26. Οι άνθρωποι κάνουν λάθη, το θέμα είναι να ξέρουμε να τους συγχωρούμε.
~Splendide mendax.
– Υπέροχα λάθος.~
•Οράτιος, 65-8 π.Χ., Λατίνος ποιητής
--------------------------------------------------------------
~Κρέσσον τα οικήια ελέγχειν αμαρτήματα ή τα οθνεία.
– Είναι προτιμότερο να εξετάζεις τα δικά σου λάθη παρά των άλλων.~
•Δημόκριτος, 470-370 π.Χ., Αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος
Αυγή.
Έχει περάσει τουλάχιστον μια ώρα, όταν σταματώ, επιτέλους, να κλαίω. Τα μάτια μου πονάνε φριχτά πολύ και το στόμα μου έχει ξεραθεί. Η μύτη μου έχει αρχίσει να τρέχει, και δεν ξέρω αν είναι από το κλάμα, ή επειδή, κατά πάσα πιθανότητα, αρρώστησα.
Ρουφάω τη μύτη και περνάω μια τούφα πίσω από το αυτί. Ξαφνικά νιώθω δίπλα μου μια παρουσία και, ελαφρώς τρομαγμένη, γυρίζω να κοιτάξω. Ευτυχώς ο άνθρωπος που κάθεται δίπλα μου, δεν είναι άλλος από τον πιο ψηλό από τους φίλους μου.
«Λευτέρη;» ρωτάω σαστισμένη. Ο λαιμός μου, όμως, πονάει τόσο πολύ που βήχω και καταπίνω με δυσκολία. Νιώθω λες και κάποιος έχει βάλει καρφιά στο λαιμό μου. Μου χαμογελάει γλυκά.
«Ο ένας και μοναδικός.» αστειεύεται με ένα παιχνιδιάρικο ύφος και γελάω ελάχιστα, ωστόσο πριν καν το καταλάβω τα μάτια μου βουρκώνουν πάλι και σχεδόν υποκύπτω στην αδυναμία μου.
Κρύβω το πρησμένο μου πρόσωπο στις παλάμες μου που έχουν παγώσει και, παραδόξως, η επαφή αυτή ανακουφίζει κάπως το δέρμα μου. Τον ακούω που ξεφυσάει και με αγκαλιάζει διστακτικά.
«Τι συνέβη βρε Αυγή μου; Προβλήματα με το παιδί που μας έλεγες;» τρίβει παρηγορητικά την πλάτη μου. Το ενδιαφέρον του με κάνει να αισθανθώ καλύτερα, ωστόσο, δεν υπάρχει περίπτωση να του πω τί έγινε και είμαι... έτσι. Στη μόνη που νιώθω την ανάγκη να μιλήσω αυτή τη στιγμή, είναι η Αλεξάνδρα.
«Όχι...όχι, με τον Lucas είναι όλα καλά.» ψεύδομαι χωρίς να βγω από την αγκαλιά του. Είναι κάτι που χρειάζομαι αυτή τη στιγμή και τον ευχαριστώ πολύ που μου την προσφέρει.
«Τότε;» περνάει μια τούφα πίσω από το αυτί μου και παίρνω μια ανάσα. Τα χείλη μου τσούζουν από την μικρή αφυδάτωση και νιώθω ότι έχουν σκάσει. Σπάω την επαφή μας και κάθομαι οκλαδόν στο παγκάκι.
«Τίποτα μωρέ, λίγο πιεσμένη είμαι. Μου λείπει πολύ η ζωή μου στην Ελλάδα. Το σπίτι μου, η κολλητή μου...» ψελλίζω, σκύβοντας για λίγο το κεφάλι στα μαύρα παπούτσια μου. Αναστενάζει και περνάει το χέρι του μέσα από τα ξανθά μαλλιά του.
«Λογικό.» συμφωνεί. Νιώθω λίγο άσχημα που του λέω ψέματα, αλλά τί να του πω;
Ξέρεις, μόλις είδα το αγόρι μου να αιμορραγεί και να μου φωνάζει από την κόκα, ενώ παράλληλα έγλυφε όση μπορούσε από αυτή που είχε πέσει στο πάτωμα;
Όχι, σίγουρα όχι. Θα σοκαριστεί. Όπως θα έπρεπε να έχω σοκαριστεί κι εγώ. Αλλά τέτοιες μαλακίες κάνω. Έχω συνεχώς την τάση να δοκιμάζω τα όρια μου. Μέχρι πότε δεν ξέρω.
«Δεν περνάω καλά εδώ.» σχεδόν ψιθυρίζω και περνάω τα χέρια μου μέσα από τα μαλλιά μου, τραβώντας τα μαλακά. Η καρδιά μου ακόμη δεν έχει επιστρέψει στα φυσιολογικά της από όλο αυτό που προηγήθηκε. Ήταν ένας άλλος Lucas αυτός, δεν είχε καμία σχέση με το γλυκό αγόρι που με έχει κάνει να τον ερωτευτώ.
«Πρέπει να δώσεις χρόνο στα πράγματα και στον εαυτό σου. Είναι νωρίς ακόμα για να φανεί το οτιδήποτε.» και χωρίς να το ξέρει, μιλώντας για ένα θέμα που δεν με απασχολεί τόσο πια, με συμβουλεύει χαμογελαστός.
«Λες;» τρίβω το μέτωπο μου, προσπαθώντας να ελευθερώσω την πίεση που αισθάνομαι. Το κεφάλι μου κοντεύει να σπάσει, ωστόσο, το μυαλό μου ταξιδεύει στο αγόρι που άφησα μόνο του. Ελπίζω να μη συνεχίζει να κάνει αυτές τις ουσίες.
Η σκέψη αυτή με τρελαίνει και ξεφυσάω μπερδεμένη. Γαμώτο, δεν έπρεπε να τον αφήσω μόνο του.
«Τι σκέφτεσαι;» στη φωνή του ακούγεται ότι θέλει πραγματικά να μάθει. Το εκτιμώ πολύ αυτό και μια μέρα, με την πρώτη ευκαιρία θα το ανταποδώσω.
«Ότι κάνω μαλακίες.» παραδέχομαι τρίβοντας τα μάτια μου. Τα χείλη μου, όσο περνάει η ώρα, καίγονται όλο και πιο πολύ και ο λαιμός μου υποφέρει.
«Λευτέρη;»
«Τι είναι;» κουμπώνει καλύτερα τη ζακέτα του και αφήνει ένα χασμουρητό. Γελάω ελαφρά. Είναι γλυκούλης όταν είναι νυσταγμένος.
«Διψάω.» παραπονιέμαι και γελάει δυνατά. Μαζί του γελάω και εγώ. Τρανταχτά. Νιώθω το στήθος μου λίγο πιο ανάλαφρο, μα εξακολουθώ να αισθάνομαι πως κάτι έχει σπάσει μέσα μου.
Ανοίγει την αθλητική τσάντα του και βγάζει ένα μπουκαλάκι νερό. Είναι παγωμένο και λείπει το πολύ μια γουλιά. Το τείνει προς το μέρος μου.
«Μόνο μια γουλιά ήπια. Αν δεν με σιχαίνεσαι είναι όλο δικό σου!» τα λόγια του με κάνουν να γελάσω πάλι και χωρίς δεύτερη σκέψη πιάνω το μπουκάλι και αδειάζω σε χρόνο dt το περιεχόμενο του. Το κρύο νερό ανακουφίζει τόσο τα χείλη όσο και το λαιμό μου και νιώθω ήδη καλύτερα. Με κοιτάει σαστισμένος.
«Ουαου, διψούσες πολύ.» παρατηρεί και γνέφω θετικά.
Δεν έχεις ιδέα.
«Ευχαριστώ.» ψελλίζω, ρουφώντας τη μύτη μου. Ξεροβήχω και σηκώνομαι από το παγκάκι. Σηκώνεται κι αυτός μαζί μου.
«Πρέπει να φύγω, έχω να κάνω τις ασκήσεις που μας έβαλε η Νίκα στ' αρχαία.» θέλω να μιλήσω με την Αλεξάνδρα και ευτυχώς που έχω κάνει τις ασκήσεις από την Παρασκευή.
«Εντάξει. Θα σε πάω εγώ.» προσφέρεται και δαγκώνω το εσωτερικό από το μάγουλο μου για να κρύψω το πόσο λίγο με νοιάζει αυτή τη στιγμή.
«Δεν χρειάζεται, δεν είναι τόσο αργά, εδώ κοντά μένω έτσι κι αλλιώς.» αρνούμαι ευγενικά, όμως δεν το πιάνει το μήνυμα και κουνάει το κεφάλι αρνητικά.
«Δεν υπάρχει περίπτωση, είπα θα σε πάω εγώ και τέλος.» το πλατύ του χαμόγελο έρχεται σε αντίθεση με τα λεγόμενα του. Αφήνω μια ανάσα και εν τέλει συμφωνώ, γνέφοντας συγκαταβατικά.
Γαμώτο.
«Εντάξει.» δέχομαι και χωρίς πολλά-πολλά αρχίζουμε να περπατάμε. Στη δεκάλεπτη διαδρομή δεν μιλάμε σχεδόν καθόλου, κι αυτά που λέμε αφορούν κυρίως το σχολείο.
Όταν φτάσουμε έξω από το σπίτι μου, περνάω μια τούφα πίσω από το αυτί μου και τον κοιτάω με ένα αχνό χαμόγελο. Ανταποδίδει.
«Σε ευχαριστώ πολύ που με έφερες.» και που με άκουσες. Του χαμογελάω με ευγνωμοσύνη και χαϊδεύει το μπράτσο μου φιλικά.
«Μην το συζητάς καθόλου κι ό,τι σου είπα, δώσε χρόνο στον εαυτό σου.» με συμβουλεύει ξανά και, χωρίς να απαντήσω, χώνομαι στην αγκαλιά του. Διστακτικά, τυλίγει τα χέρια του γύρω μου τρυφερά.
Είσαι καλός φίλος, Λευτέρη.
«Καληνύχτα.» σπάω την αγκαλιά και βγάζω τα κλειδιά από την τσέπη μου. Πειράζει τα μαλλιά μου και γελάω.
«Καληνύχτα.» εύχεται.
Μπαίνω στο σπίτι και κλείνω πίσω μου την πόρτα, βιαστικά. Ευτυχώς οι γονείς μου λείπουν, οπότε δεν θα πρέπει να απολογηθώ για την κακή μου διάθεση.
Ανεβαίνω βιαστικά τις σκάλες και όταν μπω στο δωμάτιο μου, πετάω με φόρα την τσάντα μου πάνω στο κρεβάτι. Αλλιώς είχα φανταστεί αυτό το απόγευμα. Κάθομαι αργά στην μαύρη στριφογυριστή μου καρέκλα και ανοίγω το λάπτοπ.
Η ώρα στην Ελλάδα πρέπει να είναι δώδεκα και μισή και, στοιχηματίζω πως η Αλεξάνδρα κάθεται στο κρεβάτι βλέποντας βιντεάκια στο tik tok. Μπορεί να κάνει και κανένα με τη Δανάη. Συνδέομαι στο skype και καλώ την κολλητή μου.
«Έλα-» ξεκινάει χαρωπά, μα όταν με παρατηρήσει καλύτερα γουρλώνει τα μάτια σαστισμένη. Μισανοίγει τα χείλη.
«Μαλάκα τι σκατά; Γιατί το πρόσωπο σου είναι πρησμένο;» έχει φέρει το πρόσωπο της πολύ κοντά στην οθόνη του λάπτοπ.
«Θα σου πω...είσαι μόνη σου στο σπίτι;» ξεφυσάω, περνώντας μια τούφα πίσω από το αυτί μου. Σμίγει τα φρύδια μπερδεμένη στην ερώτηση μου.
«Όχι, είναι μέσα η μαμά μ-» μου δείχνει με το χέρι της αόριστα πίσω της και πιέζω τα χείλη σε μια ευθεία γραμμή. Αν η Νατάσσα ακούσει αυτά που πρόκειται να πω στην Άλεξ, καταστράφηκα! Θα τα πει όλα στους γονείς μου.
«Βάλε ακουστικά.» τη διακόπτω. Μπορώ να δω την αγωνία στο πρόσωπο της. Σίγουρα φαντάζεται τα χειρότερα.
«Αυγή, τι-»
«Σε παρακαλώ, βάλε ακουστικά και θα σου τα πω όλα!» η φωνή μου σπάει και πάλι και νιώθω ότι έρχεται το δεύτερο κύμα δακρύων.
Χωρίς άλλες ερωτήσεις σηκώνεται από την καρέκλα της και χάνεται από το οπτικό μου πεδίο. Στοιχηματίζω πως έχει πάει στα ράφια πάνω και δίπλα από το κρεβάτι της, όπου έχει αφήσει τα άσπρα ακουστικά.
Όταν κάτσει ξανά βάζει βιαστικά τ' ακουστικά και με κοιτάει με βλέμμα σοβαρό. Τα χείλη μου τρέμουν πάλι στη θύμηση όσων έγιναν και θέλω, απελπισμένα πολύ, να κρυφτώ στην αγκαλιά της και να βαλαντώσω στο κλάμα.
«Σ' ακούω.» μου κάνει νόημα να μιλήσω, και θα το έκανα, αλλά ακριβώς εκείνη την στιγμή χτυπάει το κινητό μου. Στριφογυρίζει τα μάτια ενοχλημένη και δυσανασχετώ κι εγώ.
Πιάνω τη συσκευή και η καρδιά μου βουλιάζει στο στήθος μου. Το όνομα του, που αναγράφεται στην οθόνη, μου προκαλεί δυσφορία και νιώθω ότι θέλω να πάρω μια απόσταση, ακόμα κι αν είναι για μερικές ώρες.
«Ποιός είναι;» ρωτάει ανυπόμονα. Παίρνω κι άλλη ανάσα και δαγκώνω τα χείλη με άγχος.
«Ο Lucas...» ψιθυρίζω. Το κινητό συνεχίζει να χτυπάει.
«Δεν θα το σηκώσεις;» στα λόγια της δεν υπάρχει η απορία. Έχει καταλάβει ότι αυτό που πρόκειται να της πω, έχει σχέση με εκείνον. Πατάω το πλαϊνό κουμπί, η οθόνη σβήνει και ο ήχος παύει να κουράζει τ' αυτιά μου. Μια βαθιά ανάσα εισχωρεί στα πνευμόνια μου και κοιτάω σοβαρή την κολλητή μου.
«Αλεξάνδρα, έγινε κάτι.»
(...)
«Όπως ξέρετε, με λένε Εύη, μου αρέσει η ζωγραφική, η μουσική και οι μηχανές.» η διπλανή μου βαριεστημένα μιλάει για τον εαυτό της, λέγοντας όσο το δυνατόν λιγότερα μπορεί, παίζοντας με τα δαχτυλίδια της και η καθηγήτρια της χαμογελάει.
Η θεολόγος, καθισμένη πάνω στην έδρα με τα πόδια σταυρωτά, είχε μια ευφυέστατη ιδέα! Επειδή άργησε να έρθει στην τάξη και είναι και τελευταία ώρα, σκέφτηκε να πει ο καθένας λίγα πράγματα για τον εαυτό του. Κάποιοι είπαν πιο χαζά, κάποιοι τα όνειρα τους. Εμείς πάντως γελάσαμε.
«Πολύ καλά! Αυγή, η σειρά σου!» στερεώνει καλύτερα τα γυαλιά της στο κόκαλο της μύτης και μου χαμογελάει θερμά. Ξεροκαταπίνω και ανταποδίδω το χαμόγελο, μόνο που το δικό μου είναι αμήχανο.
«Εμ, ωραία...» κάνω μια παύση και περνάω μια τούφα πίσω από το αυτί μου.
«Με λένε Αυγή, θέλω να ασχοληθώ στο μέλλον με την εγκληματολογία και...μου αρέσουν τα ροζ χρυσάνθεμα!» μη ξέροντας τί να πω για μένα, αρκούμαι σε αυτά.
«Τι είναι τα ροζ χρυσάνθεμα;» ένα παιδί από τα πίσω θρανία, αυτός ο γύπας, ο Θάνος, αναρωτιέται. Γελάω νευρικά, και ο Λευτέρης χτυπάει το χέρι του στο πρόσωπο του.
«Είναι λουλούδια. Σαν τα κανονικά χρυσάνθεμα απλά...ροζ!» μου φαίνεται αστείο που το εξηγώ, ωστόσο το κάνω χαμογελαστή. Κουνάει το κεφάλι θετικά, επιστρέφοντας μου το χαμόγελο.
«Ενδιαφέρον.» ψελλίζει και ανασηκώνω τους ώμους.
«Όμορφα! Μιχάλη, σειρά σου. Και βγάλε τα ακουστικά σε παρακαλώ.» η Τζένη δίνει τον λόγο στον διπλανό του Λευτέρη, ο οποίος γελάει ελαφρά.
«Κυρία, δεν είναι απλά ακουστικά, είναι ασύρματα!» της τα δείχνει και όλοι γελάμε, ακόμα και η καθηγήτρια. Κάθε μέρα, με κάθε καθηγητή, η ίδια ιστορία!
«Ό,τι κι αν είναι βγάλε το και πες μας μερικά λόγια για σένα.» κουνάει το κεφάλι με απόγνωση, πειράζοντας μια τούφα από τα γκρι μαλλιά της.
«Πολύ καλά.» τα βγάζει και τα φυλάζει βιαστικά στην άσπρη τους θήκη. Μας κοιτάει χαμογελαστός.
«Λοιπόν, με λένε Μιχάλη, μου αρέσει πολύ η ιστορία, και το μισό σχολείο με ξέρει σαν αυτόν που λέει ατάκες στα κορίτσια.» στην τελευταία φράση όλες οι κοπέλες ξεσπάμε σε γέλια. Καμία δεν έχει ξεφύγει από τις ατάκες του.
«Δηλαδή; Τι ατάκες;» ρωτάει προβληματισμένη.
Ο συμμαθητής μου ανασηκώνει τα φρύδια πονηρά. Ξεροβήχει και μου χτυπάει απαλά τον ώμο, έτοιμος να κάνει επίδειξη. Γυρίζω να τον κοιτάξω γελώντας.
«Γειά! Μήπως είδες καμιά μπάλα εδώ γύρω; Γιατί μόλις σε είδα, την έχασα!» με κοιτάει με το βλέμμα του γόη, μα δεν κρατιέται κανένας από τους δύο μας και γελάμε δυνατά.
«Την Κάλλια, με αυτά την έριξες;» ρωτάει η απουσιολόγος και αυτός γελάει ακόμα περισσότερο. Κάλλια είναι η, επί τρία χρόνια, κοπέλα του.
«Μπα, μάλλον την έσπρωξε.» σχολιάζει η Εύη και όλοι γελάμε περισσότερο, ακόμα κι αυτός. Πάνω στην ώρα το κουδούνι χτυπάει και όλοι σχεδόν πεταγόμαστε από τις θέσεις μας.
«Την επόμενη φορά θα μιλήσουν όσοι δεν πρόλαβαν και θα συνεχίσουμε το μάθημα. Καλό μεσημέρι.» εύχεται μέσα στο χάος που επικρατεί και όλοι της απαντάμε κατάλληλα.
Πιάνω την τσάντα μου και βγαίνω από την αίθουσα, περπατώντας βαριεστημένα μέχρι την έξοδο. Ένα χέρι τυλίγεται γύρω από το δικό μου και σταματώ το βήμα μου. Όταν γυρίσω να κοιτάξω, ο Λευτέρης μου χαμογελάει φιλικά. Χαμογελάω κι εγώ.
«Είσαι καλύτερα σήμερα;» ρωτάει με ενδιαφέρον περνώντας τα χέρια του μέσα από τα μαλλιά του, ενώ στηρίζει καλύτερα την σχολική τσάντα στον ώμο του.
«Ναι, μην ανησυχείς. Ένα μικρό ξέσπασμα ήταν μόνο, όλα καλά τώρα.» τον καθησυχάζω συνεχίζοντας να περπατάω, όμως μοιάζει τρομερά δύσπιστος.
Τι στο διάολο πια, στο κούτελο μου το γράφω ότι λέω ψέματα;
«Αυγή, θα μου στείλεις τις σημειώσεις που γράψαμε σήμερα στ' αρχαία;» η Εύη διακόπτει, άθελα της, τη μικρή μας συζήτηση κοιτώντας κάτι στο κινητό της.
«Ναι, φυσικά.» δέχομαι αμέσως και μου χαμογελάει πλατιά. Γενικά με την Εύη έχουμε μια τέλεια συνεργασία. Σε κάποια διαγωνίσματα που μας ζόρισαν, λόγω του ότι συνέπιπταν με κάποια άλλα, οριακά μοιράζαμε την ύλη. Και κάπως έτσι γράφαμε.
Δεν λέω ότι αυτό είναι σωστό, λέω απλώς τί κάνουμε.
Βγαίνουμε έξω και παίρνω μια βαθιά ανάσα. Όλο το πρωί έβρεχε και σταμάτησε την τελευταία μια ώρα, ωστόσο, η μυρωδιά που έχει αφήσει στο χώμα η βροχή με κάνει να χαμογελάσω.
«Ποιος είναι αυτός;» η φωνή του Λευτέρη ακούγεται γεμάτη απορία και, ασυναίσθητα, γυρίζω να κοιτάξω.
Τα μάτια μου ανοίγουν διάπλατα και ο πανικός με κατακλύζει. Στέκεται στον τοίχο με ένα τσιγάρο στα χείλη, ενώ ένα μειδίαμα κοσμεί το πρόσωπο του. Φοράει ένα μαύρο φούτερ και μια, επίσης μαύρη, φόρμα που κάνουν αντίθεση με το δέρμα του. Είναι χλωμός, οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα βλέφαρα του αισθητοί και η ανυπομονησία στα μάτια του λάμπει σαν τα πυροτεχνήματα στον σκοτεινό ουρανό.
«Lucas;!» περπατώ βιαστικά προς το μέρος του και τον τραβάω με δύναμη στον απέναντι τοίχο, ώστε να μην φαίνεται από τα γραφεία των καθηγητών.
«Τι κάνεις εδώ;» γρυλίζω αγχωμένη και γελάει, χαϊδεύοντας το μάγουλο μου.
«Έκπληξη!» φαίνεται ενθουσιασμένος με την πράξη του και χρειάζεται να πάρω μια βαθιά ανάσα, για να μην αρχίσω να φωνάζω και γίνουμε θέαμα.
Πανάθεμα σε, καρδιακή θα με κάνεις!
«Θες να με στείλεις, αγόρι μου; Ξέρεις τι θα γίνει αν μας πάρει χαμπάρι ο πατέρας μου;» ψιθυροφωνάζω χωρίς να ξεκολλήσω το βλέμμα μου από το δικό του. Μου χαμογελάει ζωηρά και μου τσιμπάει τη μύτη.
«Μη μου ανησυχείς, γουρουνάκι! Δεν θα μας δει ο μπαμπάς σου, αφού το γραφείο του βλέπει στην πίσω πλευρά του σχολείου.»προσπαθεί να με ηρεμήσει. Του χτυπάω το χέρι και τον κοιτάω με υψωμένο φρύδι.
«Και εσύ πού το ξέρεις;» σταυρώνω τα χέρια κάτω από το στήθος και τον κοιτάω με το πιο σοβαρό μου ύφος.
«Όποιος ενδιαφέρεται, μαθαίνει.» μου κλείνει το μάτια με ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο. Δεν κρατιέμαι, του χαμογελάω κι εγώ. Πώς θα μπορούσα να κρατηθώ, έτσι κι αλλιώς;
«Αυγή, όλα καλά;» η Εύη, κάπως επιφυλακτικά, ρωτάει. Όταν γυρίσω να τους κοιτάξω παρατηρώ πως μόνο εμείς έχουμε μείνει έξω από το σχολείο. Όλοι οι υπόλοιποι έχουν φύγει.
Πάλι καλά.
«Ναι, μια χαρά.» της χαμογελάω νευρικά κι ανταποδίδει ειλικρινά.
«Να σε περιμένουμε;» αυτή τη φορά η ερώτηση έρχεται από τον Λευτέρη. Τρίβω το μέτωπο μου αγχωμένη.
Πώς μπλέκω έτσι κάθε φορά;
«Όχι, όχι. Θα φύγω μαζί του. Ευχαριστώ πάντως.» εν τέλει χαμογελώ και, απρόθυμα, φεύγουν. Γυρίζω σε εκείνον.
«Φεύγουμε, τώρα!» τον τραβάω και πάλι από την μπλούζα και τον σέρνω στα τυφλά ως το αυτοκίνητο του.
«Άγρια, μ' αρέσει!» σχολιάζει και πνίγω και τις δέκα βρισιές που μου έρχονται στο μυαλό. Όταν βρω το αυτοκίνητο του τον αφήνω και στέκομαι μπροστά από την πόρτα του συνοδηγού και περιμένω υπομονετικά να ανοίξει.
Ξεκλειδώνει και μπαίνουμε ταυτόχρονα. Νιώθω το βλέμμα του πάνω μου και ανταποδίδω. Μπορώ να διακρίνω λύπη στα μάτια του.
«Πάρε τη μαμά σου και πες της ότι πρέπει να δεις κάποια φίλη σου. Θέλω να πάμε μια βόλτα.» οριακά με διατάζει και αναστενάζω βαθιά. Παίρνω μια τούφα πίσω από το αυτί μου.
«Lucas, δεν-» προσπαθώ να αρνηθώ. Δεν ξέρω αν θέλω να είμαι μαζί του στον ίδιο χώρο. Δεν έχω συνέλθει ακόμα από τα χθεσινά.
«Σε παρακαλώ;» σχεδόν με εκλιπαρεί. Δαγκώνω τα χείλη και βγάζω βιαστικά το κινητό από την τσέπη μου.
(...)
Το αυτοκίνητο του σταματάει στο γνωστό λόφο, λίγο πιο έξω από ένα δασάκι. Σβήνει τη μηχανή και παίρνει μια βαθιά ανάσα. Δεν μπαίνω στον κόπο να τον κοιτάξω για να καταλάβω ότι με κοιτάει. Κρατάω το βλέμμα μου ευθεία.
«Σε έπαιρνα τηλέφωνο το βράδυ και δεν το σήκωσες.» μου ανακοινώνει νευρικά κάτι που ήδη ξέρω. Και σιγά, πέντε κλήσεις μέτρησα.
«Ναι, είχα πολύ διάβασμα και...μετά κοιμήθηκα αμέσως.» ψεύδομαι και νιώθω τύψεις όταν θυμάμαι την τρίωρη συνομιλία με την Αλεξάνδρα.
«Συγγνώμη για χθες.» ψελλίζει. Πιέζω τα χείλη σε μια ευθεία γραμμή και νιώθω το αίμα να μου ανεβαίνει στο κεφάλι.
'«Προσπάθησε να μη χάσεις την αυτοκυριαρχία σου, σε εκλιπαρώ. Καταλαβαίνω πώς αισθάνεσαι γι'αυτόν τον άνθρωπο, όμως πρέπει να του δείξεις ότι δεν θα συγχωρείς κάθε μαλακία που θα σου κάνει. Α, κι αν μπορείς, τήρησε το κιόλας.»'
Οι λέξεις της φίλης μου έρχονται στο μυαλό μου και ανασαίνω βαθιά σε μια, αποτυχημένη, προσπάθεια να ηρεμήσω τους παλμούς μου.
«Το ξανά είπες αυτό.» θυμίζω σιγανά και ρίχνω το βλέμμα μου στα χέρια μου. Με την περιφερειακή μου όραση τον παρατηρώ να τραβάει ελαφρώς τα μαλλιά του.
«Αυγή μου...» ψιθυρίζει. Κλείνω τα μάτια για ένα δευτερόλεπτο και η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή. Ανατριχιάζω στο ποσό απαλή ακούγεται η χροιά του.
Γυρίζω το κεφάλι μου και τον κοιτάω. Τα μάτια του με λυγίζουν και βουρκώνω στο ποσό θλιμμένος δείχνει στην απόσταση που κρατώ. Ή, τουλάχιστον, που προσπαθώ να κρατώ.
«Με...με τρόμαξες πολύ εχθές.» παραδέχομαι δειλά και κλείνει τα μάτια του όσο μορφάζει. Λες και τα λόγια μου τον σκοτώνουν, λες και μπίγω ένα μαχαίρι βαθιά στα σωθικά του.
Μα κι εγώ έτσι ένιωσα όταν τον είδα όπως τον είδα. Κι ανάθεμα αν έστω το υποψιάζεται!
«Όχι, όχι, όχι...μην το λες αυτό. Σε παρακαλώ, μη με φοβάσαι...» ζητάει πάνω από τα χείλη μου. Εγκλωβίζει το πρόσωπο μου ανάμεσα στα χέρια του και με κοιτάει με απελπισία.
«Lucas...δεν φοβάμαι εσένα, φοβάμαι για σένα. Έχει διαφορά.» ξεκουράζω την παλάμη μου στο μάγουλο του και εξηγώ τη σκέψη μου. Σμίγει τα φρύδια μπερδεμένος, μα σαν κάτι να συνειδητοποιεί τα μάτια του λάμπουν και πάλι.
«Θέλω να τα κόψω!» η δήλωση του μου κόβει τα γόνατα και αν δεν καθόμουν, σίγουρα, θα είχα πέσει. Δείχνει αποφασισμένος, αλλά μέχρι κι εγώ ξέρω πόσο γαμημένα δύσκολο είναι!
«Lucas, τι-»
«Για σένα. Θέλω να κάνω ό,τι μπορώ για να είσαι χαρούμενη, για να μην ανησυχείς για μένα. Είσαι ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί τα τελευταία δέκα χρόνια Αυγή, δεν θέλω να το χαλάσω όλο αυτό.» μιλάει ακατάπαυστα και γρήγορα και σχεδόν σοκάρομαι από τα λόγια του, ωστόσο, θυμώνω ταυτόχρονα.
«Δεν θέλω να το κάνεις για μένα, άλλα για σένα. Καλό στον εαυτό σου θα κάνεις, έτσι κι αλλιώς...» μουρμουρίζω και τραβιέμαι από το κράτημα του. Πνίγομαι εδώ μέσα!
Ανοίγω την πόρτα και βγαίνω από το αυτοκίνητο. Πλησιάζω και κάθομαι στο μοναδικό παγκάκι που έχει εδώ πάνω. Το κρύο είναι τσουχτερό και χρειάζεται να κουμπώσω μέχρι πάνω το μαύρο μπουφάν μου. Φέρνω τα γόνατα μου στο στήθος μου και κρύβω το κεφάλι μου στα χέρια μου.
'«Ξέρεις και ξέρω ότι θα υποσχεθεί πολλά. Επίσης ξέρουμε ότι θα κρατηθείς από κάθε λέξη, μόνο σε παρακαλώ, μάτια μου, αυτή τη φορά κοίτα να στηριχτείς περισσότερο σε σένα. Σε κανέναν άλλον. Δεν σου λέω ότι δεν θα θέλει να τις τηρήσει, αλλά, μεταξύ μας τώρα, είναι δυνατό να κρατήσει όλες του τις υποσχέσεις; Γι'αυτό πρόσεχε. Γνωρίζουμε κι οι δυο πόσο πονάει η πτώση από τα σύννεφα στο έδαφος.»' πάλι η φωνή της.
Σε κάθε δυσκολία είναι εκεί. Με συμβουλεύει. Ακόμα κι αν ξέρει πως θα τα κάνω όλα πουτάνα, αυτή είναι εκεί. Έτοιμη να με πιάσει όταν πέσω.
Ακούω και τη δική του πόρτα ν' ανοίγει κι έπειτα τον νιώθω να με πλησιάζει αποφασιστικά. Όταν σηκώσω το βλέμμα μου, εκείνος γονατίζει μπροστά μου και τραβάει τα πόδια μου μαλάκα, ώστε ν' αγγίξουν το έδαφος και να στηριχτεί ελάχιστα πάνω τους.
«Όταν κάτι επηρεάζει εσένα, κάνει κακό σε εμάς. Κι εγώ αυτό το "κάτι", το εκάστοτε "κάτι" θα το εξαφανίσω. Δεν θέλω να σε ξανά δω ταραγμένη. Τελείωσε, θα τα κόψω.» μου φιλάει τα χέρια και χαμογελάω συγκρατημένα. Η προσπάθεια του με συγκινεί, αλλά και με τρομάζει.
«Μόνο που...δεν θα τα καταφέρω μόνος μου... Αν δεν θέλεις να το περάσεις όλο αυτό, θα το καταλάβ-»
'«Άλεξ, τί θα κάνω; Πώς θα είμαι μαζί του στη σκέψη ότι αύριο μπορεί να τον βρουν κόκαλο κάπου; Πώς θα το αντέξω;» το στήθος μου τραντάζεται από το κλάμα και ρουφάω τη μύτη προσπαθώντας, μάταια, να ηρεμήσω.
«Μπορεί να θέλει να τα κόψει, αλλά σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει να σκέφτεσαι έτσι! Οι άνθρωποι κάνουν λάθη, το θέμα είναι να ξέρουμε να τους συγχωρούμε και να τους βοηθάμε, με κάποιο τρόπο, να τα διορθώνουν. Αυτό δε μου είχες πει σε έναν τσακωμό μου με τον Διονύση;» προσπαθεί να με βοηθήσει, αλλά το βλέπω ότι την πονάει να με βλέπει έτσι.
Συγγνώμη που σε στεναχωρώ Αλεξάνδρα, μα είσαι ο μόνος άνθρωπος που με καταλαβαίνει πραγματικά.
«Ν-ναι...» παραδέχομαι, σκουπίζοντας μερικά δάκρυα από τα μάγουλα μου. Άδικα, βέβαια, καθώς την ίδια στιγμή κυλάνε καινούργια.
«Τότε, πήρες την απάντηση σου.»'
«Είμαι μαζί σου.» τον διακόπτω. Χαμογελάει πλατιά, μα και έκπληκτα. Κάθαρμα.
«Είμαι μαζί σου σε ό,τι κάνεις.» ψελλίζω αποφασιστικά, μα νιώθω πιο αβέβαιη από ποτέ. Η γαζία που εισχωρεί στο οσφρητικό μου πεδίο, όμως, γαληνεύει κάθε καταιγίδα που έχει ξεσπάσει μέσα μου.
Απλά γιατί είναι εκείνος.
Και όταν είμαι πλάι του, δεν έχει τίποτα άλλο σημασία, παρά μόνο εγώ κι αυτός.
Πιάνει το πρόσωπο μου στα χέρια του και με φιλάει δυνατά. Τον κολλάω πάνω μου με λύσσα. Μου έχει λείψει τόσο, μα τόσο πολύ.
Η γλώσσα του χαϊδεύει τη δική μου και όλο μου το κορμί αναριγεί. Καίγομαι. Καίγομαι κάτω από το κράτημα του και, ορκίζομαι, δεν υπάρχει κάτι που να με κάνει να αισθάνομαι πιο ζωντανή από τα χείλη του πάνω στα δικά μου και το δέρμα του ένα με το δικό μου.
Είμαι μαζί σου σε ό,τι κάνεις, κωλόπαιδο. Αφού είμαι ερωτευμένη.
-Δέσπ🐥
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro