38. 'Εκρηξη.
~Έτσι τελειώνει ο κόσμος: όχι με μια θεαματική έκρηξη αλλά με έναν λυγμό.~
•T. S. Eliot, 1888-1965, Βρετανός ποιητής, Νόμπελ 1948.
Ελλάδα.
Έξι Δεκεμβρίου.
Ώρα δύο και μισή το πρωί.
Νίκος.
«Ν-Νίκο...» τραυλίζει και αναστενάζει δυνατά, κρύβοντας το κεφάλι της στο βαθούλωμα του λαιμού μου, όσο μπαίνω μέσα της γρήγορα.
Πιέζω τα χείλη και κλείνω τα μάτια μου σφιχτά στην αίσθηση. Στο μυαλό μου τρυπώνει το όμορφο προσωπάκι της και την βλέπω να μου χαμογελά από ικανοποίηση.
Οι κινήσεις μου γίνονται πιο έντονες και η κοπέλα από κάτω μου γαντζώνεται με δύναμη από την πλάτη μου. Μπλέκω τα δάχτυλα μου στα ξανθά μαλλιά της και, ενδόμυχα, εύχομαι να ήταν κόκκινα.
Μα γιατί δεν μου έστειλε να μου πει χρόνια πολλά;
Τυλίγει τα πόδια της γύρω από τη μέση μου και φιλάει το λαιμό μου. Την ανασηκώνω και τώρα βρίσκεται πάνω μου. Τη φιλάω και σπρώχνω τη γλώσσα μου στο στόμα της. Ανταποδίδει και το κράτημα μου γίνεται πιο σφιχτό.
Τόσο λίγο την ενδιαφέρω πια;
«Ε-εγώ...» προσπαθεί να μιλήσει αλλά δεν μπορεί. Δεν χρειάζεται έτσι κι αλλιώς, ξέρω τι θα πει.
Αισθάνομαι την καρδιά της να χτυπάει ενάντια στη δική μου και κλείνω τα μάτια μου ακόμα πιο σφιχτά. Η μορφή της δεν λέει να φύγει από το μυαλό μου, κι αυτό με πληγώνει.
Μήπως με ξέχασε;
«Νίκο!» αναφωνεί ξανά. Είναι ιδρωμένη και το στήθος της ανεβοκατεβαίνει, καθώς τελειώνει γύρω μου και ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα, ακολουθώ κι εγώ γεμίζοντας το προφιλακτικό.
Αυγή!- σχεδόν το ψελλίζω, μα ευτυχώς το καταλαβαίνω εγκαίρως και το κρατώ μόνο για μένα.
Μένουμε για λίγα δευτερόλεπτα αγκαλιασμένοι κι όταν πάρω μια κανονική ανάσα, τη ρίχνω πάλι στο κρεβάτι και ξαπλώνω δίπλα της. Κοιτάω το ταβάνι και αναστενάζω.
Σκατά τα έχω κάνει.
Γυρίζει και χώνεται στην αγκαλιά μου, αφήνοντας μου πρώτα ένα φιλί στο στέρνο. Τη νιώθω που χαλαρώνει και θέλω να γελάσω στη σκέψη του τι θα γινόταν τώρα αν έλεγα δυνατά το όνομα της πρώην μου.
Πιθανότατα θα με σκότωνε.
«Μου αρέσει που κοιμόμαστε μαζί αυτές τις μέρες που λείπουν οι γονείς μου. Το απολαμβάνω τόσο πολύ.» μου παραδέχεται και παίρνω μια βαθιά ανάσα. Δεν της αξίζω ούτε λίγο.
Της χαρίζω ένα απαλό φιλί στην κορυφή του κεφαλιού της και την σφίγγω πάνω μου. Όταν ξεκίνησα να είμαι μαζί της ήταν όλα τόσο...όμορφα. Στο μυαλό μου είχα μόνο την Ξένια και καμία άλλη.
Οκευ, ήμουν με την Αυγή. Τουν πρώτο καιρό, όμως, δεν κάναμε τίποτα. Παρόλα αυτά, ούτε αυτό κράτησε πολύ, γιατί η χημεία μου με την Αυγή μου είναι ό,τι πιο έντονο έχω νιώσει.
«Και μένα μου αρέσει, μωρό μου.» ψελλίζω κοιτώντας το κενό.
Σηκώνει το κεφάλι της από πάνω μου και στηρίζει το πηγούνι της στο στέρνο μου. Της περνάω μια τούφα πίσω από το αυτί και την κοιτάω ερωτηματικά. Παίρνει μια ανάσα.
«Τον Ιανουάριο θα έρθει η Αυγή.» με ενημερώνει και η καρδιά μου σταματάει. Κρατώ για λίγο την ανάσα μου, ωστόσο προσπαθώ να παραμείνω ψύχραιμος.
Τι;
«Αα...» κάνω και γνέφει θετικά.
«Μπράβο της.» καταλήγω, μα οι παλμοί μου αυξάνουν ταχύτητα και μόνο στη σκέψη ότι θα την δω. Ελπίζω μόνο να μην το νιώθει.
Ζυγίζει τα λόγια μου και δαγκώνει τα χείλη αγχωμένη. Την κάνω να αισθάνεται αβεβαιότητα, κι αυτό με σκοτώνει. Την αγαπάω πολύ την Ξένια, απλώς νομίζω ότι τα συναισθήματα μου για την Αυγή υπερισχύουν, ακόμα κι αν δεν το θέλω.
«Δεν...δεν σε νοιάζει;» ψιθυρίζει διστακτικά και, αφού τη φιλήσω απαλά στα χείλη, μας αναποδογυρίζω, προκειμένου να είμαι από πάνω της.
Την κοιτάω βαθιά στα μάτια και χαϊδεύω τρυφερά το μάγουλο της. Δεν σπάω την οπτική μας επαφή, και ξεστομίζω χωρίς ντροπή το ψέμα μου.
«Με νοιάζεις μόνο εσύ.» επιτίθεμαι στα χείλη της αχόρταγα, και ενώνω με πάθος τη γλώσσα μου με τη δική της. Ανταποδίδει και χαμογελάει μέσα από την επαφή μας.
Κλείνω τα βλέφαρά μου και στο σκοτάδι που απλώνεται, η Αυγή επιστρέφει για ακόμα μια φορά στο μυαλό μου. Μου χαμογελάει ξανά, και η καρδιά μου σφυροκοπά ενάντια στο στήθος μου.
Μου λείπεις.
(...)
Νέα Υόρκη.
Αυγή.
«Και δηλαδή θα μείνετε φίλοι;» η μαμά μου, τρώγοντας ποπ-κορν καθόλη τη διάρκεια της αφήγησης μου, ρωτάει με απορία και πρωτοφανή ζήλο. Λες και παρακολουθεί ταινία ένα πράγμα.
Παίρνω μια ανάσα και τρώω κι εγώ μερικά από τα πατατάκια που υπάρχουν στο μπολ, κερδίζοντας χρόνο προκειμένου να σκεφτώ. Όσο πιο πολύ το ακούω, τόσο πιο περίεργο μου φαίνεται. Δεν είμαι καν σίγουρη ότι θα δουλέψει.
«Ναι, δεν ξέρω, δεν μου πάει η καρδιά να τον απομακρύνω. Είναι πολύ καλό παιδί μαμά.» ψελλίζω ξεφυσώντας και στηρίζω το κεφάλι μου στο χέρι μου με απόγνωση. Το γλυκό χαμόγελο της με κάνει να νιώσω καλύτερα.
Η ώρα είναι δύο και μισή το μεσημέρι και καθόμαστε στο σαλόνι γουρουνιάζοντας, παρόλο που πριν μισή ώρα τρώγαμε κοτόπουλο με πατάτες στο φούρνο. Το στολισμένο δέντρο και τα λαμπάκια που αναβοσβήνουν προσδίδουν μια γιορτινή νότα στο σπίτι, αλλά μου προκαλούν και μια μικρή μελαγχολία.
Είναι επτά Δεκεμβρίου. Πριν δύο χρόνια τέτοια μέρα, έκλαιγα στην αγκαλιά της Αλεξάνδρας και της Ξένιας επειδή ο Νίκος είχε βγει για σπάσιμο με μια πρώην του. Προς έκπληξη μου, παρατηρώ ότι και πριν ένα χρόνο, πάλι τέτοια μέρα, πάλι στην αγκαλιά τους έκλαιγα. Αυτή τη φορά γιατί με αρνήθηκε σε δύο "φίλες του".
Μερικές φορές, πραγματικά, απορώ γιατί στο διάολο ήμουν μαζί του.
«Τι να σου πω βρε αγάπη μου, θα είναι δύσκολο. Στον Lucas θα το πεις;» το όνομα του αγαπημένου μου με βγάζει από τις σκέψεις και δαγκώνω τα χείλη με άγχος.
«Εννοείται θα το πω. Σήμερα κιόλας! Έχουμε κανονίσει να βρεθούμε για να κάνουμε βιντεοκλήση με την Αλεξάνδρα και τον Βασίλη που θέλουν να τον γνωρίσουν.» τη διαβεβαιώνω εξηγώντας της το πλάνο και μου χαμόγελα περήφανη.
«Μπράβο, αστέρι μου!» χαμογελάω κι εγώ τόσο στα λόγια, όσο και στο βλέμμα της. Αυτό το βλέμμα είναι μεγαλύτερη επιβεβαίωση που χρειάζομαι. Όταν είναι περήφανη για μένα, δεν ξέρω, νιώθω ότι τα κάνω όλα σωστά.
«Τι λένε τα κορίτσια μου;» ο μπαμπάς μου μας τραβά την προσοχή κατεβαίνοντας τις σκάλες χαλαρά και του χαμογελάμε πλατιά.
Ανταλλάσσουμε ένα βλέμμα όλο νόημα και γελάμε πνιχτά. Να, εδώ λέγαμε για τον κρυφό θαυμαστή μου, που δεν είναι πια κρυφός, και ότι πρέπει να μιλήσω γι'αυτόν στο αγόρι μου.
«Τίποτα το σημαντικό.» απαντώ τελικά και μου αφήνει ένα φιλί στο μέτωπο, αφού πρώτα φιλήσει τη μαμά μου πεταχτά στα χείλη.
Κάθεται δίπλα της και τη βάζει στην αγκαλιά του. Εκείνη χώνει το κεφάλι της στο λαιμό του, όσο ο μπαμπάς της χαϊδεύει απαλά την κοιλίτσα. Η γλυκιά τους εικόνα με κάνει να χαμογελάσω πλατιά και να πάρω μια ανάσα.
Θα πεθάνω.
«Τι ώρα έχεις χορό, μικρή;» με ρωτάει χαμογελαστός, χωρίς να σταματήσει να χαϊδεύει τη γυναίκα του η οποία δείχνει έτοιμη να κοιμηθεί πάνω του.
Λιώνω!
«Έξι με οκτώ.» τον ενημερώνω βαριεστημένα. Τεντώνω ελαφρά το κορμί μου σαν γάτα και παίρνω ακόμα ένα πατατάκι με φυσική γεύση. Θέλω μόνο να τρώω και να κοιμάμαι.
Στο άκουσμα της απάντησης μου η μαμά μου ανασηκώνεται και τον κοιτάει αυστηρά. Το ίδιο κάνει κι εκείνος, ωστόσο, το δικό του βλέμμα θυμίζει βρεγμένο γατί.
«Δεν της το είπες.» δηλώνει με σιγουριά, υψώνοντας το φρύδι.
Κοιτάω μια τον έναν μια τον άλλον, μασουλώντας αργά το ανθυγιεινό σνακ και περιμένοντας να δω πού θα καταλήξουν.
Τι δεν μου είπε;
«Νόμιζα θα της το πεις εσύ, βρε Θάλεια μου!» υπερασπίζεται τον εαυτό του με παράπονο και η εγκυμονούσα της παρέας παίρνει μια ανάσα στην κακή συνεννόηση που είχαν.
«Να μου πείτε τι;» αναρωτιέμαι φωναχτά μπερδεμένη και με κοιτάζουν, λες και τώρα θυμήθηκαν ότι είμαι εδώ. Στριφογυρίζω τα μάτια και γελάω ελαφρά.
Τι ωραία που περνάω.
Τον κοιτάει και, αφού ξανά χωθεί στην αγκαλιά του, μου χαμογελάει πλατιά. Σχεδόν αναρωτιέμαι πώς γίνεται να είναι τόσο λαμπερή και όμορφη.
Είσαι τόσο τυχερός, μπαμπά.
«Μωρό μου, σήμερα στις επτά έχω ραντεβού με την Debbie. Θα μάθουμε το φύλο του μωρού!» με ενημερώνει χτυπώντας παλαμάκια ευτυχισμένη και οριακά τσιρίζω ενθουσιασμένη, γουρλώνοντας τα μάτια.
Σηκώνομαι βιαστικά από τη θέση μου και, σχεδόν, τρέχω προς τα πάνω της αγκαλιάζοντας την. Τυλίγει τα χέρια της γύρω μου τρυφερά και μου χαϊδεύει την πλάτη.
«Επιτέλους! Επιτέλους! Επιτέλους! Δεν αντέχω άλλο να μην ξέρω! Αν το ήξερα, θα ζητούσα από την προηγούμενη φορά από την Gloria να φύγω νωρίτερα, αλλά δεν θέλει, λέει, να της το λέμε τελευταία στιγμή.» μιλάω πολύ γρήγορα και τσιριχτά όσο παραπονιέμαι και τους ακούω να γελάνε.
«Δεν πειράζει, κοριτσάκι μου! Στις οκτώ που θα γυρίσεις θα σου το πούμε.» προσπαθεί να μου δείξει ο μπαμπάς μου ότι δεν αλλάζει κάτι και ξεροβήχω.
Απομακρύνομαι από την αγκαλιά της μαμάς μου και κάθομαι στο μπράτσο του μαύρου καναπέ. Χαμογελάω αθώα.
«Εε...βασικά, θα βγω μετά το μάθημα.» ενημερώνω παίρνοντας μια τούφα πίσω από το αυτί μου αμήχανα, και υψώνει το φρύδι.
Στρέφει το βλέμμα του στη μαμά μου, κι εκείνη χαμογελάει σαν παιδί στέλνοντας του ένα φιλάκι. Με ξανά κοιτάει σοβαρός.
«Με τις φίλες σου;» ρωτάει αργά. Βλέπω στα μάτια του ότι θέλει να του απαντήσω θετικά, αλλά νομίζω πως έφτασε η στιγμή να του αποκαλύψω την ύπαρξη του Lucas, γιατί τον βλέπω να το μαθαίνει μόνος τους και ουε και αλίμονο μου.
Βήχω και πάλι. Η Θάλεια με κοιτάει με γουρλωμένα μάτια και σχεδόν δεν το πιστεύει ότι ετοιμάζομαι να το πω. Αφήνω μια ανάσα και του χαμογελάω ξανά. Πρέπει να είμαι προσεκτική στο τι θα πω, γιατί αν τα πω όλα, καήκαμε!
«Όχι, όχι με τα κορίτσια...εμ, η αλήθεια είναι ότι εδώ και λίγο καιρό...βγαίνω με κάποιον.» ανακοινώνω και γουρλώνει κι αυτός τα μάτια απευθείας.
Κοιτάει και πάλι τη μαμά μου κι αυτή του χαϊδεύει τρυφερά το μάγουλο, προσπαθώντας να τον κρατήσει χαλαρό. Επιστρέφει τη ματιά του πάνω μου και παίρνει κι αυτός μια ανάσα.
«Πώς τον λένε και πόσο χρονών είναι;» το αυστηρό του βλέμμα με αγχώνει ελαφρά και στην δεύτερη ερώτηση του, παρατηρώ τη γυναίκα του να πανικοβάλλεται.
Σκέψου κάτι γρήγορα!
«Τον λένε Lucas και είναι είκοσι!» ψεύδομαι βιαστικά και αν ήταν καρτούν, σίγουρα τα μάτια του θα είχαν πέσει στο πάτωμα αυτή τη στιγμή. Το πρόσωπο του κοκκινίζει και σχεδόν αναρωτιέμαι αν είναι από θυμό, ή από την πίεση.
Βοήθεια μας.
«ΠΌΣΟ;» κάνει σαστισμένος και τον κοιτώ ανέκφραστη. Η μαμά μου κλείνει τα μάτια της και βάζει το δείκτη της σε μια προσπάθεια να καλύψει το αυτί της.
Και πού να του έλεγα ότι είναι είκοσι-τέσσερα και χρήστης. Με το φορείο θα τον έπαιρναν.
«Εε...είκ-είκοσι.» επαναλαμβάνω σιγανά τραυλίζοντας και κοιτώ τη μαμά μου, αγχωμένη, για βοήθεια.
«Είναι μεγάλος!» υποστηρίζει. Φυσάει και ξεφυσάει και χρειάζεται να βγάλει τα γυαλιά του, ώστε να τρίψει τα μάτια του νευρικά. Δεν καταλαβαίνω γιατί είναι τόσο υπερβολικός.
«Μωρό μου, ηρέμησε! Πώς κάνεις έτσι; Τρία χρόνια έχουν διαφορά. Σιγά το πράγμα.» επεμβαίνει και χαϊδεύει τον αυχένα του απαλά. Η φωνή της είναι γαλήνια, μοιάζει λες και μιλάει σε παιδί, κι αν κρίνω από το ύφος του μπαμπά μου, καλά κάνει!
Την κοίτα σκεπτικός, με ένα άγχος να ελλοχεύει κάπου πίσω. Ανακάθεται κι έπειτα στρέφει όλη του την προσοχή πάνω μου. Αφήνει ένα μικρό χαμόγελο.
«Κοριτσάκι μου...» κάνει μια παύση και μου πιάνει τα χέρια. Αυτός είναι και ο λόγος που τον πλησιάζω περισσότερο.
«Ξέρω ότι...σου φαίνομαι υπερβολικός, και μπορεί να ξεφεύγω μερικές φορές, αλλά είναι επειδή...από τη μέρα που γεννήθηκες έχω ένα συνεχή φόβο ότι θα σε χάσω. Όταν σε έπιασα πρώτη φορά στα χέρια μου έτρεμα Αυγή μου, την ίδια μέρα σου άφησα την καρδιά μου. Το ίδιο και η μαμά σου.» ψελλίζει και του χαμογελάω γλυκά.
Οι λέξεις του με συγκινούν υπερβολικά πολύ και χρειάζεται να πάρω μια βαθιά ανάσα για να μη βουρκώσω. Με την περιφερειακή μου όραση παρατηρώ ότι και η μαμά μου στην ίδια κατάσταση βρίσκεται.
«Μπαμπά μου...» μουρμουρίζω.
Θέλω να του πω ότι ναι, είναι υπερβολικός πολλές φορές, αλλά εγώ τον αγαπάω πολύ και καταλαβαίνω τους φόβους του. Να του πω ευχαριστώ που είναι πάντα κοντά μου, κι ας φέρεται αυστηρά σε ορισμένα θέματα. Να του υπενθυμίσω την αδυναμία μου προς το πρόσωπο του, αλλά δεν με αφήνει.
«Το ξέρω ότι έχεις μεγαλώσει...απλώς μου είναι τόσο δύσκολο να το δεχτώ. Στα μάτια μου είσαι ακόμα ένα μικρό, απροστάτευτο μωράκι και όσο χρονών και να φτάσεις, πάλι έτσι θα σε βλέπω. Σου έχω όμως εμπιστοσύνη. Και θα προσπαθήσω να μην είμαι...ξέρεις, ο συνηθισμένος μπαμπάς σου που αγχώνεται με το παραμικρό.» κάνει μια παύση στριφογυρίζωντας τα μάγια του και στα λόγια του γελάω ελαφρά.
«Κι αν ποτέ θέλεις σε κάποιον να μιλήσεις, εγώ και η μαμά σου...θα είμαστε πάντα εδώ, μωρό μου. Ε, Θάλεια μου;» συνεχίζει και δίνει τη σκυτάλη στη μητέρα μου, χωρίς όμως να σπάσει την οπτική επαφή.
Αντί για απάντηση παίρνουμε ένα σιγανό ρούφηγμα μύτης και, ξαφνιασμένοι, γυρνάμε να την κοιτάξουμε. Τα μάτια της είναι κατακόκκινα και τα δάκρυα ρέουν σαν ποτάμια στο πρόσωπο της. Μας κοιτάζει σαν κουτάβι.
«Μη δίνεται σημασία...καλά είμαι!» μας καθησυχάζει κάνοντας αέρα στο πρόσωπο της και γελάμε δυνατά στην ευαισθησία της που, τώρα με την εγκυμοσύνη, έχει φτάσει σε άλλο επίπεδο.
Πέφτουμε πάνω της και την αγκαλιάζουμε, όσο εκείνη κλαίει ακόμα περισσότερο. Ο μπαμπάς μου της αφήνει ένα φιλάκι στα μαλλιά ψιθυρίζοντας της, παράλληλα, να ηρεμήσει και ότι την αγαπάει, όσο εγώ την φιλάω στο μάγουλο και την κοιλίτσα.
Τους κοιτώ στα κλεφτά και αναστενάζω σιγανά.
Μπαμπά, μαμά, είστε υπέροχοι. Δεν θα σας άλλαζα για τίποτα στον κόσμο.
(...)
Τριτοπρόσωπη αφήγηση.
I'm a survivor
I'm not gon' give up
I'm not gon' stop
I'm gon' work harder
Σηκώνει το δεξί της χέρι ψηλά και βαροπατάει το πόδια της στο ξύλινο δάπεδο. Σε έναν τέλειο συγχρονισμό με τα κορίτσια, λυγίζει τα γόνατα της και ρίχνει με δύναμη τα χέρια δεξιά κι αριστερά από το σώμα της.
I'm a survivor
I'm gonna make it
I will survive
Keep on survivin'
Με χάρη, τινάζει με το αριστερό της χέρι τα μαλλιά της προς την αντίστοιχη πλευρά, και κουνάει τη λεκάνη αριστερά και δεξιά, συνοδευόμενη από το ρυθμό. Λίγο πριν το τραγούδι τελειώσει, φέρνει το ένα πόδι μπροστά από το άλλο και, όπως οι κοπέλες γύρω της, γυρίζει το κορμί της εκατόν-ογδόντα μοίρες. Στηρίζει το χέρι της στη μέση της, και με νάζι, στρέφει το κεφάλι και χαμογελάει παιχνιδιάρικα στο είδωλο της στον καθρέφτη.
Στην αίθουσα πέφτει σιγή και το μόνο που, ελάχιστα, ακούγεται, είναι οι ανάσες των είκοσι κοριτσιών. Πέντε δευτερόλεπτα αργότερα, χειροκροτούν ενθουσιασμένες τους εαυτούς τους.
«Μπράβο κορίτσια μου! Δεκαέξι μέρες πριν την παράσταση και είστε όλες υπέροχες! Θα σας ζητήσω, για ακόμα μια φορά, συγγνώμη που διακόπτουμε μισή ώρα πριν την κανονική λήξη του μαθήματος και, κυρίως, που δεν σας το είπα νωρίτερα. Είστε ελεύθερες να φύγετε, φιλιά.» η Gloria, βάζοντας παράλληλα και βιαστικά τη ροζ φόρμα και το φούτερ πάνω από το λεπτό σορτσάκι και το αθλητικό μπουστάκι, τις αποχαιρετάει δίνοντας τους ένα πλατύ χαμόγελο.
Τα κορίτσια σκορπίζονται μέσα στην ευρύχωρη αίθουσα, και η Melisa πλησιάζει βιαστικά την Αυγή. Τη σκουντάει παιχνιδιάρικα και η κοπέλα γυρνάει απορημένη.
«Έλα, τι;» ρωτάει κουνώντας το κεφάλι απορημένα, ανοίγοντας τον μαύρο σάκο της. Το πρώτο που πιάνει από μέσα είναι το κίτρινο παγουρίνο της και πίνει μια γενναιόδωρη ποσότητα παγωμένου νερού.
«Ό,τι σου είπα για μένα και τον άλλον τον βλάκα, ε! Μη σου ξεφύγει τίποτα.» της χαμογελάει παρακλητικά, ενώνοντας τις παλάμες της και κάνοντας της γλυκά ματάκια.
Η Ελληνίδα γελάει ελαφρά και καταπίνει το νερό που ανακουφίζει αρκετά την ξηρασία στο λαιμό της. Κοιτάει τη φίλη της πονηρά και γνέφει θετικά.
«Μην ανησυχείς, είμαι τάφος. Δεν θα πω τίποτα σε κανέναν.» την καθησυχάζει και η κοπέλα ανασαίνει βαθιά και με ηρεμία.
«Απλά δεν καταλαβαίνω γιατί. Δεν κάνετε κάτι κακό.» προσθέτει προβληματισμένη.
Η φίλη της αναστενάζει και παίρνει μερικά δευτερόλεπτα για τον εαυτό της, στα οποία δευτερόλεπτα ντύνονται και οι δύο. Η Αυγή περιμένει υπομονετικά την απάντηση της.
«Δεν θέλω να ξέρουν τι κάνουμε. Προτιμώ να το κρατήσω όλο αυτό για μένα και για εκείνον. Άσε που έτσι τρελή που είμαι εγώ, σίγουρα θα τον φτάσω στα άκρα κάποια στιγμή και θα το λήξουμε. Τέτοιοι ηλίθιοι που είναι όλοι σε αυτή την παρέα, θα τρέξουν να πάρουν το μέρος είτε το δικό του, είτε το δικό μου. Ενώ αν δεν ξέρουν τι έχει συμβεί, θα τσακωθούμε λίγο μεταξύ μας και όλα καλά.» της εξηγεί με άνεση, κάνοντας από την αρχή έναν κότσο τα μαλλιά της, και εκείνη γνέφει θετικά χτενίζοντας τις κόκκινες τούφες της.
«Κατάλαβα.» ψελλίζει.
Παράλληλα, ελέγχει το κινητό της για τυχόν κλείσεις από τους γονείς της, αλλά τίποτα. Κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ένα μήνυμα φωτίζει στην οθόνη της. Κάνει την καρδιά της να χτυπάει σαν τρελή και το χαμόγελο της να λάμψει.
Lucas❤️.
-Είμαι απ' έξω.
Σε περιμένω.
«Κοίτα χαμόγελο! Στοιχηματίζω πως διαβάζεις μήνυμα του Lucas.» η φωνή της Melisa της τραβάει την προσοχή και σηκώνει το κεφάλι της να την κοιτάξει. Τα μάγουλα της κοκκινίζουν.
«Πω, πω! Στο κούτελο το γράφεις, "είμαι ερωτευμένη!"» την πειράζει και η κοπέλα γίνεται πιο κόκκινη κι από τα μαλλιά της.
«Είναι απ' έξω. Πάμε;» την ενημερώνει αρχικά, κι έπειτα τη ρωτά ανυπόμονα. Αυτό είναι κάτι που την κάνει να γελάσει και να χαρεί για τη φίλη της.
Αυτή η λάμψη στο πρόσωπο και τα μάτια της την καθησυχάζει κάπως, μα δεν μπορεί να πνίξει όλη της την ανησυχία. Εκείνη τους έφερε κοντά, ναι! Αλλά μετά την στάση του εκείνο το βράδυ με τη Sonia, αισθάνεται ότι ο φίλος της δεν θα την καταλάβει ποτέ· τουλάχιστον όχι όσο χρειάζεται.
«Άντε, ερωτευμένο ζουζουνάκι, πάμε!» πιάνουν τους σάκους και τυλίγει το χέρι της γύρω από τον ώμο της Αυγής. Γελώντας και με πολύ καλή διάθεση, βγαίνουν από την σχολή.
Στην είσοδο βρίσκουν τον Lucas και τον Paul, ο οποίος ενημερώθηκε από τη Melisa για την ξαφνική, κατά μισή ώρα, ελευθερία τους. Μόλις μπουν στο οπτικό τους πεδίο, ο πρώτος κοιτάζει πονηρά την κολλητή του, αφού πρώτα κοιτάξει τρυφερά την κοπέλα του.
Τα κορίτσια το παρατηρούν. Στο αθώο βλέμμα του Paul, ανταλλάσουν μια ματιά και αναστενάζουν.
«Νόμιζα πως δεν θα το λέγατε σε κανέναν.» ψελλίζει χωρίς να χάσει το χαμόγελο της και η φίλη της μουγγρίζει, διατηρώντας, επίσης, ένα ήρεμο χαμόγελο.
«Κι εγώ το ίδιο νόμιζα.»
Κόβουν τη συζήτηση απότομα όταν φτάσουν μπροστά στα δύο αγόρια και μοιράζονται από ένα φιλί με τους καβαλιέρους τους. Η μια πιο θερμά, η άλλη πιο κοφτά.
«Πώς είναι τα κορίτσια μου;» ρωτάει όλο χαρά ο Paul. Χαμογελάει τρυφερά η Αυγή και μηχανικά η Melisa. Το βλέπει στο βλέμμα της ότι αισθάνεται περίεργα, αλλά βλέπει επίσης ότι προσπαθεί να μην κάνει κανένα σχόλιο.
«Μια χαρά, εσείς;» η Ελληνίδα απαντάει, αφού πρώτα ρίξει ένα βλέμμα όλο νόημα στη φίλη της, προσπαθώντας να μη γελάσει. Στριφογυρίζει τα μάτια.
«Τέλεια κι εμείς.» της απαντάει σιγανά ο Lucas, ψάχνοντας τα χείλη της πεινασμένα. Θέλει να τα γευτεί σαν τρελός το φιλί της, του έχει λείψει. Δεν τον νοιάζει κανένας άλλος γύρω τους.
Κι εκείνη δεν την πειράζει αυτό, αντίθετα το απολαμβάνει. Ανταποδίδει -λίγο πιο ντροπαλά- και τον αφήνει να την παρασύρει στο άγνωστο. Η γαζία την αγκαλιάζει ζεστά, ο δυόσμος και ο καπνός τη ζαλίζει και το λατρεύει!
Κι όσο τώρα τα ζητά και τα λατρεύει, τόσο περισσότερο θα προσεύχεται να τα μισήσει στο άμεσο μέλλον.
«Γλιστρήσαμε!» η φωνή της φίλης τους τους κάνει να γελάσουν και να απομακρυνθούν. Είναι κι αυτή χωμένη στην αγκαλιά του κολλητού της και του μοιράζει φιλιά που του καίνε το μυαλό.
«Βλακάκο, μην τολμήσεις και πεις τίποτα στους άλλους, θα σε κόψω κομματάκια.» τον απειλεί κι εκείνος, αφού πνίξει ένα γελάκι, δυσανασχετεί επίτηδες.
«Ό,τι πεις.» την αποπαίρνει.
«Τέλος πάντων, εμείς φεύγουμε. Τα λέμε.» τους χαιρετάει βιαστικά και, σχεδόν παιδικά, τραβάει την Αυγή προς το αυτοκίνητο.
Η κοπέλα γυρνάει να τους κοιτάξει απολογητικά, ανασηκώνοντας παράλληλα τους ώμους, λίγο πριν τον ακολουθήσει χαμογελαστή.
Μπήκε στο αυτοκίνητο του ήρεμη, μα αυτό επρόκειτο να αλλάξει.
(...)
«ΔΕ ΜΙΛΆΣ ΣΟΒΑΡΆ!» ουρλιάζει έξαλλος. Το πρόσωπο του έχει κοκκινίσει και μια φλέβα στο μέτωπο του έχει κάνει την εμφάνιση της. Αισθάνεται μια λατρεία για αυτή τη φλέβα, αλλά δεν είναι η σωστή στιγμή για να την εκδηλώσει.
Περνάει τα χέρια του μέσα από τα μαλλιά του τρελαμένος, κι όσο πιο πολύ της φωνάζει, τόσο περισσότερο ανεβάζει εκείνη παλμούς. Σηκώνεται απότομα από τον καναπέ και κάνει τα χέρια τις γροθιές.
«Μιλάω πάρα πολύ σοβαρά, και θα σου πρότεινα να κατεβάσεις τον τόνο της φωνής σου γιατί αν ανεβάσω εγώ τη δική μου, θα σε πάρει και θα σε σηκώσει!» γρυλλίζει και, λες και παίζει με τα νεύρα της, γελάς σαν υστερικός.
Απέχουν σχεδόν δύο μέτρα, αλλά μπορεί να ακούσει την καρδιά του να χτυπάει υπερβολικά γρήγορα. Οι ανάσες του βγαίνουν κοφτές και μοιάζει λες και θέλει να σπάσει τα πάντα γύρω τους.
«ΠΑΊΖΕΙΣ ΜΑΖΊ ΜΟΥ; Ε ΑΥΓΉ; ΓΟΥΣΤΆΡΕΙΣ ΝΑ ΜΕ ΚΆΝΕΙΣ ΈΞΑΛΛΟ;» κλωτσάει το τραπεζάκι κι αυτό χτυπάει στο σκαμπό δίπλα της. Το μαύρο του μπλουζάκι έχει σχεδόν κολλήσει πάνω του.
Στον κρότο και αναφωνεί τρομαγμένη. Κάθε αντικείμενο που υπήρχε πάνω στην ξύλινη επιφάνεια έχει σκορπιστεί πια στο πάτωμα. Παρόλο που δεν το θέλει, το κορμί της τρέμει ελαφρά από τον φόβο, την ενοχλεί που θα καταλάβει ότι την τρόμαξε.
«ΕΓΏ ΘΈΛΩ ΝΑ ΣΕ ΚΆΝΩ ΈΞΑΛΛΟ; ΑΚΟΎΣ ΤΙ ΛΕΣ ΓΑΜΏΤΟ;» φωνάζει κι αυτή εν τέλει, κουνώντας τα χέρια νευρικά πάνω από το κεφάλι της.
«ΤΌΤΕ ΓΙΑΤΊ ΓΑΜΏ ΤΟ ΧΡΙΣΤΌ ΜΟΥ ΘΑ ΣΥΝΕΧΊΣΕΙΣ ΝΑ ΚΆΝΕΙΣ ΠΑΡΈΑ ΜΑΖΊ ΤΟΥ; Ε; ΓΙΑΤΊ;» όσο περνάνε τα δευτερόλεπτα κοκκινίζει όλο και περισσότερο, σε σημείο που η κοπέλα φοβάται ότι θα της μείνει στα χέρια.
Όλα ξεκίνησαν όταν του ανακοίνωσε ότι ο κρυφός θαυμαστής της είναι ο συμμαθητής και φίλος της, Λευτέρης, και ότι θα συνεχίσει την παρέα μαζί του. Στην αρχή γέλασε νομίζοντας ότι του κάνει πλάκα, αλλά σύντομα κατάλαβε πως κάτι τέτοιο δεν ισχύει.
Ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε.
«ΓΙΑΤΊ ΕΊΝΑΙ ΦΊΛΟΣ ΜΟΥ, LUCAS! ΓΙΑΤΊ ΜΕ ΒΟΉΘΗΣΕ ΝΑ ΠΡΟΣΑΡΜΟΣΤΏ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΊΟ ΚΑΙ ΜΟΥ ΦΈΡΕΤΑΙ ΕΥΓΕΝΙΚΆ! ΓΙ'ΑΥΤΌ! ΔΕΝ ΠΡΌΚΕΙΤΑΙ ΝΑ ΤΟΝ ΒΓΆΛΩ ΕΚΤΌΣ ΕΠΕΙΔΉ ΤΟΥ ΑΡΈΣΩ!» υποστηρίζει την άποψη της κάνοντας ένα βήμα μπροστά. Έχει σμίξει τα φρύδια θυμωμένη και ο λαιμός της πονάει.
Στα λόγια της ανοίγει τα μάτια έκπληκτος και γελάει περισσότερο. Μοιάζει να τρελαίνεται, λες και χάνει τον έλεγχο. Αυτό την τρομάζει περισσότερο.
«ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΊΣ ΝΑ ΕΊΣΑΙ ΦΊΛΗ ΜΕ ΚΆΠΟΙΟΝ ΠΟΥ ΕΥΧΑΡΊΣΤΩΣ ΘΑ ΣΟΥ ΈΡΙΧΝΕ ΈΝΑΝ ΠΟΎΤΣΟ!» βρίζει και μιλάει χυδαία. Η παλάμη της καίγεται και θέλει υπερβολικά πολύ να συγκρουστεί με το μάγουλο του.
Έχει κάνει το ίδιο λάθος στο παρελθόν, έχει αφήσει πίσω της φίλους για χάρη του Νίκου που, πιθανότατα, δεν την έβλεπαν καν ερωτικά, όμως δεν θέλει να το ξανά κάνει. Αυτός είναι και ο λόγος που επιμένει τόσο πολύ. Θέλει ό,τι αποφάσεις πάρει, να είναι αποκλειστικά δικές της.
«ΔΕΝ ΘΈΛΟΥΝ ΌΛΟΙ ΜΌΝΟ ΝΑ ΠΗΔΉΞΟΥΝ ΑΓΌΡΙ ΜΟΥ! ΑΛΛΆ ΑΝ ΠΆΕΙ ΈΤΣΙ, ΤΌΤΕ ΚΙ ΕΣΎ ΘΑ ΚΌΨΕΙΣ ΤΑ ΠΆΡΕ-ΔΏΣΕ ΜΕ ΤΗ SONIA!» τον προκαλεί· ξεκάθαρα τον προκαλεί και το χαίρεται όσο τίποτα άλλο.
Δεν θα του ζητούσε ποτέ να σταματήσει την παρέα με κάποια φίλη του, ειδικά από τη στιγμή που δεν έχει γίνει τίποτα μεταξύ τους, αλλά θέλει να του δείξει πως θα διεκδικήσει το δικαίωμα που έχει για να στηρίξει τα θέλω της.
Και όλες οι ανώτερες δυνάμεις κλαίνε βουβά, γιατί η κοπέλα που τώρα ουρλιάζει έξαλλη και θυμωμένη, δεν έχει ιδέα τι πρόκειται να ακολουθήσει τους επόμενους μήνες στη ζωή της.
«ΚΟΡΙΤΣΆΚΙ ΜΟΥ, ΠΑΣ ΚΑΛΆ; ΤΙ ΣΧΈΣΗ ΈΧΕΙ Η SONIA ΜΕ ΤΟΝ ΜΑΛΆΚΑ ΠΟΥ ΘΈΛΕΙ ΝΑ ΣΕ ΡΊΞΕΙ ΣΤΟ ΚΡΕΒΆΤΙ;» τώρα κλωτσάει και τον κόκκινο καναπέ, κι αυτός τραντάζεται ολόκληρος. Το τζιν δεν φαίνεται να τον δυσκολεύει ιδιαίτερα στην κίνηση του.
Η Αυγή δεν κρατιέται, κλείνει τ' αυτιά της στο δυνατό θόρυβο της σύγκρουσης του επίπλου με τον τοίχο. Ο πονοκέφαλος που τρυπώνει στο κεφάλι της και η πίεση στους κροτάφους την προειδοποιούν ότι δεν θα αντέξει για πολύ.
«ΔΕΝ ΕΊΝΑΙ ΌΛΑ ΈΝΑ ΚΡΕΒΆΤΙ! ΥΠΆΡΧΟΥΝ ΆΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΥ ΕΡΩΤΕΎΟΝΤΑΙ, ΞΈΡΕΙΣ! ΆΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΣΚΈΦΤΟΝΤΑΙ ΜΌΝΟ ΤΟ ΣΕ ΠΟΙΑ ΤΡΎΠΑ ΘΑ ΧΏΣΟΥΝ ΤΟ ΠΟΥΛΊ ΤΟΥΣ! ΚΑΙ, ΠΡΟΦΑΝΏΣ, ΑΚΌΜΑ ΚΙ ΑΝ ΓΝΩΡΊΣΩ ΤΈΤΟΙΟΥΣ ΆΝΔΡΕΣ ΔΕΝ ΕΊΝΑΙ ΠΡΟΤΕΡΑΙΌΤΗΤΑ ΜΟΥ ΝΑ ΤΟΥΣ ΚΆΤΣΩ!» καταπιάνεται από την τελευταία λέξη και ωρύεται, όσο τον σπρώχνει νευρικά και με δύναμη.
Εκείνος, λόγω της αδυναμίας και της εξάντλησης που αισθάνεται όλες αυτές τις μέρες, παρατάει και σχεδόν σκοντάφτει στο αναποδογυρισμένο τραπεζάκι. Βρίζει κάτω από την ανάσα του.
«ΔΕΝ ΤΟ ΒΛΈΠΩ!» του ξεφεύγει κοιτώντας την απευθείας στα μάτια και το μετανιώνει την ίδια στιγμή, μα είναι πολύ αργά και το καταλαβαίνει το δευτερόλεπτο που το χέρι της χτυπάει το μάγουλο του.
Το κεφάλι του γυρίζει στο πλάι και στο διαμέρισμα πέφτει νεκρική σιγή για μερικά δευτερόλεπτα. Έπειτα, ακούγονται οι ανάσες τους. Κοφτές, τραχιές και ανεπαρκείς.
Οι πνεύμονες τους έχουν πάρει φωτιά και τα βλέμματα τους στάζουν αίμα. Ξέρει ότι το παρατράβηξε, αλλά δεν μπορεί καν να το διανοηθεί ότι η όμορφη κοπέλα του θα κάνει παρέα με κάποιον που μόλις λίγες ώρες πριν της έκανε ερωτική εξομολόγηση.
«Σε ευχαριστώ που μου είπες τι σκέφτεσαι για μένα...» ψελλίζει μέσα από τις ανάσες της και τα μάτια της βουρκώνουν. Δεν αντέχει ούτε στο ελάχιστο τις εντάσεις κι όμως, τις τραβάει σαν μαγνήτης. Στην παύση της βρίσκει ευκαιρία να πάρει μια βαθιά ανάσα και να μαζέψει τα πράματα της.
«...θα το σκέφτομαι όταν πηδιέμαι με τον Λευτέρη!» προσθέτει με ένα δάκρυ να κυλά στο μάγουλο της και πλησιάζει την πόρτα.
Μα δεν έχει ιδέα, ότι μόλις έπιασε στα χέρια της μια βόμβα και, δίχως λογική, την πέταξε με δύναμη στο έδαφος.
Και μετά;
Έκρηξη.
Δεν προλαβαίνει να ανοίξει την λευκή πόρτα κι εκείνος την κλείνει τόσο δυνατά, που νομίζει πως ένιωσε το σπίτι να τραντάζεται. Πετάει τα πράγματα της στο πάτωμα και την πιάνει από τα μπράτσα.
«Τι.είπες;» γρυλλίζει κοιτώντας την απευθείας στα μάτια. Ξέρει ότι την πιέζει πολύ δυνατά, όμως δεν σταματάει. Και δεν πρόκειται να το κάνει μέχρι να τη δει να μορφάζει.
Εκείνη; Αμετανόητη! Για κανέναν λόγο δεν είναι πρόθυμη να πάρει πίσω αυτό που είπε κι ας μην το εννοεί.
«Άκουσες.» τρίζει μέσα από τα δόντια της, τα οποία σφίγγει προσπαθώντας να μην αντιδράσει στην πίεση που αισθάνεται από το κράτημα του. Δεν θέλει να του κάνει τη χάρη να λυγίσει.
Έξαλλος, την πιάνει με δύναμη -όχι υπερβολική- από τα μαλλιά και φέρνει το πρόσωπο της ενάντια στο δικό του. Η ζεστή της ανάσα τον τρελαίνει και ο καπνός με τον δυόσμο της προκαλούν τη γνωστή ζάλη που αυτή τη στιγμή θέλει να αποφύγει.
Εν τέλει, κολλάει τα χείλη του στα δικά της με πάθος. Στην αρχή σπαρταράει σαν ψάρι έξω από το νερό στην προσπάθεια της να απελευθερωθεί από τα δεσμά του, μα στα επόμενα δέκα δευτερόλεπτα η προσπάθεια γίνεται σκόνη, καθώς τυλίγει με χαρά τα χέρια της γύρω από τον αυχένα του.
Την κολλάει στον τοίχο και κολλάει πάνω της. Απομακρύνεται και την κοιτάει βαθιά στα μάτια· η επαφή αυτή κάνει το κορμί της να τρέμει.
«Άκουσε με, πολύ προσεκτικά...» απαιτεί με χαμηλή φωνή που την ανατριχιάζει. Κατεβάζει με το ένα χέρι τη φόρμα και το εσώρουχο της, χωρίς να χρειαστεί δεύτερη κίνηση και την αγγίζει στο πιο ευάλωτο σημείο πάνω της. Αναφωνεί.
«...αυτό, είναι μόνο δικό μου.» της εξηγεί λες και πρόκειται για μαθηματικά, χωρίς να σπάσει την οπτική επαφή.
Χαϊδεύει απαλά τη θηλυκότητα της και τα πόδια της τρέμουν πιο πολύ από ποτέ. Οι ανάσες της έχουν μπερδευτεί στο διάφραγμα της και δεν αναπνέει. Νιώθει ότι θα λιποθυμήσει.
«Δεν θα αφήσεις κανέναν άλλον να σε αγγίξει εδώ.» τονίζει. Η υγρασία ανάμεσα στα πόδια της τον κάνει ευτυχισμένο και χαίρεται που λιώνει στο άγγιγμα του, μα το αίμα του ανεβαίνει στο κεφάλι όσο δεν του το επιβεβαιώνει.
«Κατανοητό;» επιμένει. Σπρώχνει δύο δάχτυλα μέσα της και, μη έχοντας από πού να κρατηθεί, γαντζώνεται από πάνω του.
Γνέφει ζαλισμένη θετικά, μα ξέρει ότι δεν του είναι αρκετό. Θέλει να την ακούσει, μπορεί να το διαβάσει στο θολό του βλέμμα.
'Γαμημένο κωλόπαιδο!'
«Κ-κατανοητό!» συμφωνεί με κομμένη την ανάσα και τον αφήνει να της χαρίσει τον πιο έντονο -μέχρι στιγμής- οργασμό.
Και το κάνει εκεί. Στα όρθια, κολλημένοι ενάντια στην πόρτα, με στάχτες και σπασμένα κομμάτια στο πάτωμα να τους προσκυνούν, λες κι είναι οι άρχοντες του χάους.
Η πτώση της βόμβας παίζει ξανά μέσα στα κεφάλια τους σε αργή κίνηση και, αφελώς, νομίζουν ότι μπορούν να την προλάβουν και να αλλάξουν το αποτέλεσμα.
Μα ξεχνούν ότι μετά την έκρηξη δεν μένει τίποτα άλλο, παρά στάχτες και κομμάτια.
-Δέσπ🐥.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro