23. Μη χάσεις ποτέ την ελπίδα σου.
Η ελπίδα είναι το χειρότερο κακό, γιατί παρατείνει τα βάσανα των ανθρώπων.
•Φρίντριχ Νίτσε, 1844-1900, Γερμανός φιλόσοφος.
Αυγή.
«Σας ευχαριστώ πολύ που ήρθατε.» τις ευχαριστώ για ακόμα μια φορά, ενώ τις αγκαλιάζω αργά μια προς μια. Ανταποδίδουν χαμογελαστές.
«Εμείς ευχαριστούμε για τη φιλοξενία και που μας κάλεσες.» η Melisa, αφήνει ένα φιλί στα μαλλιά μου ενώ με σφίγγει πάνω της. Είναι πολύ εκδηλωτική, αλλά δεν με πειράζει. Λατρεύω που είναι τόσο εξωστρεφής.
«Μην το συζητάς καν.» απαντώ και γελάνε. Με την υπόσχεση ότι θα τα πούμε σύντομα φεύγουν από το σπίτι και κλείνω την πόρτα. Αφήνω μια ανάσα και μεταφέρομαι στην κουζίνα, όπου οι γονείς μου τρώνε πρωινό, συζητώντας αδιάφορα.
Κάθομαι σε μια από τις ψηλές καρέκλες και τους κοιτάω χαμογελαστή. Όταν ξύπνησα και κατέβηκα στο σαλόνι, η μαμά μου έκανε, πραγματικά, σαν τρελή από χαρά και μου ευχόταν να ζήσω και πόσο γρήγορα μεγάλωσα και όλα αυτά τα κλασσικά, που κάνουν τον μπαμπά μου να την κοροϊδεύει κάθε χρόνο, παρόλο που, κρυφά, μου λέει ακριβώς τα ίδια.
Χαζεύω στο κινητό μου και απαντώ στα απανωτά μηνύματα από φίλους και γνωστούς που με θυμήθηκαν από την παρέα του Lucas, όμως πχ ο Paul, και από το σχολείο εδώ και τότε, ήρθε. Το μόνο μήνυμα που δεν ήθελα και δεν περίμενα σε καμία περίπτωση να δω.
Νίκος Π.:
-Εμ...γεια. Χρόνια σου πολλά, να τα εκατοστήσεις! Ήθελα σήμερα να σου πω τόσα πολλά...αλλά δεν μπορώ. Δεν έχω το δικαίωμα πλέον. Καλή αρχή με αυτόν... ελπίζω να σου φέρεται καλά, γιατί σου αξίζει και με το παραπάνω. Να του πεις να σε προσέχει... Σ'αγαπάω. Πολύ. Δεν θα σταματήσω να το κάνω. Μην τον αφήσεις ποτέ να σου φερθεί όπως εγώ. Να θυμάσαι την αξία σου.
Διαβάζω αργά. Δεν ανοίγω το μήνυμα, ωστόσο, δεν ξέρω αν έχει κι άλλο, ή αν σταματάει εκεί. Η σκέψη ότι στην Ελλάδα η ώρα είναι σχεδόν τέσσερις το πρωί, με κάνει να νιώθω περίεργα, λες και πάλευε με το μέσα του μέχρι να στείλει. Κάνει την καρδιά μου να χάσει ένα χτύπο στα λόγια του, και μισώ τον εαυτό μου γι'αυτό. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και ξέρω ότι κανονικά θα έπρεπε να απαντήσω, αλλά δεν θέλω. Αρκετά πια.
Λυπάμαι, Νίκο. Όχι σήμερα.
Ξεροβήχω και κοιτάω τους γονείς μου. Χαμογελάω αχνά.
«Τι θα κάνουμε σήμερα;» ρωτάω με ενδιαφέρον, πιάνοντας ένα κομμάτι πράσινο μύλο από το πιάτο μπροστά μου. Κοιτάζονται με νόημα μεταξύ τους.
«Θα βγούμε για φαγητό το μεσημεράκι, αφού είπες ότι θες να βγεις το απόγευμα, αλλά πρώτα...θα σου δώσουμε το δώρο σου.» στη λέξη "δώρο" τεντώνω την πλάτη μου και χαμογελάω πλατιά.
«Δώρο; Τι δώρο;» μουρμουρίζω ενθουσιασμένη. Ανταλλάσσουν και πάλι ένα παιχνιδιάρικο βλέμμα. Όσο περισσότερο καθυστερούν, τόσο τρελαίνομαι εγώ.
«Να της πούμε;» η μαμά μου το παίζει τρελίτσα και διστακτική και μισοκλείνω τα μάτια, όταν ο μπαμπάς μου χαμογελάει χαιρέκακα. Γιατί παίζουν με την αδυναμία μου;
«Α, δεν ξέρω...λες;» ρίχνει την ευθύνη πάνω της και κλαψουρίζω τρελαμένη, περνώντας τα χέρια μου νευρικά μέσα από τα μαλλιά μου. Γελάνε νευρικά στην όψη μου και αποφασίζουν ότι αρκετά με βασάνισαν και σήμερα.
«Άντε καλά, δείξε της.»
Η μαμά μου αφήνει, σχεδόν με ανυπομονησία, μπροστά μου έναν άσπρο κλειστό φάκελο. Τον κοιτάω για λίγο σαστισμένη.
«Άνοιξε τον!» με προτρέπουν με μια φωνή. Τον πιάνω στα χέρια μου και με άτσαλες κινήσεις τον ανοίγω, προσπαθώντας, ωστόσο, να μην τον σκίσω.
Το βλέμμα μου τρέχει σε κάθε λέξη κι όταν συνειδητοποιήσω τί ακριβώς είναι αυτό που κρατάω, τα μάτια μου θολώνουν και τα χέρια μου τρέμουν. Τους κοιτάω, μου χαμογελούν. Ξανά ρίχνω τη ματιά μου στο δώρο μου.
Είναι εισιτήρια. Για Ελλάδα.
«Τι λες τώρα...» ψιθυρίζω σαστισμένη. Ρουφάω τη μύτη μου. Ο μπαμπάς μου αγκαλιάζει τη σύζυγο του, και μπορώ να νιώσω το βλέμμα χαράς που μοιράζονται.
«Τα έχουμε κανονίσει όλα με την Νατάσσα, θα μένετε είτε στο σπίτι τους, είτε στο δικό μας. Όπου θέλετε. Μια Ιανουαρίου φεύγεις, έξι γυρίζεις. Τι λες, σου φτάνουν για να πεις τα πάντα στην Αλεξάνδρα;» ρωτάει παιχνιδιάρικα η μαμά μου, χαϊδεύοντας το στέρνο του άνδρα δίπλα της.
Και τότε, σαν κάποιος να έσκασε με μια βελόνα την φούσκα του σοκ μου, συνειδητοποιώ ότι σε λιγότερο από τρεις μήνες θα δω ξανά την καλύτερη μου φίλη. Και χάνω την ψυχραιμία μου.
«Η Αλεξάνδρα...θα δω την Αλεξάνδρα...» ψελλίζω. Το αίμα ρέει πιο γρήγορα μέσα στις φλέβες μου. Οι γονείς μου γελάνε.
«ΘΑ ΔΩ ΤΗΝ ΑΛΕΞΆΝΔΡΑ!» ουρλιάζω και πριν καν το καταλάβω αρχίζω να χοροπηδάω σαν τρελή, ενώ χώνομαι στην αγκαλιά τους. Σφραγίζουν αυτή την αγκαλιά σφίγγοντας με και αφήνοντας από ένα φιλί στο κεφάλι μου.
«Χρόνια σου πολλά, φως μου.» ψιθυρίζει στο αυτί μου με τη γνωστή γλυκιά της φωνή, χαϊδεύοντας τα μαλλιά μου. Εισπνέω το άρωμα της, μυρίζω όσο πιο πολύ μπορώ μαμά.
«Να είσαι πάντα ευτυχισμένη, αστέρι μου.» κι ο μπαμπάς μου συγκινήθηκε, το ακούω στη χροιά του που τρεμοπαίζει. Όσο κι αν προσπαθεί να το παίξει χαλαρός και άνετος μπροστά της, εγώ ξέρω πως η συγκίνηση του είναι μεγαλύτερη από τη δική της.
Απομακρύνομαι και παίρνω μια βαθιά ανάσα, προσπαθώντας να ηρεμήσω τον ενθουσιασμό που σιγοβράζει μέσα μου και μόνο στη σκέψη ότι σε λίγο καιρό θα είμαι με την κολλητή μου.
«Πάω να το πω στην Αλεξάνδρα!» απομακρύνομαι από το κράτημα τους και βγαίνω από την κουζίνα.
«Που πας παιδί μου, η ώρα στην Ελλάδα είναι τέσσερις το πρωί!» η παρατήρηση της μαμάς μου κάνει το βήμα μου να σταματήσει και να κοιτάξω τη σκάλα σαστισμένη.
Γυρίζω στην κουζίνα με κατεβασμένα μούτρα και το παράπονο να με γεμίζει, που δεν μπορώ να της το πω ακόμα.
«Σωστά...» μουρμουρίζω, ενώ κάθομαι και πάλι στην ψηλή καρέκλα. Βουτάω ακόμα ένα κομμάτι μήλου και γελάνε με τη συμπεριφορά μου.
«Πώς σας φάνηκαν τα κορίτσια;» ρωτάω ανυπόμονα, κυρίως τον μπαμπά μου. Εμπιστεύομαι πολύ την κρίση του.
«Πολύ καλά κορίτσια μου φάνηκαν και όμορφες...η μια πιο κούκλα από την άλλη! Εσένα πώς σου φάνηκαν, Πέτρο μου;» υποστηρίζει η μαμά μου, πίνοντας μια γουλιά από τον χυμό της, δίνοντας παράλληλα πάσα στον μπαμπά μου.
Την κοιτάει κάπως έκπληκτος, πίνοντας και εκείνος λίγο από τον καφέ του. Αργεί να απαντήσει, κι αυτό με τρομάζει. Μήπως δεν τις συμπάθησε;
«Συμπαθητικές είναι.» απαντάει ανασηκώνοντας τους ώμους, τρώγοντας ένα κρουασανάκι. Χαμογελάω ανακουφισμένη.
«Χαίρομαι που τις συμπαθείτε. Τέλος πάντων, θα πάω να κάνω ένα μπανάκι και να δω καμιά σειρά. Όταν είναι να φύγουμε, φωνάξτε μου ν' αρχίσω να ετοιμάζομαι.» περπατώ βαριεστημένα μέσα στο σπίτι και όταν ακούσω το "εντάξει", ανεβαίνω με άνεση τη σκάλα ως το δωμάτιο μου.
(...)
«Νυστάζω.» χασμουριέται η μαμά μου, μόλις μπούμε στο σπίτι. Βγάζει τις γόβες της και τις κρατάει στο χέρι.
«Πήγαινε να ξαπλώσεις αγάπη μου και θα 'ρθω και εγώ σε λιγάκι.» χαϊδεύει το μπράτσο της και εκείνη του γνέφει θετικά. Εγώ σχεδόν χύνομαι στον καναπέ και το μόνο που θέλω είναι να μιλήσω με την Αλεξάνδρα.
«Θα πάω. Εσύ, μικρή, τι ώρα θα βγεις με τα παιδιά;» μου χαμογελάει συνωμοτικά. Ξέρει ότι θα βρεθώ μόνο με τον Lucas και με καλύπτει. Θα το πω κάποια στιγμή και στον μπαμπά, απλά θέλω πρώτα να δω πώς θα πάει. Είναι κρίμα ν' ακούσω κήρυγμα για κάτι που μπορεί να μην κρατήσει καθόλου. Πράγμα που, για κάποιο λόγο, δεν το πιστεύω.
«Εγώ κατά τις έξι θα έχω φύγει.» απαντώ εν τέλει και γνέφουν θετικά. Κι αυτές οι ώρες, με τίποτα δεν περνάνε.
«Να προσέχεις. Πάω πάνω, αν όταν φεύγεις κοιμάμαι, ξύπνα με.» μιλάει σε μένα, όσο εγώ ανοίγω την τηλεόραση, για να συνεχίσω εδώ τη σειρά που έχω ξεκινήσει εδώ και λίγες μέρες και τη βλέπω συνήθως βράδυ, μετά το διάβασμα.
«Εντάξει, εντάξει.» μουρμουρίζω βαριεστημένα, όσο συνδέομαι στο Netflix. Την ακούω που μουγκρίζει κι έπειτα ανεβαίνει τις σκάλες. Ο μπαμπάς μου κάθεται δίπλα μου, κάπως νευρικός. Τον κοιτάω μπερδεμένη.
«Δε μου λες, Αυγή μου...τα κορίτσια, πώς τα γνώρισες;» η ερώτηση του με κάνει να σμίξω τα φρύδια. Πώς προέκυψε τώρα αυτό;
«Σου έχω πει, με την Melisa πάμε μαζί χορό, και με γνώρισε στην παρέα της.» εξηγώ με ένα μικρό, αχνό σχέδιο, χαμόγελο. Ανακάθεται και περνάει τα χέρια του μέσα από τα μαλλιά του.
«Σωστά, σωστά. Και...κάνετε κολλητή παρέα;» δεν καταλαβαίνω. Γελάω νευρικά.
«Κολλητή παρέα κάνω μόνο με την Αλεξάνδρα, αλλά εντάξει, τις συμπαθώ αρκετά. Γιατί ρωτάς;» όταν ρωτήσω με τόνο αμυντικό, ανασηκώνει τα φρύδια κάπως έκπληκτος. Έπειτα μου χαμογελάει τρυφερά και περνάει μια τούφα πίσω από το αυτί μου.
«Να ξέρω βρε αγάπη μου, μπαμπάς σου είμαι.» στην απάντηση του νιώθω λίγο άσχημα. Δεν ξέρω γιατί μου έκανε εντύπωση που ρώτησε, όταν γνώρισα τον Νίκο με ρωτούσε κάθε μέρα αν κάνουμε παρέα, κι αν τον ξέρω καλά και διάφορα τέτοια.
Δεν προλαβαίνω να του απαντήσω γιατί ο ήχος κλήσης από το skype μου τραβάει την προσοχή. Η Αλεξάνδρα. Κοιτάω τον μπαμπά μου με νόημα για να φύγει και, ευτυχώς, πιάνει γρήγορα το μήνυμα. Αφήνοντας μου ένα φιλί στο κεφάλι προχωράει προς τις σκάλες, όσο εγώ βγάζω από την τσάντα μου τ' ακουστικά μου.
«Έλα κορίτσι μου!» απαντώ ενθουσιασμένη και μου χαμογελάει πλατιά. Κάθεται στην καρέκλα της και πίσω της διακρίνω άσπρη ντουλάπα. Άρα, είναι στον μπαμπά της σήμερα.
«Έλαα! Τι κάνεις;» η γνωστή, ελάχιστα τσιριχτή φωνή της ακούγεται υπερβολικά δυνατά στ' αυτιά μου, λόγω των ακουστικών.
«Καλά, μια χαρά! Εσύ;» σχεδόν ξαπλώνω στον καναπέ και αφήνω μια ανάσα. Αυτή είναι η ζωή. Αναστενάζει κάπως άκεφα, ενώ πιάνει μια τούφα πίσω από το αυτί της.
«Δύσκολα. Δεν είμαι και στα καλύτερα μου, γενικά δεν τα βγάζω πέρα χωρίς εσένα.» παραδέχεται, ξεφυσώντας. Σμίγω τα φρύδια μπερδεμένη.
Με την Αλεξάνδρα ποτέ δεν λέμε από μηνύματα, αναλυτικά, τι μας συμβαίνει. Περιμένουμε να βρεθούμε και θα τα πούμε όλα μαζεμένα, ακόμα κι αν μας πάρει ώρες. Μόνο που τη δεδομένη στιγμή αυτό είναι δύσκολο.
«Έγινε κάτι με τον Βασίλη;» ρωτάω ευθέως και κατεβάζει λίγο το κεφάλι. Παίρνει μια ανάσα και ανασηκώνομαι, προβληματισμένη.
Ήμουν σίγουρη.
«Είναι...περίεργο. Δεν μπορούμε να το συζητήσουμε τώρα...και σίγουρα όχι από μια κλήση.» τρίβει νευρικά το μέτωπο της και δεν με κοιτάει. Ούτε που θέλω να σκέφτομαι τι βλακεία έχει παιχτεί.
Ωστόσο, η φράση της μου δίνει πάσα για να της πω αυτό για το οποίο ήθελα εξ αρχής να μιλήσουμε. Της χαμογελάω αινιγματικά.
«Άρα, υποθέτω, πρέπει να κάνουμε υπομονή τρεις μήνες για να τ' ακούσω, ε;» ρωτάω δήθεν σκεπτικά. Ανοίγει το στόμα να μου απαντήσει, μα ξαφνικά σταματάει. Ρίχνει το βλέμμα της αργά στην κάμερα. Γουρλώνει τα μάτια και με κοιτάει σαστισμένη.
«Τι εννοείς;...» η φωνή της με το ζόρι ακούγεται. Το χαμόγελο μου πλαταίνει και περνάω μια τούφα πίσω από το αυτί μου.
«Μια Ιανουαρίου, έρχομαι Ελλάδα.» δεν προλαβαίνω να τελειώσω την πρόταση μου, πετάγεται πάνω και αρχίζει να ουρλιάζει σαν τρελή. Θα τσίριζα κι εγώ, αλλά πιθανότατα η μαμά μου κοιμάται ήδη, οπότε, απλώς χτυπιέμαι αθόρυβα στον καναπέ.
«ΠΛΆΚΑ ΜΟΥ ΚΆΝΕΙΣ!» η φωνή της κάνει τ' αυτιά μου σχεδόν να πονάνε, όμως γελάω χαρούμενη στον τρόπο που χοροπηδάει.
«Αγάπη μου, είσαι καλά;» η τρομαγμένη φωνή που ακούγεται σχετικά κοντά, με κάνει να συνειδητοποιήσω ότι φωνάζει τόσο πολύ, που στο δωμάτιο μπαίνει η Αρετή, η σύντροφος του μπαμπά της, και τη ρωτάει τρομαγμένη αν είναι καλά.
Ειδωλάρα αυτή η κοπέλα.
Σε αυτό γελάω δυνατά. Αφού την επιβεβαιώσει πως είναι μια χαρά και την ενημερώσει για την άφιξη μου, η κοπέλα φεύγει από το δωμάτιο. Με κοιτάει με υψωμένο φρύδι, ενώ σταυρώνει τα χέρια κάτω από το στήθος.
«Το είπα στην Αρετή, τώρα δεν μπορείς να το πάρεις πίσω.» μου δηλώνει τελεσίδικα και γελάω πάλι. Αναρωτιέμαι για μια στιγμή, αν υπάρχει άνθρωπος που με κάνει να γελάω περισσότερο από εκείνη.
«Δεν είχα σκοπό να το πάρω πίσω.» την καθησυχάζω και παίρνει μια ανάσα. Ώρα και για τ' άλλα νέα τώρα.
«Μου έστειλε ο Νίκος.» ανακοινώνω. Μορφάζει με απόγνωση και παίρνει μια ξινή έκφραση. Κουνάω το κεφάλι θετικά στην έκφραση της.
«ΌΧΙ ΠΆΛΙ!» φωνάζει θυμωμένη και γελάω δυνατά. Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει άνθρωπος που να το έχει βιώσει τόσο πολύ, όσο η Αλεξάνδρα.
«Τι σου είπε;» μοιάζει επιφυλακτική. Ξεφυσάω. Κλείνω την τηλεόραση, αφού δεν θα την χρησιμοποιήσω έτσι κι αλλιώς, και περνάω μια τούφα πίσω από το αυτί μου.
«Μου ευχήθηκε χρόνια πολλά, είπε ότι ήθελε πολλά να μου πει σήμερα, αλλά δεν έχει το δικαίωμα. Είπε καλή αρχή για μένα και...κατάλαβες, και να του πω να με προσέχει. Ότι μ' αγαπάει είπε, και έκλεισε με ένα "μην του αφήσεις να σου φερθεί όπως εγώ.".» δεν έχω κάποια έκφραση όσο τα λέω. Θέλω να πω ότι το εκτιμώ που μπήκε στον κόπο να μου στείλει, αλλά όλο αυτό που είχα χτίσει γύρω από το πρόσωπο του στο μυαλό μου, κατέρρευσε. Και πήρε μόνο μια στιγμή. Οπότε όχι, δεν εκτιμώ τίποτα.
Χτυπάει το χέρι της στο πρόσωπο της και πνίγει και τις εκατό βρισιές που, σίγουρα, σκέφτεται, πίσω από το σοβαρό της βλέμμα. Υψώνει το φρύδι.
«Και εσύ τί απάντησες;» σηκώνει τα φρύδια έτοιμη να ακούσει κάποια υπέρτατη μαλακία. Ανασηκώνω τους ώμους.
«Δεν απάντησα.»
«Έβαλες μυαλό τελικά.» σχολιάζει και κάνει το σταυρό της, προκαλώντας μου νευρικό γέλιο. Απίστευτη.
«Αλήθεια, τι θα κάνεις σήμερα;»
«Σε κάνα δίωρο θα βρεθώ με τον Lucas.» τα μάγουλα μου κοκκινίζουν και απλώς μετράω τα λεπτά για να βρεθώ κοντά του. Η καλύτερη μου φίλη κουνάει τα φρύδια με ένα πονηρό χαμόγελο.
«Καλά να περάσεις και με προσοχή.» μου κλείνει το μάτι και νιώθω την ανάγκη να γίνω ένα με τον καναπέ από την ντροπή μου.
«Σα δε ντρέπεσαι.» την αποπαίρνω και με κοιτάει με εκείνο το βλέμμα που φωνάζει "σε μένα μιλάς".
«Θα σου 'λεγα, αλλά να' χεις χάρη.» ψελλίζει στριφογυρίζοντας τα μάτια.
«Τέλος πάντων, βάλε καμιά ταινία να δούμε, να περάσει η ώρα.» προτρέπει και, μουγκρίζοντας, ανοίγω ξανά την τηλεόραση, ενώ συνδέομαι στο προφίλ μου στο Netflix.
(...)
Η ώρα είναι έξι το απόγευμα, όταν χτυπάω την πόρτα του ενθουσιασμένη μεν, αγχωμένη δε. Ώσπου ν' ανοίξει, παίρνω λίγο χρόνο για μένα και κοιτώ τον εαυτό μου. Το γκρι καθημερινό φόρεμα, που φτάνει μέχρι το γόνατο, αγκαλιάζει όμορφα το σώμα μου και ταιριάζει με τα μαύρα αρβυλάκια μου.
Όλες αυτές οι ώρες πέρασαν υπερβολικά αργά, και θυμώνω όταν σκέφτομαι πως αυτές που θα ακολουθήσουν θα περάσουν τρομερά γρήγορα!
Το μαύρο μπουφάν μου σχεδόν με εξαφανίζει, αλλά κάνει πολύ κρύο για να βάλω οτιδήποτε άλλο. Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή και προσπαθώ να ηρεμήσω.
«Όλα θα πάνε καλά Αυγή, όλα θα πάνε καλά.» με καθησυχάζω και, πάνω στην ώρα, η πόρτα ανοίγει. Του χαμογελάω αμέσως.
Τα μαύρα του μάτια λάμπουν μόλις με αντικρύσει. Είναι λιγότερο κόκκινα απ' ότι συνήθως, αλλά το ερυθρό δεν λέει να φύγει από τους οφθαλμούς του. Το ίδιο και οι μαύροι κύκλοι κάτω από αυτούς.
«Γεια-» δεν προλαβαίνω να μιλήσω. Τυλίγει τα χέρια του γύρω από την μέση μου και με τραβάει πάνω του. Τα χείλη του συγκρούονται με τα δικά μου και μου κόβει την ανάσα. Αυτός ο θερμός χαιρετισμός του κάθε φορά που με βλέπει, είναι από τα πράγματα που δεν θα συνηθίσω ποτέ.
Γαντζώνομαι πάνω του από την πρώτη κιόλας επαφή. Τα χέρια μου τυλιγμένα γύρω από το λαιμό του, όσο τα χείλη μου κατασπαράζουν με λύσσα τα δικά του. Τα δικά του χέρια κατεβαίνουν στα μπούτια μου και με σηκώνει στην αγκαλιά του. Μας βάζει μέσα και κλείνει την πόρτα, στην οποία με κολλάει απευθείας.
Χαϊδεύω το πρόσωπο του, όμως αρπάζει το χέρι μου και το κολλάει πάνω από το κεφάλι μου στην πόρτα. Βογγάω. Χαμογελάει.
Κάθαρμα.
Απομακρύνεται και με κοιτάει με ένα, άκρως ενοχλητικό, αυτάρεσκο χαμόγελο. Η ανάσα του μπλέκεται με τη δική μου και, μπέσα, δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο στον κόσμο από αυτή τη στιγμή.
«Τι πάθαμε, γουρουνάκι; Ανάψαμε;» στα λόγια του κοκκινίζω, μα η βραχνή φωνή του μου δημιουργεί μεγαλύτερα προβλήματα. Γελάω ντροπαλά και αφήνω ένα μικρό φιλί στα σαρκώδη χείλη του.
Ένα φούσκωμα ανάμεσα στα πόδια μου κάνει την εμφάνιση του. Γελάω ελαφρά, γέρνοντας το κεφάλι πίσω.
«Μπα, νομίζω πως εσύ έχεις ένα...χμμ, λοιπόν, μεγάλο πρόβλημα!» σχολιάζω την επιρροή μου πάνω του και χαίρομαι, καθώς νομίζω ότι έχω κερδίσει. Ωστόσο, η απάντηση του, μου κόβει τη μιλιά και γεμίζει σκέψεις το μυαλό μου.
Σκύβει στο αυτί μου και παίρνει μια βαθιά ανάσα. Οι δικές μου γίνονται αυτόματα πιο βαριές και νιώθω να ζεσταίνομαι.
«Μωρό μου, πίστεψε με, το...πρόβλημα είναι μεγαλύτερο απ' όσο πιστεύεις.» δαγκώνει το λοβό του αυτιού μου και, σχεδόν, καταπίνω τη γλώσσα μου. Ναι, και για ακόμα μια φορά βρίσκομαι στο σπίτι του κατακόκκινη και μούσκεμα.
Deja vu.
Με αφήνει να σταθώ στα πόδια μου, αγνοώντας πως τρέμουν. Δεν πρόκειται να του το πω, δεν θέλω να το πάρει πάνω του. Έπειτα, περνάει μια τούφα πίσω από το αυτί μου και με φιλάει στα χείλη τρυφερά. Καμία σχέση με τον άνδρα που πριν λίγα λεπτά με κόλλησε στον τοίχο.
«Σου πήρα ένα δωράκι...» αρχίζει, όμως κάνει μια παύση. Τα μάτια μου αστράφτουν και σχεδόν τεντώνω τ' αυτιά μου. Δεν το αρνούμαι, είναι το καλύτερο μου τα δώρα.
«Τι δώρο;» η φωνή μου βγαίνει με έναν ενθουσιασμό σχεδόν παιδικό, αυτό, ωστόσο, με κάνει να νιώσω λίγο άσχημα. Δεν φαίνεται να το παρατηρεί, αντίθετα, προχωράει προς μια ραφιέρα δίπλα από το κρεβάτι του και κάτι πιάνει.
«Δεν είναι τίποτα το σπουδαίο...κάτι μικρό και συμβολικό.» τρίβει νευρικά τον αυχένα του. Τον πλησιάζω και στέκομαι μπροστά του. Υψώνω το φρύδι, έχοντας παράλληλα το χαμόγελο του Τζόκερ κολλημένο στο πρόσωπο μου.
«Το δώρο.» απαιτώ. Απλώνω την παλάμη μου και περιμένω ανυπόμονα. Ξεφυσάει και αφήνει διστακτικά ένα πράσινο πουγγάκι στα δάχτυλα μου. Το περιεργάζομαι για λίγο κι έπειτα το ανοίγω.
Μέσα έχει ένα μικρό, μαύρο κοκκάλινο δαχτυλίδι κι ένα επίσης μαύρο βραχιόλι, με μια ασημί χάντρα, σε σχήμα κλαδιού ελιάς. Δαγκώνω τα χείλη και μένω σιωπηλή. Τα μάτια μου είναι ακόμα καρφωμένα στα δώρα μου.
«Δεν...εεε...» φυσάει και ξεφυσάει.
«Είναι πολύ απλά, το ξέρω! Τα είδα όμως και σκέφτηκα εσένα, χωρίς αυτό να σημαίνει κάτι κακό και-» τον διακόπτω. Αφήνω ένα απαλό φιλί στην άκρη των χειλιών του. Κλείνει τα μάτια του και σταματάει ν' αναπνέει στιγμιαία.
«Τα λατρεύω.» ψιθυρίζω. Αφήνει ένα νευρικό γελάκι και αναπνέει ξανά. Βουτάει τον αυχένα μου και με κρύβει στην αγκαλιά του. Περνάω τα χέρια μου γύρω από την μέση του κι απολαμβάνω το κράτημα του. Κάνει την καρδιά μου να χτυπάει σε κάθε σημείο του σώματος μου.
«Το κλαδί ελιάς, μέσα στα τόσα που σημαίνει, συμβολίζει και την ελπίδα. Μην χάσεις ποτέ την ελπίδα σου, γουρουνάκι μου. Χρόνια σου πολλά και πάλι.» ψελλίζει στο αυτί μου.
Εισπνέω όσο πιο πολύ μπορώ από την γαζία κι αυτή, λες και βρέθηκε εκεί που ανήκει, ανθίζει μέσα στα πνευμόνια μου. Ήδη ένα κομμάτι μου νιώθει ότι δεν μπορεί χωρίς αυτή.
Βάζω το δαχτυλίδι και το βραχιόλι, και τα κοιτάω χαρούμενη. Έπειτα, σηκώνω το κεφάλι μου και τον φιλάω ξανά. Με περισσότερη πείνα, με περισσότερο πάθος. Ανταποκρίνεται αμέσως. Ρίχνει την τσάντα μου στο πάτωμα, μου βγάζει το μπουφάν και το πετάει στον καναπέ.
Παραπατάμε σχεδόν μέχρι το κρεβάτι, κι όταν φτάσουμε εκεί με ξαπλώνει απαλά. Σκεπάζει το κορμί μου με το δικό του, η καρδιά του χτυπάει σαν τρελή πάνω από τη δική μου και το άγγιγμα του με καίει όπου κι αν μ' ακουμπήσει.
Εγκλωβίζω τη μέση του στα πόδια μου, όσο η γλώσσα του έχει πιάσει τη δική μου και χορεύουν, κάνοντας κάθε σπιθαμή του σώματος μου να τον αναζητεί. Αν αυτό δεν είναι πάθος τότε τι είναι;
Απομακρύνεται για να πάρουμε ανάσα, μα δεν θέλω. Δεν αντέχω όταν δεν με φιλάει. Κάτι μέσα μου πέφτει. Χαϊδεύει απαλά το μάγουλο μου, μου χαμογελάει.
«Είσαι πανέμορφη.» ψιθυρίζει και η καρδιά μου σταματάει. Το ξέρω καλά πια, αυτή η σχέση θα με καταστρέψει. Δεν απαντώ όμως, μόνο τον φέρνω πάλι κοντά μου.
Τα χείλη του ένα με τα δικά μου, η ανάσα μου να μην ξεχωρίζει από τη δική του. Τα χέρια του μπλεγμένα στο σώμα μου. Όλο μου το είναι του παραδίνεται αργά. Κομμάτι το κομμάτι. Μέσα απ' το φιλί αναστενάζω.
Είμαι ερωτευμένη.
-Δέσπ🐥
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro