30. Ένα λεπτό είναι αρκετό.
~Χρόνος οξύς οδόντας. Και πάντα σμύχει και βιαιότατα.
–Ο χρόνος έχει κοφτερά δόντια. Και τα συνθλίβει όλα με βία.~
•Σιμωνίδης ο Κείος, 556-468 π.Χ., Αρχαίος ποιητής & συγγραφέας επιγραμμάτων
Αυγή.
Η ώρα είναι επτά και δέκα όταν μπαίνω στο σπίτι δειλά μ' ένα χαμόγελο μέχρι τ' αυτιά. Η καρδιά μου χτυπάει πιο δυνατά από ποτέ και τα μάγουλα μου είναι κατακόκκινα. Νομίζω θα λιποθυμήσω.
Το μυαλό μου δεν σταματά να σκέφτεται όλα όσα προηγήθηκαν και οριακά χοροπηδάω ευτυχισμένη, καθώς ανεβαίνω τις σκάλες. Σήμερα είδα την πιο όμορφη ανατολή. Και ήταν στα μάτια του.
Λίγο πριν μπω στο δωμάτιο μου η πόρτα του δωματίου των γονιών μου ανοίγει και ο μπαμπάς μου, φορώντας προφανώς τις πιτζάμες του, εμφανίζεται μπροστά μου. Διακρίνω απορία μέσα στο νυσταγμένο βλέμμα του.
«Αυγή μου, ξύπνησες κιόλας;» ρωτάει τρίβοντας λίγο τα μάτια του. Φαίνεται κομμένος, λες και δεν κοιμήθηκε όλο το βράδυ.
«Ναι, πριν δέκα λεπτά!» ψεύδομαι με χαμηλή φωνή, λόγω του ότι η μαμά μου ακόμα κοιμάται, αλλά με το χαμόγελο να μην ξεκολλάει από το πρόσωπο μου.
Ξεκόλλα, ηλίθια! Θα καρφωθείς!
«Ωραία. Πήγαινε να ετοιμαστείς και κατέβα στην κουζίνα για πρωινό.» η φωνή του είναι ακόμα πιο βραχνή και χαμηλή από τη δική μου, αλλά δεν είναι αυτό που μου γεννά ερωτήματα.
«Η μαμά;» δείχνω με το χέρι μου την πόρτα πίσω του και αργεί να μου απαντήσει τεντώνοντας λίγο το σώμα του. Μερικά κρακ ακούγονται και θέλω να γελάσω.
«Η μαμά χρειάζεται ξεκούραση δεν θα την ενοχλήσουμε. Θα ετοιμάσω εγώ το πρωινό. Άντε, πήγαινε να ντυθείς τώρα.» αφήνει ένα φιλί στο μέτωπο μου και μουρμουρίζοντας ένα "εντάξει" κλείνομαι στο δωμάτιο μου.
(...)
Μόλις το κουδούνι χτυπήσει, εγώ, η Εύη, ο Λευτέρης και άλλη μια κοπέλα η Χαρά, αφήνουμε τα στυλό και ρίχνουμε ακόμα μια ματιά στα γραπτά μας. Τσεκάρω μια τελευταία φορά το τέταρτο θέμα που με δυσκόλεψε και αφήνω μια ανάσα.
Σηκώνομαι και κοιτάω για επιβεβαίωση τον Λευτέρη. Γνέφει θετικά όσο πιο διακριτικά μπορεί και ξέρω πως ένα λεπτό μετά από μένα θα σηκωθεί κι αυτός.
Αφήνω την κόλλα μου στην Φανή Ιωάννου, την καθηγήτρια που μας κάνει ιστορία και, αφού με ρωτήσει χαμογελαστή αν τα πήγα καλά και απαντήσω ανάλογα, φεύγω από την αίθουσα.
Ακριβώς απ' έξω με περιμένει ο Αλέκος, ο οποίος μόλις με δει βγάζει τ' ακουστικά του βαριεστημένα.
«Άντε μωρέ επιτέλους, πάλι γράφατε;» δαγκώνει μια μπουκιά από το τοστ του και γελάω ελαφρά. Βάζω το μαύρο μπουφάν μου και καλύπτω το άσπρο φούτερ που έχω συνδυάσει με την, απαλό ροζ χρώμα, sugarfree φόρμα μου.
«Ναι, δυστυχώς.» απαντώ περνώντας μια τούφα πίσω από το αυτί μου και, πάνω στην ώρα, η πόρτα ανοίγει και βγαίνουν από την αίθουσα η Εύη κι ο Λευτέρης. Η πρώτη αφήνει ένα χασμουρητό, ενώ ο δεύτερος με πλησιάζει και με αγκαλιάζει σφιχτά.
«Ευχαριστώ ρε! Δεν θα έγραφα τίποτα αν δεν ήσουν εσύ.» κάνει με παράπονο πειράζοντας τα κόκκινα μαλλιά μου παιχνιδιάρικα και οι άλλοι γελούν, μαζί μ' αυτούς κι εγώ.
Ο καημένος, μια μέρα δεν διάβασε και του έκατσε τεστ. Βασικά σαν διαγώνισμα ήταν, αλλά ας μην ανοίξουμε πάλι αυτή τη συζήτηση.
«Μην το σκέφτεσαι καν.» απομακρύνομαι και τον καθησυχάζω χαμογελαστή.
«Πάμε κυλικείο;» στρέφω την προσοχή μου στην διπλανή μου χαμογελάει πλατιά.
«Νόμιζα πως δεν θα μου το ζητούσες ποτέ!» κάνει δραματικά με ψηλή φωνή και ακούω το δυνατό γέλιο των αγοριών πίσω μας, όταν με τραβάει από το χέρι, και αρχίσουμε να περπατάμε βιαστικά προς τα έξω.
Δυστυχώς το κυλικείο είναι γεμάτο, αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο μισός, ή και παραπάνω, χρόνος του διαλείμματος να χαθεί. Όταν, επιτέλους, πάρω εγώ το μεσογειακό μου και η Εύη τις ριζογκοφρέτες της, περπατάμε βιαστικά στην πίσω αυλή, όπου μας περιμένουν τα αγόρια.
«Άντε ρε, που είστε τόση ώρα;» ο Αλέκος, κρατώντας πια μια ακουστική κιθάρα στα χέρια του, ρωτάει. Αυτή είναι η κατάσταση του όσους μήνες τον ξέρω.
«Είχε κόσμο στο κυλικείο ρε.» η Εύη του εξηγεί, μασουλώντας παράλληλα μια από τις γκοφρέτες κι εκείνος απλώς γνέφει θετικά παίζοντας τη μελωδία του photograph.
Το αγαπώ αυτό το τραγούδι.
«Loving can hurt, loving can hurt sometimes, but it's the only thing that I know. When it gets hard, you know it can get hard sometimes, it is the only thing that makes us feel alive.» τραγουδάει σιγανά κουνώντας το κεφάλι του στο ρυθμό.
«Τραγουδήστε μαζί μου.» μας παρακινεί και ανταλλάσουμε μεταξύ μας ένα αμήχανο βλέμμα.
«We keep this love in a photograph. We made these memories for ourselves, where our eyes are never closing, hearts are never broken and time's forever frozen still...» αρχίζω κι εγώ και τα παιδιά με κοιτούν μ' ένα έκπληκτο ύφος. Τα αγόρια βασικά, η Εύη μ' έχει ακούσει πολλές φορές να μουρμουρίζω στίχους.
«So you can keep me inside the pocket of your ripped jeans. Holding me closer 'til our eyes meet, you won't ever be alone, wait for me to come home.» τραγουδάμε πλέον όλοι μαζί. Το κουδούνι που χτυπάει δεν τον κάνει να σταματήσει, αλλά να προχωρήσει λιγάκι, έως πολύ, το τραγούδι.
«And if you hurt me that's okay baby, only words bleed. Inside these pages you just hold me and I won't ever let you go. Wait for me to come home.» αυτός ο στίχος.
Σε αυτό τον στίχο περνάω μια τούφα πίσω από το αυτί μου και κατεβάζω το βλέμμα μου στα άσπρα παπούτσια μου. Στο μυαλό μου έρχεται ο Lucas και τα μάτια του που θυμίζουν θάλασσα.
Και, δυστυχώς, για ακόμα μια φορά η γνωστή φωνή μέσα στο κεφάλι μου κάνει την ερώτηση της. Σταματώ ασυναίσθητα να τραγουδάω. Σαστίζω. Δεν έχω απάντηση.
Πόσο καλό κολύμπι ξέρω;
«When I'm away, I will remember how you kissed me, under the lamppost back on Sixth street. Hearing you whisper through the phone,"wait for me to come home".» το τραγούδι τελειώνει και τον χειροκροτάμε σαν σωστοί φίλοι που είμαστε.
Εκείνος σηκώνεται από το παγκάκι και κάνει μια θεατρική υπόκλιση. Γελάμε. Η αυλή έχει αρχίσει ν' αδειάσει, κι αυτός είναι ο λόγος που αρχίζουμε να περπατάμε προς τα μέσα.
«Έχεις πολύ ωραία φωνή.» ο Λευτέρης σχολιάζει, σκουντώντας με ελαφρά και χαμογελάω ντροπαλά.
«Ευχαριστώώ!» τραβάω λιγάκι το φωνήεν περνώντας την πίσω πόρτα του σχολείου. Η Εύη κι ο Αλέκος περπατούν μπροστά μας, όμως όχι για πολύ, καθώς, ο δεύτερος μας αποχαιρετά και μπαίνει στην τάξη του.
«Δεν έχω καμία όρεξη να κάνω αρχαία αυτή τη στιγμή.» παραπονιέται η διπλανή μου τραβώντας την προσοχή και συμφωνώ σιωπηλά.
«Κανένας.» της απαντά και δεν μιλάμε ώσπου να μπούμε στην αίθουσα.
Αυτό, ωστόσο, κρατάει λίγο γιατί πάλι πάνω στο θρανίο μου βρίσκεται ένα γλυκύτατο ροζ χρυσάνθεμο που τραβάει τα βλέμματα, χωρίς καν να προσπαθεί. Οι φίλοι μου γυρνούν ταυτόχρονα να με κοιτάξουν.
Κοιτάω μια τον έναν, μια την άλλη ανασηκώνοντας τους ώμους. Γελάω νευρικά. Αισθάνομαι άβολα.
«Μα την Παναγία, δεν έχω ιδέα.» ψελλίζω και το πιάνω στα χέρια μου προσεκτικά. Το φέρνω κοντά στη μύτη μου και εισπνέω απαλά από το διακριτικό του άρωμα. Μου γαργαλάει τη μύτη.
«Είσαι σίγουρη ότι δεν είναι ο τυπάς;» ρωτάει ξανά ο Λευτέρης και δαγκώνω τα χείλη σκεπτικά. Προφανώς και δεν είναι ο Lucas.
«Αν ήταν θα μου το έλεγε χθες που βρεθήκαμε. Δεν είναι ο Lucas, γι'αυτό είμαι σίγουρη.» εξηγώ περνώντας μια τούφα πίσω από το αυτί μου.
«Ωραία, κάτσε να σκεφτούμε ποιος μπορεί να είναι.» η Εύη, τρίβοντας τα μάτια της προτείνει και ο Λευτέρης την κοιτά αποδοκιμαστικά.
«Είπε μπροστά σε όλη την τάξη ότι είναι τα αγαπημένα της λουλούδια. Θα μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε, ακόμα κι από άλλο τμήμα!» της υπενθυμίζει, μ' ένα ειρωνικό βλέμμα.
Στα λόγια του ξεφυσάμε. Εννοείται πως έχει δίκιο. Τέτοιες παπαρίτσες κάνω γενικά, και μετά ψάχνω να βρω ποιος μου αφήνει λουλούδια.
«Πάντως, να ξανά πω ότι ο τύπος δεν το παίζει καθόλου σωστά. Θα έπρεπε να έρθει και να το αφήσει μπροστά σου, αφού ντε και καλά έχει θέμα με τα λουλούδια. Να ξέρεις ποιος είναι!» υποστηρίζει την άποψη του και η Εύη υψώνει το φρύδι. Σταυρώνει τα χέρια κάτω από το στήθος.
«Λάθος κάνεις. Μια χαρά το πάει ο τυπάς! Παίζει με το μυαλό της, ξέρει ότι τώρα θα σκέφτεται συνέχεια ποιος μπορεί είναι και αυτόματα έχει την αμέριστη προσοχή της.» τα λόγια της με βάζουν σε σκέψεις.
Δεν έχει την αμέριστη προσοχή μου. Ότι αναρωτιέμαι ναι, το παραδέχομαι! Αλλά μόνο ένας έχει την αμέριστη προσοχή μου.
«Είναι ρομαντικό αυτό που κάνει και πολύ γλυκό, όμως χάνει το χρόνο του. Είμαι ήδη με κάποιον, και είμαι ερωτευμένη μαζί του. Οπότε, τον ευχαριστώ για τα λουλούδια, αλλά λυπάμαι.» χαμογελάω ειρωνικά και, βγάζοντας το μπουφάν μου, κάθομαι στη θέση μου.
«Ουαου. Αν είναι κάποιος από το τμήμα, σίγουρα τον έτσουξε.» σχολιάζει γελώντας ο ψηλός φίλος μου και κάθεται κι εκείνος, με το ζόρι σχεδόν, όταν μπει η Νίκα.
Κοιτάω για λίγο το λουλούδι και μειδιάζω· σε κάποιον μπορεί να θυμίζει και αχνό χαμόγελο. Παίρνω μια ανάσα δαγκώνοντας το κάτω χείλος.
Ποιος είσαι;
(...)
«Και δηλαδή, απλά στα αφήνει πάνω στο θρανίο;» η μαμά μου, χωρίς να πάρει τα μάτια της από το λουλούδι, ρωτάει.
Η ώρα είναι πέντε το απόγευμα και βρίσκομαι στο δωμάτιο μου με τη μητέρα μου. Και οι δύο κοιτάμε τα άνθη μέσα στο μικρό μαύρο βάζο· εκείνη καθισμένη στην καρέκλα μου με τα χέρια της να στηρίζουν το κεφάλι της, όσο τα ίδια στηρίζονται πάνω στο γραφείο μου, κι εγώ στην ίδια θέση, απλώς σκυμμένη πάνω από το έπιπλο.
«Ναι. Ούτε ένα σημείωμα, ούτε κάτι, τέλος πάντων, που να αποδεικνύει ποιος μπορεί να είναι. Μόνο το λουλούδι.» της εξηγώ σκεπτικά. Τα μάτια μου δεν φεύγουν από τα ροζ χρυσάνθεμα. Την ακούω που ξεφυσάει.
«Από την πρώτη στιγμή που σε κράτησα στην αγκαλιά μου ήξερα ότι θα κάψεις πολλές καρδιές.» σχολιάζει και γελάω δυνατά, σηκώνοντας το σώμα μου και τεντώνοντας το.
«Στον Lucas το είπες;» ρωτάει, ξεκουράζοντας την πλάτη της σε αυτή της καρέκλας.
«Όχι, όχι ακόμα. Θα του το πω όμως, μόλις τον δω.» απαντώ, ανασηκώνοντας τους ώμους. Μου χαμογελάει γλυκά.
«Μπράβο, μωρό μου.» με επαινεί και χαμογελάω πλατιά. Μου αρέσει όταν χαμογελάει, νιώθω ότι συμβάλλω σε αυτό και χαίρομαι υπερβολικά πολύ.
«Ο μπαμπάς που είναι;» αλλάζω θέμα
Μου κάνει εντύπωση που μισή ώρα τώρα δεν έχει έρθει να μας πειράξει. Δεν τα συνηθίζει αυτά.
«Με τον Ian για καφέ είναι παιδί μου, πριν κανά μισάωρο έφυγε και μετά, κατά τις έξι, έχουν συμβούλιο οι καθηγητές. Αυτή τη διευθύντρια σας θα τη σκοτώσω εγώ, στο λέω.» με ενημερώνει, και στο τέλος πετάει και το παράπονο της.
Μαζί σου, μαμά!
«Από μένα έχεις το ελεύθερο, πάντως.» λέω συνωμοτικά και γελάει. Το κινητό μου χτυπάει και πλησιάζω το κρεβάτι μου για να το πιάσω.
«Ποιος είναι;» ρωτάει τυπικά, κάνοντας τα μαλλιά της ένα ψηλό κότσο. Έπειτα, χαϊδεύει την κοιλίτσα της μαλακά.
«Η Claire.» ψελλίζω. Το όνομα της φίλης μου αναγράφεται στην οθόνη και σμίγω τα φρύδια μπερδεμένη. Δεν χάνω χρόνο, απαντώ σχεδόν αμέσως.
«Ναι;»
«Αυγή; Εε...ενοχλώ;» η φωνή της ακούγεται βραχνή, λες και μόλις σταμάτησε να κλαίει. Αυτό με μπερδεύει ακόμα περισσότερο.
«Όχι, παιδί μου. Τι έγινε;» τραβάω ελάχιστα την κουρτίνα μου και κοιτώ τον ουρανό απ' έξω. Δεν έχει νυχτώσει ακόμα, κι έτσι βλέπω με ευκολία τον ελάχιστο κόσμο που κινείται.
«Υπάρχει περίπτωση να μπορείς να βρεθούμε; Έστω και για καμιά ώρα! Θέλω υπερβολικά πολύ να μιλήσω με κάποιον.» ακούγεται απεγνωσμένη. Τρίβω λίγο τα μάτια μου και, όταν γυρίσω πλάτη στην μπαλκονόπορτα, η μαμά μου με κοιτάζει με απορία.
«Ναι, φυσικά! Απλά, επειδή είμαι λίγο κουρασμένη, σε πειράζει να έρθεις από το σπίτι μου; Δεν θα μας ενοχλήσει κανένας.» προτείνω και για λίγο δεν ακούω τίποτα, μόνο την ανάσα της. Παίζω αφηρημένα με τα μαλλιά μου μέχρι ν' απαντήσει.
«Εντάξει, ναι. Κανένα πρόβλημα.» ψελλίζει διστακτικά.
«Ωραία, σε περιμένω.» λίγα δευτερόλεπτα μετά, η κλήση τερματίζεται. Αφήνω ένα χασμουρητό.
«Θα έρθει η Claire να κάτσουμε. Δεν σε πειράζει, ε;» ρωτάω, κατόπιν εορτής, και γελάει ελαφρά.
«Όχι, αγάπη μου, δεν με πειράζει. Να έρθει το κορίτσι.» με καθησυχάζει και σηκώνεται από την καρέκλα μου.
«Πάω να ξαπλώσω εγώ λιγάκι, αν θέλετε κάτι φωνάξτε μου.» μιλάει κι όταν απαντήσω θετικά, βγαίνει από το δωμάτιο μου.
Μένω μόνη μου και κοιτώ τον χώρο γύρω μου. Αφού τακτοποιήσω λιγάκι το, ήδη καθαρό, δωμάτιο μου και κάτσω στο κινητό, περίπου δέκα λεπτά μετά, ακούω το κουδούνι. Κατεβαίνω βαριεστημένα τις σκάλες και πλησιάζω την πόρτα. Όταν την ανοίξω, η κοπέλα με κοιτάει χαμογελαστή.
«Γεια.» περνάει νευρικά μια τούφα πίσω από το αυτί της και κοιτάζει τις μαύρες μπαλαρίνες της. Φοράει ένα μαύρο, ζεστό, μάλλινο φόρεμα που ανοίγει με φερμουάρ που ξεκινάει από το μπούστο και καταλήγει κάτω, στα μπούτια της.
«Καλώς την! Πέρασε!» κάνω το σώμα μου στην άκρη και μ' ένα διστακτικό βήμα μπαίνει στο σπίτι. Κλείνω την πόρτα πίσω της και την κοιτώ.
«Να σου βάλω κάτι να πιεις;» ρωτάω, όσο εκείνη κοιτάει γύρω της σαν να φοβάται κάτι.
«Λίγο νερό, αν σου είναι εύκολο.» ψελλίζει και παίζει νευρικά με τα μανίκια του μπεζ μπουφάν της.
«Ωραία, ακολούθησε με.» της κάνω νόημα να έρθει μαζί μου ως την κουζίνα και υπακούει σιωπηλά.
«Παγωμένο, ή ζεστό;» προσθέτω μόλις μπούμε στην γκρι, άσπρη και μαύρη κουζίνα μας.
«Παγωμένο.» ξεροκαταπίνει, κοιτώντας επίμονα το ντουλάπι με τα ποτήρια, το οποίο εγώ ανοίγω. Όταν την κοιτάξω με απορία τα μάγουλα της κοκκινίζουν.
«Μόνες μας είμαστε;» βήχει ελαφρά, καθώς στηρίζει το κορμί της στον ψηλό πάγκο.
«Όχι, είναι και η μαμά μου εδώ. Ο μπαμπάς μου θα λείπει λογικά μέχρι τις επτά, το λιγότερο.» ανοίγω το ψυγείο και βγάζω το πράσινο γυάλινο μπουκάλι, το οποίο, σχεδόν αμέσως, αδειάζω στο ποτήρι της
Η απάντηση μου μοιάζει να την ανακουφίζει εν μέρει, αλλά κάνει τα μάγουλα της να κοκκινίσουν περισσότερο. Αφήνω το ποτήρι μπροστά της και την κοιτάω στα μάτια.
«Claire μου, τι έγινε;» χαμογελάω αχνά. Η ερώτηση μου πυροδοτεί μια βόμβα μέσα της και μέσα σε δευτερόλεπτα βάζει τα κλάματα. Γουρλώνω τα μάτια σαστισμένη.
Την πλησιάζω και, χωρίς να είμαι σίγουρη για το αν είναι αυτό που χρειάζεται τώρα, την βάζω στην αγκαλιά μου. Εκείνη δεν φέρνει αντίρρηση, αντίθετα με αγκαλιάζει πίσω.
«Η μαμά μου πήρε τηλέφωνο τον πατέρα μου γιατί δεν θέλει να πάω εκεί τα Χριστούγεννα...» κάνει μια παύση και παίρνει μια ανάσα. Ξαφνικά η συμπεριφορά της δεν μου φαίνεται καθόλου περίεργη, το αντίθετο θα έλεγα. Ούτε που θέλω να φανταστώ τι μπορεί να έγινε εκεί μέσα.
«Ούρλιαζε έξαλλη πως δεν έχει το δικαίωμα τη φέρνει προ τετελεσμένου, κι ότι δεν μου επιτρέπει να πάω. Υποθέτω ξεκίνησε κι ο πατέρας μου να της φωνάζει και μετά την άκουσα να λέει "η ζωή μου θα ήταν καλύτερη χωρίς εσάς". Το πιστεύεις;» κάνει κι άλλη παύση και γελάει ελαφρά. Δεν μιλώ.
Όχι, όχι δεν το πιστεύω. Και λυπάμαι Claire μου, λυπάμαι πολύ.
«Δεν την άφησα ούτε να μου μιλήσει μετά από αυτό. Απλά έφυγα.» ρουφάει τη μύτη της και αποτραβιέται αργά για να σκουπίσει τα μάτια της.
Πραγματικά, δεν έχω ιδέα τι πρέπει να της πω.
«Είμαι σίγουρη πως δεν το εννοούσε.» είναι το μόνο που μοιάζει σωστό, παρόλο που δεν είμαι καθόλου σίγουρη για το αν αυτά που λέω είναι αλήθεια ή όχι.
Στριφογυρίζει τα μάτια της πίνοντας λίγο παραπάνω από το μισό νερό που υπάρχει στο ποτήρι της. Όταν το αφήσει ξανά στον πάγκο παίρνει μια ανάσα.
«Το εννοούσε. Αυτό είναι το πρόβλημα.» περνάει τα χέρια της μέσα από τα μαλλιά της και τα φέρνει όλα απ' την αριστερή πλευρά του προσώπου της.
«Δεν ξέρω τι να κάνω πια μαζί της, μ' έχει κουράσει, αλήθεια.» σχεδόν μονολογεί.
Θέλω πολύ να πω ότι την καταλαβαίνω, αλλά θα είναι ψέμα. Σε αντίθεση μ' εκείνη, εγώ δεν είχα ποτέ τέτοια προβλήματα με κανέναν από τους δύο γονείς μου. Ευτυχώς, δηλαδή, γιατί δεν ξέρω αν θα μπορούσα να το αντέξω.
«Έχεις δοκιμάσει να μην της δίνεις σημασία;» είναι πιθανό η ερώτηση μου να ακούγεται χαζή, μα την κάνω έτσι κι αλλιώς βγαίνοντας από την κουζίνα.
«Το έχω προσπαθήσει, αλλά έχει ένα μοναδικό χάρισμα να με κάνει έξαλλη με το καλησπέρα σας!» με ακολουθεί καθώς ανεβαίνουμε στο δωμάτιο μου.
«Α! Κι ο πρώην μου το έκανε αυτό.» σχολιάζω επίτηδες κλείνοντας την πόρτα πίσω μας και, ευτυχώς, έχει το αποτέλεσμα που ήθελα. Γελάει. Βγάζει το μπουφάν και κάθεται στο στρωμένο κρεβάτι μου.
«Σ' ευχαριστώ πολύ Αυγή, αλήθεια. Είναι πολύ σημαντικό αυτό που κάνεις για μένα.» χαμογελάει πικρά, περνώντας μια τούφα πίσω από το αυτί της.
«Μην το συζητάς καθόλου. Δεν έκανα τίποτα!» την αποπαίρνω. Το εννοώ αυτό που λέω, δεν θεωρώ ότι έκανα κάτι. Απλά την άκουσα.
«Μα-»
«Σους!» τη διακόπτω επιτακτικά και γελάει.
(...)
Τριτοπρόσωπη αφήγηση.
Η ώρα είναι έξι και εικοσιπέντε όταν η Claire βρίσκει μια δικαιολογία και φεύγει βιαστικά από το σπίτι της Αυγής. Θέλει να είναι σίγουρη ότι δεν θα πετύχει ούτε λίγο τον άνδρα που έχει κάνει άνω-κάτω τις σκέψεις της όλον αυτόν τον καιρό.
Περπατάει βιαστικά μέχρι το τέλος του στενού, μα λες και το σύμπαν της κάνει πλάκα, ακριβώς εκεί τη στιγμή το αυτοκίνητο του, εξάλλου, Πέτρου. Τελευταία στιγμή, και λίγο πριν φτάσει στο σχολείο, η διευθύντρια τον ειδοποίησε ότι της έτυχε κάτι έκτακτο και ότι το συμβούλιο αναβάλλεται προσωρινά.
Τα νεύρα του γίνονται σκόνη, όταν την βλέπει μπροστά του. Τα καρέ μαύρα μαλλιά της ανεμίζουν προς τα πίσω, το μπεζ μπουφάν της είναι ανοιχτό μέχρι τη μέση και, έτσι, έχει καλύτερη θέα του μαύρου φορέματος της.
Πριν το καταλάβει πατάει φρένο. Σταματάει ακριβώς μπροστά της, λίγο πριν στρίψει για να φτάσει στο σπίτι του. Εκείνη, παρόλο που σκέφτεται να κάνει πως δεν τον βλέπει, στέκεται αμίλητη τη στιγμή που αυτός κατεβάζει το παράθυρο.
«Γεια.» της μιλάει, όμως νιώθει γελοίος. Αυτός είναι κι ο λόγος που πιέζει τα χείλη του νευρικά.
«Γεια.» είναι το ίδιο νευρική μ' εκείνον, αλλά γελάει στο πόσο γλυκός φαίνεται. Φοράει ένα μαύρο μπλουζάκι και μια γκρι φόρμα, που με το ζόρι μπορεί να τη δει μέσα από το αυτοκίνητο, ωστόσο είναι άκρως ερωτεύσιμος. Χαστουκίζει νοητά τον εαυτό της σε αυτή τη σκέψη.
'Ελεεινή Claire!'
«Πώς κι από δω;» ξεροβήχει και τα μάγουλα του κοκκινίζουν. Δεύτερη βλακεία στη σειρά και νιώθει ο πιο χαζός άνθρωπος του κόσμου, αλλά δεν μπορεί να το ελέγξει. Τα χάνει όταν είναι μπροστά της.
'Δεν σου ανήκει η περιοχή, ηλίθιε!' μαλώνει κι αυτός τον εαυτό του σιωπηλά.
«Εε..στο σπίτι σας ήμουν.» ψελλίζει περνώντας μια τούφα πίσω από το αυτί της. Η αναφορά της στο σπίτι του κάνει και τους δύο να αισθανθούν άβολα, οπότε το προσπερνούν παραδειγματικά.
«Όμορφα.» ξεροβήχει.
«Μπες να σε πάω σπίτι σου.» προτρέπει και το πρόσωπο του κοκκινίζει κι άλλο. Ανοίγει το στόμα της ν' απαντήσει, όμως οι σκέψεις της μπλοκάρουν και το ξανά κλείνει. Τα χείλη της του θυμίζουν πειρασμό.
«Δεν...» κάνει άλλη μια προσπάθεια.
«...δεν χρειάζεται. Λέω να περπατήσω λιγάκι.» αρνείται ευγενικά, μα είναι γελασμένη αν νομίζει πως θα την αφήσει απλά να φύγει.
«Μην λες χαζά, θα σε πάω εγώ. Εξάλλου, είπαν ότι σήμερα θα χαλάσει ο καιρός. Μπες.» επιμένει και, λες κι οι θεοί συμφωνούσαν μαζί του, μια βροντή ακούστηκε δυνατά γύρω τους.
Κοιτάει σαστισμένη τον ουρανό κι έπειτα επιστρέφει το βλέμμα της σ' εκείνον. Το χαμόγελο ικανοποίησης που έχει στα χείλη της τη δίνει στα νεύρα, ωστόσο, αναθεματίζοντας την τύχη της μπαίνει στο αυτοκίνητο μαζί του.
Αφήνει μια ανάσα και τον κοιτάει ντροπαλά. Το άρωμα του κάνει την καρδιά της να χτυπάει σαν τρελή και το μισεί· μισεί την ύπαρξη της γι'αυτό.
«Εε...θα σας είναι πρόβλημα να με πάτε κάπου αλλού; Δεν θέλω να γυρίσω στο σπίτι μου.» βουλιάζει στο κάθισμα και η φωνή της βγαίνει χαμηλή. Της ρίχνει ένα απορημένο βλέμμα, αλλά δεν μιλάει.
«Καθοδήγησε με και πάμε όπου θες.» της λέει. Νοητά της δίνει το χέρι του και περιμένει το δικό της, ώστε να πάρει την επιβεβαίωση που χρειάζεται για την ελεύθερη πτώση στα τάρταρα. Το βλέμμα του δεν φεύγει από το δικό της.
Και τότε, κάνει το μεγαλύτερο λάθος που μπορούσε. Του χαμογελά· ένα χαμόγελο που ανοίγει τις πύλες της κολάσεως και οι δαίμονες μέσα τους κλείνουν το μάτι συνωμοτικά. Οι θέσεις είναι ήδη κρατημένες για τους δυο τους και η φωτιά που σιγοκαίει τους τραβά την προσοχή.
«Πάμε τότε.» συμφωνεί. Στο μυαλό της πια δεν υπάρχει τίποτα. Μόνο εκείνος και το συναίσθημα που την κάνει να αισθάνεται, ότι κάπου ανήκει. Ότι υπάρχει μια θέση στον κόσμο και γι'αυτή.
Της γνέφει θετικά και το αυτοκίνητο ξεκινάει. Η διαδρομή κρατάει περίπου εικοσιπέντε λεπτά και, όταν σταματήσουν, βρίσκονται πια σε ένα πάρκο δέκα λεπτά από το σπίτι της Γαλλίδας. Είναι ερημικά, παρόλα αυτά, και το σκοτάδι του χειμώνα κάνει την περιοχή να φαίνεται επικίνδυνη. Αυτός είναι κι ο λόγος που δεν έχει κόσμο.
Η κοπέλα κοιτάει το παρκάκι μ' ένα πικρό χαμόγελο. Σε αυτό το μέρος έχει ξεπεράσει όλα της τα προβλήματα. Από τον πρώτο της χωρισμό στις κούνιες στα δεκαπέντε, ως και την απόρριψη της μητέρας της στο παγκάκι δίπλα στην είσοδο.
Κάνει να βγει από το αυτοκίνητο, όμως την σταματά προβληματισμένος πιάνοντας το χέρι της. Ανταλλάσσουν ένα έντονο βλέμμα.
«Τι κάνεις;» φαίνεται ξεκάθαρα στα μάτια του ότι δεν καταλαβαίνει. Σκαλώνει λίγο και δεν ξέρει τι πρέπει να απαντήσει. Τραβάει το χέρι της διακριτικά.
«Βγαίνω...για να φύγετε. Δεν θέλω να σας καθυστερήσω.» ψελλίζει διστακτικά, αισθάνεται λες και έκανε κάτι λάθος, μα όχι! Το λάθος δεν έχει γίνει ακόμα.
«Πραγματικά πιστεύεις ότι θα σε αφήσω μόνη σου στις ερημιές;» γελάει καθώς το λέει. Δεν είναι μόνο ότι ανησυχεί για εκείνη, αλλά δεν θέλει να την αποχωριστεί ακόμα. Απολαμβάνει όσο τίποτα την παρέα της.
Ξεροκαταπίνει και νιώθει να ζεσταίνεται. Αυτή η τόσο κοντινή τους επαφή και για τόση ώρα το μόνο που καταφέρνει είναι να την τρελάνει.
«Πέτρο...» αρχίζει, όμως δεν ξέρει τι πρέπει να πει. Περνάει πολύ γρήγορα στον ενικό, μα είναι το τελευταίο που την ανησυχεί αυτή τη στιγμή.
«...όλο αυτό είναι λάθος!» δείχνει το μεταξύ τους.
Δεν χρειάζεται να εξηγήσει ποιο είναι λάθος. Δεν είναι ανάγκη να κρύβονται. Στο δωμάτιο υπάρχει ένας ελέφαντας, και ήρθε η στιγμή να τον αντιμετωπίσουν.
«Νομίζεις ότι δεν το ξέρω; Δεν μπορώ όμως να κάνω σαν να μην υπάρχει, ιδίως από τη στιγμή που τον τελευταίο μήνα δεν έχεις βγει από το μυαλό μου!» ανεβάζει αισθητά τη φωνή του και δείχνει, επιτέλους, πόσο δύσκολο είναι και για τον ίδιο.
Τον κοιτάει στα γαλαζοπράσινα μάτια του και νιώθει να πνίγεται. Οι ανάσες και των δύο βγαίνουν πιο γρήγορες κι αυξάνονται κι άλλο, όταν απλώσει το χέρι του και χαϊδέψει τρυφερά το πρόσωπο της.
Η καρδιά του πονάει και μόνο στη σκέψη πως η γυναίκα μπροστά του δεν είναι η Θάλεια, αλλά δεν μπορεί να αλλάξει αυτό που αισθάνεται. Και οι χτύποι της καρδιάς του έπαψαν για τα καλά στην όψη της όμορφης Γαλλίδας.
«Πέτρο...» ψιθυρίζει ξανά. Το κορμί της έχει ανατριχιάσει. Και τότε, σαν δύο μαγνήτες, έλκονται ο ένας από τον άλλον και τα χείλη τους γίνονται ένα.
Το φιλί είναι βαθύ, ζεστό και μοιάζει σαν να μην έχει τέλος. Οι καρδιές τους χτυπάνε σαν τρελές η μια ενάντια στην άλλη, το αίμα ρέει πιο γρήγορα μέσα τους και μια ελαφριά μέθη τους έχει αγκαλιάζει.
Πεινασμένα, την αγκαλιάζει και την φέρνει πάνω του. Τα πόδια της περνάνε δεξιά κι αριστερά του και ξεφορτώνεται βιαστικά το μπουφάν της, όσο εκείνος ρίχνει με μια κίνηση το κάθισμα του.
Τα χείλη του κατεβαίνουν στο λαιμό της και με τα δάχτυλα του κατεβάζει αργά το φερμουάρ του φορέματος της. Το μυαλό του έχει θολώσει, τρελαίνεται.
Τα άσπρα δαντελωτά της εσώρουχα εμφανίζονται αργά κάτω από το ύφασμα. Εκείνη; Αισθάνεται λες και πετά στον έβδομο ουρανό, παρά το αναθεματισμένο αμάρτημα που διαπράττει αυτή τη στιγμή.
Με τα χέρια της, όσο καλύτερα μπορεί λόγω της στάσης της, κατεβάζει τη φόρμα του και όταν δει ότι δυσκολεύεται, τη βοηθάει. Με λύσσα κάνει κι εκείνος το εσώρουχο της στην άκρη και την φέρνει πάνω από τον καβάλο του.
Τυλίγει το χέρι του γύρω από τον αυχένα της και την κοιτάει. Είναι εκείνη· το κόκκινο ανάμεσα άσπρο και το μαύρο, η δεύτερη γυναίκα που έκανε την καρδιά του να σκιρτήσει.
Αφήνει ένα απαλό φιλί στην άκρη των χειλιών της και βυθίζει τον εαυτό του μέσα της αργά. Ένας αναστεναγμός φεύγει από τα χείλη και των δύο, η απόλαυση κατακλύζει κάθε σημείο στο σώμα τους.
Ο άνδρας πεταρίζει τα βλέφαρα του στο συναίσθημα, η κοπέλα δεν τολμάει καν να τ' ανοίξει. Ανασηκώνεται και κάθεται ξανά επάνω του, πιο βαθιά, πιο δυνατά. Τα τζάμια έχουν αρχίσει ήδη να θολώνουν, μα δεν σταματούν. Είναι αργά, έτσι κι αλλιώς.
Ήθελαν απλώς να θαυμάσουν τη φωτιά, μα ένα λεπτό είναι αρκετό για να παγιδευτείς στην κόλαση.
Γειά σας κοτοπουλάκια μου!🐥
Στο προηγούμενο προφίλ, σε αυτό το κεφάλαιο τα σχόλια είχαν φτάσει περίπου στα 700. Χίλια ευχαριστώ, ήταν 700 αντιδράσεις που με έχουν κάνει να γελάσω φουλ.
-Δέσπ.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro