Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

33. Κρυφτό: το παιχνίδι των ύπουλων και των δειλών.

~Ήταν το καλύτερο κρυφτό που παίξαμε ποτέ, αλλά φτου ξελευθερία!~

•Ελεωνόρα Μπούσουλα.

Αυγή.

Επιτέλους, πέφτουν τίτλοι τέλους στην ταινία και ο Lucas, αφού τεντωθεί, ανοίγει το φως. Μισοκλείνω και πεταρίζω τα βλέφαρά μου από την απότομη αλλαγή, ενώ η υπόλοιπη παρέα παραπονιέται και βρίζει για την κίνηση του.

«Γαμάτη ήταν.» μιλάει η Melisa δίπλα μου, κάνοντας την Claire να στριφογυρίσει τα μάτια, και κοιτάει στα κλεφτά τον Paul στην άλλη άκρη του σπιτιού. Εκείνος ανταποδίδει μ' ένα κρυφό χαμόγελο.

Αυτό το πράγμα γίνεται τις τελευταίες δύο περίπου ώρες, νομίζοντας ότι κανένας δεν τους βλέπει, αλλά δυστυχώς για εκείνους είμαι πολύ παρατηρητική και, σίγουρα, η διπλανή μου θα περάσει από ιερά εξέταση κάποια στιγμή.

«Φρίκη ήταν.» τη διορθώνω, ξαπλώνοντας καλύτερα πάνω στον Lucas, που τρέμει ελαφρά, και γελάει. Αυτή τη φορά νιώθω, όχι ένα αλλά, δύο ζευγάρια μάτια πάνω μου. Καλά θα πάει κι αυτό.

«Ήταν λίγο τραβηγμένη είναι η αλήθεια, αλλά γάμησε.» μου αφήνει ένα φιλί στον κρόταφο ένα δευτερόλεπτο αφότου τελειώσει την πρόταση του. Χαμογελάω πλατιά στην κίνηση του και απολαμβάνω σαν κουταβάκι το χάδι του.

Θαπεθάνω.

«Κλασσικός Lucas, όσο πιο τραβηγμένη η ταινία τόσο περισσότερο του αρέσει. Το ήξερες αυτό, Αυγή;» απευθύνεται σε μένα ξαφνικά και για λίγο τα χάνω. Σηκώνω το βλέμμα μου και την κοιτώ στα γαλανά γατίσια μάτια της. Γνέφω θετικά.

«Ναι, κάτι έχω παρατηρήσει.» ψελλίζω αβέβαιη και μπερδεμένη για το νόημα αυτής της συζήτησης.

Που το πάει;

Χαμογελάει κάπως χαιρέκακα, δαγκώνοντας τα χείλη της απαλά. Η όψη της οριακά με ανατριχιάζει. Ο Paul ξεροβήχει στην αμηχανία και την ένταση που απλώνεται ανάμεσα μας.

«Πεινάτε; Να παραγγείλουμε κάτι;» αλλάζει θέμα ευγενικά και μου χαμογελάει αχνά και φιλικά. Του χαμογελάω πίσω, ωστόσο αισθάνομαι ακόμα κάπως άβολα.

«Ναι ρε παιδιά, να φάμε τίποτα!» η Melisa, κοιτώντας μόνο το κινητό της πια, ακούγεται με απόγνωση πειράζοντας αφηρημένα τα μαλλιά της και γελάμε ελαφρά.

Η κοπέλα είναι ο ορισμός του κοιλιόδουλου.

Το βλέμμα του Paul, γεμάτο χαρά και ηρεμία, μένει λίγο παραπάνω πάνω της και όταν συνειδητοποιήσει ότι τους έχω πάρει χαμπάρι και τον κοιτάω με νόημα, κατεβάζει ντροπαλά το κεφάλι του.

Μειδιάζω πονηρά και κοιτώ τη φίλη μου. Όταν αντιληφθεί την έντονη ματιά μου και με κοιτάξει, κουνάει το κεφάλι ερωτηματικά. Υψώνω το φρύδι.

Σας τσάκωσα.

Γνέφω, προσωρινά, αρνητικά πως δεν είναι τίποτα και ανασηκώνει τους ώμους βαριεστημένα.

«Κι εγώ πεινάω λιγάκι.» τεντώνεται η Lyra και μας ενημερώνει, αφήνοντας παράλληλα ένα χασμουρητό.

«Ωραία τότε, ας παραγγείλουμε. Αν πάρουμε πίτσες πάντως, να πάρουμε και μια χωρίς μανιτάρια.» πετάγεται πάλι η οχιά τραβώντας την προσοχή μας και σμίγω τα φρύδια μπερδεμένη.

«Γιατί χωρίς μανιτάρια;» δεν κρατιέμαι και ρωτάω και, από το ύφος της, καταλαβαίνω ότι αυτό ακριβώς ήθελε. Βρίζω τον εαυτό μου γι'αυτό.

Γαμώτο Αυγή, σταμάτα να ψαρώνεις.

«Έχω αλλεργία, μωρό μου.» ο άνδρας που είμαι στην αγκαλιά του μου εξηγεί, αφήνοντας μου ένα τρυφερό φιλάκι στο μάγουλο και, χαμογελώντας του πλατιά, γνέφω θετικά.

Προσπαθεί να κρύψει το τρέμουλο που τον έχει καταβάλει και η αλήθεια είναι ότι τα καταφέρνει καθώς, δεν φαίνεται όταν τον κοιτάς, μόνο το αισθάνεσαι όταν είσαι πολύ κοντά του. Παρόλα αυτά, αισθητό ή όχι, με ανησυχεί.

Γιατί τρέμεις, Lucas;

«Κατάλαβα, κατάλαβα.» ψελλίζω και σαν απάντηση ζουλάει τα μάγουλα μου και μου αφήνει ένα σβουρηχτό φιλί στα μικρά μου χείλη. Κοκκινίζω.

Όσο κι αν μου αρέσει, μου φαίνεται περίεργο που με φιλάει μπροστά στην παρέα του, κι ας είναι οι κινήσεις του νευρικές. Ωστόσο, το έντονο βλέμμα της Sonia και της Lyra μου προκαλεί πονοκέφαλο.

«Περίμενα ότι, τουλάχιστον αυτό, θα το ξέρεις.» πετάει με κακιά που την κρύβει καλά πίσω από το πλατύ, ανατριχιαστικό της χαμόγελο. Σοβαρεύω απότομα και τσιτώνεται όλο μου το σώμα, όταν συνειδητοποιώ τι προσπαθεί να κάνει.

Ύπουλη σκύλα.

«Sonia.» τρίζει μέσα από τα δόντια της η Claire. Οριακά γρυλίζει και την ευχαριστώ γι'αυτό με το βλέμμα μου, αλλά μπορώ να τα καταφέρω και μόνη μου.

Το περίεργο είναι ότι τη στιγμή που η ματιά μου συναντήθηκε με αυτή της Γαλλίδας φίλης μου, εκείνη έσκυψε το κεφάλι βιαστικά. Όση ώρα είναι εδώ αποφεύγει να με κοιτάξει και, για να είμαι ειλικρινής, αυτό με αγχώνει.

Έκανα κάτι;

«Τι;» κάνει, δήθεν, ξαφνιασμένη.
«Απλή συζήτηση κάνουμε.» προσπαθεί να μας πείσει ότι, αυτή τη στιγμή, δεν προσπαθεί να με κάνει να καταλάβω ότι τον ξέρει καλύτερα από μένα, τινάζοντας με χάρη τα μαλλιά της.

Ανασηκώνω το κορμί μου αργά, χωρίς ωστόσο να βγω από την αγκαλιά του και την κοιτάω ακριβώς μέσα στα μάτια. Μπορώ να δω με ευκολία την κακία μέσα τους και τη ζήλεια. Χαμογελάω όσο πιο αθώα μπορώ και παίρνω μια ανάσα.

«Μην ανησυχείς, έχω όλο τον χρόνο μπροστά μου να μάθω τα πάντα για εκείνον. Εξάλλου, μια σχέση στηρίζεται, μεταξύ άλλων, και στην κατανόηση· πώς θα τον καταλάβω αν δεν τον μάθω;» η απάντηση μου φαίνεται να ικανοποιεί αρκετά τις φίλες μου που χαμογελούν σαν χαζές, ενώ εγώ φροντίζω να μπλέξω τα δάχτυλα μου μ' εκείνα του Lucas, χωρίς φυσικά να αφήσω τα μάτια της από το οπτικό μου πεδίο.

Φροντίζω, επίσης, να τονίσω τη λέξη σχέση· αν νομίζει πως θα τον αφήσω βορά στα δόντια της, είναι κάτι παραπάνω από γελασμένη. Υψώνει το φρύδι, πιθανότατα ασυναίσθητα γιατί σύντομα το κατεβάζει και χαμογελάει και πάλι.

«Χαίρομαι.» η φωνή της είναι σταθερή. Τα παιδιά μας κοιτάνε άβολα και ανταλλάσσουν βλέμματα μεταξύ τους, σε αντίθεση με τον James, που με δυσκολία κρύβει το χαμόγελο του, και τον Lucas που δεν καταλαβαίνει τι ακριβώς κάνει η κοπέλα μπροστά του.

Σε πιστέψαμε τώρα.

«Τέλος πάντων.» κάνω μια παύση και περνάω μια τούφα πίσω από το αυτί μου.
«Εγώ δεν θα φάω, πρέπει να φύγω έτσι κι αλλιώς.» επιστρέφω στην αρχική συζήτηση, σηκώνοντας παράλληλα το σώμα μου από το σκαμπό.

Μαζί μου σηκώνεται και εκείνος. Το πρόσωπο της κοπέλας απέναντι μου σκοτεινιάζει και ξινίζει ελαφρά. Οκευ, το κατάλαβα ότι δεν με συμπαθεί, αλλά δεν πειράζει. Αμοιβαία τα αισθήματα.

«Θα σε πάω εγώ.» ανακοινώνει και γνέφω θετικά χωρίς να φέρω καμία αντίρρηση. Προχωράω ως το κρεβάτι και πιάνω το μπουφάν και την τσάντα μου.

Επιστρέφω στο σαλονάκι και πιάνω το κινητό μου από το ξύλινο τραπέζι. Πατάω το πλαϊνό κουμπί και βλέπω την ώρα· είναι μόλις δέκα. Η αλήθεια είναι ότι θέλω πολύ να κάτσω κι άλλο, αλλά πρέπει να τελειώσω δύο ασκήσεις στα αρχαία, να κάνω μπάνιο και να ξαπλώσω.

Και το μπάνιο από μόνο του μου παίρνει αρκετό χρόνο.

«Καληνύχτα παιδιά. Θα τα πούμε.» χαμογελάω ευγενικά σε όλους, ανεξαιρέτως, και αφού πάρω την ανάλογη απάντηση βγαίνουμε από το σπίτι.

«Να προσέχετε!» ακούω αχνά τη φωνή της Melisa, λίγο πριν ο Lucas, κουμπώνοντας το χοντρό μπουφάν του, κλείσει την πόρτα πίσω μας.

Προχωρώ ασυναίσθητα προς το αυτοκίνητο του, όσο εκείνος βγάζει τα κλειδιά. Σταματάει το βήμα του και, όταν καταλάβω ότι δεν είναι δίπλα μου, σταματάω κι εγώ. Τον βλέπω διακριτικά να παρατηρεί το τρέμουλο στα χέρια του, και να σφίγγει τα δόντια του.

Βρίζει κάτω από την ανάσα του και σφίγγει στη γροθιά του το μπρελόκ. Κοιτάω οπουδήποτε αλλού εκτός από εκείνον· δεν θέλω να τον φέρω σε δύσκολη θέση, παρόλο που ανησυχώ.

Ξεροβήχει και μου χαμογελάει. Κρύβει τα χέρια του στις τσέπες του μπουφάν και παίρνει μια ανάσα. Ανταποδίδω το χαμόγελο.

«Σε πειράζει να πάμε με τα πόδια; Έχει ωραία βραδιά σήμερα αλλά...αν κρυώνεις ξεκλειδώνω τώρα το αμάξ-» περνάει νευρικά τα χέρια του μέσα από τα μαλλιά του και κλωτσάει ένα πετραδάκι.

«Όχι, όχι! Κανένα πρόβλημα!» τον διακόπτω, χαμογελώντας του ακόμα, και από την βαθιά ανάσα που παίρνει καταλαβαίνω ότι τον ανακούφισε η απάντηση μου.

Στη σιωπή, αρχίζουμε να περπατάμε, σε απόσταση περίπου τριάντα εκατοστών ο ένας από τον άλλον, μέχρι το σπίτι μου. Είναι πολύ νευρικός και όλη την ώρα τσεκάρει το τρέμουλο στα χέρια του, όταν δει, ωστόσο, ότι δεν έχει σταματήσει θυμώνει περισσότερο.

Καταπίνω αργά και περνάω μια τούφα πίσω από το αυτί μου. Το κρύο που μαστιγώνει τα πρόσωπα μας κάνει τα μάτια μου να δακρύζουν και χρειάζεται να τα ανοιγοκλείνω συνέχεια.

Αυτό, όμως, δεν είναι αρκετό για να απασχολήσει το μυαλό μου και, σχεδόν, σοκάρομαι όταν ακούσω τη φωνή μου να ρωτάει: «Να σε ρωτήσω κάτι;»

Γυρίζει ξαφνιασμένος το κεφάλι του και με κοιτάει. Για μερικά δευτερόλεπτα δεν παίρνω καμία απάντηση, παρά μόνο το έντονο και γεμάτο απορία κοίταγμα του. Τα μαύρα μάτια του με κάνουν να ζεσταίνομαι και η γαζία που τρυπώνει στο οσφρητικό μου πεδίο με ζαλίζει.

«Ναι, φυσικά.» μου δίνει εν τέλει το ελεύθερο να γίνω "αδιάκριτη", χωρίς να το υποψιάζεται, και κάνω επιτέλους την ερώτηση που με βασανίζει.

«Ο λόγος που δεν πήρες το αυτοκίνητο είναι η όμορφη βραδιά, ή το τρέμουλο που προσπαθείς δύο μέρες τώρα να μου κρύψεις;» μιλάω ξεκάθαρα και χωρίς περιστροφές και σταματάει το περπάτημα. Σταματώ κι εγώ μαζί του και είναι εκείνος αυτός που σπάει πρώτος την οπτική μας επαφή.

Μου γυρνάει πλάτη για ένα δευτερόλεπτο και παίρνει βαθιές ανάσες. Σφίγγει τις μπουνιές του και μετά από λίγα δευτερόλεπτα τρίβει νευρικά το μέτωπο του. Εν τέλει, κάθεται σε κάτι σκαλάκια και με κοιτάει.

«Έλα εδώ.» ζητάει χτυπώντας απαλά την κενή θέση δίπλα του, αλλά η τραχιά του φωνή πιο πολύ σαν προσταγή το κάνει να ακούγεται.

Παίρνω μια ανάσα και, σαν υπνωτισμένη, τον πλησιάζω και κάθομαι δίπλα του. Εγκλωβίζει το χέρι μου στα δικά του και λίγο αργότερα φιλάει τους κόμπους των δαχτύλων μου. Η καρδιά μου χτυπάει ακανόνιστα στη γλυκιά του πράξη.

«Έχεις δίκιο, δεν ήθελα να οδηγήσω επειδή τρέμω. Δεν μπορώ να ελέγξω το σώμα μου και δεν θα έβαζα ποτέ σε κίνδυνο τη σωματική σου ακεραιότητα... Και ο λόγος που τρέμω είναι επειδή είμαι καθαρός τρεις γαμημένες μέρες και κρατιέμαι με νύχια και με δόντια να μη σε τρομάξω με τη συμπεριφορά μου.» τα λόγια του, ντυμένα με σκληρή και απόμακρη χροιά, με εκπλήσσουν και φέρνουν μια μικρή χαρά μέσα μου, κυρίως γιατί προσπαθεί να κρατήσει την υπόσχεση του.

Η κατάσταση του όμως, το ωχρό χρώμα, το τρέμουλο, οι έντονοι μαύροι κύκλοι με σκοτώνουν. Κάνουν την καρδιά μου να πονάει. Απλώνω το χέρι μου και χαϊδεύω απαλά το πρόσωπο του.

Αφήνει μια ανάσα με παράπονο και φιλάει απαλά την παλάμη μου. Το άγγιγμα του με καίει, μα πώς μπορώ να το αρνηθώ;

«Δεν θέλω να κρύβεσαι από μένα.» όλο το παράπονο από το πρόσωπο του ήρθε και κρύφτηκε στη φωνή μου. Όταν με ακούσει, πιέζει τα χείλη του. Σαν να τον πονάει που στεναχωριέμαι.

Σηκώνεται απότομα και νευρικά και, πριν καταλάβω τι γίνεται, κλωτσάει τον τοίχο μπροστά μου με δύναμη. Τινάζομαι ελαφρά και κλείνω τα μάτια.

Ψυχραιμία, Αυγή.

«ΔΕΝ ΣΟΥ ΑΞΊΖΩ! ΣΕ ΚΆΝΩ ΝΑ ΣΤΕΝΑΧΩΡΙΈΣΑΙ ΚΑΙ ΝΑ ΦΟΒΆΣΑΙ ΓΙΑ ΜΈΝΑ! ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΊΝΩ ΚΑΝ ΤΙ ΚΆΝΕΙΣ ΜΑΖΊ ΜΟΥ, ΑΛΉΘΕΙΑ! ΕΣΈΝΑ ΣΟΥ ΑΞΊΖΕΙ ΝΑ ΕΊΣΑΙ ΜΕ ΚΆΠΟΙΟΝ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΊΝΑΙ...» φωνάζει και παραληρεί και τα λόγια του μου κόβουν τα γόνατα. Δεν τελειώνει τη φράση του. Σταματάει απότομα και περπατάει νευρικά πάνω-κάτω.
«...με κάποιον που δεν είναι εγώ.» καταλήγει τελικά και ρίχνει τα χέρια του άκαμπτα δεξιά και αριστερά από την λεκάνη του.

Σηκώνομαι κι εγώ από τα σκαλιά και τον πλησιάζω με πείσμα. Γυρίζω το σώμα του, ώστε να με κοιτάει, και πιάνω στα χέρια μου το πρόσωπο του. Τα μάτια του πετούν σπίθες, μα δεν με νοιάζει! Δεν θα επιλέξει αυτός αν είμαι μαζί του.

«Εγώ είμαι ερωτευμένη μαζί σου. Και ήμουν από την πρώτη γαμημένη στιγμή που σε είδα, οπότε κόψε τις μαλακίες! Σε νοιάζομαι κι ό,τι κι αν λες αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει, γι'αυτό μη με ξανά αφήσεις έξω από πρόβλημα σου. Σε παρακαλώ...» στην αρχή μιλάω επιθετικά, όμως όσο περνάνε τα δευτερόλεπτα η φωνή μου κατεβαίνει και νιώθω την ανάγκη να κλάψω.

Η εικόνα του να γλύφει την κοκαΐνη με λύσσα με στοιχειώνει και ίσως όντως θα έπρεπε να τον αφήσω, μα δεν μπορώ. Δεν θέλω. Θέλω μόνο να είμαι μαζί του, με κάθε τίμημα.

Με κοιτάει βαθιά στα μάτια και μαζί βαθαίνει και αυτό που αισθάνομαι. Είμαι μαζί του σε αυτό πια και δεν τον αφήνω μόνο του. Με έχει ανάγκη. Το ξέρω, το νιώθω!

«Γαμώτο!» βρίζει και επιτίθεται στα χείλη μου. Τα δικά του χείλη είναι πολύ απαλά και ζεστά, όμως το φιλί του είναι σκληρό, πολύ σκληρό. Ανταποκρίνομαι σχεδόν αμέσως.

Τυλίγω τα χέρια μου γύρω από το λαιμό του και τον φέρνω όσο πιο κοντά μου γίνεται. Με σηκώνει και τυλίγω τα πόδια μου γύρω από την μέση του απευθείας. Κάνει ένα μεγάλο βήμα και με κολλάει στον τοίχο πίσω του. Όλο μου το κορμί τρέμει στην επαφή μας.

Η γλώσσα του πάλλεται με τη δική μου πετώντας με ψηλά στα σύννεφα και ξέρω ότι αν δεν φορούσαμε τα καταραμένα μπουφάν, θα αισθανόταν την καρδιά μου να χτυπάει σαν μανιακή ενάντια στη δική του.

Όταν απομακρυνθεί, ανασαίνει πάνω από τα χείλη μου και η ζεστή του ανάσα καίει το πρόσωπο μου. Και το απολαμβάνω όσο τίποτα άλλο.

«Τι θα κάνω μαζί σου, γουρουνάκι;» ψελλίζει ξέπνοος, περνώντας μου μια τούφα πίσω από το αυτί. Χαμογελώ αχνά, και νιώθω την αβεβαιότητα να με τρώει από μέσα προς τα έξω.

Δεν έχω ιδέα, κι αυτό με τρομάζει.

«Προς το παρόν, θα με πας σπίτι μου γιατί πρέπει να λύσω κάτι ασκήσεις, να κάνω μπάνιο και να κοιμηθώ.» προτείνω μ' έναν αναστεναγμό απόγνωσης και γελάει απαλά.

Με κατεβάζει και, στέκομαι ξανά στα πόδια μου, όταν αφήσει ένα απαλό φιλάκι στα χείλη μου. Ρουφάω τη μύτη μου και αφήνω μια ανάσα. Με βλέπω να αρρωσταίνω.

«Πάμε.» τυλίγει το χέρι του με το δικό μου και, αφού ανταλλάξουμε ένα χαμόγελο, ξεκινάμε για το σπίτι μου.

(...)

Το κουδούνι για το δεύτερο διάλειμμα χτυπάει, επιτέλους, και κοιτάω με νόημα τους φίλους μου. Σήμερα θα πιάσουμε στα πράσα αυτόν που μου αφήνει τα λουλούδια. Δυστυχώς λείπει ο Αλέκος, μιας που έχει ίωση, αλλά δεν πειράζει.

«Να διαβάσετε καλά τα σχόλια και τη μετάφραση. Καλή συνέχεια, παιδιά.» η Νίκα, αφού μας υπενθυμίσει για ακόμα μια φορά πού πρέπει να δώσουμε βάση, βγαίνει από την αίθουσα.

Της ευχόμαστε κι εμείς με τη σειρά μας καλή συνέχεια και, λίγο πριν αδειάσει η τάξη, σηκώνομαι από την θέση μου.

«Εμείς θα πάμε κυλικείο.» κάνω με νόημα στον Λευτέρη, όσο βάζω το μπουφάν μου πάνω από το γκρι πουλόβερ και το τζιν. Με τη φράση αυτή, η Εύη σηκώνεται και βάζει το δερμάτινο της.

«Ωραία, θα σας περιμένω στην πίσω αυλή.» μου κλείνει διακριτικά το μάτι και, γνέφοντας θετικά, βγαίνουμε από την αίθουσα.

Περπατάμε σαν να μην τρέχει τίποτα και μόλις στρίψουμε στη γωνία, δίπλα από το γραφείο της διευθύντριας, σταματάμε απότομα.

«Ελπίζω να τον βρούμε.» ψελλίζω στην Εύη, και κοιτάω διακριτικά τον διάδρομο. Στην άλλη γωνία, παρατηρώ τον Λευτέρη να μου κάνει νόημα πως δεν είναι κανένας στην πλευρά του.

Και τότε, συνέβη. Ένα αγόρι, νομίζω της δευτέρας λυκείου, ανεβαίνει τα σκαλιά και φτάνει στο ισόγειο. Κοιτάει δεξιά και αριστερά του, κι απευθείας τραβιόμαστε προς τα πίσω βιαστικά. Περιμένουμε δύο δευτερόλεπτα κι όταν ακούσουμε την πόρτα να κλείνει, οριακά, τρέχουμε και οι τρεις προς εκείνη την κατεύθυνση.

«Τέλος τα ψέματα!» ψελλίζω και η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή. Ανοίγω την πόρτα με φόρα και εισβάλλουμε σαν αγρίμια στην αίθουσα.
«ΤΙ ΣΚΑΤΆ;» φωνάζω, έξαλλη πια, όταν τον δω δίπλα στο θρανίο μου και το καημένο το παιδί τινάζεται προς τα πίσω φρικαρισμένο.

Κρύβει το χέρι του πίσω από την πλάτη του και τους κοιτά πανικοβλημένος. Τα μάτια του έχουν γουρλώσει, τα χείλη του έχουν ανοίξει και σχεδόν τρέμει! Να χαρώ εγώ θάρρος!

«Εε...γεια σας παιδιά! Τι χαμπάρια;» μας χαιρετά κουνώντας το αριστερό χέρι, καθώς το δεξί δεν βγαίνει ούτε για πλάκα από την πλάτη του. Αν μπορούσε να κάνει κι άλλα βήματα προς τα πίσω, σίγουρα θα έκανε.

Τον κοιτάω με μισόκλειστα μάτια. Είναι περίπου ένα-ογδόντα. Τα μάτια του είναι κάτι ανάμεσα σε πράσινο και καστανό και έχει όμορφο χαμόγελο. Είναι γλυκό παιδί, αλλά μέχρι εκεί.

«Τι κρατάς πίσω από την πλάτη σου;» ρωτάω επιθετικά και τα βλέφαρά του ανοίγουν κι άλλο -αν αυτό είναι εφικτό!

Δείχνει πιο αμήχανος από κάθε άνθρωπο που έχω γνωρίσει. Και μιλάω εγώ, που είπα ξεκάθαρα στη μαμά μου ότι τους άκουσα να κάνουν έρωτα όταν ήμουν εννιά! Δεν έχω δει το πρόσωπο της ποτέ πιο κόκκινο.

«Ροζ χρυσάνθεμα, φυσικά!» απαντάει η Εύη για εκείνον με το βλέμμα του Ηρακλή Πουαρό, και εκείνος σαστίζει μπερδεμένος. Κάνει ένα διστακτικό βήμα μπροστά και σκύβει προς το μέρος μας.

«Ροζ...τι;» κάνει σιγανά προσπαθώντας να επεξεργαστεί αυτό που άκουσε. Αυτό μου κόβει τη φόρα και παίρνει πίσω όλο το θάρρος που μάζευα.
«Υπάρχουν ροζ χρυσάνθεμα;»

Ανταλλάσσουμε ένα βλέμμα γεμάτο απορία με τα παιδιά και ύστερα πάλι αυτόν. Παίρνω μια βαθιά ανάσα. Πάλι σκατά τα κάναμε, το νιώθω.

«Νομίζω κάναμε βλακεία.» ψελλίζει σιγανά ο Λευτέρης, ξεροβήχοντας και γνέφουμε θετικά.
«Ρε Μιχάλη, πες μου λίγο σε παρακαλώ, γιατί θα τρελαθώ σήμερα...τι σκατά κάνεις μέσα στην τάξη μας;» περνάει τα χέρια του μέσα από τα ξανθά μαλλιά του και τα τραβάει νευρικά.

Ο Μιχάλης, κατεβάζει το βλέμμα του ντροπαλά και δειλά-δειλά εμφανίζει το χέρι του. Κρατάει ένα μικρό χαρτάκι και φαίνεται πως ντρέπεται πολύ γι'αυτό.

«Ήρθα για την Τάνια. Ντρέπομαι να της πω ότι την θέλω και...ήταν ο μόνος τρόπος να της τραβήξω το ενδιαφέρον.» μας εξηγεί και ξεφυσάει αγχωμένος, περνώντας το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του. Κοιτάζω ξανά τα παιδιά και έχουν το ίδιο βλέμμα με το δικό μου.

Δεν καταλαβαίνω.

«Δείξε μας το χαρτί.» απαιτώ περνώντας μια τούφα πίσω από το αυτί και, αφού γουρλώσει ξανά τα μάτια, γελάει νευρικά και σταυρώνει τα χέρια κάτω από το στήθος.

«Δεν υπάρχει περίπτωση!» αρνείται κατηγορηματικά κουνώντας το κεφάλι και μας προσπερνάει για να βγει από την αίθουσα θυμωμένος. Κοιτάω πανικοβλημένη τους φίλους μου.

«Πιάστε τον!» προστάζει ο Λευτέρης και με την Εύη τρέχουμε πίσω του χωρίς δεύτερη σκέψη.

Όταν τον βρούμε έχει μόλις στρίψει από το γραφείο της διευθύντριας για να βγει έξω. Οπότε μ' ένα γρήγορο άλμα, η Εύη προλαβαίνει και του κλείνει το δρόμο. Αυτός πισωπατεί, μα για κακή του τύχη πίσω του βρίσκομαι εγώ.

Ξεφυσάει και ανοίγει κατά το ήμισυ το χαρτί και, όντως, γράφει το όνομα της απουσιολόγου μου. Ξεφυσάω κι εγώ και περνάω μια τούφα πίσω από το αυτί μου. Κοιτώ τη διπλανή μου με απόγνωση και χτυπάει το χέρι της στο μέτωπο της.

«Τζάμπα η ξεφτίλα...» ψελλίζει ο ψηλός φίλος μου και γυρνάω να τον κοιτάξω σαστισμένη. Ούτε που κατάλαβα πότε ήρθε. Μου γυρίζει το βλέμμα γεμάτο απορία και απλώς ανασηκώνω τους ώμους αδιάφορα.

Θα σκάσω αν δεν μάθω ποιος είναι.

«Πιστεύετε ότι έχω καμία ελπίδα με την Τάνια;» ακούγεται στο άσχετο η φωνή του και γυρίζω να τον κοιτάξω μ' ένα αμήχανο χαμόγελο. Μας κοιτάει μ' ένα πλατύ χαμόγελο και στο βλέμμα του διακρίνω μεγάλη ανάγκη να τον επιβεβαιώσουμε.

Τώρα, πώς του λες ότι της αρέσουν οι μεγαλύτεροι;

Απλώνω το χέρι μου και σφίγγω απαλά τον ώμο του. Παίρνω μια ανάσα κι έπειτα πιέζω τα χείλη σ' ένα αμήχανο μειδίαμα. Τον χτυπάω απαλά με συμπόνια και γυρίζω την πλάτη μου να φύγω. Μαζί μου έρχονται και τα παιδιά.

«Τι; Όχι;» ρωτάει πάλι πιο δυνατά, μα απάντηση δεν παίρνει.

Τη φωνή του την καλύπτει το κουδούνι και, δυσανασχετώντας χωρίς ιδιαίτερη όρεξη, μπαίνω στην αίθουσα. Τρίβω κουρασμένη τα βλέφαρα μου και κάνω κίνηση να βγάλω το μπουφάν μου, ακριβώς τη στιγμή που η ματιά μου πέφτει πάνω σε, ακόμα ένα, χαριτωμένο ροζ χρυσάνθεμο πάνω στο θρανίο μου.

Τα χείλη μου χωρίζονται αργά και η καρδιά μου σταματάει στη θέα του.

«Πλάκα μου κάνεις...» μουρμουρίζει σοκαρισμένη στερεώνοντας καλύτερα τα γυαλιά στο κόκαλο της μύτης της. Κάνει ένα βήμα μπροστά και πιάνει διστακτικά το λουλούδι στα χέρια της.

Το κοιτάω με κομμένη ανάσα και σχεδόν δεν μπορώ να το πιστέψω. Το πιάνω με λεπτές κινήσεις από τα δάχτυλα της και το φέρνω κοντά στη μύτη μου. Εισπνέω απαλά και το άρωμα του με χαλαρώνει.

Είναι όμορφο, πολύ.

«Δεν το πιστεύω ότι μπήκε μπροστά στα μάτια μας και άφησε το λουλούδι. Δηλαδή, αλήθεια, θα τρελαθώ!» μιλάει νευρικά ο ψηλός φίλος μου και νιώθω την ίδια ακριβώς ταύτιση.
«Αυτό πάλι τι είναι;» με το δάχτυλο του. μου δείχνει ένα διπλωμένο χαρτάκι.

Βιαστικά το πιάνω στα χέρια μου και το ανοίγω προσεκτικά, ελπίζοντας να μην το σκίσω με τις ανυπόμονες κινήσεις μου. Τα παιδιά κολλάνε πάνω μου για να διαβάσουν κι εκείνα. Τα γράμματα είναι, παραδόξως, πολύ όμορφα και αυτό που γράφει κάνει την καρδιά μου να χτυπήσει σαν τρελή.

'Δεν είσαι καλή στο κρυφτό. Να κρύβεσαι καλύτερα!'

Μειδιάζω ασυναίσθητα και γελάω νευρικά. Κοιτώ τους φίλους μου που ξεφυσάνε στο μικρό σημείωμα και προσπαθώ να σταματήσω το γέλιο μου. Τι αμαρτίες πληρώνω;

«Μας είδε.» με πληροφορεί ο Λευτέρης, λες και δεν το ξέρω, και η Εύη απλώς χύνεται στην καρέκλα του μπροστινού μας μουγγρίζοντας.

«Εγώ, πάντως, ξέρω ότι το κρυφτό είναι το παιχνίδι των ύπουλων και των δειλών.» δηλώνει, εμφανώς, ξενερωμένη, βγάζοντας με νευρικές κινήσεις το δερμάτινο της.

Παίρνω μια ανάσα, χωρίς να μπορώ να αποβάλλω το χαζό μειδίαμα από τα μικρά μου χείλη. Περνάω μια τούφα πίσω από το αυτί μου.

Θα σε βρω. Να είσαι σίγουρος ότι, μια μέρα, θα σε βρω.


























-Δέσπ🐥.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro