66. Άρρωστη κατάσταση.
~Κι είναι αλήθεια ότι έχω μεγαλώσει,
δεύτερη αλήθεια πως πολλά μ' έχουν πληγώσει
κι αναρωτιέμαι ένα τέλος ποιος θα δώσει
σ' αυτή την τρέλα που πεθαίνω κι όμως ζω.
Άρρωστη κατάσταση ζούμε
χώρια και μαζί δε μπορούμε
χάσαμε πολλά, τι να βρούμε;
Έχω τρελαθεί!
Άρρωστη κατάσταση κι όμως
θύμα και μαζί δολοφόνος,
της αγάπης μίλησε ο νόμος
πάμε κι όπου βγει!
Άρρωστη κατάσταση πες μου
πώς θα βρεις χαρά στις πληγές μου;
Δε θα φτάσουν χίλιες ζωές μου
για να γιατρευτώ!
Κι όμως όπως τρέχει το αίμα,
τρέχεις στο καυτό μου το δέρμα
κι αφού ψάχνεις τόσο ένα τέρμα
πέφτω στο κενό.
Πλάι σου κι εγώ!~
•Τραγουδοποιοί: Αλέξανδρος Ελευθεριάδης/ Νίκος Απέργης.
Σεπτέμβριος του 2021.
Με κράτησες, όσο μπορούσες, μακριά από όλα αυτά.
Έκανες τα αδύνατα-δυνατά για να μην μπλέξω στις μαλακίες σου, ωστόσο σε παράκουσα. Και πίστεψε με, το μετάνιωσα πικρά. Θα έλεγε κανείς πως προσπαθούσα να καταλάβω γιατί. Γιατί να το κάνεις αυτό; Για ποιο λόγο να βουτήξεις τόσο βαθιά σε αυτή την άσπρη θάλασσα; Μας έκανε κακό, αγάπη μου. Τόσο κακό...
Παρόλα αυτά, και παρά τη σκληρή προσπάθεια σου, με έφερες αντιμέτωπη με τον μεγαλύτερο εθισμό, τον πιο βλαβερό για την υγεία μου: εσένα.
Και θα ήμουν ψεύτρα αν έλεγα πως με ανάγκασες εσύ, ή κάποιος άλλος, γιατί από την πρώτη κιόλας στιγμή στάθηκα μπροστά σου και με το βλέμμα μου σου ζητούσα να με δέσεις κοντά σου. Να μη με αφήσεις ποτέ να φύγω!
Ήταν πάνω από μένα! Η γαζία, το χαμόγελο σου, το παρατσούκλι που μου είχες δώσει, ακόμα και το άγγιγμα σου! Όλα αυτά μαζί ήταν ένας συνδυασμός... θανατηφόρος.
Μεγάλωσα τόσο πολύ αυτόν τον ένα χρόνο, Lucas. Μεγάλωσα και δεν το κατάλαβε κανείς! Και ναι, σας κατηγορώ όλους γι'αυτό, παρόλο που είπα πως δεν θα το κάνω! Έναν προς έναν σας κατηγορώ... Μεγάλωσα και απλά μια μέρα δεν ήμουν πια αυτή που γνώρισες.
Πόνεσα, έκλαψα, γαντζώθηκα από πάνω σου σαν να ήσουν μια σανίδα σωτηρίας μέσα στη φουρτουνιασμένη θάλασσα, αγνοώντας πως ο πραγματικός κίνδυνος είσαι εσύ. Καμπανάκια, θαυμαστικά, αγνοούσα τα πάντα! Οτιδήποτε μου έδειχνε πως δεν ήσουν για μένα, έκανα πως δεν το έβλεπα. Και το ήξερα· το ήξερα τόσο καλά.
Οι μήνες περνούσαν όπως πάντα. Οι εποχές άλλαζαν, ο κόσμος χαιρόταν, γελούσε, ζούσε. Τίποτα δεν μπορούσε να σταματήσει τη ζωή. Λες κι εγώ δεν υπέφερα, λες και όλα κυλούσαν ομαλά, όμως συνέχιζα να μην αναγνωρίζω την κοπέλα στον καθρέφτη.
Γέλασα πολύ, ευτύχησα άλλο τόσο. Πέταξα ψηλά με τα φτερά του έρωτα μας, ξεχνώντας πως τα φτερά μου ήταν κέρινα και, σαν τον Ίκαρο, έπεσα στη θάλασσα σιωπηλά, μα, δυστυχώς, συνέχισα να μεγαλώνω.
Διψούσα. Διψούσα τόσο πολύ για το πάθος, το δυνατό, το έντονο. Αυτό που θα κάνει την καρδιά μου να χτυπήσει σαν τρελή. Το ζητούσα όπως ο αφυδατωμένος το νερό στην έρημο, σαν κάποιον που περπατούσε για ώρες ξυπόλητος στην καυτή άμμο. Αλλά μεγάλωσα. Και δεν διψάω πια.
Δεν θέλω άλλο. Δεν μπορώ. Με ακούς; Δεν μπορώ... Κουράστηκα! Νιώθω μικρή μπροστά σε όλα αυτά...πονάει η ψυχή μου, Lucas! Ορισμένες φορές νιώθω πως έχω εξαϋλωθεί, αλλά ο πόνος μου αποδεικνύει καθημερινά το αντίθετο.
Και το χειρότερο είναι ότι δεν μπορώ να φύγω μακριά σου. Νιώθω πως είσαι το ναρκωτικό μου. Τσιγάρα, χάπια, ποτό, φαγητό και εγώ εθίστηκα σε σένα. Αλήθεια, δεν ξέρω τι είναι προτιμότερο.
Ακόμα και τώρα όμως, δεν μπορώ να καταλάβω εντελώς πώς δουλεύει το μεταξύ μας. Είναι τόσο πολύπλοκο, αλλά στο μυαλό μου κάπως, με κάποιο τρόπο βγάζει νόημα.
Κάθε φορά όταν είμαι μακριά σου νιώθω πως έχω απεξαρτηθεί εντελώς, πως έχω καθαρίσει. Όμως όταν οι καταστάσεις σε φέρνουν κοντά μου, αρχικά νομίζω πως είμαι δυνατή και αρνούμαι να πέσω ξανά, μα η χαρά κρατάει λίγο, γιατί έπειτα σε μία στιγμή αδυναμίας μου αφήνομαι πάλι και σε χρειάζομαι τόσο, μα τόσο γαμημένα πολύ.
Και υποκύπτω πάντα.
Ακόμα και τώρα. Ξανά και ξανά και ξανά. Κάθε μέρα όλο και περισσότερο.
Ακούς; Υποκύπτω.
Πάντα θα υποκύπτω.
Πίσω.
Απρίλιος του 2021.
Αυγή.
Κοιτάω τη φωτογραφία που ανέβασε η Αλεξάνδρα με νοσταλγία. Φαίνομαι τόσο ανέμελη, τόσο ήρεμη και χαρούμενη. Ψάχνω μανιωδώς κάτι που να μου θυμίζει εμένα τώρα, μα δεν υπάρχει. Τίποτα. Ούτε καν το γυμνασμένο κορμί μου που έχει αρχίσει να χαλαρώνει κάπως. Έχω πάρει και μερικά κιλά. Όχι πολλά, αλλά εγώ το βλέπω.
Ξεφυσάω. Γεμάτη ενοχές, μα χωρίς να έχω μετανιώσει γι'αυτό που έκανα, πατάω διαγραφή και η φωτογραφία εξαφανίζεται από το προφίλ μου. Αφήνω μια βαθιά ανάσα και ξαπλώνω στο κρεβάτι με το κινητό ακουμπισμένο στο στήθος μου. Κλείνω τα βλέφαρα μου. Η ώρα είναι μόλις έξι το απόγευμα. Η μαμά μου στο δίπλα δωμάτιο δουλεύει κάτι σχέδια για το σχολείο, όπως μου ανακοίνωσε, δίπλα στην κούνια της Ειρήνης. Δεν ξέρω καν πώς προέκυψε αυτό, αλλά δεν έδωσα και ιδιαίτερη σημασία.
Πρέπει να έχουν περάσει δέκα λεπτά όταν ένα μήνυμα μου τραβά την προσοχή. Ο Lucas. Είναι, λέει, από κάτω στην πίσω αυλή και θέλει να βγω. Σφραγίζω ξανά τα μάτια μου και αναστενάζω. Ύστερα από ένα λεπτό σηκώνομαι και, όσο πιο αθόρυβα μπορώ, κατεβαίνω στην κουζίνα κι από εκεί βγαίνω στην πίσω αυλή που αν είχε στόμα να μιλήσει θα με είχε κάψει. Τον βλέπω να στηρίζεται σε μια από τις καρέκλες μπαμπού με το τσιγάρο να χαϊδεύει τις άκρες των χειλιών του.
«Γειά.» ξεροβήχει. Ρουφάει μια τζούρα από το τσιγάρο του και κρατάει για λίγο την ανάσα του. Καταπίνω αργά και περνάω μια τούφα πίσω από το αυτί μου, ρίχνοντας τα μάτια μου στις παντόφλες μου.
«Γειά.» με το ζόρι ακούγομαι. Κάνει ένα βήμα πιο κοντά μου. Φυσάει τον καπνό τη στιγμή που η καρδιά μου αυξάνει χτύπους στην απόσταση μας που ολοένα και μικραίνει. Αρνούμαι να τον κοιτάξω, μα δεν πτοείται.
«Γιατί διέγραψες την φωτογραφία;» μπαίνει απευθείας στο ψητό χωρίς να χάσει χρόνο και ακούγεται ενενήντα φορές πιο ήρεμος από πριν. Θέλω να πιστεύω ότι αυτό δεν οφείλεται στο γεγονός ότι όντως τελικά διέγραψα την ηλίθια φωτογραφία. Οπότε, δίχως ντροπή, σηκώνω το κεφάλι μου και ενώνω το βλέμμα μου με το μαύρο δικό του. Και χάνομαι· χάνομαι τόσο πολύ.
Γιατί ζήτησα από τον James να μου δώσει κοκαΐνη και ντρέπομαι τόσο πολύ που το έκανα, μα κυρίως ντρέπομαι που δεν το μετάνιωσα.
«Γιατί είμαστε ζευγάρι και τα ζευγάρια κάνουν υποχωρήσεις. Εγώ αυτό ξέρω.» ψεύδομαι. Ξέρω ότι είναι λάθος αυτό που κάνω και υπάρχει μια φωνή μέσα μου που μου ουρλιάζει να του πω την αλήθεια, να του παραδεχτώ τι είπα στον James και να με αποτρέψει από το να κάνω αυτή τη βλακεία που ετοιμάζομαι να κάνω. Όμως κάτι τέτοιο δε συμβαίνει ποτέ, κι αυτό γιατί την ίδια στιγμή στο μυαλό μου σκάει η φωνή του να φωνάζει σαν τρελός ότι δεν τον καταλαβαίνω.
Στα λόγια μου το βλέμμα του μαλακώνει απευθείας και για λίγο απλώς με κοιτάει. Παίρνει μια τελευταία τζούρα από το τσιγάρο του, λίγο πριν το σβήσει στο πακέτο του το οποίο το φυλάσσει στην τσέπη του. Κλείνει την απόσταση ανάμεσα μας και με τα δάχτυλα του χαϊδεύει το πρόσωπο μου. Παίρνει μια βαθιά ανάσα.
«Φέρθηκα σαν μαλάκας.» παραδέχεται ψιθυριστά. Κάτι μέσα μου σπάει. Η καρδιά μου βουλιάζει στο στήθος μου και η κούραση γίνεται αβάσταχτη πια στην ψυχή μου. Ρουφάω τη μύτη μου χωρίς να σπάσω την οπτική επαφή και για λίγο αναρωτιέμαι πώς αντέχω να τον κοιτάω χωρίς να του τα ξεφουρνίζω όλα. Τρίβει τα χείλη του στο μέτωπο μου.
«Φέρθηκες.» επιβεβαιώνω. Η χροιά μου είναι σταθερή, μα εγώ γιατί νιώθω σπασμένη;
«Δεν ξέρω τι μ' έπιασε, αλήθεια. Απλώς είδα τη φωτογραφία και τρελάθηκα. Δεν θα σου απαγόρευα ποτέ να βάλεις κάτι που κολακεύει το κορμί σου, ή να ανεβάσεις μια απλή φωτογραφία επειδή φοράς μαγιό. Δεν είμαι τέτοιος...» προσπαθεί να με πείσει και, για κάποιο λόγο, ανακαλύπτω πως το ξέρω ήδη. Η παραδοχή του, ωστόσο, με κάνει να νιώσω ακόμα πιο ελεεινή απ' όσο ήδη αισθάνομαι.
«Σταμάτα!» μοιάζει με απαίτηση, αλλά ο τόνος μου που κατεβαίνει απότομα του δείχνει ξεκάθαρα πως τον εκλιπαρώ. Διστακτικά, περνάω τα χέρια μου γύρω από το λαιμό του και τεντώνομαι για να ενώσω το μέτωπο μου με το δικό του. Όλο χάλια τα κάνω κι αυτό είναι κάτι που με αρρωσταίνει.
Χωρίς να χάσει χρόνο, σκύβει αργά και αγκαλιάζει τα χείλη μου με τα δικά του. Το φιλί του είναι όμορφο και γλυκό κι ανακουφιστικό, μα οι τύψεις μέσα μου μεγαλώνουν και χορεύουν σαν τρελές. Γαντζώνομαι από πάνω του όσο περισσότερο μπορώ και σπρώχνω τη γλώσσα μου στο στόμα του. Βογγάω όταν σφίξει τα οπίσθια μου και τα πόδια μου τρέμουν.
Συγγνώμη, Lucas μου.
Θέλω μόνο να καταλάβω πώς νιώθεις.
(...)
Καθόμαστε σε μια από τις άδειες τάξεις του υπογείου συζητώντας αδιάφορα. Είναι Δευτέρα, πέντε Απριλίου. Κανονικά τώρα έχουμε ιστορία, μα η Ιωάννου αρρώστησε οπότε εμείς έχουμε δίωρο κενό. Η πρώτη λυκείου λείπει εκδρομή και στο υπόγειο δεν υπάρχει ζώσα ψυχή, οπότε μας έκατσε πάρα πολύ τίμια. Πίνω μια γουλιά από το χυμό μήλο-πορτοκάλι-καρότο και κοιτάω το κενό, όσο η Εύη παίζει σιγανά ένα τραγούδι της Billie Eilish στην κιθάρα. Ο Λευτέρης χαζεύει στο κινητό του και φαίνεται να απολαμβάνουμε και οι τρεις αυτή την ηρεμία.
«Νυστάζω.» ακούγεται η φωνή της σε μια άκυρη στιγμή και μειδιάζω ελαφρά όταν αφήσει την κιθάρα στο θρανίο και σηκωθεί όρθια. Είμαι σίγουρη ότι θα επισκεφτεί το κυλικείο πολύ άμεσα.
«Πάω να πάρω καφέ!» με επιβεβαιώνει ούτε ένα λεπτό μετά και αφήνω ένα γελάκι.
«Κάτσε, θα έρθω κι εγώ!» σηκώνεται βιαστικά από τη θέση του και τεντώνει το δίμετρο κορμί του. Περνάει τα χέρια του μέσα από τα ξανθά μαλλιά του και τρίβει τα βλέφαρά του λίγο πριν με κοιτάξει.
«Αυγή θα έρθεις;»
«Μπα.» πίνω λίγο ακόμα από το χυμό.
«Βολεύτηκα εδώ.» παραδέχομαι χουχουλιάζοντας περισσότερο μέσα στην μαύρη ζακέτα μου, δίνοντας τους το πιο αθώο χαμόγελο που έχω. Γελούν στην απάντηση μου κι ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα φεύγουν από την μεγάλη αίθουσα.
Τα μάτια μου καρφώνονται αμέσως στη μαύρη κιθάρα και φλερτάρω απροκάλυπτα μαζί της. Για λίγο αναρωτιέμαι πόσο καιρό έχω να τραγουδήσω, ή να παίξω μουσική, όμως απάντηση δεν βρίσκω. Στην Ελλάδα, πάντως, το έκανα κάθε μέρα. Περνάω τη γλώσσα μου πάνω από τα χείλη μου και ανασηκώνομαι ώστε να πιάσω το μουσικό όργανο.
Για λίγο μόνο την κρατάω. Η αίσθηση είναι πολύ περίεργη, λες και είναι κάτι που έχω χρόνια ολόκληρα να κάνω, ή κάτι που δεν έχω κάνει ποτέ ξανά. Χαϊδεύω τις χορδές απαλά και ούτε που καταλαβαίνω πότε παίζω την εισαγωγή του τραγουδιού. Η καρδιά μου φτερουγίζει κι ένα μούδιασμα με καλύπτει.
«Έχει πανσέληνο ξανά. Ματώνει το φεγγάρι, στην άδεια νύχτα μου καημοί στο μαξιλάρι. Τ' αστέρια πέφτουνε ψηλά, μα τι ευχή να κάνω; Χάνει την πίστη η καρδιά στον πόνο πάνω...» κάνω μια παύση. Παίρνω μια βαθιά ανάσα. Τώρα παίζω με περισσότερο πάθος. Τα δάχτυλα μου έχουν πάρει φωτιά. Δεν σταματούν.
«Θεέ μου, πώς αργούν τα ξημερώματα, τα χρώματα... Οι αναμνήσεις γίναν στα χαλάσματα, φαντάσματα!» τα μάτια μου κλείνουν και δυο μορφές έρχονται στο μυαλό μου. Με πονούν και οι δυο τρομερά πολύ.
«Χάνομαι κι εσύ απλά κοιτάς! Θέλω να γυρίσεις πάλι στης καρδιάς μου τ' ακρογιάλι! Χάνομαι κι εσύ δεν με πονάς, βάζεις παύλα και τέλεια, η ζωή μου τρικυμία! Χάνομαι...στ' άγρια νερά.» η φωνή μου ακούγεται τόσο ξένη. Τόσο μη δική μου. Μπορώ να ακούσω μέσα σε αυτή τη φωνή πόνο, λυγμούς, ψέματα και τύψεις. Η φωνή μου ποτέ δεν ήταν έτσι.
«Χάνομαι κι εσύ απλά κοιτάς! Γύρνα πίσω και ορκίσου πως θα είμαι η ζωή σου. Χάνομαι...» σταματάω για μερικά δευτερόλεπτα. Τα μάτια μου θολώνουν και οι ανάσες μου γίνονται όλο και πιο βαθιές. Το παθαίνω συνέχεια αυτόν τον καιρό. Παρόλα αυτά, δεν δακρύζω. Δεν μου το επιτρέπω. Έχω κλάψει ήδη πολύ.
«που δεν μ' αγαπάς...» καταλήγω.
Εγώ δεν ήμουν ποτέ έτσι.
Όταν σταματήσω, περίπου τρία λεπτά μετά, η αίθουσα βυθίζεται απότομα στη σιωπή. Κρατάω την κιθάρα ακόμα στην αγκαλιά μου και τα χέρια μου τρέμουν ελαφρά. Θέλω τόσο πολύ ένα διάλειμμα. Ίσως ακόμα ένα ταξίδι στην Ελλάδα. Να είμαι μόνο με την Αλεξάνδρα... Αλήθεια, δεν θέλω τίποτα άλλο. Λίγες μέρες μαζί της και θα γίνω καλά, σωστά;
«Αυτό το κορίτσι είναι όλο εκπλήξεις!» η φωνή του Λευτέρη με κάνει να τιναχτώ. Γυρίζω να τους κοιτάξω ξαφνιασμένη και έρχομαι αντιμέτωπη με τα παιχνιδιάρικα βλέμματα τους. Στέκονται στην πόρτα. Ένα ενοχικό χαμόγελο απλώνεται στο πρόσωπο μου.
«Δεν είχα ιδέα ότι έπαιζες κιθάρα!» σχολιάζει και δαγκώνω τα χείλη μου αμήχανα.
Αφήνω το μουσικό όργανο πάνω στο θρανίο με αργές κινήσεις και ξεροβήχω, τρίβοντας τις παλάμες μου στο τζιν που φοράω. Καταπίνω αργά. Περνάω μια κόκκινη τούφα πίσω από το αυτί μου και τους κοιτάω όσο πιο αθώα μπορώ.
«Λίγο μόνο.» ψελλίζω ντροπαλά.
«Το ακούσαμε!» με ειρωνεύεται η Εύη κι ύστερα από ένα δευτερόλεπτο ξεσπούν σε τρανταχτά γέλια. Γελάω κι εγώ.
«Αυτό που κάθε φορά που ξεχνάμε κάτι από την αίθουσα και γυρίζουμε για να το πάρουμε ανακαλύπτουμε και από κάτι, πραγματικά, με ξεπερνάει!» σχολιάζει ανασηκώνοντας τα φρύδια πονηρά και ο Λευτέρης γελάει πιο δυνατά απ' όλους.
Χαμογελάω κι άλλο στην χαρούμενη και ήρεμη όψη του. Το περιστατικό με τα λουλούδια φαντάζει πια απίστευτα μακρινό και αστείο. Έχει αρχίσει πια να με ξεπερνάει για τα καλά και είναι κάτι που με χαροποιεί ιδιαίτερα. Κυρίως για εκείνον. Είναι απίστευτα καλό παιδί. Του αξίζουν, πραγματικά, τα καλύτερα.
«Είσαι ελεεινή!» της λέει γελώντας ακόμα και το κλίμα που υπάρχει με χαλαρώνει όσο τίποτα άλλο.
Κι εκεί, μέσα σε μια άδεια τάξη, απολαμβάνω μια στιγμιαία ηρεμία.
(...)
«Σίγουρα δεν θες να έρθεις; Θα πάμε στην Debbie μετά την εξέταση. Άκουσα ότι μπορεί να περάσει και ο Aaron!» κρατάει τη μικρή με την καλάθα της, στερεώνοντας βιαστικά την μαύρη τσάντα στον ώμο της. Προσπαθεί να με πείσει, αλλά με αυτά που μου λέει κάνει το ακριβώς αντίθετο. Κουνάω το κεφάλι πολύ αρνητικά και γρήγορα.
«Όχι, ευχαριστώ. Δεν έχω πολύ όρεξη.» κρατώ την ειρωνεία για τον εαυτό μου, αλλά το παρατηρεί. Δεν το σχολιάζει.
«Πώς θα πας;» αλλάζω θέμα και πάνω στην ώρα, μια κόρνα που χτυπάει με κάνει να γυρίσω το κεφάλι ασυναίσθητα προς το παράθυρο με απορία. Η Θάλεια κάνει νόημα σε κάποιον κι έπειτα γυρίζει σε μένα.
«Με τον μπαμπά! Ήθελε να σας δει σήμερα και του είπα ότι θα πάω τη μικρή στον παιδίατρο και προσφέρθηκε να μας πάει αυτός.» μου εξηγεί χτενίζοντας τις μπούκλες της με τα δάχτυλα της. Στα λόγια της ξινίζω και κουνάω το κεφάλι αποδοκιμαστικά. Ασχολίαστο.
«Θα βγεις να του πεις ένα γεια;» χαμογελάει προτρεπτικά και στραβώνω. Δεν την πιστεύω αυτή τη γυναίκα. Αλήθεια δεν την πιστεύω.
«Δεν υπάρχει περίπτωση.» αρνούμαι κατηγορηματικά και κατσουφιάζει, παρόλα αυτά δεν το συνεχίζει.
«Εντάξει, Αυγή μου! Ό,τι θες εσύ!» υποχωρεί. Η κόρνα ακούγεται ξανά και κάνω φιλότιμες προσπάθειες να μη σηκώσω το μεσαίο μου δάχτυλο επιδεικτικά. Του κάνει ξανά νόημα και πιάνει τα κλειδιά της από το μαύρο γυάλινο μπολ δίπλα στην πόρτα.
«Θέλεις αυτή την εβδομάδα να πάμε για ψώνια; Έχουμε καιρό να κάνουμε κάτι μαζί!» προτείνει με παράπονο. Το βλέμμα μου είναι καρφωμένο στο κινητό μου. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και δαγκώνομαι.
«Μπα, βαριέμαι!» απορρίπτω βιαστικά την πρόταση της την ίδια στιγμή που ο James μου στέλνει μήνυμα πως είναι απ' έξω, γεγονός που με αγχώνει τραγικά πολύ. Ευτυχώς που του είπα να έρθει από την πίσω αυλή· θα είχαμε πολλά δράματα τώρα.
«Εντάξει.» μπορώ με ευκολία την απογοήτευση στη χροιά της, μα μέσα στο άγχος μου δεν δίνω τόση σημασία. Δεν της απαντώ. Στέλνω μήνυμα στον φίλο του αγοριού μου να περιμένει εκεί.
«Θα τα πούμε μετά. Να προσέχεις!» φεύγει από το σπίτι βιαστικά μέσα σε λιγότερο από ένα λεπτό κι ανασαίνω βαθιά, ελαφρώς πιο ήρεμη.
Σηκώνομαι και μεταφέρω το κορμί μου στην κουζίνα με γρήγορα βήματα και, πριν ανοίξω την πόρτα, παίρνω μια βαθιά ανάσα. Βάζω σίγαση στις φωνές που μου ουρλιάζουν να κόψω τις μαλακίες και να μην ανοίξω ποτέ την ηλίθια πόρτα και τελικά, του ανοίγω. Το ευγενικό του μειδίαμα με κάνει να αναρωτηθώ αν είναι ο ίδιος άνθρωπος που προσπαθούσε να με στριμώξει στον καναπέ του Lucas.
«Μπες.» του κάνω νόημα με το κεφάλι να περάσει μπροστά και υπακούει χαζεύοντας το χώρο της κουζίνας κι αργότερα του σαλονιού, σμίγωντας τα φρύδια. Για ένα δευτερόλεπτο πέφτω στην παγίδα να κοιτάξω κι εγώ τους τοίχους μου, παρόλα αυτά δεν δίνω περαιτέρω σημασία.
«Στο δωμάτιο μου θα ανέβουμε, έλα!» τον χτυπάω απαλά στον ώμο και ανεβαίνουμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε στον όροφο.
Παραδόξως είναι ήσυχος και καθόλου με ενοχλεί, οπότε όταν μπούμε πια στο ευρύχωρο δωμάτιο μου και κλείσω πίσω μου την πόρτα το άγχος μου μειώνεται αρκετά. Φέρνω το μαύρο σκαμπό που βόλεψα πίσω από το αρμόνιο και κάθεται πριν του το πω. Εγώ από την άλλη, στέκομαι νευρικά όρθια μπροστά του, παρατηρώντας τον να βγάζει από την τσάντα του ένα μικρό σακουλάκι με μια κάποια ποσότητα σκόνης. Μου κόβονται τα πόδια.
«Αν το έχεις μετανιώσει-» καταλαβαίνει το δισταγμό μου και επιχειρεί να μου πει πως αν θέλω το ακυρώνω.
«Δεν έχω μετανιώσει!» τον διακόπτω με κοφτή φωνή. Παλουκώνω το σώμα μου στη μαύρη στριφογυριστή καρέκλα και προσεύχομαι να μην έχουν ξεχάσει τίποτα οι δικοί μου, ώστε να μη χρειαστεί να γυρίσουν νωρίτερα ή οτιδήποτε τέτοιο. Τα χέρια μου έχουν ιδρώσει κι αυτός είναι ο λόγος που τα τρίβω με μανία στη γκρι φόρμα μου. Η σύγχυση μου είναι φανερή.
«Αχ, Αυγή!» σηκώνεται από τη θέση του και με πλησιάζει. Στέκεται πίσω μου με μια περίεργη αύρα και αγχώνομαι ξανά. Με τα δάχτυλα του αρχίζει να κάνει μασάζ στους ώμους μου, γεγονός που με τσιτώνει ακόμα περισσότερο. Σκύβει.
«Είσαι τόσο στην τσίτα! Χαλάρωσε και απόλαυσε το!» ψελλίζει στο αυτί μου ερωτικά. Τα χέρια του κατεβαίνουν από τους ώμους, στα μπράτσα μου κι από κει πιο κάτω.
Τινάζομαι από την καρέκλα σαν να με χτύπησε ρεύμα και τον σπρώχνω μακριά μου έξαλλη από το θράσος του. Χάνει απρόσμενα την ισορροπία του και σκοντάφτει στο τέλεια στρωμένο κρεβάτι μου. Παρόλα αυτά δεν πτοείται, γελάει ελαφρά και σηκώνεται ξανά στα πόδια του. Μα τω Θεώ, θα τον σκοτώσω. Αλήθεια!
«Τόλμα να με αγγίξεις ξανά και θα μαζεύεις τα δάχτυλα σου από το πάτωμα με το στόμα! Έγινα κατανοητή;» είμαι ειρωνική και αρκετά επιθετική, μα ούτε που τον αγγίζουν τα λόγια μου.
«Χαλάρωσε λέμε!» σηκώνεται ξανά στα πόδια του. Με πλησιάζει και αναγκάζομαι να κολλήσω στο γραφείο μου. Παλεύω να μην ξεροκαταπιώ και έχω ήδη μετανιώσει που του είπα να έρθει, αλλά καλά να πάθω με τις μαλακίες που κάνω.
«Έλα, εντάξει. Δεν θα σε αγγίξω ξανά. Μόνο αν μου το ζητήσεις!» μου κλείνει το μάτι με νόημα, περνώντας τα χέρια του μέσα από τα σκούρα καστανά μαλλιά του. Στα λόγια του το στομάχι μου γυρίζει σαν τρελό και νιώθω μια ναυτία να με αγκαλιάζει.
Είναι αηδιαστικός.
«Τέλος πάντων.» παίρνω μια βαθιά ανάσα για να μην πω όλα όσα έχω στο μυαλό μου. Κάθομαι ξανά στην καρέκλα.
«Τελείωνε κάτσε κάτω.» προστάζω και δεν φέρνει αντίρρηση.
«Έχεις κανέναν καθρέφτη μικρό; Ξέρεις για το γραφείο.» αναρωτιέται και γνέφω θετικά. Τεντώνω το κορμί μου και πιάνω από το τρίτο ράφι της βιβλιοθήκης μου τον καθρέφτη με το μαύρο πλαστικό γύρω του. Το αφήνω στο γραφείο ελαφρώς μπερδεμένη.
«Υπέθεσα ότι δεν θες να χρησιμοποιήσουμε κάποιο από τα πιάτα σας.» εξηγεί. Αυτή τη φορά κουνάω το κεφάλι αρνητικά πολύ γρήγορα.
«Το φαντάστηκα!» ψελλίζει, ανασηκώνοντας τους ώμους.
Πιάνει το σακουλάκι με την κοκαΐνη και το σκίζει βιαστικά. Αδειάζει μια μικρή ποσότητα και με την ταυτότητα του τη χωρίζει σε τέσσερις ίσες γραμμές. Τα μάτια μου δεν φεύγουν στιγμή από τις κινήσεις του και αισθάνομαι την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή από το άγχος. Τείνει ένα μαύρο μικρό καλαμάκι προς το μέρος μου. Ξεροκαταπίνω και δαγκώνομαι, παρόλα αυτά το παίρνω με χέρια που τρέμουν.
Τι πάω να κάνω;
«Εσύ θα πάρεις μόνο μια γραμμή, εντάξει;» δεν με κοιτάει ούτε λίγο όσο μιλάει. Είναι πολύ απασχολημένος να κοιτάει σαν πεινασμένο σκυλί τη λευκή σκόνη μπροστά του. Κάτι μέσα μου σπάει. Δεν μοιάζει με τον Lucas, αυτός δείχνει πιο...επικίνδυνος. Τρομακτικά επικίνδυνος. Δεν περιμένει απάντηση.
«Έλα!» μου κάνει νόημα με το χέρι του και, αφού κάνει την πρώτη μυτιά, σπρώχνει τον καθρέφτη κοντά μου.
Παίζω αμήχανα με το καλαμάκι ανάμεσα στα δάχτυλα μου, μα εν τέλει το πιάνω σφιχτά με τον αντίχειρα, το δείκτη και τον μέσο. Τα χέρια μου έχω ιδρώσει πάρα πολύ και αυτός είναι ο λόγος που το αριστερό το τρίβω με μανία στο παντελόνι μου. Η κάτω άκρη του πλαστικού αγγίζει την αρχή της γραμμής. Σκύβω και, αφήνοντας μια τρεμάμενη ανάσα, τραβάω για πρώτη φορά μια γραμμή κοκαΐνης.
Ένας οξύς πόνος στη ρινική μου κοιλότητα με κάνει να μορφάσω και να σηκωθώ απότομα από την καρέκλα, στέλνοντας τον εαυτό μου λίγα μέτρα από το γραφείο. Το καλαμάκι μου πέφτει από τα χέρια, όσο τρίβω σαν τρελή τη μύτη μου για να ηρεμήσω. Το κάψιμο μεγαλώνει. Τα μάτια μου θολώνουν και χρειάζεται να κάνω αέρα στο πρόσωπο μου για να μην τρέξουν δάκρυα.
«Μη φτερνιστείς!» διατάζει δυνατά γελώντας την ίδια στιγμή που νιώθω ένα μικρό γαργαλητό να με αγκαλιάζει.
«Γαμώτο!» βρίζω και χτυπάω με δύναμη το πόδι μου στο καθαρό πλακάκι. Η αίσθηση αυτή μπορεί να με τρελάνει και μέχρι στιγμής δεν καταλαβαίνω τι σκατά είναι αυτό που αρέσει τόσο στον Lucas, ώστε να νιώθει καλά όταν το κάνει. Φυσάω και ξεφυσάω, όμως το κάψιμο στη μύτη κοντεύει να με βγάλει εκτός εαυτού. Ο άλλος ο ηλίθιος ακόμα γελάει.
«Έλα κάτσε εδώ!» με τραβάει από το χέρι και με προσγειώνει ξανά στην καρέκλα μου. Κουνάω τα πόδια μου νευρικά, ενώ το βλέμμα μου ταξιδεύει παντού στο δωμάτιο σε μια προσπάθεια να μη σκέφτομαι την ενοχλητική αίσθηση.
«Κάτσε πίσω και απόλαυσε το!» επαναλαμβάνει. Με σπρώχνει έτσι ώστε η πλάτη μου ν' αγγίξει την πλάτη της καρέκλας, ενώ ένα δευτερόλεπτο αργότερα μειδιάζει με ικανοποίηση.
Ξεφυσάω και στρέφω το βλέμμα μου στο ταβάνι, περιμένοντας καρτερικά σχεδόν την περιβόητη απόλαυση.
(...)
Τριτοπρόσωπη αφήγηση.
Η μουσική είναι στη διαπασών. Το σπίτι είναι πλημμυρισμένο από τη φωνή της Dua Lipa που μέσα από το "new rules" συμβουλεύει και συμβουλεύεται να μην γυρίσει στον πρώην της. Η Αυγή είναι πλέον μόνη της στο σπίτι και χτυπιέται την τελευταία μια ώρα ασταμάτητα κάνοντας σκοινάκι. Η ενέργεια της έχει χτυπήσει κόκκινο, η καρδιά της χτυπάει στην κυριολεξία πιο δυνατά από ποτέ και κάθε της πρόβλημα μοιάζει πια μικρό και ασήμαντο.
Η κοκαΐνη έκανε δουλειά και τώρα πια μπορεί να καταλάβει τι είναι αυτό που γοητεύει τον αγαπημένο της, ακόμα κι αν δεν καταλαβαίνει πως τώρα άλλος είναι ο λόγος που δεν σταματάει -πιο συγκεκριμένα, που δεν μπορεί να σταματήσει.
Η πόρτα της κουζίνας ανοίγει αργά και ο Lucas, που έχει ήδη χτυπήσει το κουδούνι ένα δεκάλεπτο και έχει γεμίσει το αρχείο κλήσεων της, μπαίνει στο σπίτι διστακτικά ελπίζοντας να μην είναι μέσα οι γονείς της. Η δυνατή μουσική που από πριν ακούει γίνεται όλο και πιο δυνατή, τόσο που τον κάνει να μορφάσει. Για λίγο αναρωτιέται αν της έχει συμβεί κάτι κακό, αγνοώντας πως το κακό έχει αρχίσει μήνες ολόκληρους τώρα.
Ανεβαίνει τις σκάλες βιαστικά και κάπως αγχωμένα και ανοίγει την πόρτα της. Όταν την δει, σώα και αβλαβή, να χτυπιέται ιδρωμένη και χωρίς σταματημό για λίγο σαστίζει. Ανακουφίζεται που είναι εντάξει, όμως καλά δεν του φαίνεται. Παίρνει μια βαθιά ανάσα.
«Αυγή;» παραδόξως, η φωνή του την κόβει από τη γυμναστική και γυρίζει να τον κοιτάξει ξαφνιασμένη μεν, ενθουσιασμένη δε. Χαμογελάει πλατιά.
«ΜΩΡΌ ΜΟΥ!» τρέχει κατά πάνω του και πηδάει στην αγκαλιά του. Εκείνος, κάπως αποπροσανατολισμένος, την πιάνει και της χαμογελάει πίσω πιο διστακτικά. Τον φιλάει δυνατά και με πάθος, πιάνοντας τον απροετοίμαστο. Δεν είναι ποτέ ιδιαίτερα εκδηλωτική.
«Πότε ήρθες; Δεν σε πήρα χαμπάρι!» χαζογελάει στα χέρια του σαν μεθυσμένη, γεγονός που τον ανησυχεί.
«Πριν λίγο. Σε έπαιρνα τηλέφωνο, αλλά..» αφήνει τη φράση του μετέωρη. Παρατηρεί τα μάτια της· οι κόρες έχουν διασταλεί και η καρδιά της που χτυπάει ενάντια στο στερνό του τον τρομάζει. Καμία καρδιά δεν χτυπάει έτσι υπό φυσιολογικές συνθήκες. Παγώνει. Την αφήνει να σταθεί στα πόδια της απότομα.
«Τι πήρες;» ίσα που ακούγεται. Η νευρικότητα της και η δυσκολία της να μείνει ακίνητη τον επιβεβαιώνει. Κάνει ένα βήμα πίσω. Περνάει τα χέρια του μέσα από τα μαλλιά του τρελαμένος.
«ΤΙ ΣΚΑΤΆ ΠΉΡΕΣ;» φωνάζει ασυναίσθητα.
Κάποιος ενημερωμένος (ή και απλά χρήστης) θα καταλάβαινε πως η κοπέλα έχει κάνει χρήση κοκαΐνης, μα ο Lucas δεν θέλει να το δει. Κυρίως γιατί η έφηβη μπροστά του δεν έχει καμία σχέση με την λαμπερή, αθώα και ανέμελη Ελληνίδα που γνώρισε πριν επτά μήνες. Και προσπαθεί σκληρά να πείσει τον εαυτό του πως είναι λάθος, πως η Αυγή του δεν χάνεται. Εθελοτυφλεί.
Μα κάνει λάθος.
Οπότε, όταν του γελάσει ευτυχισμένη και με λάγνο ύφος βγάλει την μπλούζα της, τον αποσυντονίζει για τα καλά. Κάτω από το μωβ κοντομάνικο δεν φοράει τίποτα και το γυμνό της στήθος είναι κάτι παραπάνω από ελκυστικό στα μάτια του. Ξεροκαταπίνει. Τον πλησιάζει και τυλίγει τα χέρια της γύρω από τον αυχένα του. Η σκέψη ότι η μαμά της θα γυρίσει τουλάχιστον σε ένα δίωρο την καθησυχάζει.
«Δεν έχω πάρει τίποτα.» τον κοιτάει στα μάτια. Του λέει ψέματα δίχως ντροπή.
«Τώρα θα πάρω!» υψώνει το φρύδι και πριν προλάβει να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς συμβαίνει, ορμάει στα χείλη του αγγίζοντας με λύσσα το κάτω μέρος του κορμιού του.
Κι εκείνος δεν το ψάχνει περισσότερο. Σαν μαγεμένος, εθισμένος σε αυτή, τη σηκώνει και πάλι, σφίγγοντας όσο πιο πολύ μπορεί το κράτημα του γύρω της. Χωρίς δεύτερες σκέψεις τη ρίχνει στο κρεβάτι, απομακρύνοντας κάθε ύφασμα από πάνω της μέσα σε δευτερόλεπτα, χωρίς να βλέπει πως αυτός ο ελιγμός της δεν κρύβει απλά μια καλή διάθεση. Το ζευγάρι αγνοεί πως έχει χάσει τον έλεγχο.
Η κατάσταση αγγίζει τα όρια του αρρωστημένου. Και η σχέση τους το ίδιο.
Γειά σας κοτοπουλάκια μου!🐥
Τι κάνετε; Πώς είστε;
Ελπίζω καλά!
Πείτε μου τα νέα σας!
Πάμε στο κεφάλαιο;
ΑΠΌΣΠΑΣΜΑ ΤΟΥ 21!
Τι έχετε να πείτε γι'αυτό;
Να, λοιπόν, τι χάρη ζήτησε η Αυγή από τον James. Κι αυτό το κορίτσι πια, μην κάτσει να το σκεφτεί λογικά! Αμέσως να το πάει στα όρια- oohh wait...
Δεν ξέρω για εσάς, αλλά εγώ πιστεύω πως η Αυγή παίζει πολύ καλά το ρόλο της πια και κανένας δεν έχει καταλάβει τίποτα. Τύπου, έκανε κόκα μέσα στο ίδιο της το σπίτι....
Ο James ήρθε με πολύ άγριες διαθέσεις φίλες μου κι αυτό καλό δεν είναι!
Ο Lucas εθελοτυφλεί τόσο πολύ που δεν βλέπει ότι η κοπέλα του έχει ξεφύγει. Κι έπεται και συνέχεια.
Αυτάαααα.
Αν σας άρεσε το κεφάλαιο ψηφίστε και σχολιάστε.
Αντιιιιοοοοοςς🥰🍟.
-Δέσπ.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro