63. Ρώσικη ρουλέτα.
~Αυτό είναι για ολες τις χαμένες ελπίδες, για των ματιών σου τις μικρές καταιγίδες για λόγια που βάστανε όπλα, για καρδιες που δεν σήκωσαν ασπίδες~
•WNC
Τριτοπρόσωπη αφήγηση.
Όταν η Θάλεια ανοίξει αργά τα βλέφαρά της, ένα δυνατό φως την τυφλώνει. Το πρώτο που βλέπει είναι το λευκό ταβάνι του νοσοκομείου, κι αμέσως μετά τους δύο πιο αγαπημένους ανθρώπους στη ζωή της: την κόρη και τον άνδρα της, που της χαμογελούν σαν παιδιά που μόλις πήραν δώρο. Και η αλήθεια είναι ότι πήραν, το μεγαλύτερο και πολυτιμότερο δώρο που θα μπορούσαν να έχουν: εκείνη ζωντανή.
«Το μωρό...» είναι οι πρώτες λέξεις που βγαίνουν από τα ξερά χείλη της. Τους βλέπει να της χαμογελούν ακόμα πιο πολύ, με μάτια κατακόκκινα όμως που την ανησυχούν. Αναρωτιέται σιωπηλά αν συνέβη κάτι κακό. Για λίγο, ξεχνάει πως παραλίγο να την χάσουν και αγνοεί πως η Debbie χρειάστηκε να της κάνει ηλεκτροσόκ τουλάχιστον τρεις φορές, μέχρι να βρει παλμό.
«Είναι καλά, Θάλεια μου! Υγιέστατη και μια κούκλα! Δεν προλάβαμε όμως να τη δούμε από κοντά, μόνο από το τζάμι. Την είχαν βάλει, βλέπεις, στη θερμοκοιτίδα αρχικά μέχρι να βεβαιωθούν πως όλα λειτουργούν σωστά και τώρα είναι στο θάλαμο με όλα τα νεογνά. Τα κατάφερες!» ο Πέτρος της χαϊδεύει τα μαλλιά απαλά και τη χαζεύει μαγεμένος. Δεν χορταίνει να την κοιτάει κι εκείνη το καταλαβαίνει. Της αρέσει ο τρόπος που την κοιτάει, της θυμίζει κάτι από παλιά.
«Τα κατάφερες και με το παραπάνω!» προσθέτει.
Στα λόγια του χαμογελάει. Τα πνευμόνια της γεμίζουν με καθαρό αέρα, η καρδιά της φουσκώνει από περηφάνια, αγάπη και ευγνωμοσύνη. Όλα γύρω της μοιάζουν πιο όμορφα, πιο χρωματιστά, πιο ήρεμα. Δεν την νοιάζει ούτε ο Πέτρος, ούτε η απιστία του, ούτε τίποτα. Κάτι γαλήνεψε μέσα της. Δαγκώνει τα χείλη και ευχαριστεί το Θεό που την ευλόγησε με τη δυνατότητα να δει το μωρό της να μεγαλώνει. Να είναι κοντά του. Το είχε μεγάλο άγχος.
«Μαμά μου...μας τρόμαξες τόσο πολύ!» παραδέχεται η Αυγή και τα μάτια της βουρκώνουν πάλι. Έχασε τον κόσμο της μέχρι να βγει η Debbie και να τους πει ότι την επανέφεραν. Ένιωσε μόνη, λες και δεν είχε κανένα στήριγμα πια στον κόσμο.
Σηκώνει το χέρι της αργά και χαϊδεύει το χλωμό της πρόσωπο. Βλέπει τους μαύρους κύκλους της και το αποδίδει στην αϋπνία. Μέγα λάθος. Της χαμογελάει στοργικά και η κοπέλα κρατάει με κόπο τα δάκρυα της. Ρουφάει τη μύτη της τη στιγμή που η μητέρα της παίρνει μια βαθιά ανάσα. Ο Πέτρος τις χαζεύει ακόμα περισσότερο.
«Μη με φοβάσαι εμένα, δεν χαμπαριάζω.» την καθησυχάζει, φοβούμενη ακόμα για τη ζωή της.
«Τι ώρα είναι;» αναρωτιέται σιγανά, κλείνοντας για λίγο τα μάτια της. Την κούρασε το απότομο φως. Η μικρή κοιτάει το ρολόι στον καρπό της βιαστικά και γουρλώνει τα μάτια σαστισμένη. Το βράδυ αυτό πέρασε πιο γρήγορα από κάθε άλλο, παρόλο που στην αρχή φαινόταν καθόλου έτσι.
«Πήγε έξι και μισή το πρωί.» μουρμουρίζει.
«Πρέπει να φύγω. Θα ήθελα πολύ να κάτσω μέχρι να φέρουν τη μικρή, αλλά πρέπει να πάω από το σπίτι να κάνω ένα μπάνιο και μετά θα φύγω σφαίρα για το σχολείο. Έχω να γράψω έκθεση σήμερα και ένα test στην κοινωνιολογία.» δυσανασχετεί καθώς το λέει και για λίγο όλα μοιάζουν όπως πριν. Λες και τίποτα δεν έχει αλλάξει, λες και τίποτα δεν τάραξε τη ζηλευτή ευτυχία τους. Σκύβει και φιλάει με αγάπη τη μητέρα της. Του Πέτρου δεν του χαρίζει ούτε βλέμμα.
«Θα τα πούμε το μεσημέρι. Να προσέχεις!» την κοιτάει αυστηρά και η Θάλεια λιώνει κάτω από το βλέμμα της. Η αγάπη που βλέπει είναι η ανταμοιβή της. Γνέφει θετικά.
Πιάνει την τσάντα, το κινητό και το μπουφάν της και, χωρίς ούτε ένα "γειά" στον μπαμπά της, βγαίνει από το δωμάτιο. Δεν χάνει χρόνο, την ακολουθεί μήπως παρ' ελπίδα καταφέρει να της πάρει μια κουβέντα.
«Μήπως θέλεις να σε πάω εγώ;» προσφέρεται. Της χαμογελάει αθώα. Η φωνή του τη σταματάει και χρειάζεται να αφήσει ένα ειρωνικό γελάκι για να μην του ουρλιάξει ένα "όχι" τόσο δυνατό που θα το άκουγαν μέχρι το τρίτο πάτωμα του νοσοκομείου. Περνάει τα χέρια της μέσα από τα μαλλιά της και γυρίζει να τον κοιτάξει. Τα μάτια της πετούν σπίθες. Αναρωτιέται μέσα της αν δοκιμάζει την υπομονή της, ή αν όντως πιστεύει ότι θα τον αφήσει να την πλησιάσει ξανά. Άλλωστε, θεωρεί πως του έχει κάνει ξεκάθαρο ότι δεν θα τον συγχωρήσει γι'αυτό που έκανε. Ποτέ.
Μα το ποτέ είναι μεγάλη λέξη.
«Προτιμώ να συρθώ στη λάσπη σαν τα γουρούνια, παρά να περάσω χρόνο μαζί σου! Αλλά έτσι κι αλλιώς έρχεται ο Lucas να με πάρει. Όχι ότι σε αφορά, αλλά επειδή θα σε ρωτήσει η μαμά καλό είναι να έχεις μια απάντηση.» τον αποπαίρνει και τον προκαλεί ταυτόχρονα κι εκείνος δεν ξέρει αν θέλει να κλάψει ή να της φωνάξει. Δεν κάνει τίποτα από τα δυο. Βάζει τα χέρια στις τσέπες και ξεροβήχει. Τα λόγια της είναι σφαίρες και το στόμα της το όπλο· ένα όπλο που μια στοχεύει τον έναν μια τον άλλον, παρόλο που η μικρή δεν το καταλαβαίνει ακόμα εντελώς. Παίρνει μια βαθιά ανάσα.
«Πότε θα μας τον γνωρίσεις;» κάνει ακόμα μια προσπάθεια, δίχως να χάσει το χαμόγελο από το πρόσωπο του και αλλάζει θέμα. Ξέρει ότι έχει πολύ δρόμο μπροστά του μέχρι να κερδίσει τις γυναίκες της ζωής του ξανά, αλλά λίγο τον νοιάζει. Είναι διατεθειμένος να κάνει τα πάντα για να τον συγχωρήσει η οικογένεια του. Τα πάντα. Ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι εκείνος είναι αυτός που θα συρθεί στη λάσπη.
Σε αυτό γελάει δυνατά. Δεν μπορεί και ούτε θέλει πια να συγκρατήσει τον εαυτό της. Κουράστηκε. Και μοιάζει σαν να μην το καταλαβαίνει κανένας αυτό, γεγονός που τη βαραίνει κι άλλο. Όλο και περισσότερο. Αγνοεί, όμως, όλα όσα ακολουθήσουν τα οποία θα την τσακίσουν. Κάθε της πτυχή. Βουρκώνει, αλλά σφίγγει τα δόντια.
'Τόσο λίγο με βλέπετε πια;'
«Δεν θα σας τον γνωρίσω. Τουλάχιστον, όχι σε σένα.» δηλώνει τελεσίδικα και τον μαχαιρώνει στο στήθος με τα λεγόμενα της. Σκύβει το κεφάλι. Κάνει γροθιές τα χέρια του, που βρίσκονται ακόμα μέσα στην τσέπη. Προσπαθεί να συγκρατηθεί.
«Βέβαια, τώρα που το σκέφτομαι, αυτός σε ξέρει ήδη. Βλέπεις, μαζί ήμασταν όταν είδα εσένα και την άλλη να φιλιέστε λες και δεν υπάρχει κανένας άλλος γύρω σας. Οπότε, θεωρώ τώρα εγώ με το αθώο μου μυαλό ότι, δεν χρειάζονται συστάσεις. Ξέρει ήδη πόσο φίδι είσαι.» τον σοκάρουν τα όσα λέει. Δεν μπορεί να το πιστέψει. Η σκέψη ότι η κοπέλα μπροστά του δεν είναι η Αυγή του αλλά κάποια που της μοιάζει του φαίνεται πιο λογική.
«Αυγή-» δεν τον αφήνει να τελειώσει. Έχει πάρει φόρα κι αν του πει όλα όσα σκέφτεται, τότε σίγουρα δεν θα ξανά μιλήσουν.
«Όχι, όχι. Με συγχωρείς! Φίδι είναι η άλλη, εσύ είσαι...ανίκανος; Αχ! Πάλι όχι! Με μια έγκυο γυναίκα στο σπίτι κι άλλη μια έξω, πρέπει να έχεις δυνατότητες για να το καταφέρεις.» μονολογεί χωρίς σταματημό. Δείχνει σκεπτική, αυτός είναι κι ο λόγος που υπάρχει ένα μικρό συνοφρύωμα στο πρόσωπο της. Ο άνδρας παίρνει μια ανάσα στην ειρωνεία της. Ξάφνου, αναφωνεί έκπληκτη από χαρά.
«Το βρήκα! Υποκριτής! Αυτό είσαι!» το φαρμάκι που στάζει από το στόμα της δηλητηριάζει και την ίδια. Υψώνει το φρύδι και φτιάχνει καλύτερα τη τσάντα στον ώμο της. Τον κοιτάει βλοσυρά.
«Και τώρα με συγχωρείς, αλλά δεν έχω αρκετό χρόνο για πέταμα!» τον χτυπάει ξανά και, αφού του ρίξει μια τελευταία ματιά, γυρίζει την πλάτη της.
Ο Πέτρος, λιώνει κι αυτός κάτω από το βλέμμα της. Η απέχθεια που βλέπει είναι η τιμωρία του.
Ξεφυσάει και γυρίζει στο δωμάτιο με βήματα βαριά, σχεδόν όσο βαρύ αισθάνεται και το στήθος του. Η Θάλεια, ξαπλωμένη ακόμα, τον κοιτάει ανέκφραστη καθώς κάθεται δίπλα της διστακτικά. Κλείνει το απαλό της χέρι στο δικό του και της αφήνει ένα τρυφερό φιλί. Η καρδιά της πονάει στην κουρασμένη και κάπως πληγωμένη όψη του κι ένας Θεός ξέρει πώς κρατιέται και δεν πέφτει στην αγκαλιά του σαν ερωτευμένη έφηβη. Μα όχι. Δεν πρόκειται.
«Τρόμαξα τόσο πολύ ότι σε έχασα!» της παραδέχεται ψιθυριστά και φιλάει απαλά το δέρμα της. Το άγγιγμα του είναι ζεστό και όμορφο και οικείο, αλλά από την άλλη αισθάνεται πως ακουμπά το πυρακτωμένο μάτι μιας κουζίνας. Την αποσυντονίζει και την πονάει. Απομακρύνεται διακριτικά και περνάει τη γλώσσα του πάνω από τα ξεραμένα χείλη της.
«Μη νομίζεις ότι επειδή σε φίλησα άλλαξε κάτι μεταξύ μας. Συνεχίζω να θέλω διαζύγιο.» τον γειώνει απότομα, όμως η φωνή της είναι απαλή. Πιέζει τα χείλη του σε μια ευθεία γραμμή, μα εκείνη μπορεί να δει το μορφασμό πόνου που προσπαθεί να κρύψει γεγονός που την πληγώνει περισσότερο.
«Θα σε παρακαλούσα, λοιπόν, να μη μου το κάνεις πιο δύσκολο. Δεν θέλω ούτε διαμάχες, ούτε τίποτα. Μέχρι χθες ήθελα να σε δω να υποφέρεις, δεν στο κρύβω, μα τώρα με νοιάζουν οι μικρές και μόνο. Μας έχουν ανάγκη, Πέτρο. Το ότι χωρίζουμε σαν ζευγάρι, δεν σημαίνει πως παύουμε να είμαστε γονείς τους.» η λογική της τον τρελαίνει. Θα προτιμούσε να του φωνάζει, θα του έδειχνε ότι τη νοιάζει αν και, βαθιά μέσα του, ξέρει ότι το κάνει.
«Θάλεια μου...σ' αγαπάω!» προσπαθεί. Ξανά και ξανά και θα συνεχίσει να το κάνει. Δεν έχει σκοπό να τα παρατήσει. Ποτέ. Ακόμα κι αν όντως πάρουν διαζύγιο, εκείνος θα πολεμά μια ολόκληρη ζωή για τη θέση του άνδρα δίπλα της στη ζωή της.
Δεν προλαβαίνει να απαντήσει. Στο δωμάτιο μπαίνει μια νοσοκόμα που, χαμογελαστή, τσουλάει ένα γυάλινο καροτσάκι μέσα στο οποίο κοιμάται ήσυχα το μόλις μερικών ωρών βρέφος. Ο Πέτρος τινάζεται λες και τον χτύπησε ρεύμα και ακολουθεί με τα μάτια του το μωράκι. Η γυναίκα του ανασηκώνεται και ξαφνικά, μέσα σε μια στιγμή, ο ήλιος τη ζηλεύει και ρίχνεται ολόκληρος πάνω της. Το μόνο που καταφέρνει είναι να την κάνει πιο λαμπερή.
«Καλημέρα σας!» εύχεται και σταματάει δίπλα στο κρεβάτι της λεχώνας. Με προσοχή, πιάνει το μωρό από το κρεβατάκι και το αφήνει στα χέρια της μητέρας του. Για λίγο αναδεύεται και οι γονείς κρατούν τις ανάσες τους όπως ακριβώς και την πρώτη φορά.
«Η μικρούλα ξύπνησε πριν λίγο. Της κάναμε μερικές ακόμα εξετάσεις και τώρα πρέπει να φάει.» ενημερώνει, όμως δεν έχει πια την προσοχή τους. Είναι όλη στραμμένη στο νεογνό που κοιμάται ήρεμα ακόμα. Η νοσοκόμα φεύγει ήσυχα από το δωμάτιο.
Η Θάλεια χαϊδεύει τρυφερά το ροζ μαγουλάκι της και τα μάτια της θολώνουν από ευτυχία. Στιγμιαία, μα ευτυχία. Ο Πέτρος ακριβώς από πάνω της, συγκρατεί κι αυτός με κόπο τα δάκρυα του και κάθε δευτερόλεπτο που περνάει μαγεύεται όλο και περισσότερο. Ο νέος του έρωτας πρόκειται να ενώσει τα σπασμένα κομμάτια της καρδιάς του και να την κρατήσει ασφαλή για το υπόλοιπο της ζωής του. Η μικρή ανοίγει τα ματάκια της: το γαλαζοπράσινο χρώμα τους κάνει και τους δύο να σαστίσουν. Ανταλλάσσουν ένα βλέμμα.
«Κι εγώ σ' αγαπάω. Πάντα το έκανα και θα συνεχίσω να το κάνω, όμως Πέτρο με τσάκισες. Αλήθεια το έκανες! Ένιωσα τόσα αρνητικά συναισθήματα που δεν ήξερα ούτε καν πως υπάρχουν! Το βλέπω ότι έχεις μετανιώσει, αλλά δεν με νοιάζει. Ούτε λίγο. Ούτε να μάθω ποια είναι η άλλη γυναίκα με νοιάζει. Ηρέμησα, Πέτρο. Και το γεγονός ότι παραλίγο να χάσω τη ζωή μου, μου δείχνει απλώς πως πριν και πάνω απ' όλους είμαι εγώ. Κι αν εγώ είμαι καλά, θα είναι και τα παιδιά μου. Γιατί αυτό θα τους μεταφέρω. Αυτό εδώ το πλάσμα έφερε ξανά τη γαλήνη μέσα μου και μου θύμισε πράγματα που είχα ξεχάσει..» δεν παίρνει τα μάτια της από το πλάσμα στην αγκαλιά της. Μοιάζει ψεύτικη. Σαν πορσελάνινη κούκλα: όμορφη, μικρή και εύθραυστη.
Την ακούει με προσοχή και αναθεματίζει την ώρα και τη στιγμή που αντίκρυσε αυτή την κοπέλα. Την όμορφη Γαλλίδα που, στο μυαλό του, δεν φταίει ούτε λίγο. Θεωρεί τον εαυτό του υπεύθυνο που έφτασαν σε αυτή την κατάσταση και έχει δίκιο, μόνο ως προς το τελευταίο. Η Θάλεια δεν παρατηρεί την πονεμένη του έκφραση, ούτε ακούει τους χτύπους της καρδιάς του. Το μόνο που κάνει, είναι να χαζεύει τη μικρή της κόρη που, ενστικτωδώς, στρέφεται στο στήθος της πεινασμένα. Ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα σιωπής, σηκώνει το κεφάλι και η μάτια της κλειδώνει στη δική του.
«Θα την πούμε Ειρήνη.» χαμογελάει πλατιά, αποφασισμένη.
(...)
Όταν το ρολόι δείξει δύο το μεσημέρι, η Αυγή χτυπάει την πόρτα της Melisa μ' ένα κουτί γλυκά στο χέρι -κέρασμα για την αδερφή της! Η φίλη της την κάλεσε να μαγειρέψουν φάνε όλοι μαζί σαν παρέα κι όταν αρχικά αρνήθηκε, την καθησύχασε πως η Claire δεν θα είναι στο σπίτι, παρόλο που ακόμα δεν έχουν μάθει το λόγο για τον οποίον οι δυο τους έχουν κόψει κάθε επικοινωνία. Η Αυγή και πάλι αρνήθηκε. Παρόλα αυτά, αποφάσισε να τους επισκεφτεί για λίγο κι ύστερα να πάει καρφί στο νοσοκομείο. Μα δεν έχει ιδέα. Η πόρτα ανοίγει και η Lyra χαμογελά πλατιά.
«Ωπ, Αυγή! Καλώς την!» αγκαλιάζονται όπως πάντα και η κοπέλα με το σκουλαρίκι στο χείλος κλείνει την πόρτα.
«Να σας ζήσει!» εύχεται τυπικά, καθώς περπατούν προς την κουζίνα. Τα καστανόξανθα σπαστά μαλλιά της σήμερα είναι ίσια. Η Αυγή το παρατηρεί.
«Να 'σαι καλά, Lyra μου! Και να κάνεις πιο συχνά τα μαλλιά σου έτσι. Σου πάνε!» αφήνει το κουτί με τα τρουφάκια πάνω στο τραπέζι ανοίγοντας το και κάνει νόημα στην κοπέλα νόημα να πάρει. Υπακούει χωρίς δεύτερη σκέψη και την ευχαριστεί για το κοπλιμέντο. Βγάζει το τζιν μπουφάν της. Ο άδειος χώρος την μπερδεύει.
«Που είναι οι άλλοι; Ο Lucas;» αναρωτιέται φωναχτά. Κάθεται σε μια από τις καρέκλες τη στιγμή που η φίλη της περνάει νευρικά μια τούφα πίσω από το αυτί της.
«Ο Lucas μας έριξε άκυρο. Ήταν λέει κουρασμένος.»
«Λογικό, μάτι δεν έκλεισε ο γλυκός μου. Καθόταν πάνω από το κινητό μήπως χρειαστώ κάτι. Εγώ να γεννούσα έτσι δεν θα έκανε!» χαριτολογεί. Η κοπέλα μειδιάζει δήθεν χαρούμενη για την αφοσίωση του στο πρόσωπο της, μα πιο πολύ λες κι έφαγε λεμόνι μοιάζει. Παίρνει μια βαθιά ανάσα και στριφογυρίζει τα μάτια για να μην αφήσει ελεύθερη την κακία που μόλις πέρασε από το μυαλό της.
«Ναι...» κάνει μια παύση.
«Η Mel και ο Paul έχουν πάει στο κελάρι να φέρουν μια σάλτσα που έχει η μαμά της, γιατί αυτή που είχαν στο ψυγείο τελείωσε και η Claire είναι στο μπάνιο.» ενημερώνει και για τους υπόλοιπους και μπουκώνεται με ακόμα ένα τρουφάκι μήπως και καλύψει την πίκρα της.
Και πάνω που η Ελληνίδα ήταν έτοιμη να σκεφτεί τι ακριβώς κάνει ο Paul και η Melisa στο κελάρι, το όνομα της Γαλλίδας ερωμένης του πατέρα της βαράει σαν καμπανάκι στο μυαλό της. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου της σκληραίνουν και σφίγγει τα δόντια, τόσο που αισθάνεται ένα μούδιασμα. Η φίλη της το παρατηρεί. Σμίγει τα φρύδια μπερδεμένη και καταπίνει αργά.
«Είναι κι αυτή εδώ;» η φωνή της δεν έχει ακουστεί ποτέ πιο ψυχρή από αυτή τη στιγμή.
Προτού, ωστόσο, προλάβει να ρωτήσει το οτιδήποτε, στην ευρύχωρη κουζίνα μπαίνει η Claire που μόλις τη δει παγώνει. Το δωμάτιο αδειάζει από οξυγόνο αυτόματα και ο χρόνος σταματάει ανάμεσα τους. Η ατμόσφαιρα είναι ήδη τεταμένη. Τα καρέ μαλλιά της, τα μάτια της, ο τρόπος που στέκεται και την κοιτάει, όλα της θυμίζουν την πράξη της. Η Αυγή σηκώνεται στην απόλυτη σιωπή, πιάνει στα χέρια της το τζάκετ και την τσάντα της και, κοιτώντας απευθείας μέσα στα μάτια την γυναίκα απέναντι της, μιλάει:
«Εγώ φεύγω. Πες στα παιδιά ότι βιαζόμουν.» μιλάει ξεκάθαρα στη Lyra, μα δεν σταματά να κοιτά την Claire.
Βγαίνει από το λευκό δωμάτιο του σπιτιού και περπατά φουριόζα μέχρι έξω. Πιστεύει πως η Claire δεν θα έχει το θράσος να τη σταματήσει μετά από όλα αυτά, μα κάνει λάθος. Η κοπέλα κουράστηκε να διχάζουν την παρέα με τη συμπεριφορά τους. Προτιμά να μιλήσει με την Αυγή κι έπειτα ας μην ξανά ειδωθούν ποτέ. Ήθελε, ωστόσο, όταν γίνει αυτή η συζήτηση να είναι ήρεμη η κόρη του έρωτα της, όμως αυτό δεν φαίνεται να συμβαίνει σύντομα και, κατ' εκείνη, η κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο.
Μα και πάλι, απλώς δεν έχουν ιδέα.
«Αυγή, σε παρακαλώ, περίμενε ένα λεπτό!» ζητάει και την ακολουθεί πιο γρήγορα απ' ότι η βροχή τη βροντή, κάνοντας την έξαλλη. Δεν αντέχει να τη βλέπει· στο πρόσωπο της αντικατοπτρίζεται η προδοσία του μπαμπά της και ποτέ δεν την πλήγωσε κάτι περισσότερο από αυτό. Πόσο μάλλον όταν αυτή η προδοσία είναι διπλή. Κάνει να απλώσει το χέρι της να την πιάσει, αλλά μόλις αυτό συμβεί εκείνη τινάζεται λες και τη χτύπησε ρεύμα.
«Ένα λεπτό μόνο!» ανεβάζει αισθητά τον τόνο της φωνής της με παράπονο. Την κάνει μπουρλότο.
«ΚΑΝΈΝΑ!» ουρλιάζει. Η Lyra σαστίζει στην πόρτα, αλλά καμία δεν την παρατηρεί. Σαν να μην υπάρχει.
«ΕΊΧΕΣ ΠΟΛΛΈΣ ΕΥΚΑΙΡΊΕΣ, CLAIRE! ΘΑ ΘΎΜΩΝΑ, ΝΑΙ! ΘΑ ΣΉΚΩΝΑ ΞΑΝΆ ΧΈΡΙ ΠΆΝΩ ΣΟΥ ΚΙ ΑΣ ΞΈΡΩ ΠΩΣ ΕΊΝΑΙ ΛΆΘΟΣ, ΜΑ ΤΟΥΛΆΧΙΣΤΟΝ ΘΑ ΕΚΤΙΜΟΎΣΑ ΤΟ ΓΕΓΟΝΌΣ ΌΤΙ ΕΊΧΕΣ ΤΑ ΚΌΤΣΙΑ ΝΑ ΜΟΥ ΤΟ ΠΕΙΣ!» τη σπρώχνει με θυμό. Της κόβει την ανάσα και παραπατάει. Κάνει τα δάχτυλα της μπουνιές και εύχεται να καταφέρει να συγκρατήσει τη λύσσα της. Αντίθετα, η Γαλλίδα παίρνει βαθιές ανάσες.
«ΩΡΑΊΑ! ΈΧΕΙΣ ΔΊΚΙΟ! ΦΟΒΉΘΗΚΑ ΌΜΩΣ, ΑΥΓΉ! ΚΑΤΆΛΑΒΕ ΜΕ!» η απόγνωση είναι παντού τόσο στη χροιά, όσο και στα λόγια της.
«Εγώ; Εγώ να καταλάβω...εσένα;» και γελάει. Πραγματικά γελάει. Τόσο που οι φίλες της νομίζουν πως κάτι πάει λάθος μέσα της, πως τρελαίνεται. Και δεν έχουν άδικο.
«Άντε μου στο διάολο, Claire!» βρίζει όταν σταματήσει και φτάνει πια στην πόρτα ανοίγοντας την.
«Το θεωρείς σωστό όλο αυτό;» σταυρώνει τα χέρια κάτω από το στήθος. Αναφέρεται στο διχασμό της παρέας, μα στ' αυτιά της Ελληνίδας ακούγεται τόσο τρελό να λέει εκείνη κάτι τέτοιο που πυροδοτείται μέσα της μια έκρηξη. Οπότε, κλείνει την πόρτα με κρότο που κάνει όσους βρίσκονται εκεί να τιναχτούν απροετοίμαστοι από την κίνηση της.
«ΠΆΝΤΩΣ ΕΊΝΑΙ ΣΩΣΤΌΤΕΡΟ ΑΠΌ ΤΟ ΝΑ ΠΗΔΆΣ ΤΟΝ ΠΑΤΈΡΑ ΜΟΥ!» κραυγάζει στο πρόσωπο της. Έχει κοκκινίσει υπερβολικά πολύ, τα μάτια της έχουν ανοίξει διάπλατα και μερικά σάλια πετάχτηκαν. Η κοπέλα φοβάται ότι θα της μείνει στα χέρια, ωστόσο η αποκάλυψη των γεγονότων είναι αρκετή για να παγώσουν και οι δυο, όμως είναι πολύ αργά.
Η ανάσα της Lyra μπερδεύεται στο λαιμό της και πνίγεται σχεδόν αμέσως. Η Melisa, που μόλις ανέβηκε από το κελάρι, μουδιάζει απότομα και απλώς κοιτάει τις κοπέλες μπροστά της με το στόμα ανοιχτό, ενώ ο Paul δίπλα της έχει γουρλώσει τα μάτια σοκαρισμένος. Όλοι τους σκέφτονται το ίδιο πράγμα: τι σκατά έγινε μόλις;
Η Αυγή ξεφυσάει και βρίζει τον εαυτό της γι'αυτό που έκανε. Χτυπάει το πόδι της στο καθαρό πλακάκι και φεύγει όσο πιο γρήγορα μπορεί από εκεί. Προτού κλείσει την πόρτα, ακούει την Melisa να διατάζει κάποιον να τρέξει πίσω της αλλά δεν δίνει σημασία. Παρόλα αυτά, περίπου ένα λεπτό μετά, το χέρι του κολλητού του Lucas τυλίγεται γύρω από το δικό της σταματώντας την. Προσπαθεί να τραβηχτεί, μα δεν τα καταφέρνει.
«Paul, άσε με!» ζητάει. Η φωνή της τρέμει, ενώ δεν τον κοιτάει. Ντρέπεται.
«Θέλω να πάω στο νοσοκομείο. Δεν θέλω να είναι μόνη της η μαμά μου.» ψελλίζει ειλικρινά, κουνώντας νευρικά το πόδι της. Βρίσκεται σε απελπιστική κατάσταση και το αγόρι το βλέπει. Αυτός είναι κι ο λόγος που δεν θέλει να την αφήσει μόνη της.
«Αυγή.» το όνομα της βγαίνει αργά από τα χείλη του. Σηκώνει το βλέμμα της από το δρόμο και τον κοιτάει στα γκρι του μάτια. Δεν την ξέρει καλά, μα μπορεί να διακρίνει τον πόνο της.
«Είναι αλήθεια;» φοβάται να πιστέψει ότι η φίλη του υπέκυψε στον έρωτα ενός παντρεμένου άνδρα. Όχι τόσο επειδή είναι λάθος, ούτε η πρώτη είναι ούτε η τελευταία, αλλά γιατί ξέρει τι επιπτώσεις μπορεί να έχει αυτό στην ψυχολογία ενός ανθρώπου. Και η Claire είναι ήδη τσακισμένη. Οπότε, όταν ντροπαλά γνέψει θετικά και ξεφυσήξει, αφήνει κι αυτός μια ανάσα.
«Τους είδα με τα ίδια μου τα μάτια έξω από το σπίτι της.» εξηγεί σιγανά.
«Δεν θα το ξεχάσω ποτέ, Paul. Αλήθεια. Αυτή η εικόνα δε λέει να φύγει από το μυαλό μου.» παραδέχεται. Ο μορφασμός πόνου στο πρόσωπο της τον στεναχωρεί κάπως. Περνάει τα χέρια του μέσα από τα μαλλιά του, λίγο πριν την τραβήξει στην αγκαλιά του. Ανταποκρίνεται θετικά.
«Θα πάμε μια βόλτα και μετά θα σε πάω εγώ στο νοσοκομείο, ή θα τηλεφωνήσουμε στον Lucas. Ό,τι θες. Αν σε δει έτσι η μαμά σου θα ανησυχήσει.» ακούγεται σαν επιβολή, αλλά είναι πρόταση. Μια πρόταση που η Αυγή δέχεται και, περπατώντας λίγο ακόμα, φτάνουν στο γκρι αυτοκίνητο του όπου και μπαίνουν. Μπορεί να συμπαθούν πολύ ο ένας τον άλλον, αλλά δεν έτυχε ποτέ να κάνουν παρέα οι δυο τους.
Τουλάχιστον, μέχρι τώρα.
Σαράντα περίπου λεπτά αργότερα, ο Paul σταματάει σε εκείνο το γνωστό δασάκι που ο Lucas της έμαθε. Σβήνει τη μηχανή και κοιτούν το κενό. Ο καθένας βουτηγμένος στις σκέψεις τους, απολαμβάνουν την ερημιά και την ησυχία της περιοχής. Η ώρα είναι μόλις τρεις και πέντε και ο καιρός μοιάζει να χαλάει πάλι.
«Την αγαπάς τη Melisa;» ρωτάει ξαφνικά. Κουνάει το κεφάλι θετικά και το καταλαβαίνει αμέσως, παρά το γεγονός ότι δεν τον βλέπει. Παίρνει μια βαθιά ανάσα.
«Εύχομαι να μην πληγώσετε ποτέ ο ένας τον άλλον.» ακούγεται πολύ μελαγχολική. Ο Paul γελάει σε αυτό.
«Αυγή, πάντα στις ανθρώπινες σχέσεις θα πληγώσεις και θα πληγωθείς. Είτε αυτή η σχέση είναι φιλική, είτε ερωτική, είτε συγγενική. Το θέμα είναι να βρεις αυτόν που θα σε κάνει να χαίρεσαι περισσότερο και να λυπάσαι λιγότερο. Για παράδειγμα, εμένα με πληγώνει που η Mel δεν θέλει σχέση, αλλά μου αρκεί που είναι μαζί μου κι ας μην είναι κάτι επίσημο. Περνάω υπέροχα μαζί της και βλέπω ότι έτσι νιώθει κι αυτή. Τι να την κάνω τη σχέση με κάποια άλλη, αν κάθε φορά που βλέπω τη φίλη σου πεθαίνω μέσα μου;» η ερώτηση στο τέλος είναι καθαρά ρητορική. Τώρα είναι η σειρά της να γνέψει θετικά.
«Γι'αυτό χωρίζουν οι δικοί σου;» ρωτάει δειλά.
«Ναι.» ξεφυσάει.
«Βέβαια, δεν ξέρει ποια είναι η άλλη γυναίκα. Το βράδυ που παραλίγο να αποβάλλει ορκίστηκα ότι δεν θα της το πω. Φοβάμαι ότι αυτό θα τη σκοτώσει.» συνεχίζει αναστενάζοντας.
Δεν της απαντάει. Για λίγο απλά συλλογίζεται τι θα γίνει στο σπίτι της, αν η μητέρα της κοκκινομάλλας μάθει ότι, όχι μόνο την απάτησε, αλλά το έκανε και με φίλη της κόρης τους. Από το λίγο που γνωρίζει τη Θάλεια, όντως αυτό θα τη σκοτώσει. Μπορεί όχι σωματικά, αλλά ψυχικά σίγουρα και θεωρεί πως αυτό είναι ακόμα χειρότερο. Περνάει και πάλι τα χέρια του μέσα από τα καστανόξανθα, οριακά μελί μαλλιά του και γυρίζει να την κοιτάξει.
«Έτσι όμως κάνεις κακό σε σένα και, εντάξει, κι εγώ θα ήθελα να προστατεύσω τη μαμά μου, αλλά όλο αυτό σε τρώει. Δεν σου κάνει καλό.» προσπαθεί να της εξηγήσει ότι πρέπει να μιλήσει σε κάποιον -ιδανικά σε έναν ειδικό, αλλά δεν το καταλαβαίνει. Αντίθετα θυμώνει. Όχι μαζί του, αλλά θυμώνει. Ένας θυμός που βράζει συνεχώς στο στήθος της.
«Δεν μου κάνει καλό;» γελάει ειρωνικά.
«Λυπάμαι που στο λέω, αλλά δεν μου κάνει απλά κακό! Όλο αυτό έχει κάτσει σαν ταφόπλακα πάνω στο στήθος μου και δεν με αφήνει να αναπνεύσω! Με τυρρανάει λες και δεν έχω ήδη αρκετά προβλήματα! Δύο εβδομάδες τώρα το μόνο που κάνω είναι να εκτοξεύω το θυμό μου δεξιά κι αριστερά. Μερικές φορές χτυπάει στον Πέτρο, άλλες στην Claire, κάποιες άλλες απλώς κλωτσάω έπιπλα...κι είναι και μέρες που αυτός ο θυμός χτυπάει εμένα! Ακούς; Εμένα! Που τους κάλυψα, που δε μίλησα! Δυο εβδομάδες τώρα παίζω γαμημένη ρώσικη ρουλέτα με την ψυχολογία μου στη μια άκρη και το ξέρω -το ξέρω ανάθεμα!- ότι κάποια στιγμή δεν θα αντέξω άλλο ΚΑΙ ΘΑ ΤΑ ΓΑΜΉΣΩ ΌΛΑ!» μιλάει πολύ γρήγορα και μοιάζει να μην έχει άλλες ανάσες, μα αυτό δεν την εμποδίζει από το να φωνάξει στο τέλος.
Ο Paul την κοιτάει ελαφρώς φρικαρισμένος πρώτα να φωνάζει και μετά να ανοίγει την πόρτα και να βγαίνει έξω στον κρύο αέρα που μαστιγώνει το πρόσωπο της. Μαζεύοντας όσο θάρρος έχει, βγαίνει κι αυτός από το citroen και την πλησιάζει. Την αγκαλιάζει ξανά, φιλικά πάντα και της χαϊδεύει στωικά την πλάτη. Πιστεύει πως δεν είναι καλός με τα λόγια, γι'αυτό και δεν μιλάει. Παρόλα αυτά δεν σταματά ούτε λεπτό να σκέφτεται τα λόγια της.
Μα, αγνοεί κι αυτός πως η σκανδάλη έχει πατηθεί ήδη τρεις φορές χωρίς να εκτοξευθεί σφαίρα και ότι οι θαλάμες που έχουν απομείνει...είναι γεμάτες.
Γειά σας κοτοπουλάκια μου!🐥
Τι κάνετε; Πώς είστε;
Ελπίζω καλά!
Πείτε μου τα νέα σας!
Πάμε στο κεφάλαιο;
Προφανώς και δεν θα σκότωνα τη Θάλεια! Είστε σοβαρές; Αυτή η γυναίκα είναι ό,τι καλύτερο έχω γράψει!
Η Αυγή έδωσε πόνο σε αυτό το κεφάλαιο και μεχ ήταν λίγο κακιά.
Η Lyra περίεργη όπως πάντα και ο Paul ένας γλύκας!
Τι πιστεύετε ότι θα γίνει στο επόμενο;
Αυτααα.
Αν σας άρεσε το κεφάλαιο ψηφίστε και σχολιάστε.
Αντιιιοοοςςς🥰🍟.
-Δέσπ.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro