Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

88. Στάδιο τρίτο: Διαπραγμάτευση.

~Στον έρωτα, όπως και στον πόλεμο, όταν ένα φρούριο αρχίζει διαπραγματεύσεις, είναι ήδη παραδομένο κατά το ήμισυ.~

•Μαργαρίτα των Βαλουά, 1553-1615, Βασίλισσα της Ναβάρας και της Γαλλίας.

Τριτοπρόσωπη αφήγηση.

«Ο καρκίνος του κόλπου είναι πολύ σπάνιος σε γυναίκες μικρής ηλικίας, όμως ακόμα κι όταν συμβαίνει είναι συνήθως άνω των είκοσι. Πρώτη φορά στην καριέρα μου συμβαίνει σε έφηβη.» ο Kevin Spencer ογκολόγος τα τελευταία τριάντα χρόνια της ζωής του, εξηγεί στους γονείς της Αυγής μερικά πολύ απλά πράγματα για την αρρώστια από την οποία νοσεί, σημειώνοντας κάτι σε ένα χαρτί.
«Συνήθως η γυναίκα αργεί να το καταλάβει. Βλέπετε, είναι τέτοια τα συμπτώματα που δεν πάει εύκολα το μυαλό: πόνος στην κοιλιακή χώρα ή τον κόλπο, μικρή ή μεγάλη αιμορραγία, ακόμα και πόνος κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης. Όμως, ακόμα κι αυτά, εμφανίζονται όταν ο καρκίνος έχει προχωρήσει ήδη αρκετά. Μερικές φορές, περισσότερο απ' όσο μπορούμε να ελέγξουμε.» η απάθεια με την οποία τα λέει, έρχεται σε τρομερή αντίθεση με το γοερό και ασταμάτητο κλάμα της Θάλειας. Εύχεται να μπορούσε να πάρει τη θέση της.

«Μπ-μπορεί όμ...όμως το παιδί μου να θεραπευτεί, έτσι δεν είναι; Θέλω να πω...είναι μόλις δεκαεπτά! Όλη η ζωή είναι μπροστά της! Τώρα αρχίζει!» ποτέ ξανά στα τριάντα-εννιά χρόνια της ζωής της δεν έχει νιώσει έτσι. Λες και κάποιος έχει πάρει στα χέρια του την καρδιά της και την χτυπάει με σφυρί.
«Θα...θα κάνουμε θεραπείες, θα κάνουμε κι άλλες εξετάσεις, θα την πάμε στους καλύτερους γιατρούς! Τα λεφτά δεν είναι πρόβλημα όταν πρόκειται για την υγεία της! Αρκεί να γίνει καλά! Θα γίνει καλά, σωστά;» ρωτάει ξανά μέσα στο παραλήρημα της. Τα μάτια της είναι καρφωμένα στη μορφή του. Ο γιατρός μπορεί να δει με ευκολία στα μάτια του Πέτρου και της Θάλειας την ανάγκη για μια θετική απάντηση. Παίρνει μια βαθιά ανάσα.

«Κοιτάξτε, θα είμαι ειλικρινής.» αρχίζει. Και αυτές οι τέσσερις λέξεις είναι αρκετές για να κάνουν την Θάλεια να σπαράξει και τον Πέτρο να χάσει κι άλλο το χρώμα του. Η ώρα είναι μόλις δώδεκα παρά είκοσι το βράδυ και είναι ολοφάνερο πως η μέρα που πρόκειται να ξημερώσει θα είναι πολύ δύσκολη για όλους.
«Ο καρκίνος δεν είναι κάτι με το οποίο μπορούμε να διαπραγματευτούμε. Σε πρώτη φάση, πρέπει να γίνουν κι άλλες εξετάσεις, ώστε να δούμε αν είναι καλοήθης ή όχι. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, πως είναι σε προχωρημένο στάδιο και το τελευταίο που χρειαζόμαστε είναι να είναι κακοήθης.» σταματάει ξανά και φτιάχνει τη γραβάτα του. Στην δεύτερη παύση του, η Θάλεια νιώθει την ανάγκη να τον πιάσει από το πέτο και να του ουρλιάξει να κόψει τις μαλακίες.

«Έπειτα, υπάρχουν τρόποι να σταματήσουμε την εξάπλωση και τον πολλαπλασιασμό των καρκινικών κυττάρων. Οι περισσότερες γυναίκες επιλέγουν την χειρουργική επέμβαση, όμως στην περίπτωση της κόρης σας κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφικό. Οπότε, μας μένει η ακτινοθεραπεία και, φυσικά, η χημειοθεραπεία.» ρουφούν κάθε λέξη που βγαίνει από τα χείλη του σε μια προσπάθεια να μη χάσουν το μυαλό και τη λίγη ελπίδα που τους έχει απομείνει.
«Όπως και να 'χει, η κόρη σας πρόκειται να δώσει μια πολύ δύσκολη μάχη. Να είστε προετοιμασμένοι για όλα.» τα χείλη τους αρχίζουν να τρέμουν στην τελευταία φράση και καμία ανάσα δεν βγαίνει από τα πνευμόνια τους. Όλες έχουν παγιδευτεί εκεί μέσα.

Ανταλλάσσουν ένα βλέμμα.
'Θα χάσουμε την κόρη μας;' σκέφτονται. Και η σκέψη τους σκοτώνει.

Αυγή.

«Πώς είσαι, ψυχή μου;» η μαμά μου, φανερά αναστατωμένη μπαίνει στο αποστειρωμένο δωμάτιο που με έχουν βάλει. Μυρίζει καθαριότητα, όμως λερώνει την ψυχή μου. Δεν ξέρω πώς γίνεται. Η ατμόσφαιρα αυτού του δωματίου είναι τόσο βαριά. Τόσο αποπνικτική. Τα μάτια της είναι κατακόκκινα και φαίνεται στο πρόσωπο της ότι έχει κλάψει. Πίσω της ακολουθεί ο Πέτρος.

Γιατί κλαις, μαμά;
Μην κλαις, είμαι καλά αλήθεια!

«Καλά. Πονάω βέβαια λίγο στην κοιλιά, αλλά καλά. Τι είπαν οι γιατροί; Γιατί έγινε όλο αυτό;» τεντώνω το κορμί μου κάτω από την νοσοκομειακή κουβέρτα, περιμένοντας καρτερικά να ακούσω. Τρόμαξα πολύ απόψε. Ανταλλάσσουν ένα ύποπτο βλέμμα. Η μαμά μου δεν μπορεί να συνεχίσει, το πρόσωπο της κοκκινίζει κι άλλο. Μοιάζει λες και θα καταρρεύσει. Με τρομάζει κι άλλο αυτό.

«Αυγή μου» η βελούδινη φωνή του μου τραβάει την προσοχή. Γυρίζω το βλέμμα μου πάνω του, έτοιμη να του ουρλιάξω να φύγει, να χαθεί από μπροστά μου! Ωστόσο, το αίμα μου στα ρούχα του διώχνει τα νεύρα μου μακριά. Φάνηκε να ανησυχεί πάρα πολύ όταν με είδε...έτσι. Μοιάζει κι αυτός διαλυμένος. Μια σκέψη στριφογυρίζει στο μυαλό μου. Με νοιάζεσαι ακόμα, Πέτρο; Με νοιάζεσαι παρά τα όσα σου έχω πει;
«ο γιατρός είπε ότι...ότι...» τα μάτια του βουρκώνουν, παρόλα αυτά συνεχίζει να μου χαμογελάει όσο πιο τρυφερά μπορεί. Για ένα δευτερόλεπτο κοιτάζω πάλι τη μαμά μου. Μου χαϊδεύει τα μαλλιά.
«ότι διαγνώστηκες με καρκίνο του κόλπου.» ένας λυγμός τον πνίγει.

Καμπάνες πένθιμες ηχούν αυτόματα στ' αυτιά μου. Μια σουβλιά στην αριστερή πλευρά του στήθους μου με κάνει να μορφάσω και να αγγίξω επιτόπου εκεί. Λες και η καρδιά μου δεν μπορεί να αντέξει ένα ακόμα πλήγμα. Σφίγγω τα δόντια. Το παρατηρούν και έρχονται ακόμα πιο κοντά μου, θέλοντας να βοηθήσουν. Ο λαιμός μου έχει στεγνώσει και νιώθω πως οι λέξεις έχουν στερέψει μέσα μου.

Διαγνώστηκα με...τι;

«Δεν...δεν μπορεί...» γελάω νευρικά.
«Λάθος θα έγινε. Λάθος δεν θα έγινε;» κοιτάω τους γονείς μου που δεν μιλάνε. Μόνο κλαίνε, προσπαθώντας να μείνουν χαμογελαστοί. Βουρκώνουν και τα δικά μου μάτια στη σιωπή τους. Έχω καρκίνο;
«Όχι, όχι! Λάθος έγινε. Θα πάμε και σε άλλους γιατρούς, θα...θα κάνω κι άλλες εξετάσεις! Θα το δείτε ότι είναι λάθος! Δεν μπορεί να είναι κάτι άλλο! Θα...θα...» δεν κρατιέμαι άλλο. Ξεσπάω σε λυγμούς. Νομίζω πως θα καταρρεύσω μπροστά τους. Κοιτούν και πάλι ο ένας τον άλλον με απόγνωση. Δεν γίνεται, δεν γίνεται!
«Είμαι δεκαεπτά!» το λέω λες και αν το ακούσει κάποιος, θα σταματήσει όλο αυτό. Ένας αβάσταχτος πόνος παντού στο σώμα μου με τσακίζει. Σκουπίζω τα δάκρυα μου, θέλοντας να τα σταματήσω. Ώστε, μπορώ ακόμα να κλάψω...
«Υπάρχει θεραπεία;» ψελλίζω, περνώντας τα χέρια μου μέσα από τα μαλλιά μου.

Ώστε, αυτό ήταν;
Πέρασα όλα αυτά για να τελειώσει έτσι;
Όχι! Όχι! Δεν θα ορίσει το τέλος μου ένας γιατρός με το επιτελείο του!

«Φυσικά και υπάρχει θεραπεία! Θα κάνουμε τα πάντα, μ' ακούς; Τα πάντα!» η μαμά μου προσπαθεί να με πείσει ότι θα τα καταφέρω, κουνώντας με από τους ώμους σαν πάνινη κούκλα. Μπορώ να δω την ανάγκη της να συμφωνήσω, να προσπαθήσω, να μην τα παρατήσω. Κουνάω το κεφάλι θετικά και δεν κρατιέται κανένας από τους δύο. Με βάζουν στην αγκαλιά τους. Προσπαθώ να σταματήσω το κλάμα μου, μα δεν τα καταφέρνω. Ούτε εκεί τα καταφέρνω.

Η μαμά μου προσπαθεί ακόμα να με πείσει ότι όλα θα πάνε καλά. Η μαμά μου δεν έχει πείσει ακόμα τον εαυτό της. Η μαμά μου φοβάται ότι θα με χάσει.

Μαμά...λυπάμαι.

Τριτοπρόσωπη αφήγηση.

Όταν το τηλέφωνο της Melisa και της Lyra χτύπησε το πρωί της εικοστής-δευτέρας Ιουλίου και ώρα δέκα και μισή, και οι δύο παραξενεύτηκαν. Ήταν η Αυγή που τους ζητούσε να βρεθούν στη γνωστή καφετέρια, γιατί ήθελε να τους μιλήσει. «Ένας απλός καφές», τους είπε. Ωστόσο, υπήρχε κάτι στον τόνο της που καμιά από τις δύο κοπέλες δεν κατάφερε να ανιχνεύσει. Και να τες τώρα! Στην είσοδο της γεμάτης καφετέριας να περιμένουν με απορία τη χαμογελαστή Αυγή να τους μιλήσει.

«Aaron!» σηκώνει το χέρι της και το κουνάει για να του τραβήξει την προσοχή. Ο σερβιτόρος χαμογελάει και την πλησιάζει, κρατώντας στα χέρια του ένα δίσκο γεμάτο με άδεια ποτήρια. Πλησιάζει, λοιπόν, και της αφήνει ένα τρυφερό φιλί στο μέτωπο, που κάνει την Lyra να φουντώσει από ζήλια. Είναι από τους πρώτους που έμαθε για την αρρώστια και, προς έκπληξη πολλών αλλά όχι της Αυγής, το αντιμετώπισε με ψυχραιμία.
«Παίζει να υπάρχει κάνα τραπέζι;» ρωτάει σχεδόν αμέσως μετά την γρήγορη αγκαλιά και το φιλί στα κλεφτά που του παίρνει.

«Καλώς τες! Για τρία άτομα;»

«Τέσσερα!» τον διορθώνει. Η Melisa την κοιτάει με απορία, όσο η Lyra αρχίζει να μετράει τα άτομα δείχνοντας τα με το δείκτη της, όπου και συνειδητοποιήσει πως είναι τρεις. Τώρα κοιτάει και αυτή την Αυγή απορημένη και μπερδεμένη. Ο Aaron σκανάρει με το βλέμμα του το χώρο και ύστερα τους κάνει νόημα να περάσουν.

«Ποιον περιμένουμε;» δεν κρατιέται και ρωτάει, πειράζοντας νευρικά τα ίσια καστανόξανθα μακριά μαλλιά της. Νιώθει πολύ άβολα· έχει να τη δει από τότε που της παραδέχτηκε ότι έχει συναισθήματα για εκείνη και δεν έχουν συζητήσει ούτε λίγο σχετικά με αυτό. Παρόλα αυτά, την απάντηση της τη δίνει η εξίσου μπερδεμένη φωνή πίσω τους.

«Γεια.» ψελλίζει με δισταγμό. Τόσο η Melisa, όσο και η Lyra γυρνούν και κοιτούν σοκαρισμένες τον μόνο άνθρωπο που ουδέποτε περίμεναν να δουν σε αυτό το τραπέζι. Έπειτα, κοιτούν ξανά την Αυγή που, ντυμένη με ένα καθημερινό λιλά μέχρι το γόνατο φόρεμα, απλά χαμογελάει ήρεμα. Δεν καταλαβαίνουν. Κοντεύει να τους στρίψει.

«Claire;» οι φωνές τους μπλέκονται και προκαλούν ένα μικρό γέλιο στην Ελληνίδα. Αυτό, ωστόσο, μονάχα εντείνει τον πανικό τους και ακόμα και τη στιγμή που η φίλη τους κάθεται δίπλα στην Αυγή δεν ξέρουν αν θα μιλήσουν, ή αν η κοπέλα έχει χάσει κάθε ψήγμα λογικής και πρόκειται να της επιτεθεί μπροστά σε όλους.

«Τι στον πούτσ-»

«Melisa!» την επιπλήττει η Γαλλίδα, που ούτε η ίδια γνωρίζει γιατί βρίσκεται εκεί, βγάζοντας το απαλό ροζ φουλάρι από το λαιμό της. Ταιριάζει όμορφα με το γαλάζιο της φόρεμα. Η Lyra στριφογυρίζει τα μάτια, ενώ η Αυγή χαμογελάει πικρά στην εικόνα τους.

'Σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα..' η σκέψη αυτή την κομματιάζει.

«Αυγή...» δεν ξέρει τι να της πει. Έχει να τη δει από εκείνο το μεσημέρι που τα ξεφούρνισε όλα μπροστά στα παιδιά. Η κοπέλα το καταλαβαίνει αυτό με ευκολία. Αν μη τι άλλο, καμία από τις δύο δεν χάρηκε με αυτό που έγινε. Έχουν ένα κοινό παρελθόν που τις πληγώνει. Πολύ.
«γιατί μας έφερες εδώ;» η απορία της είναι η ίδια με αυτή των κοριτσιών. Οπότε, παίρνει μια βαθιά ανάσα και μιλάει.

«Πριν τρεις μέρες διαγνώστηκα με καρκίνο του κόλπου.» μπαίνει απευθείας στο ψητό, χωρίς να τις κοιτάει. Το βλέμμα της μένει καρφωμένο στο μικρό βαζάκι με το κερί στη μέση της. Οι κοπέλες χάνουν τη γη κάτω από τα πόδια τους. Η Melisa γουρλώνει επιτόπου τα μάτια, τα χείλη της Claire χωρίζονται από το σοκ και η Lyra...η Lyra βουρκώνει. Ένας απότομος πόνος στην καρδιά της κόβει την ανάσα και μια ζάλη την καλύπτει. Σφίγγει τα δάχτυλα της γύρω από το τελείωμα στο σορτσάκι της.
«Είναι σε προχωρημένο στάδιο και...οι πιθανότητες να τα καταφέρω είναι λιγότερες. Μεθαύριο ξεκινάω θεραπεία αλλά...» κάνει μια παύση. Είναι πολύ δύσκολο να τα λέει δυνατά όλα αυτά. Και δεν το έχει πει ακόμα στην Αλεξάνδρα. Δεν μπορεί να πιστέψει ακόμα ότι συμβαίνει σε αυτή. Ο Aaron αφήνει στα βουβά ένα μπουκάλι νερό με τέσσερα ποτήρια. Ξέρει για τι πράγμα μιλάνε, οπότε δεν τις ενοχλεί. Κάνει τη δουλειά του σιωπηλά. Της δίνει ένα χαμόγελο δύναμης προτού φύγει.
«δεν ξέρω, ο γιατρός δεν φαίνεται ιδιαίτερα αισιόδοξος. Οπότε, ήθελα απλά να περάσω ένα ήρεμο απόγευμα με τις φίλες μου, μακριά από όλο αυτό το δράμα και το κακό. Δεν με νοιάζει τίποτα. Ούτε τα ναρκωτικά, ούτε οι παράνομοι δεσμοί, ούτε τα μυστικά και τα ψέματα. Γι'αυτό σας κάλεσα. Θέλω να ζήσω λίγες στιγμές από την παλιά μου ζωή.» είναι κάτι παραπάνω από ειλικρινής, γεγονός που τις πονάει ακόμα περισσότερο.

Στο τραπέζι τους πέφτει μια επίπονη, βαριά, ατελείωτη σιωπή. Για λίγο καμία δεν μιλάει, καμία δεν ξέρει τι να πει. Προσπαθούν να διατηρήσουν την ψυχραιμία τους, μα μια από αυτές δεν τα καταφέρνει. Η Lyra που όλη αυτή την ώρα παλεύει για μια ανάσα, σπάει. Ξεφεύγει ένας λυγμός. Σπρώχνει την καρέκλα της με λύσσα προς τα πίσω και τρέχει σαν τρελή προς τις τουαλέτες, τραβώντας μερικά βλέμματα. Κλειδώνεται σε μια από αυτές και δεν κρατιέται άλλο, ξεσπάει σε κλάματα. Και μόνο στην ιδέα ότι η Αυγή δεν θα τα καταφέρει, ένας πόνος απλώνεται παντού στην καρδιά της. Δεν το αντέχει. Δεν μπορεί να ηρεμήσει. Προσεύχεται στο Θεό να πάνε όλα καλά. Δεν την νοιάζει αν θα είναι με τον Lucas, ή τον Aaron. Δεν την νοιάζει αν θα φύγει από τη Νέα Υόρκη και τη χάσει. Το μόνο που θέλει είναι να είναι καλά. Ό,τι κι αν σημαίνει αυτό.

Τα κορίτσια ανταλλάσσουν ένα βλέμμα, καμία δεν ξέρει πώς πρέπει να αντιδράσει. Κι αφού περάσουν ακόμα δύο λεπτά βουτηγμένα στη σιωπή, η Lyra εμφανίζεται φουριόζα. Πλησιάζει την Ελληνίδα και με φόρα γυρνάει την καρέκλα της. Καμία δεν ήξερε ότι έχει τόση δύναμη. Σκύβει ελαφρά και την τραβάει στην αγκαλιά της. Η κοπέλα ενώ στην αρχή σοκάρεται, στη συνέχεια απλώς την αγκαλιάζει πίσω σφιχτά κάνοντας την καρδιά της να χτυπήσει σαν παλαβή. Την λιώνει το άγγιγμα της. Την λιώνει σαν κερί.

«Ξανά πες ότι δεν θα τα καταφέρεις και σου ορκίζομαι, Αυγή, θα σε σαπίσω στο ξύλο!» ψιθυρίζει στο αυτί της. Τη σφίγγει κι άλλο. Χαμογελάει ασυναίσθητα στα λόγια της. Ξέρει ότι θα το κάνει. Γιατί αν υπάρχει ένα πράγμα που η Αυγή βλέπει πλέον καθαρά, είναι την αγάπη της Lyra για το πρόσωπο της. Μια αγάπη που δεν μπαίνει σε κουτί, που δεν ντρέπεται, που δεν περιορίζεται σε κακά στερεότυπα και πεποιθήσεις και που, πλέον, δεν κρύβεται. Κι αρκεί.

«Μπορώ τώρα να έχω το ήρεμο απόγευμα που ζήτησα;» τις κοιτάει και πάλι όταν απομακρυνθούν και η αγκαλιά σπάσει. Γνέφουν θετικά. Βάζει λίγο νερό στο ποτήρι της, αφήνοντας μια ανάσα.
«Ευχαριστώ.» πίνει μια γουλιά από το νερό της.

Οι κοπέλες κοιτάζονται και πάλι.
'Θα χάσουμε τη φίλη μας;' σκέφτονται.
Και η σκέψη τις τσακίζει.

(...)

«Πολύ χαίρομαι που τα βρήκατε ρε μαλακισμένα! Τα νεύρα μου είχατε σπάσει!» τους χαμογελάει, κι εκείνοι γελούν χωμένοι ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Μοιράζονται ακόμα ένα φιλί. Πραγματικά, δεν ξεκολλάνε! Έπειτα, γυρίζει και κοιτάει την πρώην κοπέλα του, ελπίζοντας να γίνει ξανά νυν. Φαίνεται στο βλέμμα της πόσο θαυμάζει τους φίλους τους. Και τη λατρεύει γι'αυτό.
«Άντε και στα δικά μας!» της κλείνει το μάτι παιχνιδιάρικα, με νόημα. Κι ενώ περιμένει από εκείνη να κοκκινίσει και να σκύψει το κεφάλι, η κοπέλα απλά γελάει σχεδόν χλευαστικά.

«Ούτε στα πιο τρελά σου όνειρα.» τον γειώνει χαλαρά. Τον πληγώνει αυτό κι ας μην το δείχνει.

Βρίσκονται οι τέσσερις τους στο σπίτι του Lucas. Ο Paul και η Melisa κάθονται αγκαλιά στο σκαμπό δίπλα στην πόρτα, ο οικοδεσπότης απλωμένος στον μεγάλο καναπέ και η Αυγή, που προς έκπληξη όλων ήρθε αδιαμαρτύρητα, έχει βολευτεί στο ένα και μοναδικό κόκκινο πουφ. Πλάτη στο αναθεματισμένο κρεβάτι που την έχει στοιχειώσει. Όλοι το παρατήρησαν. Κανένας δεν μίλησε. Κι ένιωσε καλά με αυτό.

«Η Ashley πώς το πήρε;» αναρωτιέται μα πραγματική απορία. Στ' αλήθεια την είχε συμπαθήσει πολύ. Το ζευγάρι ανακάθεται και ανταλλάσσει ένα βλέμμα.

«Καλά, σε γενικά πλαίσια. Ήταν κάτι που περίμενε.» ανασηκώνει τους ώμους.

Ξέρουν όλοι σε αυτό το δωμάτιο ότι στεναχωριέται που την έφερε σε αυτή τη θέση, γιατί η αλήθεια είναι ότι κανένας τους δεν θα ήθελε να είναι η Ashley. Και η κάθε Ashley. Γνέφει θετικά, ωστόσο ένας πόνος χαμηλά την κάνει να αγκαλιάσει κάπως τον εαυτό της, να κάτσει πιο σκυφτά. Υποφέρει. Χωρίς καμία υπερβολή. Με χάπια στέκεται στα πόδια της, παρόλο που ο γιατρός της είπε να τα παίρνει με διαφορά έξι ωρών. Ο πόνος έρχεται πάντα νωρίτερα. Το ζευγάρι το παρατηρεί, όμως δεν μιλάει. Ο κολλητός της το έμαθε λίγο μετά τα κορίτσια και τα 'χασε. Δεν ήξερε τι να της πει, απλά την αγκάλιασε.

«Θα πιούμε τίποτα;» αναρωτιέται με χαμόγελο, όταν αντιληφθεί τα έντονα βλέμματά τους πάνω της. Την ενοχλεί αυτό το βλέμμα. Παρόλα αυτά, στην φράση της το κοίταγμα γίνεται ακόμα πιο έντονο, πιο αυστηρό. Αναρωτιούνται· παίζει με τα νεύρα τους, ή με τη ζωή της; Ελπίζουν στο πρώτο.

«Έχω αναψυκτικά, μπύρες και ένα μπουκάλι ουίσκι. Ανοίγω ό,τι θέλετε, αν και νομίζω πως είναι λίγο νωρίς.» γελάει κάπως νευρικά, τεντώνοντας το σώμα του. Η Αυγή ξεροκαταπίνει στον τρόπο που εφαρμόζει το μαύρο μπλουζάκι στο κορμί του, μα θέλει να χαστουκίσει τον εαυτό της σε αυτό. Το τελευταίο που χρειάζεται είναι να μπλέξει ξανά μαζί του.

«Κάνει να πιεις;» σφίγγει τα δόντια σε αυτό. Η φίλη της την κοιτάει με υψωμένο φρύδι. Οριακά την προκαλεί να απαντήσει μπροστά στον Lucas, που δεν έχει ιδέα για όλα αυτά. Το βλέμμα του το επιβεβαιώνει αυτό.

«Πολλά δεν πρέπει να κάνω, αλλά τα κάνω. Ένα ακόμα δεν θα πειράξει!» μοιάζει σαν να μην την απασχολεί ούτε λίγο η υγεία της. Ο Paul φουντώνει στα λόγια της. Νιώθει την ανάγκη να την ταρακουνήσει για να έρθει το μυαλό της στη θέση του, αλλά δεν το κάνει. Μακάρι ένας τους να το είχε κάνει.

Μακάρι...πολλά μακάρι.

«Τι λέτε;» με τα μαύρα του μάτια τη σκανάρει. Προσπαθεί να καταλάβει, αλλά δεν βγάζει νόημα. Δεν του απαντούν. Σχεδόν αγνοούν την ερώτηση του.

«Δεν θα πιεις.» της δηλώνει τελεσίδικα ο Paul. Του γελάει κοροϊδευτικά. Δε δίνει μια για την άποψή τους. Θέλει να κάνει ό,τι κατεβάσει η κούτρα της. Πιστεύει πως δεν της μένει πολύς χρόνος, και θέλει να προλάβει να ζήσει προτού χαθεί. Ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι θα βλάψει κι άλλο την υγεία της. Βαρέθηκε. Τους πάντες και τα πάντα.

Πόσο μαύρες σκέψεις για μια δεκαεπτάχρονη κοπέλα...

«Θα με κάνετε ντα;» τώρα τους προκαλεί κι αυτή, παριστάνοντας τη φοβισμένη. Το τουπέ της, ο τρόπος που τινάζει τα μαλλιά της, το φρύδι της που ανεβαίνει κι άλλο τους οδηγεί στην παράνοια! Δυσανασχετούν στα λόγια της, μα δεν της απαντούν. Τι να της πουν, έτσι κι αλλιώς; Η κοπέλα έχει ξεφύγει μήνες τώρα! Είναι πολύ αργά πια.

«Αυγή γιατί δεν κάνει να πιεις;» ο Lucas επιμένει. Πάλι δεν μιλάει κανείς. Η Melisa θέλει να κλάψει.
«Δεν θα μιλήσει κανένας;» η τραχιά φωνή του τους βυθίζει στις ενοχές. Τουλάχιστον, τους δύο από τους τρεις. Η ανησυχία τον έχει αγκαλιάσει σφιχτά. Δεν ξέρει τι να σκεφτεί!
«Μιλήστε που να με πάρει!» κλωτσάει ασυναίσθητα το τραπεζάκι, κι αυτό σπρώχνεται πιο πέρα. Τινάζονται σε αυτό· ακόμα και η Αυγή που τον έχει συνηθίσει.

«Εγώ φεύγω.» η Melisa τα παρατάει και σηκώνεται όρθια, μαζεύοντας βιαστικά τα πράγματα της. Ξέρει ότι πρέπει να τους αφήσει μόνους.

«Έρχομαι κι εγώ!» ο Paul ακολουθεί. Παρόλο που της έχουν θυμώσει πολύ, δεν παραλείπουν να την αγκαλιάζουν σφιχτά και με αγάπη.

'Κάθε φορά σαν να είναι η τελευταία...' σκέφτεται κάθε φορά. Δεν τους το έχει πει ποτέ, θα τους φρικάρει και το ξέρει.

Τους χαιρετούν μια τελευταία φορά και φεύγουν βιαστικά από το στούντιο. Οι δυο τους μοιράζονται ένα βλέμμα γεμάτο νόημα, αγάπη, θυμό, πάθος κι έρωτα. Η Ελληνίδα δεν μιλάει. Συνεχίζει ήρεμη να τον κοιτάει. Σηκώνεται από τη θέση του και κάθεται στο πάτωμα, δίπλα της. Της περνάει μια τούφα πίσω από το αυτί κι όλο της το σώμα ανατριχιάζει. Ο ηλεκτρισμός συνεχίζει να υπάρχει στην επαφή τους. Και πάντα θα υπάρχει.

«Γουρουνάκι» της χαϊδεύει το μάγουλο και στον τρόπο που την προσφωνεί αφήνει ένα πικρό γελάκι. Νόμιζε πως δεν θα το ξανά άκουγε, γιατί κάπου, κάποτε, σε έναν από αυτούς τους μήνες που πέρασαν, σταμάτησε να της το λέει. Την πονάει πολύ αυτό.
«γιατί δεν κάνει να πιεις;» κάνει για ακόμα μια φορά την ερώτηση. Τον κοιτάει στα μάτια του πόσο τόσο έχει μισήσει κι άλλο τόσο (και περισσότερο) έχει αγαπήσει και παίρνει μια βαθιά ανάσα. Ίσως την πιο δύσκολη.

Και του λέει. Τα πάντα. Με κάθε λεπτομέρεια, με κάθε τι που ξέρει και δεν ξέρει γι'αυτό που έχει. Και της το κάνει ακόμα πιο δύσκολο. Γιατί λέξη με τη λέξη, τα μάτια του κοκκινίζουν, βουρκώνουν, δακρύζουν. Το θεωρεί άδικο! Σχεδόν έντεκα χρόνια βουτηγμένος στα ναρκωτικά και είναι τόσο υγιής κι εκείνη... εκείνη τόσο μικρή, τόσο μακριά από όλα αυτά, κι όμως είναι αυτή που κινδυνεύει να χαθεί. Ώσπου, δεν αντέχει να την ακούει άλλο. Κλείνει τα αυτιά του και κουλουριάζεται μπροστά της. Οι λυγμοί τον πνίγουν! Ξεσπάει σε θρήνο, κάτω από το απαθές βλέμμα της.

«Όχι, όχι! Μη λες άλλα! Σκάσε, ακούς! Σκάσε!» τραντάζεται, τραβώντας την στην αγκαλιά του. Λες κι αυτό θα την προστατεύσει. Λες και η ίδια η αγκαλιά του δεν της έχει προκαλέσει ήδη απίστευτα προβλήματα! Η Αυγή έχει σχεδόν σοκαριστεί. Δεν περίμενε πως θα το πάρει τόσο βαριά. Δεν ξέρει αν πρέπει να απομακρυνθεί από το άγγιγμα του όσο είναι νωρίς, ή αν απλά καθίσει για λίγο εκεί.

Εξάλλου, πόσο κακό μπορεί να είναι αυτό;

«Lucas, ακόμα κι αν σταματήσω να μιλάω γι'αυτό, δεν σημαίνει ότι θα πάψω να είμαι άρρωστη! Δεν λειτουργεί έτσι αυτό!» του χαϊδεύει το μπράτσο παρηγορητικά προσπαθώντας να μη γελάσει, τη στιγμή που εκείνος θα έπρεπε να την παρηγορεί. Στα λόγια της τη σφίγγει κι άλλο πάνω του. Αρνείται πεισματικά να την ακούσει. Κουνάει το κεφάλι σαν τρελός. Τη βουτάει από τα μάγουλα και την κοιτάει γεμάτος πανικό. Ψάχνει στο βλέμμα της τη θλίψη, το δάκρυ, έστω ένα κοκκίνισμα! Μα δεν υπάρχει τίποτα.

'Πώς γίνεται να μην υπάρχει τίποτα;'

«Δεν θα πάθεις τίποτα!» αφήνει ένα βιαστικό φιλί στην άκρη των χειλιών της.
«Μ' ακούς, Αυγή;» συνεχίζει. Το φιλί του βαθαίνει για δυο δευτερόλεπτα και πιάνει τον εαυτό της να αναστενάζει στην ανάσα που βγαίνει από τα πνευμόνια της. Λες κι ανασαίνει πρώτη φορά. Τυλίγει τα δάχτυλα της γύρω από τα μαλλιά του. Τα τραβάει ελαφρά.
«Τίποτα! Είσαι μια χαρά!» περνάει τα χέρια του γύρω από μέση της, κολλώντας την πάνω του. Η καρδιά του, που χτυπάει ενάντια στη δική της, την τρελαίνει! Και για λίγο, ξεχνάει ποιος είναι ο άνδρας που φιλάει. Ξεχνάει και ό,τι της έχει κάνει. Η γαζία που εισβάλλει στο οσφρητικό της πεδίο, της θυμίζει όλους τους λόγους που τον αγαπάει. Και ξεχνάει ότι τον μισεί.

Γιατί είναι το ναρκωτικό της.
Και υποκύπτει. Πάντα (θα) υποκύπτει.

«Είναι η τελευταία φορά!» του λέει, όταν τυλίξει τα πόδια της γύρω του. Κουνάει το κεφάλι θετικά, βουτώντας πεινασμένα στο στήθος της. Στην αίσθηση ανατριχιάζει. Κανένα άγγιγμα πάνω σε αυτό τον κόσμο δεν είναι σαν το δικό του. Κανένα δεν είναι το δικό του.
«Υποσχέσου μου ότι είναι η τελευταία φορά!» τον σφίγγει πάνω της, καθώς τον σπρώχνει προς τα κάτω θολωμένη. Το μόνο που θέλει είναι τα χείλη του πάνω της.

Ούτε που καταλαβαίνει ποτέ της ξεκουμπώνει το παντελόνι και το κατεβάζει μαζί με το εσώρουχο. Έχουν τόση ανάγκη ο ένας τον άλλον, που δεν μπορούν να διανοηθούν πόσο λάθος είναι αυτό που συμβαίνει! Μοιάζει λες και προσπαθούν να διαπραγματευτούν με τα όσα νιώθουν. Λες και υπάρχει έστω και μισή περίπτωση αυτή η φορά που πέφτουν με τα μούτρα στα συναισθήματα τους, να είναι όντως η τελευταία.

«Υπόσχομαι, μωρό μου!» σκύβει ανάμεσα στα πόδια της. Ο λαιμός της ξεραίνεται.
«Είναι η τελευταία φορά!» η γλώσσα του αγγίζει το κορμί της.

Αυτό που και οι δύο ξέχασαν για ακόμα μια φορά είναι πως, αρρώστια που δεν μπορεί να θεραπευτεί δεν είναι ο καρκίνος που η Αυγή νοσεί, αλλά το πάθος που νιώθουν ο ένας για τον άλλον. Αυτό είναι μια αρρώστια που δεν διαπραγματεύεται.

Και δυστυχώς για όλους, ούτε θεραπεύεται.


























Να χαιρετήσω;....
Θα χαιρετήσω!

Γειά σας κοτοπουλάκια μου!🐥

Τι κάνετε; Πώς είστε;
Ελπίζω καλά!

Πείτε μου τα νέα σας! Εγώ τα ίδια, βαρετά! Σχολή, δουλειά, προσωπική ζωή, και φυσικά wattpad!

Πάμε στο κεφάλαιο;

Καρκίνος του κόλπου. Εκχεμ...
Δώστε μου τουλάχιστον την ευκαιρία να φύγω, προτού έρθετε σπίτι μου. Δώστε μου ένα προβάδισμα!

Ντάξει παιδιά, νομίζω πως είναι ό,τι χειρότερο έχω κάνει μέχρι στιγμής στη Θάλεια και τον Πέτρο! Η Αυγή δεν νομίζω πως το έχει συνειδητοποιήσει ακόμα. Και θα καταλάβετε στα επόμενα τι εννοώ.

Είδαμε Claire μετά από αρκετά κεφάλαια και μάλιστα, την είδαμε καλεσμένη από την Αυγή! Ναι παιδιά, δεν έχω όρια. Θα το τραβήξω κι άλλο.

Είδαμε Lyra να λυγίζει στα νέα και να δείχνει ξεκάθαρα πια το αισθάνεται.

Είδαμε Mel και Paul στα καλύτερα τους.

ΕΊΔΑΜΕ ΠΟΥΦ.

Και φυσικά, είδαμε Αυγή και Lucas να κάνουν ακόμα ένα λάθος.

Τι πιστεύετε ότι θα γίνει στο επόμενο;

Αααυτααααα.

Αν σας άρεσε το κεφάλαιο ψηφίστε και σχολιάστε.

Αντιιιιιιοοοοοοοςςςςςς🥰🍟.

-Δέσπ.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro