Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

64. Βαριά σώματα.

~Ώσπερ σης εν ιματίω και σκώληξ ξύλω, ούτως λύπη ανδρός βλάπτει καρδίαν.

–Όπως ο σκόρος στα ρούχα και το σκουλήκι στο ξύλο, έτσι και η λύπη του ανθρώπου βλάπτει την καρδιά του.~

•Παλαιά Διαθήκη (Παροιμοίαι ΚΕ', 20).

--------------------------------------------------------------

~Μάρτη που λες,
Μάρτη αμάρτησα για σένα.
Μια Τετάρτη μεσημέρι.
Τις οφειλές
Πάρ' τες να στα 'χω όλα δοσμένα!

Το κορμί τζαμί, ναός, καπνός και εκκλησία.
Μια στιγμή χωρά χαρά,
ζωή και προδοσία!

Κι όταν θα γυρνώ στο χρόνο
ευλόγησε με μόνο.
Να σου πω δε μετανιώνω.
Κι όχι, τις αμαρτίες μου τις πληρώνω
με αίμα και δε μετανιώνω~

•Στίχοι: Ουρανία Πατέλλη.
Μουσική: Alex Sid (από την σειρά "Άγριες Μέλισσες").

Αυγή.

'Περπατάω αργά. Διστακτικά.
Δεν ξέρω πού βρίσκομαι.

Το μέρος είναι σκοτεινό και φοβάμαι. Κοιτάω δεξιά κι αριστερά αγχωμένη, ελπίζοντας να βρω έστω και μια αχτίδα φωτός να με καθοδηγήσει. Το μόνο που βρίσκω, είναι μια πόρτα. Φαίνεται βαριά σαν σιδερένια κι ας είναι από ξύλο. Αγκαλιάζω τον εαυτό μου και τρίβω τα μπράτσα μου. Κάνει κρύο.

Πλησιάζω την πόρτα με την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή. Ουρλιαχτά μου τριβελίζουν τ' αυτιά και αισθάνομαι λες και τις φωνές αυτές εγώ τις ξέρω. Τα πόδια μου τρέμουν. Οι κραυγές αυξάνονται και τα χτυπήματα στην πόρτα γίνονται τόσο δυνατά που μοιάζει λες και θα σπάσει.

Παλεύω να την ανοίξω, μα δεν τα καταφέρνω. Πασχίζω και οι ανάσες μου βαραίνουν. Κλωτσάω και τραβάω και φωνάζω. Δεν ανοίγει ποτέ. Τότε, η πόρτα εξαφανίζεται και μπροστά μου έχω ένα τζάμι πίσω από το οποίο κρύβεται ο μπαμπάς μου. Πισωπατώ και σαστίζω.

Τι κάνει ο μπαμπάς μου εδώ;

Χαμογελάει πικρά κι ενοχικά. Κλαίει. Ο μπαμπάς σπάνια κλαίει... Μοιάζει κουρέλι. Σαν κάποιος να έχει ρουφήξει τη ζωή από μέσα του και τον άφησε απλά ένα άδειο κουφάρι. Στην εικόνα του κλαίω κι εγώ ξαφνικά και σοκάρομαι. Τον μισώ γι'αυτό που έκανε στη μαμά μου, μα δεν μου αρέσει να κλαίει. Αυτός είναι ο λόγος που θυμώνω και το αίμα βράζει στις φλέβες μου.

Ποιος σου το έκανε αυτό, μπαμπά;
Ποιος σε πλήγωσε τόσο;
Εγώ; Εγώ το έκανα;

Συγγνώμη! Συγγνώμη!

Οι φωνές μπαίνουν σε σίγαση και τώρα πια, μπορώ ολοκάθαρα να ακούσω την οικεία και τρυφερή φωνή του να μου μιλάει, κοιτώντας με απευθείας στα μάτια:

«Σ' αγαπάω πολύ, Αυγή μου! Είσαι η ζωή μου, κοριτσάκι μου! Γιατί μου το κάνεις αυτό;» η χροιά του σπάει περισσότερο. Μου κόβονται τα πόδια.

Το τζάμι εξαφανίζεται, το έδαφος χάνεται και έχω να αντιμετωπίσω ένα ατελείωτο κενό που με κάνει να πονάω. Όσο πέφτω, μπορώ να με ακούσω να ουρλιάζω με μια κραυγή απόκοσμη που τσακίζει τα σωθικά μου. Χάνομαι κι ακόμα απορώ.

Γιατί έκλαιγες μπαμπά;
Τι σου έκανα;'

Τα μάτια μου ανοίγουν απότομα. Η καρδιά μου χτυπάει πολύ δυνατά και μόνο όταν έρθω αντιμέτωπη με το λευκό μου ταβάνι συνειδητοποιώ ότι όλο αυτό ήταν ένας εφιάλτης. Χαλαρώνω στιγμιαία κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή, η Ειρήνη βάζει τα κλάματα κι αρχίζει να τσιρίζει. Μορφάζω κουρασμένη.

Όχι πάλι.

Κουκουλώνομαι κι εύχομαι να μην την ακούω, τουλάχιστον όχι τόσο δυνατά. Δυστυχώς την ίδια στιγμή το ξυπνητήρι μου γεμίζει το χώρο του δωματίου μου και κλαψουρίζω. Πέντε μέρες τώρα η ίδια ιστορία! Και κάθε φορά κοιμάται όλο και πιο αργά και ξυπνάει όλο και πιο νωρίς και μου λείπει ήδη η εποχή που ήταν στην κοιλιά της μαμάς μας και κλωτσούσε για να δηλώσει την παρουσία της!

Παρόλα αυτά, η μικρή μου αδερφή φαίνεται πως έχει πολύ δυνατά πνευμόνια, πολύ δυνατή φωνή και πολύ δυνατά πόδια με τα οποία χορεύει ασταμάτητα μαλεβιζιώτη πάνω στα νεύρα μου! Τραβάω με φόρα τα σκεπάσματα από πάνω μου και ρουθουνίζω. Έχω ακούσει πολλά μωρά να κλαίνε, κανένα δεν έκανε έτσι! Για να μη σχολιάσω το γεγονός ότι εγώ ήμουν πάρα πολύ ήρεμο μωράκι!

Πατάω στα πόδια μου, όμως όλα μαυρίζουν για λίγο γύρω μου και χρειάζεται να στηριχτώ στον τοίχο. Όταν συνέλθω, περπατάω βιαστικά μέχρι το δωμάτιο της, απέναντι από αυτό της μαμάς μου, αλλά μέχρι να φτάσω έχει ήδη σταματήσει. Κι αυτό γιατί όταν μπω μέσα, βρίσκω τη μαμά μου να θηλάζει χαϊδεύοντας το μάγουλο της αδερφής μου όσο της τραγουδάει ό,τι και σε μένα, παρόλο που εγώ δεν έχω "γαλάζιο βλέμμα". Είναι πολύ κουρασμένη και φαίνεται, μα το χαμόγελο της λάμπει.

Η καρδιά μου βουλιάζει στο στήθος μου.
Δεν με έχω συγχωρήσει ακόμα που όσο εκείνη γεννούσε, εγώ έκανα σεξ υπό την επήρεια χόρτου.

«...θα κεντήσω πάνω στο δίκοπό σου λάζο, το βλέμμα σου το καθαρό, αυτό το βλέμμα το γαλάζιο! Που δε χορταίνω να θωρώ...» κάνει μια παύση και παίρνει μια βαθιά ανάσα. Το βρέφος την κοιτάει με προσοχή, παρά το γεγονός ότι η όραση της είναι ακόμα πολύ θολή.
«...μωράκι μου...μωράκι μου, μωράκι μου να σε χαρώ!» η απαλή της φωνή σε συνδυασμό με αυτή την εικόνα κάνει τα νεύρα μου σκόνη και για μερικά δευτερόλεπτα νιώθω ότι θα με πάρουν τα κλάματα.

Τι έπαθα τώρα;

Όταν με πάρει είδηση, μου χαμογελάει και μου κάνει νόημα να πλησιάσω. Υπακούω και κάθομαι στο καθαρό πλακάκι δίπλα της. Τα μάτια μου είναι καρφωμένα στο μωρό που ρουφάει πεινασμένα γάλα από το στήθος της μητέρας μας. Τα ματάκια της λάμπουν και είναι στ' αλήθεια πολύ όμορφα, αλλά μου θυμίζουν τόσο πολύ εκείνον που με κάνει να πονάω.

«Δεν είναι πανέμορφη;» ψελλίζει κάτω από την ανάσα της, χωρίς να πάρει το βλέμμα της από τη μικρή. Γνέφω θετικά με χαμόγελο. Είναι όντως πανέμορφη.
«Συγγνώμη που σε ξυπνήσαμε.» ζητάει και στριφογυρίζω τα μάτια.

«Μαμά, κόψε τις μαλακίες.» γελάω πνιχτά. Ωστόσο, εκείνη τη στιγμή παρατηρώ πως, έτσι όπως τα δάχτυλα της αδερφής μου κρατούν το στήθος της Θάλειας, ο μέσος είναι κάτι παραπάνω από σηκωμένος. Σαστίζω.
«Συγγνώμη, μας κάνει κωλοδάχτυλο;» η φωνή μου ανεβαίνει αισθητά κι ύστερα από ένα λεπτό η λεχώνα ξεσπάει σε τρανταχτά γέλια.

«Νομίζω πως ναι!» συμφωνεί μαζί μου. Σουφρώνω τα χείλη. Μας δείχνει το κορίτσι από μικρό ότι δεν μας συμπαθεί!
«Δεν πας να ετοιμαστείς; Θα αργήσεις στο σχολείο!» υπενθυμίζει αφήνοντας ένα χασμουρητό. Αφού χασμουρηθώ κι εγώ, λες και είναι κολλητικό, τεντώνω το κορμί μου και αναστενάζω.

«Ναι, ναι! Πάω.» ψελλίζω, σηκώνοντας το σώμα μου από το πάτωμα και της αφήνω ένα φιλί στο μάγουλο. Περπατάω με άνεση μέχρι την πόρτα κι όταν τελικά μπω στο μπάνιο, κλείνω την πόρτα πίσω μου και στηρίζω το μέτωπο μου στο κρύο ξύλο. Ανασαίνω βαθιά, ελαφρώς επηρεασμένη ακόμα από τον γνωστό εφιάλτη.

Τι ήταν πάλι αυτό;

(...)

«Κουράστηκα! Δεν θέλω άλλο! Δεν μπορώ!» γκρινιάζει η διπλανή μου με παράπονο, κλείνοντας το ηλίθιο βιβλίο ιστορίας που είναι γίνει ο εφιάλτης της θεωρητικής. Χαμογελάω κουρασμένα και χωρίς όρεξη, σημειώνοντας παράλληλα κάποιες σημαντικές λέξεις από την πολιτική αλλοτρίωση στο σομόν βιβλίο της κοινωνιολογίας, παρόλο που δεν καταλαβαίνω τίποτα εξαιτίας ενός φρικτού πονοκεφάλου. Περνάει τα χέρια της μέσα από τα κοντά μαλλιά της, ενώ βολεύεται καλύτερα στην καρέκλα.
«Τη μισώ αυτή τη χρονιά!» προσθέτει, ξεφυσώντας.

Αφήνω ένα ειρωνικό γελάκι.
Εγώ θα σου πω.

«Δεν έχω ταυτιστεί περισσότερο από αυτή τη φράση.» στη συζήτηση μπαίνει η κοπέλα που κάθεται στο μπροστινό θρανίο, αφήνοντας ένα μουγκρητό.
«Κι αυτή η χρονιά...τον ατέλειωτο έχει! Κάθε μέρα που περνάει είναι και πιο βασανιστική! Τα μαθήματα με πνίγουν πια!» σχολιάζει και για ένα δευτερόλεπτο σκέφτομαι πόσο πολύ θα ήθελα να με πνίγουν τα μαθήματα. Παρόλα αυτά, συνεχίζω να είμαι αμέτοχη.

«Και να 'ταν μόνο αυτό! Εγώ δεν κοιμάμαι καλά τον τελευταίο καιρό και μερικές φορές ξυπνάω με την αίσθηση πως έχω δει κάτι κακό, χωρίς όμως να θυμάμαι τι.» η Εύη έχει πια αφήσει για τα καλά τους αυτόχθονες και τους ετερόχθονες και έχει πιάσει ψιλή κουβέντα με την Αγγελική. Ωστόσο, τα λεγόμενα της με κάνουν να σηκώσω το κεφάλι από τις λέξεις μπροστά μου και επικεντρώνομαι σε εκείνες.

«Κι εγώ βλέπω εφιάλτες.» παραδέχομαι πριν καν το καταλάβω και τους τραβάω την προσοχή. Βλέπω στα βλέμματα τους την απορία. Αγχώνομαι ξαφνικά.
«Δεν θυμάμαι τι, απλά ξέρω ότι είναι εφιάλτες.» ψεύδομαι βιαστικά θέλοντας να διώξω από πάνω μου τα φώτα. Γνέφουν θετικά.

«Αν γενικά κοιμάστε ήρεμα, τότε είναι από το άγχος. Εγώ θα σας πω για εφιάλτες και όνειρα! Έχετε δει εκείνο το meme που είναι ένα ελικόπτερο με πρόσωπο γαϊδάρου να πετάει; Αυτό είναι ότι πιο ήπιο μπορώ να δω!» στην απόγνωση της γελάμε ελαφρά, ωστόσο, λες και είναι κολλητικό, μια κοπέλα στην άλλη μέρα της αίθουσας, η Ναυσικά, αρχίζει να γελάει πάλι σαν υστερική κάνοντας τον πονοκέφαλο μου ακόμα πιο δυνατό. Η Αγγελική αναστενάζει.
«Από το πρωί κάνει έτσι. Μιλάει τσιριχτά και κακαρίζει! Εντάξει το καταλάβαμε, περνάει καλά! Φτάνει τόσο!» σχολιάζει σιγανά απηυδισμένη. Και μπορεί σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή να σκεφτόμουν ότι δεν την συμπαθεί, τώρα απλά συμφωνώ απόλυτα μαζί της. Οπότε, κάνω αυτό που σκέφτομαι από την πρώτη ώρα.

«Ναυσικά;» της τραβάω την προσοχή.
«Μπορείς να χαμηλώσεις λίγο τα ντεσιμπέλ γιατί δεν έχω κοιμηθεί καλά κι έχω πονοκέφαλο;» στο πρόσωπο μου υπάρχει ένα φιλικό-κουρασμένο χαμόγελο και ελπίζω να κάνει αυτό που της ζήτησα, όπως άλλωστε κάναμε κι εμείς όταν μας το ζήτησε. Όσο της μιλάω δεν έχει σταματήσει να γελάει κι ούτε αργότερα σταματάει, μόνο γυρίζει την προσοχή της στην παρέα της με υψωμένο φρύδι, γεγονός που με εκνευρίζει περισσότερο.

«Δεν το πιστεύω ρε φίλε.» μουρμουρίζει η Αγγελική, στερεώνοντας τα στρογγυλά γυαλιά της καλύτερα στο κόκκαλο της μύτης. Η άλλη γελάει ακόμα.

Μαζί της αρχίζω να γελάω κι εγώ νευρικά, μα πιο σιγανά. Οριακά χτυπιέμαι αθόρυβα και γέρνω προς τη διπλανή μου, προκαλώντας και το δικό της γέλιο λίγο πιο συγκρατημένο και κάπως τρομαγμένο. Λογικό, μέχρι πριν λίγα δευτερόλεπτα ήμουν τρομερά υποτονική. Μα τώρα, αισθάνομαι τα νεύρα μου να τεντώνονται σαν κλωστές που είναι έτοιμες να σπάσουν και, πριν καν το καταλάβω, τα βλέφαρα μου θολώνουν. Δακρύζω τη στιγμή που χτυπάει το ενοχλητικό κουδούνι, σηματοδοτώντας τη λήξη του διαλείμματος. Τα κορίτσια σαστίζουν.

«Αυγή, τι-» η Εύη έχει φρικάρει.

«Είμαι καλά, αλήθεια!» σπεύδω να τις καθησυχάσω, σκουπίζοντας τα μάγουλα μου.
«Απλά...απλά δεν κοιμάμαι καλά τώρα τελευταία. Ζορίζομαι κι εγώ πολύ με το διάβασμα και μου έχουν πέσει μαζεμένα και γενικά δεν περνάω καλά και...» κάνω μια παύση. Πνίγω μερικούς λυγμούς και προσπαθώ να φέρω τις ανάσες μου στο κανονικό τους. Δεν είμαι καλά.
«...και μου λείπει πολύ η κολλητή μου!» χαμογελάω πικρά και με κοιτούν με κατανόηση, με δεν μου αρκεί για να ηρεμήσω. Θέλω να ουρλιάξω, να γδάρω το λαιμό μου από τις φωνές! Να χτυπήσω κάτι μέχρι να ματώσουν οι αρθρώσεις μου. Θέλω να το βγάλω από μέσα μου, να κλάψω.

«Έλα ρε! Κι εγώ έτσι ήμουν την πρώτη χρονιά που ήρθα, αλλά εσένα σου έκατσε με τις πανελλελέ...κακό.» σχεδόν μονολογεί η Αγγελική, με τα γκριζοπράσινα μάτια της να μη φεύγουν στιγμή από τη μορφή μου. Πιέζω τον εαυτό μου να της χαμογελάσει λίγο περισσότερο. Είναι καλή κοπέλα. Δεν έχουμε τις ιδιαίτερες σχέσεις, αλλά τη συμπαθώ αρκετά.

«Καλημέρα παιδιά!» πάνω στην ώρα, στην αίθουσα μπαίνει η καθηγήτρια της κοινωνιολογίας φουριόζα, κλείνοντας την πόρτα πίσω της. Όταν αφήσει την τσάντα της και το βιβλίο στην έδρα κάτι μέσα μου φωνάζει να βγω από την αίθουσα. Οπότε, ζητώντας συγγνώμη, σηκώνω το βαρύ μου σώμα από την καρέκλα και τρέχω έξω με την Εύη να με ακολουθεί και την καθηγήτρια να με ρωτάει αν είναι όλα καλά.

Κλωτσάω το πόδι μου στον τοίχο, περνώντας τα χέρια μου μέσα από τα μαλλιά μου. Τα γόνατα μου λυγίζουν και ακουμπούν το πάτωμα τη στιγμή που δεν κρατιέμαι και ξεσπάω σε λυγμούς. Μπορώ να νιώσω την διπλανή μου να σαστίζει και να παλεύει με το μέσα της για το αν πρέπει να με πλησιάσει, κάτι που τελικά κάνει. Αγγίζει την πλάτη μου αργά, τρίβοντας την παρηγορητικά. Το κλάμα μου δεν λέει να σταματήσει, δεν ξέρω τι έχω πάθει.

«Έλα, Αυγή μου!» με βοηθάει να σηκωθώ και μου περνάει μια τούφα από το αυτί.
«Πάμε έξω.» σκουπίζω νευρικά τα δάκρυα μου, περπατώντας μέχρι τον προαύλιο χώρο του σχολείου, στο καπνηστήριο.

Το αεράκι του Μάρτη μου χτυπάει το πρόσωπο και με ανακουφίζει κάπως, ωστόσο το κόκκινο πουλόβερ και το μαύρο παντελόνι μου δεν είναι αρκετό για να με προφυλάξει από τη χαμηλή θερμοκρασία. Καθόμαστε σε ένα από τα παγκάκια και ρουφάω τη μύτη μου. Αφήνω μια βαθιά ανάσα.

«Συγγνώμη γι'αυτό.» απολογούμαι. Η φωνή μου ακούγεται βραχνή λες και είμαι άρρωστη και χρειάζεται να βήξω ελαφρά. Με στραβοκοιτάει.

«Είσαι με τα καλά σου; Δεν έχεις λόγο να ζητάς συγγνώμη!» με μαλώνει ήρεμα.
«Θέλεις να μου μιλήσεις;» δεν με πιέζει, αντίθετα μου δίνει εισιτήριο για να ανοίξω την καρδιά μου κι είναι κάτι που εκτιμώ, ωστόσο και μόνο στη σκέψη των όσων έχουν γίνει αυτούς τους μήνες τα μάτια μου θολώνουν ακόμα περισσότερο. Σκύβω το κεφάλι.

«Τι να σου πω; Όλα σκατά πάνε! Ό,τι υπάρχει στη ζωή μου σιγά-σιγά διαλύεται! Από το πιο μικρό έως το πιο μεγάλο! Από τη μέρα που πάτησα το πόδι μου στη Νέα Υόρκη, σχεδόν συνέχεια κάτι γίνεται!» παραπονιέμαι δικαίως και δεν μιλάει. Περιμένει με υπομονή να συνεχίσω. Ξέρει ότι θα το κάνω.
«Υποτίθεται πως ήρθαμε εδώ για μια καλύτερη ζωή κι έχει γαμηθεί το σύμπαν!» προσθέτω, χτυπώντας το χέρι μου στο παγκάκι.

Κουράστηκα.
Στ' αλήθεια, κουράστηκα.

«Όλα; Ο Lucas; Δεν τα πάτε καλά; Οι γονείς σου απ' όσο μας έχεις πει λατρεύουν ο ένας τον άλλον και τώρα η μαμά σου γέννησε! Δεν γίνεται να πηγαίνουν όλα χάλια!» προσπαθεί να μου αποδείξει ότι είμαι υπερβολική, μα δεν έχει ιδέα πόσο έχουν χαλάσει όλα. Οπότε, γελάω μέσα από το κλάμα μου στα λόγια της, παρά τον αβάσταχτο πόνο που αισθάνομαι στην αναφορά των γονιών μου.

«Εύη, ο Lucas είναι χρόνιος χρήστης ναρκωτικών κι εγώ το ξέρω από την πρώτη στιγμή! Οι γονείς μου παίρνουν διαζύγιο και τη νύχτα που η μαμά μου πάλευε να φέρει στη ζωή την αδερφή μου, εγώ πηδιόμουν υπό την επήρεια μαύρου, αφού πρώτα οριακά απάτησα τον Lucas μ' έναν οικογενειακό φίλο!» ξεφουρνίζω δίχως να το σκεφτώ δεύτερη φορά. Τα μάτια της ανοίγουν διάπλατα και για λίγο πέφτει σιωπή ανάμεσα μας.

Τα είπα πολύ απότομα;

«Ωραία.» σχολιάζει. Παίρνει μια βαθιά ανάσα και προσπαθεί να χωνέψει αυτά που άκουσε. Κλαίω περισσότερο.
«Να τα πάρουμε λίγο με τη σειρά; Χρονολογική κατά προτίμηση!» τραβάει τα μαύρα της μαλλιά κι ύστερα παίζει σοκαρισμένη με τα δαχτυλίδια της. Φαίνεται σαν να προσπαθεί να αστειευτεί, αλλά ξέρω ότι το εννοεί παρόλο που γελάω ελαφρά.

Παίρνω κι εγώ μια βαθιά ανάσα και ετοιμάζομαι να μιλήσω για όλα όσα με βασανίζουν αυτόν τον καιρό, ή τουλάχιστον σχεδόν όλα. Θέλω να τα πω σε κάποιον που δεν έχει ιδέα για τα πρόσωπα που του μιλάω, να μην είναι μέσα στη ζωή μου. Θέλω να μιλήσω σε κάποιον που δεν ξέρει προσωπικά τον μπαμπά μου και θα είναι αντικειμενικός με το τι να κάνω. Κάποιον που δεν έχει λόγο να κακολογήσει τον Lucas. Κάποιον στον οποίον μπορώ να παραδεχτώ τι σκατά συμβαίνει μέσα μου με τον Aaron. Θέλω να τα πω σε κάποιον που είναι έξω από τα προβλήματα μου.

«Ξέρεις πως όταν ήρθα εδώ, ανακάλυψα ότι ο πρώην και η καλύτερη μου φίλη είχαν κρυφή σχέση πίσω από την πλάτη μου και, εντάξει, δεν ήμουν και πολύ καλά. Αλλά αυτό άρχισε να αλλάζει όταν γνώρισα τον Lucas. Θυμάσαι που σας το είχα πει;» αρχίζω. Γνέφει θετικά.
«Με έκανε να νιώθω τόσο...τόσο όμορφα ρε συ! Έκανε την καρδιά μου να χτυπάει τόσο γρήγορα όσο ποτέ άλλοτε και πάνω στον ενθουσιασμό μου δεν σκέφτηκα ότι είναι χρήστης. Και εντάξει, στην αρχή αυτό δεν αποτελούσε πρόβλημα, μέχρι τη στιγμή τουλάχιστον που τον είδα μαστουρωμένο, ή όταν τον είδα να γλείφει την κοκαΐνη από το πάτωμα. Ορκίζομαι, είναι κάτι που ακόμα και σήμερα δεν έχω ξεπεράσει.» παραδέχομαι και ξαφνικά νιώθω πως δεν μπορώ να σταματήσω να μιλάω. Ωστόσο, το ελαφρώς ανοιχτό της στόμα με κάνει να νιώσω λίγο άσχημα.

«Παρόλα αυτά, ξέρεις τι έκανα;» γνέφει αρνητικά. Χαμογελάω πικρά. Αφήνω ένα λυγμό.
«Έσφιξα τα δόντια κι έμεινα στο πλάι του. Υποσχέθηκε ότι θα τα κόψει και μέχρι τον Ιανουάριο αυτό πήγε καλά, μα πάλι τα χάλασε όλα. Ήρθε στην Ελλάδα και έφερε μαζί του κοκαΐνη. Θα σνίφαρε στο δωμάτιο μου, αλλά για κακή του τύχη την βρήκα και του την πήρα. Κι όταν το κατάλαβε, του την έριξα όλη στο πάτωμα και ξέρεις ποια ήταν η κίνηση του;» τα δάκρυα καίνε το δέρμα μου. Με κοιτάει σοβαρή.
«Με έσπρωξε και έσκυψε να την πάρει πάλι από το πάτωμα. Χτύπησα τα πλευρά μου και δεν μου έδωσε την παραμικρή σημασία. Του το συγχώρεσα και πάλι.» ξέρω ότι ακούγεται σαν να τα χτυπάω, μα δεν το κάνω. Ήταν καθαρά επιλογή μου να τα κάνω όλα αυτά, απλά μ' έχει πιάσει το παράπονο.

«Τι λες τώρα...» ψελλίζει άφωνη. Ο αέρας φουντώνει γύρω μας και τα φύλλα του δέντρου πίσω μου κάνουν την πλάτη μου να κρυώνουν. Κουνάω το κεφάλι συγκαταβατικά.

«Και μέσα σε όλα αυτά, αυτός πηδήχτηκε με την υποτιθέμενη κολλητή του για λίγη κόκα! Γι'αυτό χωρίσαμε τότε! ΠΉΔΗΞΕ ΤΗΝ ΜΌΝΗ ΚΟΠΈΛΑ ΠΟΥ ΤΟΥ ΕΊΧΑ ΠΕΙ ΌΤΙ ΔΕΝ ΘΈΛΩ ΚΟΝΤΆ ΤΟΥ!» δεν συγκρατώ τη φωνή μου και φωνάζω την τελευταία πρόταση. Το κλάμα μου δυναμώνει στη θύμηση εκείνης της βραδιάς. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το σπάσιμο που ένιωσα μέσα μου. Ακόμα το νιώθω.
«Τουλάχιστον αυτός ήρθε και μου το είπε...» ρουφάω και πάλι τη μύτη μου μ' ένα νευρικό γέλιο. Η εικόνα της Claire και του Πέτρου χτυπούν σαν τρένο το κεφάλι μου. Νιώθω το αίμα να βράζει κάτω από τις φλέβες μου.

«Τι εννοείς;» σμίγει τα φρύδια μπερδεμένη και σκύβω το κεφάλι για λίγο. Ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα την κοιτάω ξανά.

«Λίγο αφότου τα βρήκα με τον Lucas, η μαμά μου ανακάλυψε πως ο μπαμπάς μου έχει ερωμένη.» πιάνω το δεύτερο και πιο επίπονο θέμα για μένα και η διπλανή μου σφυρίζει αποδοκιμαστικά ασυναίσθητα. Οριακά έχει γουρλώσει τα μάτια της.
«Δεν μπορείς να φανταστείς τι έγινε στο σπίτι. Ακόμα θυμάμαι τις φωνές και τα κλάματα της. Και σαν να μην ήταν ήδη αρκετά όλα αυτά, το ίδιο βράδυ, τη βρήκα να αιμορραγεί στο μπάνιο. Αποκόλληση του πλακούντα είπε η γιατρός. Στάθηκε τυχερή που κατάφερε να το κρατήσει, αλλά εγώ δεν θα συγχωρήσω ποτέ τον άνδρα της που της το έκανε αυτό, γιατί αυτός φταίει!» τονίζω με θυμό το φταίξιμο του και ο πόνος χτυπάει σαν σφυρί το κεφάλι μου.

Δεν ξέρει τι να πει, οπότε απλά κλείνει το χέρι μου στο δικό της και το χαϊδεύει απαλά. Το εκτιμώ που με ακούει, αλήθεια. Έχω μπουχτήσει με όλα αυτά. Με πνίγουν τόσο πολύ.

«Ξέρεις κάτι; Κατηγορώ τον μπαμπά μου ότι δεν της φέρθηκε σωστά, αλλά ούτε κι εγώ το έκανα. Μια φορά με χρειάστηκε. Μια. Κι εγώ δεν σήκωσα το τηλέφωνο. Προτίμησα να συνεχίσω να πηδιέμαι. Βλέπεις, ο μπάφος που ανάγκασα τον Lucas να μου δώσει, έκανε καλή δουλειά στην αναισθησία μου. Την έκανε πιο δυνατή.» σαρκάζω και νιώθω την ανάγκη να με χαστουκίσω. Είμαι ηλίθια.
«Γύρω στις επτά φορές με πήρε ο πατέρας μου κι εγώ από πείσμα τον αγνοούσα. Να πέθαινε ο άνθρωπος και να έπαιρνε για βοήθεια, θα το μάθαινα την επομένη. Είμαι τόσο κακή κόρη!» μπίγω τα νύχια μου στο παντελόνι μου, ξέροντας πόσο αλήθεια είναι αυτό που λέω.

«Όχι!» αναφωνεί αμέσως, κοιτώντας με αυστηρά. Το πιστεύει αυτό.

«Ναι!» επιμένω. Δεν μιλάει.
«Ξέρω κάτι που αν η μαμά μου το μάθει θα τη διαλύσει. Στην αρχή δεν της το έλεγα γιατί ήταν έγκυος, τώρα όμως που είναι λεχώνα αυτό μπορεί να την επηρεάσει πιο αρνητικά απ' ότι σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο ντρέπομαι που δεν της μιλάω...ούτε στα μάτια μπορώ να την κοιτάξω. Στ' αλήθεια, φοβάμαι ότι θα κλαίει για μέρες.» ξεφυσάω, χωρίς όμως να αποκαλύψω τι είναι αυτό που ξέρω και ευτυχώς για μένα δεν με πιέζει να το ξεστομίσω.

«Ναι αλλά αν γελάσει; Όταν της το πεις εννοώ.» διευκρινίζει και πριν καν τελειώσει τη φράση της με πιάνει νευρικό. Παίρνει την απάντηση της.
«Και...το άλλο που είπες; Για τον οικογενειακό φίλο;» τώρα είναι αυτή που αλλάζει θέμα και σκύβω και πάλι το κεφάλι ενοχικά.

«Ο Aaron...» ξεφυσάω.
«Εδώ τον γνώρισα και αυτόν. Συχνάζω στο καφέ που δουλεύει, βέβαια δεν είχαμε συστηθεί ποτέ, μόνο φυσιογνωμικά τον ήξερα. Ώσπου, παραμονή πρωτοχρονιάς ήρθε με τους θείους του στο σπίτι μας να αλλάξουμε όλοι μαζί χρόνο. Είναι...πώς να στο πω, με κάνει να γελάω συνεχώς, ακόμα κι όταν είμαι χάλια! Με τραβάει, ρε παιδί μου, σαν μαγνήτης και δεν μπορώ να το ελέγξω! Παίζει με το μυαλό μου. Όταν είμαι κοντά του νιώθω...νιώθω μια κάψα, μια χαρά! Με κάνει να αισθάνομαι πάρα πολύ όμορφα μ' έναν τρόπο που δεν θα έπρεπε!» νιώθω τόσο χάλια. Κάνω ακριβώς αυτό για το οποίο χώρισα τον Lucas. Σχεδόν τουλάχιστον.

«Αυτό που νιώθεις για εκείνον, είναι πιο δυνατό από αυτό που αισθάνεσαι για τον Lucas;» προσπαθεί να καταλάβει. Σηκώνει τα μανίκια του κρεμ πουλόβερ της μέχρι τους αγκώνες και τρίβει τις παλάμες της στο δερμάτινο μαύρο παντελόνι της. Το βλέμμα της είναι γεμάτο απορία.

«Καμία σχέση.» πνίγω ένα γελάκι.
«Με τον Lucas είμαι ερωτευμένη. Κάνει την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή. Μου χαμογελάει και χάνομαι. Λιώνω κάτω από το άγγιγμα του, μουδιάζω...τον αγαπάω, Εύη. Τον έχω δει στα χειρότερα του και συνεχίζω να είμαι εκεί, τον δέχτηκα σε κάθε λάθος που έκανε κι ας μην τα έχω ξεπεράσει ακόμα μέσα μου. Μου φτάνει απλά να τον βλέπω καλά. Ο Aaron, από την άλλη, μου βάζει φωτιά μόνο που με κοιτάει. Δεν είμαι ερωτευμένη μαζί του και είμαι απόλυτα σίγουρη γι'αυτό, αλλά με καυλώνει χωρίς να κάνει τίποτα! Είναι δίπλα μου και ανατριχιάζω! Τις προάλλες με φίλησε και, παρόλο που τον χαστούκισα, το ήθελα όσο τίποτα άλλο εκείνη τη στιγμή! Καίγομαι· καίγομαι και δεν ξέρω τι να κάνω!» έχω σταματήσει πια να κλαίω.

Παρόλα αυτά, η φωνή μου είναι βραχνή και ο λαιμός μου πονάει φριχτά. Μερικά δάκρυα έχουν ξεραθεί στο πρόσωπο μου και τα μάτια μου πονάνε. Η Εύη μοιάζει σαν να μην πιστεύει όλα αυτά που έχει ακούσει. Και δεν της είπα καν ποια είναι η ερωμένη του Πέτρου, ούτε ότι δεν θέλω να μείνω μόνο στο χόρτο.

«Έχεις σκεφτεί να μιλήσεις σε κάποιον ειδικό; Ολόκληρο ψυχολόγο έχουμε στο σχολείο!» προσπαθεί να με παρακινήσει στο να μιλήσω σε κάποιον που να μπορεί πραγματικά να με βοηθήσει, αλλά αγνοεί μια βασική λεπτομέρεια που ακόμα κι εγώ απορώ πως της έχει ξεφύγει τόσους μήνες. Παίρνω μια βαθιά ανάσα.

«Θα ήταν μια λύση, αν φυσικά ο ψυχολόγος του σχολείου δεν ήταν ο πατέρας μου.» προσπαθώ να αστειευτώ, αλλά τα χείλη της χωρίζουν ξανά στη συνειδητοποίηση.

«Πακέτο.» μονολογεί. Αναστενάζω γεμάτη πίκρα. Εγώ θα σου πω.
«Αφού δεν είσαι καλά, γιατί δεν τον αφήνεις; Γιατί δεν χωρίζεις;» ρωτάει ευθέως, μη καταλαβαίνοντας γιατί μένω. Τρίβω τα χέρια μεταξύ τους, λίγο πριν χαμογελάσω ήρεμα. Τόσο ήρεμα που οριακά τρομάζω εγώ η ίδια.

«Γιατί δεν μπορώ. Δεν θέλω. Το βλέπω ότι το μεταξύ μας είναι πολύ δύσκολο, αλλά δεν με νοιάζει. Ξέρεις, όταν μαλώνουμε και φωνάζει σαν τρελός και δεν παίρνει ανάσα θέλοντας να μου τα πει όλα, αισθάνομαι λες και πληγώνονται οι πνεύμονες μου. Το πιστεύεις;» κάνω μια παύση και σοβαρεύει απότομα.
«Προσπαθώ να κάνω συνεχώς ένα βήμα μπροστά και να αφήσω πίσω μου τα άσχημα, την ίδια στιγμή που εκείνος κάνει βήματα προς τα πίσω σκορπώντας τον εαυτό του μακριά μου: στην κοκαΐνη, στα τσιγάρα...μα ούτε αυτό με νοιάζει. Γιατί όταν με φιλάει, όπου κι αν το κάνει, στο πρόσωπο, στα χείλη, ακόμα και στην πλάτη, τα ξεχνάω όλα. Μ' ακούς; Όλα! Είναι τόσο εύκολο και ταυτόχρονα τόσο δύσκολο, απλά και μόνο γιατί είμαστε εμείς. Λες και λειτουργούμε έτσι. Και μου αρκεί.» με κάθε μου λέξη ένα-ένα τα βαρύ που αισθάνομαι σηκώνονται αργά.

Μα δεν ξέρω αν θα φύγουν, ή αν θα πέσουν ξανά να με πλακώσουν.

«Έχω υποσχεθεί να μην του τα δώσω όλα, να μην χαρίσω όλα όσα έχω μέσα μου, μα το κάνω.» συνεχίζω όταν δεν μιλάει. Φαίνεται ελαφρώς τρομαγμένη από αυτά που λέω, ίσως και εγώ να τρόμαζα -ποιος ξέρει;
«Μα δεν με νοιάζει! Καθόλου! Ας τα πάρει όλα! Όλα! Είναι όλα δικά του έτσι κι αλλιώς και το ξέρω γιατί όταν φεύγει από μένα, νιώθω σαν...σαν να με αφήνει στο πάτωμα να κείτομα παγωμένη, νεκρή. Ντρέπομαι που το παραδέχομαι, αλήθεια! Έπειτα, όμως, επιστρέφει πάλι σε μένα και μου δίνει ζωή! Είναι το δικό μου ναρκωτικό, ο εθισμός μου. Με κοιτάει με αυτά τα μάτια που τη μια λάμπουν όταν με κοιτούν και την άλλη μπλέκονται τόσο όμορφα με τον ήλιοι που με κάνει να αναρωτιέμαι: τι έχω κάνει για να τον αξίζω;» πονάω που τα λέω. Ξέρω ότι αν τον χάσω θα διαλυθώ κι αυτό τρομάζει μέχρι και μένα.

«Αυγή μου...» ψιθυρίζει, στηρίζοντας το μάγουλο της στα χέρια της. Τα μάτια της έχουν κοκκινίσει. Θέλει κάτι να μου πει, μα δεν το κάνει. Σαν να μην μπορεί. Σαν να έχει παγώσει. Ο αέρας έχει πια ηρεμήσει, λες και γαλήνεψε στιγμιαία μαζί με το μέσα μου.

«Μερικές φορές, σκέφτομαι ότι θα προτιμούσα να μην είχαν γίνει όλα αυτά, να μη με αγαπάει. Αλήθεια θα το προτιμούσα. Ξέροντας ότι δε με νοιάζεται θα προχωρούσα πιο εύκολα, αλλά το ενδιαφέρον του για μένα με σκοτώνει περισσότερο. Γιατί δεν μπορώ να μείνω μακριά του...απλώς δεν μπορώ.» ανασηκώνω τους ώμους κουρασμένη. Δεν ξέρω αν έχω μιλήσει ποτέ ξανά τόσο ειλικρινά γι'αυτά που αισθάνομαι για εκείνον. Τα μάτια μου θολώνουν πάλι και η καρδιά μου τρέμει.

«Δεν ξέρω τι να πω, αλήθεια...» μουρμουρίζει μακγωμένη. Δεν την κατηγορώ γι'αυτό. Της έπεσαν μαζεμένα αυτά που άκουσε.

Πάνω στην ώρα, το κουδούνι χτυπάει αποδεσμεύοντας για μερικά λεπτά καθηγητές και μαθητές. Σκουπίζω μια τελευταία φορά την περιοχή κάτω από τα μάτια μου και σηκώνομαι από το παγκάκι απότομα. Σταματάω για λίγο, μια ζάλη με καλύπτει. Όταν συνέλθω, κοιτάω τη διπλανή μου και χαμογελάω πλατιά. Σηκώνει κι εκείνη το κορμί της.

«Δεν χρειάζεται να πεις κάτι, μου φτάνει που με άκουσες.» την καθησυχάζω και πέφτω στην αγκαλιά της. Ανταποδίδει, χαϊδεύοντας στοργικά την πλάτη μου.

Όταν απομακρυνθούμε, περνάω μια τούφα πίσω από το αυτί μου και περπατάμε με βαριά βήματα στο εσωτερικό του σχολείου. Εγώ για να πλύνω το πρόσωπο μου και η Εύη, υποθέτω, για να πάρει τα χρήματα της. Είναι κάπως σκυφτή, σαν κάτι να την πλακώνει και είμαι κι εγώ ακριβώς έτσι, μα για μένα δεν το καταλαβαίνω.

Αν οι βράχοι σηκώθηκαν από το στήθος μου, γιατί αισθάνομαι ακόμα τόσο βαρύ το σώμα μου;



























ΓΕΙΆ ΣΑΣ ΚΟΤΟΠΟΥΛΆΚΙΑ ΜΟΥ!🐥

Τι κάνετε; Πώς είστε;
Ελπίζω καλά!

Πείτε μου τα νέα σας! Στις 13 αρχίζω πρόοδο και τελειώνω στις 17 που έρχεται το αγόρι μου. Δεν μπορώ να περιμένω μέχρι τότε😩.

Πάμε στο κεφάλαιο;

Ήταν αρκετά ήρεμο. Μια ανασκόπηση των όσων έχουν γίνει, παρόλα αυτά κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι. Η Εύη έχει έναν πολύ ιδιαίτερο ρόλο εδώ μέσα και είναι κάτι που *ΕΠΙΤΈΛΟΥΣ* φτάνει η στιγμή να σας δείξω. Λίγα κεφάλαια υπομονή μόνο!

Πάλι όνειρο.
Πάλι η Αυγή να κλαίει και να φωνάζει. Μα αυτή τη φορά άλλο πρόσωπο. Ο Πέτρος. Τι μπορεί να σημαίνει αυτό;

Η Αυγή στα τάρταρα παιδιά.
Η Εύη σοκ. Δεν ήξερε τι να πει. Και καλύτερα. Η Αυγή είχε απλά ανάγκη να μιλήσει. Αυτό.

Τι πιστεύετε ότι θα γίνει συ επόμενο;

Αυτααα.

Το κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στην EuthaliaLoutsou. Καλώς ήρθες στο φαμίλι🐥❤️.

Αν σας άρεσε το κεφάλαιο ψηφίστε και σχολιάστ3.

Αντιιιιιοοοοοοςςςς🥰🍟.

- Δέσπ.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro