55. Η ελπίδα ισοδυναμεί με παραίτηση και ζω σημαίνει δεν παραιτούμαι.
~Την ψάχνεις το σκας απ' το σπίτι, σε σέρνει απ' τη μύτη αυτό το βάλσαμο, αυτή η μυρωδιά από γαζία, αυτή η τυραννία σε τραβάει, ενώ κανένας βοηθός δεν υπάρχει να πει τι έχεις πάθει, τι σε πόνεσε κι εκείνη δε λέει να κοιτάξει γκαζώνεις τ' αμάξι χτυπάς και σκοτώνεσαι!~
•Τραγούδι του Πάνου Μουζουράκη.
Εκτέλεση: Φοίβος Δεληβορίας.
Αυγή.
Τα μάτια μου ανοίγουν αργά. Η όραση μου είναι θολή, αλλά μπορώ με ευκολία να αναγνωρίσω τις τρεις φίλες μου να στέκονται τρομαγμένες από πάνω μου. Αφήνουν, ταυτόχρονα, μια ανάσα και τα κορμιά τους χαλαρώνουν. Κάθονται δεξιά κι αριστερά μου· η Melisa κρύβει το πρόσωπο της στα χέρια της, η Claire κάνει αέρα στον εαυτό της και η Lyra πιάνει την καρδιά της φρικαρισμένη, περνώντας τα χέρια της μέσα από τα μαλλιά της.
«Πώς είσαι; Ζαλίζεσαι; Πονάς κάπου;» η οικοδέσποινα με βομβαρδίζει με ερωτήσεις και μια σουβλιά πόνου διαπερνά το κεφάλι μου. Μορφάζω.
«Σε παρακαλώ, μίλα πιο σιγά...» ζητάω και γνέφει θετικά πολύ γρήγορα.
«Είμαι καλά, αλήθεια! Δεν είναι τίποτα, υποψιάζομαι ότι μου έπεσε η πίεση.» δηλώνω μια πιθανή αιτία, κάνοντας απαλό μασάζ στο κεφάλι μου σε μια προσπάθεια να διώξω το ζοφερό συναίσθημα που με έχει τυλίξει σαν κουβέρτα.
«Έχεις υπόταση;» η Claire μου χαϊδεύει τα μαλλιά απαλά, κάνοντας παράλληλα νόημα στη Melisa να μου δώσει κάτι· ένα ποτήρι χυμό, όπως ανακαλύπτω αργότερα. Πίνω μια γουλιά και γνέφω θετικά.
«Ορθοστατική υπόταση, ναι. Όταν ήμουν δεκατρία σε συνδυασμό με μια ηλίαση, η πίεση μου με εγκατέλειψε. Λιποθύμησα στον ύπνο μου και είχα μερική αμνησία για πέντε-έξι ώρες. Την επόμενη μέρα, οι γιατροί μας είπαν ότι, μεταξύ όλων των άλλων, έχω και αυτό. Γενικά ήταν ένα δύσκολο καλοκαίρι.» σχολιάζω καθώς θυμάμαι εκείνη την περίοδο.
«Μέχρι τέσσερα έχει φτάσει η πίεση μου, μετά δεν ξέρω τι γίνεται.» αστειεύομαι, αλλά δεν τους φαίνεται καθόλου αστείο. Συνήθως πιάνει αυτό.
«Μας κατατρόμαξες!» σχολιάζει η κοπέλα με τα καστανόξανθα μαλλιά και οι άλλες δύο την αγριοκοιτάζουν. Ανασηκώνει τους ώμους.
«Τι; Ότι δηλαδή, μόνο το δικό μου αίμα κόπηκε όταν την είδα να πέφτει;» τις ειρωνεύεται και αφήνω ένα γελάκι. Κάνω κίνηση να σηκωθώ, μα μουρμουρητά κάτι μεταξύ σε "πού νομίζεις ότι πας" και "δεν υπάρχει περίπτωση να σηκωθείς" τρυπούν τ' αυτιά μου.
«Κορίτσια, είμαι καλά, αλήθεια! Κάτι αλμυρό πρέπει να φάω και θα συνέλθω.» καθησυχάζω, αγνοώντας επιδεικτικά την άρνηση τους. Ξεφυσούν.
«Μήπως πρέπει να πας σε κάποιο νοσοκομείο; Φαίνεσαι άρρωστη, ρε Αυγή!» παραπονιέται η Γαλλίδα και κουνάω το κεφάλι αρνητικά πολύ γρήγορα. Ξέρω ότι φέρομαι σαν παιδί, αλλά και μόνο στη σκέψη ότι θα μου πάρουν αίμα, η ζάλη που μου έρχεται είναι τρεις φορές μεγαλύτερη!
«Όχι, όχι! Δε χρειάζεται. Απλώς έχω ταραχτεί πολύ αυτές τις μέρες, δεν κοιμάμαι καλά και έχω χάσει την όρεξη μου. Ήταν λογικό κι επόμενο να συμβεί αυτό. Ξεκούραση χρειάζομαι και θα συνέλθω.» περνάω μια τούφα πίσω από το αυτί μου, κοιτώντας γύρω μου απορημένη.
«Πού άφησα το κινητό μου;» αναρωτιέμαι φωναχτά.
Η Mel τεντώνεται και το βγάζει από την πρίζα. Μου το δίνει απευθείας και παρατηρώ πως ο Λευτέρης έχει απαντήσει πάλι· ένα λεπτό αφότου έλαβε τη δική μου απάντηση, συγκεκριμένα. Το αγνοώ. Θα απαντήσω αργότερα.
«Μήπως να ειδοποιήσουμε τη μαμά σου;» την πρόταση στο τραπέζι τη ρίχνει η Lyra, που τώρα κάνει τα μαλλιά της έναν ψηλό κότσο και τα μάτια μου ανοίγουν διάπλατα από τη φρίκη.
«Όχι, όχι! Αν πάρω τη μαμά μου θα με πάει σίγουρα στο νοσοκομείο, χωρίς λόγο! Ακούστε με που σας λέω, έχει πέσει κι άλλες φορές η πίεση μου. Με λίγο αλάτι θα είμαι καλύτερα.» χαμογελάω για να τις πείσω και κοιτάνε πάλι η μια την άλλη.
«Δεν θα φας λίγο αλάτι. Θα φας πατατάκια. Lyra, σήκω! Θα πάμε στο super market!» διατάζει επιτακτικά και, προς έκπληξη μου, η κοπέλα δεν φέρνει αντίρρηση. Αντίθετα, σηκώνεται και βάζει με γρήγορες κινήσεις το μπουφάν της.
«Σε δέκα λεπτά θα είμαστε πίσω.» μας ενημερώνουν και, μέσα σε ένα λεπτό, εξαφανίζονται από το δωμάτιο. Πίνω λίγο ακόμα από το χυμό πορτοκάλι και πιάνω τον εαυτό μου να του λείπει το μήλο-πορτοκάλι-καρότο. Κοιτώ την Γαλλίδα.
«Ψιτ!» τη σκουντάω και σηκώνει το βλέμμα από τα χέρια της. Φαίνεται ακόμα ταραγμένη.
«Τι γίνεται με τον παντρεμένο;» ρωτάω διστακτικά και ανακάθεται άβολα στη θέση της.
«Εε...» ξεφυσάει. Περνάει τα δάχτυλα της μέσα από τα μαλλιά της.
«Τι να γίνεται...δεν έχει αλλάξει κάτι. Όλα όπως πριν. Αυτός στην οικογένεια του κι εγώ...εγώ κλέβω δύο ώρες από το χρόνο του.» η απάντηση αυτή βγαίνει βεβιασμένα από τα χείλη της και το βλέπω ότι αισθάνεται πάρα πολύ άσχημα. Τρίβω το μπράτσο της παρηγορητικά.
«Όταν ένα τρίτο πρόσωπο μπαίνει σε μια σχέση, τότε το ζευγάρι έχει αφήσει χώρο. Εντάξει, δεν σου λέω ότι δεν έχεις κανένα μερίδιο ευθύνης, αλλά, δεν ξέρω, για μένα φταίει περισσότερο αυτός. Δηλαδή, πραγματικά αναρωτιέμαι, με τι θράσος κοιτάει την οικογένεια του στα μάτια; Με τι καρδιά ξαπλώνει δίπλα στη γυναίκα του; Στην τελική, αν δεν την θέλει ας την χωρίσει!» εκφράζω την άποψη μου και τα μάτια της κοκκινίζουν.
«Σε παρακαλώ μη...μην το λες αυτό. Είναι στ' αλήθεια ένας υπέροχος άνθρωπος. Αγαπάει πάρα πολύ την οικογένεια του κι αυτός είναι ο λόγος που, τώρα τον Ιανουάριο, είχαμε κόψει τις επαφές για ένα διάστημα απλά...απλά μερικά πράγματα δεν μπορείς να τα ελέγξεις.» προσπαθεί να τον δικαιολογήσει και είναι κάτι που με εκνευρίζει άνευ προηγούμενου.
Δεν θα ήθελα να είμαι η γυναίκα, ή η κόρη του. Γι'αυτό και ευχαριστώ με όλη μου την καρδιά τον μπαμπά μου που είναι τόσο αφοσιωμένος στη μαμά μου.
«Claire, μην τον δικαιολογείς! Είναι απαράδεκτος! Να ξυπνήσω τώρα εγώ μια μέρα και να μάθω ότι ο μπαμπάς μου έχει ερωμένη! Χριστέ μου, δεν θα του ξανά μιλήσω ποτέ!» παραληρώ για πράγματα που δεν θα γίνουν ποτέ και, δεν προλαβαίνω να τελειώσω τη φράση μου, εκείνη βάζει τα κλάματα. Μένω για λίγο σαστισμένη να βλέπω το κατακόκκινο πρόσωπο της και τα γουρλωμένα μάτια της. Πιέζω τα χείλη. Το παράκανα.
«Εε...δηλαδή, εντάξει. Δεν είμαι τόσο απόλυτη! Στην τελική μπαμπάς μου είναι ό,τι κι αν κάνει.» τα μπαλώνω δίνοντας της την ελπίδα πως, αν η οικογένεια του παντρεμένου μάθει την αλήθεια μπορεί και να μη διαλυθεί.
Αλλά, έλα τώρα, σίγουρα θα διαλυθεί!
«Ξέρεις κάτι;» κάνει μια παύση και σκουπίζει τα μάτια της. Περιμένω να βρει την ανάσα της και να συνεχίσει.
«Έχεις δίκιο. Του διαλύω το σπίτι και ευχαριστώ πολύ που μου λες την αλήθεια, απλά...» σταματάει πάλι. Κλαίει περισσότερο. Νιώθω ενοχές που την έφερα σε αυτή την κατάσταση.
Ανασηκώνομαι και την τραβάω στην αγκαλιά μου, όσο χαϊδεύω την πλάτη της. Δε συμφωνώ ακριβώς σε αυτά που λέει· αυτός ο άνδρας πήρε μόνος του τη βαριοπούλα και γκρεμίζει το σπίτι του από τα θεμέλια. Αν δεν ήθελε να το κάνει, δεν θα το έκανε! Προφανώς, η φίλη μου δεν είναι αγία αλλά δεν είναι και αυτή που είναι παντρεμένη.
«Δεν είπα ποτέ ότι του διαλύεις το σπίτι. Στην τελική, ποιος ξέρει πόσες ήταν πριν από σένα και πόσες θα είναι μετά. Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι σχεδόν πάντα την πληρώνει το τρίτο πρόσωπο και, Claire μου, δεν θέλω να δω κανέναν να σου επιτίθεται επειδή ερωτεύτηκες.» ψελλίζω αργά και με σφίγγει λίγο περισσότερο πάνω της.
Η απάντηση δεν έρχεται ποτέ, κι αυτό γιατί ακούμε τον ήχο των κλειδιών της Melisa που σηματοδοτούν την άφιξη τους στο σπίτι. Η κοπέλα στην αγκαλιά μου τινάζεται και ψελλίζοντας πως πάει στο μπάνιο για να πλύνει το πρόσωπο της, εξαφανίζεται από το δωμάτιο. Κοιτάω για λίγο τον άδειο χώρο και ξεφυσάω.
Δεν θα τελειώσει καλά αυτή η ιστορία.
(...)
Τριτοπρόσωπη αφήγηση.
Η ώρα είναι επτά όταν η Θάλεια, χτυπάει την πόρτα του δωματίου της κόρης της ρυθμικά και, μόλις πάρει άδεια, μπαίνει μέσα. Βρίσκει την Αυγή μπροστά από τον καθρέφτη να χτενίζει τα μαλλιά της ανέκφραστη. Στέκεται στην πόρτα και την κοιτάει με καμάρι.
«Τι ώρα θα έρθει ο Λευτέρης να σε πάρει;» ρωτάει με ενδιαφέρον, πλησιάζοντας την αργά. Στέκεται πίσω της, πιάνοντας την χτένα από τα χέρια της προκειμένου να συνεχίσει αυτή. Η κοπέλα δεν φέρνει αντίρρηση. Δέχεται τη φροντίδα της.
«Σε δέκα λεπτά, υποθέτω.» ανασηκώνει τους ώμους, στρώνοντας καλύτερα τη μαύρη μάλλινη ζακέτα στο κορμί της.
Είναι δεκατέσσερις Φεβρουαρίου, ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου, και η Αυγή ετοιμάζεται να βγει με τον φίλο της. Το άσπρο ζιβάγκο μπλουζάκι και το ανοιχτόχρωμο μπλε τζιν, ταιριάζει με τα μαύρα αρβυλάκια της και που της δίνουν μερικούς πόντους. Η Θάλεια, αφήνει τη χτένα σ' ένα ράφι και γυρίζει την καρέκλα με σκοπό να έχει οπτική επαφή με την έφηβη μπροστά της.
«Βρε μωρό μου, μήπως βιάστηκες να το προχωρήσεις με τον Λευτέρη;» της χαϊδεύει το μάγουλο τρυφερά κι εκείνη δυσανασχετεί. Δεν έχει καμία όρεξη να κάνει αυτή τη συζήτηση.
«Μαμά, είμαι μια χαρά! Εντάξει;» το αποφεύγει απηυδισμένη και σηκώνεται από την στριφογυριστή καρέκλα της, πιάνοντας από το ξύλινο γραφείο τα δαχτυλίδια και το ασημένιο κολιέ της. Τα φοράει βιαστικά.
«Αυγή μου-» η φράση της κόβεται στη μέση από τον ήχο κλήσης του κινητού της μικρής, η οποία το σηκώνει αμέσως. Ξεφυσάει.
Η συμπεριφορά της έχει αλλάξει τον τελευταίο καιρό· είναι νευρική, έχει πολύ κακή διάθεση και της φταίει μέχρι και ο αέρας που αναπνέει. Καμία σχέση με το χαρούμενο πλάσμα που μεγαλώνει όλα αυτά τα χρόνια. Έχει καταλάβει κι εκείνη και ο σύζυγος της, ο οποίος αυτή τη στιγμή βρίσκεται κάτω από το καυτό νερό, ότι την έχει επηρεάσει ο χωρισμός της από τον Lucas και έχει σκεφτεί πάρα πολλές φορές να πάει να του πει δυο λόγια, αλλά δεν το έκανε. Δεν είναι σωστό να ανακατευτεί σε αυτό κι είναι κάτι για το οποίο τη συμβούλευσε ο Πέτρος.
«Έλα Mel. Τι έγινε;» το σηκώνει και βάζει την κλήση σε ανοιχτή ακρόαση για να κάνει τα κόκκινα μαλλιά της έναν ψηλό, σφιχτό κότσο.
«Να ξέρεις, σε έχω ανοιχτή και στο δωμάτιο είναι η μαμά μου.» προειδοποιεί και η κοπέλα στη γραμμή πνίγει ένα γελάκι. Η Αυγή ακολουθεί.
«Γειά σου, Θάλεια μου!» χαιρετά και η εγκυμονούσα χαμογελάει πλατιά, χαιρετώντας την πίσω. Τα συμπαθεί πολύ αυτά τα κορίτσια, μα λίγο περισσότερο συμπαθεί την Claire, αγνοώντας φυσικά πως είναι η ερωμένη του άνδρα της.
«Να σου πω, εγώ τελείωσα με τις υποχρεώσεις και το διάβασμα μου. Μπορώ να βρεθούμε για να πάρεις τον φορτιστή σου.» την ενημερώνει και η κοπέλα αφήνει μια ανάσα ανακούφισης.
Το προηγούμενο απόγευμα το πέρασαν μαζί και η κοκκινομάλλα ξέχασε το λευκό φορτιστή της. Σήμερα διάβαζαν και οι δυο σαν τρελές και τώρα, επιτέλους, είναι και οι δύο ελεύθερες. Ευτυχώς, γιατί το power bank της σε λίγο δεν θα είναι ικανό να της προσφέρει τις ικανότητες του.
«Εγώ θα βγω με τον Λευτέρη τώρα, αλλά μπορώ να του πω να έρθουμε από το σπίτι σου να πάρω το φορτιστή.» περνάει τους κρίκους μέσα από τις μικρές τρύπες στ' αυτιά της και τρίβει για λίγο τα μάτια της. Σκέφτεται πως έκανε καλά που δεν βάφτηκε.
«Το πρόβλημα είναι πως εγώ δεν είμαι σπίτι. Είπαμε με τα παιδιά να βρεθούμε στο σπίτι του Lucas για ταινία, σε πέντε είμαι εκεί. Έχω το φορτιστή σου μαζί μου, θα σου ζητήσω πάρα πολλά αν σου προτείνω να έρθεις από εκεί; Αν δεν θες θα το καταλάβω!» ακούγεται διστακτική. Η ανάσα της σταματάει και τα μάτια της Θάλειας καρφώνονται πάνω της. Σαν να περιμένει με αγωνία την απάντηση της.
«Εε...» τρίβει το μέτωπο της νευρικά και κοιτάει το δωμάτιο της. Παίρνει μια βαθιά ανάσα. Πιάνει στα χέρια της τη συσκευή και βγάζει την ανοιχτή ακρόαση.
«Δεν έχω πρόβλημα να έρθω, μόνο αν βγεις έξω εσύ. Δεν θέλω να μπω ξανά σε αυτό το σπίτι.» ψελλίζει και, μετά από μέρες, η καρδιά της χτυπάει και πάλι σαν τρελή.
Η Melisa χαμογελάει πικρά. Μπορεί η φίλη της να παριστάνει πως όλα είναι καλά στη ζωή της, πως με τον Λευτέρη πάει από το καλό στο καλύτερο, αλλά έχει καταλάβει πως δεν είναι τίποτα άλλο, παρά ένα θέατρο, σε μια ύστατη προσπάθεια να προστατεύσει τον εαυτό της από αυτά που νιώθει. Φτιάχνει καλύτερα το κασκόλ γύρω από το λαιμό της και εφαρμόζει καλύτερα τα ακουστικά στ' αυτιά της. Η πόρτα του κολλητού της εμφανίζεται στο οπτικό της πεδίο.
«Εντάξει, ναι!» συμφωνεί.
«Θα σε περιμένω εκεί, λοιπόν. Όταν φτάσεις κάνε μου μια κλήση να βγω!»
«Εντάξει. Θα τα πούμε από κοντά. Φιλάκια!» την αποχαιρετά βιαστικά και τερματίζουν την κλήση.
Πάνω στην ώρα, ο Λευτέρης βαράει την κόρνα του carnaby. Η Αυγή ρίχνει βιαστικά χτένα, κλειδιά και πορτοφόλι στην μαύρη τσάντα της και φοράει ακόμα πιο βιαστικά το μαύρο μπουφάν της. Απλώνει στα χείλη της το λιποζάν με γεύση κεράσι και το αφήνει πίσω στη θέση του. Η Θάλεια την παρατηρεί.
«Ελπίζω να έχει δεύτερο κράνος.» σχολιάζει με υψωμένο φρύδι και η κοπέλα απλώς γνέφει θετικά αφήνοντας ένα μικρό γελάκι. Μουγγρίζει ελαφρώς καθησυχασμένη.
«Θα πάμε αύριο για ψώνια; Ψώνια, καφέ, ό,τι θες εσύ!» προτείνει διστακτικά, θέλει να την ξεκουνήσει λιγάκι, να κάνουν ό,τι και πριν. Σχεδόν δεν την αναγνωρίζει πια, λες και έχει παραιτηθεί!
«Μαμά, είναι Δευτέρα αύριο.» υπενθυμίζει, σφίγγοντας τον κότσο της βαριεστημένα. Δεν έχει καμία όρεξη και αυτό είναι φανερό. Η μαμά της διατηρεί το χαμόγελο της, ξεροβήχοντας. Σφίγγει τη ζώνη της ρόμπας της ελάχιστα.
«Για το απόγευμα έλεγα!» διευκρινίζει. Λανθασμένα, πιστεύει ότι την έχει κολλήσει στον τοίχο. Η Αυγή της δεν της λέει ποτέ όχι, άλλωστε, στην επιλογή να περάσουν λίγες ώρες οι δυο τους. Η κόρνα ακούγεται ξανά. Ξεφυσάει.
«Άλλη φορά. Βαριέμαι.» την απορρίπτει και βγαίνει από το δωμάτιο, κατεβαίνοντας βιαστικά μεν, ανόρεχτα δε μέχρι κάτω.
Η εγκυμονούσα μένει να κοιτάει σαστισμένη το σημείο που στεκόταν πριν.
'Βαριέται.' σκέφτεται ξανά και ξανά. Κλείνει για ένα δευτερόλεπτο τα μάτια της.
«Χάλια είναι το παιδί μου...» μονολογεί.
Όταν η Αυγή ανοίξει την κεντρική πόρτα, το πρώτο που βλέπει είναι τον Λευτέρη καθισμένο πάνω στη γκρι μηχανή του, το πρόσωπο του οποίου φωτίζει στη θέα της. Της χαμογελάει πλατιά και ερωτευμένα κι εκείνη ανταποδίδει όσο καλύτερα μπορεί. Όταν τον πλησιάσει, τυλίγει το χέρι του γύρω από τη μέση της και τη φέρνει ακόμα πιο κοντά του, αφήνοντας ένα απλό φιλί στα χείλη της.
«Είσαι πανέμορφη!» ψιθυρίζει πάνω από τα χείλη της, με την καρδιά του να χτυπάει σαν τρελή κάτω από το στήθος του. Τα μάγουλα της κοκκινίζουν και ρίχνει το βλέμμα της στο δρόμο.
«Ευχαριστώ.» ψελλίζει ντροπαλά.
«Εμ, υπάρχει πρόβλημα να πάμε πρώτα σε ένα σπίτι να μου δώσει η Melisa τον φορτιστή μου;» χαμογελάει αθώα και της γελάει.
Σαν απάντηση, της κλείνει το μάτι με νόημα και της δίνει το δεύτερο κράνος. Για λίγο σκαλώνει· η πρώτη της σκέψη είναι ότι ο κότσος που έκανε θα χαλάσει, μα θυμάται πως μέσα στην τσάντα της βρίσκεται η αγαπημένη της ροζ χτένα. Οπότε, χωρίς άλλες καθυστερήσεις, βάζει το μαύρο κράνος και, αφού ανέβει στη μηχανή, το όχημα ξεκινάει.
(...)
«Δεν ψήνομαι για It δύο ρε, δεν είναι καν τρομακτικό.» παραπονιέται ο James πίνοντας μια γουλιά από την μπύρα του και ο Paul δυσανασχετεί για χιλιοστή φορά. Από τη Lyra το περίμεναν, από τον James τους ήρθε. Κοιτά για βοήθεια τον οικοδεσπότη, μα εκείνος είναι πολύ απασχολημένος να κοίτα την pepsi λεμόνι ανάμεσα στα χέρια του.
Είχε μια κρυφή ελπίδα πως τελικά θα έρθει κι εκείνη στη μάζωξη, κάτι που προφανώς δεν έγινε καθώς, όταν η Melisa, που σαν κάποιο λάθος, έφτασε τελευταία, η όμορφη κοπέλα του δεν ήταν μαζί της. Όλοι παρατήρησαν την απογοήτευση στο πρόσωπο του, μα κανένας δεν το σχολίασε.
«Δεν προοριζόταν ποτέ για τρομακτικό, αλλά ανατριχιαστικό κι αυτό, αν με ρωτάς, είναι κάτι που το πέτυχε. Στην τελική, αν κάθε φορά που μαζευόμασταν για ταινία κάναμε το χατίρι του ενός, η Lyra δεν θα είχε δει ούτε ένα θρίλερ!» το προβάλλει σαν επιχείρημα και η έφηβη με το σκουλαρίκι στο χείλος γελάει πνιχτά.
«Θα δούμε το It. Τέλος συζήτησης.» ο άνδρας με τα γκρι μάτια και τα μελί μαλλιά δίνει, επιτέλους, ένα τέλος στην κουβέντα και το σπίτι βυθίζεται για λίγο στη σιωπή.
Μια αναπάντητη κλήση στο κινητό της Melisa τραβά την προσοχή όλων κι αυτή τεντώνεται για να το πιάσει. Η αναγνώριση δείχνει το όνομα της Ελληνίδας κι εκείνη σηκώνεται την ίδια στιγμή, βάζοντας το μπουφάν της. Πιάνει από την τσάντα της τον φορτιστή.
«Ήρθε η Αυγή να πάρει το φορτιστή της. Έρχομαι σε ένα λεπτό!» τους ενημερώνει, καθώς κουμπώνεται μέχρι πάνω. Τα μάτια των παρευρισκομένων στρέφονται πρώτα στη φίλη τους και στη συνέχεια στον Lucas. Αγωνιούσαν όλοι να δουν την κίνηση του, όσο αυτός είχε σκοπό να κάνει το απόλυτο τίποτα.
«Τόσο λίγο μας αντέχει, που ούτε μέσα δεν θέλει να μπει;» κάνει ειρωνικά ο James κι ενώ όλοι περίμεναν από την Melisa να τους επιτεθεί, η κοπέλα απλώς χαμογέλασε λίγο πριν αφήσει ένα πονηρό γελάκι. Ανοίγει ελάχιστα την πόρτα παίρνοντας το κλειδί και τους κοιτάει έναν-έναν.
«Όχι, δεν μπαίνει μέσα γιατί είναι μαζί με το αγόρι της!» μιλάει αργά, τονίζοντας ιδιαίτερα τις τελευταίες λέξεις και βγαίνει από το σπίτι κλείνοντας την πόρτα πίσω της.
Δεν έχει προλάβει να περάσει ούτε δευτερόλεπτο, όταν σηκώνονται όλοι ταυτόχρονα, πλην του Lucas, και κολλάνε τα πρόσωπα τους στο παράθυρο, τραβώντας διακριτικά την κουρτίνα σε μια προσπάθεια να δουν τον Λευτέρη που, αγνοώντας ότι μια παρέα τεσσάρων ατόμων τον κατασκοπεύει, κρατάει στην αγκαλιά του την Αυγή και της αφήνει ένα φιλάκι στα μαλλιά.
«Προδότες...» σχεδόν φτύνει τη λέξη, πίνοντας μια γουλιά από την pepsi. Δεν το πιστεύει ότι, ούτε είκοσι μέτρα μακριά του, βρίσκεται η Αυγή του στην αγκαλιά κάποιου άλλου!
Οι φίλοι του ανταλλάσσουν ένα βλέμμα γεμάτο νόημα. Επιστρέφουν στις αρχικές τους θέσεις αργά και κάθονται αμίλητοι· όλοι εκτός του μόνου από την παρέα, που διόλου τον νοιάζει αν στεναχωρήσει τον, κατά τ' αλλά, φίλο του.
«Φίλε Lucas, δεν έχεις καμία ελπίδα! Είναι ένας κούκλος και ακριβώς στα μέτρα της. Την πάτησες!» τον ενημερώνει, δήθεν, απερίσκεπτα, την ίδια στιγμή που η Melisa μπαίνει ξανά στο σπίτι, χαρούμενη που γνώρισε τον φίλο της Ελληνίδας. Όλοι τον αγριοκοιτούν.
«Τι έγινε ρε παιδιά;» ρωτάει ανίδεη, βγάζοντας το μπουφάν της. Κανένας δε μιλάει, αυτό μονάχα εντείνει την περιέργεια της.
«Πείτε ρε!» προτρέπει, καθώς βολεύεται περισσότερο στο σκαμπό δίπλα στην Claire.
Ο Lucas, σηκώνεται εκνευρισμένος κλωτσώντας το πουφ και πιάνοντας το μπουφάν του από τον καλόγερο βγαίνει έξω, χτυπώντας την λευκή πόρτα πίσω του με δύναμη. Ανταλλάσσουν και πάλι ένα βλέμμα· ο φίλος τους δεν είναι καλά κι είναι κάτι που όλοι έχουν καταλάβει.
Το κρύο είναι τσουχτερό, μα είναι το τελευταίο που τον νοιάζει. Κάθεται στο πεζούλι και πιάνει από την τσέπη του μαύρου, χοντρού μπουφάν τα τσιγάρα και τον αναπτήρα του. Βγάζει ένα από το πακέτο και του βάζει φωτιά. Τραβάει μια γερή τζούρα από τον καπνό.
Ένα αυτό κινητό σταματάει στην απέναντι πλευρά του δρόμου και κορνάρει μια φορά. Το ράδιο παίζει στο τέρμα ένα τραγούδι του Bruno Mars και, παρόλο που ο οδηγός το χαμηλώνει λίγο, η καρδιά του βουλιάζει ακόμα περισσότερο στο στήθος του. Τρίβει το μέτωπο του νευρικά και αναστενάζει.
Although it hurts
I'll be the first to say that I was wrong!
Oh, I know I'm probably much too late,
To try and apologize for my mistakes,
But I just want you to know...
Μια κοπέλα κατεβαίνει από την απέναντι πολυκατοικία τρέχοντας σχεδόν και χώνεται στην αγκαλιά του. Ο τυπάς τη σφίγγει πάνω του κι όταν απομακρυνθούν της δίνει ένα λουλούδι. Ο Lucas αφήνει ένα πικρό γελάκι. Σκέφτεται ότι εκείνος ποτέ δεν πήρε λουλούδια στην Αυγή, αντίθετα κορόιδεψε αυτά που της αρέσουν.
I hope he buys you flowers.
I hope he holds your hand.
Give you all his hours
When he has the chance...
Ξεφυσάει. Νιώθει να πνίγεται.
'Θα με παρεξηγήσουν πολύ αν πάρω φορά και κλείσω το ράδιο;'
Take you to every party
'Cause I remember how much you loved to dance!
Do all the things I should have done
When I was your man...
Μπαίνουν στο αυτοκίνητο και, αφού της αφήσει ένα φιλί στα χείλη και του χαρίσει το πιο όμορφο χαμόγελο της, φεύγουν και χάνονται από μπροστά του ωστόσο προλαβαίνει να ακούσει τον τελευταίο στίχο. Κοιτάει το τσιγάρο με ελεεινή διάθεση και μια ανάγκη να κουλουριαστεί στην αγκαλιά της μαμάς του, μέχρι να στερέψει από το κλάμα. Η ζωή του είναι ένα χαλί.
Do all the things I should have done
When I was your man...
Πιάνει το κινητό του και ψάχνει την επαφή. Πατάει πάνω στο εικονίδιο διστακτικά και περιμένει. Κάθε χτύπος μέχρι να το σηκώσει, ισοδυναμεί με τους παλμούς της καρδιάς του. Περιμένει ανυπόμονα.
«Ναι;» η φωνή της τον ηρεμεί απροσδόκητα γρήγορα και αναστενάζει ανακουφισμένος που το σήκωσε. Ανησυχούσε κάπως γι'αυτό.
«Ο Lucas είμαι...» ενημερώνει. Η ανάσα της γυναίκας στην άλλη γραμμή κόβεται και, παρόλο που δεν την βλέπει, ξέρει ότι έχει βουρκώσει. Χαμογελάει πλατιά.
«Πήρα να σου πω χρόνια πολλά.» συνεχίζει. Ξέρουν και οι δύο ότι αύριο είναι τα γενέθλια της και, θέλοντας να τον βοηθήσει να πει τον πραγματικό λόγο που πήρε, το λέει. Βάζει το χέρι της στην καρδιά της.
«Αγάπη μου, ευχαριστώ πολύ, αλλά αύριο είναι τα γενέθλια μου!» επισημαίνει με γλυκιά φωνή. Ο άνδρας βρίζει μέσα από την ανάσα του· ξέρει ότι τον κατάλαβε. Για κάποιον που κρυβόταν δυο χρόνια, πολύ γρήγορα τον ξεσκέπασε. Ξεροκαταπίνει.
«Άρα...να πάρω αύριο;» ρωτάει χαζά και την ακούει να γελάει διασκεδασμένη. Γελάει κι αυτός ελάχιστα.
«Να μου πεις γιατί πήρες.» μιλάει ξεκάθαρα, καθώς ρίχνει το καλό-διατηρημένο κορμί της στον καναπέ. Ανυπομονεί να τον ακούσει.
«Και να πάρεις και αύριο.» προσθέτει, περνώντας μια ξανθιά τούφα πίσω από το αυτί της και γελούν ξανά. Η καρδιά του έχει ελαφρύνει κάπως.
Παίρνει μια βαθιά ανάσα και ρουφάει λίγο ακόμα από το τσιγάρο. Υψώνει το βλέμμα του στο σκοτεινό ουρανό και κλείνει για ένα δευτερόλεπτο τα μάτια του, όταν η μορφή της εισβάλλει στο μυαλό του. Ραγίζουν τα μέσα του. Εκπνέει.
«Μαμά...» πνίγει έναν λυγμό.
«Τα έχω κάνει σκατά.» παραδέχεται.
(...)
«Ευχαριστώ που με έφερες!» κατεβαίνει από τη μηχανή και βγάζει το κράνος. Παραδόξως, τα μαλλιά της δεν έχουν χαλάσει, παρά μόνο δύο-τρεις μικρές τριχούλες πετούν από δω κι από κει. Της χαμογελάει γλυκά.
«Μην το συζητάς, μωρό μου.» τυλίγει το χέρι του γύρω από τη λεπτή της μέση και τη φέρνει κοντά του. Η ώρα είναι λίγο μετά τις δέκα και ξέρει ότι οι γονείς της είναι ακόμα ξύπνιοι, οπότε, βιαστικά, ξεκουράζει τα χέρια της στο στερνό του και κάθεται όταν σκύβει να τη φιλήσει.
«Καληνύχτα.» ψιθυρίζει πάνω από τα χείλη της.
«Καληνύχτα.» εύχεται.
Σπάει την επαφή τους και τον παρακολουθεί να βάζει ξανά μπροστά τη μηχανή και να φεύγει από εκεί. Αφήνει μια ανάσα και, σφίγγοντας τον κότσο της για εκατοστή φορά σήμερα, περπατάει μέχρι την είσοδο του σπιτιού της.
«Αυγή!» ο ψίθυρος που φτάνει στ' αυτιά της την κάνει να γυρίσει το κεφάλι ασυναίσθητα στα δεξιά και να ψάξει από πού ήρθε.
Μέσα από τα σκοτάδια, κάνει την εμφάνιση της ο πρώην της, μ' ένα μισό-τελειωμένο τσιγάρο ανάμεσα στα σαρκώδη χείλη του. Φαίνεται θλιμμένος και κουρασμένος, μα προσπαθεί να πείσει τον εαυτό της ότι δεν την νοιάζει. Δυσανασχετεί.
«Έλα!» της κάνει νόημα να τον πλησιάσει, σβήνοντας το τσιγάρο του σε έναν κάδο και πετώντας το μέσα. Είναι κάπως αγχωμένος. Ξεφυσάει και τον πλησιάζει με θυμό. Κρύβονται στα πλάγια του σπιτιού της.
«Τι θες;» ρωτάει επιθετικά. Δεν αντέχει να είναι κοντά του, θέλει μόνο να πάει στο δωμάτιο της και να ξαπλώσει στο μαλακό και ζεστό της κρεβάτι.
«Ήθελα μόνο να σου πω συγγνώμη και ότι...έχω μετανιώσει φριχτά για ό,τι έκανα. Που ξεχνούσα τα αγαπημένα σου πράγματα, που έβαζα τα θέλω μου πάνω από τα δικά σου, που δεν ήρθα στην παράσταση, που έφερα την ηλίθια κοκαΐνη στο σπίτι σου που...που πήγα με άλλη. Και, σε καμία περίπτωση, δεν σου λέω όλα αυτά γατί θέλω να με δεχτείς πίσω και να με συγχωρήσεις.» στην αρχή προσπαθεί να την κοιτάει στα μάτια, όμως στη συνέχεια το βλέμμα του πέφτει στα πόδια του.
Στα λόγια του θέλει να γελάσει. Της ακούγονταν πολλά, μα όχι αρκετά για να σταματήσει να τον αγαπάει. Ποτέ δεν θα ήταν αρκετά, γιατί, καλώς ή κακώς, δεν μπορείς να ξε-αγαπήσεις κάποιον κι αυτό είναι κάτι που η Αυγή, παρόλο που το ξέρει, θα το συνειδητοποιήσει ακόμα περισσότερο στη συνέχεια.
«Αλλά γιατί;» σταυρώνει τα χέρια κάτω από το στήθος και υψώνει το φρύδι. Σιωπηλά, προσεύχεται να μην ακούσει τους χτύπους της καρδιάς της που έχουν χάσει κάθε έλεγχο. Αν το κάνει θα το εκμεταλλευτεί στο έπακρο και ξέρει πως δεν θα καταφέρει να κρατήσει τον εαυτό της.
«Γιατί...παρόλο που πεθαίνω να αγγίξω ξανά τα χείλη σου, θέλω να είσαι ευτυχισμένη. Ακόμα κι αν αυτό σημαίνει πως δεν είμαι εγώ αυτός που σου χαρίζω αυτό το όμορφο χαμόγελο που έχεις.» κάνει μια παύση. Τα μάτια του βουρκώνουν και κάτι μέσα της σπάει.
«Κι αν αυτός που είστε τώρα μαζί σου φέρεται όπως σου αξίζει...εμένα μου φτάνει γιατί...γιατί πάνω απ' όλα έχω εσένα κι ας μην το πιστεύεις. Μόνο που, σε παρακαλώ, μην κρατάς πίσω τον εαυτό σου γι'αυτό που έκανα. Δεν θέλω να νομίζεις πως φταις εσύ που πήγα με άλλη. Εσύ είσαι υπέροχη.» τώρα πια τα χείλη, όπως και η φωνή του, τρέμουν σαν φύλλο στο δυνατό αέρα. Είδε πόσο διστακτική ήταν τώρα με αυτό το αγόρι, μαζί του δεν ήταν ποτέ έτσι.
Δεν κρατιέται, γελάει. Κρύβει το χλωμό της πρόσωπο ανάμεσα στα χέρια της και απλώς γελάει. Την κοιτάει με απορία και περιμένει κάποιο ξέσπασμα από εκεί που δεν έρχεται ποτέ. Όταν τον κοιτάξει ξανά είναι και τα δικά της μάτια κόκκινα. Ίσως περισσότερο κι από τα δικά του.
«Νομίζεις ότι δεν ξέρω ότι δεν φταίω εγώ που πήγες με άλλη; Ξέρω ότι είναι καθαρά δική σου μαλακία.» η ερώτηση της τον αιφνιδιάζει. Γιατί ναι, μπορεί η Αυγή να παίρνει την ευθύνη για πολλά, μπορεί οι ενοχές να τη σέρνουν από τη μύτη, αλλά γνωρίζει πως δεν τον έσπρωξε αυτή στην αγκαλιά κάποιας άλλης.
Ξεροβήχει και κλωτσάει ένα πετραδάκι. Σηκώνει το βλέμμα του στο σκοτεινό ουρανό της Νέας Υόρκης και προσεύχεται στο Θεό να πάρει τον πόνο που αισθάνεται η όμορφη πρώην κοπέλα του και να τον δώσει σε εκείνον. Το απαθές της βλέμμα δεν τον ξεγελά, όσο κι αν προσπαθεί. Ούτε οι φωνές της για "τον νέο της έρωτα" δεν τον πείθουν. Ποτέ δεν το έκαναν.
«Τότε;» ζητά, πράγματι, το λόγο.
Σκύβει κι αυτή το κεφάλι. Παίρνει μερικές ανάσες και μαζεύει όσο θάρρος και αντοχή έχει μέσα της, θέλοντας να βάλει το παράπονο και τον πόνο της σε λέξεις και, παραδόξως, πετυχαίνει. Οπότε, όταν η ματιά της αντικρίσει τη μαύρη δική του, υπογράφει για δεύτερη φορά την καταδίκη της.
«Αυτό που με εμποδίζει να προχωρήσω, Lucas, είναι ότι, παρά το γεγονός ότι με έχει διαλύσει το μεταξύ μας, παρόλο που πήγες με άλλη δίχως να σε νοιάζω εγώ και η σχέση μας, εγώ συνεχίζω να είμαι ερωτευμένη μαζί σου. Δεν μπορώ να σε βγάλω από μέσα μου, όσο κι αν προσπαθώ. Και υποφέρω· υποφέρω που είμαι μακριά σου.» τα πρώτα δάκρυα κυλούν από τα μάτια της στην παραδοχή αυτή και, παρόλο που μόλις του άνοιξε τα χαρτιά της, νιώθει μια γλυκιά ανακούφιση.
Στα λόγια της τα χάνει. Ρουφάει τη μύτη του και βάζει τα χέρια του στις τσέπες, για να σφίξει τις γροθιές του μέχρι να ασπρίσουν οι αρθρώσεις του. Από τη μια θέλει να ουρλιάξει από χαρά κι από την άλλη νιώθει την ανάγκη να την αναγκάσει να τον ξεχάσει, ώστε να προχωρήσει.
«Μη λες πράγματα που αργότερα θα μετανιώσεις.» αυτό ακούστηκε σαν απειλή, μα την κάνει να γελάσει. Συνεχίζει να επιδιώκει οπτική επαφή, λες και δεν ξέρει πως δεν είναι στα υπέρ της.
«Να μετανιώσω, γιατί;» αναρωτιέται για λίγο μέσα της αν τον αμφισβητεί, ή αν όντως απορεί. Τώρα δεν έχει την απάντηση, μα θα έρθει. Μέρα με τη μέρα, η απάντηση αυτή όλο και την πλησιάζει, αλλά δεν έχει καμία σχέση με αυτή που πρόκειται εκείνος να της δώσει.
«Προτιμώ να ξέρω ότι με μισείς. Ξέροντας ότι με σιχαίνεσαι, δεν θα τυλίξω τα χέρια μου γύρω από τη μέσα σου, ούτε θα σε κολλήσω στον τοίχο φιλώντας σε τόσο δυνατά, ώστε να μας κοπεί η ανάσα.» εξηγεί το σκεπτικό του και θα είναι ψεύτρα αν πει πως δεν της αρέσει. Η ένταση ανάμεσα τους είναι απτή.
«Λοιπόν, κρίμα! Γιατί δεν σε σιχαίνομαι.» παίρνει το ρίσκο και τον προκαλεί, όσο δεν το έκανε ποτέ στο παρελθόν.
Και μπορεί εκείνη να αψηφά όλες τις ανώτερες δυνάμεις, μα αυτές, η μια δίπλα στην άλλη, μουγγρίζουν και λυγίζουν απ' τον πόνο. Γιατί αυτό το μικρό, μόλις δεκαεπτά ετών, κορίτσι έχει υπερεκτιμήσει τις δυνάμεις της και τα ποντάρει όλα σ' έναν έρωτα τρελό!
Την κοιτάει άφωνος. Μέσα του ζυγίζει κάθε επιλογή που έχει, μα μόνο μια είναι εκείνη που φωτίζει σαν ήλιος στο μυαλό του.
«Γαμώτο!» βλαστημάει και, όντως, λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, όλα γίνονται όπως ακριβώς τα είπε: τα χέρια του τυλίγονται γύρω από τη μέση και τον αυχένα της, κολλάει στον τοίχο το λεπτό κορμί της και, σαν δύτης που μόλις βρήκε το οξυγόνο του, βουτάει στα χείλη της και την φιλάει.
Μα δεν νιώθει όπως περιμένει· υπάρχει πάθος, υπάρχει έρωτας, η καρδιά της κοντεύει να σπάσει, μα κάπου εκεί υπάρχει και ο Λευτέρης κι αυτό τη γεμίζει ενοχές. Οπότε, τον σπρώχνει και κρύβει το στόμα της στα χέρια της. Αισθάνεται τόσο λίγη απέναντι στον ψηλό της φίλο κι αυτό τη σκοτώνει.
«Δεν μπορώ...δεν μπορώ να το κάνω αυτό! Δεν είμαι έτσι εγώ! Δεν μπορώ να έχω σχέση και να φιλιέμαι μαζί σου. Κάποτε μου είπες να μη χάσω ποτέ την ελπίδα μου αλλά, Lucas, έχω βαρεθεί να ελπίζω σε κάτι που δεν έχει μέλλον!» τα δάκρυα πληθαίνουν στα μάτια της. Τα γόνατα του κόβονται στα λόγια της.
«Μην το λες αυτό! Σε παρακαλώ, μην το λες...» πλησιάζει και την αγκαλιάζει ξανά. Πόσο όμορφα νιώθει στο άγγιγμα του! Πόσο πολύ της λείπει να κάθεται για ώρες κλεισμένη ανάμεσα στα χέρια του!
«Είναι όμορφο να ελπίζεις, μωρό μου. Σε παρακαλώ! Δώσε μου μια δεύτερη ευκαιρία!» ο φόβος του σκίζει τα σωθικά της.
«Δεν είναι όμορφο, Lucas...» κουνάει το κεφάλι αρνητικά.
«Ο Albert Camus έχει πει ότι, η ελπίδα, αντίθετα απ' ο,τι πιστεύουμε, ισοδυναμεί με παραίτηση. Και ζω σημαίνει δεν παραιτούμαι. Κι εγώ...εγώ δεν θέλω να παραιτηθώ! Δεν θέλω να χαθώ σε αυτό που έχουμε!» κάνει να τον σπρώξει, μα δεν τα καταφέρνει. Τώρα πια κλαίει με λυγμούς.
Και τη σφίγγει περισσότερο στην αγκαλιά του. Και το κεφάλι της κρύβεται στο βαθούλωμα του λαιμού του. Η γαζία την καλωσορίζει και πάλι στον κόσμο της και τη μεθάει όπως την πρώτη φορά. Έχει χάσει και το ξέρει.
«Λοιπόν, ζητώ συγγνώμη από τον κύριο Camus, αλλά διαφωνώ! Μόνο οι κενοί δεν ελπίζουν κι εσύ...εσύ, μωρό μου, έχεις τόσα όμορφα συναισθήματα μέσα σου! Γι'αυτό, σε παρακαλώ, δώσε μου μια ευκαιρία!» φιλάει το μέτωπο και τα μαλλιά της, τα μάγουλα και τα μάτια της. Όπου βρει τη φιλάει.
Και το κάνει. Του γνέφει θετικά. Και δυστυχώς για την ίδια, ο Albert Camus, έχει δίκιο· γιατί η ελπίδα, όντως ισοδυναμεί με παραίτηση.
Για μια ελπίδα έρωτα μαζί του, παράτησε την ηρεμία της.
Γειά σας κοτοπουλάκια μου!🐥
Τι κάνετε; Πώς είστε;
Ελπίζω καλά!
Πείτε μου τα νέα σας! Σε επτά μέρες (πρώτα ο Θεός να μη με βρει κι άλλο κακό) ανεβαίνω στην υπέροχη Κομοτηνή να δω έναν από τους πιο αγαπημένους μου ανθρώπους στο σύμπαν κι έχω ενθουσιαστεί! Και επειδή δεν έχει απευθείας πτήση για Κομοτηνή, θα σταματήσω Θεσσαλονίκη και δω την κολλητή μου που τα 'χω βρει σκούρα χωρίς αυτή.
Πάμε στο κεφάλαιο;
ΥΠΌΤΑΣΗ ΈΧΕΙ ΡΕ ΠΑΙΔΙΆ Η ΚΟΠΈΛΑ! ΤΗΝ ΦΆΓΑΤΕ ΌΤΙ ΕΊΝΑΙ ΈΓΚΥΟΣ! ΑΠΑΠΑΠΑ- ντάξει, σκάω τώρα.
Μου αρέσει πάρα πολύ η στάση της Αυγής απέναντι στην Claire. Κυρίως όταν σκέφτομαι πως μπορεί ανά πάσα ώρα και στιγμή μπορεί να μάθει την αλήθεια που, μεταξύ μας τώρα, αν τα μάθει θα είναι ένα πολύ δύσκολο κεφάλαιο.
*γελάει σατανικά*
Τελικά, ο Lucas είναι αυτός που πήρε τη μαμά του. Εγώ συγκινήθηκα πάντως. Ήταν ένα σημαντικό βήμα, αν με ρωτάτε.
Να που τελικά πήγε και τη βρήκε το παιδί μας, μίλησαν ήρεμα και τα βρήκαν. Και πολύ άργησαν για να 'μαι ειλικρινής.
Να δούμε από δω και πέρα τι θα γίνει, γιατί έχουμε κι έναν Λευτέρη.
Τι πιστεύετε ότι θα γίνει στο επόμενο;
Αυτααα.
Αν σας άρεσε το κεφάλαιο ψηφίστε και σχολιάστε.
Αντιιιιοοοοοςςςς🥰🍟.
-Δέσπ.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro