68. Λεηλασία.
~Στα βασανιστήρια, όπως και στον έρωτα, τα προκαταρκτικά είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας.~
•Jeffrey Archer, 1940-, Βρετανός συγγραφέας.
Αυγή.
Βγαίνω από την τάξη μου με το μπουφάν στο χέρι. Κρυώνω τραγικά πολύ και τα ρούχα μου είναι ακόμα, πέντε ώρες μετά, βρεγμένα. Θέλω πολύ να βάλω το μπουφάν μου αλλά θα βραχεί κι αυτό και είναι το τελευταίο που θέλω. Δίπλα μου περπατάει η Εύη που δεν έχει σταματήσει να με ρωτάει για το αν με πείραξε που έγραψε τραγούδι για μένα και θέλω να ουρλιάξω πια πως δεν έχω κανένα γαμημένο πρόβλημα.
«Αυγή;» σταματώ όταν ακούσω το όνομα μου και μαζί σταματάει και η διπλανή μου. Όταν γυρίσω, το ενοχικό πρόσωπο του Πέτρου μπαίνει στο οπτικό μου πεδίο. Τον κοιτάω ανέκφραστη.
«Μπορώ να σου μιλήσω για λίγο;» τρίβει αμήχανα το σβέρκο του. Στα λόγια του η Εύη μου χαϊδεύει το μπράτσο. Παίρνω μια βαθιά ανάσα.
«Πήγαινε εσύ, θα τα πούμε!» ζητώ από την κοπέλα στο πλάι μου να φύγει και, αφού μου χαμογελάσει με κατανόηση, εξαφανίζεται από δίπλα μου. Ο εν διαστάσει σύζυγος της μαμάς μου χαμογελάει στην θετική μου ανταπόκριση και δεν μπορεί να κρύψει τη χαρά του. Κάνω μερικά βήματα και φτάνω μπροστά του, κρατώντας παρόλα αυτά μια κάποια απόσταση ανάμεσα μας.
«Τι θες;» ακούγομαι και είμαι πολύ κουρασμένη.
«Πάμε στο γραφείο μου. Δεν είναι το κατάλληλο μέρος ο διάδρομος του σχολείου.» προτείνει σιγανά, περνώντας τα χέρια του μέσα από τα καστανά πυκνά μαλλιά του. Αφήνω ένα ειρωνικό γελάκι στην παρατήρηση του.
«Ούτε ο δρόμος είναι το κατάλληλο μέρος για να φιλάς την ερωμένη σου, αλλά το έκανες. Βέβαια, δεν θα έπρεπε να έχεις καν ερωμένη, αλλά τι να κάνουμε! Δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα σε αυτή τη ζωή!» ειρωνεύομαι με κακία υψώνοντας το φρύδι και το βάρος στο στήθος μου γίνεται ακόμα μεγαλύτερο. Ξέρω ότι το ίδιο ισχύει και γι'αυτόν. Και χαίρομαι. Ελπίζω να πονάει πολύ.
Παίρνει κι αυτός μια ανάσα, ωστόσο δεν απαντάει. Αρχίζει να περπατάει μέχρι το γραφείο και όταν ανοίξει την πόρτα μου κάνει νόημα να μπω μέσα. Κοιτάω τον μπεζ χώρο και θέλω να κλάψω. Φαίνεται σαν να έχει περάσει τόσος καιρός από την πρώτη φορά που μπήκα και του είπα ότι οι συμμαθήτριές μου σκοπεύουν να του ριχτούν. Μοιάζει να έχουν περάσει χρόνια ολόκληρα από εκείνη την μέρα που μου είπε ότι τη μαμά τη λατρεύει και πως του έκανε το μεγαλύτερο δώρο: εμένα.
Στέκομαι όρθια στην κλειστεί πια πόρτα, όσο εκείνος κάθεται σε μια από τις δύο μαύρες καρέκλες που βρίσκονται απέναντι μου. Αφήνω την τσάντα μου στο έδαφος και πάνω της το μπουφάν μου. Για λίγο ανάμεσα μας πέφτει σιωπή που όμως από μόνη της λέει πολλά. Ξεροβήχει.
«Πώς είσαι;» η φωνή του μου τη δίνει στα νεύρα. Καγχάζω.
«Με φώναξες εδώ για να με ρωτήσεις πώς είμαι;» γελάω νευρικά, μη μπορώντας να πιστέψω τη βλακεία που υπάρχει μέσα στο μυαλό του.
«Αλήθεια τώρα, Πέτρο;» γελάω ακόμα περισσότερο. Σχεδόν χτυπιέμαι. Στο άκουσμα του ονόματος του μορφάζει και κλείνει τα μάτια του. Το ευχαριστιέμαι. Η εκδίκηση πάντα είναι γλυκιά κι ας με πονάει.
«Σε παρακαλώ, σταμάτα να με λες έτσι! Είμαι ο πατέρας σου που να με πάρει η ευχή!» διαμαρτύρεται και χτυπάει το χέρι του με δύναμη στο βαρύ ξύλινο έπιπλο. Στην έκρηξη του γελάω ξανά, παρά το γεγονός ότι θέλω μόνο να κλάψω. Δαγκώνομαι και νιώθω πως θέλω να φάω τα κομμάτια μου.
«Ο πατέρας μου πέθανε!» γρυλίζω. Στα λόγια μου σαστίζει. Κάτι μέσα του σπάει, το βλέπω. Το βλέπω και το χαίρομαι. Θρύψαλα να γίνει, καθόλου με νοιάζει! Ένας λυγμός με πνίγει. Σκύβω μπροστά του και του γελάω παρανοϊκά.
«Μ' ακούς;» νομίζω τρελαίνομαι.
«ΕΓΏ ΔΕΝ ΈΧΩ ΠΑΤΈΡΑ! ΟΡΦΆΝΕΨΑ! ΈΧΩ ΜΌΝΟ ΤΗ ΜΆΝΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΕΞΑΙΤΊΑΣ ΣΟΥ ΠΑΡΑΛΊΓΟ ΝΑ ΧΆΣΩ ΚΙ ΑΥΤΉ!» ουρλιάζω χωρίς να μπορώ να συγκρατηθώ και τρέμω σαν ψάρι έξω από το νερό. Ο λαιμός μου πονάει φριχτά. Ευτυχώς που λόγω της ώρας στο σχολείο ζήτημα να είναι ακόμα δύο άτομα. Για λίγο δεν ξέρει τι να κάνει.
Με κοιτάει και τα μάτια του βουρκώνουν. Δεν μιλάει, μόνο με χαζεύει. Νιώθω την ανάγκη να τον χτυπήσω, μα δεν το κάνω. Ούτε αυτό αξίζει να κάνω.
«Ό,τι κι αν λες...» σφίγγει τα δόντια και κάνει μια παύση. Ανασαίνει βαθιά.
«...ήμουν, είμαι και θα είμαι για πάντα ο μπαμπάς σου. Ό,τι κι αν γίνει. Είμαι εδώ, ζωντανός και σου υπόσχομαι πως θα κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου για να με εμπιστευτείς ξανά κι εσύ και η μαμά.» τα χείλη του τρέμουν και τα δικά μου, λες και ζηλεύουν, τον ακολουθούν.
Και γελάω ξανά. Λες και δεν μπορώ να σταματήσω να το κάνω. Λες και υπάρχει ένας μηχανισμός μέσα μου και σε κάθε μαλακία που ακούω...απλώς γελάω. Κάνω ένα βήμα πίσω και περνάω τα χέρια μου μέσα από τα μαλλιά μου, τραβώντας τα ελαφρά.
Σκάσε. Σκάσε, σε παρακαλώ!
Θα σε σκοτώσω, ορκίζομαι!
«Να σε εμπιστευτώ; Ποιον ρε; Εσένα;» τον χλευάζω. Κάνει τα χέρια του μπουνιές και παλεύει να μην ουρλιάξει να προσέχω πώς μιλάω.
«Έχεις καθόλου ιδέα τι έχεις κάνει; Από άλλο βιβλίο ήρθες;» συνεχίζω να τον κοροϊδεύω, κοιτώντας τον απευθείας στα γαλαζοπράσινα μάτια του.
«Ας κάνουμε, λοιπόν, μια ενημέρωση! Έκανες σχέση με μια φίλη μου, μόλις δεκαεννιά ετών, που είχε ανάγκη την προσοχή περισσότερο απ' ότι τα λουλούδια το νερό και τον ήλιο. Μας δούλευες όλους κανονικότατα δεν ξέρω και εγώ πόσο καιρό. Η μαμά παραλίγο να αποβάλει από τον πόνο και την σύγχυση που της προκάλεσες κι εγώ...» αφήνω τη φράση μου μετέωρη.
Πάλι δεν μιλάει. Μόνο με ακούει με προσοχή. Είμαι σίγουρη πως τα λεγόμενα μου του έχουν κλέψει τη μιλιά. Βλέπω στα μάτια του την ανάγκη να συνεχίσω. Και το κάνω.
«Εγώ έσπασα, Πέτρο. Ήσουν ο Θεός μου, ο άνθρωπος πάνω στον οποίο στήριξα ολόκληρη την κοσμοθεωρία μου. Ο λόγος που είχα πίστη στην αληθινή αγάπη και την αφοσίωση. Και τώρα, μετά από όλα αυτά, μ' έχεις φτάσει στο σημείο να μην εμπιστεύομαι κανέναν!» παραδέχομαι ότι με τσάκισε. Ένα δάκρυ κυλά στο μάγουλο του.
«Ακούς; Κανέναν! Ούτε τη μαμά, ούτε τον Lucas, ούτε τις φίλες μου! Πιάνω τον εαυτό μου να αμφισβητεί πράγματα που μου έχει πει η Αλεξάνδρα! Πιάνω τον δεκαεπτάχρονο εαυτό μου να αμφισβητεί εμένα. Εμένα! Με φοβάμαι πια! Δεν ξέρω ούτε εγώ πού είμαι ικανή να φτάσω, τι είμαι ικανή να κάνω! ΔΕΝ ΞΈΡΩ ΚΑΝ ΑΝ ΈΧΩ ΌΡΙΑ ΣΑΝ ΆΝΘΡΩΠΟΣ ΠΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΠΩ ΌΤΙ -ΈΣΤΩ- ΒΓΉΚΑ ΑΠΌ ΑΥΤΆ!» ωρύομαι. Θέλω απεγνωσμένα να κλωτσήσω κάτι αυτή τη στιγμή, μα δεν το κάνω. Απλώς κουνάω τα χέρια μου σαν υστερική.
Καταπίνει αργά.
Ελπίζω να βλέπεις πόσο πολύ πονάω, μπαμπά. Και εύχομαι με όλη μου την ψυχή να σε τσακίζει έστω και στο μισό από αυτό που νιώθω εγώ.
«Κι έρχεσαι τώρα εσύ για να μου πεις, τι; Ότι θα με κάνεις να σε εμπιστευτώ ξανά!» το λέω και φαίνεται ότι δεν το πιστεύω. Γελάω μια τελευταία φορά και ρίχνω τη ματιά μου πάνω του. Έχει χλωμιάσει.
«Ω, σε παρακαλώ! Παράτα μας!» πιάνω την τσάντα και το μπουφάν μου από το πάτωμα και φεύγω σφαίρα από το γραφείο του. Μόλις ένα δευτερόλεπτο αφότου βγω, μπορώ με ευκολία να ακούσω έναν λυγμό να βγαίνει από μέσα του.
Κάτι σπάει κι άλλο μέσα μου.
Συγγνώμη που σε πόνεσα, μπαμπά. Μα εσύ είσαι αυτός που τράβηξε πρώτος την σκανδάλη.
(...)
Τριτοπρόσωπη αφήγηση.
«Κι έκανε κόκα όντως; Εννοώ...έκανε όντως-όντως;» η Sonia, ενθουσιασμένη από την τροπή που έχουν πάρει τα πράγματα, σχεδόν χοροπηδάει στον σκούρο μπλε καναπέ της. Ο James στριφογυρίζει τα μάτια, μη μπορώντας να καταλάβει τη χαρά της.
«Ναι λέμε! Έκανε όντως κοκαΐνη! Και υποψιάζομαι πως δεν θα μείνει εκεί.» πίνει λίγη από την μπύρα του και σκέφτονται και οι δύο τα λόγια του. Πάνω στην ώρα το κινητό του χτυπάει. Το πιάνει βαριεστημένα από το τραπεζάκι και όταν δει την αναγνώριση μειδιάζει.
«Αυτή είναι.» την ενημερώνει κι αυτή ανακάθεται, αφήνοντας το δικό της μπουκάλι στο τραπέζι κι ένα μισοτελειωμένο τσιγάρο στο τασάκι μπροστά της. Ξεφυσάει βιαστικά.
«Σήκωσε το!» προτρέπει, κουνώντας το χέρι της. Τα γαλανά της μάτια λάμπουν από κακία και λύσσα. Έχει μια ακατανίκητη ανάγκη να δει αυτή την κοπέλα στα πατώματα και δεν είναι πια λόγω του Lucas, έχει ξεπεράσει εδώ και καιρό αυτόν. Έτσι κι αλλιώς, τον σκοπό της τον πέτυχε. Ο James παίρνει μια βαθιά ανάσα.
«Ναι;»
«Θέλω πάλι!» η λαχανισμένη, γεμάτη ένταση φωνή της από το περπάτημα και τα νεύρα τον επιβεβαιώνει πανηγυρικά και υψώνει το φρύδι με νόημα στην κοπέλα δίπλα του.
«Καλησπέρα και σε σένα!» χαριτολογεί και η Sonia ξινίζει, λίγο πριν προσποιηθεί πως κάνει εμετό.
«Έκλαιγες;» βιάζεται να ρωτήσει σε μια προσπάθεια να της δείξει ότι νοιάζεται. Παρόλα αυτά, δεν εκτιμάται καθόλου από την Αυγή.
«Όχι, μάλλον αρρώστησα. Έχω μπουκώσει και πονάει ο λαιμός μου.» βήχει ελαφρά. Δεν λέει εντελώς ψέματα ωστόσο, όντως μοιάζει να την έχει αγκαλιάσει κάποια ίωση: η μύτη της τρέχει, ο λαιμός της τη γρατζουνάει, η θερμοκρασία της έχει ανέβει αισθητά κι είναι κι αυτή η ζαλάδα που τη σκοτώνει τόσο πολύ σήμερα! Είναι στ' αλήθεια το τελευταίο που χρειάζεται. Μα δεν έχει ιδέα.
«Κατάλαβα, περαστικά!» εύχεται φιλικά.
«Άρα το αφήνουμε για άλλη μέρα;» προσπαθεί να βγάλει μια άκρη. Η Sonia δυσανασχετεί ξανά και στριφογυρίζει τα μάτια. Το ταβάνι της γκαρσονιέρας της έχει πλέον μεγαλύτερη σημασία από το τηλεφώνημα.
«Όχι!» σχεδόν γαβγίζει.
«Σήμερα θα γίνει, οπωσδήποτε! Απλά δεν γίνεται σπίτι μου, είναι παρακινδυνευμένο.» ρουφάει τη μύτη της και βιάζεται να κανονίσει τη συνάντηση. Σχεδόν τριάντα μέτρα μακριά βλέπει το σπίτι της και καθόλου θέλει να την ακούσει η Θάλεια. Αυτό θα τα καταστρέψει όλα, ή τουλάχιστον έτσι πιστεύει.
«Στο δικό μου; Δεν θα μας ενοχλήσει κανένας.» προτείνει αθώα. Η φίλη του παίρνει θάρρος από τα λόγια του και τον κοιτάει ξανά με ελπίδα, κολλώντας πάνω του σαν βδέλλα για να ακούσει τη συζήτηση. Έχει πείσμα η μικρή κι αυτό της το αναγνωρίζουν και οι δύο.
'Αυτό φοβάμαι.' σκέφτεται σαστισμένη από την ιδέα του.
«Με καμία Παναγία.» αρνείται χωρίς να το σκεφτεί ούτε λίγο. Για λίγα δευτερόλεπτα πέφτει σιωπή και τότε, του έρχεται η ιδέα. Τα μάτια του αστράφτουν και κοιτά την εικοσιτετράχρονη με τα silver μαλλιά μ' ένα πλατύ χαμόγελο. Συνοφρυώνεται ελαφρώς μαγκωμένη, μα δεν του το δείχνει.
«Στο σπίτι του Lucas.» δεν ρωτάει, ανακοινώνει.
«Τι;» σταματάει απότομα το βήμα της.
«Αγόρι μου, είσαι τέρμα ηλίθιος; Νόμιζα πως σου ξεκαθάρισα πως ο Lucas δεν ξέρει και ούτε θέλω να μάθει τίποτα! Με κοροϊδεύεις;» χάνει την υπομονή της και δαγκώνεται για να μη φωνάξει όσο πιο πολύ μπορεί στη μέση του δρόμου. Στην επίθεση της παίρνει μια βαθιά ανάσα και συγκρατείται για να μην την διαολοστείλει.
'Γαμημένη καριόλα, ούτε λίγο δεν θα σε λυπηθώ!' κρατά αυτή τη σκέψη για τον εαυτό του σαν υπόσχεση που, δυστυχώς, πρόκειται να πραγματοποιήσει.
«Αυγή, χαλάρωσε! Θα του ζητήσω το σπίτι δήθεν για να πάω με γκόμενα και θα μου το δώσει. Και σε γνωστό περιβάλλον θα είσαι και κανένας δεν θα μας ενοχλήσει.» εξηγεί με ηρεμία το σκεπτικό του και παραδόξως, την πείθει. Οπότε, ένα λεπτό μετά του δίνει θετική απάντηση και τερματίζουν την κλήση. Μειδιάζοντας, κοιτάει τη Sonia.
«Δέχτηκε.» της κλείνει το μάτι παιχνιδιάρικα και πετάει το κινητό του στη θέση δίπλα του.
«Τώρα μένει να δεχτεί ο Lucas!» υπενθυμίζει κάπως αγχωμένη, εγκλωβίζοντας και πάλι στα δάχτυλα της το τσιγάρο.
(...)
Η ώρα είναι τρεις και δέκα όταν το κουδούνι χτυπάει. Η Θάλεια, δυσανασχετώντας κουρασμένη στο βρεφικό κλάμα που γεμίζει αυτόματα το χώρο, σηκώνεται από το σκαμπό της και αφήνει το δαχτυλίδι από καπάκι μπύρας στο κουτί με τα κοσμήματα της, έτοιμη να περάσει πρώτα από το δωμάτιο της μικρής της κόρης.
Με την μικρή, λοιπόν, στην αγκαλιά της, κατεβαίνει με προσοχή τις σκάλες και ανοίγει την πόρτα. Μπροστά της βρίσκεται ο ένας και μοναδικός Στέφανος, φορώντας ένα απλό τζιν κι ένα μαύρο πουκάμισο. Στα χέρια του κρατάει ένα πολύ όμορφο μπουκέτο κόκκινα τριαντάφυλλα που της τραβούν την προσοχή. Της χαμογελάει πλατιά. Εκείνη κομπλάρει από την ξαφνική του εμφάνιση.
«Καλησπέρα!» χαιρετάει με άνεση κι ένα γοητευτικό ύφος, προτού σκύψει ελαφρά και κάνει χαζές γκριμάτσες στο κοριτσάκι που ξεκαρδίζεται στα χέρια της μαμάς του. Η Θάλεια έχει παγώσει και για λίγο σκέφτεται πως είναι τυχερή που είναι ντυμένη και δεν φοράει απλά το νυχτικό της.
«Γειά;» χαμογελάει ασυναίσθητα. Ο αβέβαιος χαιρετισμός της τον κάνει να γελάσει απαλά.
«Εε...πέρασε!» κάνει το σώμα της στην άκρη και ο άνδρας μπαίνει στο σπίτι, αφού πρώτα της προσφέρει τα λουλούδια τα οποία δέχεται με μεγάλη χαρά, ψελλίζοντας ένα ευχαριστώ. Κλείνει την πόρτα πίσω του.
«Δεν ήξερα ποια ήταν τα αγαπημένα σου, οπότε πήρα αυτά με την ελπίδα ότι δεν τα σιχαίνεσαι!» της εξηγεί με το πιο αθώο βλέμμα του ανασηκώνοντας τους ώμους και κερδίζει ακόμα ένα χαμόγελο της που την κάνει να λάμπει ακόμα περισσότερο.
«Λοιπόν, δεν θα μπω καν στον κόπο να υποτιμήσω την νοημοσύνη σου λέγοντας σου πως τυχαία περνούσα και θα μπω απευθείας στο ψητό: πάμε για φαγητό;» προτείνει όλο χαρά και μέχρι και η Ειρήνη του γελάει με νάζι. Η Θάλεια δεν κρατείται, γελάει κι αυτή.
«Πάντα τόσο ενθουσιώδης είσαι;» καταφέρνει να μιλήσει μέσα από το γέλιο της. Η αληθινή απορία στη φωνή της τον διασκεδάζει κι ένα κομμάτι του χαίρεται πολύ που κατάφερε να την κάνει να γελάσει. Περνάει τα χέρια του μέσα από τα μαλλιά του.
«Μόνο όταν ενδιαφέρομαι για κάτι.» της κλείνει το μάτι παιχνιδιάρικα. Τα μάγουλα της κοκκινίζουν και αισθάνεται σαν πρωτάρα έφηβη. Εκείνος το καταλαβαίνει και χαίρεται ακόμα περισσότερο.
«Λοιπόν;» τρίβει τα χέρια του μεταξύ τους με ανυπομονησία.
Τον κοιτάει διχασμένη. Δεν έχει ιδέα σε πόσο σωστή στιγμή της έκανε αυτή την πρόταση. Η Αυγή δεν έφαγε όταν γύρισε, δεν αισθανόταν είπε καλά, κι αυτή δεν ήθελε να κάτσει μόνη της σε ένα τραπέζι που κάποτε κάθονταν τρεις. Οπότε, φύλαξε το παστίτσιο στο φούρνο κι αφού τάισε και κοίμησε τη μικρή, κλείστηκε στο δωμάτιο της.
«Εε, δεν ξέρω! Είναι και η Αυγή πάνω, δεν θέλω να αφήσω και το μωρό!» είναι διστακτική και φαίνεται τόσο από τα λόγια, όσο κι από τον τρόπο που μεταφέρει το βάρος της από το ένα πόδι στο άλλο. Δεν είναι ότι δεν θέλει, απλώς κάτι μέσα της την κάνει να φοβάται. Και ο Στέφανος δεν είναι χαζός για να μην το καταλάβει.
«Η Αυγή είμαι σίγουρη πως δεν έχει κανένα πρόβλημα να μείνει μόνη της και το μωρό μπορεί να έρθει μαζί μας! Δεν με πειράζει καθόλου, ίσα-ίσα που λατρεύω τα παιδιά! Παρόλα αυτά, αν δεν θες δεν έχω σκοπό να σε πιέσω, θα το καταλάβω!» τη βεβαιώνει πως δεν θα επιμείνει περισσότερο. Το γεμάτο ζωντάνια βλέμμα του, η καλή του διάθεση, τα μάτια του που λάμπουν είναι αρκετά για να την πείσουν να δεχτεί την πρόταση του. Τινάζει τα μαλλιά της με χάρη.
«Δώσε μου ένα λεπτό!» ζητάει και, κρατώντας ακόμα την Ειρήνη που τραβάει μια τούφα από τα μαλλιά της με περιέργεια, ανεβαίνει στον όροφο.
«Μπλέξαμε, μικρή!» ψιθυρίζει, αφήνοντας ένα φιλάκι στο μάγουλο της.
Χτυπάει την πόρτα του δωματίου της Αυγής και όταν ακούσει το "ναι;" της κόρης της μπαίνει μέσα. Τη βρίσκει ξαπλωμένη κάτω από τα ζεστά σκεπάσματα της, φορώντας το ένα εκ των δύο ακουστικών να κοιτάει το ταβάνι. Η όρεξη της φτάνει κάτω του μηδέν. Παρόλα αυτά, χαμογελάει αχνά μόλις τις δει.
«Τι έγινε;» πατάει παύση στο τραγούδι και βγάζει το ακουστικό, καθώς ανασηκώνεται με την πλάτη ν' αγγίζει πια το κάγκελο του κρεβατιού. Τρίβει τα μάτια της· αισθάνεται πολύ νυσταγμένη, μα δεν μπορεί να κοιμηθεί. Περιμένει με αγωνία μήνυμα από τον James για το αν ισχύει τελικά η σημερινή τους συνάντηση.
«Να σου πω, θα σε πείραζε αν εγώ έβγαινα για φαγητό; Εννοώ...αν θέλεις να κάνουμε κάτι μαζί μπορώ να μείνω και-» μοιάζει αγχωμένη και για κάποιο λόγο η κόρη της απολαμβάνει την κατάσταση της. Της θυμίζει τη Θάλεια που ήταν όταν ήρθαν στη Νέα Υόρκη· αυτή που η μόνη της έννοια ήταν για το αν η κόρη της έχει πρόβλημα να μείνει μόνη.
«Να πας όπου θες και να περάσεις καλά!» τη διακόπτει πριν προλάβει να ολοκληρώσει, χαμογελώντας της ειλικρινά όσο παίζει με τα χεράκια της Ειρήνης. Η Θάλεια ανακουφίζεται.
«Θες να κρατήσω εγώ τη μικρή;» αναρωτιέται και μέσα της ξέρει ότι ψάχνει μια δικαιολογία για να ακυρώσει την δεύτερη επίσκεψη της στον κόσμο των ναρκωτικών, μα η μητέρα της δεν της τη δίνει.
«Όχι, όχι. Θα την πάρω μαζί μου, έτσι κι αλλιώς σε βλέπω λίγο κουρασμένη. Να πέσεις να ξεκουραστείς!» με το βλέμμα της τη μαλώνει. Η κόρη της δεν φαίνεται απλώς κουρασμένη, αλλά εξαντλημένη. Καταπονημένη. Και είναι πολύ, αλλά όχι σωματικά.
«Θα δω. Υπάρχει περίπτωση να βρεθώ με τον Lucas σήμερα.» ψεύδεται, αποφεύγοντας να την κοιτάξει. Δεν της αρέσει που λέει ψέματα -πόσο μάλλον στη μαμά της, αλλά δεν μπορεί να της πει και την αλήθεια. Η Θάλεια, δυστυχώς, δεν παρατηρεί την ενοχή στο ύφος της, οπότε απλώς χαμογελάει. Συνεχίζει:
«Με την Debbie θα βγεις;»
«Εε, όχι.» ξεροβήχει.
«Μ' έναν φίλο!» συνεχίζει. Η Αυγή υψώνει το φρύδι και την κοιτά με νόημα, όμως η μητέρα της κάνει πως δεν το βλέπει.
«Τέλος πάντων, πέσε εσύ να κοιμηθείς καμιά ώρα. Κακό δεν κάνει και θα τα πούμε μετά!» αποφεύγει ξεκάθαρα να της πει τι και πώς και η έφηβη το δέχεται.
«Καλάα!» τραβάει το φωνήεν. Υποχωρεί προς το παρόν. Η μητέρα της της αφήνει ένα φιλί στο μέτωπο που κάνει την καρδιά της Αυγής να βουλιάξει στο στήθος της. Αισθάνεται τρομερά άσχημα γι'αυτά που κάνει, μα νιώθει πως δεν μπορεί να σταματήσει. Έχει χάσει κάθε έλεγχο.
Η Θάλεια κατεβαίνει ξανά στο σαλόνι όπου την περιμένει με υπομονή ο Στέφανος, που χαζεύει διάφορες φωτογραφίες. Μόλις τη δει, χαμογελάει ξανά και περιμένει καρτερικά την απάντηση της.
«Εντάξει, θα πάμε για φαγητό!» δέχεται κάπως ντροπαλά και ο άνδρας απέναντι της λάμπει ξανά ενθουσιασμένος.
«Απλώς δώσε μου λίγο χρόνο να ετοιμαστώ και-»
«Δεν χρειάζεται.» την διακόπτει και κάνει ένα βήμα προς το μέρος της. Κλείνει την απόσταση ανάμεσα τους.
«Είσαι υπέροχη!» μιλάει ειλικρινά, περνώντας της μια τούφα πίσω από το αυτί. Του χαμογελάει συγκρατημένα.
Παίρνει μια κοφτή ανάσα και η καρδιά της σταματάει.
(...)
Περπατάει πάνω-κάτω έξω από το σπίτι του φίλου της, παίρνοντας βαθιές ανάσες. Έχει ένα τραγικά κακό προαίσθημα τις τελευταίες δυο ώρες και δεν ξέρει πού οφείλεται. Παρόλα αυτά, το αγνοεί και χτυπάει τη λευκή πόρτα διστακτικά, λίγο πριν βάλει το κινητό της στο αθόρυβο. Ποτέ άλλοτε αυτή η πόρτα δεν της φάνηκε πιο τρομακτική, μα ούτε αυτό τη σταματά.
Ο James ανοίγει. Της χαμογελά πλατιά μεν, πονηρά δε και κάνει το σώμα του στην άκρη. Δήθεν με άνεση, μπαίνει μέσα και αφήνει την τσάντα και το μπουφάν της στο σκαμπό δίπλα στην πόρτα. Το γκρι φούτερ και η μαύρη φόρμα της την κάνουν να αισθάνεται μια ασφάλεια, μα είναι δυο ρούχα που δεν θα ξανά βάλει. Ποτέ.
«Καλώς την!» κάνει παιχνιδιάρικα, καθώς εκείνη χύνεται στον καναπέ. Στριφογυρίζει ανόρεχτα τα μάτια της.
«Βολέψου, βρε! Σαν στο σπίτι σου!» προσπαθεί υπερβολικά να μην την ειρωνευτεί, αλλά δεν τα καταφέρνει τόσο καλά. Τους έχει βαρεθεί και τους δυο και απλώς πεθαίνει να δει την έκφραση του Lucas όταν συνειδητοποιήσει ότι η Οσία Αυγή του κάνει χρήση.
«James, κόψε τις μαλακίες και φέρε την κόκα να τελειώνουμε!» κοιτάει το ταβάνι όσο μιλάει. Είναι τρομερά ανήσυχη κι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι έχει πει ψέματα σε όλους: στη μαμά της ότι θα βρεθεί με τον Lucas, στον Lucas ότι θα κάτσει σπίτι με τη μαμά της και στα κορίτσια ότι έχει διάβασμα και δεν μπορεί να βγει με την ελπίδα ότι κανένας δεν θα καταλάβει τίποτα.
«Δεν θα κάνεις κοκαΐνη σήμερα.» της ξεκαθαρίζει, σταυρώνοντας τα χέρια στο στέρνο του. Ανασηκώνεται και τον κοιτάει ελαφρώς σαστισμένη. Δεν είχε ιδέα γι'αυτή την αλλαγή.
«Θα δοκιμάσεις χάπια.» της εξηγεί και την πλησιάζει. Κάθεται δίπλα της και περνάει το χέρι του στην πλάτη του καναπέ πίσω της. Το στομάχι της σφίγγεται.
«Έχεις ακουστά την "έκσταση"; Την ίδια δουλειά θα κάνει. Θα σε ανεβάσει και θα περάσεις καλά.» της κλείνει το μάτι με νόημα όσο την πλησιάζει κι άλλο. Πανικοβάλλεται.
Τινάζεται από τη θέση της και πλησιάζει το κρεβάτι μακριά του, όπου και κάθεται. Δεν τον θέλει κοντά της, την κάνει να αισθάνεται περίεργα και όχι με την καλή έννοια. Τα μάτια του, καταγάλανα όπως της οχιάς πρώην κολλητής του Lucas, είναι ψυχρά και τη φρικάρουν. Ούτε τώρα φεύγει.
«Εντάξει.» δέχεται. Περνάει αμήχανα μια τούφα πίσω από το αυτί της.
Ο James γελάει διασκεδασμένος στη μανία της να φεύγει μακριά του, ειδικά από τη στιγμή που μόνη της πάει κοντά του. Αναστενάζει και σηκώνεται. Από την τσέπη του μπουφάν του βγάζει ένα μικρό μαύρο βαλιτσάκι, μέσα στο οποίο βρίσκονται τα χάπια. Ωστόσο, η μάτια του πέφτει σε δύο (και όχι ένα) μπουκαλάκια: το ένα είναι η έκσταση που είχε σκοπό να της δώσει. Στέκεται για λίγο να τα κοιτάει και, δίχως άλλη σκέψη, πιάνει το δεύτερο.
Βγάζει ένα χαπάκι και την πλησιάζει. Τείνει το χέρι του προς το μέρος της και, κοιτώντας την κατάματα, ανοίγει τη χούφτα του. Το λευκό ναρκωτικό δεν φαίνεται ούτε στο ελάχιστο ελκυστικό στα μάτια της, μα το παίρνει έτσι κι αλλιώς. Θέλει μόνο να νιώσει καλά. Τι μπορεί να πάει στραβά;
Είναι πικρό, σχετικά μεγάλο και δεν της αρέσει. Βιάζεται να το καταπιεί, περιμένοντας σχεδόν με ανυπομονησία το διεγερτικό να δράσει.
Παράλληλα, ο Lucas και ο Paul απολαμβάνουν ένα ήρεμο απόγευμα σε μια καφετέρια. Ωστόσο ο πρώτος είναι κάθε άλλο παρά ήρεμος. Τα πόδια του παίζουν νευρικά, τα δάχτυλα του χτυπούν με μανία το τραπεζάκι κι ένα σφίξιμο στο στομάχι δεν τον αφήνουν να χαλαρώσει. Ο Paul το παρατηρεί.
«Ρε μαλάκα, μπορείς να ηρεμήσεις; Τι σε έχει πιάσει;» απηυδισμένος, αφήνει με κρότο το γυάλινο ποτήρι στο τραπέζι και μερικά άτομα γυρνούν να τους κοιτάξουν. Ξεφυσάει και περνάει τα χέρια του μέσα από τα μαλλιά του, τραβώντας τα ελαφρά.
«Δεν ξέρω! Έχω...έχω ένα βάρος!» πίνει μια γουλιά από τον freddo espresso του.
«Τα κορίτσια είναι καλά;» αναρωτιέται. Το βλέμμα του είναι αυστηρό και τα μάτια του έχουν μαυρίσει κι άλλο. Ο Paul αναστενάζει.
«Ναι ρε αγόρι μου, ναι! Στην Claire έχουν μαζευτεί!» προσπαθεί να τον καθησυχάσει, απαντώντας παράλληλα σε ένα μήνυμα της Ashley.
«Η δικιά σου πλάκα-πλάκα πού είναι;» είναι η σειρά του να αναρωτηθεί με καθαρή περιέργεια. Το βάρος στο στήθος του Lucas μεγαλώνει αυτόματα χωρίς να ξέρει το γιατί.
«Σπίτι. Είπε ότι θα καθόταν με τη μαμά της σήμερα!» κάνει μια προσπάθεια να χαμογελάσει, αλλά ίσα που τα καταφέρνει.
Ο κολλητός του σοβαρεύει απότομα κι αυτό γιατί απέναντι του περνάει η Θάλεια, σέρνοντας το καρότσι της μικρής Ειρήνης ενώ στο πλάι της περπατάει ένας άνδρας. Τώρα και τον Paul τον αγκαλιάζει μια ανησυχία.
«Α, ναι;» ψελλίζει.
«Γιατί η Θάλεια περνάει αυτή τη στιγμή από μπροστά μου.»
Σαν να τον χτύπησε κεραυνός, γυρίζει απότομα το κορμί του και βλέπει την μητέρα της αγαπημένης του να γελάει απαλά με κάτι που της είπε ο συνοδός της. Φρικάρει και θυμώνει και αγχώνεται. Κάθεται ξανά στη θέση του σαστισμένος, ενώ απλώς κοιτάει τον φίλο του με απελπισία.
'Μου είπε ψέματα;'
«Σήκω!» διατάζει έξαλλος, αφήνοντας χρήματα στο τραπέζι. Ο Paul βήχει ελαφρά απορημένος, σηκώνοντας παρόλα αυτά το σώμα του. Τα μαύρα του μάτια γυαλίζουν.
«Πάμε στα κορίτσια!» ψελλίζει αποφασισμένος.
Πίσω στην γκαρσονιέρα, η κατάσταση έχει πάρει ήδη μια άσχημη τροπή. Η Αυγή ανασαίνει βαθιά. Κανονικά θα έπρεπε η καρδιά της να χτυπάει πιο γρήγορα, τα πόδια της θα έπρεπε να μη μπορούν να κάτσουν ήρεμα, εκείνη δεν θα μπορούσε να κάτσει ήρεμη! Αντ' αυτού, οι χτύποι της είναι υποτονικοί, το κορμί της έχει μουδιάσει και αισθάνεται να παραλύει όλο της το είναι.
«Πε...περίεργο...» σχολιάζει με χαμηλή φωνή. Ο James δεν της μιλάει, τραβάει μια γραμμή από τη σκόνη απότομα.
«Ν-νόμιζα πως...πως θα...ανέβω.» ζαλίζεται και προσπαθεί να σηκωθεί. Δεν τα καταφέρνει. Αυτό την ανησυχεί σε σημείο που θέλει να κλάψει, μα δεν το κάνει. Προσπαθεί να παραμείνει ψύχραιμη.
Εκείνος, τρίβοντας το κόκαλο της μύτης του, σηκώνεται και πλησιάζει τη μικρή κάβα του Lucas. Παίρνει το μπουκάλι με το ουίσκι και βάζει σε δυο ποτήρια. Στο δικό της ρίχνει ακόμα λίγο από το ναρκωτικό σε μορφή σκόνης αυτή τη φορά. Μ' ένα γλοιώδες χαμόγελο την πλησιάζει και της το προσφέρει. Διστακτικά και με μεγάλη δυσκολία το πιάνει στα χέρια της.
«Θα ανέβεις, μικρή. Δώσε του απλά λίγο χρόνο!» γελάει σαν χαζός και κρύβει το χαιρέκακο μειδίαμα του όταν πιει μια γουλιά από το ποτό της, μη δίνοντας σημασία στην κάψα που γδέρνει το λαιμό της και στη φωνή του που ξαφνικά μακραίνει.
Και η Αυγή τον πιστεύει.
(...)
«Δεν το σηκώνει!» σχεδόν φωνάζει, πετώντας το κινητό του στο γυάλινο τραπεζάκι της μαμάς της Claire που, αν ήταν εκεί, θα είχε φρίξει. Η κοπέλα τον στραβοκοιτάει, αλλά δεν μιλάει.
«ΠΟΎ ΣΚΑΤΆ ΕΊΝΑΙ ΡΕ ΠΑΙΔΙΆ;» φωνάζει αγχωμένος. Κάτι δεν πάει καλά και το νιώθει.
«Την πιθανότητα να είναι απλά στο σπίτι της την έχουμε σκεφτεί;» η Lyra, πιο ήρεμη ακόμα από τους υπόλοιπους, επιχειρεί να σκεφτεί λογικά, αφήνοντας το ποτήρι με το χυμό στο ψάθινο σουπλά. Ο Lucas δυσανασχετεί.
«Δεν είναι, περάσαμε κι από κει. Είναι όλα κλειδωμένα και η Αυγή δεν κλειδώνει ποτέ.» εξηγεί πιο ήρεμα ο Paul, μιας που ο φίλος του δεν είναι σε θέση να μιλήσει αυτή τη στιγμή. Έχει αρχίσει ν' απελπίζεται τραγικά πολύ.
«Melisa, μήπως να πάρεις τηλέφωνο τη μαμά της να την ρωτήσεις πού είναι; Δήθεν ότι το κινητό της δεν έχει σήμα και ότι θες να της πεις κάτι σημαντικό!» προτείνει ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα, κοιτώντας τη φίλη του που κοκκινίζει μόλις της μιλήσει. Η Lyra το παρατηρεί και πνίγει ένα γελάκι.
«Δεν νομίζω πως είναι καλή ιδέα!» αυτή τη φορά το λόγο παίρνει η Claire. Γυρνούν όλοι να την κοιτάξουν με απορία. Παίρνει μια βαθιά ανάσα.
«Αν είπε ψέματα στη Melisa ότι έχει διάβασμα και στον Lucas ότι θα μείνει με τη μαμά της, το πιο πιθανό είναι ότι έχει πει ψέματα και στην ίδια την κυρία Θάλεια. Το πρόβλημα είναι ότι δεν ξέρουμε ποιον από εσάς χρησιμοποίησε σαν κάλυψη και θεωρώ πως θα είναι πολύ κουλό να την πάρει η Mel να ρωτήσει κάτι τέτοιο, αν η γυναίκα πιστεύει ότι η κόρη της είναι μαζί της.» η σκέψη της δεν είναι τόσο άλογη και κάνει την παρέα να βυθιστεί στη σιωπή.
«Το πιο πιθανό είναι να πήγε κάπου μόνη της να ηρεμήσει. Για την Αυγή μιλάμε, παιδιά! Τι θα μπορούσε να κάνει; Απλά της έχουν πέσει μαζεμένα αυτόν τον καιρό και χρειάζεται μια απόδραση από την πραγματικότητα.» συνεχίζει πίνοντας μια γουλιά από τον καφέ της και σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση θα είχε απόλυτο δίκιο.
Η παλιά Αυγή, αυτό θα έκανε.
«Η Claire έχει δίκιο. Θα ανησυχήσουμε τη Θάλεια και ίσως να μη χρειάζεται καν. Πρέπει να τηλεφωνήσει κάποιος, τον οποίο η Αυγή δεν θα τον χρησιμοποιούσε σαν κάλυψη. Ποτέ! Έτσι δεν θα φανεί περίεργο.» η Melisa συμφωνεί πειράζοντας τα μαλλιά της και όταν της έρθει η ιδέα ανταλλάσσει ένα βλέμμα όλο νόημα με τα παιδιά. Σκέφτονται το ίδιο.
«Κάποιον που δεν μιλάνε, αλλά η Θάλεια να μην το ξέρει!» προσθέτει και σιγά-σιγά, όλοι κοιτούν τη δεκαεννιάχρονη γαλλιδούλα.
Οι έντονες ματιές τους την κάνουν να σηκώσει το κεφάλι της από την μωβ κούπα και τους κοιτάει πελαγωμένη όταν συνειδητοποιήσει τι έχουν στο μυαλό τους. Σαστίζει. Στο σαλόνι της πέφτει σιγή.
«Δεν πάτε καλά!» αναφωνεί σοκαρισμένη, αφήνοντας τη φλιτζάνα στο τραπέζι. Τα χέρια της τρέμουν και αρνείται πεισματικά να τους κοιτάξει.
«Ξεχάστε το!»
«Γιατί ρε Claire; Είναι η μόνη λύση! Εσένα δεν θα σε χρησιμοποιούσε ποτέ σαν κάλυψη!» η Lyra μόνο που δεν την παρακαλάει με τον τρόπο της και ο Lucas είναι ένα βήμα πριν πέσει στα πόδια της, κυριολεκτικά. Η κοπέλα υψώνει το βλέμμα της στον ουρανό.
'Γιατί, θεέ μου;
Τι αμαρτίες πληρώνω;'
«Γιατί είναι τρελό! Μου ζητάς να πάρω τηλέφωνο τη γυναίκα με της οποίας τον άνδρα είχα παράνομο δεσμό! Δεν μπορώ! Δεν το καταλαβαίνετε; Ντρέπομαι!» η φωνή της ανεβαίνει αισθητά και θέλει ήδη να κλάψει στην ενθύμηση του Πέτρου και της σχέσης τους. Κρατιέται με νύχια και με δόντια μακριά του. Δεν της είναι εύκολο.
«Όταν πηδιόσουν με τον άνδρα της, όμως, ενώ συνέχιζες να κάνεις παρέα με την κόρη της δεν ντρεπόσουν!» η κοπέλα με τα καστανόξανθα ίσια μαλλιά δεν ελέγχει τη γλώσσα της και πετάει την κακία απευθείας στην καρδιά της φίλης της σαν καρφί. Όλοι αναφωνούν δίχως να πιστεύουν αυτό που άκουσαν και την αγριοκοιτάζουν.
«LYRA!» η Melisa ουρλιάζει, μαλώνοντας την για τη συμπεριφορά της, μα είναι φανερό από τα βλέμματα τους πως όλοι το ίδιο σκέφτηκαν.
«Όχι, άσ' την!» γελάει ειρωνικά καθώς το λέει. Γυρίζει να κοιτάξει την (χρόνια) φίλη της.
«Θες να πούμε αλήθειες, Lyra;» την κοιτάει βαθιά στα καστανά της μάτια. Η καρδιά της σταματάει σε αυτό. Σήμερα έμαθε και η Claire το μυστικό της. Αυτό την κάνει να αισθάνεται ευάλωτη.
«Ναι, ντρεπόμουν πολύ! Ναι, το ξέρω ότι αυτό που έκανα ήταν ανόητο, αλλά είστε οι τελευταίοι που μπορείτε να με κρίνετε!» τους κοιτάει έναν-έναν. Δεν μιλάνε. Η Claire είναι πληγωμένη. Πολύ πληγωμένη.
«Όλοι σας έχετε κάνει λάθη! Εντάξει; Όλοι! Ή μήπως Lyra, δεν είναι κακός ο τρόπος που μιλάς στην Αυγή επτά μήνες τώρα; Εσύ, Lucas, την απάτησες! Κι αυτό είναι κακό! Όσο κακή ήταν και η συμπεριφορά της Melisa στον Alex! Τότε που, μεθυσμένη, όταν ήταν στα τελειώματα η σχέση τους, φίλησε τον ξάδερφο του που της κολλούσε! Και, φυσικά, δεν θα μπορούσα να ξεχάσω το γεγονός πως, αν δεν ήταν η Mia, εσύ Paul θα είχες πουλήσει κρυφά τα κοσμήματα του γάμου της μαμάς σου για να πάρεις τη γαμημένη δόση σου!» δεν αφήνει κανέναν τους απ' έξω. Λάθος ή σωστό, τους τα θυμίζει ξέροντας πως δεν είναι μόνο αυτά.
«Κανένας σας δεν είναι Άγιος και είμαι σίγουρη πως το ξέρετε! Οπότε, προτού στείλετε εμένα στο απόσπασμα, καλό θα ήταν να κοιτάξετε τις δικές σας ζωές!» σηκώνεται όρθια στην τελευταία φράση, έτοιμη να ανέβει στο δωμάτιο της αδιαφορώντας εντελώς για τους καλεσμένους της.
«Κάτσε κάτω μωρέ!» ο Paul την τραβάει από το χέρι και τη ρίχνει στη θέση της. Τα λόγια της άφησαν μια πικρία στο στόμα όλων.
«Έχεις δίκιο και συγγνώμη, αλλά κι εμείς ανησυχούμε!» προσπαθεί να δικαιολογηθεί για τη σκέψη του και η κοπέλα δεν μιλάει για λίγο. Εν τέλει, βρίζει κάτω από την ανάσα της.
'Στην κόλαση θα πάω!'
«Δώστε μου το τηλέφωνο της κυρίας Θάλειας!» ζητά αγανακτισμένη και όλοι αναθαρρεύουν.
Η συνομιλία τους διήρκησε πέντε λεπτά με την Claire να θέλει ν' ανοίξει η γη να την καταπιεί και την Θάλεια να μην έχει ιδέα ότι, η κοπέλα στην άλλη γραμμή είναι (ή μάλλον ήταν) η ερωμένη του πρώην άνδρα της. Το αποτέλεσμα αυτής της άβολης συζήτησης ήταν να μάθουν πως "η Αυγή είναι με τον Lucas εδώ και περίπου μια ώρα". Και ήταν αρκετό, για να πυροδοτήσει μια έκρηξη ανησυχίας στο αγόρι της ελληνίδας. Οπότε, ένα δευτερόλεπτο αφότου η κλήση τερματίζεται, ο άνδρας σηκώνεται όρθιος.
«Paul, πήγαινε με σπίτι μου να πάρω τα κλειδιά του αυτοκινήτου και φύγε σφαίρα στο δασάκι. Εγώ θα πάρω το αμάξι μου και θα πάω σε όσα μέρη έχουμε πάει μαζί και σε όσα ακόμα μπορώ!» διατάζει, βάζοντας την ζακέτα του πάνω από το μαύρο κοντομάνικο και χωρίς άλλη καθυστέρηση ο φίλος του σηκώνεται.
«Ρε μαλάκα, σπίτι σου δεν είναι ο James;» η Melisa υπενθυμίζει, μα δεν φαίνεται να τον ενδιαφέρει ιδιαίτερα.
«Melisa, αυτή τη στιγμή στ' αρχίδια μου και ο James και η γκόμενα που πηδάει! Προέχει η Αυγή!» το αυστηρό του βλέμμα την κεραυνοβολεί, ενώ δεν περιμένει απάντηση. Φεύγει σχεδόν τρέχοντας από το σπίτι.
Η Lyra ξεφυσάει στα λόγια του και όταν η πόρτα κλείσει ανταλλάσσουν ένα βλέμμα.
(...)
Προσπαθεί να σταθεί έστω καθιστή, όμως δεν μπορεί. Όλα είναι πολύ θολά γύρω της και ζαλίζεται, ζαλίζεται πολύ. Το ταβάνι γυρίζει. Γιατί γυρίζει; Κλείνει τα βλέφαρά της κι όταν τα ανοίξει ξανά, από πάνω της βρίσκεται ο James. Χαμογελάει αλαζονικά με τις κόρες του να έχουν διασταλεί.
«Γ-γιατί...δεν...» η φωνή της σβήνει. Δεν μπορεί να μιλήσει, σαν να μην έχει δύναμη. Σαν να μην έχει φωνή. Προσπαθεί να σηκωθεί, πέφτει πάλι. Γελάει διασκεδασμένος.
'Γιατί δεν ανεβαίνω;
Τι συμβαίνει;' δεν καταλαβαίνει.
Κι είναι λογικό. Γιατί η Αυγή, λανθασμένα, πιστεύει πως πήρε έκσταση. Στην πραγματικότητα όμως, στον οργανισμό της ρέει το κατασταλτικό χάπι GHB, ή (όπως κυκλοφορεί στην αγορά) χάπι βιασμού. Το οποίο μέσα σε μόλις πέντε λεπτά δρα κι όλο σου το κορμί αρχίζει να παραλύει μέχρι να χάσεις τις αισθήσεις σου.
«Έχεις πείσμα, πριγκίπισσα! Αυτό σου το αναγνωρίζω!» γελάει ξανά, καθώς της χαϊδεύει το μάγουλο. Θέλει να του ουρλιάξει να μην την αγγίζει, αλλά δεν μπορεί.
Γι'αυτό και όταν ριχτεί πάνω της και τα ξηρά του χείλη αγγίξουν το λαιμό της τα μάτια της βουρκώνουν. Δίνει εντολή στα χέρια της να σηκωθούν και να τον χτυπήσουν, να τον σπρώξουν από το καθαρό κορμί της. Όμως, δυστυχώς, πάλι δεν μπορεί. Τα χέρια του τρέχουν πάνω της, από το στήθος και κατεβαίνουν όλο και πιο κάτω και τα πρώτα δάκρυα κυλούν από τις κόγχες των ματιών της, όταν με βία κατεβάσει τη φόρμα και το εσώρουχο της. Θέλει να τον κλωτσήσει, να τον ρίξει στο έδαφος και να τρέξει, μα και πάλι δεν μπορεί.
Οπότε, κείτεται ξαπλωμένη στο κρεβάτι που άλλοτε λάτρευε να ξαπλώνει, όσο ο James αγγίζει τα δάχτυλα του ανάμεσα στα πόδια της. Ένα σημείο πάνω της που μόνο τον Lucas αφήνει να χαϊδεύει. Αφήνει μια κοφτή ανάσα κι έπειτα έναν λυγμό. Σιχαίνεται ήδη τον εαυτό της. Νιώθει βρώμικη. Θέλει να κλάψει κι ας κλαίει ήδη.
'Άσε με! Σε ικετεύω, ΆΣΕ ΜΕ!' μέσα της κραυγάζει.
Σηκώνεται βιαστικά και αισθάνεται ανακούφιση, μα κι αυτό μέχρι να συνειδητοποιήσει ότι το τέρας μπροστά της κατεβάζει το παντελόνι του βιαστικά φορώντας, παράλληλα, ένα προφυλακτικό. Φρικάρει και χάνει τον κόσμο γύρω της. Αισθάνεται πως θέλει να λιποθυμήσει. Πέφτει ξανά πάνω της και τρίβει το όργανο του πάνω της. Ανακατεύεται. Θέλει να κάνει εμετό. Παλεύει να κουνήσει, δεν το καταφέρνει ποτέ.
«Για να δούμε πόσο καλή είσαι στο πήδημα!» σχολιάζει και πριν καν η Αυγή το καταλάβει, σπρώχνει τον εαυτό του μέσα της δυνατά.
Κάτι σαπίζει μέσα της. Κλείνει σφιχτά τα μάτια της και προσεύχεται όταν τα ανοίξει ξανά να βρίσκεται στο δωμάτιο της, κάτω από τα ζεστά της σκεπάσματα, όμως κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Ο James κάνει κι άλλη ώθηση. Αναστενάζει, καθώς η κοπέλα από κάτω του κλαίει και προσπαθεί να κουνηθεί. Έχει μουδιάσει. Στην τρίτη ώθηση αισθάνεται πως θέλει να πεθάνει.
'Θεέ μου, αν υπάρχεις, πάρε με τώρα.
Σε παρακαλώ, δεν τον αντέχω αυτόν τον πόνο...' αναβλύζουν κι άλλα δάκρυα. Δεν σταματούν. Τρέχουν ασταμάτητα στο κόκκινο πρόσωπο της.
Στην τέταρτη ώθηση η πόρτα ανοίγει. Ο Lucas παγώνει στο θέαμα που αντικρίζει. Ο James σταματά να κινείται, χωρίς ωστόσο να βγει από μέσα της. Η Αυγή καρφώνεται στο αγόρι της και, με μάτια σπασμένα, του ζητά βοήθεια. Τα κλειδιά του πέφτουν από τα χέρια, το σαγόνι του αρχίζει να τρέμει και μέσα του ξεσπάει πόλεμος.
«Θα σε σκοτώσω!» γρυλίζει και, σαν αγρίμι, κινείται προς το μέρος του.
Δεν σταματάει να τον χτυπάει. Γροθιές, κλωτσιές, ό,τι κι αν κάνει η λύσσα που αισθάνεται δεν ημερεύει, ακόμα κι όταν τα χέρια του γεμίζουν με το αίμα του μέχρι πρότινος φίλου του. Του ουρλιάζει στο πρόσωπο του πως δεν θα ξανά δει το φως της μέρας, πως μόνο νεκρός θα βγει από τα χέρια του και θα το έκανε! Αλήθεια θα το έκανε, όμως η κοπέλα του που ημιλιπόθυμη κλαίει σιωπηλά του τραβάει την προσοχή.
Όταν φτάσει από πάνω της, δεν μπορεί να κρατηθεί: βάζει κι αυτός τα κλάματα. Η όψη της τον σκοτώνει και καταριέται τον εαυτό του που δεν έφτασε πιο νωρίς. Με χέρια που τρέμουν, την ντύνει και όσο πιο απαλά μπορεί τη σηκώνει στην αγκαλιά του στην αρχή, μα έπειτα τη βάζει να σταθεί στα πόδια της. Προσπαθεί να του μιλήσει, ούτε αυτό μπορεί να κάνει. Μόνο κλαίει. Κάνουν δύο βήματα με δυσκολία και πιάνει τα πράγματα της και τα κλειδιά του. Βγαίνει έξω και αδιαφορεί για τον αναίσθητο άνδρα στο έδαφος του.
Όταν κλείσει την πόρτα πίσω τους, η Αυγή δεν αντέχει άλλο. Τα πόδια της την εγκαταλείπουν, το στομάχι της την καίει και λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, αδειάζει το στομάχι της στο δρόμο. Η εικόνα του James από πάνω της δεν φεύγει στιγμή από το μυαλό της και αυτό μονάχα εντείνει τον εμετό της. Η ψυχή της κλαίει μαζί της.
Καταρρέει και χάνει τις αισθήσεις, όταν συνειδητοποιήσει πως αυτός ο άνδρας μόλις λεηλάτησε το κορμί της.
Γειά σας κοτοπουλάκια μου!🐥
Τι κάνετε; Πώς είστε;
Ελπίζω καλά!
Πείτε μου τα νέα σας! Έχω καεί βλέποντας Βασιλικού, καθώς διαβάζω για πρόοδο.
Πάμε στο κεφάλαιο;
Η Αυγή δεν έχει σταματήσει να δίνει πόνο τόσο στο μπαμπά της, όσο και στον εαυτό της. Έχουμε φτάσει σε σημείο που μέχρι κι εγώ έχω αρχίσει να τη λυπάμαι.
Ο James και η Sonia φαίνονται πρόθυμοι να κάνουν τα πάντα για να χωρίσουν αυτό το ζευγάρι και, όπως είδαμε, ο ένας λίγο περισσότερο.
Ο Στέφανος είναι ό,τι καλύτερο και σχεδόν απορώ τι σκατά κάνει σε αυτό το βιβλίο και φαίνεται πως η Θάλεια έχει αρχίσει ήδη να γοητεύεται από αυτόν. Παρόλα αυτά, εγώ πιστεύω ότι βιάζεται.
Όλη η σκηνή που τα παιδιά έψαχναν την Αυγή εμένα μου άρεσε πάρα πολύ, κυρίως γιατί μάθαμε μερικά πράγματα που δεν τα ξέραμε για τους ήρωες μας (εδώ θέλω να πω πως η Claire είπε για τα δικά τους λάθη, επειδή είδε πως όλοι σκέφτηκαν το ίδιο με τη Lyra παρόλο που δεν το εξωτερίκευσαν).
Και τέλος....*βαθιά ανάσα* ο βιασμός.
Μου πήρε μια εβδομάδα να καταφέρω να το γράψω. Δεν μπορούσα, μου ήταν πολύ δύσκολο. Ξέρω ότι ήταν κάτι που δεν το είχατε δει να έρχεται και είναι κάτι που με χαροποίησε κάπως. Όμως σας το είχα πει, θυμάστε; Ο James θέλει να πηγαίνει με όποια κοπέλα έχει κάνει σεξ ο Lucas! Ήταν εκεί! Από το δεύτερο κιόλας κεφάλαιο σας είχα προειδοποιήσει γι'αυτό! Ξέρω επίσης πως μετά από αυτό το κεφάλαιο πολλοί θα εγκαταλείψουν το βιβλίο.
Ούτε σας αδικώ, ούτε σας κρατώ κακία ή κάτι. Το θεωρώ κάπως λογικό.
Τι πιστεύετε ότι θα γίνει στο επόμενο;
Αυτααα.
Αν σας άρεσε το κεφάλαιο ψηφίστε και σχολιάστε.
Αντιιιιοοοοοοςςς🥰🍟.
-Δέσπ.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro