Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

78. Κατάματα.

~Σώπα η θάλασσα κοχλάζει.
Στο 'πα στον ύπνο μου φωνάζει.
Πια δε βαστά το σχοινί,
δε θα 'ναι για πολύ,
το καράβι δεμένο στο λιμάνι.

Μάνα η αλήθεια σιγοκαίει,
μάνα η ανάσα παραπαίει.
Ναι, η φωτιά είναι εδώ!
Δεν την αγνοώ.
Μαύρα ίχνη αφήνει στο ταβάνι.

Η φωτιά είναι εδώ!
Κατάματα για δες την αν τολμάς.
Διέξοδο στα θαύματα
δεν έχει πια για μας.

Κατάματα και η λύτρωση,
μια ανάσα που θα 'ρθεί.
Μέσα απ'τη φωτιά
να γεννηθεί...~

•Στίχοι: Ουρανία Πατέλλη.
Μουσική: Alex Sid. (από τη σειρά "Άγριες μέλισσες".)

Τριτοπρόσωπη αφήγηση.

«ΑΥΓΉ!» φωνάζει ενθουσιασμένη μόλις μπει στο σπίτι. Το πλάσμα στην αγκαλιά της κουνιέται συνεχώς, γεγονός που εντείνει τον ενθουσιασμό και το γέλιο της. Δεν παίρνει απάντηση.
«Αυγή! Πού είσαι;» αφήνει την τσάντα της βιαστικά στον καναπέ, σπρώχνοντας το βρεφικό καρότσι κάπου στην άκρη. Η Ειρήνη παρατηρεί με απορία τη μαμά της να κρατά τη χνουδωτή μπάλα στα χέρια της μη ξέροντας ακόμα τι είναι.

«Εδώ είμαι! Εδώ!» η φωνή της ακούγεται θυμωμένη και ταυτόχρονα ανόρεχτη μερικά δευτερόλεπτα προτού εκείνη εμφανιστεί.
«Ελπίζω να έχεις έναν καλό λόγο που φωνάζεις σαν παρανοϊκή γιατί αλλιώς-» κατεβαίνει οριακά έξαλλη τις σκάλες έτοιμη να τσακωθεί. Είναι αρκετά ευέξαπτη τον τελευταίο καιρό. Παρόλα αυτά, η φράση της κόβεται απότομα στη μέση όταν παρατηρήσει τι ακριβώς κρατάει η μητέρα της.
«Ω, θεούλη μου!» ψελλίζει αργά ενθουσιασμένη, μ' ένα λαμπερό χαμόγελο να επιστρέφει μετά από μήνες στο πρόσωπο της.

Ένα πανέμορφο και γλυκύτατο καφετί μαλινουά κουταβάκι κοιτάει την έφηβη στα μάτια, κουνώντας την ουρίτσα του δεξιά κι αριστερά με χαρά. Σχεδόν τσιρίζει και ψελλίζει κάτι ακαταλαβίστικα καθώς τρέχει να πιάσει το θηλυκό σκυλάκι στα χέρια της. Η Θάλεια της το αφήνει με μεγάλη χαρά, χαμογελώντας περήφανα στον εαυτό της. Άλλωστε πάντα ήθελε ένα σκυλάκι. Είναι ίσως το μόνο χατίρι που δεν της έκαναν ως παιδί, αφού ο Πέτρος τα φοβόταν όσο τίποτα άλλο!

«Ω, γεια σου μικρό πλασματάκι!» χαιρετάει λες και μιλάει σε μικρό παιδί, γεγονός που χαλαρώνει τη μητέρα της. Της θυμίζει κάτι από την παλιά Αυγή.
«Πώς κατέληξες εδώ, ε; Πώς;» η ερώτηση έχει ως στόχο τη γυναίκα απέναντι της κι ας κρύβεται αυτό όσο φιλάει το μικρό κεφαλάκι της.

«Καθώς γύριζα από το σχολείο σου πέρασα από ένα καταφύγιο και έκαναν κάτι σαν εκδήλωση θέλοντας να δώσουν μερικά ζωάκια για υιοθεσία και, δεν ξέρω, απλά μόλις την είδα την ερωτεύτηκα και την πήρα! Της έχω κάνει ήδη ένα εμβόλιο, συν το ραντεβού που κανόνισα αύριο για το τσιπάκι! Μένει μόνο να της βρούμε όνομα!» φλυαρεί τρομερά ενθουσιασμένη, χτυπώντας παλαμάκια. Το μαλινουά γυρίζει τα ματάκια του πάνω της. Η Θάλεια με το ζόρι μπορεί να το διαχειριστεί.
«Οπότε, καμία ιδέα;» της δίνει πάσα.

«Εγώ;» γελάει, ανασηκώνοντας τους ώμους. Της φαίνεται αστείο.

«Φυσικά εσύ! Δικό σου είναι! Εσύ θα είσαι η μαμά του!» στην επιλογή λέξεων ένα σφίξιμο στο στομάχι την κάνει να ανοίξει τα χείλη και να σκύψει το κεφάλι με ντροπή. Η γυναίκα παρατηρεί τη σύγχυση της και μετανιώνει κάπως για τα λόγια της. Η ψυχολογία της είναι εύθραυστη, όμως -τουλάχιστον- το χρώμα έχει αρχίσει να επιστρέφει στο πρόσωπο της. Κι έχουν περάσει μόνο τέσσερις μέρες.

«Ναι...» ψελλίζει μηχανικά. Με το κουτάβι ακόμα στην αγκαλιά της, και χαϊδεύοντας το απαλό της τρίχωμα, κάθεται στον καναπέ. Ξεροκαταπίνει.
«Δεν ξέρω αν είμαι ικανή.» παραδέχεται κάπως πικρά. Αποφεύγει το βλέμμα της όπως ο διάολος το λιβάνι. Η Θάλεια αφήνει μια ανάσα, κάνει δυο βήματα και κάθεται στο πλάι της.

«Αυγή μου-» χαϊδεύει τρυφερά την πλάτη της.

«Να σου εκμυστηρευτώ κάτι;» την διακόπτει ξαφνιάζοντας την, καθώς ανακάθεται νευρικά στο μαύρο έπιπλο. Γνέφει θετικά με ανυπομονησία. Έχουν σταματήσει να μιλάνε πια και είναι κάτι που τη θλίβει.
«Δεν...» μικρή παύση. Περνάει μια τούφα πίσω από το αυτί.
«δεν ήθελα να ρίξω αυτό το παιδί.» ψιθυρίζει. Ρίχνει το βλέμμα της στο καθαρό πλακάκι και προσπαθεί να διώξει το βάρος των τύψεων από πάνω της. Η Θάλεια σοκάρεται.

«Τότε γιατί το έκανες, μωρό μου; Γιατί τέτοια επιμονή με την έκτρωση;» της χαϊδεύει τα μαλλιά, μη μπορώντας να καταλάβει.

«Γιατί φοβόμουν. Όχι απαραίτητα την ηλικία μου, ούτε ότι θα είχα κάτι τόσο δυνατό να με δένει μαζί του, όπως αρχικά σου είπα. Στην τελική ήξερα τι μπορούσε να γίνει όσο ερχόμουν σε επαφή μαζί του χωρίς προφυλάξεις. Αυτό που φοβήθηκα στην πραγματικότητα είναι πως δεν θα τα καταφέρω. Φοβήθηκα πως αν φέρω αυτό το παιδί στον κόσμο θα το γεμίσω με ανασφάλεια, πως δεν θα είμαι καλή μητέρα γι'αυτό. Και είναι άδικο. Ήταν μια αθώα ψυχούλα που δεν έφταιξε σε τίποτα κι όμως το ξέρω, το νιώθω πως θα πλήρωνε τα σπασμένα όλων!» αργά και σταθερά τοποθετεί τη μια λέξη δίπλα στην άλλη, βάζοντας το φόβο της σε φράσεις. Φράσεις που κάνουν τη Θάλεια να νιώσει κατά κάποιο τρόπο περήφανη.

«Το γεγονός ότι μέσα σε όλον αυτόν τον πανικό σκέφτηκες το μωρό σου, απλά επιβεβαιώνει ότι θα έκανες ό,τι καλύτερο μπορούσες γι'αυτό. Θα γίνεις μια υπέροχη μανούλα στον μέλλον, μάτια μου. Το πρόσωπο σου θα λάμπει όταν θα κρατήσεις για πρώτη φορά το μωράκι σου κι εγώ θα είμαι εκεί, θα σου σφίγγω το χέρι με ευτυχία!» την κοιτάζει στα μάτια μ' εκείνο το γλυκό μαμαδίσιο βλέμμα που η Αυγή απολαμβάνει στο έπακρο.

«Ευχαριστώ, μαμά!» ψελλίζει και χαμογελάει βεβιασμένα.

'Για όλα.'

«Ψυχή μου...» σχεδόν μονολογεί. Η παλάμη της αγγίζει μαλάκα το μάγουλο της και η κόρη της χουζουρεύει σαν γατούλα πάνω της. Τη χαζεύει. Οι καρδιές τους είναι τόσο ταλαιπωρημένες.
«στα μάτια μου θα είσαι για πάντα το μικρό πλασματάκι που οι νοσοκόμες ακούμπησαν στο στήθος μου, όμως αισθάνομαι λες και πια είσαι ολόκληρη γυναίκα. Λες και μέσα σε μια στιγμή μεγάλωσες πολύ!» αναπολεί με θλίψη. Της λείπουν οι μέρες που η ζωή της ήταν ήρεμη.
«Ξέρεις» καταπίνει βήχοντας ελαφρά.
«όταν μου είπες ότι προχώρησες σκέφτηκα πως έγινες γυναίκα, μα τώρα καταλαβαίνω πια πολύ καλά πως...γυναίκα δεν σε κάνει η πράξη κι ένας άνδρας, αλλά οι καταστάσεις που έχεις ζήσει.» τώρα της χαϊδεύει τα μαλλιά με στοργή και απαλότητα.

'Έχω ζήσει παραπάνω καταστάσεις από αυτές που πιστεύεις, μανούλα.'

«Τέλος πάντων!» ξεφυσάει, θέλοντας να αλλάξει θέμα.
«Αυτά δεν έχουν σημασία πια. Τίποτα δεν μπορεί να αναιρεθεί.» ανασηκώνει τους ώμους και η Θάλεια συμφωνεί. Χαϊδεύει λίγο ακόμα το κουταβάκι.
«Τι σου είπαν από το σχολείο;» ενδιαφέρεται να μάθει περισσότερα για το θέμα που πραγματικά την καίει. Πάνω στην ώρα, η μικρή Ειρήνη αρχίζει να γκρινιάζει αναζητώντας την προσοχή της μαμάς της.

«Ό,τι σου είπα κι εγώ!» δεν την κοιτάει όσο απαντά, καθώς σηκώνεται και πιάνει στα χέρια της το γλυκύτατο βρεφάκι που επιτόπου σταματά κάθε παράπονο. Η κοπέλα στριφογυρίζει τα μάτια σε αυτή την απάντηση.
«Δεν μπορείς να κάνεις μεταγραφή σε ελληνικό σχολείο μόλις λίγες ημέρες πριν από τις πανελλήνιες, ειδικά από τη στιγμή που θες να δώσεις. Δεν προλαβαίνεις να το κάνεις εκεί. Αντ'αυτού, μπορείς να περιμένεις να τελειώσει η χρονιά σου εδώ όπως ακριβώς θα γινόταν εξ αρχής.» της εξηγεί, αφήνοντας ένα τρυφερό φιλί στο μέτωπο του μωρού που γελάει με νάζι.

Στα λόγια της απελπίζεται και κοιτάει το κουτάβι με παράπονο. Θέλει οπωσδήποτε να φύγει από τη Νέα Υόρκη και να πάει τρέχοντας σχεδόν στην κολλητή της, στο σπίτι που μεγάλωσε, στους ανθρώπους που την ξέρουν από τόσο δα μικρή, στα παλιά της λημέρια. Εκεί θα γίνει καλά, έτσι πιστεύει.

«Ναι, αλλά δεν μπορώ να μείνω εδώ. Δεν μου αρέσει! Μου κάνει κακό αυτό το περιβάλλον! Χρειάζομαι μια απόσταση!» την πιάνει κρίση κι αρχίζει να μιλάει πάρα πολύ γρήγορα, παίρνοντας κοφτές ανάσες. Παράλληλα, το πρόσωπο της κοκκινίζει τραγικά πολύ και το στήθος της ανεβοκατεβαίνει από το άγχος. Στην ξαφνική και απότομη αλλαγή της διάθεσης της η Θάλεια τρομοκρατείται. Ξεφυσάει.

«Μήπως αντί για Ελλάδα να πας σε ψυχολόγο;» προτείνει ευθέως, δίχως περιστροφές. Η κόρη της πιέζει τα χείλη σε μια ευθεία γραμμή έξαλλη.

«Εδώ δεν μπορούν να βοηθήσουν τους εαυτούς τους, θα βοηθήσουν εμένα;» οριακά της επιτίθεται, σταυρώνοντας τα χέρια κάτω από το στήθος της. Δεν θέλει να μιλήσει σε ψυχολόγο, ειδικά από τη στιγμή που είχε έναν στο σπίτι της ο οποίος την κορόιδευε κατάμουτρα για μήνες.

Παίρνει ένα δευτερόλεπτο στη Θάλεια να καταλάβει από πού πηγάζει αυτή η επιθετικότητα, μα εν τέλει δεν αργεί να τρυπώσει η σκέψη στο μυαλό της. Οπότε, αφήνει τη μικρή στο ξεχασμένο πορτ-μπεμπέ πάνω στον καναπέ (και μια ανάσα) και πλησιάζει ξανά την Αυγή που αποφεύγει το βλέμμα της. Της πιάνει και πάλι το χέρι. Το σκυλάκι τείνει το κεφάλι του και γλείφει το δέρμα της.

«Στο είπα και τότε θα στο πω και τώρα: ό,τι κι αν έχει γίνει ανάμεσα σε μένα και τον μπαμπά, δεν χωρίζεις εσύ και η Ειρήνη μαζί του. Για εσάς θα είναι πάντα ο μπαμπάς σας, ο άνθρωπος που σας λατρεύει όσο κι εγώ. Έκανε ένα λάθος, ωραία! Τι θα κάνουμε τώρα; Θα τον σταυρώσουμε;» προσπαθεί να την πείσει να του δώσει μια ευκαιρία, γεγονός που τρελαίνει την έφηβη. Ανοίγει το στόμα της να προβάλει δεκάδες επιχειρήματα, μα δεν την αφήνει.
«Όσο κι αν με πόνεσε, δεν μπορούμε να αλλάξουμε το παρελθόν. Εντάξει, ερωτεύτηκε μια άλλη γυναίκα! Κι εγώ έκλαψα, κι εγώ θύμωσα, κι εγώ δεν ήθελα να τον δω μπροστά μου, όμως είναι κάτι που μπορεί να συμβεί στον οποιονδήποτε! Ακόμα και σε σένα!» τα καστανά τους μάτια συναντιούνται μόνο για μερικά δευτερόλεπτα, αφού στο μυαλό της έρχεται ο Aaron που την κάνει να σκύψει το κεφάλι.
«Πρέπει να καταλάβεις ότι αυτό αφορά τη σχέση μας ως ζευγάρι. Αυγή, ο μπαμπάς σου θα πέθαινε για σένα και το ξέρεις. Όπως επίσης ξέρω κι εγώ πως σου λείπει, όσο κι αν αρνείσαι να το παραδεχτείς.» σε όσα λέει έχει εν μέρει δίκιο και είναι κάτι που την εκνευρίζει όσο τίποτα!

«Ό,τι πεις.» αρκείται σε αυτό, θέλοντας να μη συνεχίσει αυτή η συζήτηση. Η μαμά της κουνάει το κεφάλι αποδοκιμαστικά στη στάση της. Ώρες-ώρες θέλει να την πιάσει από το μαλλί και να της υπενθυμίσει μερικά πράγματα που φαίνεται πως ξεχνάει. Δεν το κάνει.
«Και εν πάση περιπτώσει, εδώ δε μένω. Ελλάδα θα πάω, ακόμα κι αν χρειαστεί να είμαι εκεί για μια εβδομάδα, καθώς άλλες απουσίες δεν έχω. Θα πάρω και τα βιβλία μου να διαβάζω όταν διαβάζει και η Άλεξ, υπόσχομαι! Το χρειάζομαι, μαμά, σε παρακαλώ!» προτείνει, σχεδόν πέφτοντας στα πόδια της. Θα το έκανε, αλλά κρατά σφιχτά το κουτάβι που έχει βολευτεί στην αγκαλιά της.

Η Θάλεια ξεφυσάει.
'Ό,τι θέλετε με κάνετε.'

«Καλά! Καλά! Σε λίγες ημέρες θα φύγεις!» παραδίνεται μουτρωμένη στην παράνοια της κόρης της. Για κάποιο περίεργο λόγο δεν θέλει πραγματικά να την αφήσει. Φοβάται· τρέμει όλο της το είναι. Όταν η μικρή χαμογελάσει πλατιά εμφανώς ήρεμη σαν ευχαριστώ, η γυναίκα παίρνει μια ανάσα.
«Όνομα της βρήκες;» αλλάζει θέμα, δείχνοντας με το κεφάλι της το κουταβάκι.

Το κοιτάει σκεπτικά και ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα χαμογελάει. Τη σηκώνει ώστε να στέκεται στα δυο της ποδαράκια κι έπειτα κοιτάει πάλι τη μαμά της.

«Της ταιριάζει το Αύρα.» προτείνει με μια περίεργη ηρεμία που χαλαρώνει τη Θάλεια. Δεν παρατηρεί τις απότομες εναλλαγές στη διάθεσή της, δυστυχώς. Της γνέφει θετικά, λίγο πριν ψελλίσει πως συμφωνεί. Η προσοχή και των δυο στρέφεται και πάλι στο σκυλάκι.
«Καλώς ήρθες στην οικογένεια, Αύρα!» αφήνει ένα φιλάκι στην υγρή μυτούλα της και το μαλινουά της γλείφει το πρόσωπο. Γελούν σαν χαζές, όμως σκέφτονται το ίδιο.

'Αν ο Πέτρος ήταν εδώ θα σε φοβόταν τόσο πολύ.'

(...)

Αυγή.

'Περπατάω αργά. Διστακτικά.
Δεν ξέρω πού βρίσκομαι.

Το μέρος είναι σκοτεινό και φοβάμαι. Κοιτάω δεξιά κι αριστερά αγχωμένη, ελπίζοντας να βρω έστω και μια αχτίδα φωτός να με καθοδηγήσει. Το μόνο που βρίσκω, είναι μια πόρτα. Φαίνεται βαριά σαν σιδερένια κι ας είναι από ξύλο. Αγκαλιάζω τον εαυτό μου και τρίβω τα μπράτσα μου. Κάνει κρύο.

Πλησιάζω την πόρτα με την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή. Ουρλιαχτά μου τριβελίζουν τ' αυτιά και αισθάνομαι λες και τις φωνές αυτές εγώ τις ξέρω. Τα πόδια μου τρέμουν. Οι κραυγές αυξάνονται και τα χτυπήματα στην πόρτα γίνονται τόσο δυνατά που μοιάζει λες και θα σπάσει.

Παλεύω να την ανοίξω, μα δεν τα καταφέρνω. Πασχίζω και οι ανάσες μου βαραίνουν. Κλωτσάω και τραβάω και φωνάζω. Δεν ανοίγει ποτέ. Τότε, η πόρτα εξαφανίζεται και μπροστά μου έχω ένα τζάμι πίσω από το οποίο κρύβεται μια κοπέλα πάνω από μια κούνια. Τα μαλλιά της είναι κόκκινα, δεν είναι πολύ ψηλή και αρκετά μικροκαμωμένη.

Μπερδεύομαι.
Ποια είναι αυτή;

Δεν βλέπω το πρόσωπο της. Είναι σκυφτή πάνω από την λευκή κούνια και κλαίει -κλαίει πολύ. Το ηχηρό της κλάμα με σοκάρει και κάνω ένα βήμα μπροστά, προσπαθώντας να καταλάβω αν την γνωρίζω. Κάτι μου θυμίζει, αλλά δεν ξέρω. Δεν μπορώ να είμαι σίγουρη αυτή τη στιγμή.

Οι φωνές μπαίνουν σε σίγαση και τώρα πια, μπορώ ολοκάθαρα να ακούσω το κλάμα του βρέφους που βρίσκεται στο μικρό στρώμα. Κλαίει σπαρακτικά πολύ κουνώντας χέρια και πόδια από την έλλειψη προσοχής. Η κοπέλα από πάνω του συνεχίζει να κλαίει. Με λυγμούς. Το προσωπάκι του μωρού ξεθολώνει και η ανακούφιση με τυλίγει όταν συνειδητοποιήσω πως το παιδί αυτό δεν είναι η Ειρήνη.

Μα και πάλι...
Αν δεν είναι η Ειρήνη, τότε ποια είναι;
Ποιανής είναι αυτό το παιδί;
Είναι το δικό μου;

Είναι.
Το αισθάνομαι πως είναι.

Πριν προλάβω να σκεφτώ περισσότερο, η κοπέλα απλώνει τα χέρια της μέσα στην κούνια και τυλίγει τα δάχτυλα της γύρω από το λαιμό του βρέφους. Αναφωνώ από την έκπληξη και αρχίζω να τρέμω. Συνεχίζει να πιέζει τα χέρια της γύρω από το λαιμό του πλάσματος με δύναμη, πνίγοντας το. Επιμένει με λύσσα. Κλαίει, όμως δεν σταματά. Το μωρό βγάζει μικρές περίεργες κραυγές· κραυγές βοήθειας. Ξεσπάω σε κλάματα.

Τι κάνει;

«Άστο...» ψελλίζω ξεψυχισμένα. Δεν με ακούει.
«άστο, ΆΣΤΟ! ΆΦΗΣΕ ΤΟ! ΤΟ ΣΚΟΤΏΝΕΙΣ!» χτυπιέμαι με τα δάκρυα να καίνε τα μάγουλα μου, χτυπώντας το τζάμι με τις μπουνιές μου.
«ΤΡΕΛΉ! ΔΕΝ ΣΟΥ ΦΤΑΊΕΙ ΣΕ ΤΊΠΟΤΑ, Μ' ΑΚΟΎΣ; ΆΦΗΣΕ ΤΟ!» πασχίζω να πλησιάσω ώστε να σώσω την αθώα ψυχούλα, μα δεν μπορώ. Τα πόδια μου έχουν καρφωθεί στο πάτωμα. Λες και κάποιος με έχει καρφώσει εκεί.

Η γυναίκα απέναντι μου σταματάει. Το μωρό δεν ακούγεται πια. Σταματάω κι εγώ να προσπαθώ. Η ανάσα μου βγαίνει βαριά και τα μάτια μου έχουν ανοίξει διάπλατα.

Το σκότωσε;
Κοιτάω καλύτερα. Δεν αναπνέει.
Τα σωθικά μου σαπίζουν ολοσχερώς.
Το σκότωσε...

Τότε, η δολοφόνος σηκώνει το βλέμμα της και το καρφώνει απευθείας στο δικό μου. Η ανάσα μου παύει ακαριαία. Γιατί το πρόσωπο της...είναι το δικό μου. Μοιάζει σαν να βρίσκομαι μπροστά από καθρέφτη. Είναι κι αυτή χλωμή. Είναι κι αυτή θλιμμένη. Είναι όσο ταλαιπωρημένη είμαι κι εγώ. Στα μάτια της αστράφτει η τρέλα.

Αστράφτει και στα δικά μου μάτια η τρέλα;

Και γελάει. Πολύ. Πολύ και δυνατά. Μένω μουδιασμένη να την κοιτάω, όσο βρίσκεται σε παροξυσμό. Γιατί γελάει; Πριν μερικά δευτερόλεπτα έκλαιγε... Σκύβει προκλητικά μπροστά μου, στηριζόμενη στην λευκή κούνια που μέσα βρίσκεται το νεκρό μωρό μου.

«Τι να σου πω κοπέλα μου έτσι όπως τα κατάφερες;» φτύνει τις λέξεις με σαρκασμό. Αγχώνομαι. Η φρίκη με αγκαλιάζει.

Τι;

Ξαφνικά, το τζάμι εξαφανίζεται, το έδαφος χάνεται και έχω να αντιμετωπίσω ένα ατελείωτο κενό που με κάνει να πονάω. Όσο πέφτω, μπορώ να με ακούσω να ουρλιάζω με μια κραυγή απόκοσμη που τσακίζει τα σάπια σωθικά μου. Και τώρα πια καταλαβαίνω.

Η πηγή του κακού είμαι εγώ.
Πάντα ήμουν εγώ.'

Τινάζονται από το στρώμα και ουρλιάζω σαν τρελή. Τα δάκρυα στα μάγουλα μου είναι τόσα που θα μπορούσαν να με πνίξουν. Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή και η ανάσα μου βγαίνει βαριά και με δυσκολία.

«ΤΟ ΣΚΌΤΩΣΑ!» κραυγάζω κλαίγοντας ανεξέλεγκτα. Νιώθω λες και οι τοίχοι του δωματίου μου πρόκειται να πέσουν και να με πλακώσουν. Με πιάνει δύσπνοια.
«ΤΟ ΣΚΌΤΩΣΑ! ΕΓΏ ΤΟ ΣΚΌΤΩΣΑ!» τρέμω και κλαίω περισσότερο. Νομίζω τρελαίνομαι, δεν μπορώ να ηρεμήσω. Τα ουρλιαχτά μου ακούγονται παντού και το καταλαβαίνω από τον τρόπο που η Θάλεια, φορώντας ένα μαύρο κολάν κι ένα λευκό κοντομάνικο για τον ύπνο, εισβάλλει στο δωμάτιο ανοίγοντας την πόρτα με φόρα, αγουροξυπνημένη και τρομαγμένη όσο τίποτα άλλο.

«Αυγή μου!» ανοίγει το φως και τρέχει προς το μέρος μου, όσο εγώ συνεχίζω να ουρλιάζω χωρίς να μπορώ να μου βάλω φρένο. Κάθεται δίπλα μου και με πιάνει σφιχτά από τα μπράτσα.
«Τι έγινε; Τι συνέβη;» προσπαθεί να καταλάβει, επιδιώκοντας οπτική επαφή. Τα χείλη μου τρέμουν, τα δόντια μου χτυπάνε μεταξύ τους. Με έχει πιάσει σύγκρια.

«ΤΟ ΣΚΌΤΩΣΑ! ΕΓΏ! ΣΚΌΤΩΣΑ ΤΟ ΜΩΡΌ ΜΟΥ! ΕΊΜΑΙ ΈΝΑ ΤΈΡΑΣ!» τσιρίζω και κλαίω ασταμάτητα, με την ανάσα μου να έχει κοπεί πια για τα καλά. Την ταρακουνάω προσπαθώντας να την κάνω να καταλάβει πόσο άσχημο ήταν αυτό που έκανα. Ο τρόμος στα χαρακτηριστικά της με σκοτώνει.
«ΤΙ ΈΚΑΝΑ; ΤΙ ΈΚΑΝΑ; ΕΊΜΑΙ ΦΡΙΚΤΉ!» αυτομαστιγώνομαι ασταμάτητα. Έχει μείνει με το στόμα ανοιχτό.

Δεν είμαι καλά, μαμά.
Βοήθησε με.

«Μωρό μου, άκουσε με!» ζητάει, καθώς εγώ συνεχίζω να σπαρταράω σαν το ψάρι έξω από το νερό φωνάζοντας. Δεν μπορώ να σταματήσω. Πάνω στην ώρα, το κλάμα της Ειρήνης φτάνει στ' αυτιά μας. Η μαμά μου ξεφυσάει, καθώς με αφήνει χωρίς να το θέλει. Το πρόσωπο της γεμίζει με απελπισία.
«Γαμώτο!» βλαστημά βγαίνοντας από το δωμάτιο μου βιαστικά. Μένω να κοιτάω το κενό για μερικά δευτερόλεπτα.

Αγκαλιάζω τον εαυτό μου συγχυσμένη ακόμα προσπαθώντας να με καθησυχάσω από τον τόσο ζωντανό εφιάλτη που είδα. Μα ήταν όντως εφιάλτης; Το σκότωσα. Εγώ. Το έκανα. Πήγα στο κέντρο και το σκότωσα. Δεν το σκέφτηκα δεύτερη φορά. Του στέρησα την ευκαιρία να ζήσει.

«Τι έκανα; Τι έκανα; Τι έκανα;» ψιθυρίζω ασταμάτητα. Κουλουριαμσένη στην άκρη του κρεβατιού πηγαίνω μπρος-πίσω γεμάτη φρίκη, έχοντας ακόμα στα χέρια μου τον εαυτό μου. Νομίζω τρελαίνομαι. Κοντεύει να μου στρίψει.

Στο οπτικό μου πεδίο μπαίνει και πάλι η Θάλεια, που αφήνει στο κρεβάτι μου το καλαθάκι του μωρού που έχει κάπως ησυχάσει. Βουτάει το πρόσωπο μου στα χέρια της και με κοιτάει στα μάτια. Η στοργή μέσα τους ησυχάζει με κάποιο τρόπο τον πανικό μου, αλλά η ανησυχία και ο φόβος με φουντώνουν. Νομίζω καταρρέω.

«Έκανες το καλύτερο για σένα και γι'αυτό. Μην το ξεχάσεις ποτέ ξανά αυτό, μ' ακούς;» η σιγουριά που αποπνέουν τα λόγια της με γαληνεύει λίγο, όμως ούτε το κλάμα σταματάει, ούτε το τρέμουλο. Γίνονται εντονότερα. Μου περνάει μια τούφα πίσω από το αυτί.
«Σήμερα θα σηκωθείς, θα πας σχολείο, θα γυρίσεις, θα φτιάξεις τα πράγματα σου και αύριο ξεκινάς για Ελλάδα. Όταν όμως επιστρέψεις θα πάμε σε ειδικό. Ψυχολόγος, ψυχίατρος δεν με νοιάζει, αλλά θα πάμε! Δεν μπορείς να το σηκώσεις όλο μόνη σου, Αυγή. Χρειάζεσαι βοήθεια!» είναι πρόθυμη να επισπεύσει τη φυγή μου με μόνο όρο να μην αφήσω την ψυχολογία μου στον αέρα.

Και είμαι τραγικά απελπισμένη για να αρνηθώ.

«Εντάξει!» δέχομαι με φωνή βραχνή από το κλάμα και με τραβάει στην αγκαλιά της.

Μου ψιθυρίζει πως όλα θα πάνε καλά, πως είναι αυτή εδώ και να μη φοβάμαι. Το σπάσιμο όμως στη χροιά της με τσακίζει αποδυναμώνοντας με. Η συζήτηση που πριν λίγο καιρό είχα με τον Paul περνάει από το μυαλό μου εντείνοντας το ξέσπασμα μου. Είχα δίκιο. Είμαστε όντως τέρατα που σκοτώνουμε ό,τι και όποιον μας σταθεί εμπόδιο.

Σκοτώνουμε.

(...)

«Τι έχεις εσύ; Μου φαίνεσαι κάπως κουρασμένη.» η Εύη, τσιμπώντας μου το μάγουλο, ρωτάει με ενδιαφέρον. Ο Αλέκος δίπλα μας, μας ακούει με προσοχή γρατζουνώντας ταυτόχρονα την κιθάρα του. Αλήθεια, αυτή η κιθάρα είναι προέκταση του χεριού του. Τεντώνομαι νωχελικά στη θέση μου αφήνοντας ένα χασμουρητό, όσο επιτρέπω στον ήλιο να μου χαϊδέψει τα μάγουλα.

«Ναι, δεν κοιμήθηκα καλά.» ξεροβήχω, αποφεύγοντας το βλέμμα της. Με είδα να πνίγω ένα βρέφος που, κάπως, με κάποιο τρόπο, ξέρω ότι είναι το ίδιο μωρό που έριξα πριν λίγες μέρες. Ξέρεις, μια τυπική Δευτέρα για μένα.
«Έκανα λίγο ανήσυχο ύπνο.» ψελλίζω όσο πιο λακωνικά μπορώ τελικά, τρίβοντας τα μάτια μου που τσούζουν από την αϋπνία. Εύχομαι στ' αλήθεια να μη ρωτήσει περισσότερα και, παραδόξως, όντως δεν το κάνει. Οπότε, απλά αφήνω μια ανάσα.

«ΒΓΑΊΝΩ ΜΕ ΚΆΠΟΙΑ!» από το πουθενά και, κυριολεκτικά στην πιο άκυρη στιγμή, ακούγεται η ενθουσιασμένη φωνή του Λευτέρη οριακά από την άλλη άκρη της αυλής που μας κάνει να γουρλώσουμε τα μάτια από την έκπληξη και τη χαρά.

«Έλα!» αναφωνούμε ταυτόχρονα με τα παιδιά κι ένα δευτερόλεπτο μετά γελάμε σαν καθυστερημένα εξαιτίας της αντίδρασης μας. Παίρνω μια ανάσα.
«Όνομα!» ζητάω με ενδιαφέρον σαν γνωστή κουτσομπόλα που είμαι, όμως δεν προλαβαίνει να μου απαντήσει.

«Ηλικία!»

«Και ύψος!» η Εύη κι έπειτα ο Αλέκος, ακολουθούν το παράδειγμα μου. Ο ψηλός μας φίλος γελάει διασκεδασμένος, καθώς βολεύεται δίπλα μας (ανάμεσα σε μένα και την Εύη) με άνεση. Περνάει τα χέρια του μέσα από τα μαλλιά του, τρίβοντας τα χέρια του με χαρά και περίσσιο ενθουσιασμό.

«Την λένε Αντριάνα, είναι στην ηλικία μας και είναι γύρω στο ένα και εξήντα κάτι. Με ξέρετε τώρα εμένα, μου αρέσουν πολύ οι μικροκαμωμένες!» μας λύνει όλες τις απορίες χωρίς να μας βασανίσει και στο βλέμμα του λάμπει κάτι. Δεν ξέρω τι ακριβώς είναι, μα μοιάζει όμορφο και ζεστό.

«Ναι, το ξέρουμε!» αναφορικά με την τελευταία του φράση ο Αλέκος δεν κρατιέται και με δείχνει σαν παράδειγμα. Ωστόσο, μας έρχεται ξαφνικό κι είναι ο λόγος που αρχίζουμε πάλι να γελάμε δυνατά και πολύ νευρικά. Σε σημείο που πολλές παρέες της πίσω αυλής γυρνούν να μας κοιτάξουν με απορία.
«Αλήθεια, μου φαίνεται περίεργο που εσείς οι δυο δεν αισθάνεστε καθόλου άβολα! Θέλω να πω...ήσασταν ζευγάρι!» προσπαθεί να καταλάβει τι σκατά έχουμε στα κεφάλαια μας και δεν είναι η πρώτη φορά που το κάνει.

Ανταλλάσσω ένα πονηρό βλέμμα με τον Λευτέρη, προτού απλώσει το χέρι του και με βάλει στην αγκαλιά του, όπου και βολεύομαι. Μου αφήνει ένα τρυφερό φιλάκι στα μαλλιά και ξέρω πως δεν σημαίνει τίποτα άλλο πέρα από φιλικό. Πάντα αυτό σήμαινε -για μένα τουλάχιστον.

«Έλα μωρέ τώρα! Κράτησε πόσο; Μια; Δυο εβδομάδες;» με κοιτάει για επιβεβαίωση κάνοντας μια παύση και γνέφω θετικά μ' ένα μικρό χαμόγελο, ενθυμούμενη τις δώδεκα μαρτυρικές εκείνες μέρες που, παραδόξως, πολύ θα ήθελα να ζω αυτή τη στιγμή. Ο πόνος δεν συγκρίνεται.
«Δε μας βγήκε, τι να κάνουμε τώρα! Άσε που αν μας έβγαινε μπορεί να μην είχα γνωρίσει την Αντριάνα, ή να την γνώριζα και να μην μπορούσα να κάνω κάτι και η Αυγή μπορεί να μην είχε ζήσει αυτό το έντονο που της αρέσει με τον τυπά!» του εξηγεί, περνώντας με άνεση τα δάχτυλα του μέσα από τα μαλλιά του και για λίγο παρατηρώ τον τρόπο που τα πράσινα μάτια του ταιριάζουν με την ίδιου χρώματος μπλούζα που φοράει. Ο φίλος μας γνέφει θετικά και η Εύη συμφωνεί.

Παρόλα αυτά, στην αναφορά του "τυπά" και στη φύση της σχέσης που είχαμε, ένα έντονο και τραγικά επίπονο κάψιμο στο στήθος με κάνει να ανασηκωθώ νευρικά και να απομακρυνθώ ελάχιστα από το κράτημα του φίλου μου, κάτι που το παρεάκι παρατηρεί. Περνάω μια τούφα πίσω από το αυτί παίρνοντας μια ανάσα. Το σιχάθηκα το έντονο, παιδιά. Θέλω μόνο να ηρεμήσω. Τίποτα άλλο...

«Σχετικά με τον Lucas...» ξεροβήχω. Με κοιτούν λίγο πριν ανταλλάξουν ένα βλέμμα γεμάτο νόημα. Δαγκώνω τα χείλη μου απαλά. Αισθάνομαι λες και ξέρουν ήδη τι θα τους πω κι αυτό κάπως με πληγώνει.
«χωρίσαμε.» ανακοινώνω, τρίβοντας με αμηχανία τα χέρια μου στο σκούρο τζιν παντελόνι μου. Ξαφνικά ο ήλιος μοιάζει πιο καυτός και αισθάνομαι το δέρμα μου να παραπονιέται από την ξαφνική άνοδο της θερμοκρασίας.

«Θες να το συζητήσεις;» η διπλανή μου, σαν πιο πονηρεμένη με την όλη κατάσταση, καρφώνει τη ματιά της στη δική μου ελαφρώς αγχωμένη. Στερεώνει καλύτερα τα στρογγυλά γυαλιά στο κόκαλο της μύτης της.

Μην ανησυχείς, Εύη. Δεν νομίζω πως μπορώ να γίνω χειρότερα.

«Απλά δεν τραβούσε άλλο!» ανασηκώνω τους ώμους δήθεν αδιάφορα, πιάνοντας το μπουκαλάκι με το νερό μου.
«Χρειαζόμουν ένα διάλειμμα απ' όλο αυτό, γι'αυτό θα πάω μερικές Ελλάδα. Νομίζω πως η απόσταση θα με βοηθήσει.» ανασηκώνω τους ώμους και γνέφουν θετικά. Πίνω μια γενναιόδωρη γουλιά από το νερό, τρίβοντας ασυναίσθητα την κοιλιά μου. Πονάω λίγο αυτές τις μέρες.

Βαρέθηκα να είμαι μόνη μου σε αυτή τη σχέση, παιδιά. Με κούρασε η απουσία του. Είναι δύσκολο -τόσο δύσκολο.

«Ό,τι θες είμαστε εδώ πάντως.» μου κλείνει το μάτι ο Αλέκος, με την κιθάρα ακόμα στην αγκαλιά του, και χαμογελάω πλατιά σαν ευχαριστώ.

Ευχαριστώ παιδιά, μα τι μπορώ να σας πω χωρίς να σας φρικάρω;

«Αυγή!» η φωνή του Πέτρου με κάνει να γυρίσω ασυναίσθητα το κεφάλι προς το μέρος του. Όταν τον αντικρίσω, ντυμένο μέσα στο καθημερινό μπλε του πουκάμισο (δώρο της μαμάς) και στο μαύρο παντελόνι, να στέκεται άβολα μόλις δεκαπέντε μέτρα μακριά μου δυσανασχετώ και παράλληλα αναστενάζω. Τον κοιτώ ερωτηματικά, μα εντελώς εχθρικά.
«Μπορούμε να μιλήσουμε λίγο;» τρίβει αμήχανα το σβέρκο του, δίνοντας μου ένα μικρό χαμόγελο.

Είμαι στ' αλήθεια έτοιμη να αρνηθώ, όμως η Εύη μου σφίγγει το χέρι διακριτικά. Αναστενάζω.

«Έρχομαι.» ψελλίζω στα παιδιά, καθώς σηκώνομαι από το τσιμεντένιο παγκάκι. Όταν με δει να τον πλησιάζω το πρόσωπο του φωτίζεται και χαμογελάει σαν παιδί, θυμίζοντας μου κάτι από τον μπαμπά μου.
«Έχεις πέντε λεπτά!» του δίνω προθεσμία, καθώς τον προσπερνάω και κατευθύνομαι μόνη μου μέχρι το γραφείο του. Αναστενάζει κι αυτός ακολουθώντας με. Όταν η πόρτα του γραφείου κλείσει πίσω μας, του ρίχνω το πιο βλοσυρό βλέμμα που διαθέτω. Σταυρώνω τα χέρια κάτω από το στήθος.
«Λοιπόν;»

«Μου είπε η μαμά ότι θα πας μερικές μέρες Ελλάδα.» αρχίζει και δεν ξέρω αν θέλω να θυμώσω μαζί της που του το είπε, ή αν πρέπει να τη λυπηθώ που του μιλάει ακόμα. Τι άλλο πρέπει να της κάνει δηλαδή για να κόψει επαφές; Να μας κάψει το σπίτι;
«Ήθελα απλώς να σε χαιρετήσω πριν φύγεις, να σου πω να προσέχεις και...και ότι θα μου λείψεις πολύ!» η φωνή του τρέμει όσο μου μιλάει, όμως εγώ δεν βλέπω τίποτα άλλο πέρα από θέατρο· ένα καλοδουλεμένο θέατρο.

«Αχά!» μουρμουρίζω αδιάφορα.
«Θα πεις κι άλλα για να μου δείξεις πόσο καλός πατέρας είσαι, ή μπορώ να φύγω;» ρωτάω με κάθε ειλικρίνεια, μα δεν φαίνεται να το εκτιμά.

Αλλά θα μου πεις, οι υποκριτές δεν εκτιμούν την ειλικρίνεια.

«Αυγή, καταλαβαίνω ότι σε πλήγωσα και ένας θεός ξέρει πόσο ντρέπομαι για ό,τι έκανα, όμως ένα λάθος δεν αλλάζει τον τρόπο που αισθάνομαι για εσάς! Δεν υπάρχει κανένας σε αυτόν τον κόσμο που να τον αγαπώ περισσότερο από εσένα, τη μαμά και την Ειρήνη! Είστε η ζωή μου, κορίτσι μου!» προσπαθεί σκληρά να με πείσει για τα λεγόμενα του και η αλήθεια είναι ότι με δυσκολία κρατάω τον εαυτό μου από το να τον πιστέψει.

Λυπάμαι, Πέτρο.
Οι πράξεις σου άλλα δείχνουν.

«Α, ναι;» κάνω μια παύση. Καρφώνω τα μάτια μου στα γαλαζοπράσινα δικά του με πόνο και παράπονο που βαθιά μέσα μου εκλιπαρώ να καταλάβει.
«Τότε γιατί αυτοκτόνησες;» τα χείλη μου τρέμουν και θέλω να κλάψω κι έπειτα να χωθώ στην αγκαλιά του. Δεν κάνω τίποτα από τα δύο. Με κοιτά παγωμένος, πληγωμένος, σαστισμένος. Το κουδούνι χτυπάει. Ξεροβήχω.
«Τέλος χρόνου!» ανακοινώνω αποκαρδιωμένη, βγαίνοντας από το γραφείο. Κλείνω την πόρτα πίσω μου και στηρίζομαι για λίγο πάνω της. Δαγκώνομαι.

Συγγνώμη, μπαμπά.
Μα ήσουν ο πρώτος που με σκότωσε.

(...)

«Καλώς τες μου!» η Debbie χαμογελάει φιλώντας μας σταυρωτά, λίγο πριν κάνει στην άκρη το σώμα της για να μπούμε μέσα στο σπίτι. Της επιστρέφω το χαμόγελο όσο πιο αληθινά μπορώ.
«Πώς κι αυτό το ξαφνικό; Δεν έπρεπε να φτιάχνεις βαλίτσες εσύ;» αναρωτιέται ελαφρώς μπερδεμένη. Κουνάω το κεφάλι θετικά, περπατώντας προς το σαλόνι.

«Ναι, θα έπρεπε αλλά θα πάω να δω τις φίλες μου και σκέφτηκα ότι θα ήταν καλή ιδέα να σας χαιρετήσω!» αποκρίνομαι με άνεση που δεν έχω και την ελπίδα ότι δεν θα φανεί πως λέω ξεκάθαρα ψέματα. Μου χαϊδεύει τα μαλλιά, καθώς αναφωνεί με συγκίνηση. Για κάποιο λόγο τρελό συγκινούμαι κι εγώ. Ξεφυσάω.
«Τέλος πάντων, κάτι άσχετο εντελώς...» κάνω μια παύση και τρίβω νευρικά το μέτωπο μου, γελώντας αμήχανα.
«μήπως είναι εδώ ο Aaron;» το στόμα μου ξεραίνεται απότομα αμέσως μόλις κάνω την ερώτηση.

Οι δύο γυναίκες ανταλλάσσουν ένα βλέμμα γεμάτο νόημα, ενώ βολεύονται στον άνετο τριθέσιο καναπέ. Είμαι σχεδόν σίγουρη ότι με κατάλαβαν μια και η Debbie ψελλίζει κάτι σαν «είπα κι εγώ» μεταξύ βήχα και γέλιου. Είμαι, επίσης, σίγουρη ότι κανονικά θα έπρεπε να έχω κοκκινίσει αυτή τη στιγμή, αλλά όχι! Λες και δεν έχω μέσα μου ίχνος ντροπής πια. Πειράζω τα μαλλιά μου μέχρι να απαντήσει. Θέλουν βάψιμο και κόψιμο· μου φτάνουν πια μέχρι τη μέση.

«Ναι, εδώ είναι! Στον κήπο! Βοηθάει τον Ian στο κλάδεμα!» μου εξηγεί, δείχνοντας μου αόριστα κάπου έξω με το χέρι της.
«Πάνε να τους δεις!» πρακτικά μου δίνει το ελεύθερο και μουρμουρίζοντας ένα βιαστικό «πάω», φεύγω από το σαλόνι. Ανοίγω όσο πιο αθόρυβα μπορώ την συρόμενη μπαλκονόπορτα και περπατάω στο απαλό γρασίδι. Ο ουρανός είναι τόσο γαλανός και λευκός που μου θυμίζει μερικές από τις ζωγραφιές που έκανα όταν ήμουν μικρή.

«Γεια!» τους χαιρετώ από μακριά, περιέργως πολύ ήρεμη, μ' ένα μικρό χαμόγελο.

«Ωπ! Καλώς την!» μόλις ο Ian με εντοπίσει βγάζει τα χοντρά του γάντια, αφού τινάξει πρώτα το χώμα που βρίσκεται πάνω τους. Προφανώς δεν ασχολήθηκαν μόνο με το κλάδεμα.
«Τι κάνεις;» μου αφήνει ένα φιλί στο μέτωπο, αγκαλιάζοντας με τρυφερά. Ανταποδίδω ελαφρώς θλιμμένη. Οι αγκαλιές του μου θυμίζουν πάντα τον Πέτρο.

«Καλά! Ήρθα να πω ένα "γειά" προτού φύγω!» εξηγώ με ειλικρίνεια, κοιτώντας όμως μόνο τον ξανθό άγγελο που δεν μου έχει μιλήσει ούτε λίγο ακόμα. Ο Ian παρατηρεί το βλέμμα μου και την ένταση που υπάρχει ανάμεσα μας. Αφήνω μια ανάσα.
«Θα λείψω μια εβδομάδα και...» αφήνω τη φράση μου μετέωρη. Τώρα αποφεύγει μέχρι και το βλέμμα μου. Εγωκεντρικό σκουλήκι. Κοιτάω ξανά τον κολλητό της μαμάς μου.
«βασικά αυτό!» ανασηκώνω τους ώμους χαλαρά.

«Κατάλαβα!» σχολιάζει, πνίγοντας ένα γελάκι.
«Εγώ θα πάω να πιω λίγο νερό τώρα. Θέλει κανείς τίποτα; Όχι; Καλά!» γίνεται για λίγο ο περίεργος εαυτός του, καθώς πισωπατεί με τα χέρια υψωμένα στο ύψος του στέρνου του αμυντικά και βιαστικά απομακρύνεται από τους δυο μας.

Ναι, Ian.
Πολύ διακριτικό.

«Λοιπόν;» με βγάζει από τη δύσκολη θέση να ξεκινήσω εγώ. Τώρα βγάζει κι αυτός τα γάντια του.
«Πώς κι απ' τα μέρη μας, μικρό;» χαμογελάει συγκρατημένα, περνώντας τα χέρια του μέσα από τα μαλλιά του.

«Χώρισα με τον Lucas.» ανακοινώνω και εκπνέω αργά. Κάθε φορά που το λέω νιώθω ένα κάψιμο παντού πάνω μου. Με τρομάζει που έχει γίνει σωματικό όλο αυτό. Ο Aaron χαμογελάει κάπως πιο πλατιά, μη μπορώντας να κρύψει τη χαρά του.

«Αλήθεια;» σχεδόν γελάει. Αν δεν τον ήξερα θα έλεγα ότι χαίρεται με τον πόνο μου. Κουνάω το κεφάλι θετικά.
«Και...γιατί αυτό;» στηρίζεται στον κορμό ενός δέντρου κοιτώντας με, με το γνωστό γοητευτικό του χαμόγελο. Δεν κρατιέμαι, γελάω κι εγώ.

«Δεν χώρισα για σένα, αν αυτό είναι που ρωτάς!» φυσάω με δύναμη το ροζ του συννεφάκι και μαζεύεται γρήγορα. Σταυρώνει τα χέρια στο στερνό του, κοιτώντας με απευθείας στα μάτια. Περνάει τη γλώσσα του πάνω από τα χείλη του και το βλέμμα μου πάει κατευθείαν εκεί. Δίνει στον εαυτό του ένα νικητήριο χαμόγελο.

Γαμημένε.

«Τότε τι κάνεις εδώ;» η πραγματική απορία στον τόνο της φωνής του οριακά με σοκάρει. Φέρνω τα μαλλιά μου στ' αριστερά του πρόσωπο μου. Ξεφυσάω νευρικά.

«Όπως είπα και πριν, θα φύγω για λίγες μέρες και μπορεί όταν γυρίσω να μην είσαι εδώ. Υπάρχει κάτι, όμως, που θέλω εδώ και μήνες να κάνω και όταν ξανά βρεθούμε μπορεί να μην έχω αρκετό θάρρος για να το κάνω!» μιλάω κάπως μπερδεμένα.

«Τι;» σμίγει τα φρύδια.

Για μερικά δευτερόλεπτα απλώς τον κοιτάω και, ύστερα, κάνω ένα βήμα μπροστά, τυλίγω τα χέρια μου στο μάγουλο και γύρω από το λαιμό του και αγγίζω τα χείλη μου στα απαλά δικά του. Στην αρχή ξαφνιάζεται και παγώνει, όμως μετά από μερικά δευτερόλεπτα τα χέρια του αγκαλιάζουν τη μέσα μου, κολλώντας με πάνω του, όσο τα χείλη ρουφούν άπληστα τα δικά μου. Τον δαγκώνω απαλά και σπρώχνω τη γλώσσα μου στο στόμα του.

Εκρήξεις.
Πολλές, μικρές εκρήξεις.

Το σώμα μου έχει ανατριχιάσει από την επαφή και κάθε κύτταρο μέσα μου οριακά χειροκροτεί από έξαψη και καύλα. Απομακρύνομαι πρώτη και μόνο τότε καταλαβαίνω ότι δεν έχω ανάσα, όπως και αυτός. Του χαϊδεύω απαλά το μάγουλο.

«Παύω να το παίζω τρελίτσα, Aaron. Ναι, νιώθω το τρέμουλο και την ανατριχίλα. Ναι, σταματάει η ανάσα μου. Το δέρμα μου καίγεται κάτω από το άγγιγμα σου, αποδέχομαι την χημεία που υπάρχει ανάμεσα μας. Όμως ήρθες στην πιο λάθος στιγμή της ζωής μου. Δεν είμαι ερωτευμένη μαζί σου και φαντάζομαι το ξέρεις και, ειδικά αυτή τη στιγμή, θέλω να είμαι μόνη μου. Ούτε με τον Lucas, ούτε με εσένα, ούτε με κανέναν. Μόνη μου.» ψιθυρίζω πάνω από τα χείλη του κοιτώντας τον. Έχει ακόμα τα μάτια του κλειστά.

«Εμείς οι δυο δεν έχουμε αρχίσει ακόμα, μωρό μου.» με βουτάει και με φιλάει εκείνος αυτή τη φορά. Με περισσότερο πάθος και ένταση. Η γλώσσα του, προς έκπληξη μου, ταιριάζει καταπληκτικά με τη δική μου καίγοντας με. Απομακρύνεται πρώτος αυτή τη φορά.
«Να το θυμάσαι αυτό!» προσθέτει. Αφήνει ένα τελευταίο πεταχτό φιλάκι στο στόμα μου, προτού μου γυρίσει πλάτη και ασχοληθεί πάλι μ' ένα φυτό.

Τον κοιτώ έκπληκτη, σαστισμένη από τα λεγόμενα του μ' ένα μικρό χαμόγελο. Αφήνω μια ανάσα και φεύγω από την αυλή.

(...)

«Δηλαδή τον φίλησες!» ψελλίζει ξαφνιασμένη η Lyra, κοιτώντας με κατάματα.

«Ναι.»

«Και σε φίλησε ξανά αυτός!» η Melisa προσπαθεί να καταλάβει, κοιτώντας μια εμένα μια τη φίλη μας.

«Ναι.» πνίγω ένα γελάκι και ανακάθομαι καλύτερα στο μαλακό κρεβάτι της Lyra.

Είναι λίγες οι φορές που καθόμαστε στο σπίτι της, αλλά όταν συμβαίνει το ξημερώνουμε. Δεν ξέρω γιατί, αλλά πάντα έτσι συμβαίνει. Οι κοπέλες μπροστά μου έχουν μείνει να με χαζεύουν, όσο εγώ παρατηρώ τους τοίχους της. Για κάποιο λόγο πάντα μου άρεσε το χρώμα: ένα όμορφο και διακριτικό πράσινο της μέντας που παραδόξως ταιριάζει απίστευτα με το ξύλινο δάπεδο και με το στρώμα πάνω του που το στολίζει ένα ίδιου χρώματος κάλυμμα.

«Νόμιζα πως ήσουν ερωτευμένη με τον Lucas!» η οικοδέσποινα οριακά μου επιτίθεται και χρειάζεται να περάσουν μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να συνειδητοποιήσω τι μου είπε. Το στόμα μου ανοίγει ελαφρά. Η Mel μας παρατηρεί ελαφρώς σαστισμένη.

«Νόμιζα πως όταν έχεις σχέση με κάποιον δεν πηδιέσαι με την πρώτη που θα βρεθεί στο δρόμο σου!» της θυμίζω νευρικά τη στάση του πρώην μου καγχάζοντας. Καγχάζει κι εκείνη λίγο πιο ειρωνικά. Περνάει τα χέρια της μέσα από τα μακριά καστανόξανθα σπαστά μαλλιά της με θυμό.

«Κι επειδή φέρθηκε αυτός λάθος θα φερθείς κι εσύ;» κουνάει το πόδι νευρικά ανεξέλεγκτα και για κάποιο λόγο μου γεννάται η ανάγκη να κοιτάξω τη φίλη μου από το χορό με απορία, η οποία σκύβει το κεφάλι σχεδόν αμέσως.
«Όταν έχεις γαμημένη σχέση με κάποιον πρέπει να είσαι μόνο με αυτόν! Οτιδήποτε άλλο θεωρείται απιστία και ασέβεια προς τον σύντροφο σου!» εκρήγνυται έξαλλη. Έχει κοκκινίσει κάπως.

Τι στον διάολο;

«Ακριβώς! Όταν έχεις σχέση! Εγώ όμως είμαι ελεύθερη γιατί, δεν ξέρω αν το θυμάσαι, ΈΧΩ ΧΩΡΊΣΕΙ ΜΕ ΤΟΝ LUCAS ΕΔΏ ΚΑΙ ΜΙΑ ΕΒΔΟΜΆΔΑ!» δεν κρατιέμαι και φωνάζω. Η παράνοια της με εξωθεί στα άκρα. Γελάει νευρικά.
«Κι όσο για την απιστία, μην τα λες σ' εμένα! Δεν παράτησα εγώ την κοπέλα μου μόνη της τη μέρα που θα έριχνε το αγέννητο παιδί μας για να κάνω κοκαΐνη! Ούτε πηδήχτηκα εγώ με την κολλητή μου από πείσμα ΕΠΕΙΔΉ ΜΕ ΠΛΉΓΩΣΑΝ ΜΕΡΙΚΈΣ ΑΛΉΘΕΙΕΣ!» ουρλιάζω και πάλι και σκέφτομαι πόσο τυχερή είμαι που είμαστε μόνες μας.

Οι ανάσες μου βγαίνουν βαριές και συνειδητοποιώ τι ξεστόμισα από τα σοκαρισμένα βλέμματα τους. Πανιάζουν. Τα μάτια μου θολώνουν, τα χείλη μου τρέμουν και στο μυαλό μου έρχεται πάλι ο εφιάλτης. Γαμώτο!

«Έκανες...τι;» η Melisa παγωμένη, φρικαρισμένη από τα λεγόμενα μου με κοιτάει με τα καστανά της μάτια ορθάνοιχτα.

«Ήσουν...» η φωνή της σβήνει.
«Ήσουν έγκυος;» οι τόνοι κατέβηκαν τελείως πια. Γνέφω θετικά. Βουρκώνει. Με μπερδεύεις, Lyra.
«Γιατί; Γιατί το έριξες;» δεν μπορεί να καταλάβει, οπότε γελάω και σκουπίζω νευρικά ένα δάκρυ που κυλάει στο μάγουλο μου και με καίει. Καίει τόσο πολύ που, ορκίζομαι, νιώθω ότι βρίσκομαι ήδη στην κόλαση. Η τρίτη της παρέας περιμένει επίσης καρτερικά μια απάντηση. Δαγκώνομαι.

«Αλήθεια ρώτας;» γελάω περισσότερο.

«Γιατί είμαι μόλις δεκαεπτά, Lyra, και τα έχω κάνει μπουρδέλο με τη ζωή μου. Γιατί μέσα σε επτά μήνες κατάφερα να ερωτευτώ έναν χρήστη, να κάνω χρήση ναρκωτικών, να προδώσω τη μαμά μου, να μην έχω καμία επαφή με τον πατέρα μου. Γιατί μέσα σε όλα αυτά, με κακοποίησαν σεξουαλικά, μου γαμήθηκε η ψυχολογία και δεν ξέρω πώς να συνέλθω! Γιατί έχω να κοιμηθώ σαν άνθρωπος τέσσερις ολόκληρους μήνες! Γιατί έκανα γαμημένη κοκαΐνη και μαύρο όσο είχα αυτό το πλάσμα μέσα μου και γιατί ΔΕΝ. ΕΊΜΑΙ. ΚΑΛΆ!» ανακεφαλαιώνω. Κάθε φορά που τα λέω τόσο πιο πολύ ξένα μου φαίνονται. Λες και δεν τα έζησα εγώ, αλλά κάποια άλλη.

Με κοιτούν τρομαγμένες. Η Melisa έχει κρύψει τα χείλη της στην παλάμη της μη μπορώντας να πιστέψει ότι ήμουν έγκυος, ενώ η Lyra απλώς ανασαίνει. Και τότε, κάνει το μόνο που δεν έπρεπε να κάνει.

«Εγώ σου είχα πει να μην μπλέξεις μαζί του!»

Τα χαρακτηριστικά μου σκληραίνουν απότομα και απλά την κοιτάω. Το ίδιο και η έκπληκτη φίλη μας. Παίρνω μια βαθιά ανάσα. Το στομάχι μου δένεται κόμπος. Δεν. Το. Είπε.

«Oh-oh!» ψιθυρίζει με κομμένη την ανάσα κοκαλωμένη στη θέση της.

«Τι;» της δίνω την ευκαιρία να αλλάξει τη φράση της. Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο που μπορείς να πεις σε κάποιον που υποφέρει. Το παρελθόν δεν αλλάζει, οπότε αυτό που μόλις έκανε ήταν απλά εγωιστικό. Οι σχεδόν ματωμένες ματιές μας ενώνονται.

«Αυτό που άκουσες!» επιμένει. Κάνω τα χέρια μου γροθιές.
«Και βασικά, αλήθεια δεν καταλαβαίνω πώς μπορούσες να είσαι μαζί του! Είναι κοκάκιας Αυγή, κι όσο κι αν παριστάνεις πως δεν σε νοιάζει γιατί ζούσατε τον ενοχλητικά μεγάλο έρωτα σας, εγώ το ήξερα πάντα ότι σε επηρεάζει και να που τώρα βγήκα σωστή!» σχεδόν φωνάζει. Το σοβαρό και αναίτια θυμωμένο της βλέμμα με καρφώνει, ωστόσο τα λόγια της με κάνουν έξαλλη! Πρέπει να καταλάβει πως δεν μου αρέσει όταν το κάνει αυτό, είτε είμαι με τον Lucas είτε όχι.

Δεν έχει κανένα γαμημένο δικαίωμα!

«Θα προτιμούσα τη λέξη χρήστης, αν δεν σε πειράζει.» μισοκλείνω τα μάτια, δαγκώνοντας τα χείλη νευρικά. Με κοροϊδεύει γι'αυτό που είπα με το γελάκι που αφήνει. Μου γεννά την ανάγκη να της φωνάξω αυτή η κοπέλα, παρόλα αυτά προσπαθώ να μην βρίσω όπως θέλω πραγματικά να κάνω και το πιάνω από την αρχή.
«Και επίσης, αλήθεια, δεν σε καταλαβαίνω! Ποτέ δεν κατάφερα να σε καταλάβω! Κάνεις λες και ήθελες μήνες τώρα να χωρίσουμε, Lyra! Σαν να ζηλεύεις!» εκφράζω ακριβώς αυτό που σκέφτομαι για πρώτη φορά μετά από μήνες, σταυρώνοντας τα χέρια κάτω από το στήθος. Με κοιτά παγωμένη, φρικαρισμένη χωρίς καν να ανοιγοκλείσει τα βλέφαρα της.

«Εγώ καλύτερα να πηγαίνω!» η Melisa βιαστικά μαζεύει τα πράγματα της και σχεδόν τρέχει μέχρι την πόρτα. Λες και δεν θέλει να είναι παρούσα σε αυτό που θα ακολουθήσει. Παρόλα αυτά, καμία δεν της δίνει σημασία.

«Εγώ...ε-εγώ δεν...δεν ζηλεύω! Πώς μπορείς να το λες αυτό;» μοιάζει προσβεβλημένη, μα ο τρόπος που νευρικά στρέφει τα μάτια της στο ξύλινο γραφείο και η ευκολία με την οποία κατέβασε εντελώς τα ντεσιμπέλ μου αποδεικνύει πως μου λέει ψέματα κυριολεκτικά κατάμουτρα.

Οπότε, περνάω τα χέρια μου μέσα από τα μαλλιά μου και σηκώνομαι από το τέλεια στρωμένο κρεβάτι της. Περπατάω πάνω-κάτω στον άνετο χώρο συγχυσμένη φυσώντας και ξεφυσώντας. Δεν θα ανεχτώ άλλο αυτή τη συμπεριφορά! Τη βαρέθηκα. Κι αυτή τη βαρέθηκα.

«Είσαι ερωτευμένη με τον Lucas;» ρωτάω χωρίς περιστροφές, καρφώνοντας τα μάτια μου στα δικά της, τα οποία γουρλώνει με έκπληξη. Ένα δευτερόλεπτο μετά αρχίζει να γελάει σαν υστερική. Οριακά χτυπιέται κι έχει ήδη κοκκινίσει πολύ περισσότερο από πριν. Θυμώνω.

«Τι;» είναι το μόνο που καταφέρνει να ψελλίσει μέσα από το (χωρίς λόγο ύπαρξης) γέλιο της. Εμένα όμως με εκνευρίζει άνευ προηγουμένου και διαισθάνομαι πως θα ξεσπάσω πάνω της για όλα τα στραβά που μου έτυχαν αυτή τη χρονιά. Το άνω χείλος μου τρέμει σαν τικ από τη σύγχυση. Αλήθεια, νιώθω λες και κοροϊδεύει την άγνοια μου!

«LYRA, ΣΤΑΜΆΤΑ ΝΑ ΓΕΛΆΣ!» ουρλιάζω έξαλλη ένα βήμα πριν τον νευρικό κλονισμό και το γέλιο της σταματάει απότομα και κάπως τρομαγμένα. Όταν συνειδητοποιήσει ότι της φώναξα μέσα στο ίδιο της το σπίτι πιέζει τα χείλη σε μια ευθεία γραμμή.

«ΤΙ ΣΤΟ ΔΙΆΟΛΟ ΘΕΣ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ ΡΕ ΑΥΓΉ;» σηκώνει και εκείνη το σώμα της από το άνετο στρώμα και έρχεται ακριβώς μπροστά μου· είμαστε κυριολεκτικά πρόσωπο με πρόσωπο. Ξαφνικά δείχνει πιο θυμωμένη από μένα και θέλω να τη δείρω γι'αυτό! Μόνο εγώ θα έπρεπε να είμαι θυμωμένη.

Αν τον ήθελε τόσο πολύ, μπορούσε απλά να μου μιλήσει και θα έκανα πίσω!

«ΤΗΝ ΑΛΉΘΕΙΑ! ΕΊΣΑΙ ΕΡΩΤΕΥΜΈΝΗ ΜΑΖΊ ΤΟΥ;» επαναλαμβάνω την ερώτηση και κάθε νεύρο μέσα μου τεντώνεται. Με κάθε δευτερόλεπτο που αργεί να απαντήσει, τόσο πιο πολύ με επιβεβαιώνει για κάτι που μήνες τώρα υποψιάζομαι. Αλλά ως εδώ! Με κούρασαν αυτές οι μαλακίες. Τέρμα πια με το κρυφτούλι.

Οπότε, ντροπιασμένη και κάπως ταπεινωμένη με γραπώνει από τους ώμους φέρνοντας με ακόμα πιο κοντά της. Τόσο που τα σώματα μας σχεδόν γίνονται ένα, όμως είμαι εκτός εαυτού για να ασχοληθώ και με αυτό. Καρφώνει τα μάτια της στα δικά μου και πριν καν το καταλάβω, μιλάει:

«ΜΕ ΣΈΝΑ ΕΊΜΑΙ ΕΡΩΤΕΥΜΈΝΗ! ΗΛΊΘΙΑ! ΜΕ ΣΈΝΑ!» τσιρίζει ταρακουνώντας με λες και είμαι πάνινη κούκλα και όχι άνθρωπος και η ανάσα μου σταματάει επιτόπου. Τα αυτιά μου βουίζουν και αναρωτιέμαι αν άκουσα λάθος.

Τι;

Την κοιτάω σαστισμένη. Δεν ξέρω αν αυτή η ερώτηση βγήκε από τα χείλη μου, ή αν έπαιξε μόνο στο μυαλό μου. Το μόνο σίγουρο, είναι ότι η καρδιά μου σταμάτησε. Το βλέμμα της είναι έντονο και δεν ξεκολλάει από το δικό μου. Ξαφνικά πνίγομαι. Αποτραβιέμαι. Προσπαθώ να πάρω ανάσα, αλλά μοιάζει λες και σε μερικά δευτερόλεπτα ξέχασα εντελώς πώς να το κάνω.

«Τι;» ψελλίζω. Δεν μιλάει. Μοιάζει ακόμα πιο ταπεινωμένη από πριν.
«Δηλαδή είσαι...είσ-είσαι...» τραυλίζω ασταμάτητα. Δεν ξέρω τι ακριβώς πρέπει να κάνω.

«Όχι!» αγχωμένη βιάζεται να το πάρει πίσω. Τσατίζομαι.

«Πώς όχι;!» ξαφνικά η φωνή μου γίνεται λεπτή και τσιριχτή. Δυσκολεύομαι ακόμα να καταλάβω. Δεν έχει σταματήσει να με κοιτά κατάματα όλη αυτή την ώρα και νιώθω περίεργα και άβολα. Ζαλίζομαι. Νομίζω θα πέσω κάτω. Ξεφυσάει με παράπονο.

«Ναι...» παραδέχεται έντροπη.

Και για ακόμα μια φορά, κοιτάω κατάματα την αλήθεια που μήνες τώρα ήταν μπροστά μου κι εγώ αγνοούσα. Ζήλευε, στεναχωριόταν, ήταν αρνητική και κάπως τοξική σαν φίλη, όχι επειδή έχει αισθήματα για τον Lucas. Όλον αυτόν τον καιρό φέρεται τόσο περίεργα και εκνευριστικά...γιατί έχει αισθήματα για εμένα. Ο λαιμός μου στεγνώνει ξαφνικά και πονάει.

«Πρεπ...πρέπει να φύγω!» ανακοινώνω, πιάνοντας την τσάντα μου.

«Αυγή-» κάνει να μου πιάσει το χέρι, όμως ασυναίσθητα τινάζομαι και μισώ τον εαυτό μου όταν δω τον μορφασμό στο πρόσωπο της. Δεν θέλω να νομίζει ότι σιχαίνομαι ή οτιδήποτε τέτοιο.
«Συγγνώμη, δεν-» κάνει να μου απολογηθεί με φωνή σπασμένη.

«Όχι, όχι! Δεν φταις σε κάτι εσύ! Εγώ... εγώ απλά...» προσπαθώ να βάλω σε τάξη το μυαλό μου, όμως δεν τα καταφέρνω.
«Πρέπει να φύγω!» επαναλαμβάνω και, μιμούμενη τη Mel τρέχω έξω από το δωμάτιο της.

Όταν βγω από το σπίτι και ο καθαρός αέρας με χτυπήσει, καταλαβαίνω τι ακριβώς έχει παιχτεί. Στηρίζομαι σε έναν λευκό τοίχο και αφήνω μια τρεμάμενη ανάσα.

Έπρεπε απλώς να κοιτάξω κατάματα την αλήθεια και το φως της, μα εγώ έβαλα γυαλιά και προτίμησα το σκοτάδι.


ΓΕΙΆ ΣΑΣ ΚΟΤΟΠΟΥΛΆΚΙΑ ΜΟΥ!🐥

Τι κάνετε; Πώς είστε;
Ελπίζω καλά!

Πείτε μου τα νέα σας!

Πάμε στο κεφάλαιο;

Πα. Νι. Κος.

Αρχικά, είχαμε νέο μέλος: ΤΗΝ ΑΎΡΑ! Και είναι κι επίσημα το μόνο πλάσμα που αντέχω στο βιβλίο-

Είδαμε έναν εφιάλτη και το τέλος του. Ουσιαστικά η Αυγή ήρθε αντιμέτωπη με όλους όσους την πλήγωσαν. Να το θυμάστε γενικά αυτό!🐥

Έπειτα είχαμε μια ακόμα σκηνή που η Αυγή πετσοκόβει τον Πέτρο δίχως έλεος και ήταν η πρώτη φορά που ουσιαστικά τον παρακαλούσε να καταλάβει τον πόνο της. Είναι ένα βήμα.

ΕΊΧΑΜΕ ΦΙΛΊ ΜΕ AARON! Παιδιά ντάξει αυτή η σκηνή μου άρεσε φουλ, δεν ξέρω γιατί. Ίσως γιατί συμπαθώ άπειρα αυτόν τον άνθρωπο και με κάνει να γελάω πολύ.

Και τέλος....

*ντραμς, μουσική αγωνίας*

Μάθαμε ΕΠΙΤΈΛΟΥΣ γιατί η Lyra κάνει σαν μαλακισμένη σε όλο τον βιβλίο. ΔΕΝ. ΤΟ. ΕΊΧΑΤΕ. ΔΕΙ. ΝΑ. ΈΡΧΕΤΑΙ.

Η μόνη που το είχε καταλάβει είναι η katerina251306 της οποίας το κεφάλαιο της ανήκει ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΙΚΆ γιατί το είχε πει από το κεφάλαιο 13 και όλον αυτόν τον καιρό την βγάζω τρελή με τον τρόπο μου! ΚΑΤΕΡΊΝΑ ΜΟΥΥ, ΌΛΟ ΔΙΚΌ ΣΟΥ! Σ' ΑΓΑΠΆΩ ΠΟΛΎ ΠΟΛΎ!❤️

Τι πιστεύετε ότι θα γίνει στο επόμενο;

Ααυτααααα.

Αν σας άρεσε το κεφάλαιο ψηφίστε και σχολιάστε.

Αντιιιοοοοοοοςςςςςςς🥰🍟.

-Δέσπ.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro