό ταξίδι...» ψελλίζω, κοιτώντας αόριστα κάπου μέσα στο δωμάτιο μου.

Πατάω παύση και το δωμάτιο μου βυθίζεται στην ησυχία. Παίρνω αθόρυβα μια ανάσα και έπειτα εκπνέω δυνατά.

Θέλω να πάω σε συναυλία τους τώρα. Να είμαι στην πρώτη σειρά και απλώς να τους κοιτάω να τραγουδούν.

(...)

Κλείνω την οθόνη του λάπτοπ απρόθυμα, βλέποντας την ώρα. Είναι ήδη οκτώ παρά είκοσι.

Συγγνώμη Μίμη Μεταξά, θέλω πολύ να σε δω να μιλάς στα φυτά σου, αλλά πρέπει να ετοιμαστώ!

Σηκώνομαι βαριεστημένα και πλησιάζω την ντουλάπα μου. Βγάζω απευθείας το αγαπημένο μου, άνετο μπλε τζιν και μια κόκκινη κοντομάνικη μπλούζα ανοιχτή λίγο πιο πάνω από το στήθος.

Όταν ντυθώ, κοιτάω τον εαυτό μου στον ολόσωμο καθρέφτη στο εσωτερικό της ντουλάπας και χαμογελάω συγκρατημένα. Τα κόκκινα μαλλιά μου είναι σπαστά και σχεδόν εκπλήσσομαι από το πόσο ωραία δείχνουν.

Σπάνιο. Πολύ σπάνιο.

Βάζω τα μαύρα αθλητικά μου και ρίχνω βιαστικά στην τσάντα μου το μαύρο πορτοφόλι μου, κλειδιά, ακουστικά και το λιποζάν μου με γεύση κεράσι, αφού πρώτα βάλω λίγο.

Πιάνω το κινητό μου. Η ώρα είναι οκτώ παρά πέντε. Κλείνω το φως του δωματίου μου και αφήνω ανοιχτά μόνο τα φωτάκια στο κάγκελο του κρεβατιού μου.

Αφού βεβαιωθώ ότι έχω κλείσει όλο το σπίτι βγαίνω έξω για να περιμένω την Melisa. Προς έκπληξη μου, είναι ήδη εκεί και με περιμένει.

«Ωπ, γειά!» χαιρετώ με ένα χαμόγελο, κλειδώνοντας την κεντρική πόρτα.

«Γειά, πώς είσαι;» μόλις την πλησιάσω με αγκαλιάζει και ανταποδίδω κάπως διστακτικά.

«Μια χαρά, εσύ;» αρχίζουμε να περπατάμε, όσο εκείνη κοιτάει κάτι στο κινητό της.

«Καλά, βαρετά. Πρώτη μέρα σχολείου και θέλω ήδη να τσακωθώ με μερικά τυπάκια.» γελάει καθώς το λέει και μαζί της γελάω και εγώ.

«Είναι ο μόνος λόγος που χαίρομαι που είμαι σε καινούργιο σχολείο.» εξομολογούμαι κοιτώντας την συνωμοτικά και γελάει ξανά.

«Ελπίζω να μην έχεις φάει γιατί θα παραγγείλουμε πίτσες. Και επίσης, να μην ντρέπεσαι για τίποτα, εμείς τρελοκομείο είμαστε, να ξέρεις.» προσπαθεί να με κάνει να νιώσω άνετα και η αλήθεια είναι ότι το εκτιμώ πολύ.

«Χαχαχα εντάξει, εντάξει.» αρκούμαι να απαντήσω και κοιτάω για λίγο τον δρόμο μπροστά μου.

Περπατάμε για δέκα λεπτά ακόμα συζητώντας για τη σχολή, όταν το βήμα της σταματάει σχετικά απότομα.

Μάλλον φτάσαμε.

«Πριν χτυπήσω θέλω να σου πω ότι τα παιδιά ίσως κάνουν ένα τσιγάρο, ωστόσο δεν σε πιέζει κανένας να κάνεις και εσύ, εντάξει; Μόνο αν θες.» τονίζει και χαμογελάω κάπως νευρικά.

«Εντάξει, μην ανησυχείς. Στα περισσότερα πάρτι, γενεθλίων, μη νομίζεις, που πήγαινα στην Κρήτη, γίνεται ένας χαμούλης από αυτά.» εξηγώ και γνέφει θετικά.

Πλησιάζει μια λευκή πόρτα και χτυπάει το κουδούνι επίμονα. Το διαβολικό της χαμόγελο με κάνει να γελάσω, και μου φαίνεται ακόμα πιο αστείο όταν ακούσω τη φωνή του Lucas από μέσα να την κράζει.

«Πόσο μαλακισμένο είσαι ρε;» ρωτάει πριν καν ανοίξει την πόρτα. Όταν ανοίγει, το θυμωμένο βλέμμα του αλλάζει μόλις πέφτει πάνω μου.

Χαμογελάω αργά και ανταποδίδει αμέσως. Πώς γίνεται να είναι τόσο όμορφος;

«Δεν είμαι μαλακισμένο, η χαρά της ζωής σου είμαι!» χαστουκίζει παιχνιδιάρικα το μάγουλο του, καθώς τον σπρώχνει και μπαίνει στο σπίτι με έναν αέρα λες και της ανήκει.

Ο Lucas στριφογυρίζει τα μάτια χωρίς να απαντήσει. Διστακτικά, και νιώθοντας την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή, μπαίνω και εγώ μέσα αγγίζοντας ελάχιστα τον ώμο του. Όταν το κάνω, γυρίζω και του χαμογελάω αχνά και κάπως ένοχα.

«Γειά.» ψελλίζω ντροπαλά, βάζοντας μια τούφα πίσω από το αυτί μου. Κλείνει την πόρτα σχεδόν στα τυφλά πίσω μας, ενώ ένα πλάγιο χαμόγελο κοσμεί τα χείλη του.

Ξεροκαταπίνω.
Θα πεθάνω.

«Γειά σου.» με κοιτάει απευθείας στα μάτια και αυτό με τρομάζει, νιώθω λες και μπορεί να διαβάσει τι σκέφτομαι.

Απομακρύνω το βλέμμα μου από το δικό του, πλησιάζοντας τον κόκκινο καναπέ και κάθομαι δίπλα στη Melisa.

«Είκοσι λεπτά νωρίτερα ήρθες. Νέο ρεκόρ!» την πληροφορεί ειρωνικά, χειροκροτώντας παράλληλα. Η κοπέλα δίπλα μου τινάζει με χάρη τα σγουρά μαλλιά της, και του γελάει με νάζι.

«Αγάπη μου, πρέπει να διατηρήσω κάπως την φήμη μου!» κάθεται σταυροπόδι με ύφος πολλών καρδιναλίων, κάνοντας με να γελάσω.

Στον άνδρα απέναντι μας ωστόσο, δεν φάνηκε το ίδιο αστείο, αφού έμεινε ανέκφραστος να την κοιτάει σοβαρός.

Και γαμώτο, είναι ακόμα πιο όμορφος έτσι.

«Καλά σε λέω εγώ μαλακισμένο.» λέει δήθεν απηυδισμένος, αλλά ένα μικρό μειδίαμα κάνει την εμφάνιση του στα σαρκώδη χείλη του, καθώς κάθεται στη γωνία του καναπέ.

Η κοπέλα δίπλα μου ξινίζει, όμως λίγα δευτερόλεπτα μετά γουρλώνει τα μάτια σαστισμένη.

«Ρε, ξέχασα τις μπύρες. Πω, τι χαζή που είμαι! Θα πάω να τις πάρω τώρα.» πετάγεται απότομα από τη θέση της, πιάνοντας την τσάντα της από το πάτωμα.

«Θες να έρθω μαζί σου;» προσφέρομαι κάνοντας κίνηση να σηκωθώ, όμως γελάει νευρικά.

«Όχι! Όχι, όχι...κάτσε εσύ εδώ, θα πάω εγώ.» με καθίζει ξανά κάτω, έχοντας πια ένα αθώο χαμόγελο.

Τα μάγουλα μου κοκκινίζουν μόλις καταλαβαίνω τι προσπαθεί να κάνει, και αποφεύγω να κοιτάξω τον Lucas. Δεν θέλω να ξέρω πώς είναι το βλέμμα του αυτή την στιγμή.

«Έρχομαι σε λίγο.» μας ενημερώνει παίρνοντας τα κλειδιά και σε δευτερόλεπτα εξαφανίζεται, αφού πρώτα μας κλείσει το μάτι.

Διακριτική πάνω απ'όλα!

Η μονόχωρη συμπαθητική γκαρσονιέρα βυθίζεται σε μια άνετη σιωπή και ο μόνος ήχος που ακούγεται, είναι από τα χαρτάκια που κολλάει ο Lucas για να φτιάξει το στριφτό του.

Μάλλον του τελείωσαν οι κατοστάρες.

Το βλέμμα μου δεν μπορεί να ξεκολλήσει από πάνω του. Στο ποσό περίτεχνα χρησιμοποιεί τα δάχτυλα του για να κολλήσει τα χαρτάκια, στον τρόπο που σμίγουν τα φρύδια του, στα σκοτεινά του μάτια.

Το στόμα μου ξεραίνεται στη θέα των μισάνοιχτων χειλιών του και, νιώθω πως θα έδινα τα πάντα για να ήμουν η τζιβάνα ανάμεσα τους.

Η σκέψη αυτή με κάνει να κοκκινίσω ακόμα περισσότερο κι από τη μηχανορραφία της Melisa και θέλω να χαστουκίσω τον εαυτό μου.

Ελεεινή Αυγή!

Ο κόκκινος αναπτήρας του που ανάβει με ένα μικρό τίναγμα των δαχτύλων του, δίνει ζωή στο στριφτό του και αφού εισπνεύσει μια γερή τζούρα από το ναρκωτικό, το δωμάτιο γεμίζει με καπνό.

Γέρνει το κεφάλι προς τα πίσω και απλώνεται στον καναπέ. Ο καπνός που πλανάται στον χώρο, τον κάνει να φαίνεται ακόμα πιο επικίνδυνος και αυξάνει τους φόβους μου.

Είναι τόσο λάθος να μπλέξεις μαζί του Αυγή. Τόσο, μα τόσο λάθος.

«Θέλεις;» με ρωτάει μόλις καταλαβαίνει πως τον κοιτάω επίμονα.

Γνέφω θετικά κάπως διστακτικά.
Αν το μάθει η Θάλεια θα με σκοτώσει.

Τείνει τον μπάφο προς το μέρος μου, όμως λίγο πριν το πιάσω απομακρύνει το χέρι του. Τον κοιτάω με απορία.

«Έχεις ξανά καπνίσει ποτέ;» τα μάτια του καρφώνονται στα δικά μου και σκαλώνω για μερικά δευτερόλεπτα. Με μαγνητίζει.

«Όχι.» η φωνή μου ακούγεται πιο χαμηλά από την καρδιά μου και αυτό για κάποιο λόγο με κάνει να ξεροκαταπιώ.

Μου χαμογελάει κάπως αινιγματικά. Το σφίξιμο στο στομάχι φωνάζει πόσο αγχωμένη νιώθω και όταν αρχίζει να με πλησιάζει, αυτό το άγχος μόνο αυξάνεται.

«Είσαι εντάξει με το να ανοίξεις λιγάκι τα χείλη σου και να φυσήξω μέσα τον καπνό;» η απαλότητα με την οποία χρησιμοποιεί αυτά τα λόγια, με κάνει να αισθανθώ ότι δεν μπορώ να του αρνηθώ τίποτα.

Και γαμώτο, ξέρω πόσο λάθος είναι αυτή η σκέψη, κυρίως αν την κάνω πράξη.

Έρχεται πολύ κοντά μου και νιώθω να ζαλίζομαι. Άραγε φταίει ο καπνός, ή τα μάτια του;

Εισπνέει λίγο από τον εθισμό και με ένα του πλάγιο χαμόγελο, σαν σήμα κατατεθέν, ανοίγω ελαφρά τα χείλη μου.

Θα λιποθυμήσω.

Είναι μακριά μου μόλις μερικά εκατοστά. Σκύβει το κεφάλι ελαφρά και με κοιτάει έντονα στα μάτια.

Τελικά, γυρνάει το κεφάλι απότομα στο πλάι, φυσάει τον καπνό και πριν προλάβω να ρωτήσω τί και πώς, περνάει το χέρι του γύρω από το λαιμό μου και ενώνει τα χείλη μας δυνατά.

Ανταποκρίνομαι αμέσως, τυλίγοντας τα χέρια μου γύρω από τη μέση του. Με κολλάει πάνω του και εγώ δεν χάνω χρόνο.

Τα χείλη του, που πεινασμένα γεύονται τη γεύση μου, ταιριάζουν απίστευτα με τα δικά μου σαν δύο κομμάτια παζλ που φτιάχτηκαν το ένα για το άλλο. Όταν η γλώσσα του αγγίξει τη δική μου, σαν να με διαπερνά ρεύμα τινάζομαι και τον τραβάω πάνω μου ακόμα περισσότερο.

Στα τυφλά αφήνει το τσιγάρο στο τασάκι δίπλα μας και με αγκαλιάζει σφιχτά και με τα δύο χέρια, λες και φοβάται ότι θα φύγω. Η καρδιά μου, σαν μελωδία των αγγέλων, συγχρονίζεται με τη δική του χτυπώντας ανεξέλεγκτα το στέρνο μου.

Καίγομαι.
Γαμώτο, καίγομαι.

Απομακρύνεται όταν έχουμε μείνει πια χωρίς ανάσα. Τα βλέφαρα μου ανοίγουν αργά και κοιτάω απευθείας τα, ελαφρώς, πρησμένα χείλη του.

«Ν-νόμιζα πως...» καταπίνω αργά.
«Πως θα...θα φυσούσες τον καπνό...» τραυλίζω ξέπνοη.

Χαμογελάει και γελάει απαλά ταυτόχρονα, προκαλώντας και το δικό μου χαμόγελο.

«Δεν θα σου έδινα ποτέ να κάνεις τέτοιες μαλακίες.» ψελλίζει και το αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο, με φιλάει ξανά.

Στο φιλί του γεύομαι το πάθος. Μια νότα δυόσμου ανακατεμένη με τσιγάρο, σκάει σαν βόμβα στο στόμα μου κάνοντας με αλοιφή. Πέφτω με τα μούτρα στο συναίσθημα που μου προσφέρει και το μυαλό μου θολώνει.

Μέσα κεφάλι μου πια, δεν υπάρχει τίποτα. Ούτε λογική, ούτε ορθή κρίση. Μόνο το όνομα του και καπνός.

Απαλός, ζεστός, καπνός.


























Γειά σας κοτοπουλάκια μου!🐥

Τι κάνετε; Πώς είστε;
Ελπίζω καλά!

Πείτε μου τα νέα σας! Εγώ έχω κουραστεί πολύ αυτές τις μέρες. Όλα αυτά που έγιναν και γίνονται με τον λογαριασμό μου με έχουν εξαντλήσει. Είναι κουραστική κι επίπονη διαδικασία.

Γι'αυτό και σκέφτομαι να γράφω πολύ λίγα πράγματα στο σημείωμα συγγραφέα στα παλιά και να συνεχίσω τον σχολιασμό στα καινούργια. Λογικά θα είναι πολύ λίγα από τα παλιά κεφάλαια που θα σχολιάζω. Θα δω.

Το σημερινό είναι ένα από αυτά οπότε, ΠΆΜΕ ΣΤΟ ΚΕΦΆΛΑΙΟ;

Πέτρος και Θάλεια εξακολουθεί να είναι ό,τι καλύτερο έχω γράψει ΣΕ ΌΛΑ ΤΑ ΕΠΊΠΕΔΑ. Πάντα οι διάλογοι ανάμεσα τους με κάνουν να χαίρομαι. Ό,τι κι αν λένε.

Σας το είχα πει και τότε, θα το πω και τώρα: Τ Ρ Ε Ξ Τ Ε να ακούσετε το τραγούδι του Sol. Απλά τρέξτε.

Οκ αλλά όποτε διαβάζω το πρώτο τους φιλί τρελαίνομαι ρε παιδιά! Είναι από τις σκηνές για τις οποίες νιώθω ένα τσακ παραπάνω περήφανη από το συνηθισμένο.

Μ' αρέσει γιατί είναι το μόνο μου ζευγάρι που δεν ξεκίνησε τη σχέση τους με καυγά! Που φιλήθηκαν χωρίς να έχουν τσακωθεί/βριστεί/φωνάξει. Που ήταν ήρεμα! Μετά στράβωσε το πράγμα.

Το κεφάλαιο ανήκει στην _Vis_Absoluta_ που ένα βράδυ της είχα εξομολογηθεί πως θα είναι το πρώτο τους φιλί και καύλωσε η ψυχούλα της και το περίμενε πώς και πώς. Επίσης, Ίων, να σου πω ακόμα ένα τεράστιο ευχαριστώ για τη στήριξη σου. Είσαι υπέροχη❤️

*αν δεν έχετε διαβάσει ακόμα Dandelion και Undergound ΤΡΈΞΤΕ ΞΑΝΆ*

Αυτά.

Αν σας άρεσε το κεφάλαιο ψηφίστε και σχολιάστε.

Αντιιιιοοοοςςς🥰🍟

-Δέσπ.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro