54. Το μυαλό είναι ο μεγαλύτερος εχθρός του ανθρώπου.
~Το μυαλό μου στα μάτια σου σταμάτησα.~
•Στίχοι: Γιώργος Μουκίδης.
Εκτέλεση: Νότης Σφακιανάκης (από το άλμπουμ "με αγάπη ό,τι κάνεις").
Αυγή.
«Καλημέρα, όμορφη!» ο Λευτέρης, μπαίνει στην άδεια αίθουσα χαρούμενος και χαμογελαστός και με πλησιάζει, αφήνοντας μου ένα τρυφερό φιλί στο μέτωπο και προσφέροντας μου ένα ροζ χρυσάνθεμο. Η γλυκιά του κίνηση ζεσταίνει το ψύχος μέσα μου και το κάνει πιο υποφερτό. Αυτός είναι ο λόγος που του επιστρέφω το χαμόγελο, αληθινό αυτή τη φορά, αλλά με λίγη προσπάθεια.
«Χρόνια πολλά!» προσθέτει.
Μένω άφωνη. Έντεκα Φεβρουαρίου σήμερα· η μέρα της ονομαστικής μου γιορτής και ο Λευτέρης είναι και επίσημα ο πρώτος που το θυμήθηκε, μετά τους γονείς μου. Δαγκώνω τα χείλη και η καμπύλη στο πρόσωπο μου μεγαλώνει λίγο ακόμα.
«Καλημέρα. Ευχαριστώ πολύ!» ανασηκώνομαι και τον φιλάω στο μάγουλο απαλά. Ξαφνιάζεται ευχάριστα και το χαμόγελο του πλαταίνει. Το πρόσωπο του λάμπει, όμως κανένας χτύπος δε μου λείπει κι αυτό γιατί πολύ απλά δεν είμαι ερωτευμένη μαζί του. Οι ενοχές μέσα μου φουντώνουν, αλλά το κρύβω όσο καλύτερα μπορώ.
Δεν του αξίζω ούτε στο ελάχιστο.
«Πώς είσαι;» περνάει τα χέρια του γύρω από τη μέση μου και με φέρνει ακόμα πιο κοντά του. Δεν τον αποτρέπω· ήδη αισθάνομαι πολύ άσχημα που δεν θα του πω για τη χθεσινή μου συνάντηση με τον Lucas. Παίρνω μια βαθιά ανάσα. Το τελευταίο που χρειάζεται είναι μια κοπέλα σαν εμένα.
«Μμ, καλά. Εσύ;» στηρίζω το χέρι μου στο μάγουλο του, κοιτώντας αφηρημένα. Όλες αυτές τις μέρες που είμαστε μαζί δείχνει πιο λαμπερός, πιο χαρούμενος πιο...ευτυχισμένος; Αυτό είναι κάτι που με αγχώνει. Ωστόσο, η όψη του έρχεται σε αντίθεση με τη δική μου που είναι θαμπή, κουρασμένη μιας που αυτές τις μέρες κοιμάμαι πολύ λίγο, χλωμή και ελαφρώς αδυνατισμένη. Μοιάζω άρρωστη.
«Πάρα πολύ καλά.» ψελλίζει χαζεύοντας το πρόσωπο μου. Το βάρος στο στήθος μου ολοένα και μεγαλώνει.
«Τι θα έλεγες μια από αυτές τις μέρες να βγούμε; Να πάμε κάπου οι δύο μας. Φαγητό, σινεμά, ό,τι θες εσύ.» προτείνει και σκάνε στο μυαλό μου εκατό διαφορετικές δικαιολογίες να του πω, μα τις πνίγω όλες. Ανάθεμα, ζευγάρι είμαστε!
«Ναι, ναι. Φυσικά, γιατί όχι;» γελάω ελαφρά και βρίζω τον εαυτό μου για την αμήχανη απάντηση. Για τίποτα δεν κάνω.
«Πότε;» αφήνω ένα χασμουρητό και το αθώο ύφος του με μπερδεύει.
«Για Κυριακή έλεγα...» κάνει δήθεν αδιάφορα και υψώνω το φρύδι, όσο συνεχίζω να κρατώ στο πρόσωπο μου ένα χαμόγελο.
Θέλει να βγούμε την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου. Ειλικρινά, ποτέ καμία άλλη χρονιά αυτή η μέρα δεν μου προκάλεσε τόση δυσφορία όσο φέτος. Και η αλήθεια είναι ότι θέλω να του πω ένα βροντερό "όχι", αλλά έτσι όπως στέκεται μπροστά μου, χαμογελαστός και αγχωμένος, δε μου πάει η καρδιά να το κάνω. Αν μη τι άλλο, υποτίθεται πως είμαστε ένα φυσιολογικό ζευγάρι. Ποια είμαι εγώ για να πω όχι;
«Ναι, πολύ ωραία ιδέα!» συμφωνώ τελικά και η πόρτα που ανοίγει με αναγκάζει να τον σπρώξω λίγο πιο πίσω.
Μερικά παιδιά μπαίνουν στην αίθουσα συζητώντας αδιάφορα και μας καλημερίζουν νυσταγμένα. Ανταποδίδουμε και κάθεται ο καθένας στη θέση του.
Δεν θέλω να προκαλώ, ούτε θέλω δημόσιες ενδείξεις αγάπης, ή χίλια-δυο πράγματα. Με τον Lucas αυτά δεν με ενοχλούσαν, γιατί ήμασταν άγνωστοι μεταξύ αγνώστων. Εδώ, ωστόσο, είναι εντελώς διαφορετικό· λίγο να μας δουν αγκαλιά, μέσα στις επόμενες δύο ώρες θα έχει ταξιδέψει, το λιγότερο, σε όλη την τρίτη λυκείου ότι είμαστε ζευγάρι. Και δεν θέλω. Προτιμώ να κρατώ την προσωπική μου ζωή για τον εαυτό μου.
Γυρίζω ασυναίσθητα να τον κοιτάξω και μου χαμογελάει πλατιά. Ανταποδίδω, καθώς το βάρος στο στέρνο μου μεγαλώνει.
Δεν είμαι καλά.
(...)
«Γρήγορα πέρασε η ώρα σήμερα. Αν εξαιρέσεις δηλαδή τη μαρτυρική ώρα της ιστορίας, που ο Θάνος δε σταμάτησε να μιλάει σε σένα και την Τάνια, όλα τα υπόλοιπα κύλησαν ομαλά.» σχολιάζει, ενώ περπατάμε προς τα έξω.
Το χέρι μου είναι εγκλωβισμένο στο δικό του. Από μαθητές, έχουμε μείνει μόνο εγώ κι αυτός πλέον στο σχολείο, όλοι οι υπόλοιποι έχουν φύγει, γι'αυτό και δεν παραπονιέμαι για την κίνηση του. Υπάρχουν δύο-τρεις καθηγητές και οι καθαρίστριες, αλλά δεν νομίζω να μας σχολιάσουν έτσι κι αλλιώς.
«Ναι, παραδόξως.» ψελλίζω αδιάφορα. Δεν έδωσα και ιδιαίτερα σημασία, δεν ήμουν πολύ συγκεντρωμένη και συνεχώς χανόμουν στις σκέψεις μου, ωστόσο δεν φάνηκε να το παρατηρεί κανείς.
«Όσο για τον Θάνο, κακώς ασχολείσαι κι εσύ και η Τάνια. Απλώς αγνοήστε τον, την επόμενη εβδομάδα θα την πέφτει σε άλλη.» ανασηκώνω τους ώμους και γελάει απαλά.
Μόλις περάσουμε την πόρτα το κρύο γίνεται εντονότερο και χρειάζεται να κουμπώσω το μπουφάν μου μέχρι πάνω. Τρίβω τα χέρια μου για να ζεσταθούν. Ο Λευτέρης καταλαβαίνει ότι κρυώνω και με τραβάει στην αγκαλιά του. Ασυναίσθητα χαμογελάω· είναι τόσο γλυκός.
«Θέλεις να σε πάω;» προσφέρεται δείχνοντας μου τη γκρι carnaby, τριακοσίων κυβικών, μηχανή του και πιάνω τον εαυτό μου να διστάζει. Δεν είναι ότι φοβάμαι, κάθε άλλο, αυτό που με σταματάει είναι η τόσο κοντινή επαφή. Όχι μόνο με τον Λευτέρη, γενικά. Δεν θέλω να με αγγίζει κανείς. Ανοίγω το στόμα να μιλήσω και παίρνω μερικά δευτερόλεπτα για τον εαυτό μου.
«Μη σε βάζω σε κόπο μωρέ.» προσπαθώ να αρνηθώ ευγενικά, αλλά δεν το καταλαβαίνει. Στριφογυρίζει τα μάτια, κουνώντας το κεφάλι, ενώ πνίγει ένα γελάκι.
«Ναι, γιατί μου είναι πολύ κόπος να βάλω την κοπέλα μου στο μηχανάκι και να τη γυρίσω στο σπίτι της που είναι, το πολύ, δέκα λεπτά από εδώ. Λες και θα σε κουβαλήσω στην πλάτη μου, χαζό!» μου πειράζει το μάγουλο και κουνάω το κεφάλι, δήθεν, ενοχλημένη αλλά φανερά διασκεδασμένη από τα λόγια του.
Ωστόσο, στον τρόπο που με χαρακτήρισε παγώνω για λίγο και προσπαθώ να το συνηθίσω· είναι η τρίτη φορά που μου το λέει σήμερα και, πραγματικά, έχω αρχίσει να πιστεύω πως το επαναλαμβάνει απλώς για να βεβαιωθεί πως είναι, όντως, αλήθεια. Σαν ένα όνειρο που, τελικά, πραγματοποιήθηκε. Αστείο, έτσι;
Χαμογελάω γλυκά.
Αχ, βρε Λευτέρη...
Κάνω ένα βήμα κοντά του, χωρίς να απαντήσω, και τώρα πια είμαστε πρόσωπο με πρόσωπο. Τα κρύα μου δάχτυλα έρχονται σε επαφή με το μάγουλο του και τον χαϊδεύω απαλά. Τον κοιτάω βαθιά στα μάτια και οι ενοχές μου μεγαλώνουν. Θέλω να τον ερωτευτώ, αλήθεια το θέλω! Αλλά δεν μπορώ... Δεν μου το βγάζει! Χαμογελάει κι αυτός, κάπως πικρά, λες και διάβασε τη σκέψη μου και για λίγο απλώς απολαμβάνει το άγγιγμα μου. Παίρνει μια βαθιά ανάσα. Περνάει τα χέρια του μέσα από τα ξανθά μαλλιά του.
«Ξέρεις, τον ζηλεύω.» ψελλίζει ξαφνικά, αφήνοντας ένα γελάκι. Σμίγω τα φρύδια μπερδεμένη. Ρουφάει τη μύτη του εξαιτίας του κρύου.
«Τον Lucas εννοώ. Αλήθεια τον ζηλεύω, γιατί μπορεί εγώ να έχω το σώμα σου, αλλά αυτός έχει το μυαλό σου και το μυαλό είναι ο μεγαλύτερος εχθρός του ανθρώπου.» εξομολογείται. Λυγίζω.
Είμαι ο χειρότερος άνθρωπος του κόσμου.
«Λευτέρη μου...» ψιθυρίζω θλιμμένη.
Τον κάνω να νιώθει λίγος. Πώς μπορώ να το κάνω αυτό; Πώς αντέχω;
Πριν προλάβει να πει το οτιδήποτε, τεντώνομαι και αγγίζω τα σαρκώδη χείλη του απαλά. Ξαφνιάζεται πολύ, παρόλα αυτά ανταποδίδει με πάθος. Τα χέρια του τυλίγονται γύρω από τη μέση μου σφιχτά και με κολλάει πάνω του όσο πιο πολύ μπορεί, σπρώχνοντας τη γλώσσα του στο στόμα μου για πρώτη φορά. Φιλάει ωραία· πραγματικά πολύ ωραία. Αλλά γιατί δεν καίγομαι;
«Είμαι μαζί σου. Με κανέναν άλλον. Εντάξει;» τον καθησυχάζω όταν απομακρυνθώ και κουνάει το κεφάλι θετικά.
Με φιλάει ξανά. Πιο έντονα, πιο απαιτητικά. Σαν να θέλει να μου υπενθυμίσει ότι είμαι μαζί του, λες και το έχω ξεχάσει! Το χέρι του, που χαϊδεύει τον αυχένα μου, ζεσταίνει το δέρμα μου όσο τα χείλη του ρουφούν απελπισμένα και ασταμάτητα τα δικά μου. Ανταποδίδω λίγο πιο παθητικά, αγκαλιάζοντας τη μέση του.
Κάνε με να σε ερωτευτώ, σε παρακαλώ.
Γιατί μέχρι στιγμής, αυτός ο πόνος που νιώθω με σκοτώνει.
(...)
«Αχ! Πολύ χαίρομαι που θα περάσουμε το απόγευμα όλες μαζί! Καιρό είχαμε να το κάνουμε!» σχολιάζει η Mel, στρώνοντας καλύτερα το ζαχαρί μπουφάν στο κορμί της, ένα στενό πριν το σπίτι της. Χαμογελάω αχνά και περνάω μια τούφα πίσω από το αυτί μου. Δεν είχα πολύ όρεξη, αλλά απομακρύνθηκα από εκείνες και δεν ήταν σωστό.
«Εγώ πιο πολύ χαίρομαι που είναι εδώ και η Αυγή.» τρίβει την πλάτη μου παρηγορητικά και της χαμογελάω. Θέλω πολύ να μάθω τι γίνεται μ' εκείνη και τον παντρεμένο, αλλά πρέπει να είμαστε μόνες μας. Τα κορίτσια δεν ξέρουν κάτι.
«Για πες, πώς πάει με τον Λευτέρη;» ρωτά με ενδιαφέρον και παίρνω μια βαθιά ανάσα. Για λίγο κοιτάω τα παπούτσια μου.
«Πάει...καλά. Δηλαδή, εντάξει, είμαι αρκετά διστακτική, αλλά είναι τόσο καλό παιδί και δείχνει να με νοιάζεται πολύ. Με κάνει να γελάω, θυμάται ποια είναι τα αγαπημένα μου λουλούδια και μου δίνει σημασία όταν μιλάω. Είναι γλυκός, ενδιαφέρεται να μάθει πράγματα που με ενοχλούν, δεν τον νοιάζει μόνο η πάρτη του. Δεν είναι-» εξηγώ πώς βλέπω τον φίλο μου, όμως όχι για πολύ.
«Ο Lucas.» με διακόπτει η Lyra διστακτικά και κουνάω το κεφάλι αρνητικά.
«Δεν θα έλεγα αυτό.» δεν μπαίνω στη διαδικασία να τους συγκρίνω. Εκτός του ότι είναι άδικο και για τους δυο, δεν υπάρχει και καμιά σχέση μεταξύ τους!
«Όχι, ο Lucas! Έρχεται προς το μέρος μας!» διευκρινίζει σαστισμένη, τείνοντας το δείκτη της προς το μέρος του.
Γυρνάω αστραπιαία το κεφάλι μου στην κατεύθυνση που δείχνει και η καρδιά μου μοιάζει σαν να πυροβολεί το στήθος μου με χτύπους. Σχεδόν είχα ξεχάσει ότι μπορεί κάποιος να νιώσει έτσι. Ωστόσο, ο πόνος που με αγκαλιάζει από την κορυφή ως τα νύχια στη θέα του, αναγκάζει τα μάτια μου να βουρκώσουν και την ανάσα μου να σταματήσει.
Γαμώτο!
«Άνοιξε! Τώρα!» διατάζω νευρικά τη φίλη μου. Τα δάχτυλα μου τυλίγονται με λύσσα γύρω από το λουρί της τσάντας μου, κι όταν το όνομα μου βγει από τα χείλη του δυνατά, ξεφυσάω. Ασφυκτικώ.
«MELISA ΓΡΉΓΟΡΑ!» χάνω την υπομονή μου και κλωτσάω μια πέτρα νευρικά, όσο εκείνη, αγχωμένη, προσπαθεί να βάλει το κλειδί στην εσοχή.
Μα δεν είμαι τόσο τυχερή, καθώς μερικά δευτερόλεπτα αργότερα πιάνει βίαια το μπράτσο μου και με γυρίζει προς το μέρος του. Συγκρούομαι με το στήθος του και συγχύζομαι ακόμα περισσότερο από τη θρασύ του κίνηση! Τινάζομαι, μα δεν καταφέρνω να απομακρυνθώ κι αυτό γιατί με σφίγγει ακόμα περισσότερο.
«Εε!» η Claire, έξαλλη από τη συμπεριφορά του, τον πιάνει από τον ώμο για να ηρεμήσει. Τη σπρώχνει με το κορμί του.
«Ρε Lucas!» παράλληλα, δέχεται επίθεση από τη Lyra, προσπαθώντας να με βγάλει από τα χέρια του, ανήσυχη. Έχει την ίδια τύχη με τη Γαλλίδα φίλη μας. Αισθάνομαι τόσο, μα τόσο άσχημα.
«Γαμώ την τρέλα μου, LUCAS ΦΤΆΝΕΙ!» η κοπέλα που μας γνώρισε προσπαθεί μα μπει ανάμεσα μας, κάνοντας κι αυτή μια άκαρπη προσπάθεια να μας χωρίσει, μα ο άνδρας που τόσο πολύ με έκανε να τον ερωτευτώ, την πετάει παραπέρα με το κορμί μου. Εγώ δεν έχω σταματήσει να χτυπιέμαι.
«ΈΧΕΙΣ ΤΡΕΛΑΘΕΊ ΤΕΛΕΊΩΣ;» φωνάζω, χτυπώντας τις μπουνιές μου στο στέρνο του. Παρόλα αυτά, αμφιβάλλω αν νιώθει κάτι κάτω από το μπουφάν και το φούτερ του. Αυτό με κάνει να θέλω να τον χτυπήσω ακόμα πιο δυνατά.
«ΝΑΙ! ΝΑΙ! ΈΧΩ ΤΡΕΛΑΘΕΊ! ΚΑΙ ΞΈΡΕΙΣ ΓΙΑΤΊ;» φέρνει το πρόσωπο του πολύ κοντά στο δικό μου και μπορώ να δω το θυμό και τον πόνο μέσα στα μάτια του. Αυτό με κάνει έξαλλη· δεν έχει κανέναν γαμημένο δικαίωμα να πονάει!
«ΓΙΑΤΊ ΣΉΜΕΡΑ ΠΟΥ ΉΡΘΑ ΝΑ ΣΕ ΒΡΩ ΓΙΑ ΝΑ ΜΙΛΉΣΟΥΜΕ, ΣΕ ΕΊΔΑ ΝΑ ΦΙΛΙΈΣΑΙ ΜΕ ΤΟ ΜΑΛΆΚΑ ΣΟΥ ΣΤΗ ΜΈΣΗ ΤΟΥ ΔΡΌΜΟΥ ΧΩΡΊΣ ΝΑ ΣΕ ΝΟΙΆΖΕΙ ΚΑΝΈΝΑΣ ΚΑΙ ΤΊΠΟΤΑ!» εκρήγνυται και μου γεννά μια μεγάλη ανάγκη να τον κλωτσήσω στο ευαίσθητο σημείο του.
«ΠΡΏΤΟΝ, ΜΗ ΜΙΛΆΣ ΈΤΣΙ ΓΙΑ ΕΚΕΊΝΟΝ ΚΑΙ ΔΕΎΤΕΡΟΝ, ΕΣΈΝΑ ΤΙ ΣΤΟ ΔΙΆΟΛΟ ΣΕ ΝΟΙΆΖΕΙ ΡΕ;» δεν μπορώ να με ελέγξω και φωνάζω κι εγώ. Δεν μου αρέσουν ούτε οι σκηνές, ούτε οι καβγάδες, αλλά δεν μπορώ, με πνίγει όλο αυτό· όχι επειδή επεμβαίνει στη ζωή μου, αλλά γιατί το κάνει αφότου με απάτησε στην πρώτη δύσκολη στιγμή! Σχεδόν αναρωτιέμαι αν μπορεί να γίνει χειρότερο όλο αυτό.
Τα λόγια μου κάνουν το πρόσωπο του να κοκκινίσει ακόμα περισσότερο. Με ελευθερώνει και ο πόνος στα μπράτσα μου με καίει. Δεν τον αντέχω όταν γίνεται έτσι, νιώθω λες και κάποιος τρελός, μανιακός έχει μπει στο σώμα του ανθρώπου που έκανε αυτούς τους έξι μήνες από τους καλύτερους της ζωής μου. Κάνει έναν κύκλο γύρω από τον εαυτό του και τραβάει τα μαλλιά του νευρικά.
«ΜΕ ΝΟΙΆΖΕΙ ΗΛΊΘΙΑ ΚΟΠΈΛΑ! ΑΦΟΎ Σ' ΑΓΑΠΆΩ!» ουρλιάζει σαν να προσπαθεί να με κάνει να ντραπώ για τα λόγια μου, ξεχνώντας πως πρώτος θα έπρεπε να ντρέπεται αυτός για τις πράξεις του. Γελάω δυνατά και σφίγγω τα δόντια για να μην πέσει ούτε μισό δάκρυ από τα μάτια μου.
Τα κορίτσια, στεκόμενες δίπλα μου, με ικετεύουν να μπούμε μέσα και να μην το συνεχίσω, ωστόσο οι φωνές τους ακούγονται σαν βουητό στ' αυτιά μου και οριακά τις αγνοώ. Έχω βαρεθεί να μου λένε ότι με αγαπάνε και να μην το δείχνουν!
«ΜΕ ΑΓΑΠΆΣ; ΜΕ ΑΓΑΠΆΣ; ΓΙ'ΑΥΤΌ ΠΉΓΕΣ ΜΕ ΤΗ SONIA;» η χροιά μου σπάει και τα μαύρα μάτια του δεν σταματούν να με καρφώνουν.
Ακόμα και τώρα όμως, μετά απ' όσα έχουν γίνει, με λιώνουν σαν κερί· πώς γίνεται να αισθάνομαι έτσι για εκείνον, ξέροντας πόσο πόνο μου έχει προκαλέσει; Σαν...σαν να παίρνει την καρδιά μου και να τη σπρώχνει πίσω, σε μέρες που με έκανε να γελάω και να χαίρομαι, όταν τα μάτια του ήταν ακόμα καθαρά. Σε μέρες που κατακτούσε το κορμί μου μ' έναν τρόπο που με έκανε να τρέμω! Βουτάει την καρδιά μου στις πιο λαμπερές μου αναμνήσεις, μα αυτό με σπάει περισσότερο. Τόσο, που σκέφτομαι πως καλύτερο θα ήταν να την κλωτσήσει. Εκμεταλλεύομαι τη σιωπή του και παίρνω μια βαθιά ανάσα.
«Έχεις ιδέα πόσο με τσάκισε αυτό που έκανες, Lucas; Μπορείς να καταλάβεις πόσο πολύ πληγώθηκα στη σκέψη ότι σε μια τόσο δύσκολη στιγμή, εσύ στράφηκες στην αγκαλιά κάποιας άλλης;» το παράπονο δεν μπορεί να κρυφτεί και εύχομαι κάθε λέξη που του λέω να τον καρφώσει πιο δυνατά κι από μαχαίρι.
«Στην Ελλάδα σου είπα ότι αγαπάς περισσότερο την κοκαΐνη από εμένα. Ταράχτηκες σε αυτό, θυμάσαι; Τώρα, όμως, ανακαλύπτω πως αμέσως μετά τα ναρκωτικά, αγαπάς περισσότερο εσένα. Εγώ, δεν είμαι πουθενά.» κάνω ένα βήμα προς το μέρος του και φροντίζω η οπτική επαφή να διατηρηθεί όσο περισσότερο γίνεται.
Δεν μιλάει. Απλώς με κοιτάει. Μου έχουν λείψει τα μάτια του, αλλά με ενοχλεί που δεν υπάρχει ούτε ένα ψήγμα ντροπής μέσα τους. Με κάνει να αισθάνομαι ακόμα πιο λίγη.
«Τελείωσε. Καλό ήταν όσο κράτησε κι ευχαριστώ πολύ που μου απέδειξες πόσο λάθος έκανα που σε εμπιστεύτηκα. Αλλά ξέρεις κάτι;» τον πλησιάζω κι άλλο. Τώρα πια μας χωρίζουν μερικά χιλιοστά.
«Δεν πρόκειται να σε αφήσω να μου καταστρέψεις αυτό που προσπαθώ να χτίσω. Είμαι ερωτευμένη μαζί του, γι'αυτό μείνε μακριά μου!» τρίζω μέσα από τα δόντια μου.
Τα κορίτσια ξέρουν ήδη ότι λέω ψέματα και, βαθιά μέσα του, το ξέρει κι εκείνος ότι δεν εννοώ τίποτα από αυτά που λέω, ωστόσο το ευχαριστιέμαι πάρα πολύ που τον βλέπω να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του και να σπάει.
Τα χείλη του τρέμουν και μπορώ να ακούσω την καρδιά του να χτυπάει πολύ δυνατά. Περνάω μια τούφα πίσω από το αυτί μου και γυρίζω την πλάτη μου να φύγω, όμως όχι για πολύ καθώς, ένα κλάσμα του δευτερολέπτου αργότερα, με τραβάει κοντά του και ενώνει τα χείλη μου με τα δικά του. Τα μάτια μου ανοίγουν διάπλατα και μόλις με αγγίξει, δεν κρατιέμαι, τον κλωτσάω στο καλάμι και τον σπρώχνω μακριά μου. Βογγάει από τον πόνο.
«Άντε μου στο διάολο, Lucas!» χάνω την ψυχραιμία μου και πιάνω τα κλειδιά από τα χέρια της φίλης μου, μπαίνοντας στο σπίτι της λες και μου ανήκει. Κάτι τις ακούω να του λένε, όμως δεν δίνω σημασία.
Τα πόδια μου τρέμουν νευρικά, το αίμα ρέει μέσα μου με ραγδαίους ρυθμούς κι όταν μπουν μέσα με κοιτούν κάπως σαστισμένες. Χαμογελάω όσο καλύτερα μπορώ και στηρίζω το σώμα μου στον καναπέ, σε μια προσπάθεια να κρύψω το τρέμουλο. Το κεφάλι μου κοντεύει να σπάσει.
«Πάμε στο δωμάτιο; Θέλω να βάλω το κινητό μου να φορτίζει.» ζητάω σαν να μην έγινε τίποτα και ανταλλάσσουν ένα βλέμμα.
«Αυγή...» κάνει μια παύση. Πειράζει αμήχανα τα καρέ μαύρα μαλλιά της.
«Είσαι χλωμή. Θέλεις μήπως να ξαπλώσεις για λίγο; Να πιεις λίγο νερό, ή ένα χυμό;» προτείνει πλησιάζοντας με αργά. Φαίνονται και οι τρεις ανήσυχες για την κατάσταση μου. Γελάω ελαφρά.
«Δε χρειάζεται. Μια χαρά είμαι. Δεν πρόκειται να τον αφήσω να με επηρεάσει, οπότε θα σας παρακαλούσα να μην ξανά συζητήσουμε γι'αυτόν.» ο τόνος μου είναι κοφτός και δεν αφήνει περιθώρια για οποιαδήποτε άλλη απάντηση από την θετική, οπότε γνέφουν θετικά.
«Ελάτε, πάμε μέσα.» μας κάνει νόημα και περπατάει μπροστά.
Την ακολουθούμε αμίλητες. Το κλίμα είναι τεταμένο και είναι κάτι παραπάνω από λογικό. Πρώτη μου κίνηση είναι να βάλω το κινητό μου να φορτίζει και παρατηρώ πως έχω μήνυμα από τον Λευτέρη που με ρωτά πώς περνάω. Απαντώ βιαστικά και αφήνω τη συσκευή στην άκρη. Κάθομαι στην καρέκλα του γραφείου της τη στιγμή που εκείνη κλείνει την πόρτα.
«Και τελικά, δεν μας τελείωσες για τον Λευτέρη!» κάνει χαρωπά η Γαλλίδα, καθώς βολεύονται στο εναμισάρι κρεβάτι και η Lyra χαμογελάει στην προσπάθεια της να αλλάξει συζήτηση. Ξεροβήχω με αμηχανία. Μου είναι δύσκολο να μιλάω για εκείνον.
«Ε, πάνω-κάτω, αυτά που σας είπα. Βέβαια, το κρατάμε κρυφό. Δηλαδή, ούτε η Εύη ξέρει κάτι, ούτε ο Lucas, ούτε κανένας άλλος από το σχολικό περιβάλλον.» εξηγώ τρίβοντας νευρικά τα χέρια μου και όταν τις κοιτάξω, παρατηρώ πως το βλέμμα τους είναι ήδη πάνω μου γεμάτο περιέργεια.
«Τι;» ψελλίζω.
«Τι εννοείς δεν το ξέρει ο Lucas; Αφού... αφού τώρα, εδώ απ' έξω, σου έκανε σκηνή για...» η Lyra αφήνει τη φράση της μετέωρη, ενώ στα μισά κοιτάει τις υπόλοιπες. Έχουν όλες το ίδιο αποπροσανατολισμένο ύφος. Σμίγω τα φρύδια μπερδεμένη.
Τι λένε;
«Τι;» γελάω νευρικά.
«Δεν αναφέρθηκα σε εκείνον. Για τα παιδιά σας έλεγα, ότι δεν το ξέρει η Εύη και ο Αλέκος. Μα δε με προσέχετε;» επαναλαμβάνω με σιγουριά και παράπονο. Κοιτάζονται ξανά. Η καρδιά μου σφίγγεται.
«Ίσως παρακούσαμε.» μου χαμογελάει η οικοδέσποινα φιλικά και καθησυχαστικά για να λήξει το θέμα, αλλά η Claire δεν κρατιέται και, πριν το σκεφτεί περισσότερο, εκφράζει την άποψη της.
«Και οι τρεις;»
Δε μιλάει καμία. Μόνο με κοιτούν ακόμα πιο ανήσυχες από πριν. Ο πονοκέφαλος μου μεγαλώνει και νιώθω μια κόπωση να με αγκαλιάζει. Ξεροκαταπίνω και αισθάνομαι το στόμα και το λαιμό μου ξηρό. Ανοίγω τα χείλη ελαφρά για να μιλήσω, μα δεν ξέρω τι να πω.
Είπα Αλέκος, σωστά;
«Τέλος πάντων.» το κόβω ευγενικά.
«Σε άλλα νέα, έχω έναν συμμαθητή, υποτίθεται γύπας και όλη την ώρα, ειλικρινά, όλη την ώρα την πέφτει σε όλες τις κοπέλες της τάξεις. Τώρα έχει βάλει στο μάτι εμένα και την απουσιολόγιο και, εντάξει, εγώ δεν του πολύ-δίνω σημασία, αλλά η Τάνια έχει χάσει την υπομονή της και του λέει συνεχώς "Lucas, αν δεν σταματήσεις θα μείνεις από απουσίες που δεν έχεις κάνει! Κανόνισε!"» μιμούμαι τη φωνή της όσο γελάω ελαφρά, θέλοντας να αλλάξω θέμα και ενώ πιστεύω ότι το έχω καταφέρει, λίγο πριν τελειώσω την πρόταση μου σοβαρεύουν απότομα. Σταματάω να γελάω σταδιακά.
Τι έπαθαν πάλι;
«Αυγή...πάλι είπες Lucas.» αυτή τη φορά είναι η Melisa εκείνη που επισημαίνει το λάθος μου κι ένα ρίγος με διαπερνά. Τα χείλη μου τρέμουν ελαφρά και ταράζομαι.
«Ο-όχι...είπα Θάνος...» ψιθυρίζω πιο αβέβαιη από ποτέ, κοιτώντας αποσυντονισμένη τα χέρια μου. Σηκώνω το κεφάλι. Ξεροκαταπίνουν.
«Θάνος δεν είπα;» εύκολα ακούει κανείς την ανάγκη μου για μια επιβεβαίωση που δεν έρχεται ποτέ. Κουνάνε το κεφάλι αρνητικά, ταυτόχρονα.
Μα...μα πώς γίνεται;
Είμαι σίγουρη ότι είπα Θάνος! Αφού σε αυτόν αναφερόμουν· γιατί να πω το όνομα εκείνου;
«Ξέρετε κάτι;» κάνω μια παύση και περνάω τα χέρια μου μέσα από τα μαλλιά μου. Ζεσταίνομαι και ζαλίζομαι.
«Πάω να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπο μου!» ανακοινώνω και σηκώνομαι από τη θέση μου.
Ένα δευτερόλεπτο προτού αγγίξω το πόμολο, τα πόδια μου, σαν να είναι από κερί που έχει εκτεθεί για ώρα στον ήλιο, με εγκαταλείπουν και σωριάζομαι στο κρύο έδαφος. Ένα ομαδικό «Αυγή» είναι το τελευταίο που ακούω πριν χάσω τις αισθήσεις μου και βυθιστώ στο σκοτάδι.
Και μετά, κενό.
Γειά σας κοτοπουλάκια μου!🐥
Τι κάνετε; Πώς είστε;
Ελπίζω καλά!
Πείτε μου τα νέα σας! Εγώ είμαι άρρωστη. Έχω γαστρεντερίτιδα ρε παιδιά, αν είναι θεέ μου δυνατόν δηλαδή.. Πέρασα ένα δύσκολο βράδυ με τον πυρετό να αγγίζει το 39,4, να τρέμω σαν ψάρι έξω από το νερό και να κάνω εμετούς. Και με έπιασε εντελώς στο άκυρο.
Πάμε στο κεφάλαιο;
Παιδιά τον λυπάμαι τον Λευτέρη. Είναι σκληρό να είσαι με κάποιον που δεν σε θέλει γιατί ό,τι κι αν κάνει, η Αυγή δεν τον θέλει.
Κι αυτός ο Lucas πια...στιγμή μην την αφήσει! Να πάρει μια ανάσα, να πάρει το χρόνο της. Ένας χριστιανός (ή και όχι) δεν μπορεί να του πει ότι την κάνει χειρότερα έτσι;
Τι να πεις...
Καιιι έπεσε ξερή η Αυγή μας. Φανταστείτε σε τι σημείο την έφτασε που κατέβασε ρολά!
_voodooer_ το κεφάλαιο αυτό είναι αφιερωμένο σε σένα, γιατί στο spoil βρήκες ακριβώς τι είχα σκοπό να κάνω❤️
Τι πιστεύετε ότι θα γίνει στο επόμενο;
Αυταααα.
Αν σας άρεσε το κεφάλαιο ψηφίστε και σχολιάστε.
Αντιιιοοοοοοςςςςς🥰🍟.
-Δέσπ.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro