Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

28. Ουδείς αναντικατάστατος.

~Μητρότητα: όλη η αγάπη αρχίζει και τελειώνει εκεί.~

Robert Browning, 1812-1889, Βρετανός ποιητής.

Τριτοπρόσωπη αφήγηση.

Τελειώνει στο προφυλακτικό, όσο βρίσκεται ακόμη μέσα της, και αναστενάζει. Η κοπέλα, που έχει τελειώσει ήδη ένα λεπτό, προσπαθεί να βρει τις ανάσες της και να συντονίσει μαζί τους, τους χτύπους της καρδιάς της.

Πέφτει στο στήθος της λαχανισμένος και του χαϊδεύει αφηρημένα τα μαλλιά. Η Melisa κοιτάει το ταβάνι μ' ένα αχνό χαμόγελο και, ξαφνικά, ο κόσμος δείχνει πιο όμορφος στα μάτια της. Είχε πέντε μήνες να κάνει σεξ, από τότε δηλαδή που χώρισε με τον Alex και, όλο αυτό, ήταν κάτι που το χρειαζόταν.

«Ουαου.» ψελλίζει μαγεμένη. Ο Paul, ξαπλωμένος ακόμα στο στήθος της, γελάει παρασέρνοντας ελαφρά κι εκείνη. Το περίμενε ένα χρόνο αυτό.

Σηκώνει το βλέμμα του και την κοιτάει χαμογελαστός. Σκύβει ελαφρά και φιλάει τα χείλη της, εκείνη δίχως δεύτερη σκέψη ανταποκρίνεται με πάθος. Μακράν το καλύτερο σεξ που έχει κάνει. Πέφτει δίπλα της και κοιτάζει κι αυτός για λίγο το ταβάνι, μ' ένα χαμόγελο που δεν λέει να φύγει από τα χείλη του.

Η Melisa σηκώνεται, γυμνή ακόμα, και πλησιάζει την ντουλάπα, απέναντι από το κρεβάτι της. Ο άνδρας, βλέποντας το πίσω μέρος του κορμιού της, νιώθει να ανάβει και πάλι.

«Και...τώρα;» κάνει την ερώτηση που τον καίει, βγάζοντας και πετώντας στον κάδο δίπλα του το προφυλακτικό. Γυρίζει το κεφάλι της και τον κοιτάει αινιγματικά, έχοντας ακόμα τα χέρια της στο ράφι με τις πιτζάμες.

«Τι τώρα;» η καθαρή της απορία τον τρελαίνει, γιατί όντως δεν καταλαβαίνει. Παίρνει μια ανάσα αγχωμένος και τα χέρια του ιδρώνουν. Ανασηκώνεται και στηρίζει την πλάτη του στο προσκέφαλο του κρεβατιού.

«Πώς θα συνεχίσουμε...μετά από αυτό;» νιώθει άβολα με αυτή τη συζήτηση, σε αντίθεση με εκείνη που είναι τρομερά άνετη. Αυτό μόνο ενέτεινε τη νευρικότητα του. Του γελάει ελαφρά και γυρίζει την προσοχή της και πάλι στην ντουλάπα.

«Τι ερώτηση είναι αυτή;» γελάει δυνατά πια και τον πλησιάζει, αφού πρώτα αφήσει ένα ζευγάρι ζέστες πιτζάμες στο κάτω μέρος του κρεβατιού. Χαϊδεύει τρυφερά το μάγουλο του.
«Μη φοβάσαι, Paul μου. Δεν θα αλλάξει τίποτα ανάμεσα μας, θα συνεχίσουμε να είμαστε όπως πριν. Δύο καλοί φίλοι.» τον καθησυχάζει.

Το χαμόγελο του πέφτει κατακόρυφα. Ξεροκαταπίνει κι όταν καταλαβαίνει ότι καρφώνεται, βήχει ελαφρά και χαμογελάει ψεύτικα. Η καρδιά του βουλιάζει στο στήθος του.

«Δηλαδή...δεν υπάρχει τίποτα παραπάνω μεταξύ μας.» δεν μπορεί να κρύψει την απογοήτευση του, κι αυτό φαίνεται στον τρόπο που σκύβει το κεφάλι με ένα πικρό χαμόγελο. Η Melisa το παρατηρεί.

Παίρνει μια ανάσα και κάθεται πάνω του, περνώντας τα πόδια της δεξιά κι αριστερά του. Την κοιτάει και πάλι κάπως έκπληκτος και η καρδιά του χάνει έναν χτύπο, όταν τυλίγει τα χέρια της γύρω από τον αυχένα του. Μπλέκει κι αυτός τα δικά του στη μέση της.

«Δεν θέλω σχέση, το ξέρεις. Αναγνωρίζω την έλξη που υπάρχει ανάμεσα μας, και τη χημεία που έχουμε στο κρεβάτι. Με τρελαίνει η καύλα που μου προσφέρεις, όμως δεν θέλω να σου δώσω ψεύτικες ελπίδες, αλλά ούτε και να σε χάσω από την ζωή μου.» δεν σπάει την οπτική επαφή όσο του ξεκαθαρίζει τη θέση της. Με τα δάχτυλα της κάνει απαλό μασάζ στο κεφάλι του, ώστε να τον χαλαρώσει. Δεν πετυχαίνει.

«Άρα;...» δεν καταλαβαίνει. Δεν θέλει και να καταλάβει. Όσο και να μη θέλει να το παραδεχτεί, τον πληγώνει που δεν θέλει να κάνουν σχέση.

«Μου αρέσει να περνάω καλά.» δηλώνει χωρίς περιστροφές ανασηκώνοντας τους ώμους και ο Paul σφίγγει τα δόντια στην κενή χροιά της. Το ίδιο κενή, ωστόσο, είναι και η έκφραση της.

Τη σπρώχνει μαλακά από πάνω του και σηκώνεται από το κρεβάτι της. Περπατάει κάπως νευρικά, όμως το βήμα του δεν κρύβει θυμό, αλλά απογοήτευση. Εκείνη, μένει στο στρώμα, ανάμεσα στα σεντόνια, να τον κοιτά με μια πρωτοφανή ηρεμία.

«Κατάλαβα.» σχεδόν ξεφυσάει, περνώντας τα χέρια του μέσα από τα μαλλιά του. Αισθάνεται ενοχές που του χάλασε τη διάθεση, όμως δεν θέλει να τον παραπλανήσει. Σε αυτή την περίοδο της ζωής της θέλει, αν έχει κάτι, να είναι μόνο σεξ. Ακόμα κι αν δεν της το προσφέρει αυτός.

Με ένα τίναγμα του καρπού, φέρνει όλα τα μαλλιά στ' αριστερά του προσώπου της και σέρνει αργά τη γλώσσα της στο πάνω χείλος της. Σηκώνεται από το κρεβάτι και τον πλησιάζει με άνεση. Ξεκουράζει τα χέρια της στο στέρνο του και του χαμογελάει.

«Μπορούμε να κάνουμε και σαν να μην έγινε ποτέ, αν το θες.» προτείνει μ' ένα μικρό γελάκι. Γελάει κι αυτός στα λόγια της και την τραβάει στην αγκαλιά του σφιχτά, κλείνοντας σφιχτά τα μάτια του.

Ανταποδίδει. Είναι όμορφο μέρος η αγκαλιά του, την κάνει να αισθάνεται άνετα. Στην τελική, ο γυμνός άνδρας μπροστά της δεν είναι άλλος από τον καλύτερο της φίλο. Τα γυμνά τους κορμιά και ό,τι προηγήθηκε, δεν το αλλάζει αυτό. Όχι για εκείνη, τουλάχιστον.

«Λοιπόν;» τον κουνάει παιχνιδιάρικα, χωμένη στην αγκαλιά του ακόμα. Απομακρύνεται και την κοιτάει στα μάτια, ενώ της περνάει μια τούφα πίσω από το αυτί.

'Δεν έχω κάτι να σκεφτώ, μωρό μου.'

Τη βουτάει από τον αυχένα και χωρίς καθυστέρηση, χώνει τη γλώσσα του στο στόμα της. Οριακά εκπλήσσεται, μα δεν το ψάχνει. Πέφτει κι αυτή με τα μούτρα στο φιλί του.

Την παρασέρνει μέχρι το κρεβάτι, όπου και τη ρίχνει. Αναφωνεί από την έκπληξη και γελάει δυνατά· τον μαγεύει το γέλιο της. Είναι ο πιο όμορφος ήχος του κόσμου.

Ανοίγει τα πόδια της με γρήγορες κινήσεις και σπρώχνει τον εαυτό του μέσα της, απότομα. Αναστενάζει και δαγκώνει τα χείλη με απόλαυση, στο ωμό συναίσθημα που, απλόχερα, της προσφέρει.

Χωμένος ακόμη μέσα της βαθιά, σκύβει και κολλάει το μέτωπο του στο δικό της. Τα πόδια της είναι τυλιγμένα σφιχτά γύρω από την μέση του.

«Μάθε μωρό μου...» κάνει μια παύση και τραβιέται αισθητά. Κλαψουρίζει ελάχιστα, όμως το χέρι του που γραπώνει τα σπαστά μαλλιά της ανεβάζει απότομα τη θερμοκρασία στο σώμα της.
«...ότι δεν τα παρατάω ποτέ τόσο εύκολα.» η διείσδυση αυτή τη φορά είναι ακόμα πιο δυνατή από πριν.

Πιέζει τα νύχια της στα μπράτσα του και κάνει τη μέση της τόξο. Η χημεία; Απίστευτη! Η καύλα; Αδιανόητη! Αναρωτιέται, σχεδόν, γιατί δεν τον έριξε νωρίτερα στο κρεβάτι.

Ανασηκώνει το κορμί της και φέρνει τα χείλη της μια ανάσα από τα δικά του. Χαμογελάει αλαζονικά, όσο τον δέχεται μέσα της με χαρά.

«Γι'αυτό μ' αρέσεις!» τον φιλάει με πάθος και τον αφήνει να την παρασύρει στα μονοπάτια της ηδονής.

(...)

Αυγή.

«Πώς πέρασες με τον τυπά εχθές;» ρωτάει ο Λευτέρης με ενδιαφέρον και κρύβω το χαμόγελο μου, δαγκώνοντας μια μπουκιά από το τοστ μου, στη θύμηση όλων όσων έζησα.

Καθόμαστε σε ένα πέτρινο παγκάκι στην πίσω πλευρά του σχολείου και απολαμβάνουμε το δεκάλεπτο διάλειμμα. Η Εύη έχει απλώσει τα πόδια της πάνω μου, ενώ το κεφάλι της βρίσκεται στα ψηλά πόδια του ξανθού φίλου μας. Ο Αλέκος, από την άλλη, στέκεται όρθιος μπροστά μου και μου κρύβει τον ήλιο.

Αδερφός.

«Τέλεια.» ψελλίζω ντροπαλά, κι από το πονηρό βλέμμα της Εύης καταλαβαίνω πως χαμογελούν μέχρι και τα μάτια μου. Μην καρφώνεσαι, Αυγή.

«Πάντως βρε παιδί μου, τι ωραίος που είναι!» σχολιάζει η διπλανή μου, με την ανάστροφο της παλάμης της ν' αγγίζει το μέτωπο της. Τα μάγουλα μου κοκκινίζουν. Δεν έχεις ιδέα.
«Σου βγάζει κάτι...επικίνδυνο!» προσθέτει σκεπτικά και καταπίνω αργά, ξεροβήχοντας. Σκύβω το κεφάλι.

Γι'αυτό κι αν δεν έχεις ιδέα.

«Ρε φίλε, ατυχία! Μόνο εγώ δεν τον είδα τον τύπο!» γκρινιάζει ο Αλέκος χτυπώντας παιδικά το πόδι του στο έδαφος και γελάμε ελαφρά.

«Εε, εντάξει τώρα..ένας απλός άνθρωπος είναι.» περνάω μια τούφα πίσω από το αυτί μου, μ' ένα αμήχανο χαμόγελο. Νιώθω ότι θέλω να γελάσω στην πρόταση μου, καθώς ούτε εγώ η ίδια δεν το πιστεύω αυτό, αλλά αισθάνομαι άβολα με όλη αυτή προσοχή που δίνουν στα προσωπικά μου.

«Σας είπα ότι τα Χριστούγεννα θα πάω Λονδίνο με τους δικούς μου;» ο Λευτέρης, που καταλαβαίνει ότι ντρέπομαι, αλλάζει θέμα τραβώντας την προσοχή της παρέας και συνεχίζουν να μιλάνε περί ανέμων και υδάτων.

Εγώ επικεντρώνω την προσοχή μου στο τοστ. Το κουδούνι που χτυπάει, δυνατά και με εκνευριστική διάρκεια, σηματοδοτεί τη λήξη του δεύτερου διαλείμματος και δυσανασχετώ ταυτόχρονα με την παρέα μου.

«Ποιος κάνει κοινωνιολογία τώρα...» μουρμουρίζει ο Λευτέρης και η Εύη συμφωνεί κλαψουρίζοντας, όσο ανεβαίνουμε τις σκάλες για να μπούμε στο κίτρινο κτήριο. Ο Αλέκος που είναι οικονομικά, απλώς γελάει.

«Εγώ έχω πληροφορική. Τα λέμε μετά.» μας αποχαιρετά με χαμόγελο και χάνεται στο πλήθος.

Συνεχίζουμε την πορεία μας μέχρι την τάξη κι όταν μπούμε και φτάσω στο θρανίο μου, κοκαλώνω. Ένα χαριτωμένο ροζ χρυσάνθεμο είναι απλωμένο πάνω στα τετράδια μου, ομορφαίνοντας το οπτικό μου πεδίο.

Το πράσινο κοτσάνι του είναι πολύ λεπτό, ενώ τα πέταλα του είναι ελαφρώς κλειστά, λόγω του μήνα στον οποίο βρισκόμαστε. Φαίνεται οριακά εύθραυστο, κι αυτό είναι κάτι που κάνει την καρδιά μου να τρέμει.

«Τι στο καλό;» κάνω σαστισμένη, πιάνοντας το ευλαβικά στα χέρια μου. Το κοιτώ μαγεμένη· είναι πανέμορφο.

«Τι είναι αυτό;» η διπλανή μου, πιο μπερδεμένη από ποτέ, έχει φέρει το πρόσωπο της πολύ κοντά στο λουλούδι. Στερεώνει καλύτερα τα στρογγυλά γυαλιά στο πρόσωπο της κι έπειτα περνάει το χέρι της μέσα από τα κοντά μαύρα μαλλιά της.

«Ροζ χρυσάνθεμο!» ο Λευτέρης, το ίδιο αποσβολωμένος με εμάς, της εξηγεί. Το κοιτάει κι αυτός κάπως έκπληκτος.

«Δεν καταλαβαίνω...» ψελλίζω, χωρίς να πάρω τα μάτια μου από το πανέμορφο λουλούδι. Περνάω νευρικά μια τούφα πίσω από το αυτί μου, προσπαθώντας να σκεφτώ ποιος μου το άφησε.

Ο Lucas, πάντως, αποκλείεται να είναι.

«Παιδιά, να ρωτήσω, είδατε μήπως ποιος άφησε αυτό τώρα στο διάλειμμα;» ο ξανθός φίλος μου, ρωτάει δυνατά κι ένας καταιγισμός από "όχι", "δεν ήμασταν εδώ" και αρνητικά νεύματα γεμίζουν την αίθουσα.

Ξεφυσάω και δαγκώνω το κάτω χείλος μου. Το ροζ του χρώμα φαίνεται τρομερά χαρούμενο μπροστά στη μαύρη μπλούζα που φοράω, κι όσο πιο πολύ το βλέπω, τόσο περισσότερο το ερωτεύομαι.

«Μήπως είναι ο τύπ-»

«Όχι! Αποκλείεται να είναι ο Lucas.» τον διακόπτω και αρνούμαι κατηγορηματικά, πριν προλάβει να το πει. Παίρνει μια ανάσα και φαίνεται πως σκέφτεσαι, ώστε να βρει ποιος κρύβεται πίσω απ την αποστολή του λουλουδιού.

«Τότε...» η κοπέλα δίπλα μου κάνει μια παύση και χαμογελάει πλατιά και πονηρά. Της κάνω νόημα με το κεφάλι μου να συνεχίσει.
«Η Αυγή έχει κρυφό θαυμαστή.» τραβάει τα φωνήεντα και κουνάει τα φρύδια παιχνιδιάρικα.

Γουρλώνω τα μάτια και για λίγο μόνο την κοιτάω. Εν τέλει γελάω νευρικά. Όσο περνάνε τα δευτερόλεπτα τόσο περισσότερο γελάω.

«Καλό, πολύ καλό.» την επαινώ ενώ χτυπάω παλαμάκια, γελώντας ακόμα, και κουνάει το κεφάλι αποδικιμαστικά.

«Βαρετό.» σχολιάζει ο Λευτέρης, ξινίζοντας ελαφρά. Ανασηκώνει τους ώμους και κάθεται στη θέση του. Αναφωνούμε σοκαρισμένες στα λόγια του.

«Τι;» κάνουμε ταυτόχρονα, ξαφνιασμένες. Γελάει ελαφρά.

«Αν κάποιος θέλει να σου τραβήξει το ενδιαφέρον μπορεί να το κάνει με τόσους τρόπους, δεν ήταν ανάγκη να σου αφήσει λουλούδι.» υποστηρίζει και πιέζω τα χείλη σ' ένα ειρωνικό χαμόγελο. Σταυρώνω τα χέρια κάτω από το στήθος.

«Εγώ το βρίσκω ρομαντικό, και μπράβο του που το προσπάθησε.» του γυρίζω πλάτη και κάθομαι στην καρέκλα μου, τινάζοντας με χάρη τα μαλλιά μου απευθείας μέσα στο πρόσωπο του.

Δεν προλαβαίνει να μου απαντήσει, γιατί στην αίθουσα μπαίνει η queen που μας κάνει κοινωνιολογία και όλοι σταματούν στον ήχο των τακουνιών και στην καλοδιατηρημένη σιλουέτα της.

(...)

Τριτοπρόσωπη αφήγηση.

«Μα όταν ειμ' αγάπη μου μαζί σου στην αυλή του παραδείσου, κάπου ανάμεσα στ' αστέρια, στη φωλιά απ' τα δυο σου χέρια. Και κουρνιάζω σαν σπουργίτι, τίποτ' άλλο δε μου λείπει, τίποτ' άλλο δε ζητάω, θεέ μου πόσο σ' αγαπάω! Και τα βλέφαρά μου κλείνω και προσεύχομαι να μείνω για πάντα εδώ!» η Θάλεια, φορώντας μια μαύρη φόρμα κι ένα γκρι πουλοβεράκι και, κρατώντας στα χέρια της τρεις πετσέτες χεριών για το wc στον κάτω όρο, κατεβαίνει στο σαλόνι κουνώντας το κορμί της χαλαρά στο ρυθμό του κομματιού.

Συνεχίζει να μουρμουρίζει τους στίχους του τραγουδιού, απολαμβάνοντας την ησυχία του χώρου. Ωστόσο, τα πράγματα παύουν να είναι ήρεμα όταν, στο δεύτερο σκαλί από το τέλος, το αριστερό της παπούτσι γλιστράει, χάνει την ισορροπία της και πέφτει στο έδαφος.

Μια κραυγή φεύγει από χείλη της μόλις έρθει σε επαφή με το καθαρό πλακάκι και η πρώτη της σκέψη είναι να χαρεί που δεν προσγειώθηκε με την κοιλιά, μα ο πόνος που την τρυπά λίγα δευτερόλεπτα αργότερα την τρομοκρατεί και της κόβει την ανάσα.

«Πέτρο...» ψελλίζει, ωστόσο, συνειδητοποιεί πως στο σπίτι είναι εντελώς μόνη της. Αφήνει μια τρεμάμενη ανάσα και τα μάτια της βουρκώνουν. Η απελπισία την διαπερνά όπως το φως μέσα από τα ανοιχτά πατζούρια.

Κοιτάει γύρω ψάχνοντας το κινητό της, αλλά το μόνο που βλέπει είναι οι τρεις κόκκινες πετσέτες που έχουν σκορπιστεί στο πάτωμα.

Παίρνει μια βαθιά ανάσα και προσπαθεί να σηκωθεί. Ο πόνος στην κοιλιά που μεγαλώνει την καθηλώνει στη θέση της, και προσεύχεται σιωπηλά όλο αυτό να είναι αποτέλεσμα του φόβου της. Σέρνεται, λοιπόν, μέχρι το τραπεζάκι του σαλονιού και πιάνει το κινητό της.

Για λίγο δεν ξέρει ποιον να ειδοποιήσει. Ο Πέτρος θα φρικάρει, η Αυγή δεν υπάρχει καν σαν επιλογή και ο πόνος στην κοιλιά ολοένα και μεγαλώνει. Και τότε της έρχεται η ιδέα.

Παίρνει βαθιές ανάσες, με το ένα χέρι χαϊδεύει την κοιλίτσα της και με το άλλο πληκτρολογεί όσο πιο γρήγορα μπορεί τον αριθμό της.

«Είναι όλα καλά, μικράκι. Η μαμά δεν σ' αφήνει. Για κανέναν λόγο δεν θα σε αφήσει να φύγεις.» μιλάει στο φουσκωματάκι, περιμένοντας η κλήση της να απαντηθεί.

Όταν δεν το σηκώσει ξανά προσπαθεί. Η καρδιά της τρέμει, τα μάτια της έχουν βουρκώσει και οι ανάσες, ξαφνικά, δεν της φτάνουν. Λες και πεθαίνει.

«Έλα, Θάλεια μου! Τι-» η σωτηρία της απαντάει και γελάει νευρικά πριν αφήσει έναν λυγμό. Νιώθει ότι θα καταρρεύσει.

«Σε χρειάζομαι!» τη διακόπτει βιαστικά, πριν ξεσπάσει σε κλάματα.

(...)

«Άκου.» η Debbie προστάζει με απαλή φωνή και πατάει ένα κουμπί. Αμέσως μετά η καρδούλα του μωρού, που χτυπά τουλάχιστον δύο φορές γρηγορότερα από τη δική της, ακούγεται μέσα στο δωμάτιο.

Αφήνει μια ανάσα και δύο δάκρυα ανακούφισης κυλούν στα μάγουλα της. Το πρόσωπο της λάμπει και το χαμόγελο της κάνει και την φίλη της να χαμογελάσει. Η καρδιά της αυξάνει ρυθμούς και κάτι μέσα της αγαλλιάζει.

«Τρόμαξα τόσο πολύ, Debbie. Αλήθεια.» παραδέχεται και πνιγεί έναν λυγμό. Η γυναίκα της χαϊδεύει τα μαλλιά με κατανόηση, ενώ της δίνει λίγο χαρτί για να σκουπίσει το τζελ από την κοιλιά της.

«Είσαι τυχερή που γλίστρησες στο προτελευταίο σκαλί, κι όχι από πιο ψηλά. Ειλικρινά σου μιλάω, μόνο από θαύμα θα κατάφερνες να το κρατήσεις.» της μιλάει με κάθε ειλικρίνεια και τα λόγια της την κάνουν να σφίξει τα μάτια, προσπαθώντας να κρατήσει τα δάκρυα μέσα.

Ξεροβήχει και περνάει το χέρι της μέσα από τα μαλλιά της. Ούτε που κατάλαβε πως από 'κει που κατέβαινε στο σαλόνι, προσγειώθηκε απότομα στο έδαφος. Ο χρόνος σταμάτησε όταν ένιωσε πόνο στην κοιλιά και ένιωσε ν' απελπίζεται όταν συνειδητοποίησε ότι ήταν ολομόναχη στο σπίτι.

«Το ξέρω, Χριστέ μου...το ξέρω.» ψελλίζει και χαϊδεύει την κοιλιά της απαλά και τρυφερά. Σηκώνεται προσεκτικά και, κατεβάζοντας την πλεκτή μπλούζα της, πλησιάζει και κάθεται στην καρέκλα μπροστά από το καφέ γραφείο της Debbie.

«Ας μην το σκεφτόμαστε τώρα. Αυτό που προέχει είναι να ηρεμήσεις, να κάνουμε τις προγεννητικές εξετάσεις κι όλα θα πάνε καλά.» προσπαθεί να την καθησυχάσει, σημειώνοντας κάτι στον φάκελο της.

Την ακούει που ξεφυσάει και σηκώνει το κεφάλι της από τα χαρτιά, ώστε να την κοιτάξει. Το κεφάλι της είναι στραμμένο στο πλάι και τα κατακόκκινα μάτια της προδίδουν ότι κάτι τη φοβίζει.

«Θάλεια μου, τι συμβαίνει;» σμίγει τα φρύδια μπερδεμένη και σηκώνεται από την καρέκλα της για να κάτσει δίπλα στην Ελληνίδα φίλη της. Εγκλωβίζει το χέρι της στα δύο δικά της και της χαμογελάει, περιμένοντας υπομονετικά ν' ακούσει.

«Φοβάμαι...ξέρω ότι...η ηλικία μου κρύβει κινδύνους. Τα ποσοστά για διαταραχές και γενετικές ανωμαλίες από τα τριάντα-πέντε και μετά είναι μεγάλα! Το ήξερες ότι ο κίνδυνος χρωμοσωμικών ανωμαλιών υπερδιπλασιάζεται μεταξύ τριάντα-οκτώ και σαράντα-δυο ετών; Των αποβολών, το ίδιο! Μια στις δύο γυναίκες αποβάλλει... Για να μην αναφερθώ στο ποσοστό θνησιμότητας των γυναικ-» την πιάνει τρελά κι αρχίζει να παραληρεί, εκφράζοντας φόβους που, στον σύζυγο και την κόρη της, ούτε που διανοείται να πει.

«Εειιι, κοπελιά! Φρένο!» τη διακόπτει χτυπώντας παλαμάκια. Σταματάει τη φλυαρία της και την κοιτά με παράπονο.
«Πάρε πρώτα μια βαθιά ανάσα.» την καθοδηγεί και μαζί της εισπνέει κι αυτή. Αυτό συνεχίζεται για μερικά λεπτά ακόμα, ώσπου η καρδιά της επιστρέφει στα φυσιολογικά της.
«Καλύτερα;»

«Καλύτερα.» ψιθυρίζει, εμφανώς πιο ήρεμη, με μάτια κλειστά.

«Ωραία. Άκουσε με τώρα.» κάνει μια παύση και της τρίβει το χέρι προκειμένου να της δώσει δύναμη και σιγουριά.
«Ναι, τα ξέρω τα ποσοστά. Και σαν γυναίκα θα φοβόμουν και εγώ, αλλά μην ξεχνάς πως είμαι η γυναικολόγος σου κι αν έβλεπα κάτι ανησυχητικό στις εξετάσεις θα σου το έλεγα. Και προφανώς να μην αναφερθείς στο ποσοστό θνησιμότητας των γυναικών που βρίσκονται σε ενδιαφέρουσα. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να το κάνεις! Γυναίκες στην ηλικία σου, και πιο μεγάλες, και μια χαρά τα καταφέρνουν! Κυλούν όλα φυσιολογικά Θάλεια μου, μην ανησυχείς.» οι λέξεις της αποτυπώνονται στο μυαλό της και λειτουργούν σαν ηρεμιστικό.

«Έχεις δίκιο...» ξεφυσάει και η συνομιλήτρια της χαμογελάει γλυκά.
«Θέλω όμως να μου υποσχεθεί κάτι.» προσθέτει και μορφάζει στο άκουσμα των λέξεων της.

«Ωχ.» ψελλίζει κι ανακάθεται άβολα στην μαύρη, κατά τ' άλλα αναπαυτική, καρέκλα.

«Θέλω να μου υποσχεθείς πως...αν πάθω κάτι και, δεν ξέρω, ίσως υπάρξει κάποια μοιραία επιπλοκή...θέλω να μου υποσχεθεί τώρα πως αν κινδυνεύσει το μωρό, ή εγώ, θα κάνεις τα πάντα για να σώσεις εκείνο. Κι αν εν τέλει δεν τα καταφέρω, θέλω να προσέχεις την οικογένεια μου. Το μικρό, την Αυγή μου και τον Πέτρο.» ζητάει με χαμηλή φωνή και βάζει επιτόπου τα κλάματα. Μπορεί να μην τραντάζεται και να μην έχει λυγμούς, μα τα δάκρυα που κυλούν σαν ποτάμια στα μάγουλα της δηλώνουν την εύθραυστη ψυχολογία της.

Η Debbie ξεροκαταπίνει και τα μάτια της βουρκώνουν. Δεν αντέχει ούτε στη σκέψη ότι η καλύτερη της φίλη θα πάθει κάτι, πόσο μάλλον τόσο νέα! Θέλει να κουλουριαστεί και να κλάψει στην αγκαλιά της. Νιώθει δέος μπροστά στη δύναμη της, κι ας αισθάνεται ευάλωτη αυτή τη στιγμή.

«Θάλεια, τι-»

«Υποσχέσου πως θα της σταθείς σαν μάνα της.» πιέζει νευρικά κι ένας λυγμός την πνιγεί. Η πρώτη της έννοια είναι η Αυγή. Πάντα αυτή θα είναι· αυτή και το μωρό που έρχεται. Ο γνωστός κόμπος εμφανίζεται και πρήζεται και στον δικό της λαιμό. Θέλει να κλάψει κι αυτή πολύ, μα δεν λυγίζει. Κουνάει το κεφάλι θετικά.

«Εντάξει.» εν τέλει συμφωνεί, τραβώντας ελαφρώς τα σγουρά μαλλιά της. Η Ελληνίδα πέφτει στην αγκαλιά της και την σφίγγει απαλά.

Η Θάλεια φοβάται. Και φοβάται πολύ, παρόλο που το παίζει χαλαρή και ήρεμη στην οικογένεια της. Το μικρό της ατύχημα όμως, σχεδόν την τρομοκράτησε! Της αρέσει η ζωή της, μα δεν βάζει τίποτα πάνω από τα παιδιά της.

«Κανείς δεν μπορεί να σε αντικαταστήσει, κοριτσάκι μου. Μη μου ανησυχείς, όμως, δεν πρόκειται να πάθεις τίποτα. Σε όποια περίπτωση, θα δώσω μάχη για να μείνεις ασφαλής.» ψιθυρίζει χωρίς να σταματήσει να χαϊδεύει τα μαλλιά της. Είναι κάτι που η Θάλεια εκτιμάει πολύ, ωστόσο μέχρι να πιάσει στα χέρια της το μωρό της δεν θα ηρεμήσει.

Την σφίγγει περισσότερο χωρίς να απαντήσει.

'Ουδείς αναντικατάστατος, Debbie μου· ουδείς.'

Δυστυχώς, όμως, η επιλογή της αντικατάστασης δεν περιορίζεται στη μητρότητα.

























Αφιερωμένο στην Victoria_Ledford.

-Δέσπ🐥

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro