Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

35. Ο Ιούδας φιλούσε υπέροχα.

~Υποφέρει κανείς μόνο από το κακό που του κάνουν αυτοί που αγαπάει. Το κακό που προέρχεται από έναν εχθρό δεν μετράει.~

•Βίκτωρ Ουγκώ, 1802-1885, Γάλλος συγγραφέας

Τριτοπρόσωπη αφήγηση.

«Καρδιά μου από Δευτέρα σε Δευτέρα, μήνες τώρα, νύχτα-μέρα σε σκέφτομαι και πάω να τρελαθώ! Καρδιά μου ο χρόνος σαν νεράκι τρέχει, πίσω γυρισμό δεν έχει κι ό,τι ζούμε, είναι μοναδικό!» η Αυγή τραγουδάει και χορεύει γελώντας χαζά, όσο στολίζει το, ύψους δύο μέτρα, δέντρο με κόκκινες και χρυσές μπάλες.

Είναι Σάββατο, πέντε Δεκεμβρίου ώρα έντεκα το πρωί. Το σαλόνι είναι γεμάτο απ' άκρη, σ' άκρη με κούτες και στολίδια και επικρατεί ένας πανικός! Αποφάσισαν να στολίσουν το σπίτι για τις ημέρες των γιορτών. Είναι κάτι που, συνήθως, το έκαναν απόγευμα, μα η Αυγή έχει κανονίσει μέρες τώρα, να περάσει το απόγευμα της με τον Lucas, με τον οποίον πριν τρεις ημέρες γιόρτασαν επέτειο δύο μηνών. Οπότε, τα σχέδια άλλαξαν.

«Γι'αυτό και μην αργείς, έλα αμέσως κοντά μου, κι άλλο μόνη μη μ' αφήνεις καρδιά μου!» αυτή τη φορά τη σκυτάλη παίρνει η Θάλεια, η οποία κουνιέται και χορεύει πιο συγκρατημένα από την κόρη της, που, πραγματικά, ξεβιδώνεται.

Φορούν και οι τρεις πιτζάμες και αυτή τη φορά το πρωινό τους μεταφέρθηκε στο σαλόνι. Από τότε που η Αυγή θυμάται τον εαυτό της, πάντοτε η μέρα που στόλιζαν το δέντρο ήταν πολύ χαρούμενη και γεμάτη τραγούδια.

Ο Πέτρος, καθισμένος στο μαύρο καναπέ, κοιτά τις γυναίκες της ζωής του να χαίρονται, μ' ένα μικρό χαμόγελο. Λάμπουν και οι δύο και φαίνεται να είναι πολύ ανεβασμένες, αλλά η γυναίκα του δείχνει στα καλύτερα της.

Η καρδιά του πονάει σε αυτό. Έχει περίπου δέκα μέρες που η σχέση του με τη Γαλλίδα, όχι απλώς δεν έχει σταματήσει, αλλά συνεχίζεται κανονικά! Προσπάθησαν και οι δύο να το κόψουν, όμως απλά δεν γίνεται. Δεν νιώθει περήφανος, αλλά δεν θα παραβλέψει το όμορφο συναίσθημα που αισθάνεται κοντά στην Claire.

Όπως είναι χαμένος στις σκέψεις του, η όμορφη σύζυγος του τον πλησιάζει και κάθεται δίπλα του, πιάνοντας με τα δάχτυλα της τα μάγουλα του. Τον κοιτάει στα μάτια και, χαμογελώντας τρυφερά, του τραγουδάει:

«Χριστούγεννα όπου να 'ναι φτάνουν και τα κλάματα με πιάνουν, που δεν μπορώ μαζί σου να 'μαι εγώ. Βλέπω τον Άη Βασίλη να μου χαμογελάει, κι η έλλειψη σου δυο φορές με πονάει!» καθόλου τυχαία, η Θάλεια διάλεξε εσκεμμένα το στίχο αυτό.

Θα ήταν χαζή αν δεν είχε καταλάβει ότι ο άνδρας της κάτι έχει. Το μυαλό της δεν πάει, ωστόσο, στην απιστία· ο Πέτρος της δεν θα το έκανε ποτέ αυτό. Σωστά;

Εκείνος, σαστισμένος από το έντονο βλέμμα της, χαμογελάει πλατιά μεν, αμήχανα δε, και της αφήνει ένα απαλό φιλί στα χείλη. Κι ο Ιούδας, έκλαψε κρεμασμένος ακόμα στην κερκίδα, με τα αργύρια στο χώμα να τον κοροϊδεύουν.

«Ναι, πιτσουνάκια; Γειά σας και συγγνώμη που ενοχλώ, είμαι κόρη σας και δεν ξέρω αν το θυμάστε, αλλά είμαι ένα-εξήντα-τέσσερα και το θηρίο εδώ, που μόνη μου στολίζω μια ώρα τώρα, χρειάζεται στην κορυφή του ένα αστέρι!» η Αυγή και το παράπονο της, τους αναγκάζει να πάρουν τα βλέμματα τους ο ένας από τον άλλον και τους προκαλεί ένα μικρό γέλιο.

Ο Πέτρος, βρίσκει ευκαιρία και αποφεύγει το βλέμμα της γυναίκας του. Τον σκοτώνει που κρύβεται, αλλά δε ρισκάρει να της μιλήσει τώρα και να κινδυνεύσει το μωρό που προστατεύει στα σπλάχνα της.

Αλλά και να περιμένει, να της πει τι;

'Ξέρεις, αγάπη μου, είμαι ερωτευμένος με την δεκαεννιάχρονη φίλη της κόρης μας, με την οποία σε έχω απατήσει πάνω από τρεις φορές, αλλά, σε παρακαλώ, μη με χωρίσεις! Είσαι όλη μου η ζωή!;'

Όσο πιο πολύ το σκέφτεται, τόσο περισσότερο συνειδητοποιεί πόσο θα διαλυθεί η Θάλεια αν μάθει την αλήθεια. Δεν θέλει να τη χάσει, όλη του η ζωή είναι εγκλωβισμένη στα μάτια της και ξέρει και ο ίδιος πόσο μπάσταρδα της φέρθηκε. Σε ποια; Στη Θάλεια! Στη γυναίκα που του χάρισε καθετί πολύτιμο σε αυτό τον κόσμο.

Βάζει το αστέρι με τη διάθεση του κατεβασμένη, πλέον, στο μηδέν και ξεφυσάει διακριτικά. Το βλέμμα του πέφτει τώρα πια στην κόρη του που, τρώγοντας ένα κρουασανάκι, κουνιέται στο χορό της μουσικής.

Χαμογελάει σαν χαζός κοιτώντας την να γελάει και να πειράζει τη μαμά της, η οποία τώρα χαϊδεύει τη φουσκωμένη κοιλίτσα της. Σε λίγες ημέρες επρόκειτο να μάθουν το φύλο του μωρού, μα ο άνδρας δεν μπορεί να το χαρεί όσο προστάζει ένα τέτοιο γεγονός, κι αυτό γιατί δεν είναι πλέον καθαρός απέναντι στην οικογένεια του.

«Έτοιμο!» τους ανακοινώνει, όταν ξανά κάτσει.

Η Αυγή γυρίζει να κοιτάξει το χριστουγεννιάτικο δέντρο και γελάει νευρικά. Παίρνει ακόμα ένα κρουασανάκι από το πιάτο και πλησιάζει το πολύμπριζο που είναι συνδεδεμένο με επτά σειρές φωτάκια και το βάζει στην πρίζα. Τα λαμπιόνια ανάβουν αμέσως, ο χώρος γίνεται με μια γιορτινό και η δεκαεπτάχρονη κοπέλα χαμογελά υπερήφανα.

«Τώρα είναι έτοιμο!» του κλείνει το μάτι και, με τον ενθουσιασμό να ξεχειλίζει από μέσα της, χώνεται και κάθεται στο κενό ανάμεσα στους γονείς της. Αφήνει μια ανάσα ικανοποίησης και μένει να κοιτά το δέντρο.
«Όχι ότι το στόλισα εγώ, αλλά είναι τέλειο.» τους λέει, δήθεν, ταπεινά.

Ο Πέτρος και η Θάλεια γελάνε στα λόγια της και την βάζουν στην αγκαλιά τους, χωρίς, ωστόσο, να της απαντήσουν. Η μικρή κοιτάει το δέντρο, ο Πέτρος την Αυγή, και η Θάλεια τον Πέτρο.

Μπορεί με ευκολία να διακρίνει μια σκιά στο βλέμμα του. Κάτι που τον τραβάει απ' το να νιώσει πραγματικά χαρούμενος. Εκείνος, νιώθοντας τη ματιά της να τον καίει, γυρίζει το κεφάλι του. Το γαλαζοπράσινο ανταμώνει το καφέ.

Νοητά τον ρωτά τι συμβαίνει, κι εκείνος, με τον ίδιο τρόπο, της ζητά συγγνώμη, μα δεν το καταλαβαίνει· δεν θέλει να το καταλάβει. Εν τέλει, απλώς της αφήνει ακόμα ένα μικρό φιλί στα χείλη πάνω από το κεφάλι της κόρης τους, κάτι που αυτή δέχεται με χαρά. Όταν απομακρυνθούν, βολεύονται καλύτερα στον καναπέ, χωρίς να σπάσουν την αγκαλιά και απολαμβάνουν τη μουσική και τον στολισμένο χώρο.

Ζουν ένα όμορφο, γιορτινό πρωινό.
Και επρόκειτο να είναι από τα τελευταία.

(...)

«Ναι, Debbie μου. Ε, ο κύκλος της δεν είναι καθόλου σταθερός και καλό θα ήταν να το κοιτάξουμε...» κάνει μια παύση και χαμογελάει τρυφερά στον Πέτρο, που μόλις μπήκε στο δωμάτιο και ξαπλώνει στο κρεβάτι. Ανταποδίδει.
«...ναι, κι εγώ στις πολυκυστικές ποντάρω, αλλά εντάξει. Μόλις βρεις κενό πες μου να στη φέρω... Και πρωί, δεν πειράζει! Το πολύ-πολύ να πάρει δυο απουσίες. Ναι. Εντάξει, φιλάκια.» η Θάλεια, αφού αποχαιρετήσει την κολλητή και γυναικολόγο της, τερματίζει την κλήση.

Αφήνει ένα χασμουρητό και σφίγγει λίγο περισσότερο το κόκκινο μπουρνούζι της. Πιάνει την κρέμα σώματος και, μέσα από τον καθρέφτη, πιάνει τον σύζυγο της να την χαζεύει. Αυτό που κάνει την καρδιά της να βουλιάξει όμως, είναι το γεγονός ότι σε οποιαδήποτε παρόμοια κατάσταση, θα την είχε ήδη πλησιάσει.

«Τι έγινε με την Αυγή;» ρωτάει με ενδιαφέρον, κοιτώντας παράλληλα την οθόνη του κινητού του προσεκτικά. Η εγκυμονούσα πιστεύει ότι διαβάζει κάποιο άρθρο, τη στιγμή που εκείνος απαντά ανάλογα στο 'μου έλειψες' της Claire.

«Τίποτα ανησυχητικό. Μια γυναικολογική εξέταση για τον κύκλο της, κι αν έχει, όντως, πολυκυστικές που υποψιάζομαι, απλά θα πάρει αντισυλληπτικά. Όπως η Αλεξάνδρα και η Claire.» μουρμουρίζει, ασυναίσθητα, περισσότερες πληροφορίες από αυτές που θα έπρεπε, απλώνοντας την κρέμα στο κορμί της και τώρα, έχει περισσότερο από πριν την προσοχή του Πέτρου.

«Αα, κατάλαβα.» κουνάει παράλληλα το κεφάλι θετικά. Δεν είχε ιδέα ότι ο παράνομος έρωτας του παίρνει αντισύλληψη.

Την τρίτη φορά που βρέθηκαν, συναντήθηκαν στο σπίτι της. Η μαμά της έλειπε σε ένα σεμινάριο στο Λονδίνο, και σκέφτηκε ότι θα ήταν μια καλή ευκαιρία να βρεθούν και κάπου αλλού πέρα από το αυτοκίνητο, που την κάνει να αισθάνεται σαν πόρνη.

Εκείνη, λοιπόν, είχε αγοράσει προφυλακτικά βγάζοντας τον από τη δύσκολη θέση να το κάνει αυτός, και να τα βρει κάποιος. Και έκτοτε, χρησιμοποιούσαν αυτά. Το να ξαπλώνει δίπλα σε μια άλλη γυναίκα ήταν κάτι ιδιαίτερα ξένο που δεν μπορούσε να διαχειριστεί· ακόμα δεν μπορεί.

«Μμ.» κάνει αφηρημένα, βάζοντας την κρέμα σώματος με άρωμα μπισκότο πίσω στη θέση της. Κοιτάει το είδωλο της και χαμογελάει. Σηκώνεται από το σκαμπό και με άνεση τον πλησιάζει.
«Ξέρεις...είμαστε μόνοι μας.» τον ενημερώνει, δαγκώνοντας το κάτω χείλος της με ερωτισμό και τραβάει απαλά την κορδέλα στη μέση της, λύνοντας την.

Το γεμάτο λαγνεία βλέμμα της συναντά το πανικοβλημένο δικό του και το εγκλωβίζει. Έχουν να κάνουν έρωτα δύο εβδομάδες, αριθμός ρεκόρ για τα δεδομένα τους. Δεν είναι ότι ο Πέτρος δεν θέλει να την αγγίξει, κάθε άλλο παρά αυτό. Φοβάται πως εκείνη θα καταλάβει πως έχει γευτεί τον έρωτα από το σώμα άλλης.

Ανεβαίνει πάνω του και περνάει τα πόδια της δεξιά και αριστερά του. Ανοίγει το μπουρνούζι κι εκείνο πέφτει με μιας, αποκαλύπτοντας του το γυμνό κορμί της που, τόσα χρόνια, του έκοβε την ανάσα. Ακόμα το κάνει.

Κοιτάει το κορμί της και για λίγο δεν σκέφτεται τίποτα, όμως το άγχος κερδίζει κι όταν εκείνη πιάσει τα δάχτυλα του και τα αγγίξει στο πλούσιο στήθος της, ο Πέτρος, λες και τον χτύπησε ρεύμα, τινάζει το χέρι του μακριά.

Η απότομη κίνηση του τη σοκάρει και την αναγκάζει να γουρλώσει τα μάτια και ν' ανοίξει ελάχιστα τα χείλη. Ο άνδρας μετανιώνει την ίδια στιγμή για την αντίδραση του, μα είναι πλέον πολύ αργά.

«Εε...είμαι λιγάκι κουρασμένος.» λέει την πρώτη δικαιολογία που του έρχεται στο μυαλό, περνώντας το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του. Ξεροκαταπίνει καθώς το λέει.

Τα μάτια της βουρκώνουν και του γνέφει θετικά με ένα μικρό χαμόγελο, όσο τυλίγει και πάλι γύρω της το ύφασμα. Οι κινήσεις της είναι νευρικές και τα χέρια της τρέμουν, το ίδιο και οι ανάσες της. Σηκώνεται αμήχανα από πάνω του και του γυρίζει πλάτη, προσπαθώντας να μη φανεί πόσο την πόνεσε η απόρριψη του.

«Ε-εντάξει...» τραυλίζει και ρουφάει τη μύτη της. Όταν ακούσει τη σπασμένη φωνή της, πιέζει την παλάμη της στο στόμα της προσπαθώντας να εμποδίσει τους λυγμούς, που στέκονται στο λαιμό της, και το τρέμουλο των χειλιών της να φανερώσει πόσο άσχημα αισθάνεται.

Κάτι σπάει μέσα του καθώς την βλέπει έτσι. Δεν το αντέχει, σπαράζει η καρδιά του. Οπότε, σηκώνεται από τη θέση του και γονατίζει μπροστά της.

«Αγάπη μου, κοίταξε με.» της ζητάει με χαμηλή φωνή, χαϊδεύοντας τα μπράτσα της παρηγορητικά και υπακούει. Δεν έχει σκοπό να του κρύψει πώς νιώθει με τη συμπεριφορά του.

Ωστόσο, λίγο το γαλαζοπράσινο χρώμα που τόσο βαθιά, λίγο η ντροπή που αισθάνθηκε στον τρόπο που τραβήχτηκε, λίγο οι ορμόνες δεν κρατιέται, ξεσπάει σε κλάματα. Αυτό την κάνει να ντραπεί περισσότερο. Είναι η τέταρτη φορά, σε όλη την πορεία της σχέσης τους, που την κάνει να κλαίει.

Πιέζει τα χείλη του σε μια ευθεία γραμμή και παρακολουθεί τη γυναίκα της ζωής του να σπαράζει στο κλάμα σαν μικρό παιδί και, μάλιστα, εξαιτίας του!

'Πώς τα έχω κάνει έτσι;'

«Μωρό μου, σε παρακαλώ...μη κλαις...» ψιθυρίζει φιλώντας της τα χέρια χωρίς σταματημό, εκείνη όμως δυναμώνει, γεγονός που τον κάνει να νιώσει ακόμα πιο άσχημα από πριν.

Σκουπίζει, μάταια, τα δάκρυα της και τον κοιτάει. Ρουφάει τη μύτη της και ξεκουράζει την παλάμη της στο μάγουλο του. Τον χαϊδεύει απαλά και του χαμογελάει πικρά.

«Αν...αν τώρα π-που η κοιλιά μου μεγαλώνει περισσότερο και...κ-και το σώμα μου αλλάζει, σου είμαι απωθητική, πες το μ-μου! Σε παρακαλώ όμως, σταμάτα αυτό που κάνεις...αυτή σου η στάση, ο τρόπος που με αποφεύγεις αυτές τις μέρες με σκοτώνει, Πέτρο!» μιλάει με δυσκολία μέσα από τους λυγμούς, και δεν είναι πρόθυμη να σπάσει την οπτική τους επαφή.

Τα χάνει στα λόγια της.

'Πιστεύει, άραγε, στ' αλήθεια ότι δεν την θέλω; Μα πώς μπορεί και το κάνει;'. Στη σκέψη αυτή κολλάει για λίγο.
'Γιατί, εγώ;... Εγώ πώς μπορώ και της το κάνω αυτό;'

Ξεφυσάει και της σκουπίζει τα δάκρυα, ενώ μετά ξεκουράζει το χέρι του στα μάγουλα της. Την κοιτάει με αγάπη και τρυφερότητα που, όμως, δεν την ηρεμούν.

«Θάλεια μου, δεν είσαι απωθητική. Είσαι η πιο όμορφη γυναίκα που ξέρω και...ο λόγος που αυτές τις μέρες είμαι κάπως είναι...» κάνει μια παύση και ζυγίζει τις επιλογές του.

Είναι έτοιμος να της το πει, μα ο τρόπος που χαϊδεύει την κοιλιά της, λες και προσπαθεί να καθησυχάσει το πλασματάκι μέσα της, τον παγώνει. Η Θάλεια θα διαλυθεί αν το μάθει και, μαζί της, θα υποφέρει το μωρό.

Σκύβει το κεφάλι και παίρνει μια ανάσα.
'Συγγνώμη, αγάπη μου.' σκέφτεται, πριν το ξεστομίσει.

«...είναι επειδή έπεσες. Φοβάμαι. Δεν θέλω να το ρισκάρω και να πάθει τίποτα το μωρό μας. Γι'αυτό προσπαθώ να κρατηθώ μακριά σου.» λέει εν τέλει, αφήνοντας και πάλι ένα φιλί στους κόμπους των δαχτύλων της.

Τον κοιτάει δύσπιστη για λίγο, μα δεν ψάχνει. Ο Πέτρος της δεν της λέει ποτέ ψέματα, δεν έχει λόγο να μην τον πιστέψει.

«Η Debbie είπε ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, σου είπα, χτύπησα μόνο τη μέση μου. Από εκεί και πέρα, κάνε ό,τι νομίζεις.» τον ενημερώνει, ρουφώντας τη μύτη της. Βλέπει την απογοήτευση στο βλέμμα της και τον τρόπο που αποφεύγει να τον κοιτάξει.

Της χαμογελάει τρυφερά. Τεντώνεται ελαφρά και αφήνει ένα φιλί στα όμορφα της χείλη, που χρόνια τώρα τον μεθούν. Εκείνη, παρόλο που ξαφνιάζεται, ανταποδίδει με χαρά. Τα χέρια του την ελευθερώνουν από το μπουρνούζι, και το κορμί της είναι και πάλι εκτεθειμένο στα μάτια του.

Τα χείλη του πέφτουν στο λαιμό της κι από κει γλιστρούν μέχρι το στήθος της. Τα μάτια της είναι κλειστά και οι ανάσες της βγαίνουν κοφτές, τα χάδια και τα φιλιά του είναι βάλσαμο για την ψυχή της και την ανακουφίζουν από την προηγούμενη στεναχώρια.

Τα δάχτυλα του εξερευνούν το κάτω μέρος του κορμιού της, λίγο πριν εκείνη τραβήξει το μαύρο φούτερ του προς τα πάνω και του το βγάλει. Τώρα πια τα φιλιά του στοχεύουν την κοιλιά της. Θέλει να της δείξει πόσο πολύ αγαπά τις αλλαγές στο κορμί της, κι είναι κάτι που την κάνει να χαμογελάσει μέσα από τους αναστεναγμούς της.

Ανοίγει τα πόδια της αργά και δεν χάνει χρόνο, κρύβει το κεφάλι του ανάμεσα της. Το βογγητό που της ξεφεύγει του καίει το μυαλό και το μόνο που θέλει, είναι να το ακούσει ξανά και ξανά.

Κατεβάζει τη φόρμα του βιαστικά και τυλίγει το χέρι του γύρω από τον αυχένα της. Την κοιτάει στα μάτια και, χαϊδεύοντας το απαλό δέρμα του προσώπου της, σπρώχνει τον εαυτό του μέσα της αργά. Ξεφυσάνε και οι δυο από την ανακούφιση και την απόλαυση. Η ένωση τους είναι το πιο γνώριμο συναίσθημα στον κόσμο τους.

Την κοιτάει ξανά και του χαμογελάει. Το χαμόγελο της του κόβει την ανάσα και, για εκείνη τη στιγμή, η Claire, γίνεται σκόνη.

(...)

Ο Lucas της αφήνει ένα απαλό φιλί στο μέτωπο και σηκώνεται από το κρεβάτι, εντελώς γυμνός. Του χαμογελάει και απλώνεται στο κρεβάτι, τεντώνοντας παράλληλα το, επίσης γυμνό, κορμί της.

Έφτασαν για ακόμα μια φορά στο τσακ για να κάνουν έρωτα, μα η Αυγή το σταμάτησε. Δεν είναι ακόμα έτοιμη και το αγόρι της το σέβεται αυτό. Της πειράζει τη μύτη και γελάει.

«Πάω στο μπάνιο.» την ενημερώνει με χαμόγελο, βάζοντας παράλληλα το μποξεράκι του κι εκείνη γνέφει θετικά.

Όταν ακούσει την πόρτα να κλείνει, σηκώνεται αργά και βάζει το φούτερ του. Το άρωμα του την χαλαρώνει κι άλλο, και χαμογελάει πλατιά στο ποσό ευτυχισμένη νιώθει.

Περπατάει μέχρι τη μικρή βιβλιοθήκη του, πάνω στην οποία στηρίζεται η τηλεόραση. Σκύβει ελαφρά και χαζεύει τα βιβλία. Στα ράφια υπάρχουν διάφορα έργα, θεατρικά και μη. Από «Το Νησί» της Victoria Hislop, μέχρι και τον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι. Οριακά εκπλήσσεται από αυτά που βλέπει. Πιάνει διστακτικά στα χέρια της το «Ένας γυάλινος κόσμο» του Τενεσί Ουίλιαμς, μα πριν προλάβει να το ξεφυλλίσει, από μέσα του πέφτουν στο έδαφος μερικά χαρτιά.

Γουρλώνει τα μάτια στη ζημιά που, καταλάθος, έκανε.

«Σκατά! Άχρηστη!» ψελλίζει και βρίζει τον εαυτό της, κουνώντας τα χέρια της νευρικά. Πέφτει στα γόνατα προκειμένου να τα μαζέψει, ωστόσο μένει εκεί, καθισμένη, όταν ασυναίσθητα διαβάσει τα γραφόμενα.

'Πιάνει το κινητό του και κοιτάει την ώρα βαριεστημένα. Είναι δύο και μισή.

'Τέσσερις ώρες μέχρι την αυγή.' σκέφτεται.

Το σύμπαν τότε κλείνει τα μάτια, γιατί η ανατολή που έρχεται επιφυλάσσει γι'αυτόν αυτό που λαχταρά τόσο καιρό.

Την -μια-.'

Σταματάει για λίγο και απλώς το κοιτάει. Δεν της θυμίζει κάτι, από ποιο βιβλίο θα μπορούσε να είναι; Με περιέργεια, ξεφυλλίζει βιαστικά τις σελίδες και διαβάζει αποσπασματικά.

'Και σαν η ώρα έφτασε, η Αυγή γυρίζει απρόσμενα το βλέμμα της και τον κοιτάει. Σαν μια ανώτερη δύναμη να την ώθησε σε αυτό.

Το μαύρο εγκλωβίζει στα δίχτυα του το καφέ. Το ρουφάει ως το μεδούλι και το φυλακίζει μέσα του, ώσπου να γίνουν ένα.

Η αναπνοή του σταματάει ακαριαία στη θέα της. Δεν μπορεί να πάρει τα μάτια του από πάνω της.

«Διάολε.» ψιθυρίζει στον εαυτό του.'

Η ανάσα της εγκλωβίζεται στο διάφραγμα της στην ανάγνωση του ονόματος της. Τα χέρια της αρχίζουν να τρέμουν και αλλάζει τη μια σελίδα μετά την άλλη βιαστικά. Δεν ξέρει τι ψάχνει. Ίσως κάτι που θα της επιβεβαιώσει τη σκέψη της.

'Της χαμογελάει ευτυχισμένα. Αυτή είναι η ευτυχία του. Μύρτιλο, καστανά μάτια και τα χείλη της.

Αρπάζει το πρόσωπο της στα χέρια του και την φιλάει δυνατά. Αυτή η κοπέλα του βγάζει έναν εαυτό που του αρέσει. Τον γεμίζει με φως και πληρότητα.'

Στη φράση αυτή βουρκώνει και μια τρεμάμενη ανάσα της ξεφεύγει. Θέλει να κλάψει πολύ για κάποιο λόγο και το γνωστό γαργάλημα στη μύτη της λέει ότι αυτή η στιγμή πλησιάζει.

«Αποκλείεται.» μουρμουρίζει και συνεχίζει να ψάχνει στις ατελείωτες σελίδες.

'Το απολαμβάνει το γέλιο της, την κάνει να λάμπει κι αυτό το φως, φωτίζει και τον δικό του κόσμο. Και τότε, δίνει την υπόσχεση στον εαυτό του. Η όγδοη τέχνη του δεν θα σταματήσει ποτέ να χαμογελάει.'

«Η όγδοη τέχνη...» μονολογεί. Και τότε, συνειδητοποιεί. Όλα αυτά που διαβάζει, αφορούν εκείνη και τον Lucas. Όλα αυτά που έχουν κάνει το κορμί της να σπαρταράει σαν ψάρι έξω από το νερό, γράφτηκαν για τον έρωτα τους.

Ρουφάει τη μύτη της και αφήνει δύο δάκρυα να κυλήσουν. Είχε καταλάβει ότι είναι ερωτευμένος μαζί της πολύ πριν της το πει, όμως όχι ότι τα αισθήματα του είναι τόσο βαθιά. Όταν βάζει τη σελίδα στο τέλος, εκτός από ακόμη ένα χειρόγραφο βρίσκει και μια φωτογραφία.

Σκουπίζει τα μάτια της και την κοιτάει προσεκτικά. Στην μικρή παλιά φωτογραφία απεικονίζεται ένα ζευγάρι. Κάθονται σε έναν καναπέ αυλής και είναι αγκαλιά.

Η γυναίκα, γύρω στα είκοσι, είναι όμορφη πολύ, έχει ξανθά μακριά μαλλιά, τα οποία έχει σκεπάσει με μια κόκκινη μπαντάνα, και μπλε εκφραστικά μάτια. Φοράει ένα άσπρο τοπάκι κι ένα μακρύ τζιν παντελόνι-καμπάνα. Δείχνει ιδιαίτερα εντυπωσιακή, ωστόσο την προσοχή της Αυγής τραβάει ο άνδρας δίπλα της. Κι αυτό γιατί είναι ίδιος ο Lucas, με μερικές μικρές διαφορές.

Τα μαλλιά και τα μάτια του είναι μαύρα και χαώδη, ακριβώς όπως του συντρόφου της, ωστόσο το σχήμα των βλεφάρων και των χειλιών, ειδικά αυτών, διαφέρει κατά πολύ. Είναι μικρά, όχι φουσκωτά σαν αυτά που η κοπέλα τόσο πολύ έχει ερωτευτεί.

«Τι κάνεις εκεί;» η βαριά και σοβαρή φωνή του την κάνει να τιναχτεί. Η φωτογραφία και τα χαρτιά πέφτουν από τα χέρια της και σκορπίζονται ξανά στο πάτωμα. Γυρίζει να τον κοιτάξει.

Εκείνη, σηκώνεται αργά και τον κοιτάει σαν παιδί που το έπιασαν τη στιγμή που έκανε αταξία. Ούτε που άκουσε την πόρτα να ανοίγει. Ανοίγει ελάχιστα τα χείλη, όμως τα κλείνει βιαστικά. Δεν ξέρει τι να του πει.

«Σε ρώτησα κάτι.» επιμένει. Έχει σταυρώσει τα χέρια στο στέρνο του και την κοιτά ανέκφραστος. Η καρδιά της τρέμει στην όψη του.

«Εε..εγώ...» τραυλίζει ελαφρά. Παίρνει μια ανάσα και προσπαθεί να μαζέψει όλο της το θάρρος.
«Κοιτούσα τα βιβλία π-που έχεις και...και έπιασα ένα, αλλά έπεσαν κάτι χαρτιά στο πάτωμα και έσκυψα να τα μαζέψω.» του εξηγεί τι συνέβη και περνάει νευρικά μια τούφα πίσω από το αυτί.

Πιέζει τα χείλη σε μια ευθεία γραμμή και την πλησιάζει με σταθερό βήμα. Όσο όμως πλησιάζει, τόσο περισσότερο σμίγει τα φρύδια μπερδεμένος.

«Γιατί είσαι κλαμένη;» ρωτάει ανήσυχος, πιάνοντας το πρόσωπο της στα χέρια του. Στη σιωπή της μια απάντηση φωτίζει στο μυαλό του. Ρίχνει τα χέρια του κάτω.
«Τα διάβασες.» ψελλίζει αμήχανα.

Η κοπέλα ξεροκαταπίνει.

«Ναι.» παραδέχεται.
«Απλά Lucas...είδα το όνομα μου και, δεν ξέρω, δεν μπορούσα να σταματήσω.» προσπαθεί να δικαιολογηθεί, όμως το βλέμμα του δεν είναι πάνω της πια, αλλά στο έδαφος.

Σκύβει αργά και πιάνει τη φωτογραφία στα χέρια του. Την περιεργάζεται για λίγο και έπειτα, αφήνει ένα χαμόγελο. Χαϊδεύει απαλά τα δύο πρόσωπα της εικόνας.

Το βλέμμα της είναι κολλημένο πάνω του κι αυτός το νιώθει. Περνάει το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του και την κοιτάει. Σηκώνεται αργά.

«Είναι οι γονείς μου.» της εξηγεί πριν ρωτήσει με φωνή ψιθυριστή, δείχνοντας της τη φωτογραφία. Κάνει ένα διστακτικό βήμα κοντά του και κλείνει την απόσταση ανάμεσα τους.

Κοιτάει μια αυτόν και μια την ανάμνηση στα χέρια του. Έχει τόσες πολλές απορίες, αλλά δεν ξέρει αν πρέπει να ρωτήσει. Με αμήχανη κίνηση, χαϊδεύει απαλά την πλάτη του.

«Τους μοιάζεις πολύ.» εκφράζει τη σκέψη της κι ο Lucas πιέζει τα χείλη του σε μια ευθεία γραμμή. Στην κίνηση του σκέφτεται ότι ήταν λάθος της να το πει αυτό και το μετανιώνει αμέσως.

Αφήνει μια ανάσα και περπατάει αργά προς τον καναπέ. Χύνεται πάνω του και δεν ξεκολλάει το βλέμμα του από τους γονείς του. Η κοπέλα στέκεται απέναντι του αμήχανη και σιωπηλή.

«Όχι, όχι δεν τους μοιάζω.» η πικρία στη φωνή του την τσακίζει, όμως δεν λέει κάτι.

'Τι μπορεί να πει, έτσι κι αλλιώς;

«Έλα εδώ.» χτυπάει απαλά το πόδι του και της ζητάει να κάτσει πάνω του. Παίρνει μια ανάσα και τον πλησιάζει απευθείας. Δύο δευτερόλεπτα της παίρνει μέχρι να αποφασίσει αν πρέπει να κάτσει πάνω του ή όχι, παρόλο που έχει ήδη καθίσει.

Κρατάει τη φωτογραφία στο δεξί του χέρι, το οποίο είναι τυλιγμένο από τη μέση της, και της χαϊδεύει το πρόσωπο με το αριστερό. Την κοιτάει βαθιά στα μάτια κι εκείνη του χαμογελά αχνά, σαν να τον επιβραβεύει για την ήρεμη συμπεριφορά του.

Αφήνει ένα απαλό φιλί στα χείλη της κι έπειτα, μιλάει: «Σήμερα θα σου μιλήσω για τους γονείς μου.» την ενημερώνει.

Και η ανάσα της, κόβεται.



























-Δέσπ🐥

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro