Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

58. Φτου ξελευθερία!

~Η σιωπή είναι χειρότερη. Όλες οι αλήθειες που αποσιωπούνται γίνονται δηλητηριώδεις.~

Φρήντριχ Νίτσε, 1844-1900, Γερμανός φιλόσοφος.

Τριτοπρόσωπη αφήγηση.

Χτυπάει την πόρτα της διστακτικά και περιμένει με υπομονή να του ανοίξει. Ένα λεπτό μετά, όταν δηλαδή το κάνει, στέκονται και οι δύο αμήχανα, σαν αγάλματα. Τον κοιτάει αγχωμένη και ανοίγει λίγο περισσότερο, κάνοντας το σώμα της στην άκρη για να περάσει το δικό του. Δεν την φιλάει, όπως κάθε άλλη φορά, απλώς την κοιτάει. Του χαμογελάει πικρά.

Κλείνει την πόρτα πίσω τους και του κάνει νόημα να την ακολουθήσει μέχρι το δωμάτιο της. Υπακούει σιωπηλός. Δεν ξέρει τι να πει. Μετά από όλα όσα έχουν γίνει υπάρχει μεγάλη αμηχανία ανάμεσα τους. Κάθεται στο τέλεια στρωμένο κρεβάτι της και περνάει τα χέρια του μέσα από τα καστανά πυκνά μαλλιά του. Την κοιτάει κλεφτά.

«Πώς είσαι;» είναι η πρώτη φράση που βγαίνει από τα χείλη του. Ανασηκώνει τους ώμους, χωρίς να ξέρει τι να πει.

Λίγα λεπτά αφότου τους έπιασε στα πράσα ο Ian στο μπάνιο, η Claire προφασίστηκε κούραση και έφυγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε από το σπίτι της φίλης της. Τα πράγματα πήραν μια τροπή που δεν περίμενε και είχε ανάγκη να αναπνεύσει. Με τον Πέτρο δεν μίλησε. Πήρε την απόσταση του εκείνο το βράδυ και σκεφτόταν για όλο το υπόλοιπο της νύχτας τη ζωή του και τι θέλει να κάνει με αυτή. Πάντα κατέληγε στην ίδια απάντηση.

«Δεν ξέρω. Σκεφτόμουν όλο το βράδυ αυτό που έγινε και...απλώς δεν ξέρω. Με σόκαρε τόσο πολύ αυτή η εξέλιξη.» παραδέχεται και ο Πέτρος πνίγει ένα γελάκι. Το απορημένο βλέμμα της τον τρύπαει.

«Τον Ian να δεις.» σχολιάζει και, δεν κρατιούνται, ξεσπούν σε ένα σύντομο αλλά επίπονο γέλιο. Επίπονο για όλα όσα έχουν κάνει, για όσα κάνουν και για όσα πρόκειται να ακολουθήσουν σαν συνέπειες στις πράξεις τους. Αφήνουν μια ανάσα και ανταλλάσσουν ένα βλέμμα.
«Έλα εδώ.» ζητάει σιγανά, κάνοντας της νόημα να τον πλησιάσει.

Υπακούει με βαριά καρδιά και κάθεται στα πόδια του, τυλίγοντας τα χέρια της γύρω από το λαιμό του. Ενώνει τα μέτωπα τους κλείνοντας τα μάτια του και μοιράζονται μια ανάσα. Εκείνη νιώθει μια μεγάλη ανάγκη να συναντήσει και πάλι το γαλαζοπράσινο της ίριδας του και κάτι στην ατμόσφαιρα την κάνει να σκεφτεί πως είναι η τελευταία ιδιωτική τους στιγμή. Της περνάει μια τούφα πίσω από το αυτί και όταν ανοίξει τα μάτια του χαμογελάει πικρά.

«Θέλω να χωρίσουμε.» ανακοινώνει με ηρεμία κι έναν τόνο πικρό. Τα μάτια της θολώνουν απευθείας και του επιστρέφει το χαμόγελο. Γυρίζει το κεφάλι της στο πλάι και αφήνει μια ανάσα. Κλείνει τα μάτια της σφιχτά και παίρνει μερικά δευτερόλεπτα για τον εαυτό της. Ήξερε ότι θα έρθει αυτή η στιγμή, απλώς από την αρχή ήλπιζε να μην την πονέσει πολύ.

«Ήξερα ότι θα ερχόταν αυτή η στιγμή.» ψελλίζει αφήνοντας ένα μικρό γελάκι. Δεν κρύβει ειρωνεία ή κακία. Μόνο ειλικρίνεια και λίγη πικρία. Αν μη τι άλλο, την πληγώνει πολύ η όλη κατάσταση. Έχουν περάσει μόλις τρεις μήνες από την πρώτη τους φορά κι όμως στο μυαλό και την καρδιά της φαντάζει περισσότερο.

Στα λόγια της σκύβει το κεφάλι και τρίβει την πλάτη της παρηγορητικά. Αν και το τέλος αυτής της σχέσης γεμίζει ανακούφιση και τους δύο, ένας θεός ξέρει πόσο δύσκολο τους είναι. Αν και παράνομος ο έρωτας τους, τους χάρισε πολύ όμορφες στιγμές που, η Claire τουλάχιστον, θα θυμάται κάθε μέρα της ζωής της.

«Και οι δύο το ξέραμε.» αφήνει ένα μικρό φιλάκι στα μαλλιά της. Του γνέφει.
«Η αλήθεια είναι ότι...αυτό που έγινε χθες, με ξύπνησε για τα καλά. Θα μπορούσε να έχει μπει μέσα η Θάλεια ή, ακόμα χειρότερα, η Αυγή και, Claire μου, εγώ σε ερωτεύτηκα και μάλιστα πολύ απλά...δεν αντέχω στη σκέψη να χάσω την οικογένεια μου. Δεν θα αντέξω να χάσω το άλλο μου μισό, γιατί ναι! Αυτό είναι η Θάλεια για μένα. Μπορώ να ζήσω άλλα τριάντα-οκτώ χρόνια μαζί της -κι ακόμα περισσότερα! Αυτό θα με διαλύσει. Και, εντάξει, εγώ το αξίζω να το περάσω, μα η Θάλεια είναι...είναι τόσο υπέροχη. Δεν μπορώ να σκέφτομαι ότι μια μέρα θα ξυπνήσω και δεν θα την έχω δίπλα μου, ούτε ότι θα κλάψει εξαιτίας μου. Με σκοτώνει.» η φωνή του είναι απαλή όσο μιλάει και τον ακούει με προσοχή.

Της λέει πράγματα που ήδη ξέρει, μα την τσακίζουν έτσι κι αλλιώς. Σκουπίζει νευρικά ένα δάκρυ που κυλάει στο μάγουλο της και, ευτυχώς για εκείνη, είναι από την αντίθετη πλευρά του οπτικού του πεδίου. Προσπαθεί να μην καταρρεύσει, τουλάχιστον όχι μπροστά του. Όταν γυρίσει να τον κοιτάξει, δεν μπορεί να κρατηθεί πια. Το πρόσωπο της κοκκινίζει κι ούτε που καταλαβαίνει πότε λυγίζει και ξεσπάει σε κλάματα.

«Συγγνώμη γι'αυτό απλά...» προσπαθεί να δικαιολογηθεί, αλλά δεν βρίσκει τις κατάλληλες λέξεις για να το καταφέρει. Δεν χρειάζεται κιόλας. Να του πει τι;

«Σσσςς!» δεν της αφήνει περιθώριο να συνεχίσει. Την τραβάει στην αγκαλιά του σφιχτά και της τρίβει τα μαλλιά παρηγορητικά, όσο της ψιθυρίζει πως δεν τον έχει ανάγκη. Πως σύντομα θα γνωρίσει κάποιον που θα της δώσει όλα όσα δεν μπόρεσε να της χαρίσει ο ίδιος. Τα λόγια αυτά, όμως, την πονούν περισσότερο γιατί, παρόλο που ξέρει πως έχει δίκιο, δεν θέλει να συμβεί. Θέλει αυτόν. Μόνο αυτόν.

Κλείνει το πρόσωπο της στα χέρια του και απλώς την κοιτάει, λίγο πριν τεντωθεί και τη φιλήσει απαλά στα όμορφα της χείλη. Ανταποδίδει σαν τρελή κι απελπισμένη και η καρδιά της χτυπάει με μένος ενάντια στο στήθος της, όταν τα χέρια του σηκώσουν τη μπλούζα της και την πετάξουν στο πάτωμα, δίπλα τους. Είναι η τελευταία φορά, κι αυτό το ξέρουν, μα δεν έχουν ιδέα πόσο πολύ θα τους κοστίσει.

(...)

«Μωρό μου...νομίζω...πως...πρέπει να σηκωθούμε!» ψελλίζει εξαντλημένη μέσα από το φιλί τους. Είναι Σάββατο και η Αυγή βρίσκεται στη μικρή του γκαρσονιέρα από τις δέκα το πρωί κι από εκείνη την ώρα, σχεδόν έξι ώρες δηλαδή, δεν έχουν σηκωθεί σχεδόν καθόλου από το κρεβάτι. Μιλούν, φιλιούνται, ανταλλάσσουν συγγνώμες για όλα όσα είπαν και έπραξαν και κάνουν έρωτα συνεχώς. Ξανά και ξανά.

Κουνάει το κεφάλι αρνητικά και σπρώχνει με περισσότερο πάθος τη γλώσσα του στο στόμα της. Δεν θέλει να την αποχωριστεί ούτε λίγο. Τη θέλει κολλημένη πάνω του, να την αισθάνεται, να αναπληρώσουν όλο τον χρόνο που έχασαν αυτές τις δύο εβδομάδες. Τα κορμιά τους είναι μπλεγμένα· χαμένα το ένα μέσα στο άλλο κάτω από τα παπλώματα, μιλούν μια γλώσσα που μόνο οι δυο τους καταλαβαίνουν. Αυτή η χημεία, αυτό το πάθος και η ζωντάνια που αισθάνονται όταν βρίσκονται κοντά τους ανασταίνει. Η κοπέλα κλαψουρίζει και δυσανασχετεί. Απομακρύνεται.

«Έλα ρε Lucas! Πιάστηκα! Δεν αντέχω άλλο!» παραπονιέται και σουφρώνει τα χείλη της που τον προκαλούν ακόμα περισσότερο. Σκύβει να τη φιλήσει ξανά, μα βάζει το χέρι της ανάμεσα τους.
«Ούτε να το διανοηθείς!» τον κοιτάει αυστηρά κι εκείνος κατσουφιάζει.

«Άντε, καλά! Σήκω να πάμε μια βόλτα!» της περνάει μια τούφα πίσω από το αυτί και, αφήνοντας της ένα ακόμα μικρό φιλάκι, σηκώνεται από πάνω της.

Ανακουφισμένη, αφήνει μια ανάσα και σηκώνεται από το ανάκατο κρεβάτι. Τα πόδια της τρέμουν και χρειάζεται να στηριχτεί για λίγο στον τοίχο. Ο άνδρας το παρατηρεί και πνίγει ένα γελάκι. Τεντώνεται και με φόρα αφήνει μια σφαλιάρα στα οπίσθια της. Αναφωνεί και γυρίζει να τον κοιτάξει.

«Ε τι να σου πω τώρα!» κάνει, δήθεν ενοχλημένη, αλλά φαίνεται ότι κάθε άλλο παρά την ενόχλησε αυτή του η κίνηση.
«Πάντως κρίμα που δεν μπορούσαν τα παιδιά σήμερα. Μου έχει λείψει να βρισκόμαστε όλοι μαζί!» παραδέχεται, καθώς ντύνει το κορμί της στην αρχή με τα εσώρουχα κι έπειτα με τα ζεστά της ρούχα.

«Αφού η Claire είπε ότι είναι άρρωστη, τα κορίτσια διαβάζουν, ο James ένας θεός ξέρει πού βρίσκεται και ο Paul...βασικά ο Paul προτίμησε να μας αφήσει μόνους!» υπενθυμίζει τους λόγους για τους οποίους πέρασαν τη μέρα οι δυο τους και η κοπέλα κουνάει το κεφάλι θετικά.

«Να σου πω...» κάνει μια παύση και περνάει το μπορντό πουλόβερ πάνω από το κεφάλι της. Η ζέστη του τη χαλαρώνει αμέσως.
«Θέλεις να περάσουμε από την Claire; Την έχω έννοια! Είναι άρρωστη και μόνη της, η μαμά της δεν βρίσκεται εδώ. Κρίμα είναι να μην έχει κάποιον να τη φροντίσει.» προτείνει και παρόλο που θα μπορούσε να αρνηθεί, η αλήθεια είναι ότι κι εκείνος ανησυχεί για τη Γαλλίδα φίλη του. Αν μη τι άλλο, βάσει αυτών που ξέρουν, όντως δεν έχει κανέναν να την βοηθήσει. Οπότε, προς έκπληξη της όμορφης κοπέλας του γνέφει θετικά.

«Ναι, εντάξει. Ας πάμε!» ανασηκώνει αδιάφορα τους ώμους, κουμπώνοντας το παντελόνι του.

Τον πλησιάζει και, πριν προλάβει να βάλει το γκρι φούτερ του, περνάει τα χέρια της γύρω από το γυμνό του σώμα. Ξεκουράζει το κεφάλι της στο στερνό του και ακούει την καρδιά του να χτυπάει σταθερά, ηρεμώντας την. Σφραγίζει την αγκαλιά τους με τα χέρια του και της αφήνει ακόμα ένα μικρό φιλί στα μαλλιά της που μυρίζουν μύρτιλο. Τρίβει το μάγουλο της στο στέρνο του.

«Μου έλειψες τόσο πολύ.» ψιθυρίζει, εισπνέοντας όσο πιο πολύ μπορεί από τη γαζία. Στο άκουσμα των λέξεων της χαμογελάει αχνά.
«Όλον αυτόν τον καιρό που δεν ήμασταν μαζί ένιωθα...ένιωθα άδεια. Κενή. Δεν μπορούσα να διαχειριστώ την κατάσταση και νόμιζα πως θα τρελαθώ. Αλήθεια μου έλειψες πάρα πολύ.» τα λέει τόσο σιγά που μετά βίας την καταλαβαίνει.

Αγχώνεται. Δεν θέλει το γουρουνάκι του να ξανά περάσει τίποτα απ' όλα αυτά, πόσο μάλλον εξαιτίας του. Θέλει μόνο να τη βλέπει χαρούμενη και γελαστή, όπως πάντα. Ξεροκαταπίνει και τη σφίγγει πάνω του, όσο στο μυαλό του έρχεται η φράση της Αλεξάνδρας:

'«Μπορείς να μην την πληγώσεις;» η ερώτηση της μου κόβει τα γόνατα και κάνει την καρδιά μου να σταματήσει.'

Το στήθος του βαραίνει ξανά.
'Όχι...όχι δεν μπορώ να μην την πληγώσω. Αλλά την αγαπάω και θα προσπαθήσω!' υπόσχεται στον εαυτό του. Φιλάει το μέτωπο της.

«Κι εμένα μου έλειψες, γουρουνάκι.» εννοεί κάθε του λέξη. Το ξέρει κι αυτή.
«Πολύ.» συνεχίζει.

(...)

Όταν ο Πέτρος βάλει το μπουφάν του και το κουμπώσει ως πάνω, την κοιτάει ελαφρώς στεναχωρημένος, μα μ' ένα αχνό χαμόγελο. Τα μάτια της είναι ακόμα δακρυσμένα, ωστόσο προσπαθεί να μην του το κάνει πιο δύσκολο. Ξέρει ήδη ότι ούτε εκείνος το αντέχει αυτό που συμβαίνει.

«Νομίζω πως ήρθε η ώρα να φύγω.» ξεροβήχει και ρουφάει τη μύτη του. Του γνέφει θετικά, μη μπορώντας να μιλήσει. Ανοίγει την πόρτα και κάνει δύο βήματα προς τα έξω. Τον ακολουθεί κι όταν σταματήσει, στέκεται κι εκείνη στην κάσα κοιτώντας τον. Καταπίνει αργά.
«Αντίο.» ψελλίζει μακγωμένος. Αφήνει μια τρεμάμενη ανάσα και σκύβει το κεφάλι της. Θέλει μόνο να ξαπλώσει και να κλάψει.

Κάνει ένα βήμα κοντά της και χαϊδεύοντας το μάγουλο της, αφήνει το τελευταίο φιλί στα χείλη της. Μπορεί να μην εκδηλώνουν το πάθος τους όπως άλλες φορές, αλλά είναι αργό, βαθύ και γεμάτο συναισθήματα. Μα, όντας πλημμυρισμένοι από τη θλίψη του αποχωρισμού, δεν καταφέρνουν να δουν την Αυγή και το αγόρι της που τους κοιτούν αποσβολωμένοι, μόλις είκοσι μέτρα μακριά.

Ο Lucas γυρίζει σαστισμένος το κεφάλι του και κοιτάει την κοπέλα δίπλα του που, σαν κάποιο λάθος, έχει ξεχάσει να αναπνέει και η καρδιά της δεν χτυπάει πια. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να κοιτάει τον παράνομο έρωτα του μπαμπά της με μια φίλη της. Αναμνήσεις και κάθε συζήτηση που έχει μοιραστεί με την Claire περνούν από το μυαλό της σαν αστραπές απλά για να συνειδητοποιήσει ότι ο παντρεμένος δεν είναι άλλος από τον έναν και μοναδικό άνδρα που θαυμάζει περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον στον κόσμο: τον πατέρα της.

Και όλα καταρρέουν.

«Τι κάνουν...τι κάνουν...ΤΙ ΚΆΝΟΥΝ;» δεν κρατιέται και φωνάζει τη στιγμή που ο άνδρας μπαίνει στο αυτοκίνητο του και η, μέχρι πριν ένα λεπτό, φίλη της μπαίνει ξανά στο σπίτι της. Προσπαθεί να κουνηθεί, να τρέξει, να τους προλάβει και να ουρλιάξει στο πρόσωπο τους πόσο ελεεινοί είναι και οι δύο, μα δεν μπορεί κι αυτό γιατί ο Lucas την κρατά κολλημένη πάνω του, προσπαθώντας και ο ίδιος να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς συνέβη.

Η Αυγή έχει πάθει αμόκ. Τα δάκρυα τρέχουν σαν ποτάμια στα μάτια της και το κορμί της τρέμει μέσα στην αγκαλιά του αγοριού της, όσο κραυγάζει να την αφήσει να πλησιάσει το καταραμένο σπίτι. Οι λυγμοί γδέρνουν το λαιμό της και τα νύχια της αφήνουν σημάδια στα χέρια του σε μια προσπάθεια να ελευθερωθεί.

«Με ποιο...δικαίωμα...ΜΕ ΠΟΙΟ ΔΙΚΑΊΩΜΑ ΤΟ ΚΆΝΕΙ ΑΥΤΌ ΣΤΗ ΜΑΜΆ ΜΟΥ; ΔΕ ΝΤΡΈΠΕΤΑΙ;» χτυπιέται σαν ψάρι έξω από το νερό μη μπορώντας να διαχειριστεί αυτό που μόλις εκτυλίχθηκε ακριβώς μπροστά στα μάτια της. Τα σωθικά της έχουν σκιστεί. Το είναι της υποφέρει. Οι πνεύμονες της, λες και δένονται κόμποι, δεν της παρέχουν αρκετό οξυγόνο. Παθαίνει κρίση.
«ΔΕΝ...ΔΕΝ....» προσπαθεί να πάρει ανάσα, μα δεν μπορεί. Τα γόνατα της λυγίζουν. Πέφτει στο έδαφος. Ο Lucas την παρατηρεί να διαλύεται και φρικάρει.

«Αυγή μου, Αυγή μου προσπάθησε να αναπνεύσεις.» εγκλωβίζει το πρόσωπο της στα χέρια του και την κοιτάει βαθιά στα μάτια, με τα δικά της να έχουν σχεδόν ματώσει. Τώρα έχει σταματήσει και η δική του καρδιά.
«Μαζί μου. Κάν' το μαζί μου!» διατάζει όσο πιο απαλά μπορεί και δεν περιμένει να γνέψει θετικά. Αρχίζει να παίρνει βαθιές ανάσες μετρώντας παράλληλα. Όταν δει ότι καταφέρνει να τον ακολουθήσει, οι παλμοί του επιστρέφουν ξανά στο κανονικό.

Την τραβάει ανακουφισμένος στην αγκαλιά του και τρίβει με μανία την πλάτη της. Η καρδιά του λειτουργεί σαν ηρεμιστικό για εκείνη και γαντζώνεται από πάνω του σε μια προσπάθεια να μην υποκύψει στην ξαφνική ζάλη που την τυλίγει. Το χρώμα της είναι ωχρό και τα βλέφαρά της έχουν ανοίξει όσο περισσότερο μπορούν κι αυτό γιατί αυτοί οι δύο άνθρωποι που τους θεωρούσε "δικούς της", με μια βελόνα μικρή, έσπασαν τη ροζ φούσκα στην οποία ζούσε.

«Τον μισώ...» φτύνει τις λέξεις. Είναι το πρώτο που καταφέρνει να ψελλίσει και το στήθος της μοιάζει να καταπλακώνεται από βράχους ολόκληρους που την εξαφανίζουν. Στις λέξεις της κάτι ραγίζει μέσα του. Ακούγεται να το εννοεί και δεν θέλει η Αυγή του να νιώθει ένα τόσο αρνητικό συναίσθημα. Τον κοιτάει αποφασισμένη.
«Θέλω να φύγεις. Πρέπει να μιλήσω μαζί της.» κρατάει με υπεράνθρωπη προσπάθεια τη φωνή της χαμηλή. Μπορεί οι λυγμοί να έπαψαν ξαφνικά, αλλά τα δάκρυα συνεχίζουν να καίνε τα μάγουλα της.

«Δεν υπάρχει περίπτωση.» αρνείται, όπως το περίμενε, κουνώντας το κεφάλι πολύ γρήγορα. Δεν θέλει να την αφήσει μόνη της τώρα σε αυτή την κατάσταση. Φοβάται ότι θα χάσει τον έλεγχο. Η Ελληνίδα όμως δεν δείχνει πρόθυμη να συνεργαστεί μαζί του. Το μόνο που θέλει είναι να τρέξει ως το σπίτι απέναντι της και ουρλιάξει με όση φωνή έχει στην Γαλλίδα κάτοικο που τόσο καιρό την κοροϊδεύει μπροστά στο πρόσωπο της.

«Lucas, θέλω να φύγεις. Αυτό είναι κάτι που θέλω να κάνω μόνη μου. Είμαι καλά. Φύγε.» διατάζει με σπασμένη φωνή. Ανοίγει το στόμα του να φέρει αντίρρηση πράγμα που την εκνευρίζει περισσότερο.
«ΦΎΓΕ!» φωνάζει έξαλλη και του κόβει τη μίλια.

«Εντάξει...» γνέφει θετικά ξεφυσώντας. Την τραβάει στην αγκαλιά του, τρίβοντας παρηγορητικά την πλάτη της. Βρίσκονται ακόμα σε σοκ. Τους είδαν όντως να φιλιούνται;
«Ό,τι γίνει, όμως, θα με πάρεις τηλέφωνο.» το θέτει σαν όρο και, προκειμένου να τον ξεφορτωθεί, συμφωνεί. Δεν πρόκειται να τον πάρει τηλέφωνο, τουλάχιστον όχι για τις επόμενες ώρες κι αυτό είναι κάτι που, βαθιά μέσα του, το ξέρει κι εκείνος.

«Θα σε πάρω.» ρουφάει τη μύτη της και καταπίνει με δυσκολία. Ο λαιμός της πονάει τραγικά πολύ. Το ίδιο και η καρδιά της. Της αφήνει ένα τελευταίο φιλί στο μέτωπο και, χωρίς να είναι εντάξει με αυτό, φεύγει από εκείνο το μέρος.

'Η μέρα αυτή δεν μπορεί να εξελιχθεί χειρότερα.' σκέφτονται και οι δύο, μα δεν έχουν ιδέα.

Με ταχύ βήμα, φτάνει στα μαρμάρινα σκαλιά που, μόλις στην αρχή της εβδομάδας τα θεωρούσε το πιο όμορφο μέρος της Νέας Υόρκης και τώρα...τώρα της θυμίζουν χυδαιότητα, βρωμιά και κοροϊδία. Χτυπάει την πόρτα τέσσερις με πέντε φορές πολύ γρήγορα κι ύστερα από ένα λεπτό, η Claire ανοίγει. Όταν την αντικρίσει, χαμογελάει.

«Αυγή μου-» δεν προλαβαίνει να τελειώσει τη φράση της. Η παλάμη της Ελληνίδας συγκρούεται με ταχύτητα φωτός και δύναμη πάνω στο μάγουλο της. Τόσο που την αναγκάζει να γυρίσει το κεφάλι στο πλάι σαστισμένη. Με τα δάχτυλα της ψηλαφίζει το δέρμα της που ξαφνικά την καίει. Τα μάτια της θολώνουν ξανά.

«Νόμιζα πως η μόνη καριόλα που είχα στη ζωή μου ήταν η Ξένια, αλλά εσύ είσαι πολύ μεγαλύτερη!» τρίζει μέσα από τα δόντια της, δίχως να την νοιάζει αν πληγώνει την κοπέλα απέναντι της. Και έπεται και συνέχεια.

«Σε παρακαλώ...άσε με να-» προσπαθεί να μιλήσει, μα την κόβει. Τα δάκρυα στα μάτια της της φαίνονται ψεύτικα, οι τύψεις και οι ενοχές το ίδιο. Ξέρει πως ό,τι και να βγει από τα χείλη της απλά θα το χλευάσει.

«Να τι; ΝΑ ΤΙ; ΝΑ ΜΟΥ ΕΞΗΓΉΣΕΙΣ; ΔΕΝ ΓΟΥΣΤΆΡΩ ΡΕ ΝΑ ΜΟΥ ΕΞΗΓΉΣΕΙΣ! ΜΙΑ ΧΑΡΆ ΞΈΡΩ ΤΙ ΕΊΔΑ! ΚΙ ΑΥΤΌ ΕΊΝΑΙ ΤΟΝ ΆΝΘΡΩΠΟ ΠΟΥ ΜΕ ΜΕΓΆΛΩΣΕ ΝΑ ΦΙΛΆΕΙ ΤΗ ΦΊΛΗ ΜΟΥ! ΤΗ ΦΊΛΗ ΜΟΥ! ΤΗΝ ΚΟΠΈΛΑ ΠΟΥ ΤΗΝ ΈΒΑΛΑ ΣΤΟ ΣΠΊΤΙ ΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΓΚΆΛΙΑΣΑ ΣΕ ΚΆΘΕ ΤΗΣ ΔΥΣΚΟΛΊΑ!» ουρλιάζει ανεξέλεγκτα, αφού πρώτα τη σπρώξει προς τα μέσα και κλείσει την πόρτα πίσω τους. Το παράπονο είναι διάχυτο στη φωνή της.

Η Claire φυσάει και ξεφυσάει, όσο κλαίει σιωπηλά. Ξέρει πως έχει δίκιο σε όσα λέει, πως είναι κάτι παραπάνω από λογικό να νιώθει προδομένη μα, ξέρει επίσης πως αυτά που πρόκειται να πει θα την τσακίσουν.

«Έχεις δίκιο και συγγνώμη! Αλήθεια συγγνώμη...απλώς-» παλεύει να μιλήσει, παλεύει να αναπνεύσει, όμως δεν μπορεί. Καμιά τους δεν μπορεί. Η Αυγή βλέπει όλη της τη ζωή να καταρρέει σαν πύργος από τραπουλόχαρτα και δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να το σταματήσει. Το μυαλό της έχει κολλήσει στην εικόνα που πρόκειται να τη στοιχειώσει για το υπόλοιπο της ζωής της.

«ΑΠΛΏΣ; ΤΟ ΘΕΩΡΕΊΣ ΑΠΛΌ ΌΛΟ ΑΥΤΌ; Ή ΜΉΠΩΣ ΘΑ ΜΟΥ ΠΕΙΣ ΌΤΙ ΉΤΑΝ ΠΆΝΩ ΑΠ' ΤΙΣ ΔΥΝΆΜΕΙΣ ΣΟΥ; ΌΤΙ ΠΡΟΣΠΆΘΗΣΕΣ ΝΑ ΤΟ ΑΠΟΦΎΓΕΙΣ ΑΛΛΆ ΔΕΝ ΜΠΌΡΕΣΕΣ; ΌΤΙ ΛΎΓΙΣΕΣ; ΌΤΙ...ΌΤΙ....» δεν αντέχει άλλο. Οι λυγμοί γίνονται όλο και πιο έντονοι. Υποφέρει.
«...ότι τον ερωτεύτηκες;» δεν μπορεί να φωνάξει άλλο. Λες και κάποιος πιέζει το λαιμό της με δύναμη ανάμεσα στα δάχτυλα του. Κλαίει και η Γαλλίδα μαζί της.

«Τον ερωτεύτηκα.» ψιθυρίζει μόλις πάρει μια ανάσα. Η Αυγή μορφάζει σε αυτό.
«Όσο κι αν δεν το πιστεύεις, το έκανα!» το πρόσωπο της έχει κοκκινίσει. Τα λόγια της της φέρνουν ναυτία. Θέλει να κάνει εμετό. Αισθάνεται ότι θα καταρρεύσει.

«Σκάσε...ΣΚΆΣΕ! ΕΠΕΙΔΉ ΓΑΜΉΘΗΚΕ Η ΟΙΚΟΓΈΝΕΙΑ ΣΟΥ ΤΏΡΑ ΘΕΣ ΝΑ ΚΑΤΑΣΤΡΈΨΕΙΣ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΚΉ ΜΟΥ;» κοντεύει να τρελαθεί. Οι λέξεις της την καρφώνουν απευθείας στην καρδιά και το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να τη δικαιολογήσει. Περνάει τα χέρια της μέσα από τα κόκκινα μαλλιά της.
«Δεν θέλω να έχω καμία σχέση μαζί σας. Με αηδιάζετε.» είναι το μόνο που της λέει πνιγμένη από τα κλάματα, λίγο πριν φύγει από το σπίτι και βροντήξει την πόρτα πίσω της.

Η Claire μένει στη μέση του σαλονιού της, να κλαίει στην απόλυτη σιωπή. Τίποτα απ' όλα αυτά δεν θα είχε συμβεί αν ο Πέτρος απλά έφευγε μετά τη συζήτηση τους. Αν δεν την έκανε δική του για τελευταία φορά. Ο έρωτας τους τους έκαψε και η κόλαση μοιάζει πλέον ανυπόφορη.

Η δεύτερη πλάκα ντόμινο έπεσε. Και πάνω της έγραφε "Αυγή".

(...)

Όταν γυρίσει το κλειδί στην εσοχή, ο Πέτρος βρίσκεται στην κουζίνα περιμένοντας δυο τοστ να ετοιμαστούν. Η κοπέλα, που ακούει τις κινήσεις του και ξέρει ότι η μητέρα της λείπει, μπαίνει ήσυχα μα εμφανώς κλαμένη στον μεγάλο χώρο και μόλις τον αντικρίσει κάτι μέσα της πεθαίνει: η αδυναμία της προς το πρόσωπο του.

«Γεια.» χαιρετά ψυχρά και στηρίζει το σώμα της στην κάσα της πόρτας. Σηκώνει το κεφάλι του από το κινητό του και της χαμογελάει πλατιά, όμως μόλις συνειδητοποιήσει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται χλωμιάζει.

«Αυγή μου; Κοριτσάκι μου, τι έπαθες;» κάνει να την πλησιάσει βιαστικά, μα υψώνει το χέρι της και τον σταματάει. Περπατάει εκείνη προς το μέρος του και στέκεται μπροστά από τον ψηλό μαύρο-γκρι πάγκο, που τώρα τους χωρίζει. Παρατηρεί τα βρεγμένα μαλλιά του και καταλαβαίνει το λόγο για τον οποίον είναι ακόμα τόσο χαλαρός μαζί της: δεν έχει ιδέα ότι η κόρη του γνωρίζει, καθώς όταν η Γαλλίδα τον έπαιρνε τηλέφωνο για να τον προειδοποιήσει εκείνος βρισκόταν στο μπάνιο.

«Θέλω να-» ο ήχος κλήσης του κινητού του τη διακόπτει. Ο μπαμπάς της ρίχνει μια ματιά στην οθόνη και στο γράμμα "C" που αναγράφεται στην οθόνη ξεροκαταπίνει. Είδε και τις προηγούμενες κλήσεις, μα επέλεξε να μην την πάρει πίσω. Λανθασμένα, υπέθεσε πως ήταν μια στιγμή αδυναμίας για την πρώην ερωμένη του.
«μιλήσουμε.» συνεχίζει και σταυρώνει τα χέρια κάτω από το στήθος.

Πατάει το πλαϊνό κουμπί και ο ήχος κλήσης σταματά να ακούγεται στο υπόλοιπο σπίτι. Επικεντρώνεται ξανά στην Αυγή, μα την ίδια στιγμή το κινητό χτυπάει ξανά. Η κοπέλα χλευάζει. Σκύβει στον πάγκο και κοιτάει τον άνδρα που λατρεύει περισσότερο στη ζωή της στα μάτια.

«Δεν θα της το σηκώσεις; Θέλει να σου πει πως ξέρω τα πάντα.» υψώνει το φρύδι και τα μάτια της θολώνουν ξανά. Σοβαρεύει απότομα και το σώμα του παγώνει. Ανοίγει το στόμα του να μιλήσει, μα δεν ξέρει τι να πει. Το ξανά κλείνει.
«Σας είδα.» προσθέτει.

Και χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του. Η καρδιά του αυξάνει χτύπους, το σώμα του τρέμει. Η αριστερή πλευρά του αρχίζει και μουδιάζει και νομίζει πως θα πέσει κάτω. Στο ψύχος που βλέπει στα μάτια της, διαλύεται ο κόσμος του. Όταν η μικρή του γεννήθηκε φοβόταν πως όταν μεγαλώσει θα έρχονται συχνά σε ρήξη, πως θα λέει στους φίλους της τα χειρότερα για εκείνον. Πως θα δει στα μάτια της κενό· ένα ψυχρό κενό που ο ίδιος, άθελά του ίσως, θα έχει δημιουργήσει. Και να που τώρα, ο φόβος αυτός βγαίνει πραγματικότητα.

«Αγάπη μου-» κάνει μια προσπάθεια, όμως έχει την ίδια τύχη με την Claire. Η μόνη διαφορά είναι ότι δεν έχει σκοπό να του φωνάξει· θέλει να τον τσακίσει, χωρίς να χρειαστεί να τραυματίσει τις φωνητικές της χορδές.

«Πόσο θράσος μπορείς να έχεις για να με κοιτάς στα μάτια χωρίς ντροπή; Πόσο...πόσο ψεύτικος μπορείς ακόμα να γίνεις;» η φωνή της τρέμει και χώνει τα νύχια της στο δέρμα της σε μια προσπάθεια να μην ουρλιάξει. Τα λόγια της τον αφήνουν άφωνο. Παίρνει μια ανάσα. Ξέρει ήδη τι θέλει να του πει. Τα έχει σκεφτεί εκατοντάδες φορές από τη στιγμή που τους είδε.
«Ξέρεις, ένιωθα πως απογοητεύω τη μαμά επειδή δεν μπορούσα να βρω κάποιον που να είναι όπως εσύ. Και τώρα, καταλαβαίνω πως την απογοητεύω επειδή βρήκα κάποιον ακριβώς σαν εσένα.» τον χτυπάει εκεί που ξέρει ότι θα τον πονέσει.

«Αυγή-» σφίγγει τα δόντια. Τα μάτια του βουρκώνουν στα, γεμάτα απέχθεια, δικά της.

«Έναν ψεύτη που ξεχνάει τη σύντροφο του. Έναν άνανδρο που δεν έχει τα κότσια ούτε να παραδεχτεί το πόσο λίγος είναι!» ο τόνος της ανεβαίνει αισθητά και, υπό άλλες συνθήκες, ξέρει ότι θα τον είχε κάνει έξαλλο η συμπεριφορά της. Πάντοτε τον ενοχλούσε η ασέβεια και να που, τώρα, την έδειχνε μόνος του.

Αν ο Lucas την άκουγε θα πληγωνόταν, μα στην πραγματικότητα η Αυγή, πλην του πρώτου, δεν ταυτίζει σε τίποτα άλλο τους δύο άνδρες (ακόμα). Ο Lucas για εκείνη δεν είναι ούτε λίγος, ούτε άνανδρος κι αυτό γιατί, τουλάχιστον, εκείνος της είπε στα ίσα τι έκανε και με ποια.

«Τ-την αγαπάω την μαμά σου...αλήθεια το κάνω!» τραυλίζει. Κάνει φιλότιμες προσπάθειες να μην χάσει την υπομονή του, μαζί και το παιχνίδι. Αν της φωνάξει έστω και λίγο την έχει χάσει για πάντα και το ξέρει. Έτσι κι αλλιώς, νιώθει όπως ακριβώς τον περιέγραψε.

Στις λέξεις του γελάει. Πραγματικά γελάει. Της φαίνεται τρομερά αστείο αυτό που ακούει και για λίγο ξεχνάει πως η ίδια πίστεψε τα "σ' αγαπώ" του φίλου της. Όλη η αγάπη που είχε τόσα χρόνια προς το πρόσωπο του έχει μαυρίσει από τη φωτιά που ο ίδιος άναψε.

«Την αγαπάς τόσο που πηδιέσαι με μια είκοσι χρόνια μικρότερη της και φίλη της κόρης σας! Έχεις περίεργο τρόπο να δείχνεις την αγάπη σου.» τον ειρωνεύεται φτύνοντας τις λέξεις και τον καρφώνει κι άλλο! Ουδέποτε μιλούσε χυδαία η Αυγή του, οπότε το αποδίδει στο πόσο πολύ την έχει πληγώσει γεγονός που του δημιουργεί έναν αφόρητο πόνο στην αριστερή πλευρά του στήθους του. Σφίγγει τα δόντια.

«Δεν μπορείς να μου μιλάς έτσι! Είμαι ο πατέρας σου και πρέπει να με σέβεσαι!» από τη μια δεν το πιστεύει ούτε ο ίδιος ότι όντως της το είπε αυτό, αλλά από την άλλη, ό,τι κι αν έχει κάνει, δεν παύει να είναι ο πατέρας της. Ο άνθρωπος που θα έδινε και τη ζωή του για εκείνη. Γελάει ξανά.

«Ο σεβασμός είναι κάτι που κερδίζεται. Εσύ μου το έμαθες αυτό, θυμάσαι;» η παύση της για να μην αφήσει έναν λυγμό να δραπετεύσει τον αφοπλίζει. Μερικά δάκρυα βάζουν φωτιά στο δέρμα της.
«Και τι που είσαι πατέρας μου; Δεν το επέλεξα!» σταματάει ξανά. Τον κοιτάει στα μάτια και ετοιμάζεται να του χαρίσει τη δεύτερη μεγαλύτερη μαχαίρια που μπορεί να νιώσει ένας γονιός από το παιδί του. Σκύβει κι άλλο προς το μέρος του.
«Ντρέπομαι πολύ που είσαι πατέρας μου, Πέτρο!» καταρρέει και η φωνή της σπάει.

Τρέχει έξω από την κουζίνα σαν κυνηγημένη και ανεβαίνει τις σκάλες γρήγορα με σκοπό να κλειδωθεί στο δωμάτιο της για να κλάψει μόνη της για το αν πρέπει να πει στη μαμά της την αλήθεια, αφήνοντας πίσω τον μπαμπά της· τον άνθρωπο που βοήθησε στο να γίνει το καλοκάγαθο πλάσμα που είναι σήμερα. Ο Πέτρος δεν μπορεί να το διαχειριστεί όλο αυτό, οπότε τρέχει πίσω της με σκοπό να την προλάβει, μα εκείνη ακριβώς τη στιγμή στο σπίτι μπαίνει η Θάλεια. Παγώνει στην καλή της διάθεση και σκουπίζει ένα-δυο δάκρυα που κύλησαν από τα γαλαζοπράσινα μάτια του.

«Πέτρο μου; Εδώ είσαι;» του χαμογελάει και αφήνει τα κλειδιά της στο μπολ δίπλα στην πόρτα. Κουνάει το κεφάλι θετικά ελαφρώς αγχωμένος, όσο εκείνη του αφήνει ένα μικρό φιλί στα χείλη.
«Γιατί στέκεται στη μέση του σαλονιού μας, αγάπη μου;» πνίγει ένα γελάκι, βγάζοντας το λευκό παλτό της.

«Εε, ετοιμαζόμουν να πάω στην κουζίνα βασικά που έχω βάλει δύο τοστ να ψηθούν, αλλά σε είδα και σταμάτησα!» πετάει την πρώτη δικαιολογία που του έρχεται στο μυαλό και η Θάλεια γελάει ελαφρά στο πόσο χαζό ακούγεται.
«Πάω να τα βγάλω για να μην καούν.» γυρίζει την πλάτη του, μα είναι το μεγαλύτερο λάθος που μπορούσε να κάνει.

Μια μικρή, αλλά ευδιάκριτη γρατζουνιά στο πίσω μέρος του λαιμού του της τραβά την προσοχή και της κόβει τα γόνατα. Δεν είναι μεγάλη, όμως είναι αρκετή για να της κόψει την ανάσα στη μέση. Ο κόσμος παγώνει στιγμιαία.

«Τι είναι αυτό;» η φωνή της τον καρφώνει στη θέση του και γυρίζει ξανά να την κοιτάξει με καθαρή απορία.

«Ποιο;» σμίγει τα φρύδια μπερδεμένος. Η γυναίκα, με δύο μεγάλες δρασκελιές γραπώνει το σώμα του και φέρνει το πρόσωπο της πολύ κοντά στο σημάδι που, όσο πιο πολύ το βλέπει τόσο περισσότερο επιβεβαιώνεται ότι είναι νυχιά.

«Αυτό, Πέτρο! Αυτό! Πώς...πώς βρέθηκε στο λαιμό σου η νυχιά;» προσπαθεί να ακουστεί ψύχραιμη, αλλά το αίμα βράζει ήδη κάτω από τις φλέβες της. Μπορεί παλαιότερα να μην έδινε τόση σημασία, ή να μην είχε την ταχυκαρδία που ταράζει τα σωθικά της τώρα, αλλά η περίεργη συμπεριφορά του αυτούς τους μήνες τη βάζει συνεχώς σε υποψίες.

Εκείνος τα χάνει. Νιώθει να ιδρώνει και καταπίνει αργά. Δεν ξέρει τι πρέπει να της πει· τόσο η αλήθεια, όσο και το ψέμα είναι πια δύο μεγάλες δεξαμενές με οξύ. Σε όποια κι αν πέσει, θα καταστραφεί. Σε μια, λίγο περισσότερο.

«Εε, εσύ θα μου την έκανες βρε Θάλεια μου!» η αγχωμένη χροιά του σε συνδυασμό με τις λέξεις του, λειτουργούν σαν μαχαίρι που ξεσκίζει τα σωθικά της. Γιατί, μπορεί η Θάλεια να αγνοεί πολλά, μα αν υπάρχει κάτι που ξέρει πάρα πολύ καλά αυτό είναι το σώμα του συζύγου της. Οπότε, παίρνει μια βαθιά ανάσα και σταυρώνει τα χέρια πάνω από την κοιλιά της, θέλοντας να κρύψει το τρέμουλο στα άκρα της.

«Εγώ. Νυχιά στο πίσω μέρος του λαιμού σου...εγώ.» μπορεί να δει στα μάτια της τον φόβο κι αυτό είναι κάτι που τον σκοτώνει. Βουρκώνει κι ένας κόμπος στο λαιμό της πρήζεται, πνίγοντας την. Δεν υπάρχει γυρισμός και το ξέρουν και οι δύο.
«Ποια σου έκανε τη νυχιά;» ρωτάει ευθέως κι εκείνος αναφωνεί, δήθεν, έκπληκτος από τη σκέψη της. Η καρδιά της κοντεύει να σπάσει από το άγχος και ξαφνικά νιώθει να πονάει. Δεν ξέρει πού, μάλλον παντού.

«Δεν...δεν είναι-» προσπαθεί να σκεφτεί μια αρκετά καλή δικαιολογία, όμως δεν μπορεί. Σαν να έχει κολλήσει το μυαλό του, οπότε όταν τον διακόψει, εν μέρει, ανακουφίζεται.

«Ποια. σου. έκανε. τη. νυχιά.» γρυλίζει. Το χρώμα των ματιών του δεν της φάνηκε πότε πιο ξένο από αυτή τη στιγμή. Ο Πέτρος βρίζει κάτω από την ανάσα του και κινείται πιο κοντά της. Θέλει ενστικτωδώς να κάνει ένα βήμα πίσω, μα πνίγει αυτή την ανάγκη.

«Άκουσε με!» ζητάει και εγκλωβίζει το πρόσωπο της στα χέρια του. Το κορμί της αρχίζει ήδη να τρέμει σε αυτό, λες και το ξέρει ότι πρόκειται να της πει ψέματα, μα δεν αντέχει άλλο. Έχει ανεχτεί ήδη πάρα πολύ αυτή του τη συμπεριφορά.
«Είναι μια απλή γρατζουνιά. Κάπου θα χτύπησα. Εντάξει; Κάπου θα χτύπησα.» λέει ξανά και ξανά όλο και πιο ψιθυριστά πάνω από τα χείλη της. Η γυναίκα του τρέμει πλέον ανεξέλεγκτα. Τα δόντια της, τα χείλη της, ολόκληρη σπαρταράει λες και είναι εκτεθειμένη στο χιόνι χωρίς ρούχα.

Γνέφει θετικά πολύ γρήγορα μη έχοντας πιστέψει ούτε λέξη από τα λόγια του. Ο μεγαλύτερος της φόβος παίρνει σάρκα και οστά και γίνεται πραγματικότητα ακριβώς μπροστά της. Η μυρωδιά του καμμένου τους τραβά την προσοχή. Ψελλίζοντας ένα "γαμώτο", την αφήνει και τρέχει μέχρι την κουζίνα με σκοπό να σώσει ό,τι σώζεται. Όταν χαθεί από το οπτικό της πεδίο αφήνει μια τρεμάμενη ανάσα και στηρίζεται στον μαύρο καναπέ.

Νιώθει να ζαλίζεται και θέλει να κάνει εμετό, μα την ίδια στιγμή δε μπορεί να κουνήσει. Το αίμα της έχει σταματήσει και μια προς μια οι εκάστοτε συμπεριφορές του αρχίζουν να της βγάζουν νόημα. Από την πιο νευρική, μέχρι την πιο ενοχική. Κάτι σπάει μέσα της σε πολλά μικρά κομμάτια και ο πόνος που αισθάνεται μεγαλώνει όλο και περισσότερο. Ένα λεπτό μετά, κάνει γροθιές τα χέρια της και περπατάει αργά μέχρι την κουζίνα, θέλοντας να ξεκαθαρίσει την κατάσταση εδώ και τώρα! Βαρέθηκε με το κρυφτούλι. Το παιχνίδι τελείωσε.

«Φτου ξελευθερία!» μονολογεί, λίγο πριν μπει στον χώρο που έχουν μοιραστεί εκατοντάδες όμορφα πρωινά.

Τον βρίσκει σκυμμένο πάνω από τον νεροχύτη να μιλάει στο τηλέφωνο, με κοφτή φωνή. Πιο δίπλα, δύο καρβουνιασμένα τοστ περιμένουν υπομονετικά να πεταχτούν στον κάδο. Και μπορεί το πρωί που ξύπνησε να μην είχε ιδέα, μα τη σημερινή μέρα δεν πρόκειται να την ξεχάσει ποτέ στη ζωή της.

«...μου, δεν μπορώ να μιλήσω τώρα! Γίνεται χαμός... Κι εμένα μου λείπεις αλλά τα είπαμε! Όλο αυτό τελείωσε. Μια για πάντα. Δεν μπορεί να συνεχιστεί, ειδικά τώρα που-» γυρίζει. Η φράση του κόβεται στη μέση και το διαλυμένο βλέμμα της του επιβεβαιώνει ότι άκουσε. Βγάζει τη συσκευή από το αυτί του και τερματίζει την κλήση στα τύφλα.
«Αγάπη μου...να σου εξηγήσω!» ζητάει, αλλά άδικος κόπος.

Δεν περιμένει ούτε μισό δευτερόλεπτο. Η Θάλεια τρέχει σαν τρελή μέσα στο σπίτι και ανεβαίνει στο δωμάτιο τους. Η μόνη διαφορά με πριν, είναι ότι ο Πέτρος την προλαβαίνει και και την πιάνει από το χέρι μόλις ένα δευτερόλεπτο αφότου πατήσει το πόδι της στην κρεβατοκάμαρα τους.

«ΠΑΡΆΤΑ ΜΕ!» ουρλιάζει έξαλλη και η κραυγή της τρομάζει την Αυγή που κρατάει την ανάσα της. Τον σπρώχνει μακριά της αηδιασμένη.
«ΜΗ ΜΕ ΑΓΓΊΖΕΙΣ!» παίρνει βαθιές ανάσες και προσπαθεί να κρατήσει τον εαυτό της όρθιο. Ανοίγει με φόρα το φύλλο της ντουλάπας.

«Θάλεια μου, εγώ-» με το ζόρι ακούγεται. Δεν ξέρει τι να πει, έτσι κι αλλιώς.

«ΦΎΓΕ! ΦΎΓΕ! ΦΎ-ΓΕ! ΣΕ ΣΙΧΑΊΝΟΜΑΙ!» ουρλιάζει κλαίγοντας πετώντας του ρούχα πάνω στο κρεβάτι και στο πάτωμα. Τη δεδομένη στιγμή δεν θέλει τίποτα δικό του μέσα στο σπίτι. Δεν θέλει ούτε να τον βλέπει.

«ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΏ ΔΏΣΕ ΜΟΥ ΈΝΑ ΛΕΠΤΌ!» ανεβάζει τον τόνο της φωνής του, μα δεν του δίνει σημασία. Δεν τον κοιτάει. Δεν μπορεί να τον κοιτάξει. Την πονάει τόσο πολύ η παρουσία του μέσα στο δωμάτιο.

«ΣΕ ΜΙΣΏ! ΜΕ ΑΚΟΎΣ, ΠΈΤΡΟ; ΣΕ ΜΙΣΏ! ΚΑΤΈΣΤΡΕΨΕΣ Ό,ΤΙ ΚΑΛΎΤΕΡΟ ΕΊΧΑ ΜΈΣΑ ΜΟΥ ΓΙΑ ΈΝΑ ΠΉΔΗΜΑ! ΜΕ ΠΡΌΔΩΣΕΣ! ΕΜΈΝΑ! ΕΜΈΝΑ ΠΟΥ...» κάνει μια παύση και κλαίει περισσότερο. Λυγίζει και χρειάζεται να κρατηθεί από τα μεγάλα ράφια. Δεν μπορεί να συνεχίσει και το ξέρει.
«Φύγε! ΦΎΓΕ! ΔΕΝ ΑΝΤΈΧΩ ΝΑ ΣΕ ΒΛΈΠΩ!» τον σπρώχνει κομματισμένη, χωρίς να προσέχει ούτε λίγο για το σώμα της.

Η Αυγή, στο δίπλα δωμάτιο, κάθεται κουλουριασμένη στο κρεβάτι της και κλείνει τ' αυτιά της με τα χέρια της. Προσεύχεται όλο αυτό να είναι ένα κακό όνειρο, ένας εφιάλτης που από στιγμή σε στιγμή θα σταματήσει και μαζί θα σταματήσει και ο πόνος που αισθάνεσαι όλη αυτή την ώρα.

«ΜΗ ΜΕ ΔΙΏΧΝΕΙΣ...ΔΕΝ ΖΩ ΧΩΡΊΣ ΕΣΈΝΑ! ΑΚΟΎΣ; Σ' ΑΓΑΠΆΩ!» την πιάνει από τους ώμους και την κρατά σταθερή κάτω από το άγγιγμα του. Τα μάτια του καρφώνονται στα δικά της και εννοεί κάθε λέξη που της λέει. Γελάει μέσα από το κλάμα της. Τα σωθικά της βράζουν, καίγονται.

«Μ' ΑΓΑΠΆΣ; ΜΕ ΚΟΜΜΆΤΙΑΣΕΣ, ΠΈΤΡΟ! ΑΥΤΉ ΕΊΝΑΙ Η ΑΛΉΘΕΙΑ! ΜΕ ΠΈΤΑΞΕΣ ΣΤΑ ΣΚΟΥΠΊΔΙΑ! ΔΕΝ ΣΕΒΆΣΤΗΚΕΣ ΤΊΠΟΤΑ! ΤΊ-ΠΟ-ΤΑ! ΟΎΤΕ ΕΜΈΝΑ, ΟΎΤΕ ΑΥΤΌ ΠΟΥ ΕΊΧΑΜΕ!» χτυπιέται σαν τρελή παρόλο που δεν κάνει. Δεν θέλει να την αγγίζει, τη σκοτώνει.

Ο άνδρας, κλαμένος και ο ίδιος, παίρνει μερικές βαθιές ανάσες και προσπαθεί να ηρεμήσει. Την ελευθερώνει κι αυτή απομακρύνεται αμέσως από κοντά του. Την βλέπει να τεντώνεται και να πιάνει μια μεγάλη κόκκινη βαλίτσα, ωστόσο οι κινήσεις της είναι τόσο απότομες που τον κάνουν να ανησυχήσει.

«Αγάπη μου σε παρακαλώ, προσπάθησε να ηρεμήσεις. Δεν κάνει να ταράζεσαι στην κατάσταση σου.» ζητάει αργά, σχεδόν ψιθυριστά, παίρνοντας το από την αρχή, μα το ενδιαφέρον του της φαίνεται ψεύτικο. Οπότε γελάει υστερικά, λίγο πριν το κλάμα της δυναμώσει. Είκοσι-τέσσερα χρόνια της ζωής της μοιάζουν να έχουν διαγραφεί από τη μνήμη της.

Το μόνο που υπάρχει τώρα είναι αυτός, η απιστία του και μια κόκκινη βαλίτσα που γεμίζει με ραγδαίους ρυθμούς.

«Τώρα σε ένοιαξε η κατάσταση μου; Τώρα; Όχι όταν με γέμιζες ψέματα; Όχι όταν ξεσπούσες πάνω μου; Όχι όταν σε ικέτευα να μου πεις την αλήθεια γιατί όλο αυτό με σκοτώνει;» ούτε εκείνη φωνάζει πια. Κουράστηκε. Δεν της ταιριάζει αυτή η συμπεριφορά. Τραβάει με φόρα το φερμουάρ και περνάει τα χέρια της μέσα από τα μαλλιά της. Ο πόνος ολοένα και μεγαλώνει. Είναι αφόρητος.

«Φύγε. Σε παρακαλώ...φύγε.» ψελλίζει σπασμένη.

Ρουφάει τη μύτη του και γνέφει θετικά. Το κατακόκκινο μουτράκι της που τόσο βαθιά έχει αγαπήσει, το μικροκαμωμένο σώμα της που σαν ναό έχει λατρέψει, τα πλημμυρισμένα καστανά μάτια της που δεν χορταίνει να κοιτάει, όλα αυτά του δείχνουν πόσο σκάρτα της φέρθηκε. Ένα μεγάλο χαστούκι που τον ξυπνάει και τώρα, πλέον αργά, συνειδητοποιεί ποια είναι η γυναίκα που δεν αντέχει να χάσει. Πόσο ανόητα φέρθηκε τελικά...

«Συγγνώμη.» ψιθυρίζει και πιάνει τη μαύρη λαβή. Σφίγγει τα δάχτυλα του γύρω της. Τρέμουν και τα δικά του χείλη. Πολύ. Δεν τον κοιτάει πια. Το πρόσωπο της είναι στραμμένο στη μεγάλη μπαλκονόπορτα, από τη μεριά του. Δεν θέλει να τον δει να φεύγει.
«Σ'αγαπάω.» η φωνή του με το ζόρι ακούγεται. Κλαίει ακόμα περισσότερο σε αυτό. Η γυναίκα του υποφέρει.

Βγαίνει από το δωμάτιο και ένα λεπτό μετά ακούει την πόρτα να κλείνει. Γυρίζει αστραπιαία το κεφάλι της και κοιτάει στο σημείο που στεκόταν πριν ο έρωτας της, ο άνδρας της ζωής της. Ένας πόνος στην κοιλιά την κάνει να διπλωθεί στα δύο και να καταρρεύσει από το σπάσιμο που νιώθει μέσα της. Ξαπλώνει στο κρεβάτι στη δική του μεριά και χώνει το κεφάλι της όσο πιο βαθιά μπορεί στο μαξιλάρι του το οποίο γεμίζει με δάκρυα. Οι σκέψεις την σκοτώνουν.

Ο Πέτρος, δεν είναι πια δικός της.































Γειά σας κοτοπουλάκια μου!🐥

Τι κάνετε; Πώς είστε;
Ελπίζω καλά!

Πείτε μου τα νέα σας!

Την πρώτη φορά που είχα ανεβάσει το κεφάλαιο γιόρταζαν οι Θάλειες και θυμάμαι είχα ευχηθεί χρόνια πολλά τόσο σε όσες γιορτάζατε, όσο και στη μαμά του βιβλίου μας. Θυμάμαι μου είχε σχολιάσει μια «ωραίο δώρο της έκανες βρε». Ακόμα γελάω.

Πάμε στο κεφάλαιο;

Κεφάλαιο 58, ή αλλιώς....η δικαίωση season 2.

Χώρισε το παράνομο ζευγάρι μας παιδί! Αυτό ήταν!!

Ωστόσο, αν και τελευταία φορά η σημερινή έφερε καταστροφικές συνέπειες.

Θυμάστε τι σας είχα πει για τα μυστικά; Είναι σαν τα ντόμινο! Αρκεί να πέσουν όλα για να γκρεμιστούν τα πάντα!

Κι αν νομίζετε πως εδώ σταματά το γκρέμισμα, τότε να σας πληροφορήσω πως εδώ αρχίζει.

Η Αυγή έγινε πολύ σκληρή και με τους δύο. Εγώ στεναχωρήθηκα.

Έπειτα, τα έμαθε και η Θάλεια....καακο. Τη λυπήθηκε η ψυχή μου για να είμαι ειλικρινής.

Τι πιστεύετε ότι θα γίνει στο επόμενο;

Το κεφάλαιο αυτό είναι αφιερωμένο στην passionxlove που περίμενε καρτερικά αυτό το κεφάλαιο. Τύπου μετρούσε τις μέρες. Μιχαέλα μου, οοολο δικό σου❤️

Αυταααα.

Αν σας άρεσε το κεφάλαιο ψηφίστε και σχολιάστε.

Αντιιιιοοοοοςςςς🥰🍟.

-Δέσπ.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro