84. Για δυο ζωές ακόμα.
~Να μπεις,
στην καρδιά μου να μπεις.
Όμορφα όπως κανείς!
Ανθισμένη θα βρεις αμυγδαλιά...
Μείνε, μείνε μη φύγεις ποτέ!
Δεν είχα ζήσει ποτέ,
να μου δώσεις φιλιά,
για δυο ζωές
ακόμα!~
•Στίχοι: Ουρανία Πατέλλη.
Μουσική: Alex Sid.
--------------------------------------------------------------
~Οι πέρα στέρξαντες, οίδε και πέρα μισούσι.
–Αυτοί που αγάπησαν υπερβολικά, αυτοί και μισούν υπερβολικά.~
•Ανώνυμος αρχαίος τραγικός ποιητής
--------------------------------------------------------------
~Εκεί αν έρθεις να με βρεις θα στο χρωστάω, πρόσεχε μόνο που πατάς γιατί πονάω.~
•Rec
Τριτοπρόσωπη αφήγηση.
«Ορίστε!» αφήνει δίπλα του στον καναπέ ένα κοντομάνικο λευκό μπλουζάκι και μια γκρι φόρμα.
«Μπορείς να βάλεις αυτά, τα είχες ξεχάσει φεύγοντας.» περνάει μια τούφα από τα νωπά σγουρά μαλλιά της πίσω από το αυτί, κοιτώντας δήθεν αδιάφορα στο πλάι.
Μα μόνο αδιάφορη δεν είναι.
Η εικόνα του να φεύγει είναι από αυτά που δεν θα ξεχάσει ποτέ όσο ζει.
«Ευχαριστώ.» μουρμουρίζει. Κάνει κίνηση να βγάλει τη μπλούζα του, όμως ένας απότομος πόνος στα πλευρά τον κάνει να μορφάσει και να σταματήσει. Η Θάλεια κρατιέται να μην κλάψει στην εικόνα του τώρα που, επιτέλους, ηρέμησε. Τρεις ώρες μετά το ατύχημα και μετά από μια σειρά ερωτήσεων από αστυνομικούς και την τροχαία, γύρισαν με ασφάλεια στο σπίτι.
«Βρε, Πέτρο μου!» δεν καταλαβαίνει ότι προσθέτει την αντωνυμία, όμως δεν περνάει απαρατήρητη από τον άνδρα μπροστά της που θέλει να τη φιλήσει και μόνο στο άκουσμα αυτής. Τον πλησιάζει και οριακά κλείνει την απόσταση μεταξύ τους.
«Μήπως να πάμε σ' ένα νοσοκομείο; Προληπτικά!» προσπαθεί να τον πείσει, βοηθώντας παράλληλα να βγάλει τα βρεγμένα. Κάνει υπεράνθρωπες προσπάθειες να μην κοιτάξει το κορμί του όσο τον ντύνει· ούτε που θυμάται από πότε έχει να κάνει σεξ.
«Δεν χρειάζεται, αλήθεια! Θα ξαπλώσω απλά κι αν μέχρι αύριο δεν μου έχει περάσει θα πάω.» το τζιν του έχει κολλήσει πάνω του και με δυσκολία το βγάζει. Τα αφήνει σε μια άκρη στο πάτωμα. Ανοίγει το στόμα έτοιμη να προβάλει δέκα διαφορετικές δικαιολογίες, όμως λίγο αφότου φορέσει τη στεγνή φόρμα της πιάνει το χέρι τρυφερά. Η ανάσα της σταματάει.
«Στο υπόσχομαι!» χαμογελάει με ειλικρίνεια και αγάπη που λιώνει τον πάγο γύρω από την καρδιά της. Ξεροβήχει και τραβάει τα χέρια της.
«Θα βάλω ένα ποτήρι κρασί για μένα. Θέλεις;» κατευθύνεται προς την κουζίνα, στρώνοντας το κόκκινο κοντομάνικο μπλουζάκι στο κορμί της.
Ο Πέτρος την χαζεύει με λατρεία που του καίει τα σωθικά σαν πρώτα. Λες και δεν έχει περάσει μέρα από εκείνο το πρωινό που, μπαίνοντας στο σχολείο, της εξομολογήθηκε ότι του αρέσει πολύ. Αναστενάζει σιγανά, προτού ψελλίσει: «Θέλω.»
Λίγη ώρα αργότερα, κάθονται αναπαυτικά στον καναπέ, έχοντας τελειώσει σχεδόν το μπουκάλι με το κόκκινο κρασί. Το μπεζ άλμπουμ που κοιτούν μοιάζει να μην έχει φθαρεί ούτε λίγο, παρά τα χρόνια που έχουν περάσει και τους κάνει να γυρνούν πίσω, σε μέρες δέκα χιλιάδες φορές καλύτερες από αυτές που ζουν τώρα.
«Το θυμάσαι αυτό;» του δείχνει μια φωτογραφία στη δίπλα σελίδα, με την Αυγή να γελάει κρατώντας στην αγκαλιά της έναν τεράστιο λευκό αρκούδο. Ήταν τεσσάρων όταν τραβήχτηκε.
«Είναι τη μέρα που την έπιασε η πνευμονία! Λίγες ώρες πριν ήμασταν στη μαμά σου που της είχε αγοράσει αυτόν τον αρκούδο. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την τσιρίδα που έβγαλε όταν τον είδε.» υπενθυμίζει, χαϊδεύοντας το προσωπάκι της κόρης της. Ο Πέτρος τα θυμάται αυτά έτσι κι αλλιώς με κάθε λεπτομέρεια, παρόλα αυτά χαμογελάει σαν να το ακούει πρώτη φορά.
«Θεέ, δεν έκανε τίποτα χωρίς αυτόν τον αρκούδο για χρόνια!» σχολιάζει ξεφυσώντας.
«Τον λάτρευε και ουδέποτε παράτησε κάποιο από τα αγαπημένα της παιχνίδια! Έπρεπε να διαλυθούν για να τα αφήσει.» κοιτάει κι αυτός το προσωπάκι της μικρής Αυγής.
«Επίμονη, σαν την μαμά της.» τώρα κοιτάει τη Θάλεια, που αφήνει ένα γελάκι. Πίνει ακόμα μια γουλιά από το κρασί.
«Περισσότερο ξεροκέφαλη, σαν τον μπαμπά της.» αντιγυρίζει.
«Ξέρει ότι έρχεται καταστροφή, παρόλα αυτά μένει σε κάτι ελπίζοντας να τα καταφέρει, χωρίς να προσπαθεί να αλλάξει τα άσχημα.» πλέον του μιλάει για ένα θέμα που δεν έχει ιδέα, μα πιάνει το μήνυμα. Δεν ξέρει τι πρέπει να πει, οπότε μένει απλά να την κοιτάει. Νιώθει αβοήθητος που δεν τον αφήνει να την πλησιάσει. Ανασηκώνεται και αφήνει το ποτήρι της στο τραπεζάκι.
«Αρκετές φωτογραφίες για σήμερα.» μονολογεί. Κλείνει το άλμπουμ και το αφήνει κι αυτό στο μαύρο τραπέζι, δίπλα από το ψηλό ποτήρι.
«Ξέρεις ποια πέτυχα τυχαία στο δρόμο;» αλλάζει θέμα, ενώ βολεύεται περισσότερο στον καναπέ. Τον κοιτάει ερωτηματικά και ταυτόχρονα σκέφτεται πως αν η Αυγή δεν είχε πάει να κοιμηθεί στη Melisa, θα είχε ξεσπάσει πόλεμος στο σπίτι.
«Την Παναγιώτου.» αρχικά το όνομα δεν της λέει τίποτα, μα σε δύο δευτερόλεπτα αυτό αλλάζει. Γουρλώνει τα μάτια και ανακάθεται. Πνίγει ένα μειδίαμα στην αντίδραση της.
«Την Χριστίνα;» αφήνει ένα γελάκι καθώς το λέει. Της γνέφει θετικά.
«Περίμενε, μιλάμε για την ίδια; Αυτή που ήμασταν μαζί στο λύκειο;» προσπαθεί να μάθει αν κατάλαβε σωστά.
«Ναι, ναι! Αυτή που ήθελες να δείρεις σε όλο το λύκειο γιατί πίστευες πως μου την έπεφτε!» κουνάει το κεφάλι αποδοκιμαστικά, πίνοντας μια γουλιά από το ποτό του. Αναφωνεί προσβεβλημένη.
«Συγγνώμη;» οριακά δεν πιστεύει αυτό που ακούει.
«Σου την έπεφτε, Πέτρο! Και "πότε θα πάμε για μπάνιο;", και "τι γυμνασμένο σώμα που έχεις!", και "να τα πούμε ιδιαιτέρως καμιά φορά!".» μιμείται κοροϊδευτικά τη φωνή της, πειράζοντας επίτηδες τα μαλλιά της. Ο άνδρας γελάει δυνατά.
«Το θεό της δεν είχε! Με αγνοούσε παραδειγματικά! Αλλά δεν πειράζει, το ποντίκι που έβαλα στην τσάντα της πήρε εκδίκηση για μένα!» προσθέτει μ' ένα σατανικό χαμόγελο, καθώς πιάνει ξανά το αλκοόλ. Γουρλώνει τα μάτια και πνίγεται με το κρασί του.
«Δικό σου έργο ήταν αυτό;» με τις άκρες των δαχτύλων του χαϊδεύει τα χείλη του για να μαζέψει τις δυο-τρεις σταγόνες που ξέφυγαν. Γνέφει θετικά, εντελώς υπερήφανη.
«Θάλεια εσύ σιχαίνεσαι τα ποντίκια!» θέλει να γελάσει δυνατά, όμως τα πλευρά του πονάνε αρκετά για να το κάνει. Οπότε, συγκρατείται.
«Ακριβώς! Κανένας σας δεν σκέφτηκε ότι ήμουν εγώ! Ούτε καν αυτή!» του κλείνει το μάτι με νόημα, αφήνοντας τον άφωνο.
«Και στην τελική, την έπεφτε στο αγόρι μου αγνοώντας με! Καλά της έκανα!» υποστηρίζει μουτρωμένη με μια παιδικότητα που και οι δύο είχαν ξεχάσει ότι είχε. Δεν κρατιέται, γελάει δυνατά.
«Το αγόρι σου, όμως, είχε μάτια μόνο για σένα!» υπενθυμίζει. Καρφώνει τα γαλαζοπράσινα μάτια του στα δικά της, προκαλώντας της ανατριχίλα. Μελαγχολεί απότομα.
«Ναι...» αφήνει μια ανάσα. Κοιτάει το μισό-άδειο ποτήρι της, περνώντας το δείκτη της κυκλικά πάνω από το χείλος.
«Υποθέτω, είναι από αυτά που άλλαξαν με τα χρόνια.» ανασηκώνει τους ώμους πληγωμένη, λίγο πριν αδειάσει το περιεχόμενο του γυάλινου σκεύους με μιας. Ανασηκώνεται να βάλει κι άλλο, όμως της πιάνει το χέρι απαλά. Αρνείται να τον κοιτάξει.
«Αυτό που αισθάνομαι για σένα δεν έχει αλλάξει.» της λέει την αλήθεια. Το ξέρει ότι της λέει την αλήθεια, το βλέπει ότι της λέει την αλήθεια! Δεν θέλει, όμως, ούτε να το ξέρει, ούτε να το βλέπει. Θέλει μόνο ένα πρωί να ξυπνήσει και να μην τον σκεφτεί με άλλη. Κι αυτό το πρωί δεν έχει ξημερώσει ακόμα. Γιατί αν υπάρχει ένα κοινό μεταξύ του Πέτρου και του Lucas, είναι ότι καταδίκασαν τις γυναίκες που αγαπούν όσο τίποτα άλλο στο σκοτάδι. Ένα σκοτάδι βαθύ, τρομακτικό.
Και για μια από αυτές, αιώνιο.
«Σταμάτα να το λες αυτό...» η φωνή της σπάει. Κοιτάει ακόμα μακριά από αυτόν.
«Είμαι μαλάκας, το ξέρω! Και γελοίος είμαι και προδότης, άπιστος, ψεύτης, μα ένα πράγμα μην αμφισβητήσεις ποτέ: το ότι είσαι η γυναίκα που αγαπούσα, αγαπάω και θα συνεχίσω να αγαπάω για όλη μου τη ζωή -κι ακόμα περισσότερες! Μ' ακούς; Σ' αγαπάω περισσότερο από την ίδια μου τη ζωή, Θάλεια! Και θα προτιμούσα χίλιες φορές να πεθάνω απ' το να ζήσω χωρίς εσένα!» τα λόγια του είναι καρφιά που την πονάνε, το άγγιγμα του την καίει και τα δάκρυα δεν αργούν να τρέξουν στα μάγουλα της. Η Θάλεια υποφέρει.
«Τότε γιατί μ' εγκατέλειψες;» γυρίζει και το φλογερό, μα συνάμα δακρυσμένο βλέμμα της τον γεμίζει λύτρωση. Λες και του επιτρέπει να τη δει πραγματικά μετά από καιρό.
«Γιατί αναζήτησες την αγκαλιά κάποιας άλλης; Γιατί όλα αυτά ρε γαμώτο;» τραβάει το χέρι της με δύναμη και σηκώνεται εκνευρισμένη από τον μαύρο καναπέ. Δεν μπορεί να ηρεμήσει το κλάμα της. Είναι λες και όλα όσα καταπιέζει μήνες τώρα, αναβλύζουν ως δάκρυα από τις κόγχες
«Δεν ξέρω!» σηκώνεται κι εκείνος, αγνοώντας τον πόνο στα πλευρά, και την πλησιάζει. Το άρωμα λεμονιού που εκπέμπουν τα μαλλιά της φέρνει μέσα του την άνοιξη και το λατρεύει.
«Είμαι ηλίθιος, το ξέρω! Όμως ούτε που κατάλαβα πότε συνέβη, έχασα τον έλεγχο και σιχαίνομαι τον εαυτό μου γι'αυτό! Και μετανιώνω, Θάλεια· μετανιώνω κάθε μέρα που ξυπνάω μακριά σου!» με τα χέρια του πιάνει τα μάγουλα της και κολλάει το μέτωπο του στο δικό της. Οι ανάσες τους μπερδεύονται μετά από καιρό και η ένταση ανάμεσα τους είναι αποπνικτική.
Πότε δεν ήταν, άλλωστε;
«Ξέρω ότι ποτέ δεν θα νιώσω όπως εσύ εκείνο το απόγευμα, όμως μπορώ να σου πω πώς αισθάνομαι κάθε φορά που σε βλέπω με τον Στέφανο! Μπορώ να σου αναλύσω το μούδιασμα όταν του κρατάς το χέρι, τους χτύπους που χάνω όταν γελάς εξαιτίας του, τον πόνο που νιώθω σε κάθε γαμημένο βλέμμα που του ρίχνεις· είναι σαν σφαίρες, μάτια μου. Σφαίρες που μέσα σε δευτερόλεπτα καίνε το δέρμα μου και καρφώνονται στην καρδιά μου! Σφαίρες που δεν με σκοτώνουν, μόνο μου υπενθυμίζουν το ποσό ελεεινός ήμουν απέναντι σου!» μιλάει γρήγορα χωρίς να χάνει τα λόγια του, με τα μάτια του καρφωμένα ακόμα στα δικά της. Τα χείλη του, οριακά αγγίζουν αυτά της Θάλειας και κάνουν τα γόνατα της να τρέμουν από θλίψη και ταυτόχρονα προσμονή. Μια προσμονή που μισεί με όλη της την καρδιά. Κλαίει ακόμα περισσότερο.
«Κι όταν κοιτάς εμένα...» η χροιά του τρέμει. Θέλει να της πει ότι όλο του το είναι χορεύει από ευτυχία, πως μέσα του ανθίζουν λουλούδια, πως η καρδιά του πάλλεται πιο δυνατά από ποτέ, αλλά δεν μπορεί. Πλέον κλαίει κι αυτός και δεν ντρέπεται. Κλαίει γιατί αισθάνεται πως έχασε το άλλο του μισό και ξέρει πως είναι αποκλειστικά δικό του λάθος. Βλέπει τη γυναίκα του να τραντάζεται από τους λυγμούς, με τα χέρια της να κρέμονται άκαμπτα δίπλα στη λεκάνη της. Δεν κρατιέται.
«Γαμώτο!» βρίζει, προτού ορμήσει πεινασμένα στα σκασμένα χείλη της μετά από πέντε μήνες.
Ανταποκρίνεται αμέσως τρελαμένη και γραπώνεται από πάνω του, χώνοντας τα νύχια της στα μπράτσα του. Κάνουν ένα βήμα πίσω. Σπρώχνει τη γλώσσα του στο στόμα της με πάθος που τους καεί τα σωθικά, κάνοντας ακόμα ένα βήμα, μπροστά αυτή τη φορά. Τα χέρια του τώρα μπλέκονται το ένα στα μαλλιά και τ' άλλο στη μέση της που τόσες φορές έχει αγκαλιάσει, όσο εκείνη τον κρατά σφιχτά πια από την λευκή μπλούζα. Φοβάται να τον αφήσει, μα ταυτόχρονα δεν θέλει να τον κρατήσει. Δεν θέλει να τον θέλει.
«Όχι!» ψελλίζει μέσα από το φιλί, λίγο πριν τον σπρώξει πληγωμένη και του γυρίσει πλάτη. Τα δάκρυα έχουν στεγνώσει στο πρόσωπο της που τσούζει πολύ. Η λογική της χτυπιέται σαν μανιακή μέσα στο κεφάλι της· λάθος! Λάθος! Λάθος! -μόνο αυτό φωνάζει.
«Δεν μπορώ να το κάνω αυτό, Πέτρο! Δεν μπορώ να φιλιέμαι μαζί σου, ενώ είμαι σε σχέση με κάποιον άλλον! Δεν είμαι σαν εσένα!» το τελευταίο το λέει με πικρία κι όχι με θυμό. Πικρία κι ένα παράπονο που γκρεμίζει την καρδιά της από τη θέση που βρίσκεται και τη λιώνει με δύναμη. Μορφάζει όταν την ακούσει. Δεν ξέρει τι είναι αυτό που τον πόνεσε περισσότερο. Μάλλον όλα.
«Νομίζω πως ήρθε η ώρα να φύγεις.» η φωνή της πλέον έχει αλλάξει. Είναι σταθερή και παγωμένη, παρά το γεγονός ότι η καρδιά της πονάει τόσο πολύ που εύχεται να σταματήσει. Στα λόγια της κλείνει τα μάτια. Σφίγγει τα χείλη. Ακόμα μια σφαίρα τον χτυπάει.
Δεν χρειάζεται να του το ζητήσει δεύτερη φορά. Ξέρει πολύ καλά πως είναι αυτό που χρειάζεται αυτή τη στιγμή. Οπότε, πιάνοντας το κινητό του από το τραπεζάκι και τα βρεγμένα ρούχα από το πάτωμα, ανοίγει την πόρτα. Σταματάει για μερικά δευτερόλεπτα και την κοιτάει. Το βλέμμα του της προκαλεί ανατριχίλα, της κόβει τα γόνατα μα δεν πέφτει! Ποτέ δεν πέφτει.
«Σ' αγαπάω.» υπενθυμίζει, προτού κάνει ένα βήμα και κλείσει την πόρτα πίσω του.
Χώνει τα νύχια της στην πλάτη του καναπέ και σφίγγει τα δόντια για να μη λυγίσει. Κι αυτή τον αγαπάει, πολύ. Και είναι καταδικασμένη να τον αγαπάει κάθε μέρα που περνάει όλο και περισσότερο. Ξανά και ξανά. Χωρίς σταματημό. Ήταν, είναι και πάντα θα είναι καταδικασμένη να τον αγαπάει στην προηγούμενη, αυτήν και την επόμενη ζωή. Πάντα. Απ' την αρχή.
Για δυο ζωές ακόμα.
Παίρνει μια βαθιά ανάσα και, σκουπίζοντας τα δάκρυα της, πηγαίνει τα ποτήρια με το κρασί στην κουζίνα. Ανεβαίνει στο δωμάτιο της Ειρήνης για να την τσεκάρει και ύστερα στο δικό της. Ξαπλώνει με τα ρούχα στο κρεβάτι και σκεπάζεται μέχρι πάνω. Κουλουριάζεται στην πλευρά του και χώνει το κεφάλι της στο μαξιλάρι του που, περιέργως, μυρίζει ακόμα το άρωμα του. Κλείνει τα μάτια της αργά.
Και είναι το πρώτο βράδυ μετά από καιρό, που η Θάλεια πριν κοιμηθεί δεν σκέφτεται τον Πέτρο με άλλη, αλλά την κίνηση του να της σώσει τη ζωή.
Κι αρκεί.
(...)
Περνάει τη γλώσσα του αργά πάνω από το πιο ευαίσθητο σημείο πάνω της, κρατώντας τα μπούτια της απαλά. Η μέση της γίνεται ένα μικρό τόξο στην αίσθηση και δαγκώνεται για να μην ουρλιάξει από ηδονή. Το στόμα του κάνει μαγικά πάνω της κι αυτός είναι ο λόγος που τα πόδια της σφίγγουν περισσότερο γύρω από το κεφάλι του. Το νιώθει και θέλει να χαμογελάσει αλαζονικά σε αυτό· του αρέσει τρελά που την έχει στο κρεβάτι του κι ας μην έχουν κάνει σεξ. Ακόμα, τουλάχιστον.
«Aaron!» αναστενάζει. Τα δάχτυλα της σφίγγουν τα γαλάζια σεντόνια του και σχεδόν ξεστρώνει το κρεβάτι. Της αρέσει το συναίσθημα που της προσφέρει. Είναι καύλα· απλή, ωμή καύλα.
«Ω, θεέ μου!» όταν την ακούσει επιταχύνει και σφίγγει τα πόδια της κάτω τα δάχτυλα του. Η μέση της τεντώνεται σαν μια χορδή και τα δάχτυλα της, που έχουν μπερδευτεί στα μαλλιά του, σπρώχνουν το κεφάλι του όλο και πιο κοντά της. Τόσο που οριακά θέλει να γελάσει.
Λίγα λεπτά μετά, με την ανάσα της να έχει πια κοπεί, αφήνεται ελεύθερη κάτω από τα χείλη του. Όλο της το σώμα έχει πάρει φωτιά και τρέμει όσο διαρκεί ο μικρός οργασμός της. Όταν ηρεμήσει, ξαπλώνει και πάλι στο κρεβάτι κοιτώντας το ταβάνι. Χαμογελάει πλατιά, μ' εκείνον ακόμα ανάμεσα στα σκέλια της. Ξαφνικά η ζωή δεν είναι τόσο ανυπόφορη στα μάτια της. Τουλάχιστον έχει εκείνον· χωρίς έρωτα και δράμα και κακό. Μόνο με απόλαυση. Αγνή απόλαυση.
'Ω. Θεέ. Μου.' θέλει να γελάσει από το πόσο όμορφα αισθάνεται.
Ξαπλώνει δίπλα της και χωρίς να χάσει χρόνο της φιλάει το λαιμό αισθησιακά, χαϊδεύοντας το πλούσιο στήθος της. Του αρέσει τόσο, μα τόσο πολύ το στήθος της. Του γελάει και γυρίζει στο πλάι για να τον κοιτάει. Τα πόδια της ακόμα τρέμουν. Του αφήνει ένα φιλί στα πλούσια χείλη του, που μήνες τώρα στα κρυφά λαχταρούσε να αγγίξει, και τον παραλύει άνευ προηγούμενου.
«Πρέπει να φύγω.» σηκώνεται σχεδόν αμέσως. Δυσανασχετεί. Τυλίγει το χέρι του γύρω από τη μέση της και την τραβάει πάλι πίσω. Γελάει δυνατά στην απότομη επαφή με το στρώμα.
«Aaron, το εννοώ. Με περιμένει η Melisa!» αυτή τη φορά καταφέρνει να σηκωθεί και να απομακρυνθεί, ώστε να φορέσει τη μαύρη φόρμα και το γκρι κοντομάνικο μπλουζάκι της.
«Καλά!» βολεύεται καλύτερα στο μαξιλάρι και τώρα μοιάζει σαν εξώφυλλο περιοδικού. Την παρατηρεί να βάζει τα εσώρουχα κι ύστερα τα ρούχα, όσο μουρμουράει ένα ελληνικό τραγούδι με χαρούμενο σκοπό.
«Πάντως, εγώ λέω να κάτσεις και πιο μετά να βγούμε. Η Melisa μια χαρά θα τα βγάλει πέρα μόνη της με τον Paul! Το πολύ-πολύ να κατεβάσει όλο το νερό που έχουν στο σπίτι!» γελάει καθώς το λέει και μαζί του γελάει και η Αυγή.
«Δεν με πείθεις!» κάθεται στο κρεβάτι ξανά και βάζει βιαστικά τα λευκά παπούτσια της. Γυρίζει να τον κοιτάξει.
«Παρόλα αυτά» κάνει μια παύση και περνάει τα πόδια της δεξιά κι αριστερά του. Την κοιτάει μαγεμένος.
«να βγεις, να περάσεις καλά και να βάλεις προφυλακτικό! Ποτέ δεν ξέρεις πότε μπορεί να βρεθείς μ' ένα παιδί στα σκαριά!» του πιέζει τα μάγουλα όσο μιλάει κι όταν ολοκληρώσει, αφήνει ένα σβουρηχτό φιλί στα χείλη του.
«Ή και με ΣΜΝ!» σηκώνεται ξανά πιάνοντας την τσάντα της, λίγο πριν του κλέψει ένα τσιγάρο από το πακέτο.
«Αναπτήρα.» ζητάει βιαστικά, κοιτώντας την ώρα στο κινητό της. Είναι μόλις εννιά και μισή.
«Α σε παρακαλώ, μια χαρά προσέχω!» υπερασπίζεται τον εαυτό του, καθώς πιάνει τον ασημένιο αναπτήρα από το κομοδίνο και της τον πετάξει. Τον πιάνει στον αέρα.
«Θα το διαπιστώσεις κι εσύ κάποια στιγμή!» της κλείνει το μάτι με νόημα κι όταν την ακούσει να γελάει δυνατά κάτι μέσα του ηρεμεί. Αισθάνεται ότι το έχει πολύ ανάγκη, χωρίς να ξέρει πραγματικά πόσο.
«Ό,τι πεις.» ψελλίζει όταν ηρεμήσει. Ανάβει το τσιγάρο και εισπνέει μια γερή τζούρα.
«Άντε γειά!» του στέλνει φιλάκια και βγαίνει τρέχοντας από το δωμάτιο. Ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα ακούει την κεντρική πόρτα ν' ανοίγει και να κλείνει.
Αφήνει μια βαθιά ανάσα και χαμογελάει στον εαυτό του κοιτώντας το ταβάνι.
'Αχ, Αυγή!' σκέφτεται, προτού σηκωθεί και κατευθυνθεί στο μπάνιο.
(...)
«Η Ashley πρότεινε να βγούμε όλοι μαζί. Τι λες; Θα έρθετε;» ρωτάει ευδιάθετος, κοιτώντας αποκλειστικά την οθόνη του κινητού του. Η Melisa ξινίζει ελαφρά, παίρνοντας μια ανάσα. Βουλιάζει περισσότερο μέσα στην μπεζ ζακέτα της κι από κει στη θέση της στον βεραμάν διθέσιο καναπέ. Έχουν σπάσει τα νεύρα της.
«Καλά θα ήταν, αλλά έχουμε πει με την Αυγή να κοιμηθεί εδώ απόψε. Ξέρεις, ταινίες, φαγητό, συζήτηση... Χαλαρά.» το αποφεύγει ευγενικά χαμογελαστή και της ρίχνει μόνο ένα βλέμμα, προτού απαντήσει κάτι στην κοπέλα του γελώντας.
Θέλει να κλάψει. Κοιτάει το ρολόι στον τοίχο πίσω του και πιάνει τον εαυτό της να μετράει τα δευτερόλεπτα μέχρι να έρθει η φίλη της να τη σώσει από αυτή την κόλαση! Έχει βαρεθεί να τον ακούει να μιλάει για την Ashley! Η Ashley το ένα, η Ashley το άλλο! Μπούχτησε!
«Η Ashley λέει καλά να περάσετε!»
'Να το πάλι!' το πρόσωπο της κοκκινίζει και χρειάζεται να δαγκωθεί για να μην του ουρλιάξει πως καθόλου τη νοιάζει τι λέει η Ashley! Ρουθουνίζει θυμωμένη. Δεν αντέχει άλλο. Είναι στο σπίτι λιγότερο από δύο ώρες και από τις δέκα κουβέντες του, οι εννιά έχουν να κάνουν με αυτή την κοπέλα!
«Ευχαριστούμε.» γρυλίζει, μα ούτε που το καταλαβαίνει. Σημασία δεν της δίνει. Απλά κάθεται στην πολυθρόνα και στέλνει ασταμάτητα μήνυμα σ' αυτήν! Τεντώνεται προς το τραπεζάκι μπροστά της και πιάνει ένα τσιγάρο από το λευκό και μπλε πακέτο του· το ανάβει και σαν μανιακή ρουφάει άπληστα τη νικοτίνη. Μα δεν ηρεμεί.
«Η Ashley-» αρχίζει, μα δεν καταφέρνει να ολοκληρώσει.
'Ως εδώ!' αφήνει στην άκρη για λίγο το τσιγάρο, κοιτώντας με απόγνωση το ταβάνι.
«Φτάνει, Paul! Φτάνει, μ' ακούς; Έλεος! Άλλη μια κουβέντα να ακούσω για την Ashley σήμερα και θα τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα με την καραμπίνα του θείου μου!» οριακά φωνάζει, τινάζοντας τα χέρια της νευρικά. Και για πρώτη φορά μετά από πάρα πολλή ώρα, κλείνει το κινητό και σηκώνει το βλέμμα του να την κοιτάξει.
«Τι;» έχει σαστίσει.
«Mel, τι σ' έπιασε;» προσπαθεί να καταλάβει. Κάτι στο μπερδεμένο βλέμμα του της τη δίνει περισσότερο στα νεύρα. Την ενοχλεί αφάνταστα η άγνοια του.
«Εμένα τι μ' έπιασε; Εμένα ή εσένα; Που το «Ashley» έχει γίνει προέκταση της γλώσσας σου!» κουνάει το πόδι της νευρικά από τη σύγχυση, καπνίζοντας ασταμάτητα· το τσιγάρο έχει φτάσει ήδη στη μέση. Λίγη στάχτη πέφτει στο καθαρό πλακάκι. Ο Paul έχει αρχίσει να θυμώνει στην παράλογη συμπεριφορά της.
«Είναι η κοπέλα μου και μου αρέσει να μιλάω στους φίλους μου για εκείνη!» τώρα ανεβάζει κι αυτός τον τόνο της φωνής του. Και δεν ξέρει τι την πονάει περισσότερο: η προσφώνηση, ή το ότι αναφέρθηκε στην ίδια ως «φίλη» του; Την καίει που είναι απλά φίλη του και σιχαίνεται τον εαυτό της γι'αυτό. Οπότε, σβήνει με δύναμη το τσιγάρο στο γυάλινο τασάκι και σηκώνεται έξαλλη από τη θέση της. Το ευρύχωρο σπίτι της ξαφνικά δεν την χωράει.
«ΩΡΑΊΑ! ΝΑ ΜΙΛΆΣ ΣΤΟΥΣ ΆΛΛΟΥΣ ΓΙ'ΑΥΤΉΝ! ΣΤΟΝ LUCAS, ΣΤΗΝ ΑΥΓΉ, ΣΤΗ LYRA, ΌΜΩΣ ΣΕ ΙΚΕΤΕΎΩ ΌΧΙ ΣΕ ΜΈΝΑ! ΣΤΑΜΆΤΑ ΕΠΙΤΈΛΟΥΣ ΑΥΤΌ ΤΟ ΒΑΣΑΝΙΣΤΉΡΙΟ ΓΙΑΤΊ ΕΙΛΙΚΡΙΝΆ ΔΕΝ ΤΟ ΑΝΤΈΧΩ ΆΛΛΟ!» χάνει την ψυχραιμία της και φωνάζει με τη χροιά της να θέλει να σπάσει, μα δεν την αφήνει. Ο Paul, εν τω μεταξύ, εξακολουθεί να μην καταλάβει. Ή μάλλον, πιο συγκεκριμένα, δεν θέλει να καταλάβει.
«Ποιο βασανιστήριο; Πας καθόλου καλά;» η ψυχραιμία του σε συνδυασμό με το ανίδεο βλέμμα του την στέλνει στα όρια και παρόλο που δεν το θέλει, ξέρει ότι θα το κάνει. Ξέρει πως θα του το πει επιτέλους. Ουδέποτε κρύφτηκε πίσω από το δάχτυλο της και ούτε πρόκειται να το κάνει ξανά. Δεν της ταιριάζει.
«Μα τω θεώ, δεν καταλαβαίνω γιατί κανείς σαν τρελή!» ανασηκώνει τους ώμους του. Το μήνυμα της Ashley παραμένει αναπάντητο, όμως σχεδόν το έχει ξεχάσει.
Βάζει τα γέλια για να μη βάλει τα κλάματα και δαγκώνει τα χείλη της με δύναμη. Θέλει να τραβήξει τα καστανά σπαστά μαλλιά της μέχρι να τα ξεριζώσει. Τουλάχιστον αυτό θα ηρεμούσε τη λύσσα της. Για λίγο δεν ξέρει τι να του πει, απλά περπατάει πάνω-κάτω στο σαλόνι, απέναντι από εκείνον, κοιτώντας δεξιά κι αριστερά. Λες και κάποιος από τους τοίχους θα της δώσουν την σωστή απάντηση.
«Η Lyra κάποτε είπε πως συνώνυμο της τρέλας είναι ο έρωτας!» του το τρίβει στο πρόσωπο υιοθετώντας τα λόγια της κολλητής της, όμως ο άνδρας μπροστά της έχει βάλει παρωπίδες. Τα χέρια της, εν τω μεταξύ, κρέμονται άκαμπτα δεξιά κι αριστερά από τη λεκάνη της. Δεν ξέρει πώς ακριβώς να του το πει. Σμίγει τα φρύδια ελαφρώς μπερδεμένος.
«Ποια τρέλα, ποιος έρωτας τι-» κάνει μια παύση και την κοιτάει σοβαρός, ένα δευτερόλεπτο προτού χαμογελάσει αχνά. Σιωπή ανάμεσα τους. Η Melisa σαστίζει. Άραγε, κατάλαβε;
«Είσαι ερωτευμένη;» ρωτάει απαλά και πολύ σιγά. Σταυρώνει τα χέρια της κάτω από το στήθος και γνέφει θετικά. Ποτέ άλλοτε δεν ένιωσε πιο μικρή κι ευάλωτη. Το χαμόγελο του πλαταίνει.
«Με ποιον;»
Η ερώτηση του συνοδεύεται από ένα απότομο και παρανοϊκό γέλιο που βγαίνει από τα χείλη της, λίγο πριν κάνει μια στροφή γύρω από τον εαυτό της, τραβώντας τα μαλλιά της. Αδυνατεί να πιστέψει ότι της έκανε στ' αλήθεια αυτή την τόσο ηλίθια ερώτηση! Δεν ξέρει αν θέλει να κλάψει, ή να του σπάσει το κεφάλι να δει αν έχει τίποτα μέσα.
«ΜΕ ΣΈΝΑ, PAUL! ΜΕ ΣΈΝΑ!» ουρλιάζει ξεκάθαρα την αλήθεια στο πρόσωπο του, μια ανάσα από τα χείλη του.
Και παγώνει. Το πρόσωπο του σκοτεινιάζει απότομα, τα χαρακτηριστικά του σκληραίνουν. Πανιάζει. Σφίγγει τα δόντια και ξαφνικά οι ανάσες του βγαίνουν πιο βαριές, πιο κοφτές. Στο λευκό σαλόνι της Melisa πέφτει μια απότομη ψυχρή σιωπή που στ' αυτιά της μοιάζει με ουρλιαχτό· ουρλιαχτό που την κάνει να ματώνει.
«Τι;» γρυλίζει.
«Τι είπες; Melisa, τι σκατά είπες;» κάνει ένα βήμα και κλείνει την απόσταση ανάμεσα τους. Τα δάχτυλα του εγκλωβίζουν τα μπράτσα της και μορφάζει στην πίεση που της ασκεί. Όταν το καταλάβει το κράτημα του χαλαρώνει. Κάνει ένα βήμα πίσω.
«Βασικά όχι, μην το ξανά πεις. Θα κάνω ότι δεν το άκουσα ποτέ!» γυρίζει την πλάτη του και, πιάνοντας το πακέτο με τα τσιγάρα και τη ζακέτα του, κάνει δύο βήματα θέλοντας να φύγει από αυτό το σπίτι. Μα δεν τα παρατάει.
«Είμαι ερωτευμένη μαζί σου!» η φωνή της πατάει πάνω στη δική του και τον κάνει να σταματήσει. Κλείνει τα μάτια και πιέζει τα χείλη σε μια ευθεία γραμμή. Τον πονάει να το ακούει αυτό από εκείνη. Τον πονάει και τον θυμώνει.
«Και δεν έχεις πραγματικά ιδέα πώς νιώθω κάθε φορά που της χαϊδεύεις το μάγουλο ή τη φιλάς!» συνεχίζει κάνοντας ένα βήμα κοντά του. Τη νιώθει να πλησιάζει και ανατριχιάζει, χωρίς να ξέρει αν φταίει η φωνή της ή αυτά που του λέει.
«Και τη φιλάς τόσες πολλές φορές...» το τελευταίο το λέει με παράπονο. Γελάει νευρικά σε αυτά που ακούει. Νιώθει την ανάγκη να κλωτσήσει την πολυθρόνα που προηγουμένως καθόταν.
«Είσαι ερωτευμένη!» οριακά την αμφισβητεί. Ξεροκαταπίνει.
«ΕΊΣΑΙ ΕΡΩΤΕΥΜΈΝΗ! ΤΌΣΟ ΚΑΙΡΌ ΠΟΥ ΈΛΙΩΝΑ ΓΙΑ ΠΆΡΤΗ ΣΟΥ, ΠΟΥ ΦΙΛΟΎΣΑ ΤΟ ΧΏΜΑ ΠΟΥ ΠΑΤΟΎΣΕΣ ΔΕΝ ΉΣΟΥΝ, ΑΛΛΆ ΕΊΣΑΙ ΤΏΡΑ! ΤΏΡΑ ΕΊΣΑΙ ΕΡΩΤΕΥΜΈΝΗ, ΠΟΥ ΕΓΏ ΕΊΜΑΙ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΠΉΓΑ ΠΑΡΑΚΆΤΩ! ΤΏΡΑ ΠΟΥ, ΕΠΙΤΈΛΟΥΣ, ΣΤΑΜΆΤΗΣΑ ΝΑ ΤΡΈΧΩ ΠΊΣΩ ΣΟΥ!» της ουρλιάζει, καρφώνοντας τα μάτια του στα δικά της. Περνάει με λύσσα τα χέρια του μέσα από τα μαλλιά του, τραβώντας τα. Κοντεύει να του στρίψει. Αναφωνεί στο θράσος του να της λέει κάτι τέτοιο.
«ΣΥΓΓΝΏΜΗ;» φωνάζει έξαλλη και κρατιέται για να μην του ορμήσει. Νιώθει την ανάγκη να τον χαστουκίσει να συνέλθει. Ανασαίνουν και οι δύο βαριά.
«ΑΛΉΘΕΙΑ ΠΙΣΤΕΎΕΙΣ ΌΤΙ ΝΙΏΘΩ ΈΤΣΙ ΓΙΑ ΣΈΝΑ ΕΠΕΙΔΉ ΒΡΉΚΕΣ ΚΆΠΟΙΑ; ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΆ ΤΟ ΠΙΣΤΕΎΕΙΣ ΑΥΤΌ ΓΙΑ ΜΈΝΑ;» χτυπάει το πόδι της στο πάτωμα. Του δίνει την ευκαιρία να αλλάξει τα λόγια του, όμως είναι πολύ ταραγμένος για να σκεφτεί πόσο την πληγώνει.
«ΕΝΝΟΕΊΤΑΙ ΤΟ ΠΙΣΤΕΎΩ!» γελάει σαν παρανοϊκός, κουνώντας τα χέρια του δεξιά κι αριστερά. Η ατμόσφαιρα ανάμεσα τους παγώνει και νιώθει κάτι να σπάει στα σωθικά της.
«ΔΗΛΑΔΉ ΤΙ ΝΌΜΙΖΕΣ; ΌΤΙ ΘΑ ΜΟΥ ΠΕΙΣ ΑΥΤΌ ΚΙ ΕΓΏ ΘΑ ΤΡΈΞΩ ΣΤΗΝ ΑΓΚΑΛΙΆ ΣΟΥ; ΌΤΙ ΘΑ ΠΑΡΑΤΉΣΩ ΜΕ ΜΙΑΣ ΤΗΝ ASHLEY; ΓΙΑΤΊ ΑΝ ΝΑΙ, ΕΊΣΑΙ ΣΤ' ΑΛΉΘΕΙΑ ΦΑΝΤΑΣΜΈΝΗ!» συνεχίζει να ωρύεται έξαλλος. Πιέζει τα χείλη της σε μια ευθεία γραμμή.
Αυτό πόνεσε.
«Έξω.» είναι το μόνο που λέει. Δεν μιλάει, ούτε κουνάει. Αυτό την εξοργίζει.
«ΈΞΩ!» κραυγάζει. Παίρνει φόρα και τον σπρώχνει με δύναμη. Παραπατάει.
«ΈΞΩ ΑΓΟΡΆΚΙ ΜΟΥ! ΈΞΩ! ΦΎΓΕ ΤΏΡΑ!» τον σπρώχνει ασταμάτητα, ώσπου ανοίγει την πόρτα και χωρίς υπερβολή τον πετάει έξω. Κάτι της λέει, σαν να προσπαθήσει να την ηρεμήσει, όμως τα αυτιά της βουίζουν. Η καρδιά της κοντεύει να σπάσει από τη σύγχυση.
Έξω από το σπίτι βρίσκεται η Αυγή, η οποία έχει ακούσει τις φωνές τους από τη γωνία, χωρίς όμως να ξέρει τι συμβαίνει. Τους κοιτάει άφωνη να ουρλιάζουν και να σπρώχνονται και ούτε καταλαβαίνει πότε την τραβάει η φίλη της με δύναμη από το χέρι μέσα στο σπίτι, προτού κοπανήσει την πόρτα έξαλλη, αφήνοντας έξω τον Paul που της φωνάζει να ανοίξει την πόρτα για να μιλήσουν.
«Τι έγινε;» αναρωτιέται μουδιασμένη, βγάζοντας αργά την μαύρη ζακέτα της και την αφήνει στην πολυθρόνα μαζί με την τσάντα της. Νιώθει την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα του σπιτιού.
«Του είπα ότι...ότι είμαι ερωτευμένη και...» περνάει με χέρια που τρέμουν μια τούφα πίσω από το αυτί. Δυσκολεύεται να μιλήσει και φταίει ο κόμπος που πρήζεται στο λαιμό της κάθε δευτερόλεπτο που περνάει. Η Αυγή γουρλώνει τα μάτια από το σοκ.
«και είπε με τον τρόπο του πως εγώ...εγώ...» σταματάει και πάλι. Τα μάτια της γεμίζουν δάκρυα που δεν μπορεί να κρατήσει άλλο. Δαγκώνεται, παίζοντας αμήχανα με τα μανίκια της ζακέτα της. Παίρνει μια βαθιά ανάσα, κοιτώντας προς τα πάνω σε μια προσπάθεια να ηρεμήσει μα δεν μπορεί. Πνίγεται.
«Αυγή είπε ότι εγώ...» ένα δάκρυ κυλάει. Τα γόνατα της λυγίζουν και ούτε που συνειδητοποιεί ποτέ πέφτει στο πάτωμα. Αγκαλιάζει τα γόνατα της σαν φοβισμένο παιδί. Έχουν τσακωθεί κι άλλες φορές στο παρελθόν, όμως ποτέ έτσι. Η φίλη της αναφωνεί το όνομα της τρομαγμένη, πλησιάζοντας την.
«εγώ...» κρύβει το πρόσωπο της στα χέρια της. Έχει να νιώσει έτσι από τότε που χώρισε με τον Alex, μα τώρα είναι δέκα φορές χειρότερο. Τώρα ο πόνος την πνίγει. Γιατί αυτή τη φορά δεν πάρθηκε από κοινού η απόφαση.
Και για πρώτη φορά μετά από έναν ολόκληρο χρόνο, η Melisa ξεσπάει σε κλάματα.
Γειά σας κοτοπουλάκια μου!🐥
Τι κάνετε; Πώς είστε;
Ελπίζω καλά!
Πείτε μου τα νέα σας! Εγώ βλέπω την τρίτη σεζόν του «You» που ειλικρινά θεωρώ πως δεν χρειαζόταν. Ούτε η δεύτερη χρειαζόταν. Γνώμη μου πάντα.
Πάμε στο κεφάλαιο;
Θα ήθελα να ήμουν μια μύγα στον τοίχο όταν καταλάβατε ότι το ζευγάρι που μοιράστηκε εκείνο το παθιασμένο φιλί που είχα ανεβάσει στο insta είναι όντως ο Πέτρος με τη Θάλεια. Εν τω μεταξύ μερικές ήσασταν τόσο σίγουρες ότι ΔΕΝ ήταν αυτοί που με κάνατε να γελάσω άπειρα.
Αυγή και Aaron. Εμ, ναι νομίζω ότι αυτά τα παλιόπαιδα έχουν ταιριάξει κάπως και βασικά δεν αναγνωρίζω την Αυγή ούτε λίγο πια. I mean, ο Lucas έχει να εμφανιστεί δύο ολόκληρα κεφάλαια. Είναι πρόοδος.
ΤΈΛΟΣ είχαμε Melisa και Paul που δεεεν πήγε πολύ καλά. Προσπαθώ να καταλάβω αν ο Paul έριξε άκυρο στη φίλη μας ή όχι, αλλά δεν ξέρω. Εσείς τι λέτε;
Αυταααα.
Αν σας άρεσε το κεφάλαιο ψηφίστε και σχολιάστε.
Αντιιιοοοοοςςςςς🥰🍟.
-Δέσπ.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro