Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

71. Πού 'ναι η αγάπη;

~Δεν έχω τίποτα, κι ας λέω όλα είναι καλά! Είμαι ένα είδωλο σε ένα καθρέφτη θρύψαλα! Χίλια κομμάτια μόνα τους δεν κολλάνε πια, μόνο η αγάπη λένε πως κάνει θαύματα...

Πού 'ναι η αγάπη; Η αγάπη που θα 'ρθει; Η αγάπη που γιατρεύει και στήνει χορό! Πού 'ναι η αγάπη; Η αγάπη που νικάει και την πόρτα χτυπάει μα δεν με βρίσκει εδώ! Πού είναι η αγάπη και πού είμαι εγώ;~

•Μέλισσες.

Τριτοπρόσωπη αφήγηση.

«Αυγή μου, σε παρακαλώ! Βγες από 'κει μέσα!» η Melisa χτυπάει την πόρτα του δωματίου της δυνατά, όμως η κοπέλα δεν δείχνει πρόθυμη να συνεργαστεί. Μένει χωμένη κάτω από τα σκεπάσματα της, σε μια προσπάθεια να μην τους δώσει σημασία.

«Φύγετε...» ζητάει ψιθυριστά, μα δεν την ακούν. Δεν έχει δύναμη να κάνει τίποτα.

Έχουν περάσει μόλις δέκα μέρες από τη μέρα που δέχθηκε σεξουαλική κακοποίηση και η πτώση της ψυχολογίας της γίνεται με ραγδαίους ρυθμούς. Η Θάλεια, όπως και ο Πέτρος, προσπαθούν να καταλάβουν τι της συμβαίνει και δεν κουνάει από το κρεβάτι της· μόνο για να κάνει μπάνιο, μια και δυο και τρεις φορές τη μέρα, αλλά, εσφαλμένα, το αποδίδουν σε κάποιον πιθανό τσακωμό με τον Lucas σε συνδυασμό με όλα όσα έχει περάσει με το διαζύγιο τους. Μα, αγνοούν πως ένας καυγάς δεν είναι αρκετός για να σε ρίξει στην κατάθλιψη.

«Έχει τόσο όμορφη μέρα, βρε κορίτσι μου! Σήκω! Να πάμε έναν περίπατο, να πάμε για έναν καφέ! Να κάτσουμε έστω στην αυλή σου! Σε παρακαλώ!» παρακαλεί και η Lyra, χτυπώντας με δύναμη. Τις έφερε και τις δυο η Θάλεια με την ελπίδα ότι θα βοηθήσουν, ότι έστω θα καταφέρουν να τη βγάλουν από το δωμάτιο της.

Σφίγγει τη λεπτή κουβέρτα ανάμεσα στα δάχτυλα της για να μην ουρλιάξει. Τους έχει σιχαθεί όλους. Και λίγο περισσότερο εκείνη. Τα κορίτσια ανταλλάσσουν ένα βλέμμα απελπισίας στη σιωπή της. Σχεδόν φοβούνται πως έχει πάθει κάτι. Οπότε, σταυρώνουν τα χέρια κάτω από το στήθος και γυρνούν να κοιτάξουν με υψωμένο φρύδι το αγόρι πίσω τους που, χατιρικά τις άφησε να προσπαθήσουν. Με ηρεμία, σβήνει το τσιγάρο στο μισοάδειο του πακέτο και περνάει τα χέρια του μέσα από τα μαλλιά του. Πλησιάζει την πόρτα και χτυπάει τέσσερις φορές απαλά.

«Αυγή μου...» κάνει μια παύση. Παίρνει μια βαθιά ανάσα.
«Άνοιξε μου, σε παρακαλώ!» κάτι στον τρυφερό του τόνο κάνει τις λέξεις να διαφέρουν κατά πολύ από τον τρόπο που της το ζητούσαν τα κορίτσια.

Όταν η Αυγή ακούσει τη φωνή του Paul, σχεδόν αυτόματα σηκώνεται με φόρα από το στρώμα για να του ανοίξει. Μια ζάλη την καλύπτει απευθείας, μα το παραβλέπει αποδίδοντας το στην απότομη κίνηση της. Τα παιδιά ακούν το κλειδί να γυρίζει, όμως δεν προλαβαίνουν να χαρούν. Η εικόνα μπροστά τους τους σοκάρει. Η κοπέλα, φορώντας μια μαύρη, δυο νούμερα μεγαλύτερη κοντομάνικη μπλούζα με μια ίδιου χρώματος φόρμα στέκεται μπροστά τους. Τα μάτια της είναι κόκκινα και πρησμένα, είναι χλωμή και δείχνει τραγικά εξαντλημένη. Το βλέμμα της είναι σπασμένο -τόσο σπασμένο.

«Μόνο ο Paul.» τρίζει άγρια μέσα από τα δόντια της, γυρίζοντας ξανά την πλάτη της.

Το αγόρι, γυρίζει να κοιτάξει τις φίλες του μ' ένα υφάκι λίγο πριν μουρμουρίσει: «Μόνο ο Paul!» με λεπτή φωνή. Οι έφηβες στριφογυρίζουν τα μάτια τους. Η πόρτα κλείνει και κλειδώνει πίσω του. Ωστόσο, το δωμάτιο είναι τόσο σκοτεινό που με δυσκολία καταφέρνει να δει. Την κοιτάει με απορία, αλλά δεν του δίνει σημασία. Ούτε που θυμάται πότε άνοιξε εκείνη τελευταία φορά τα παντζούρια. Προτιμά το σκοτάδι πια, την κάνει να αισθάνεται καλύτερα.

«Βάλε παπούτσια. Φεύγουμε.» μοιάζει με προσταγή, αλλά κατά βάθος είναι παράκληση. Δεν αντέχει να την βλέπει έτσι.

«Paul, ορκίζομαι πως δεν έχω καμία όρεξη και-» σταματάει τη φράση της στη μέση, όταν πατήσει λίγο-πολύ στα τυφλά το λευκό διακόπτη δίπλα από την πόρτα. Το φως που ανοίγει την κάνει να κλείσει πολύ σφιχτά τα μάτια της και να καλύψει τα βλέφαρά της με τα χέρια της. Δυσανασχετεί και εκνευρίζεται.
«Πας καλά; Τι κάνεις;» θέλει να κλάψει. Δεν το αντέχει το φως, την πονάει πολύ. Κάνει τα μάτια της να τσούζουν.

«Έχεις δυο επιλογές.» σταυρώνει τα χέρια του κάτω από το στήθος και επιδιώκει βλεμματική επαφή. Λίγα δευτερόλεπτα μετά την έχει. Το γκρι στα μάτια του είναι ό,τι πιο φωτεινό έχει δει τις τελευταίες μέρες.
«Η πρώτη είναι να κάτσεις εδώ στο κρεβάτι σου, να βγάλεις ρίζες, να σαπίσεις αν θες κάτω από τα σκεπάσματα και να σκέφτεσαι όλα όσα έχουν συμβεί τους τελευταίους μήνες με εμένα να σε πρήζω να βγούμε. Η δεύτερη, είναι να βάλεις τα παπούτσια σου, να με ακολουθήσεις οικειοθελώς και να πάμε βόλτα με το αυτοκίνητο. Δεν σε πιέζω να μου μιλήσεις αν δεν το θες, αλλά δεν θα σου επιτρέψω να λιώσεις εδώ μέσα.» ο τόνος του της δείχνει ότι δεν πρόκειται να υποχωρήσει και το τελευταίο που χρειάζεται είναι κάποιον να γκρινιάζει δίπλα στο αυτί της.

Οπότε, περνάει τα χέρια της μέσα από τα μαλλιά της και τον καρφώνει με το ταραγμένο βλέμμα της.

«Θα βάλω παπούτσια.» υποχωρεί και του γυρίζει πλάτη για να ετοιμαστεί.

Ο εικοσιτετράχρονος της χαμογελάει παρόλο που εκείνη δεν το βλέπει και στέλνει μήνυμα στον Lucas στα κρυφά για να τον ενημερώσει για την θετική αυτή εξέλιξη, ώστε να μην ανησυχεί. Παράλληλα, έξω στο διάδρομο, η Melisa έχει στηρίξει το κορμί της στον τοίχο και παρακολουθεί μ' έναν μικρό εκνευρισμό τη Lyra να περπατάει πάνω-κάτω ασταμάτητα. Ξεφυσάει.

«Lyra, φτάνει! Θα το λιώσεις το πλακάκι!» την επιπλήττει, τρίβοντας το μέτωπο της απαλά. Ο πονοκέφαλος τη σκοτώνει.

«Απλά...απλά...» χάνει τα λόγια της, πειράζοντας νευρικά τα μαλλιά της. Δεν αντέχει άλλο. Βουρκώνει. Η Melisa περιμένει με υπομονή να την ακούσει.
«Αυτό που της συνέβη είναι...είναι απάνθρωπο!» εκφράζει τη σκέψη της και κάνει αέρα στο πρόσωπο της για να αποτρέψει τον εαυτό της από το να δακρύσει. Ούτε που θέλει να σκεφτεί πώς θα ένιωθε αν συνέβαινε στην ίδια. Κάτι τέτοιο θα τη σκότωνε.

«Το ξέρω, γαμώτο! Γι'αυτό είμαστε εδώ! Δεν μπορούμε να την αφήσουμε τώρα που μας έχει ανάγκη περισσότερο από ποτέ! Είμαστε φίλες της, Lyra. Ακούς; Πριν και πάνω απ' όλα, είμαστε φίλες της!» τονίζει αυστηρά, κολλώντας τη ματιά της στη δική της. Η καστανόξανθη κοπέλα σκύβει το κεφάλι. Και οι δυο ξέρουν ότι οι σκέψεις της πηγαίνουν στο ζευγάρι, παρόλο που νιώθει ενοχές γι'αυτό.

Πάνω στην ώρα, η πόρτα του δωματίου της ανοίγει απότομα και η μεταξύ τους συζήτηση σταματά. Κοιτούν την Αυγή έκπληκτες και δεν μπορούν να βγάλουν μιλιά. Η κοπέλα φοράει ό,τι και πριν, μόνο που έχει προσθέσει τα παπούτσια, μια μαύρη ζακέτα σφιχτά δεμένη γύρω από τη μέση της κι ένα ζευγάρι επίσης μαύρα γυαλιά που προστατεύουν τα μάτια της από το δυνατό φως. Χαμογελούν πλατιά, μα εκείνη ούτε που τις κοιτάει.

«Εμείς θα πάμε βόλτα με το αυτοκίνητο, εσείς καθίστε, φύγετε, κάντε ό,τι θέλετε. Adios!» κουνάει το χέρι του σε έναν βασιλικό χαιρετισμό και σπρώχνει απαλά από τη μέση την Αυγή, που αποφεύγει διακριτικά το κράτημα του. Δεν αντέχει να την αγγίζουν.

Οι δύο φίλες έχουν σαστίσει στην ξαφνική αυτή ανακοίνωση και δεν καταφέρνουν ούτε -έστω- να γνέψουν θετικά. Απλά τους παρακολουθούν να φεύγουν βιαστικά από το σπίτι της Ελληνίδας και να τις αφήνουν πίσω. Ανταλλάσσουν ένα βλέμμα. Τα χείλη τους είναι μισάνοιχτα και η έκπληξη δεν κρύβεται ούτε στο ελάχιστο.

«Κατάλαβες τι έγινε;» η Melisa δεν κρατιέται και ρωτάει.

«Ούτε στο ελάχιστο!» διαβεβαιώνει περνώντας μια ίσια τούφα πίσω από το αυτί και, για λίγο βυθίζονται στη σιωπή.

(...)

«Ναι...ευχαριστώ πολύ. Γεια σας!» η γυναίκα με τις καστανές ελαφριές μπούκλες της, αφήνει το ακουστικό στη βάση του και πλησιάζει ξανά τον καναπέ. Κοιτάει ξανά τον Lucas που τόση ώρα παρατηρεί το απαλό κίτρινο στους τοίχους του γραφείου.

Είναι ευρύχωρο και πολύ λιτά διακοσμημένο, με μικρά καδράκια σχεδόν σε όλους τους τοίχους, λευκές κουρτίνες με κίτρινες πιτσιλιές που εμποδίζουν ελάχιστα το φως να μπει από τα μεγάλα παράθυρα, δύο φίκους (έναν πιο μικρό κι έναν πιο μεγάλο) αριστερά στη γωνία δίπλα από το βαρύ ξύλινο γραφείο, μια λευκή πολυθρόνα κι έναν επίσης λευκό, άνετο καναπέ πίσω από ένα μικρό, χαμηλό τραπεζάκι. Του χαμογελάει ευγενικά.

«Συγγνώμη γι'αυτό.» απολογείται, τινάζοντας με χάρη τα μαλλιά της.

«Μην ανησυχείτε, όλα καλά!» τη διαβεβαιώνει γυρίζοντας της το χαμόγελο όσο πιο καλά μπορεί. Ανακάθεται άβολα στη θέση του στη γωνία του καναπέ και ελπίζει να μην παρατηρήσει την αμήχανη στάση του. Παρόλα αυτά, το κάνει.

«Λοιπόν, τι λέγαμε;» προσπαθεί να θυμηθεί ακριβώς πού σταμάτησαν τη συζήτηση. Το καταφέρνει μέσα στο επόμενο δευτερόλεπτο. Στερεώνει τα στρογγυλά γυαλιά της στο κόκαλο της μύτης.
«Ω, σωστά! Μου έλεγες ότι η κοπέλα σου δέχτηκε σεξουαλική κακοποίηση από κάποιον που τον ξέρει και εδώ και δέκα μέρες δεν βγαίνει από το δωμάτιο της. Θυμάμαι καλά;»

«Ναι, θυμάστε πολύ καλά!» ψελλίζει με βαριά καρδιά στο ποσό κυνικά ακούστηκε αυτή η φράση. Η σαρανταπεντάχρονη γυναίκα κάτι σημειώνει.
«Το θέμα είναι ότι δεν ξέρω πώς να τη βοηθήσω! Σε ψυχολόγο αρνείται να πάει, στην αστυνομία το ίδιο! Μοιάζει σαν να παραιτείται κάθε μέρα κι από λίγο και εγώ δεν ξέρω τι να κάνω για να το αποτρέψω! Γι'αυτό ήρθα σε εσάς, μήπως έχετε να μου προτείνετε κάτι... Δεν αντέχω να τη βλέπω να μαραζώνει!» εξηγεί καλύτερα μ' ένα μικρό ξέσπασμα στο τέλος, πειράζοντας νευρικά τα μαλλιά του. Η ψυχολόγος συγκινείται από τα λεγόμενα του και την αγάπη του για εκείνη, μα δεν το δείχνει.

«Δεν μπορώ να είμαι σίγουρη για κάτι από τη στιγμή που δεν έχω συζητήσει μαζί της, που δεν την έχω ακούσει, να δω την οπτική της. Ωστόσο, από αυτά που μου λες, και με πολύ δισταγμό στο λέω, φοβάμαι ότι η φίλη σου παρουσιάζει σημάδια κατάθλιψης. Δεν ξέρω αν είναι ελαφριάς ή βαριάς μορφής, αλλά ίσως, -και το τονίζω- ίσως, να είναι αυτό.» μιλάει σταθερά και απαλά. Ο Lucas απελπίζεται σε αυτά που ακούει και θέλει να κλάψει. Η Αυγή του και η κατάθλιψη είναι δύο τόσο διαφορετικά πράγματα.
«Παρόλα αυτά...» κάνει μια παύση και βλέπει και πάλι την ελπίδα στο βλέμμα του. Κρέμεται από τα χείλη της.
«το μόνο που μπορώ με σιγουριά να σου πω, είναι πως πρέπει να της δείξεις κατανόηση, υπομονή και όλη την αγάπη που της έχεις. Τα άτομα που κακοποιούνται αισθάνονται υπεύθυνα γι'αυτό το περιστατικό. Τώρα πρέπει να της σταθείτε όσο ποτέ, χωρίς να προσποιηθείτε πως την καταλαβαίνετε γιατί δεν το κάνετε. Πρέπει να είναι ήρεμη, χωρίς εντάσεις, χωρίς ξαφνικές και απότομες αλλαγές. Και, κυρίως, μην την πιέσετε. Η ψυχολογία της μοιάζει τρομερά εύθραυστη, οπότε αυτό θα ήταν τρομερά λάθος!» δίνει μερικές συμβουλές, κάπως διστακτικά.

Ο Lucas την ακούει με προσοχή. Ρουφάει με επιτυχία κάθε λέξη που βγαίνει από τα χείλη της. Δεν θέλει να ξεχάσει τίποτα, παρόλο που είναι πράγματα που ξέρει ήδη.

«Κατάλαβα...» αναστενάζει καθώς σηκώνεται.
«Σας ευχαριστώ πολύ!» χαμογελάει κουρασμένα. Τείνει το χέρι του για τη γνωστή τυπική χειραψία και η γυναίκα ανταποδίδει, αφού πρώτα σηκωθεί από τη θέση της και στρώσει απαλά και κάπως πρόχειρα το μαύρο πουκάμισο και το μπεζ παντελόνι πάνω στο κορμί της.

«Να 'σαι καλά.» σπάνε την απτική επαφή και ο άνδρας γυρίζει την πλάτη του να φύγει.
«Lucas;» τον σταματάει ξαφνικά. Στρέφει το κορμί του προς την κατεύθυνση της και την κοιτάει ερωτηματικά. Η γυναίκα χαμογελάει αχνά.
«Προσπάθησε να την πείσεις να με επισκεφτεί. Είμαι σίγουρη πως η κοπέλα σου χρειάζεται βοήθεια.» προσθέτει.

«Εντάξει.» ψελλίζει και ανοίγοντας την ξύλινη πόρτα, βγαίνει από το γραφείο. Στέκεται για λίγο στην πόρτα, με τα λόγια της Alison Smith να του τριβελίζουν το μυαλό.

'Πρέπει να είναι ήρεμη, χωρίς εντάσεις, χωρίς ξαφνικές και απότομες αλλαγές.' επαναλαμβάνει από μέσα του.

Και, ξαφνικά, νιώθει πως ξέρει τι πρέπει να κάνει.

(...)

Το γκρι του αυτοκίνητο σταματάει στην γνωστή ερημική τοποθεσία που πρώτο-επισκέφθηκε πριν σχεδόν επτά μήνες με τον Lucas. Θέλει να χαμογελάσει στη σκέψη του πόσο διαφορετικά ένιωθε τότε, μα δεν το κάνει. Δεν μπορεί. Ο Paul γυρίζει το κλειδί στη μίζα και η μηχανή σβήνει. Η Αυγή βγαίνει από το αυτοκίνητο με μηχανικές κινήσεις και πλησιάζει το παγκάκι πάνω στο οποίο πριν τόσους μήνες συγχώρεσε τον Lucas για εκείνο το απόγευμα που τον είδε να γλείφει σκόνη από το έδαφος.

'Αχ, και να 'ξερα...' μελαγχολεί κι άλλο.

Ο φίλος της την ακολουθεί και κάθεται αμίλητος πλάι της. Για λίγο χαζεύουν απλά τον γαλάζιο ορίζοντα με χείλη κλειστά και σκέψεις να ουρλιάζουν. Ο Paul δεν κρατιέται όσο κι αν προσπαθεί και τελικά, ρωτάει: «Γιατί δεν τον καταγγέλλεις;»

Η ερώτηση του, ίδια με αυτή του αγοριού της που τόσες μέρες έχει φύγει σχεδόν καθόλου από δίπλα της, την κάνει να γελάσει. Πραγματικά να γελάσει! Μετά από μέρες ολόκληρες κάνει και πάλι αυτή την όμορφη καμπύλη που κάποτε είχε συνέχεια στο πρόσωπο της χωρίς καμία προσπάθεια. Τότε που χαιρόταν με το παραμικρό κι ας την έλεγαν χαζοχαρούμενη. Θα έκανε τα πάντα για να την πουν έτσι ξανά.

«Φαντάζεσαι το ύφος της μαμάς μου όταν το μάθει; Και βασικά, πώς θα της πω; "Ξέρεις μαμά, ήθελα να δοκιμάσω ναρκωτικά -γιατί τόσο ηλίθια είμαι- κι αντί να πάρω έκσταση, ένας τύπος που θεωρούσα τρομερά ηλίθιο μου έδωσε χάπι βιασμού και με κακοποίησε;".» η φωνή της σκληραίνει στην ειρωνική της απάντηση.
«Ω, να μην ξεχάσω να τις αναφέρω πως και ο Lucas είναι κοκάκιας κι ότι το ήξερα από την πρώτη στιγμή! Θα νιώσει τόσο περήφανη για μένα!» στριφογυρίζει τα μάτια, ενώ αυτά κοκκινίζουν και βουρκώνουν την ίδια στιγμή.

«Μιλάω σοβαρά!» τη μαλώνει τρυφερά και σφίγγει στα δάχτυλα του το ξύλινο κάθισμα. Ιδανικά θέλει να το χτυπήσει, μα αισθάνεται πως κάτι τέτοιο θα ταράξει την κοπέλα.

«Κι εγώ!» ανεβάζει ελάχιστα τον τόνο της φωνής της. Καρφώνει το βλέμμα της πάνω του· ο πόνος στο καστανό που στολίζει τα βλέφαρά της του κόβει την ανάσα. Είναι κρίμα -τόσο κρίμα!
«Σκέψου απλά πόσο ανήσυχη θα είναι! Πόσο βαθιά θα πληγωθεί! Θα νιώσει πως φταίει εκείνη, που δεν μου έδωσε αρκετή προσοχή τώρα με τη δουλειά και το μωρό, θα πιστέψει πως δεν έκανε καλή δουλειά στο μεγάλωμα μου και γι'αυτό δεν της το είπα εξ αρχής! Θα τη διαλύσει, Paul και αυτό που μου συνέβη είναι το τελευταίο που χρειάζεται αυτή τη στιγμή!» τονίζει εκνευρισμένη την τελευταία πρόταση. Αποφεύγει να βάλει σε λέξη το απάνθρωπο περιστατικό. Δεν αντέχει να το ακούει. Ο φίλος της δε μιλάει.
«Ξέρεις κάτι;» βρίσκει ευκαιρία στη σιωπή του να μιλήσει λίγο ακόμα.

«Τι;» αναστενάζει και τρίβει τα μάτια του. Ένα δροσερό αεράκι που τους χτυπάει ανακουφίζει τη φωτιά που βράζει στα σωθικά και των δύο.

«Έστω ότι μιλάω στη μαμά μου, έστω ότι φτάνω μέχρι το αστυνομικό τμήμα για να κάνω την καταγγελία, μπορείς να μου υποσχεθείς ότι κανένας δεν θα με ρωτήσει τι φορούσα εκείνη τη μέρα; Ότι δεν θα με ρωτήσουν γιατί πήγα και κλειδώθηκα σε ένα σπίτι μαζί του οικειοθελώς; Ότι δεν θα με κοιτάξουν με αμφισβήτηση; Ότι δεν θα με αντιμετωπίσουν σαν να το προκάλεσα; Ότι...ότι δεν θα με κρίνουν; Μπορείς να μου υποσχεθείς έστω ένα από αυτά;» τα χείλη της τρέμουν παρόλο που προσπαθεί να το κρύψει. Όλες οι ερωτήσεις, μια προς μια, κρύβονται μαζί με τους φόβους της.

Ο Paul παίρνει μια βαθιά ανάσα λίγο πριν σκύψει το κεφάλι και με ντροπή ψελλίσει: «Όχι...»

Του χαμογελάει πικρά και γυρίζει το βλέμμα της στο άπειρο.

«Ακριβώς.» μουρμουρίζει.
«Και εντάξει, φταίω! Το ξέρω ήδη αυτό! Όλα τα σημάδια μου έλεγαν ότι αυτός ο άνθρωπος είναι επικίνδυνος, αλλά βλέπεις ήθελα τόσο πολύ να δοκιμάσω ναρκωτικά χωρίς να με πάρει είδηση κανένας που έβαλα σίγαση κάθε κομμάτι μέσα μου που έλεγε να τον αποφεύγω! Καλά να πάθω!» λανθασμένα, κατηγορεί και τα βάζει τον εαυτό της. Είναι πολύ πληγωμένη για να δει την αλήθεια, να δει πως δεν ευθύνεται, πως δεν το προκάλεσε.

Είναι τυφλή -τόσο τυφλή!

«Κόψε τις μαλακίες, Αυγή! Ούτε στο ελάχιστο δεν είναι δικό σου το φταίξιμο! Όσο κοντά του κι αν πήγες, όσο κι αν ήταν λάθος που ήθελες να δοκιμάσεις αυτές τις πίπες, αυτός ο μπάσταρδος δεν είχε κανένα δικαίωμα να απλώσει χέρι πάνω σου! Μ' ακούς; Κανένα!» έξαλλος από τα λόγια της, ανεβάζει κι αυτός τη φωνή του. Κουνάει το κεφάλι της με αμφισβήτηση, μα δεν μιλάει.
«Κι όσο για το άλλο που είπες...δεν μπορώ να σου υποσχεθώ τίποτα από αυτά γιατί το σύστημα μας γαμιέται, αλλά μπορώ να υποσχεθώ -να ορκιστώ ανάθεμα!-, πως εμείς, όλοι μας, θα είμαστε δίπλα σου! Θα σε στηρίξουμε! Κανένας μας δεν θα σε κρίνει! Σε αγαπάμε ρε Αυγή!» κλωτσάει ένα πετραδάκι και προσπαθεί να την αναγκάσει με το βλέμμα του να τον κοιτάξει.

Γελάει στα λόγια του. Η απαισιοδοξία έχει φωλιάσει για τα καλά μέσα της.

«Δεν θα με κρίνει κανένας! Ούτε η Lyra; Που τόσους μήνες κρίνει καθετί που γίνεται με τον τρόπο της; Ή μήπως νομίζετε πως επειδή δε μιλάω είμαι χαζή και δεν το καταλαβαίνω;» αρχικά ειρωνεύεται κι έπειτα εμφανίζει ακόμα ένα παράπονο της που την πνίγει μήνες τώρα. Όλα όσα δεν έχει πει, βγαίνουν στην επιφάνεια το ένα μετά το άλλο χωρίς σταματημό.

Ο άνδρας ξεφυσάει και τρίβει το πρόσωπο του.
'Πόσα παράπονα έχει, θεέ μου;' σκέφτεται.

«Και η Lyra σε αγαπάει, τ' ότι είναι ξινή δεν το αλλάζει αυτό!» τη μαλώνει ξανά, πιστεύοντας αυτά που λέει. Η Αυγή στριφογυρίζει τα μάτια.

«Αγάπη...» ψελλίζει. Πονάει στο ποσό ξένη ακούγεται αυτή η λέξη στα χείλη της και θέλει να γυρίσει στο κρεβάτι της.
«Πού 'ναι η αγάπη, Paul; Πού; Για ποια αγάπη μου μιλάς;» ρωτάει, αλλά δεν δίνει την ευκαιρία στο φίλο της να απαντήσει. Έχει πάρει φόρα.
«Όλοι οι άνθρωποι που γνωρίζω πληγώνουν αυτούς που λένε πως αγαπούν. Ο μπαμπάς μου λέει πως αγαπάει τη μαμά μου, αλλά την πρόδωσε. Ο Lucas μ' αγαπάει και -μάντεψε!- με πρόδωσε! Εσύ, η Melisa, η Claire, όλοι κάποιον αγαπάτε κι όλοι κάποιον προδίδετε! Ακόμα κι εγώ! Αγαπάω τη μαμά μου και τον Lucas και τους αγαπάω πολύ, αλήθεια! Με τον τρόπο μου όμως τους έχω προδώσει!» η πικρία στα λόγια της και ο τρόπος που σαν μανιακή τρίβει τα χέρια της στη φόρμα τον τρομάζουν κάπως.

«Τι εννοείς;» ασυναίσθητα κρατάει την ανάσα του. Δεν την αναγνωρίζει.

«Ξέρεις, ακόμα δεν έχω πει στη μαμά μου ότι ο Πέτρος και η Claire ήταν ζευγάρι κι ούτε πρόκειται να το κάνω. Συνεχίζει να πιστεύει πως εγώ έμαθα για την απιστία επειδή τους άκουσα.» γελάει δυνατά, χαζεύοντας το τοπίο γύρω της. Την τελευταία φορά που ήρθε σε αυτό το μέρος ήταν επειδή τα ξανά βρήκε με τον όμορφο επαναστάτη της, κάτι που την κάνει να γελάσει περισσότερο. Μοιάζει να τα χάνει σιγά-σιγά. Κάτι ραγίζει στην καρδιά του.
«Για να μη σχολιάσω το γεγονός ότι πέντε μήνες τώρα κάθομαι να με καυλαντίζει ένας οικογενειακός φίλος. Μπορεί να μην έχω κάνει κάτι μαζί του, αλλά ναι, το ευχαριστιέμαι τρελά όταν με πειράζει, ή όταν μου χαϊδεύει τα μαλλιά, ή όταν βρίσκει ευκαιρία να με στριμώξει κάπου! Μπορεί να μην είμαι ερωτευμένη, όμως μου γαμάει το μυαλό, Paul! Με διεκδικεί και μου αρέσει! Κι αυτό προδοσία είναι.» παραδέχεται πως ο Aaron δεν της περνάει απαρατήρητος και τον αφήνει οριακά άφωνο.

«Αυγή μου...» ψιθυρίζει. Θέλει να την αγκαλιάσει, μα δεν το κάνει. Σκέφτεται πως ακόμα κι αυτό θα την τρόμαζε τη δεδομένη στιγμή.

Η κοπέλα, λυγίζει τα γόνατα της ενάντια στο στήθος της και τα αγκαλιάζει δυνατά. Κρύβει το κεφάλι της στο μικρό κενό που υπάρχει μεταξύ στήθους και ποδιών και κλαψουρίζει. Βαρέθηκε· τους πάντες και τα πάντα. Εύχεται να μπορούσε να βάλει ένα τέλος σε όλο αυτό.

«Είμαστε τέρατα. Ακούς; Τέρατα!» αφήνει έναν λυγμό. Την ακούει με προσοχή και σοβαρό ύφος. Η κοπέλα χρειάζεται βοήθεια και άμεσα.
«Δεν μας νοιάζει τίποτα! Δεν ξέρουμε να αγαπάμε, καθόλου! Το μόνο που μας νοιάζει είναι να επιβιώσουμε...να φάμε ο ένας τη σάρκα του άλλου και να μην αφήσουμε τίποτα! Τιπ...» μιλάει γρήγορα χάνοντας τα λόγια της και ανασαίνει βαθιά.
«Τίποτα.» προσθέτει καθαρά. Πιέζει τα νύχια της στο δέρμα της με δύναμη γδέρνοντας το. Δεν μορφάζει παρόλα αυτά. Ούτε λίγο. Σαν να μη νιώθει πια.
«Πατάμε επί πτωμάτων. Κι αν δεν υπάρχουν πτώματα, τα δημιουργούμε. Σκοτώνουμε όποιον μας σταθεί εμπόδιο... Σκοτώνουμε.» ψελλίζει ταραγμένη. Το πρόσωπο της έχει σκοτεινιάσει.

Ένα ρίγος στη ραχοκοκαλιά του τον κάνει να στρέψει το βλέμμα του από την άλλη και, γεμάτος φρίκη, να δαγκώσει με μανία τα ούλα του. Τα λόγια της τον αγχώνουν. Η Αυγή μοιάζει να καταρρέει μέρα με τη μέρα όλο και περισσότερο και, αντίθετα μ' αυτό που πιστεύουν, υπάρχει μόνο ένας άνθρωπος που μπορεί να το σταματήσει.

«Κοριτσάκι μου, σε παρακαλώ, θέλεις να επισκεφτούμε έναν ψυχολόγο;» κάνει την πρόταση του με την απόγνωση να γεμίζει τα χαρακτηριστικά του. Ελπίζει η απάντηση να είναι θετική.

Παρόλα αυτά, εκείνη σηκώνεται με απόλυτη ψυχραιμία, στρώνει καλύτερα τα ρούχα στο κορμί της και, λες και δεν της τέθηκε ποτέ αυτή η ερώτηση, τον κοιτάει σοβαρά. Παίρνει μια βαθιά ανάσα και χαμογελάει αχνά. Μοιάζει άψυχη, σαν ρομπότ. Είναι τραγικό το πώς ένα πλάσμα με τόση ζωντάνια όπως η Αυγή τώρα μοιάζει σαν ζωντανή-νεκρή.

«Θέλω να γυρίσω σπίτι μου.» δεν το ζητάει, στον τόνο της φαίνεται ότι το απαιτεί και ύστερα, γυρίζει την πλάτη της μπαίνοντας στο αυτοκίνητο.

Υψώνει το βλέμμα του στον ουρανό μη ξέροντας τι άλλο να κάνει, καθώς την ακολουθεί σταθερά. Ύστερα από ένα λεπτό η μηχανή ανάβει και παίρνουν το δρόμο της επιστροφής.

(...)

Κλείνει την πόρτα του αυτοκινήτου αμίλητη και προχωράει αργά, αλλά σταθερά μέχρι την είσοδο του σπιτιού της. Τα μάτια του Paul χαζεύουν τη μορφή της να απομακρύνεται με ανησυχία. Η συζήτηση τους φοβάται πως την έκανε χειρότερα και νιώθει ενοχές γι'αυτό. Όταν η Αυγή βάλει το κλειδί στην εσοχή, λύνει το χειρόφρενο και απομακρύνεται από το σπίτι της. Είναι η ίδια στιγμή, που ο Lucas εμφανίζεται.

«Αυγή;» της τραβά την προσοχή. Γυρίζει το κεφάλι της και τον αντικρίζει. Σκύβει το κεφάλι καθώς τον πλησιάζει· αισθάνεται πως τα έχει κάνει τόσο, μα τόσο χάλια και δεν έχει άδικο. Τα πράγματα έχουν βγει εκτός ελέγχου.
«Πώς είσαι, ομορφιά μου;» της χαμογελάει πλατιά, βάζοντας τα χέρια στις τσέπες. Θέλει να την αγκαλιάσει, να χαϊδέψει και να φιλήσει τα μαλλιά της, μα δεν το κάνει. Του έχει κάνει ξεκάθαρο με τη στάση της πως διόλου της αρέσουν πια αυτές οι κινήσεις.

Παίρνει μια βαθιά ανάσα.

«Καλά.» στριφογυρίζει τα μάτια καθώς το λέει. Σταυρώνει τα χέρια κάτω από το στήθος και για λίγο κοιτάει τα παπούτσια της. Ντρέπεται, πολύ. Γιατί, παρόλο που του είπε το λόγο που συναντήθηκε εκείνο το μοιραίο απόγευμα με τον James, δεν του αποκάλυψε πως είχαν συναντηθεί ήδη μια φορά. Κι εκείνος δεν την πιέζει καθόλου παρά τις απορίες που έχει. Περνάει τα χέρια της μέσα από τα μαλλιά της.
«Τι κάνεις εδώ, Lucas; Θέλεις να εμφανιστεί η Θάλεια και να έχουμε κι άλλα;» ψελλίζει με πεσμένους ώμους. Δεν είναι ούτε αγχωμένη, ούτε νευρική, ούτε τίποτα από αυτά που ήταν σε παρόμοιες καταστάσεις. Είναι, απλά, εξαντλημένη. Ψυχή τε και σώματι.

«Θέλω μόνο να μιλήσουμε λιγάκι και θα φύγω, υπόσχομαι!» την καθησυχάζει, ή τουλάχιστον προσπαθεί. Δυσανασχετεί και δαγκώνεται για να συγκρατηθεί.

«Τι να πούμε, ε; Τι; Πόσες φορές θα χρειαστεί να σας πω ότι θέλω να μείνω μόνη μου; Με το να με ενοχλείτε δεν κερδίζετε κάτι!» ανεβάζει αισθητά τον τόνο της φωνής της. Κάτι σπάει μέσα του στο πόσο χάλια δείχνει. Τα λόγια της ψυχολόγου εισβάλλουν στο μυαλό του και ενώνει τις παλάμες του μπροστά από το στήθος του.

«Μωρό μου, θέλουμε μόνο να σε βοηθήσουμε!» κρατάει τη δική του φωνή χαμηλή, όμως ο τρόπος που γελάει δυνατά τον ανατριχιάζει. Η έφηβη κάνει μια στροφή γύρω από τον εαυτό της και τραβάει με λύσσα τα μαλλιά της. Το έχει μετανιώσει φριχτά που υπέκυψε και βγήκε από το σπίτι. Θέλει μόνο να ξαπλώσει στο μαλακό της κρεβάτι και να κοιμηθεί. Μόνο αυτό.

«Ποιος να με βοηθήσει ρε; Ποιος; Εσύ; Ακούς τι λες;» τον κοροϊδεύει γελώντας προκλητικά. Κάνει τα δάχτυλα του γροθιές και σφίγγει τα δόντια για να μην αντιδράσει.
«Δεν γίνεται να μη βλέπεις πόσο κακό κάνει και στους δυο μας αυτή η βοήθεια που θες να μου προσφέρεις, Lucas! Απλά δεν γίνεται!» γελάει περισσότερο. Κάθε μέρα τα χάνει όλο και περισσότερο.
«Θα βοηθήσεις εμένα; Που το μόνο που θέλω είναι να είμαι ξαπλωμένη, ή τον εαυτό σου; Που σε μια ώρα θα τρέμει και θα ουρλιάζει για τη δόση του;» τα λόγια της είναι σκληρά, το ύφος της το ίδιο. Ο τρόπος που έχει υψώσει το φρύδι βγάζουν στην επιφάνεια έναν εαυτό που δεν ήξερε ότι έχει. Τον πληγώνει βαθιά, μα δεν της το δείχνει. Κυρίως γιατί βουρκώνει καθώς του τα λέει. Η αστάθεια της τον ταράζει. Εξάλλου, του έκανε ακριβώς την πάσα που ήθελε.

Στρέφει το βλέμμα του στο πλάι και κρύβει ξανά τα χέρια του στις τσέπες του τζιν του. Χαμογελάει πικρά στον εαυτό του, λίγο πριν υψώσει το βλέμμα του στον ουρανό.

«Ναι, έχεις δίκιο. Δεν μας κάνει καλό...» ξεφυσάει. Κάνει μια παύση.
«Γι'αυτό και τώρα θα το κάνουμε σωστά. Μαζί. Σε όλα. Εσύ θα πας σε ψυχολόγο.» σταματάει ξανά. Σμίγει τα φρύδια της στην δεύτερη παύση της φωνής του. Ανοίγει τα χείλη της να μιλήσει, μα καρφώνει τα μαύρα δαχτυλίδια στις κόγχες του, στα καστανά της μάτια που τόσο πολύ αγαπάει. Τη διακόπτει.
«Κι εγώ σε κέντρο αποτοξίνωσης.» συνεχίζει σοβαρός, αλλά με χιλιάδες συναισθήματα να ξεχειλίζουν από το βλέμμα του, μ' ένα να υπερτερεί.
«Μόνο τότε θα μπορώ να σε βοηθήσω πραγματικά.» πονάει μόνο στη σκέψη να φύγει τώρα μακριά της, να την αφήσει μόνη της σε μια τόσο δύσκολη στιγμή. Όμως με εκείνον έτσι, μόνο χειρότερα μπορούν να γίνουν τα πράγματα.

Και της κόβει τα γόνατα.

Τον κοιτάει παγωμένη έξω από το σπίτι της, όσο η ερώτηση που προηγουμένως έκανε στον Paul με ειρωνεία, ξαφνικά τριβελίζει το μυαλό της πολύ έντονα.

Γιατί η απάντηση του «πού 'ναι η αγάπη;», βρίσκεται στα μάτια του.

























Γειά σας κοτοπουλάκια μου!🐥

Τι κάνετε; Πώς είστε;
Ελπίζω καλά!

Πείτε μου τα νέα σας! Έχει έρθει το αμόρε από Χανιά και η κολλητή από Θεσσαλονίκη και περνάω ζάχαρη!

Πάμε στο κεφάλαιο;

Στα πατώματα η Αυγή. Έχει χάσει κάθε ελπίδα πια. Ένα χάλι! Και τα παιδιά προσπαθούν να τη βοηθήσουν αλλά, όπως ανέφερα, υπάρχει μόνο ένας άνθρωπος που μπορεί να τη βοηθήσει. Ποιος πιστεύετε ότι είναι αυτός;

Ο Lucas ο γλυκός μου βρε παιδιά...την αγαπάει τόσο πολύ και κάνει υπεράνθρωπες προσπάθειες για να την ξανά δει καλά. Τώρα θέλει να πάει σε κέντρο αποτοξίνωσης! Πώς πιστεύετε ότι θα πάει αυτό;

Τι πιστεύετε ότι θα γίνει στο επόμενο;

Αυτάααα.

Αν σας άρεσε το κεφάλαιο ψηφίστε και σχολιάστε.

Αντιιιιιοοοοοςςςς🥰🍟.

-Δέσπ.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro