Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

29. Ο μόνος που χρειάζεσαι για να παραμείνεις ζωντανός είναι ο εαυτός σου.

~Δεν αγάπησα ποτέ κάποιον άλλον όσο αγάπησα τον εαυτό μου.~

•Μαίη Γουέστ, 1892-1980, Αμερικανίδα ηθοποιός

Τριτοπρόσωπη αφήγηση.

Είναι πλέον μεσημέρι, όταν ο Πέτρος και η Αυγή μπαίνουν στο σπίτι συζητώντας αδιάφορα. Στο σαλόνι, ξαπλωμένη στον μαύρο καναπέ, συναντούν τη Θάλεια ξαπλωμένη με μια ζεστή κουβέρτα, παρακολουθώντας μια ταινία στην τηλεόραση.

Η Debbie, που την γύρισε σπίτι, της είπε για δύο μέρες να μην κάνει δουλειές και να μείνει όσο περισσότερο μπορεί σε ακινησία. Και αυτό ακριβώς σκοπεύει να κάνει.

«Καλώς τους!» τους χαιρετά χαρμόσυνα, ανασηκώνοντας ελαφρά το σώμα της. Μορφάζει όσο λιγότερο μπορεί, η μέση της πονάει ακόμα από την πτώση. Λίγο βέβαια, αλλά πονάει.

«Όλα καλά;» ο άνδρας της, που παρατήρησε την έκφραση του προσώπου της, κάθεται στα πόδια της και χαϊδεύει τα καστανά μαλλιά της.

Τα μάτια της βουρκώνουν, παρόλα αυτά χαμογελάει και του κάνει νόημα με τα μάτια της διακριτικά ότι θα του πει μετά, όσο η Αυγή παρατηρεί κάτι στο κινητό της.

«Ναι, μια χαρά.» περνάει μια τούφα πίσω από το αυτί της, προσπαθώντας να καθησυχάσει τον σύζυγο της. Η Αυγή βάζει το κινητό στην τσέπη και πλησιάζει τη μητέρα της, αφήνοντας της ένα ζεστό φιλί στο μάγουλο.

Κάθε πόνος περνά σε δευτερόλεπτα μ' αυτό το φιλί και, η καρδιά της, ηρεμεί από την ταχυκαρδία που την ταλαιπωρεί τις τελευταίες ώρες.

«Τι θα φάμε;» κάνει την κλασσική ερώτηση με ενδιαφέρον και η γυναίκα ξεροβήχει αμήχανα. Χαμογελάει αθώα.

«Δεν μαγείρεψα κάτι, έλεγα να παίρναμε κάτι απ' έξω.» προτείνει και τους κοιτά ερωτηματικά. Ανταλλάσσουν ένα βλέμμα για επιβεβαίωση κι έπειτα γνέφουν θετικά.

«Θα προτιμούσα noodles, αν δεν έχετε όρεξη, ωστόσο, πάρτε ό,τι θέλετε.» τους ενημερώνει γελώντας, ανεβαίνοντας τις σκάλες ώστε να πάει στο δωμάτιο της. Γελάνε κι αυτοί πνιχτά.

Όταν ο Πέτρος βεβαιωθεί πως η κόρη του έχει απομακρυνθεί αρκετά κοιτάει ανήσυχος τη γυναίκα του. Ξεροκαταπίνει και τα μάτια της βουρκώνουν και πάλι.

«Μωρό μου, τι έγινε;» ρωτάει σιγανά και παίρνει μια τρεμάμενη ανάσα. Τραβάει την κουβέρτα περισσότερο πάνω της.

«Πριν...που λείπατε...έπεσα από τις σκάλες.» παραδέχεται με το πρόσωπο της να γεμίζει παράπονο. Τα χείλη της αρχίζουν να τρέμουν, ωστόσο προσπαθεί να ηρεμήσει.

Γουρλώνει τα μάτια και τινάζεται όρθιος. Ένα τρέμουλο αγκαλιάζει το σώμα του και η πρώτη του σκέψη είναι να τραβήξει την κουβέρτα και να την πάει σηκωτή στο νοσοκομείο.

«Πώς έπεσες; Χτύπησες πολύ; Θάλεια, γαμώτο! Γιατί δεν μου τηλεφώνησες; Έλα να πάμε στο νοσοκομείο!» μοιάζει τρελαμένος. Κάνει κίνηση να περάσει τα χέρια του κάτω από τα γόνατα της και τη μέση της για να την σηκώσει, όμως τον σταματάει.

«Πέτρο, ηρέμησε. Γλίστρησα στο προτελευταίο σκαλί, δεν ξέρω πώς. Δεν σου τηλεφώνησα γιατί δεν ήθελα να σε τρομάξω, πήρα την Debbie, όμως· ήρθε, πήγαμε μαζί στο ιατρείο της και με είδε. Είναι όλα καλά, λίγο η μέση μου πονάει μόνο, αλλά η Debbie μου είπε να μείνω όσο γίνεται σε ακινησία δύο μέρες. Σε παρακαλώ, μην πεις κάτι στην Αυγή.» του εξηγεί και εν μέρει τον καθησυχάζει, χαϊδεύοντας παράλληλα το πρόσωπο του με ένα μικρό χαμόγελο.

Παίρνει μια ανάσα και την βάζει στην αγκαλιά του. Τα μαλλιά της μυρίζουν λεμόνι και η καρδιά του ηρεμεί όταν εισπνεύσει λίγο από το άρωμα τους.

«Έπρεπε να με πάρεις τηλέφωνο.» τη σφίγγει πάνω του κι αφήνει ένα φιλάκι στο μέτωπο της. Αφήνει κι αυτή ένα φιλί στο λαιμό του· την χαλαρώνει τόσο πολύ η αγκαλιά του.

«Τρόμαξα...τρόμαξα τόσο πολύ, Πέτρο μου.» παραδέχεται ψιθυριστά και νιώθει να λυγίζει, όμως δεν το επιτρέπει στον εαυτό της. Είναι δυνατή και θα τα καταφέρει ό,τι κι αν γίνει.

«Σσσςς...όλα καλά.» χαϊδεύει το σώμα της μαλακά. Η καρδιά του όμως ακόμα χτυπάει σαν τρελή από τον φόβο του. Και μόνο στη σκέψη να πάθει κάτι η όμορφη γυναίκα του, η Αυγή, ή το μωρό τρελαίνεται! Νιώθει πως θα τελειώσει η ζωή του την ίδια στιγμή.

«Τι θα έκανα αν δεν είχα εσένα;» η ερώτηση της κάνει την καρδιά του να σφιχτεί και τις ανάσες του να γίνουν πιο δύσκολες. Καταπίνει και κοιτάει το κενό.

«Το ίδιο αναρωτιέμαι κι εγώ για σένα, μωρό μου.» ψελλίζει, κρατώντας την κολλημένη πάνω του. Βολεύεται καλύτερα πάνω του και αφήνει μια ανάσα. Μένουν έτσι για λίγη ώρα.

Η Θάλεια, ζει τη ζωή της με τη, λανθασμένη, αντίληψη πως δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς τον Πέτρο. Είναι ένα αναπόσπαστο κομμάτι της που, αν το χάσει θα χαθεί.

Και κάπου εκεί, έρχεται (πάντα) η ζωή για να αποδείξει το αντίθετο: Ο μόνος που χρειάζεσαι για να παραμείνεις ζωντανός, είναι ο εαυτός σου.

Στον επάνω όροφο η Αυγή, καθισμένη στην μαύρη καρέκλα της κάνει κάτι ασκήσεις γραμματικής και συντακτικού, μιλώντας παράλληλα βιντεοκλήση με την Αλεξάνδρα.

Στ' αυτιά της έχει ακουστικά, όπως και η κοπέλα πίσω από την κάμερα, και συζητούν για ό,τι έχει γίνει αυτές τις δύο μέρες.

«Και τα κατάπιες;» ρωτάει γελώντας, μη πιστεύοντας όσα της λέει η κολλητή της. Εκείνη, με το βλέμμα στραμμένο στο σχολικό της τετράδιο, γνέφει θετικά μ' ένα ντροπαλό χαμόγελο.

«Ναι.» επιβεβαιώνει γελώντας κι αυτή πνιχτά. Της φαίνεται λογικό που η καλύτερη της φίλη γελάει νευρικά, εξάλλου τη μια μέρα έκλαιγε για το ακραίο σκηνικό που αντιμετώπισε και την άλλη περιγράφει λεπτομέρειες των προκαταρκτικών.

«Απίστευτο! Μεγαλώνουν τόσο γρήγορα...» μονολογεί, σκουπίζοντας υποτιθέμενα δάκρυα από το πρόσωπο της. Αυτό κάνει την κοπέλα να γελάσει ακόμα πιο δυνατά.

«Το ήθελα πολύ Άλεξ, αλήθεια.» παραδέχεται μ' ένα ερωτευμένο χαμόγελο και χτυπάει παλαμάκια ενθουσιασμένη.

«Χαίρομαι που είσαι καλά, όμως θέλω να προσέχεις. Το θαυμάζω που θέλει να κόψει τα ναρκωτικά, και μπράβο σου που θες να είσαι δίπλα του, αλλά μην υπερεκτιμήσεις τις δυνάμεις σου. Καλώς ή κακώς, τη βοήθεια που χρειάζεται δεν μπορεί να του την προσφέρει ένα ανήλικο, όσο κι αν το θέλει.» δεν χάνει χρόνο να τη συμβουλεύσει και το κάνει κοιτώντας την σοβαρή, κάτι που η κοπέλα δεν βλέπει γιατί γράφει. Το καταλαβαίνει όμως από τη φωνή της και είναι κάτι που η κοπέλα εκτιμάει πολύ.

Τα λόγια της, βέβαια, τη βάζουν σε σκέψεις. Αυτός, άλλωστε, είναι και ο σκοπός τους. Η Αλεξάνδρα στηρίζει την Αυγή σε ό,τι κάνει, μα δεν σταματά ποτέ να προσπαθεί να την κρατά προσγειωμένη.

«Μην ανησυχείς, ξέρω τι κάνω.»

'Δεν έχω ιδέα τι κάνω, Άλεξ. Και φοβάμαι· φοβάμαι πολύ.'

«Εν τω μεταξύ, άκυρο αλλά, σήμερα κάποιος μου άφησε πάνω στο θρανίο ένα ροζ χρυσάνθεμο!» αλλάζει θέμα. Την ενημερώνει σκεπτικά, στηρίζοντας τα γυαλιά υπερμετροπίας στο κόκαλο της μύτης, και γουρλώνει τα μάτια σαστισμένη.

«Τι; Ποιος;» μοιάζει τρομερά μπερδεμένη και σμίγει τα φρύδια με απορία.
«Και βασικά, από πού κι ως πού;» ξινίζει ελαφρά το πρόσωπο της, αλλά η Αυγή ξέρει πως αυτό συμβαίνει κάθε φορά που μπερδεύεται.

«Ναι, δεν ξέρω. Γενικά μια τρέλα αυτές τις μέρες.» της εξηγεί κλείνοντας, επιτέλους, το τετράδιο των αρχαίων. Τρίβει τα μάτια της, αφού πρώτα αφήσει τα γυαλιά στο γραφείο.
«Τέλος πάντων, πώς πάει με τον Βασίλη;» υψώνει το φρύδι και σταυρώνει τα χέρια κάτω από το στήθος.

Ο τρόπος που σκύβει το κεφάλι της ντροπαλά και περνάει μια τούφα πίσω από το αυτί, απλώς επιβεβαιώνει στη κοπέλα πως κάτι δεν πάει καλά. Δεν είναι εκείνη η ντροπή της ευχαρίστησης, αλλά η άλλη, η ενοχική. Αυτό είναι που την τρομάζει.

«Εε...όλα καλά.» ξεροβήχει και πιέζει τα χείλη της μεταξύ τους. Η Αυγή την κοιτάει δύσπιστα, ωστόσο δεν το συνεχίζει. Ξέρει πως δεν θα της πάρει κουβέντα. Αυτό την στεναχωρεί, αλλά έχει εμπιστοσύνη στην φίλη της.

«Μάλιστα. Εγώ, πάντως, είμαι εδώ ό,τι κι αν συμβεί.» υπενθυμίζει μ' ένα παιχνιδιάρικο ύφος και τα μάτια της Αλεξάνδρας βουρκώνουν. Την φρικάρει η στάση της.

«Το ξέρω, Αυγή μου. Ευχαριστώ.» χαμογελάει πλατιά και αναστενάζει, στηρίζοντας το πρόσωπο της στα χέρια της. Την αγριοκοιτάζει.

«Δεν θέλω να μ' ευχαριστείς, να είσαι καλά θέλω. Είσαι;» την πιέζει ελαφρά, δεν θέλει να το κάνει αυτό, αλλά ανησυχεί πολύ. Την ξέρει υπερβολικά καλά και έχει μάθει να ξεχωρίζει πια πότε είναι χαρούμενη και πότε όχι.

Παίρνει μια βαθιά ανάσα και χαμογελάει με σιγουριά που δεν διαθέτει πραγματικά.

«Είμαι.» ψελλίζει.
«Τέλος πάντων, πρέπει να κλείσω γιατί θέλω να κάνω μπάνιο και να ξαπλώσω νωρίς.» την ενημερώνει αφήνοντας ένα χασμουρητό, ενώ τεντώνει παράλληλα το σώμα της.

«Εντάξει αγάπη, θα τα πούμε αύριο τότε. Καληνύχτα.» της εύχεται και η κοπέλα ανταποδίδει, με την υπόσχεση φυσικά ότι θα μιλήσουν την επόμενη μέρα. Τερματίζουν την κλήση μέσα στα επόμενα δευτερόλεπτα.

Κοιτάει το κενό σκεπτικά και η καρδιά της τρέμει. Ξεφυσάει αγχωμένη.

'Μην υπερεκτιμήσεις τις δυνάμεις σου. Τη βοήθεια που χρειάζεται δεν μπορεί να του την προσφέρει ένα ανήλικο, όσο κι αν το θέλει.'

«Θα τα καταφέρω, ο κόσμος να χαλάσει.» υπόσχεται στον εαυτό της με πείσμα, σφίγγοντας ανάμεσα στα δάχτυλα της το στυλό.

Κι ο κόσμος, χάλασε.

(...)

Στεγνώνει τα μαλλιά της και βγάζει το μαύρο πιστολάκι από την πρίζα. Αφήνει ένα χασμουρητό. Τα κόκκινα μαλλιά της πέφτουν πια σε ένα συμπαθητικό σπαστό που της αρέσει, αλλά ξέρει ότι αύριο θα έχουν φριζάρει μέχρι αηδίας και θα πρέπει να τα ισιώνει.

Βάζει το κινητό της να φορτίζει και, φορώντας τις ζέστες πιτζάμες και κάλτσες της, πλησιάζει την ντουλάπα ώστε να βρει ρούχα για την επόμενη μέρα. Πάνω στην ώρα χτυπάει το κινητό της.

Ξεφυσάει κουρασμένη και πλησιάζει το κομοδίνο. Το κεφάλι της είναι καζάνι, όλη μέρα διάβαζε και έχει έναν τρελό πονοκέφαλο. Στην οθόνη της αναγράφεται το όνομα του αγαπημένου της, και το χαμόγελο της φωτίζει το λιλά και άσπρο δωμάτιο.

«Ναι;» η απαλή φωνή της γαργαλάει τ' αυτιά του και τον κάνει να χαμογελάσει αμέσως. Ακούγεται λες και την ξύπνησε, και αυτό ευθύνεται στην κούραση της. Παίρνει μια βαθιά ανάσα που την ανατριχιάζει.

«Γουρουνάκι μου, σε ξύπνησα;» ρωτάει με ενδιαφέρον. Δαγκώνει τα χείλη της στο παρατσούκλι της, όσο περνάει ο καιρός αποκτά μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά της.

«Όχι, όχι. Δεν έχω ξαπλώσει ακόμα. Τι κάνεις;» κάθεται αναπαυτικά στο κρεβάτι της και χαζεύει τα φωτάκια που είναι στολισμένα γύρω από το μαύρο κάγκελο του κρεβατιού της.

«Καλά είμαι. Να σου πω, μπορείς να βγεις; Είμαι στην πίσω αυλή.» της λέει, κοιτώντας το σκοτεινό σπίτι μπροστά του. Το χαμόγελο της πλαταίνει στα λόγια του και η καρδιά της χτυπάει σαν τρελή.

«Περίμενε, κατεβαίνω!» ενημερώνει και τερματίζει την κλήση. Πιάνει βιαστικά από την κρεμάστρα της το μαύρο μπουφάν και, αθόρυβα, βγαίνει από το δωμάτιο της.

Στο διπλανό δωμάτιο, βρίσκονται οι γονείς της. Η μητέρα της έχει αποκοιμηθεί από τις δέκα μετά την έντονη μέρα που έζησε, την οποία η Αυγή αγνοεί, και, δίπλα της, ο Πέτρος. Ξαπλωμένος κι εκείνος από νωρίς να την κοιτά μ' ένα μικρό χαμόγελο και νιώθοντας ευγνωμοσύνη που είναι καλά. Αυτό θα συνεχιστεί για το υπόλοιπο βράδυ, μέχρι και τις έξι το πρωί όπου θα αποκοιμηθεί κουρασμένος.

Η κοπέλα κατεβαίνει βιαστικά τις σκάλες και χώνεται στην κουζίνα, έτσι ώστε να βρεθεί στην πίσω πλευρά του σπιτιού της. Μόλις η πόρτα ανοίξει, εκείνος εμφανίζεται μπροστά της και την τραβάει στην αγκαλιά του.

Τα χείλη του επιτίθονται στα δικά της με λύσσα και την κρατά καλά κολλημένη πάνω του. Η γλώσσα του τραβάει τη δική της στο πάθος της στιγμής και χορεύουν με τις καρδιές τους να κρατούν το ρυθμό. Η γαζία τη ζαλίζει και την καλωσορίζει ευχάριστα στον κόσμο του.

Απομακρύνεται, μόλις ένα λεπτό αργότερα, και τρίβει τα χείλη του με τα δικά της. Ζεσταίνεται πολύ ξαφνικά, τα μάγουλα της έχουν κοκκινίσει και νιώθει πως η καρδιά της θα σταματήσει.

«Μου έλειψες.» ψιθυρίζει πάνω από το στόμα της. Τα μάτια του κλειστά, αντίκρυ στα δικά της, είναι έτοιμα ν' ανοίξουν και να την κοιτάξει για όσο χρόνο έχει.

Και το κάνει. Το καφέ βουτάει οικειοθελώς μέσα στο μαύρο, κι αυτό το δέχεται με χαρά. Πώς θα μπορούσε να μην το κάνει άλλωστε; Ποιος θα αρνιόταν τέτοιο δώρο;

«Και μένα.» παραδέχεται ντροπαλά. Κουρνιάζει περισσότερο στην αγκαλιά του, είναι ζεστή, απαλή. Το άρωμα της τη μαγεύει, μυρίζει Lucas και δεν είναι πια μόνο ένα πρόσωπο, αλλά ένα σωρό συναισθήματα που μέρα με τη μέρα χτίζονται σε κάτι βαθύ και δυνατό.

«Συγγνώμη που ήρθα έτσι ξαφνικά, απλώς δεν μιλήσαμε πολύ σήμερα και ένιωθα την ανάγκη να σε δω.» εκμυστηρεύεται, αφήνοντας ένα απαλό φιλάκι στο μέτωπο της. Η καρδιά της λιώνει.

«Καλά έκανες.» σφίγγει το κορμί του πάνω της και αισθάνεται ένα μικρό τρέμουλο που την ανησυχεί. Ναι, κάνει κρύο, αλλά όχι τόσο ώστε να τρέμει ο Lucas που κυκλοφορεί συνεχώς μόνο με το φούτερ και χωρίς ποτέ να παραπονιέται για τη χαμηλή θερμοκρασία.
«Γιατί τρέμεις; Κρυώνεις;» δεν κρατιέται και ρωτάει φωναχτά.

Εκείνος τα χάνει. Για ένα δευτερόλεπτο κομπλάρει και δεν ξέρει τι να της απαντήσει. Παίρνει το χρόνο του χαϊδεύοντας σιωπηλά τα μαλλιά της, ενώ το μύρτιλο που τον υπνωτίζει τον ηρεμεί.

«Όχι, μωρό μου. Δεν κρυώνω.» την καθησυχάζει, ωστόσο δεν απαντάει. Εκείνη όμως περιμένει υπομονετικά μια απάντηση που δεν έρχεται ποτέ. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν συνεχίζει τη συζήτηση. Κάθεται στην κούνια πιο δίπλα τους και τον κοιτάει με χαμόγελο, δίνοντας μια ελαφριά ώθηση στο κάθισμα. Την κοιτάει ερωτευμένος.
«Έλα εδώ.» ψελλίζει, χτυπώντας μαλακά το χέρι του στην κενή θέση δίπλα της. Υπνωτισμένος σχεδόν, την πλησιάζει και της χαρίζει το πιο γλυκό του βλέμμα.

Σκύβει αργά και τον φιλάει απαλά στα σαρκώδη χείλη του. Ο δυόσμος αναμιγνύεται με τον καπνό, ένας συνδυασμός που σκοτώνει, μα εκείνη δεν το βλέπει έτσι. Για την Αυγή είναι η πιο ωραία γεύση του κόσμου. Άλλωστε, και στη Χιονάτη δεν άρεσε το μήλο;

«Πώς περνούσες το χρόνο σου στην Ελλάδα; Τι έκανες όταν έβγαινες;» ανοίγει ένα θέμα όταν απομακρυνθούν και τον κοιτά σκεπτικά και νοσταλγικά.

«Χμμ...λοιπόν, πηγαίναμε συνήθης τ' απογεύματα στη θέα. Εγώ, η Αλεξάνδρα, η Ξένια, αργότερα ο Νίκος και πολύ αργότερα ο Βασίλης, το αγόρι της Άλεξ και...παίρναμε ένα ηχειάκι και βάζαμε μουσική. Κυρίως επιλέγαμε τραγούδια τα κορίτσια, κι ας έκαναν πως έφερναν αντίρρηση!» κάνει μια παύση γιατί γελάει στα λόγια της. Γελάει κι αυτή πιο συγκρατημένα.

«Και;» την παροτρύνει να συνεχίσει, καθώς τη σκουντάει ελαφρά.

«Καθόμασταν λοιπόν εκεί, παίρναμε αναψυκτικά, σποράκια και, φυσικά, πατατάκια και παρακολουθούσαμε τη δύση του ηλίου. Έπειτα, όταν έπεφτε ο ήλιος, κατεβαίναμε στο κέντρο, σκέψου ένα μισάωρο μακριά, και πηγαίναμε να φάμε στο καλύτερο μπεργκεράδικο της πόλης. Τρώγαμε, παίρναμε δυνάμεις και μετά πάλι βόλτες» σταματάει ξανά. Χαμογελάει κι ίδια σε αυτά που λέει, ωστόσο δεν τον κοιτάει πια.

Το βλέμμα της έχει χαθεί στον σκοτεινό ορίζοντα και το μυαλό της στις αναμνήσεις. Εκείνος το παρατηρεί.

«Ήμασταν ωραίο παρεάκι. Λίγο αταίριαστο, αλλά ωραίο και μετά...ήρθα εδώ.» ανασηκώνει τους ώμους και, επιτέλους, τον ευλογεί με τη ματιά της.

«Και είναι κακό αυτό;» κάνει παιχνιδιάρικα, πειράζοντας τη μύτη της. Του γελάει απαλά χτυπώντας για ακόμα μια φορά το χέρι του. Δεν απαντάει αμέσως, παίρνει το χρόνο της και πέφτει στην αγκαλιά του.

«Είναι ό,τι καλύτερο. Γιατί γνώρισα εσένα.» καταλήγει τελικά φιλώντας τον στο στέρνο. Τη σφίγγει ανάμεσα στα μπράτσα του και, σιωπηλά, ευχαριστεί τον Θεό, τη μοίρα, το σύμπαν ή ό,τι άλλο υπάρχει, που την έφερε στη ζωή του.

'Είμαι γαμημένα τυχερός που είσαι εδώ, γουρουνάκι μου. Ο πιο τυχερός απ' όλους.'

«Ήμουν σίγουρος, ωστόσο, ότι είσαι από τα άτομα που τους αρέσει να παρακολουθούν το ηλιοβασίλεμα.» σχολιάζει με υπερηφάνεια και κρατιέται με δυσκολία να μη γελάσει δυνατά.

«Να σου πω ένα μυστικό;» κάνει συνωμοτικά γυρίζοντας το κεφάλι της στα δεξιά ώστε να τον κοιτάει. Το ύφος της τον εξιτάρει υπερβολικά πολύ. Γνέφει θετικά.
«Προτιμώ να παρακολουθώ την ανατολή, κι όχι τη δύση.» ψιθυρίζει μ' ένα παιδικό βλέμμα που τον κάνει να την ερωτεύεται ξανά και ξανά.

«Τι;» κάνει ελαφρώς σαστισμένος.

«Ναι. Τα καλοκαίρια κυρίως, ή στις διακοπές των γιορτών, συνήθιζα να ξυπνάω πολύ νωρίς, ώστε να βλέπω τον ήλιο να ανατέλλει. Μερικές φορές δεν κοιμόμουν καθόλου και το έπαιρνα σερί. Είναι το πιο όμορφο θέαμα που έχω δει.» παραδέχεται, κλείνοντας μέχρι πάνω το μπουφάν της. Ρουφάει τη μύτη της και, παράλληλα, τρίβει τα χέρια της.

Όσο περνάει η ώρα το κρύο γίνεται όλο και πιο τσουχτερό, κάτι που την ανησυχεί. Αρρωσταίνει υπερβολικά εύκολα και, φέτος ειδικά, δεν πρέπει να κρυώσει και να χάσει μαθήματα.

«Δεν έχω παρατηρήσει ποτέ την ανατολή.» γελάει σιγανά όταν το λέει, όμως τα μάτια της που γουρλώνουν και το σοκ στο πρόσωπο της παρατείνουν και κάνουν πιο δυνατό το γέλιο του.

«Τι εννοείς δεν έχεις παρατηρήσει ποτέ την ανατολή;» τραβιέται από την αγκαλιά του και τον κοιτάει έτοιμη να γελάσει, πιστεύοντας ότι της κάνει πλάκα. Κάτι που, προφανώς, δεν συμβαίνει.

«Δεν έτυχε ποτέ. Έχω μείνει έξω ως το πρωί αλλά ποτέ δεν παρατήρησα την αλλαγή. Μόνο κάποια στιγμή συνειδητοποιούσα ότι δεν είναι πια βράδυ.» της εξηγεί, περνώντας τα χέρια του μέσα από τα μαλλιά του χαλαρά.

Ανασηκώνει τα φρύδια. Της φαίνεται τρομερά παράξενο. Τον κοιτάει σκεπτική κι έπειτα χαμογελάει περήφανη.

«Δεν πειράζει, για όλα υπάρχει μια πρώτη φορά. Μπορείς να είσαι το πρωί, επτά παρά εικοσιπέντε εδώ;» μιλάει γρήγορα και με ενθουσιασμό και τώρα είναι η σειρά του να γουρλώσει τα μάτια.

«Τόσο πρωί;» ρωτάει τρομοκρατημένος.
«Ούτε ο ήλιος δεν θα βγει ακόμα!» σχολιάζει χωρίς να έχει πιάσει ακόμα την ιδέα της.

«Αυτό είναι που θέλουμε. Λοιπόν, μπορείς;» είναι ανυπόμονη, κι αυτό φαίνεται στον τρόπο που κουνάει τα χέρια της στον αέρα και στα μάτια της που δεν φεύγουν από τα δικά του.

Της χαμογελάει μ' εκείνο το γνωστό του χαμόγελο.

'Σου χαλάω χατίρι;'

«Μπορώ.» δεν προλαβαίνει να ολοκληρώσει και πέφτει πάνω του φιλώντας τον διάσπαρτα παντού στο πρόσωπο του. Αυτός δεν χάνει ευκαιρία, τυλίγει τα χέρια του γύρω από τη μέση της και την φέρνει ακόμα πιο κοντά του.

'Μπορώ να κάνω τα πάντα για να χαμογελάς.' σκέφτεται σπρώχνοντας τη γλώσσα του στο στόμα της. Εκείνη, λες κι άκουσε τη σκέψη του χαμογέλασε πλατιά μέσα από το φιλί τους.

«Πρέπει να πάω πάνω.» ψελλίζει μόλις απομακρυνθούν. Με τα μάτια του κλειστά ακόμα, της περνάει μια τούφα πίσω από το αυτί και γνέφει θετικά. Η ζεστή του ανάσα χτυπάει με δύναμη το πρόσωπο της.

«Εντάξει.» απαντάει, αφήνοντας ακόμα ένα φιλάκι στα μικρά της χείλη. Ίσα-ίσα για να τη νιώσει πάλι.

«Καληνύχτα.» εύχεται. Δεν κουνάει από πάνω του, αυτό τον κάνει να χαμογελάσει κι άλλο. Και δεν προσπαθεί καν!

«Καληνύχτα.» τη μιμείται. Τον κοιτάει μαγεμένη, περνώντας τα δάχτυλα της πάνω από το πρόσωπο του. Μένει και χαϊδεύει για λίγο τους μαύρους κύκλους κάτω από τα βλέφαρα του. Αισθάνεται μια λατρεία για αυτούς, παρόλο που την πληγώνουν και μόνο στην όψη τους.

Τον φιλάει ξανά πεταχτά και σηκώνεται από την κούνια κατευθυνόμενη στην πόρτα της κουζίνας. Την ανοίγει σιγανά και κοντοστέκεται πλάτη σε αυτόν.

«Επτά παρά εικοσιπέντε να είσαι εδώ. Αν με στήσεις θα τσακωθούμε.» τον ενημερώνει με σοβαρή φωνή και χάνεται μέσα στο σπίτι της μ' ένα χαζό χαμόγελο.

Μένει να κοιτάει την κλείσει πλέον πόρτα χαμογελώντας κι αυτός στον εαυτό του. Χώνει τα χέρια στις τσέπες του και, στην απόλυτη σιωπή, φεύγει από το σπίτι της.

Όταν η κοπέλα ξαπλώσει στο κρεβάτι της, η καρδιά της χτυπάει σαν τρελή και το μόνιμο χαμόγελο στα χείλη της κάνει τα μάγουλα της να πίνουν. Κρύβει το κεφάλι της κάτω από το πάπλωμα και λίγη ώρα αργότερα την παίρνει ο ύπνος.

(...)

Η ώρα είναι έξι και τριάντα-δύο όταν ξεκλειδώνει σιγανά την πόρτα της κουζίνας και την ανοίξει. Απ' έξω, καθισμένος στην κούνια, ακριβώς εκεί που τον άφησε λίγες ώρες πριν, κάθεται ο Lucas.

Όταν την δει, αγουροξυπνημένη, με το πρόσωπο πρησμένο από τον ύπνο χαμογελάει γλυκά. Δεν ντρέπεται να εμφανιστεί μπροστά του άβαφη, ή αναμαλλιασμένη. Φορώντας πιτζάμες και τυλιγμένη με το μπουφάν της από το κρύο.

Τον τρελαίνει αυτό. Αναρωτιέται πώς γίνεται να δείχνει τόσο όμορφη, ενώ μόλις έχει σηκωθεί από το κρεβάτι.

«Καλημέρα.» η φωνή της είναι βραχνή και, κοιμισμένα σχεδόν, τυλίγει τα χέρια της γύρω από τον αυχένα του. Τον φιλάει απαλά.
«Ήρθες στην ώρα σου.» συνειδητοποιεί μ' ένα μικρό γελάκι.

«Καλημέρα. Στο υποσχέθηκα, γουρουνάκι.» την αγκαλιάζει περνώντας το ένα του χέρι στη μέση της και το άλλο στον αυχένα της, τρίβοντας τον αντίχειρα του στο λαιμό της.
«Λοιπόν, τι κάνουμε;» την ταρακουνάει παιδικά.

Γελάει απαλά στις κινήσεις του. Τα χαρακτηριστικά του είναι ελαφρώς κουρασμένα κι εκείνη το καταλαβαίνει, όμως δεν ξέρει γιατί. Η αλήθεια είναι ότι ο Lucas δεν κοιμήθηκε καθόλου όλο το βράδυ, απλά για να είναι σίγουρος ότι δεν θα την κάνει να περιμένει ούτε ένα λεπτό.

«Ακολούθησε με.» τον πιάνει από το χέρι και τον καθοδηγεί μέχρι τη σκάλα πιο δίπλα.

Περπατάει πίσω της και ανεβαίνουν βιαστικά στην άσπρη ταράτσα αμίλητοι. Πλησιάζουν προσεκτικά και με ελαφριά βήματα στην άκρη και η κοπέλα στηρίζει το σώμα της στο κάγκελο.

«Τι περιμέν-» κάνει διστακτικά.

«Σσςς! Κοίτα!» τον διακόπτει και με τον δείκτη της του δείχνει τον ορίζοντα μπροστά. Γυρίζει το κεφάλι του ξεφυσώντας και χαζεύει για λίγο στο θέαμα.

Οι πρώτες αχτίδες φωτός ζωγραφίζουν πάνω στο μπλε τ' ουρανού, ανακοινώνοντας σιωπηλά τον ερχομό της μέρας. Το θέαμα είναι το λιγότερο συγκλονιστικό.

Στρέφει την προσοχή του πάνω της. Τα μάτια της που λάμπουν, το πλατύ χαμόγελο της, ο τρόπος που δείχνει ευτυχισμένη με κάτι τόσο απλό λύνουν τη γλώσσα του και σχεδόν εκπλήσσεται κι ο ίδιος όταν ακούσει τη φωνή του.

«Είμαι ερωτευμένος μαζί σου.» εξομολογείται με σταθερή φωνή που της κόβει τα γόνατα.

Γυρίζει αστραπιαία και το βλέμμα της συναντάει το δικό του. Μαύρο ρουφάει αχόρταγα το καφέ, που του παραδίνεται χωρίς δεύτερες σκέψεις.

«Τι;» η φωνή της σβήνει. Εγκλωβίζει το πρόσωπο της στα χέρια του και καρφώνει τη ματιά του στη δική της. Δεν χορταίνει να την κοιτάει.

«Είμαι ερωτευμένος μαζί σου.» επαναλαμβάνει λίγο πριν την φιλήσει δυνατά. Δεν του αντιστέκεται, αντίθετα κρατιέται από πάνω του λες και τα πόδια της δεν την βαστούν.

Η καρδιά της χτυπάει σαν τρελή και όσο τα λόγια του παίζουν ξανά και ξανά στο μυαλό της, τόσο περισσότερο του ορμάει. Είναι ακριβώς αυτό που χρειάζεται να ακούσει και χαίρεται πολύ. Απομακρύνεται αργά.

«Κι εγώ είμαι ερωτευμένη μαζί σου.» ψιθυρίζει για πρώτη φορά. Και η δική του καρδιά επιταχύνει. Αισθάνεται ευλογημένος που μια κοπέλα σαν την Αυγή νιώθει έτσι για εκείνον.

Μένουν αγκαλιασμένοι, μ' έναν έρωτα τρελό ανάμεσα τους. Έναν έρωτα που μπορεί είτε να τους κάψει, είτε να τους εξυψώσει. Κανένας από τους δύο δεν τραβάει το βλέμμα του από τον άλλον.

Ο ήλιος ανέτειλε, όμως κανένας δεν είδε το φως του να στολίζει αργά τον ουρανό της Νέας Υόρκης. Είναι πολύ απασχολημένοι να χαμογελούν σαν παιδιά.

Γιατί το πραγματικό φως, μόλις γεννήθηκε.
























-Δέσπ🐥

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro