45. Τα χρωστούμενα.
~Η ζωή είναι χειρότερη από τους τοκογλύφους. Χρεώνει πολύ μεγάλο τόκο για τις λίγες χαρές που μας παραχωρεί.~
•Luigi Pirandello, 1867-1936, Ιταλός συγγραφέας (Νόμπελ 1934)
Αυγή.
Βάζω τα ασημένια μακριά σκουλαρίκια μου, δώρο του μπαμπά μου, και κοιτάω τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Χαμογελάω ικανοποιημένη στο είδωλο μου. Τα μάτια μου δεν ξεκολλούν από το στενό, μαύρο σατέν φόρεμα μου που φτάνει μια παλάμη κάτω από το γόνατο, το οποίο έχω συνδυάσει με τις μαύρες μου γόβες.
Το ύφασμα αγκαλιάζει πολύ όμορφα κάθε καμπύλη πάνω μου, ενώ το φαρδύ, αλλά, όχι προκλητικό μπούστο με κάνει να αισθάνομαι ότι δεν υπάρχει καλύτερη επιλογή για απόψε. Τα μαλλιά μου, ελαφριές μπούκλες, χύνονται σαν λάβα στην πλάτη μου και το κορμί μου δείχνει πιο...γυναικείο.
Το κατακόκκινο κραγιόν που στολίζει τα χείλη μου είναι το μόνο έντονο χρώμα πάνω στο πρόσωπο μου και αισθάνομαι λες και το μακιγιάζ δεν έχει πετύχει ποτέ περισσότερο. Όχι ότι είμαι μπροστά, αλλά δείχνω όμορφη.
«Έτοιμη;» η μαμά μου μπαίνει κεφάτη στο δωμάτιο και όταν με αντικρίσει μένει στήλη άλατος. Παίρνει μια βαθιά ανάσα και με κοιτά πιο συγκινημένη από ποτέ.
«Είσαι κούκλα...πανέμορφη!» με κολακεύει και τα μάγουλα μου κοκκινίζουν. Περνάω μια τούφα πίσω από το αυτί και την κοιτάω.
Είναι κι εκείνη υπέροχη! Φοράει ένα κόκκινο μακρύ φόρεμα με ανοιχτό μπούστο που, προφανώς, τονίζει την κοιλίτσα της και είναι για ακόμα μια φορά εκθαμβωτική. Τα καστανά μαλλιά της είναι ίσια και είναι πολύ ελαφρά βαμμένη.
«Είχα να μοιάσω!» της κλείνω το μάτι παιχνιδιάρικα και κουνάω τους ώμους με νάζι.
Είναι τριάντα-μία Δεκεμβρίου. Παραμονή πρωτοχρονιάς και έχουμε καλεσμένους στο σπίτι τον Ian και την Debbie και, φυσικά, τον ανιψιό τους που με το ζόρι θυμάμαι πώς τον λένε. Aaron, νομίζω. Χαίρομαι που θα περάσουμε όλοι μαζί την αλλαγή του χρόνου, αλλά δεν έχω δει ποτέ στη ζωή μου τον ανιψιό, που κατά τη μητέρα μου είναι απίστευτο παιδί, και αισθάνομαι ότι, για μένα τουλάχιστον, θα είναι κάπως άβολο στην αρχή.
«Είσαι μια εσύ!» μου γελάει πονηρά.
«Άντε, έλα κάτω να με βοηθήσεις να φέρω τα πιάτα στο τραπέζι.» κουνάει το χέρι της ρυθμικά και αφήνω μια ανάσα κουρασμένη.
Εννοείται πως λόγω της ημέρα έπρεπε να κάνουμε γενική καθαριότητα και εννοείται πως λόγω της κατάστασης της το μόνο που έκανε ήταν να μου λέει αν τα κάνω σωστά και να μαγειρέψει, με βοηθό της τον μπαμπά, φυσικά! Οπότε, όταν τελείωσα με το σπίτι σκέφτηκα ότι δεν θα σηκώσω ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι για το υπόλοιπο της μέρας.
Πού να ξερα!
«Καλά-καλά! Πάμε!» κλείνω το φως στο δωμάτιο μου και κατεβαίνω στο σαλόνι ακολουθώντας την, ενώ μιλάμε για άσχετα θέματα.
Όταν πατήσω το τελευταίο σκαλί, ο μπαμπάς μου, που εκείνη τη στιγμή φέρνει το κρασί από την κουζίνα, γυρίζει το κεφάλι του και μένει σαστισμένος να μας κοιτάει. Τα χείλη του μισανοίγουν. Χαμογελάει τρυφερά και αφήνει μια ανάσα.
«Αυγή μου...» ψιθυρίζει και περνάει τα χέρια του μέσα από τα μαλλιά του.
Εκείνος, μετά από διαταγή της μητέρας μου, φοράει ένα μπορντό πουκάμισο στο οποίο έχει αφήσει ανοιχτά τα δύο πρώτα κουμπιά, μ' ένα μαύρο υφασμάτινο παντελόνι και ένα ίδιου χρώματος σακάκι. Αρνήθηκε να βάλει γραβάτα, παρά τη δίωρη μουρμούρα της Θάλειας.
Γενικά σήμερα, μόνο να γκρινιάζει ξέρει!
Αμίλητη, τον πλησιάζω και αφήνω ένα μικρό φιλάκι στο μάγουλο του. Πιάνω στα χέρια μου το κρασί και τον κοιτώ κάνοντας του τα γλυκά ματάκια. Χαμογελάω με το γνωστό γοητευτικό χαμόγελο που μου έμαθε η μαμά μου. Πάντα πιάνει.
«Αυτό, θα το το κρατήσω εγώ. Εσύ, να πας να φέρεις τα πιάτα! Κρίμα είναι να τα σηκώσω εγώ! Τόσες δουλειές έκανα σήμερα!» το παίζω γλυκούλα και αφήνω το παράπονο να ακούσει καθαρά στη φωνή μου. Τους ακούω να γελάνε.
«Θα τα πάρουμε μαζί γιατί είναι και τα ποτήρια, ας μην κάνουμε εκατό διαδρομές.» προτείνει και στριφογυρίζω τα μάτια, συμφωνώντας τελικά. Λες και μπορώ να κάνω αλλιώς!
Θα ζητήσω μισθό!
«Καλά!» υποχωρώ μουγκρίζοντας και αφήνω το μπουκάλι με το κόκκινο κρασί στο τραπέζι, βαριεστημένα. Μου αφήνει ένα φιλάκι στα μαλλιά χαϊδεύοντας την πλάτη μου και σταυρώνω τα χέρια κάτω από το στήθος.
Αφήνω μια ανάσα και αναστενάζω. Αισθάνομαι τόσο κουρασμένη που, πραγματικά, θα αλλάξει ο χρόνος και εγώ θα κοιμάμαι ήδη όρθια! Δεκαεπτά χρονών σου λέει μετά. Κατάντια.
«Θάλεια μου, εσύ κάθισε! Μην κουράζεσαι.» της ζητάει γλυκά κι εκείνη υπακούει χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά, όσο εμείς μεταφερόμαστε βιαστικά στην κουζίνα. Η ώρα είναι ήδη δέκα· όπου να ναι έρχονται λογικά.
Ο μπαμπάς μου πιάνει με μεγάλη προσοχή τη στίβα με τα πιάτα, που αν σπάσουν θα ακούμε τις φωνές της μέχρι το δύο χιλιάδες ενενήντα, και, σιγομουρμουρίζοντας ένα τραγούδι των Beatles -νομίζω το something-, βγαίνει στο σαλόνι όπου, λίγο πιο δίπλα, έχει τοποθετηθεί η μεγάλη τραπεζαρία.
Δεν προλαβαίνω να πιάσω στα χέρια μου το δίσκο με τα ποτήρια και να κάνω δύο βήματα και, απάθειας, χτυπάει το κουδούνι. Δυσανασχετώ ακριβώς τη στιγμή που η μαμά μου σηκώνεται.
«Πάω εγώ!» με καθησυχάζει, πλησιάζοντας την πόρτα.
Αφήνω τα ποτήρια πάνω στο τραπέζι με το λευκό τραπεζομάντηλο και αρχίζω να τα τακτοποιώ με προσοχή, όσο σκέφτομαι ότι ευτυχώς που έχουμε πλυντήριο πιάτων γιατί εγώ θα τα έπλενα κι αυτά.
«Καλώς τους!» η πρόσχαρη φωνή της με κάνει να χαμογελάσω αχνά και μπορώ να ακούσω τα γέλια των καλεσμένων μας στην καλή της διάθεση.
«Χρόνια πολλά, τι κάνετε;» η Debbie κάνει την αρχή κι έπειτα, μια σειρά από ευχές και χαιρετισμούς τριβελίζουν τ' αυτιά μου.
Κουνάω το κεφάλι στο ρυθμό του τραγουδιού που βγαίνει από ένα κανάλι στην τηλεόραση που έχει μουσικό πρόγραμμα και, σχεδόν, ανυπομονώ για τη στιγμή που θα έχουν πιει όλοι τους και θα μπορέσω να βάλω με την ησυχία μου το "στην υγεία μας" από τον Σκάι. Τέτοια μέρα και να μην ακούσω ελληνικά; Αμαρτία!
Ακούω την πόρτα να κλείνει τη στιγμή που βάζω στη θέση του και το τελευταίο ποτήρι. Γυρίζω το κεφάλι μου έτοιμη να υποδεχτώ κι εγώ με τη σειρά μου τους φίλους μας και η ανάσα μου σταματάει ακαριαία.
Απίστευτο.
Η ματιά μου συναντά το πράσινο βλέμμα του σερβιτόρου από την καφετέρια που συχνάζω και, πριν καν το καταλάβω, οι άκρες των χειλιών μου τραβιούνται σε ένα μικρό χαμόγελο. Ο ξανθός άνδρας μπροστά μου με τα, επίσης ξανθά, γένια λίγων ημερών μου χαμογελά έκπληκτος.
Ώστε αυτός είναι ο ανιψιός. Κοίτα να δεις κάτι πράγματα που συμβαίνουν!
«Αυγή μου, τι όμορφη που είσαι! Κούκλα!» η φωνή του Ian με βγάζει από τις σκέψεις μου και στρέφω την προσοχή μου πάνω του. Για λίγο τον κοιτάω χαμένη.
«Χαχα! Ευχαριστώ πολύ, Ian μου!» γελάω νευρικά, περνώντας μια τούφα πίσω από το αυτί μου. Αισθάνομαι ότι τα μάγουλα μου έχουν κοκκινίσει τόσο πολύ και ούτε που καταλαβαίνω το λόγο!
«Τον ανιψιό μας δεν τον έχεις γνωρίσει ακόμα!» σπρώχνει όσο πιο διακριτικά μπορεί τον νεαρό άνδρα πιο μπροστά, προς το μέρος μου, κι εκείνος ξεροβήχει. Φαίνεται πως η κίνηση του θείου του τον έφερε σε μεγαλύτερη αμηχανία από τη δική μου.
Απλώνει το χέρι του διστακτικά και προσπαθεί να πνίξει το μειδίαμα του, σαν κάτι να σκέφτεται από την ώρα που με είδε. Με κοιτάει απευθείας στα μάτια και ανατριχιάζω· είναι πολύ διαπεραστικό το βλέμμα του.
«Aaron, χάρηκα!» μου συστήνεται τυπικά και απλώνω κι εγώ το δικό μου χέρι για να ολοκληρωθεί η χειραψία. Τα μάτια του δεν φεύγουν στιγμή από τα δικά μου, ακριβώς όπως και στην καφετέρια.
Είναι ντυμένος απλά· ένα μαύρο πουκάμισο με τα πρώτα κουμπιά ανοιχτά, ένα τζιν παντελόνι και τα μαύρα του παπούτσια αποτελούν τη σημερινή του ενδυμασία και, η αλήθεια είναι, ότι δείχνει, το λιγότερο, πανέμορφος.
«Κι εγώ!» ψελλίζω. Σπάω τη σωματική επαφή και τρίβω τα χέρια μου μεταξύ τους, χαμογελώντας ευγενικά και στους τρεις.
Τόσο οι γονείς μου, όσο και οι θείοι του μας κοιτούν με πρωτοφανές ενδιαφέρον που με κάνει να ντρέπομαι. Τι το τόσο ενδιαφέρον έχουμε πια; Δύο άνθρωποι που γνωριζόμαστε τώρα είμαστε, σιγά!
«Πεινάτε; Θέλετε να κάτσουμε τώρα στο τραπέζι;» αλλάζει θέμα ο μπαμπάς μου και, πριν προλάβει κανένας άλλος να μιλήσει, η μαμά μου πετάγεται βιαστικά.
«Εγώ λέω να κάτσουμε τώρα, που είναι όλα έτσι ζεστά ακόμα!» κάνει αθώα με το χέρι να μη φεύγει από την κοιλιά της και ένα μικρό γέλιο απλώνεται στην παρέα μας. Ο μπαμπάς μου της αφήνει ένα μικρό φιλί στα χείλη, αφού περάσει το δικό του χέρι γύρω από τη μέση της.
«Ας κάτσουμε τότε!» ψελλίζει και χωρίς πολλά-πολλά καθόμαστε στο, τέλεια στρωμένο, τραπέζι.
Εντελώς τυχαία, καθόμαστε δίπλα-δίπλα και ανταλλάσσουμε ένα αμήχανο βλέμμα. Αν μάθει η Melisa ότι ο "ξανθός άγγελος" είναι ο ανιψιός των οικογενειακών μας φίλων, θα τσιρίξει! Αφού πρώτα μου πει να τον προσέχω.
«Αν ήξερα ότι θα σε γνωρίσω έτσι, δεν θα ρωτούσα τους πάντες στο μαγαζί για να μάθω το όνομα σου.» έχει σκύψει ελαφρά προς το μέρος μου και η ψιθυριστή φωνή του με κάνει να γυρίσω και να τον κοιτάξω.
Χαμογελάω φανερά διασκεδασμένη από τα λόγια και τον τρόπο με τον οποίο με προσεγγίζει και κουνάω το κεφάλι, δήθεν, αποδοκιμαστικά. Πιάνω τη σαλάτα από το τραπέζι και βάζω λίγη στο πιάτο του, μετά από το έντονο βλέμμα της μητέρας μου.
«Αν τους είχες ρωτήσει όλους, τότε θα το ήξερες.» απαντώ αινιγματικά στον ίδιο τόνο αποφεύγοντας να τον κοιτάξω, αφού βάζω και στο δικό μου πιάτο λίγη σαλάτα. Ωστόσο, είμαι χίλια τοις εκατό σίγουρη ότι, με κοιτάει μπερδεμένος.
«Άφησα κάποιον και δεν το θυμάμαι;» μοιάζει να μονολογεί, αλλά ο τρόπος που έχει γύρει προς τη μεριά μου κάνει ξεκάθαρο ότι απευθύνεται μόνο σε μένα.
Αφήνω την πιατέλα στο τραπέζι και γυρίζω να τον κοιτάξω. Στις μπίλιες που στολίζουν τις κόγχες των ματιών του, βλέπω μια σπίθα· μοιάζει να απολαμβάνει υπερβολικά πολύ αυτή μας τη συνομιλία. Τινάζω με χάρη τα μαλλιά μου και του χαρίζω ένα μικρό χαμόγελο.
«Ναι. Εμένα!» εξηγώ, όσο συνεχίζω να γεμίζω το πιάτο μου. Αυτή τη φορά βάζω λίγο από το σουφλέ ζυμαρικών.
Για λίγο σταματά κάθε του κίνηση και το χέρι του μένει μετέωρο δέκα εκατοστά πάνω από το τραπέζι. Υποθέτω σκέφτεται τα λόγια μου κι όταν συνέλθει γελάει ελαφρά. Πιάνει το μπουκάλι με το κρασί που ο μπαμπάς μου άνοιξε πριν ένα λεπτό και ρίχνει λίγο στο ποτήρι μου.
«Τίμιο. Τώρα που γνωριστήκαμε, είναι καλή στιγμή να σου ζητήσω να βγούμε; Όχι τίποτα άλλο, έχεις και ένα κέρασμα να κάνεις.» μου ζητάει ξεκάθαρα ραντεβού ανεβάζοντας τα μανίκια του πουκαμίσου μέχρι τους αγκώνες, ενώ προσθέτει την τελευταία λέξη παιχνιδιάρικα. Μου κλείνει το μάτι.
Πίνω μια γουλιά από το ποτό και τον αφήνω χωρίς απάντηση για μερικά δευτερόλεπτα. Σε αυτό το μικρό χρονικό διάστημα, δεν σταματάει ούτε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου να με κοιτάει. Καταπίνω αργά και, μόνο τότε, γυρίζω το βλέμμα μου πάνω του.
«Όσο καλή είναι και η στιγμή για να σου πω ότι έχω αγόρι.» τον γειώνω χαμογελαστή και κάνω μια προσπάθεια να συμμετάσχω στη συζήτηση των γονιών μου με τους φίλους τους.
«Φυσικά και έχεις!» ψελλίζει αναστενάζοντας, μα δεν του δίνω σημασία.
Επικεντρώνομαι στη μαμά μου που μιλάει, αλλά λίγο η μουσική, λίγο που μιλάει γρήγορα, λίγο η κούραση μου, απλώς ακούω τη φωνή της· σαν να μη μπορώ να συγκρατήσω καμία από τις λέξεις της. Σμίγω τα φρύδια μπερδεμένη, πιάνοντας το ψητό από δίπλα μου.
Μα, τι λένε;
«Μην το ψάχνεις.» με σκουντάει, όταν καταλάβει ότι προσπαθώ να χωθώ στο θέμα, λες και διαβάζει τη σκέψη μου. Τον κοιτάω απορημένη, υψώνοντας το φρύδι.
«Για πολιτικά μιλάνε.» μου εξηγεί στριφογυρίζοντας τα μάτια.
Ξινίζω το πρόσωπο μου και τρώω μια μπουκιά από τις πατάτες φούρνου. Τις βαριέμαι όσο τίποτα άλλο αυτές τις συζητήσεις· στην αρχή βαριέμαι και μετά καταλήγω να εκνευρίζομαι. Δεν καταλήγει καλά, γενικά. Στο ύφος μου γελάει.
«Και είναι καλός;» στην άκυρη ερώτηση του, τον κοιτάω ακόμα πιο μπερδεμένη. Γελάει δυνατά, τραβώντας για λίγο τα βλέμματα, ενώ ένα μειδίαμα έχει κάτσει στα χείλη του.
«Στο αγόρι σου αναφέρομαι! Τι έγινε, μικρό; Τον ξέχασες κιόλας;» με πειράζει και αφήνω κι εγώ ένα γελάκι, περνώντας μια τούφα πίσω από το αυτί μου.
«Θα θελες, γλυκέ μου!» τον αποπαίρνω δήθεν ξινά, αλλά είναι κάτι παραπάνω από εμφανές ότι περνάω καλά.
Δεν έχω την παραμικρή ιδέα από πού πηγάζει αυτή η οικειότητα, αλλά για να είμαι ειλικρινής, μ' αρέσει. Το προτιμώ από το να κάθομαι βιδωμένη στη θέση μου και να γελάω ψεύτικα. Είναι όντως καλό παιδί· πειραχτήρι, αλλά πολύ καλός.
«Δεν μου απαντάς όμως.» επιμένει και κουνάω το κεφάλι αποδοκιμαστικά. Η μαμά μου έχει καρφώσει το βλέμμα της πάνω μας, ενώ προσποιείται ότι ακούει τη συζήτηση την οποία μόνη της άνοιξε.
«Πάρα πολύ καλός!» απαντώ τελικά στην ερώτηση του, πίνοντας ακόμα λίγο από το κρασί μου και η καρδιά μου φτερουγίζει τρελά κάτω από το στήθος όταν το πρόσωπο του εισβάλλει στο μυαλό μου.
Ανασηκώνει τα φρύδια και αδειάζει το ποτήρι του στα λόγια μου.
«Για να το λες...» αφήνει τη φράση του μετέωρη και εγώ δεν το συνεχίζω.
«Πάντως, αν με ρωτάς, ένας καφές δεν πείραξε ποτέ κανέναν. Ίσα-ίσα, μπορεί να περάσεις πάρα πολύ καλά και να κάνεις έναν καινούργιο φίλο!» συνεχίζει την προσπάθεια και γελάω ξανά.
Ω, έχω ήδη έναν φίλο που του αρέσω· δεν νομίζω να αντέξω και δεύτερο.
«Θα το σκεφτώ πολύ σοβαρά και θα σου απαντήσω!» υπόσχομαι, αφήνοντας μια ανάσα αφού πρώτα σταματήσω να γελάω. Στο ύφος μου χαμογελάει και κουνάει το κεφάλι συγκαταβατικά. Ωστόσο, δείχνει λες και το απολαμβάνει που δεν έχω σταματήσει να γελάω και μοιάζω με χαζοχαρούμενη.
«Θα περιμένω!» μου κλείνει το μάτι παιχνιδιάρικα, περνώντας τη γλώσσα του πάνω από τα χείλη του. Θέλω να ανοίξω το στόμα από το ποσό σέξυ δείχνει, μιλώντας πάντα αντικειμενικά, ωστόσο μισοκλείνω τα μάτια, δήθεν, επιθετικά.
Γίναμε.
«Μη με απειλείς εμένα!» λέω αργά και με λεπτή φωνή και απλώς γελάει τρανταχτά, με αποτέλεσμα να μας κοιτάξουν και οι τέσσερις ενήλικες. Ναι, προφανώς και δεν με πήρε στα σοβαρά.
«Έχεις πλάκα, μικρό.» με σκουντάει χαριτωμένα και ρουθουνίζω τσιτωμένη στον τρόπο που με αποκάλεσε.
«Δεν είμαι μικρή, ευχαριστώ.» ψελλίζω και πίνω λίγο ακόμα από το κρασί μου. Ωραίο κρασάκι αυτό.
Σκύβει περισσότερο προς το μέρος μου και, κοιτώντας με απευθείας μέσα στα μάτια, μου περνάει μια τούφα πίσω από το. Παίρνω μια κοφτή ανάσα και ξεροκαταπίνω. Ωραία, αυτό έχει αρχίσει να γίνεται πολύ, πολύ άβολο.
«Απόδειξέ το.» ζητάει.
Πάνω στην ώρα, ένα μήνυμα στο κινητό μου με κάνει να τιναχτώ και με βγάζει από τη δύσκολη θέση. Ξεροβήχω και πιάνω τη συσκευή στα χέρια μου. Τα μάτια μου φωτίζονται και πριν καν το καταλάβω χαμογελάω πλατιά.
Lucas❤️:
-Είμαι απ' έξω, μπορείς να βγεις;
«Εε...» ξεροβήχω και τους τραβώ την προσοχή. Σηκώνομαι αργά από τη θέση μου και τους δίνω ένα ευγενικό χαμόγελο. Με κοιτούν με απορία όλοι.
«Εγώ θα πάω στην κουζίνα να πιω λίγο νερό, θέλει κάποιος να του φέρω κάτι;» περνάω μια τούφα πίσω από το αυτί μου νευρικά και μέσα μου προσεύχομαι να μη θέλει κανένας τίποτα γιατί, κατά ενενήντα-εννιά τοις εκατό, θα τα ξεχάσω όλα.
«Όχι, αγάπη μου. Είμαστε εντάξει.» η μαμά μου με καθησυχάζει χαμογελαστή, αλλά μπορώ με ευκολία να δω στο βλέμμα της ότι κατάλαβε πως δεν διψάω. Μερικές φορές αναρωτιέμαι αν της ξεφεύγει τίποτα.
Γνέφω θετικά και περπατώ αργά προς την κουζίνα, κυρίως για να μη τραβήξω τα βλέμματα. Όταν χαθώ στους λευκούς τοίχους, τρέχω μέχρι την πόρτα και την ανοίγω όσο πιο αθόρυβα μπορώ. Και τότε, τον βλέπω.
Είναι ως συνήθως πολύ χαλαρά ντυμένος, φορώντας μόνο ένα φούτερ και ένα τζιν. Τα μάτια του, σχεδόν χαμένα μέσα στους μαύρους κύκλους, ανοίγουν από την έκπληξη μόλις με αντικρίσει και μου κόβουν για ακόμα μια φορά την ανάσα. Δεν με νοιάζει αν γλιστρήσω, ή πέσω, όταν τρέξω ακόμα πιο γρήγορα από πριν, και χωθώ στην αγκαλιά του.
Τυλίγει τα χέρια του γύρω μου σφιχτά και εισπνέει δυνατά το άρωμα μου· ό,τι ακριβώς κάνω κι εγώ με τη γαζία. Μπέσα, δεν υπάρχει καλύτερο άρωμα από το δικό του.
«Τι κάνεις, γουρουνάκι;» τρίβει την πλάτη μου αργά με χέρια που τρέμουν από την έλλειψη κι όταν σηκώσω το κεφάλι μου από το λαιμό του μου αφήνει ένα μικρό φιλάκι.
Τα χείλη του είναι μαλακά και ζεστά μπλέκονται με τον καλύτερο τρόπο με τα δικά μου, κάνοντας το κορμί μου να καίγεται, να λιώνει και να μουδιάζει στην επαφή μας. Και το απολαμβάνω.
«Καλά, εσύ;» ρωτώ μόλις απομακρυνθούμε, τρίβοντας το μέτωπο μου στο πηγούνι του. Το κρύο του Δεκέμβρη μου τρυπάει το δέρμα, αλλά δεν με νοιάζει καθόλου· μου φτάνει που κατάφερα να τον δω μια μέρα σαν κι αυτή.
«Καλά. Είπα να περάσω τώρα, γιατί με περιμένει ο Paul με τους δικούς του. Η Mia αρνείται να φάει αν δεν πάω!» σχολιάζει τη γλυκιά στάση της δεκαπεντάχρονης αδερφής του κολλητού του πειράζοντας τη μύτη μου και γελάμε ελαφρά.
Μπορεί να μην το παραδέχονται, ο Lucas τουλάχιστον, αλλά έχουν τρελή αδυναμία σε αυτή την κοπέλα. Από τη Melisa έμαθα ότι ο Paul εξαιτίας εκείνης σταμάτησε τις καταχρήσεις. Η μικρή τον είδε σε μια παρόμοια κατάσταση με αυτή που είδα εγώ τον Lucas εκείνο το βράδυ και...δεν το πήρε καλά.
«Η γλυκούλα!» χαριτολογώ.
«Καλά έκανες και ήρθες. Μου έλειψες!» παραδέχομαι ντροπαλά μπλέκοντας τα δάχτυλα μου στα μαύρα πυκνά μαλλιά του και το χαμόγελο του με ζαλίζει.
Ο αντίχειρας του χαϊδεύει απαλά το μάγουλο μου και παίρνει μια βαθιά ανάσα. Όσο περνάει η ώρα τρέμει όλο και περισσότερο κι αυτό είναι κάτι που με φρικάρει. Φοβάμαι ότι θα πάθει πάλι κρίση όπως εκείνη τη βραδιά και, θεέ μου, είναι το τελευταίο που θέλω.
«Και μένα μου έλειψες...» με φιλάει ξανά, ωστόσο δεν μπορώ να το χαρώ όσο θέλω καθώς τα μπράτσα μου έχουν παγώσει. Γαμώτο, φλερτάρω με την πνευμονία πολύ άσχημα.
«Ανυπομονώ να νιώσω και πάλι το κορμί σου και αυτό το φόρεμα που φοράς, αλήθεια, δεν βοηθάει.» συνεχίζει σιγανά πάνω από τα χείλη μου και, -έλα τώρα!- ποιος νοιάζεται για την πνευμονία;
Μειδιάζω κρυφά.
Ήμουν σίγουρη ότι θα τον τρελάνει.
«Κι εγώ το θέλω, πάρα πολύ, αλλά θα πρέπει να κάνουμε υπομονή. Αύριο φεύγω, θυμάσαι; Έξι του μήνα θα γυρίσω. Και τότε, είμαι πρόθυμη να μείνω για να αναπληρώσουμε όλον τον χρόνο που θα χάσουμε αυτές τις μέρες.» χώνω τα χέρια μου και αγκαλιάζω την πλάτη του μέσα από το ανοιχτό μπουφάν του. Το δέρμα μου χαλαρώνει στη γλυκιά ζέστη που το υποδέχεται.
«Θα είναι έξι πολύ δύσκολες μέρες!» κάνει δραματικά και γελάω δυνατά, παρόλα αυτά προσπαθώ να χαμηλώσω τον τόνο της φωνής μου. Αν με ακούσουν, πράγμα πολύ πιθανό, θα έρθουν να δουν γιατί γελάω!
Δεν υπάρχει τίποτα που να φοβάμαι περισσότερο από αυτό.
«Ναι, ναι! Είμαι σίγουρη!» κοροϊδεύω.
«Τέλος πάντων, πρέπει να μπω μέσα. Υποτίθεται σηκώθηκα από το τραπέζι για να πιω νερό· λογικά ο μπαμπάς μου θα πιστεύει ότι πνίγηκα.» σχολιάζω αφήνοντας μια ανάσα και εκείνος πνίγει ένα γελάκι.
«Εντάξει.» ψελλίζει περνώντας μου μια τούφα πίσω από το αυτί μου τρυφερά.
«Θα σε πάρω τηλέφωνο αμέσως μόλις αλλάξει ο χρόνος. Υπόσχομαι.» τα χείλη του αγκαλιάζουν για ακόμα μια φορά τα δικά μου και μεθώ· το κρασί μοιάζει νερό μπροστά στο φιλί του.
«Θα περιμένω.» ψιθυρίζω μέσα από την επαφή μας και σπρώχνω τη γλώσσα μου στο στόμα του με πάθος. Εκείνος με σφίγγει πάνω του ακόμα περισσότερο, τόσο που το κρύο δε με αγγίζει πια ούτε στο ελάχιστο.
Ύστερα από ένα λεπτό ανοίγω την πόρτα και μπαίνω όσο πιο αθόρυβα μπορώ στην κουζίνα. Κλείνω την πόρτα το ίδιο σιγά και αφήνω μια ανάσα ανακούφισης και χαράς που, ευτυχώς, δεν με πήρε κανένας χαμπάρι.
«Δεν είχατε νερό στο ψυγείο και είπες να βγεις έξω να το παγώσεις με φυσικό τρόπο;» η φωνή του με κάνει να τσιρίξω σχεδόν και να τιναχτώ προς τα πίσω, με αποτέλεσμα η πλάτη μου να συγκρουστεί με το ασημένιο ψυγείο και όχι μόνο! Μέσα σε όλα, οριακά γλίστρησα στο καθαρό πλακάκι και ένας μικρός πόνος αγκαλιάζει τον αστράγαλο μου.
Μορφάζω στην αίσθηση και τον αγριοκοιτάζω εκνευρισμένη και εντελώς τρομαγμένη. Πάλι καλά που οι δικοί μου έχουν ψηλώσει τον ήχο της μουσικής και δεν ακούστηκα! Αλλιώς άντε μετά να εξηγήσω πώς σκατά έγινε αυτό!
«Είσαι τέρμα ηλίθιος; Μου έκοψες το αίμα!» τον βρίζω μη μπορώντας να ελέγξω το στόμα μου και βάζω το χέρι μου στο ύψος της καρδιάς μου, όσο παράλληλα κουτσαίνω ελαφρά κι έπειτα στηρίζομαι σε μια καρέκλα.
Κι ενώ είμαι έτοιμη να ζητήσω συγγνώμη που τον έβρισα...αυτός γελάει. Γελάει! Έχει στηριχτεί ολόκληρος πάνω στον γκρι-μαύρο πάγκο και διασκεδάζει με την ταραχή μου. Τον κοιτάω άφωνη με το στόμα ανοιχτό.
Χριστέ μου, γιατί σε μένα;
«Πολύ γλυκό εκ μέρους του να έρθει να σου ευχηθεί μια ώρα πριν αλλάξει ο χρόνος. Είμαι σίγουρος πως θα αρέσει και στον μπαμπά σου!» ανασηκώνει τα φρύδια με ένα δαιμονικό ύφος, παρά το αθώο χαμόγελο που μου χαρίζει.
Πιέζω τα χείλη σε μια ευθεία γραμμή και νιώθω το πρόσωπο μου να γίνεται πιο κόκκινο από τα μαλλιά μου. Κάνω τα χέρια μπουνιές και τον κοιτώ ελαφρώς εκνευρισμένη. Έπειτα, στριφογυρίζω τα μάτια.
«Σκάσε!» ζητάω.
Ένα λεπτό μετά επιστρέφω το βλέμμα μου πάνω του και με παίρνουν τα γέλια. Δεν κρατιέται, γελάει κι αυτός παρά την ένταση που υπάρχει στο δωμάτιο. Τραβάει μια από τις καρέκλες και κάθεται απέναντι μου. Παίρνω μια ανάσα όταν σταματήσω και απολαμβάνω τη χαλαρή στιγμή.
«Πονάει;» ρωτάει ύστερα από ένα λεπτό και τον κοιτάω σμίγωντας τα φρύδια.
«Το πόδι σου λέω, πονάει;» διευκρινίζει.
«Λιγάκι.» σουφρώνω τα χείλη με παράπονο και σκύβω ελαφρά ώστε να βγάλω τη γόβα. Πατάω την πατούσα μου στο έδαφος και η επίπεδη επαφή με ανακουφίζει κάπως. Μουγγρίζω στη σουβλιά που με διαπερνά.
«Να το...δω;» ψελλίζει μακγωμένα και πιάνει στα χέρια μου το δεξί μου πόδι πριν του απαντήσω.
«Εε...ξέρεις;» η ερώτηση μου ακούγεται χαζή, αλλά ήταν το πρώτο που σκέφτηκα όταν τον τα δάχτυλα του ήρθαν σε επαφή με το δέρμα μου. Γελάει πνιχτά.
«Έχω ένα πτυχίο φυσικοθεραπείας. Θέλω να πιστεύω πως όλο και κάτι έχω μάθει.» κάνει ένα μικρό μασάζ στον αστράγαλο μου και στα λόγια του γελάω ξανά, απολαμβάνοντας την ωραία αίσθηση που με αγκαλιάζει.
«Κομπογιαννίτη.» μειδιάζω κρυφά.
«Πόσο είσαι;» εκφράζω την απορία μου και αφήνω έναν αναστεναγμό όταν πιέσει ελαφρά ακριβώς στο σημείο που πονάω λίγο.
«Είκοσι-ένα.» χαμογελάει και γνέφω.
«Νιώθεις καλύτερα;» το ειλικρινές του ενδιαφέρον με αγγίζει και, περνώντας για χιλιοστή φορά μια κόκκινη τούφα πίσω από το αυτί μου, κουνάω το κεφάλι θετικά, τραβώντας αμίλητη το πόδι μου όσο πιο απαλά μπορώ.
«Ευχαριστώ πολύ.» βάζω και πάλι τη γόβα, ενώ σηκώνομαι από την ψηλή καρέκλα. Παραδόξως, τώρα πονάω λιγότερο.
«Θα σου πρότεινα να διορθώσεις το κραγιόν σου πριν επιστρέψεις στο τραπέζι. Όποιος σου είπε ότι είναι ανεξίτηλο, να ξέρεις, σε κορόιδεψε.» με πειράζει και πάλι τσιμπώντας μου τη μύτη και γουρλώνω τα μάτια έντροπη.
Γαμώτο!
«Ευχαριστώ και γι'αυτό!» του χτυπάω τον ώμο φιλικά και τρέχω βιαστικά προς το δωμάτιο μου. Γρήγορα μεν, διακριτικά δε, όσο εκείνος γελάει ξανά.
(...)
«Παιδιά δείτε! Μένουν είκοσι δευτερόλεπτα για την αλλαγή!» ο ενθουσιασμός της μαμάς μου σε συνδυασμό με την τσιριχτή φωνή της μας αφυπνίζει όλους και σηκωνόμαστε. Εγώ και ο Aaron από τον καναπέ κι όλοι οι υπόλοιποι από το τραπέζι.
Ο μπαμπάς μου τρέχει ως τον διακόπτη του φωτός και τον πατάει ώστε να βυθιστούμε στο σκοτάδι, όσο η Debbie βοηθάει την εγκυμονούσα να σηκωθεί προσεκτικά και να προχωρήσει ως τον καναπέ.
«Έλα, έλα! Ξεκινάμε!» ο Ian, μισομεθυσμένος, φωνάζει και γελάω.
«Δέκα!» αρχίζουμε εμείς από το σπίτι και οι άνθρωποι από το μουσικό πρόγραμμα της τηλεόρασης και το κλίμα ενθουσιασμού σκορπίζεται παντού στο σαλόνι.
«Εννιά!» με την άκρη του ματιού μου παρατηρώ την Debbie· σαν γατάκι τρίβεται πάνω στον σύζυγο της και του χαρίζει ένα μικρό φιλί.
«Οκτώ! Επτά!» έπειτα κοιτώ τους γονείς μου.
Τα χέρια του μπαμπά μου είναι στην κοιλίτσα της γυναίκας του, ενώ της μαμάς μου στο μάγουλο και τον καρπό του. Δείχνουν λαμπεροί και ερωτευμένοι σαν και πρώτα.
«Έξι! Πέντε! Τέσσερα!»
Κοιτάω τον Aaron. Ο ξανθός άγγελος που τόσο καιρό χαζεύω με τα κορίτσια νομίζοντας ότι τίποτα δε μας συνδέει, αλλά τελικά έκανα λάθος. Γυρίζει κι αυτός το βλέμμα του πάνω μου και τα δύο τροπικά δάση στα μάτια του λάμπουν παιχνιδιάρικα.
«Τρία!» ανατριχιάζω ελαφρά, αλλά κουνάω το κεφάλι δεξιά κι αριστερά.
«Δύο!»
Μ' έναν ελιγμό, προσπερνώ τους καλεσμένους και στέκομαι δίπλα στους γονείς μου και σε εκείνον. Αγκαλιάζω κι εγώ τη μαμά μου τρυφερά.
Σ' αγαπώ, μαμά.
«Ένα!»
Μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, ο Aaron κάνει στην άκρη τα μαλλιά μου και, μέσα σε μια στιγμή, αφήνει ένα μικρό φιλί στον αυχένα μου. Τινάζομαι και γυρίζω προς το μέρος του. Τα φώτα ανοίγουν κι έρχομαι αντιμέτωπη με το σκανταλιάρικο βλέμμα του.
«Καλή χρονιά!»
Όλοι εύχονται μεταξύ τους και ανταλλάσσουν φιλιά, όσο εγώ τον κοιτώ εμβρόντητη να στέκεται χαλαρός ακριβώς μπροστά μου. Σκύβει ελαφρά προς το αυτί μου.
«Χρωστάς κέρασμα.» το γλυκό του ύφος, άδειο από πονηριά, με εκνευρίζει άνευ προηγούμενου και τα λόγια του με κάνουν μπουρλότο.
Τη στιγμή που είμαι έτοιμη να του χώσω ένα ξεγυρισμένο χαστούκι που θα θυμάται σε όλη του τη ζωή, το κινητό μου, που το κρατώ σφιχτά στα χέρια, χτυπάει. Ρίχνω σαστισμένη το βλέμμα μου στην οθόνη. Είναι ο Lucas.
Δεν προλαβαίνω να το σκεφτώ και οι γονείς μου πέφτουν πάνω μου τρελοί από χαρά και με αγκαλιάζουν σφιχτά και ζεστά, ψελλίζοντας ευχές για το νέο έτος, όσο εγώ κοιτώ ζαλισμένη το χώρο γύρω μου.
Τι ακριβώς έγινε τώρα;
Γειά σας κοτοπουλάκια μου!🐥
Τι κάνετε; Πώς είστε;
Ελπίζω καλά!
Πείτε μου τα νέα σας! Έχουν ξεκινήσει οι άγριες μέλισσες και κάνω ένα φανγκέρλινγκ που το νιώθω στην ψυχούλα μου!! Άντε να βγάλουν κανένα δυνατό τραγούδι ο Άλεξ με την Ουρανία να το βάλω εδώ😂.
Πάμε στο κεφάλαιο;
Πριν αρχίσω θέλω να κάνω μια μεγάλη αφιέρωση στην -itsAnna_, που μόλις εμφάνισα τον Aaron, στην πρώτη σκηνή που είδε τον σερβιτόρο είπε "και θα ναι κάνας Aaron...". Οπότε φίλη μου, αυτό το κεφάλαιο σου ανήκει δικαιωματικά❤️.
So, έχουμε και λέμε!
Αυγή και Aaron ταίριαξαν αμέσως και κάλυψαν το μεγαλύτερο μέρος του κεφαλαίου, ωστόσο είδαμε πως ταράχτηκε με το φιλάκι που της άφησε στο τέλος, καθώς απολάμβανε την συντροφιά του φιλικά και μόνο.
Ή μήπως όχι;
Ο Lucas μωρέ πόσο γλυκός! Της είπε "μόλις αλλάξει ο χρόνος θα σε πάρω" και την πήρε! Πού να ξερε βέβαια...
Τελείωσε και το 2020 στο βιβλίο και έχω με μεγάλη μου χαρά να πω πως: τώωωωωωρα αρχίζει το καλό! *παρά πέντε vibes*
Οπότε, πάρτε μια βαθιά ανάσα και ετοιμαστείτε ψυχολογικά γιατί έχουμε κι ένα ταξιδάκι στην Ελλάδα!
Τι πιστεύετε ότι θα γίνει στο επόμενο;
Αυτάααα.
Αν σας άρεσε το κεφάλαιο ψηφίστε και σχολιάστε!
Αντιιιιοοοοοςςςς🥰🍟.
-Δέσπ.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro