22. Κάτι έχει αλλάξει.
~Τα πάντα ρέει και ουδέν μένει.~
•Ηράκλειτος. Φιλόσοφος.
Αυγή.
«Τα κορίτσια τι ώρα θα έρθουν;» ρωτάει η μαμά μου, πίνοντας παράλληλα μια γουλιά από τον χυμό της. Φοράει το μπουρνούζι της και έχει τα μαλλιά της πιασμένα σε έναν κότσο.
Βάζω τις μπύρες στο ψυγείο και κοιτάω το κινητού μου. Η ώρα είναι οκτώ το απόγευμα. Επιτέλους, λογικά από στιγμή σε στιγμή θα έρθουν!
«Ε, όπου να 'ναι. Εσείς τι ώρα πρέπει να φύγετε;» απλώνομαι στον μεγάλο πάγκο, στηρίζοντας το πρόσωπο μου στα χέρια μου. Της χαμογελάω πλατιά και μου γυρίζει το χαμόγελο.
«Εννιά η ώρα πρέπει να φεύγουμε, αν φυσικά ο μπαμπάς σου βγει ποτέ από το μπάνιο και ετοιμαστεί. Ούτε γαμπρός να πήγαινε.» υψώνει το φρύδι και γελάω τη στιγμή που το κουδούνι ακούγεται σε όλο το σπίτι. Χτυπάω τα χέρια με ενθουσιασμό, ενώ οριακά τσιρίζω και τρέχω προς την πόρτα.
«Ήρθαν!» χαίρομαι, κυριολεκτικά, μόνη μου.
«Κάτσε παιδί μου, να πάω πάνω μη με δουν με το μπουρνούζι τα κορίτσια!» ψιθυροφωνάζει μαλώνοντας με και ανεβαίνει με ταχύτητα τις σκάλες. Γελάω δυνατά ξανά. Μόλις χαθεί από το οπτικό μου πεδίο ανοίγω την πόρτα.
Η Melisa και η Lyra μου χαμογελούν χαρούμενες.
«Καλώς τες! Περάστε!» κάνω το σώμα μου στην άκρη και μπαίνουν αφού πρώτα με αγκαλιάσουν. Η πρώτη μου δίνει μια σακούλα που μέσα έχει δύο σακούλες πατατάκια με ξύδι. Σηκώνω το κεφάλι μου και την κοιτάω χαμογελαστή.
«Ένα πουλάκι μου ψιθύρισε πως είναι τα αγαπημένα σου.» ψελλίζει και το χαμόγελο μου πλαταίνει. Αχ, αυτό το πουλάκι.
«Η Claire;» ρωτάω κλείνοντας την πόρτα πίσω μου. Τους κάνω νόημα να κάτσουν και κάθομαι και εγώ δίπλα τους. Η Lyra περνάει μια τούφα πίσω από το αυτί της.
«Θα έρθει όπου να 'ναι. Είχε μια δουλειά πριν.» με ενημερώνει και γνέφω θετικά.
«Οι γονείς σου θα είναι μαζί μας;» ρωτάει η τρίτη της παρέας, ενώ απλώνεται στον καναπέ. Mood.
«Όχι, όχι. Θα βγουν. Βλέπετε έχουν επέτειο γάμου αύριο, και επειδή θα γιορτάσουμε τα γενέθλια μου, θα βγουν σήμερα οι δύο τους.» χαμογελάω σαν χαζή όταν μιλώ για τους γονείς μου. Λιώνουν και οι δύο στα λόγια μου.
«Έέέέλα ρε! Τέλειο, πόσα χρόνια;» τα μάτια της σχεδόν βγάζουν καρδούλες από τα μάτια και η κοπέλα που έχει απλωθεί σαν αστερίας γελάει ελαφρά.
«Δεκαέξι. Δεκαέξι χρόνια γάμου. Παντρεύτηκαν ένα χρόνο μετά τη γέννηση μου, στα γενέθλια μου. Έκαναν γάμο και βάφτιση μαζί.» εξηγώ και αφήνω μια ανάσα. Μακάρι να έχω μια μέρα κάτι σαν αυτό που έχουν εκείνοι.
«Πόσα χρόνια είναι μαζί γενικά;» η Melisa ρωτάει με ενδιαφέρον, κόβοντας στη μέση τις σκέψεις μου. Το σκέφτομαι για λίγο μετρώντας σιωπηλά και έπειτα τις κοιτάω.
«Είκοσι-τέσσερα χρόνια.» δαγκώνω τα χείλη μου μόλις το πω. Η συμμαθήτρια μου στο χορό σχεδόν πνίγεται με την ανάσα της, ενώ η Lyra βάζει το χέρι της στην καρδιά της, αφήνοντας μια ανάσα.
«Εγκεφαλικό.» ψελλίζει η δεύτερη, και η πρώτη ίσα που καταφέρνει να κουνήσει το κεφάλι θετικά. Το κουδούνι χτυπάει και σηκώνομαι για να ανοίξω και στην τέταρτη καλεσμένη μου για σήμερα.
Κατεβάζω το χερούλι και όταν η πόρτα ανοίξει η Γαλλίδα φίλη μου χαμογελάει πλατιά.
«Γειααα! Συγγνώμη που άργησα!» τραβάει τα φωνήεντα και πέφτει στην αγκαλιά μου. Κομπλάρω για λίγο, στη συνέχεια όμως ανταποδίδω.
«Μην ανησυχείς. Έλα, πέρνα μέσα!» μπαίνει διστακτικά και κοιτάζει με θαυμασμό τον χώρο γύρω της. Έπειτα η ματιά της πέφτει στα κορίτσια και τις χαιρετάει χαμογελαστή.
«Καλέ δεν σας ρώτησα, να σας φέρω κάτι; Λίγο νερό, κάποιο χυμό, οτιδήποτε!» κάνω αγχωμένη, που τόση ώρα δεν προσέφερα τίποτα. Ελληνική φιλοξενία και μαλακίες. Άμα είναι ηλίθιος ο άλλος...
«Εγώ δεν θέλω κάτι, μόνο να αφήσω τα πράγματα.» η Claire, ντροπαλή και αμήχανη, ψελλίζει,δείχνοντας μου την τσάντα που κρατάει που, μάλλον, μέσα έχει τις πιτζάμες της. Δεν την έχω ξανά δει έτσι και μου φαίνεται παράξενο, αλλά και αστείο.
«Ναι και εγώ.» συμφωνεί και η Lyra.
«Ωραία τότε, ακολουθήστε με.» σηκώνονται από τον καναπέ και, συζητώντας για το πόσο όμορφο είναι το σπίτι μου, ανεβαίνουμε τις σκάλες.
Κοιτώντας τις, σκέφτομαι πόσο θα ήθελα να ήταν ανάμεσα τους η Αλεξάνδρα. Όλα αυτά τα χρόνια, αυτή τη μέρα την περνούσα μαζί τους. Με εκείνη, την Ξένια και, αργότερα, με τον Νίκο. Μου λείπουν εκείνες οι μέρες, μα από την άλλη νιώθω να τις μισώ. Από ένα σημείο κι έπειτα έχασαν την αθωότητα τους, κι έπαψαν να είναι αληθινές.
«Να, άφησε τα εδώ, στην άκρη.» τους δείχνω τη γωνία δίπλα στο γραφείο και αφήνουν τις τσάντες κοιτώντας γύρω τους.
«Πώς θα κοιμηθούμε;» κάνει την σωστή ερώτηση η Melisa με ένα τρομοκρατημένο, θα έλεγα, βλέμμα, που φαίνεται να μην βάζει τίποτα πάνω από τον ύπνο. Αχ, πολύ φίλη μου.
«Θα βγάλουμε το στρώμα που έχω κάτω από το κρεβάτι, θα βάλω στην άκρη την καρέκλα και θα ξαπλώσουμε δύο και δύο.» τις κατατοπίζω και γνέφουν θετικά. Η Lyra πλησιάζει τη γωνία δίπλα από την μπαλκονόπορτα και σχεδόν χαϊδεύει το αρμόνιο.
«Δεν ήξερα ότι παίζεις μουσικά όργανα.» δεν με κοιτάει όσο μιλάει, συνεχίζει να χαζεύει κιθάρα και το μαύρο αρμόνιο. Ανασηκώνω τους ώμους.
«Ναι...δεν έτυχε.» δεν με ρωτήσατε. Αυτό θέλω να απαντήσω σε όποιον μου λέει αυτή την ατάκα, αλλά νομίζω ακούγεται λιγουλάκι επιθετικό.
«Τέλος πάντων, πάμε κάτω.» μόλις γυρίσω την πλάτη μου ακούγεται ένας ήχος, που σύντομα καταλαβαίνω ότι είναι το κινητό της Claire. Το βγάζει από την τσέπη της και χαμογελάει.
«Ο μπαμπάς μου...» μας ενημερώνει.
«Δεν σε πειράζει να μείνω να μιλήσω, ε;» ψελλίζει κάπως διστακτικά και γελάω, κουνώντας το κεφάλι.
«Όχι, παιδί μου. Με την ησυχία σου.» την καθησυχάζω και με ευχαριστεί με ένα χαμόγελο, σιωπηλά. Ανταποδίδω.
«Άντε, πάμε εμείς.» τις σπρώχνω ευγενικά προς τα έξω και σύντομα κατεβαίνουμε στο σαλόνι, αφήνοντας την να μιλήσει ήσυχα.
Τριτοπρόσωπη αφήγηση.
Η Claire βγαίνει από το δωμάτιο σχεδόν δύο λεπτά μετά, σκουπίζοντας τα μάτια της. Έχουν κοκκινίσει και την τσούζουν ελαφρά, οπότε, πρώτη της σκέψη είναι να βρει το μπάνιο, ώστε να ρίξει λίγο κρύο νερό στο πρόσωπο της.
Η πόρτα του δωματίου απέναντι από αυτό της Αυγής είναι ελαφρώς ανοιχτή, αυτό έχει ως αποτέλεσμα να καταλάβει πως, προφανώς, δεν είναι το μπάνιο. Κοιτάει γύρω της και βλέπει, στα αριστερά της, ακόμα δύο πόρτες. Ρουφώντας τη μύτη της περπατάει προς την πρώτη.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, η πόρτα του μπάνιου ανοίγει και ο Πέτρος, φορώντας μόνο μια κόκκινη πετσέτα τυλιγμένη γύρω από την μέση του, σταματάει απότομα το βήμα του, όταν η κοπέλα σχεδόν συγκρουστεί πάνω του. Την πιάνει από τα μπράτσα όταν παραπατήσει, και την κρατάει σταθερή.
Η ανάσα της σταματάει. Τα δύο γαλαζοπράσινα μάτια που την καρφώνουν την κάνουν να ξεροκαταπιεί και η πρώτη της σκέψη, είναι ότι θα τα αναγνώριζε παντού.
«Εε...συγγνώμη...» ψελλίζει σαστισμένη, περνώντας μια τούφα πίσω από το αυτί της. Ρίχνει το βλέμμα της ντροπαλά προς τα κάτω, δεν τα αντέχει να τον κοιτάει στα μάτια. Ωστόσο, όταν συνειδητοποιήσει ότι είναι τυλιγμένος με μια πετσέτα, σηκώνει απότομα το βλέμμα της και το στρίβει στον τοίχο δεξιά της. Κοκκινίζει.
Ο Πέτρος θέλει να γελάσει τόσο δυνατά με το τραγικό της κατάστασης, μα ταυτόχρονα ντρέπεται και εκείνος, ίσως περισσότερο από την κοπέλα! Βρίζει τον εαυτό του που δεν έβαλε το μπουρνούζι, κι ακόμα περισσότερο τον βρίζει επειδή δεν μπορούσε να περιμένει δέκα λεπτά, ώσπου να τελειώσει η όμορφη σύζυγος του από το μπάνιο του δωματίου τους.
«Εγώ συγγνώμη. Εσύ, αν δεν κάνω λάθος, είσαι η Claire.» ψελλίζει ξεροβήχοντας. Ξαφνιάζεται που το θυμάται, ενώ παράλληλα σκέφτεται πόσο όμορφα ακούγεται όταν βγαίνει από τα χείλη του. Περνάει ακόμα μια τούφα πίσω από το αυτί της νευρικά, και του χαμογελάει αχνά.
«Ναι...ακριβώς.» καταπίνει αργά.
«Να τη χαίρεστε, να τη δείτε όπως επιθυμείτε.» του εύχεται για την κόρη του, ενώ κοιτάει οπουδήποτε αλλού μπορεί εκτός από αυτών. Ντρέπεται πολύ. Της χαμογελάει και αυτός. Είναι μικρό και αδιάφορο αυτό το χαμόγελο, μα η ζημιά που επρόκειτο να προκαλέσει είναι μεγάλη και καταστροφική.
«Σε ευχαριστώ πολύ κορίτσι μου, και εσύ ό,τι επιθυμείς.» εύχεται, μετατοπίζοντας το βάρος του από το ένα πόδι στο άλλο. Αισθάνεται άβολα, και το αποδίδει στο, σχεδόν, γυμνό του κορμί. Κουνάει το κεφάλι της θετικά.
«Πάω κάτω εγώ...και πάλι συγγνώμη.» αυτή τη φορά κοιτάει τα μάτια του. Το χρώμα τους τη λαβώνει και για λίγο κρατάει την ανάσα της.
«Ναι...και εγώ πάω στο...στο δωμάτιο!» της δείχνει με το χέρι του το δωμάτιο πίσω της, χωρίς κανένας από τους δύο να κοιτάξει. Ξεφυσάει.
Κάνει ένα βήμα στ' αριστερά, την ίδια στιγμή που κάνει κι εκείνη ένα. Γυρίζει στα δεξιά, η ιστορία επαναλαμβάνεται, όσο ψελλίζουν, χωρίς σταματημό, συγγνώμη ο ένας στον άλλον. Η λέξη άβολο είναι πολύ μικρή για να περιγράψει το συναίσθημα που νιώθουν.
Την πιάνει απαλά από τους ώμους και μένει να την κοιτάει για ένα δευτερόλεπτο. Την κρατάει σταθερή, κι έπειτα συνεχίζει τη διαδρομή του. Μπαίνει στο δωμάτιο με γρήγορα βήματα και αφήνει μια ανάσα, τη στιγμή που η γυναίκα του του χαμογελάει τρυφερά όσο βάφεται.
Η Claire στηρίζει την πλάτη της στον τοίχο πίσω και παίρνει κι αυτή μια ανάσα. Γελάει νευρικά, σκεπτόμενη πόσο καλά ξεκίνησε κι αυτή η βραδιά. Περνάει τα χέρια της μέσα από τα μαλλιά της και κατεβαίνει, επιτέλους, στο σαλόνι, όπου και βρίσκει τα κορίτσια να κάθονται χαλαρά. Κάθεται κι εκείνη στον μαύρο καναπέ, δίπλα στην Lyra.
«Καλώς την! Όλα καλά;» ρωτάει η οικοδέσποινα, κοιτώντας την με νόημα. Δεν ξέρει γιατί, μα η Γαλλίδα νιώθει την ανάγκη να σκύψει το κεφάλι για μερικά δευτερόλεπτα. Έπειτα, σηκώνει το βλέμμα της και χαμογελάει.
«Ναι, όλα καλά!» απαντάει νευρικά, πιάνοντας ένα πατατάκι από το μπολ μπροστά της. Τα κορίτσια γνέφουν θετικά και για να μην την φέρουν σε δύσκολη θέση, εξάλλου αν θέλει να πει κάτι ξέρει ότι μπορεί να το κάνει.
«Θα παίξουμε τίποτα, ε;» ρωτάει η Melisa πίνοντας λίγη από την pepsi της και η Αυγή χαμογελάει πλατιά, πίνοντας και αυτή από την δική της.
«Εννοείται θα παίξουμε, απλώς περιμένω να φύγουν πρώτα οι δικοί μου για να είμαστε πιο άνετα.» απαντάει. Η Claire, σχεδόν ασυναίσθητα, τεντώνει τ' αυτιά της.
«Δεν θα κάτσουν εδώ;» η απορία της είναι αγνή και δεν κρύβει κάποια βαθύτερη απορία, ή επιθυμία. Τουλάχιστον, όχι ακόμα.
«Όχι, θα βγουν για να γιορτάσουν την επέτειο γάμου τους. Αυτό λέγαμε και πριν με τα κορίτσια.» την ενημερώνει και νιώθει πανευτυχής για την οικογένεια της. Η κοπέλα γνέφει θετικά.
«Πόσα χρόνια; Αν επιτρέπεται.» ψελλίζει κάπως ντροπαλά. Λατρεύει τους ανθρώπους που ζουν ερωτευμένοι σαν πρώτα, μετά από τόσα χρόνια. Τους θαυμάζει πολύ.
«Δεκαέξι.» δαγκώνει τα χείλη χαμογελαστή κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ο ήχος από τις μπεζ δεκάποντες γόβες της Θάλειας ακούγεται να πλησιάζει. Κατεβαίνει τις σκάλες με άνεση και αέρα και, χωρίς καμία προσπάθεια, τραβάει τα βλέμματα.
Όταν φτάσει στο τελευταίο σκαλί, χαμογελάει. Φοράει μια μαύρη ολόσωμη παντελόνα με έναν ώμο και στο χέρι της κρατάει ένα άσπρο παλτό και μια, επίσης μπεζ, τσάντα. Με ευκολία μπορεί να διακρίνει κανείς ένα μικρό φούσκωμα, και η κόρη της σχεδόν απορεί πώς δεν το είδε νωρίτερα!
Τα μαλλιά της πέφτουν στους ώμους της πιο ίδια από ποτέ, ενώ τα δύο μαργαριτάρια στ' αυτιά της την κάνουν να δείχνει ακόμα πιο γλυκιά.
«Γειά σας κορίτσια μου! Είμαι η Θάλεια.» χαμογελαστή και ήρεμη, απλώνει το χέρι της και συστήνεται στα κορίτσια, ξεκινώντας από την Claire και τελειώνοντας στη Melisa, μια προς μια της εύχεται τα καλύτερα για την Αυγή. Η πρώτη την κοιτάζει με θαυμασμό, είναι πολύ ωραία γυναίκα.
«Είστε πολύ όμορφη.» η Lyra της κάνει κοπλιμέντο και γελάει γλυκά.
«Κι εσείς είστε πανέμορφες! Μόνο κάντε μου μια χάρη, να μου μιλάτε στον ενικό. Ο πληθυντικός με σκοτώνει.» ζητάει και τα κορίτσια γελάνε πνιχτά, αλλά εν τέλει συμφωνούν. Ας κάνουν κι αλλιώς.
Ο Πέτρος κατεβαίνει στο σαλόνι και η όποια συζήτηση σταματάει. Κοιτάει τη γυναίκα του και χαμογελάει.
«Άντε βρε Πέτρο μου μια ώρα, ούτε στο γάμο μας τόση ετοιμασία.» κλείνει το μάτι παιχνιδιάρικα στα κορίτσια που αμέσως γελάνε, ενώ ο σύζυγος της την κοιτάει τάχα προσβεβλημένος.
«Νομίζεις! Στο γάμο μας έκανα περισσότερα, αλλά βέβαια, που να το ξέρεις; Όταν ήρθες εσύ ήταν όλα έτοιμα, ρώτα κι εμένα που σε περίμενα τρία τέταρτα! Γειά σας κορίτσια!» γκρινιάζει χαιρετώντας παράλληλα τις καλεσμένες της κόρης του. Το γέλιο της μαλακώνει κι άλλο την έκφραση του. Είναι αλήθεια, η Θάλεια την ημέρα του γάμου τους άργησε σαράντα-πέντε λεπτά με το ρολόι! Και θα αργούσε κι άλλο, αλλά εκτός από τον, τότε, μέλλοντα σύζυγο της, στην εκκλησία την περίμενε και η κόρη τους, την οποία αδημονούσε να δει.
«Έλα μωρέ γκρινιάρη, άξιζε η αναμονή, δεν άξιζε;» επιστρατεύει όλη της τη γοητεία στο χαμόγελο που του δίνει. Τυλίγει το χέρι του γύρω από την μέση της και την φέρνει κοντά του αργά.
«Και με το παραπάνω.» σχεδόν ψιθυρίζει, αφήνοντας ένα μικρό φιλί στην άκρη των χειλιών της. Τα κορίτσια ανταλλάσσουν ένα βλέμμα, όλο ρομαντισμό, μεταξύ τους. Η Θάλεια κοκκινίζει σαν πρωτάρα έφηβη, νιώθει πως δεν θα χαθεί ποτέ αυτή η αθωότητα που υπάρχει στο μεταξύ τους.
«Τέλος πάντων, πάμε εμείς γιατί θα χάσουμε την κράτηση.» ξεροβήχει, προσπαθώντας να αποβάλλει το κοκκίνισμα. Ο σύζυγος της γελάει απαλά, όμως είναι δύο οι καρδιές που σταματούν.
Η Claire, που έχει παρακολουθήσει με πρωτοφανές ενδιαφέρον όλη αυτή την σκηνή, νιώθει να χάνεται στον τρόπο που κοιτάει ο Πέτρος τη γυναίκα του. Ενδόμυχα νιώθει να ζηλεύει, μα δεν μπορεί ούτε η ίδια να αποφασίσει αν είναι η ζήλεια του θαυμασμού, ή η άλλη... αυτή που καταστρέφει τα πάντα στο πέρασμα της.
«Κορίτσια μου, χάρηκα που σας γνώρισα. Να περάσετε καλά και να προσέχετε! Να νιώθετε πολύ άνετα εδώ, αν θέλετε κάτι να σηκωθείτε να το πάρετε, ή να το ζητήσετε, μην ντραπείτε! Να κλείσετε το σπίτι όταν ανεβείτε στο δωμάτιο, κι αν μπορείτε μην κάνετε τρομερή φασαρία όταν πάει έντεκα. Αυγή, αν γίνει κάτι να με πάρεις τηλέφωνο!» φλυαρεί ακατάπαυστα, όσο ο Πέτρος την σπρώχνει μαλακά προς την πόρτα κάνοντας γκριμάτσες, που κάνουν τα κορίτσια να ξεκαρδιστούν.
«Γειά σας κορίτσια, να προσέχετε.» μιλάει κι εκείνος λίγο πριν κλείσει την πόρτα. Όταν κλείσει τα κορίτσια μοιράζονται από ένα πονηρό βλέμμα, με ένα μικρό γέλιο.
«Ας ξεκινήσει το πάρτυ.» η Melisa, τρίβοντας τα χέρια της σατανικά, ανασηκώνει τα φρύδια πονηρά.
(...)
Η ώρα έχει πάει δώδεκα παρά ένα. Η Θάλεια σηκώνει αργά το ποτήρι με το κόκκινο κρασί. Χαριστικά την άφησε να πιει ένα ποτήρι, κι αυτό λόγω της ημέρας. Είναι όμως κάτι που την κάνει πιο χαλαρή. Τον κοιτάει στα μάτια και του χαμογελάει λάγνα.
«Σε εμάς.» εύχεται και πίνει μια γουλιά από το ποτό. Της χαμογελάει ερωτευμένα και χαϊδεύει απαλά την ανάστροφο της παλάμης της.
«Σε εμάς, μωρό μου.» ψελλίζει κι εκείνος, πίνοντας λίγο από το κρασί του. Τη χαζεύει. Είναι τόσο όμορφη η γυναίκα του, δροσερή, εντυπωσιακή και, κυρίως, σπάνια. Τόσο σπάνια που ξέρει πως είναι ο πιο τυχερός άνθρωπος στον κόσμο.
Κοιτάει το κινητό του. Δώδεκα ακριβώς. Η μέρα άλλαξε.
Αφήνει το ποτήρι του ξανά κάτω. Της χαμογελάει παιχνιδιάρικα και ανταποδίδει το κοίταγμα με μια δόση απορίας. Βάζει το χέρι του στην τσέπη και βγάζει ένα κόκκινο βελούδινο κουτί. Ξαφνιάζεται.
«Τίποτα από αυτά που μπορώ να σου προσφέρω, ή να σου πω δεν είναι αρκετά για να σου δείξω πόσο σ' αγαπάω Θάλεια μου, μου χαρίζεις καθημερινά μια ζωή που θα σκότωναν πολλοί για να την έχουν και σε ευχαριστώ γι'αυτό. Μου χάρισες πριν δεκαεπτά χρόνια την όμορφη κόρη μας, και τώρα προσθέτεις στην οικογένεια μας ακόμα ένα μωρό...» κάνει μια παύση και ανοίγει το κουτί. Μέσα του, μέχρι πριν λίγο, κρυβόταν ένα σετ Ροζέτα-δάκρυ. Τόσο το κολιέ, όσο και το δαχτυλίδι με τα σκουλαρίκια την κάνουν να μείνει με το στόμα ανοιχτό.
Το ρουμπίνι είναι πανέμορφο και δεν μπορεί να μη σκεφτεί πόσο μεγάλη είναι η κίνηση του. Σηκώνεται από τη θέση του και την πλησιάζει, παραμερίζοντας τα μαλλιά της, ώστε να της φορέσει το κολιέ.
«Τριάντα-οκτώ χρόνια γνωριμίας, είκοσι-τέσσερα σχέσης και δεκαέξι γάμου. Όλη μας τη ζωή. Όλη μας τη ζωή, Θάλεια μου, τη γεμίζεις με χρώμα και αγάπη και εύχομαι να σε κάνω έστω το μισό ευτυχισμένη από αυτό που με κάνεις εσύ.» ψιθυρίζει στο αυτί της, αφήνοντας ένα φιλί στη βάση του λαιμού της. Ένα δάκρυ κυλάει στο μάγουλο της και το σκουπίζει απαλά.
Γυρίζει το κεφάλι της και τον κοιτάει. Του χαμογελάει πλατιά και εκείνος σκύβει λίγο για να την φιλήσει. Το φιλί κρατάει λίγο, μα είναι αρκετό για να κάνει την καρδιά της να σταματήσει. Η ίδια επιρροή μετά από τόσα χρόνια.
Κάθεται ξανά στη θέση του. Εκείνη ξεροβήχει για να διώξει την συγκίνηση. Πίνει ακόμα μια γουλιά από τον κρασί της.
«Το δικό μου το δώρο θα σου το δώσω στο σπίτι. Είναι πιο...προσωπικό.» του κλείνει το μάτι παιχνιδιάρικα, και ο σύζυγος της ανασηκώνει τα φρύδια έκπληκτος. Σκύβει λίγο προς το μέρος της.
«Να ρωτήσω τι είναι;» ρωτάει αισθησιακά. Σκύβει και εκείνη με ένα ερωτικό μειδίαμα.
«Αυτό που κρύβεται κάτω από την παντελόνα και...πληροφοριακά, η παντελόνα καλύπτει μόνο το δέρμα μου.» ψιθυρίζει. Τα μάτια του γουρλώνουν και το στόμα του ανοίγει διάπλατα.
«Εννοείς ότι...» αφήνει τη φράση του μετέωρη. Του γελάει λάγνα, απομακρύνεται και κάτι βγάζει στα κρυφά από την τσάντα της. Κοιτάει κλεφτά τριγύρω, κι όταν βεβαιωθεί ότι δεν τους κοιτάει κανένας εμφανίζει διακριτικά ένα μαύρο δαντελωτό εσώρουχο.
Αναφωνεί έκπληκτος στη σκέψη ότι δεν φοράει εσώρουχο, όμως νιώθει να παίρνει φωτιά και μόνο στην εικόνα της να βγάζει αργά το ρούχο. Ή, μάλλον, να της το βγάζει. Η γυναίκα του απόψε είναι έτοιμη για όλα.
«Τολμηρό. Ποια είσαι εσύ και τι έκανες στο ντροπαλό δεκατετράχρονο κορίτσι που ερωτεύτηκα;» μοιάζει θιγμένος, μα μπορεί να διακρίνει το ικανοποιημένο του βλέμμα πίσω από τη μάσκα.
«Εδώ είναι μωρό μου. Είμαι το ίδιο κορίτσι.» τον επιβεβαιώνω, χαϊδεύοντας το χέρι του. Το πιάνει απαλά και το φέρνει κοντά στα χείλη του, αφήνοντας ένα απαλό φιλί στους κόμπους των δαχτύλων της.
«Ανυπομονώ να πάμε στο σπίτι τότε.» η καρδιά της χτυπάει δυνατά στα λόγια του.
'Κι εγώ μωρό μου, κι εγώ.'
(...)
Τα κορίτσια, που έχουν ανέβει πλέον στο δωμάτιο, γελάνε χωρίς σταματημό η μια πάνω στην άλλη, μισό ζαλισμένες. Η Melisa είχε την ιδέα να παίξουν never have i ever, όπως είπε "ήταν μια καλή ευκαιρία να γελάσουν και να γνωριστούν". Έτσι κι έγινε.
Η Lyra, έχει κλείσει μόνο ένα από τα δάχτυλα της, όπως αποδείχτηκε είναι η λιγότερο τολμηρή της παρέας, η Αυγή έχει κλείσει τρία από τα πέντε, ενώ στην Claire και την Melisa, έχει μείνει από ένα δάχτυλο. Όποια έχανε, έπρεπε να πιει μια γουλιά από το τζιν και να συνεχίσει το παιχνίδι από την αρχή.
«Σοβαρά περπάτησες με τα εσώρουχα σε όλη του τη γειτονιά;» ρωτάει τσιριχτά σκουπίζοντας τα δάκρυα από τα μάτια της, και η Claire γνέφει θετικά γελώντας ακόμα με την ανάμνηση.
«Μπορούσα να κάνω κι αλλιώς; Δεν είναι να βάζεις στοιχήματα μαζί του.» απαντάει και παίρνει μια ανάσα.
«Άντε, συνεχίζουμε.» χτυπάει παλαμάκια ρυθμικά και η εορτάζουσα πιάνει το κινητό στα χέρια της.
«Ποτέ δεν έχω κάνει...προκαταρκτικά σε δημόσιο χώρο.» διαβάζει προσεκτικά. Κατεβάζει ντροπαλά ένα δάχτυλο μένοντας με δύο και μαζί της, κατεβάζει και η Melisa η οποία χάνει και αυτή τη φορά.
«Άντε βρε, στην υγειά μας!» σηκώνει το μπουκάλι και τα κορίτσια γελάνε.
«Λέγε εσύ, ακούω εγώ.» την προτρέπει να συνεχίσει, ενώ κάνει κινήσει να πιει την καθιερωμένη γουλιά, ανοίγοντας από την αρχή πέντε δάχτυλα.
«Ποτέ δεν έχω κάνει...σεξ με παπούτσια.» η Melisa, ακόμα δεν πρόλαβε να χάσει κλείνει ένα δάχτυλο, με το μπουκάλι ακόμα στο στόμα! Τα κορίτσια γελάνε νευρικά και τρανταχτά, κι αυτό έχει ως αποτέλεσμα να γελάσει και η κοπέλα η οποία σχεδόν πνίγεται με το ποτό.
«Απίστευτη!» σχολιάζει μέσα από το γέλιο της, ενώ κάνει αέρα στον εαυτό της. Δεν ξέρει αν είναι τα καλύτερα γενέθλια της, αλλά σίγουρα
«Εγώ να πω κάτι;» ρωτάει η Claire μόλις σταματήσει να γελάει. Η οικοδέσποινα γνέφει θετικά και της χαμογελάει πλατιά.
«ΧΡΌΝΙΑ ΠΟΛΛΆ! Ό,ΤΙ ΕΠΙΘΥΜΕΊΣ!» ουρλιάζει και ταυτόχρονα αρχίζουν να της εύχονται όλες μαζί. Τσιρίζει κι αυτή ενθουσιασμένη.
Την αγκαλιάζουν μια-μια χωρίς να σταματήσουν τις ευχές. Ο ήχος κλήσης του messenger τις αναγκάζει να σταματήσουν. Είναι η Αλεξάνδρα. Η Αυγή το σηκώνει και ένας καταιγισμός ευχών συνοδεύεται από την τσιριχτή, αλλά γεμάτη συγκίνηση φωνή της καλύτερης της φίλης.
Η συνομιλία τους κρατάει πέντε λεπτά, με την υπόσχεση να κάνουν μεγάλη κλήση την επόμενη μέρα. Όταν η κοπέλα κλείσει το τηλέφωνο, μένει να κοιτάει την οθόνη της με μάτια βουρκωμένα. Η Lyra το παρατηρεί.
«Εε, τι έπαθες τώρα βρε χαζό;» τη σκουντάει απαλά. Της χαμογελάει ανασηκώνοντας τους ώμους.
«Μου λείπει.» ψελλίζει απαλά, παίρνοντας μια ανάσα. Νιώθει την ανάγκη απλά να κάτσουν σε ένα παγκάκι, και να μιλάνε για ώρες! Τα κορίτσια ανταλλάσουν ένα βλέμμα κατανόησης. Η Claire ξεροβήχει.
«Άλλο θέμα! Θα βρεθείς με τον Lucas αύριο;» η ερώτηση της κάνει τις τρεις κοπέλες να την κοιτάξουν με ανυπομονησία. Χαμογελάει παιδικά.
«Ναι, είπαμε να συναντηθούμε αύριο και να περάσουμε μαζί το απόγευμα.» τους εξηγεί, αφήνοντας μια ανάσα που επρόκειτο να κοπεί στα επόμενα δευτερόλεπτα.
«Ναι, έτσι είπαμε! Αλλά δεν μπορώ να περιμένω μέχρι αύριο να σου πω τα χρόνια πολλά!» η φωνή του τις κάνει να ουρλιάξουν φρικαρισμένες και, έπειτα, να του πετάξουν μερικά μαξιλαράκια έξαλλες.
Ο Lucas, στέκεται με άνεση στην κάσα της πόρτας, έχοντας σταυρώσει τα χέρια κάτω από το στήθος και με ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλη.
«Τι κάνεις εδώ; Πώς μπήκες;» πετάγεται όρθια και τον πλησιάζει με μάτια γουρλωμένα. Χαίρεται που τον βλέπει, όμως και μόνο στη σκέψη να γυρίσουν οι γονείς της αυτή τη στιγμή παθαίνει το ένα εγκεφαλικό πίσω από το άλλο.
Την τραβάει στην αγκαλιά του και αφήνει ένα σβουρηχτό φιλί στα μικρά της χείλη. Τα γόνατα της σχεδόν λύνονται.
«Σου είπα να κλείνεις την πόρτα της κουζίνας, γουρουνάκι, αλλά δεν μ' άκουσες.» φαίνεται να την μαλώνει, αλλά το τρυφερό του άγγιγμα στο μάγουλο της δείχνει απλώς ότι νοιάζεται. Του χαμογελάει πλατιά, όμως παρατηρεί τα μάτια του. Είναι και πάλι κόκκινα.
«Χρόνια σου πολλά, μωρό μου. Να είσαι πάντα, μα πάντα υγιής και ευτυχισμένη. Και μακριά από μαλακίες.» της τονίζει. Ξέρουν και οι δύο ότι αναφέρεται στα ναρκωτικά.
«Ευχαριστώ.» ψελλίζει ντροπαλά. Κερδίζει ακόμα ένα φιλάκι που την λιώνει. Την κάνει να νιώθει ευτυχισμένη. Κάθε φόβος φεύγει μ' αυτό το φιλί. Η Lyra μαζεύεται στη θέα τους.
«Έλα ρε Lucas, γιατί ήρθες; Τώρα θα έφερνα τον μπάτσο για το στριπτίζ!» παραπονιέται η Melisa κοροϊδεύοντας τον και της κάνει ένα κωλοδάχτυλο μισοκλείνοντας τα μάτια. Εννοείται την έχει ικανή να το κάνει.
«Άμα σ' αρπάξω από το μαλλί, θα σου πω εγώ.» την αποπαίρνει και του βγάζει τη γλώσσα. Η Αυγή γελάει, όπως και η Claire.
«Μωρό μου, θέλω πολύ να κάτσεις, αλλά, ειλικρινά, πρέπει να φύγεις. Οι δικοί μου μπορεί να επιστρέψουν από στιγμή σε στιγμή.» ψελλίζει αγχωμένη. Της περνάει μια τούφα πίσω από το αυτί και χαϊδεύει λιγάκι το κόκκινο μάγουλο της.
«Μην μου ανησυχείς, θα φύγω τώρα. Μόνο για τα χρόνια πολλά ήρθα, και για να σε δω.» της εξηγεί. Αν μπορούσε να λιποθυμήσει, θα ήταν ήδη στο πάτωμα!
«Ωραία, έλα να σε κατεβάσω κάτω.» τον τραβάει από το χέρι βιαστικά και, ίσα που προλαβαίνει να αποχαιρετήσει τα κορίτσια. Αυτή η κοπέλα είναι η επιτομή του άγχους, μα το λατρεύει.
Τρέχουν μέχρι την κουζίνα σαν τους κλέφτες και η κοπέλα του ανοίγει αμέσως την πόρτα. Τον κοιτάει με μάτια που λάμπουν, και εκείνη ακριβώς τη στιγμή μια ανάγκη φωλιάζει μέσα του. Η ανάγκη να βλέπει τα μάτια της να λάμπουν κάθε πέρα που περνάει.
«Σε ευχαριστώ που ήρθες, και συγγνώμη που σε διώχνω έτσ-» τα λόγια της διακόπτονται από τα χείλη του. Την κολλάει στην ανοιχτή πόρτα και τυλίγει τα χέρια του γύρω από τη μέση της. Χάνει τη γη κάτω από τα πόδια της.
Έξω το σκοτάδι είναι πυκνό, μα η παρουσία του τα κάνει όλα πιο φωτεινά στα μάτια της. Ξέρει τι σημαίνει αυτό, μα φοβάται· φοβάται σαν τρελή να το παραδεχτεί.
Το φιλί ξεχειλίζει πάθος και της κόβει την ανάσα. Η γλώσσα του παίζει με μαεστρία με τη δική της και, για ακόμα μια φορά, αναρωτιέται τι άλλο μπορεί να κάνει με αυτή. Όταν απομακρυνθεί, την αφήνει να στέκεται ζαλισμένη στην πόρτα.
«Θα τα πούμε αύριο. Καληνύχτα.» υπόσχεται με το γνωστό του πλάγιο χαμογελάκι, και χάνεται στο μαύρο της νύχτας. Χαμογελάει ερωτευμένα.
«Κα..καληνύχτα...» τραυλίζει χαμένη. Έχει ήδη φύγει. Μένει να κοιτάει την πίσω αυλή σαν χαζή. Υψώνει το χέρι της στο ύψος της καρδιάς της που χτυπάει σαν τρελή.
Το νιώθει, εκεί. Στην παλλόμενη καρδιά της, στις ανάσες που έχουν κοπεί. Το ξέρει πια, και δεν μπορεί να το αρνηθεί.
Κάτι έχει αλλάξει.
(...)
«Πέτρο...» ψελλίζει μέσα από τις ανάσες της. Εύχεται να μην ακούστηκε καθόλου. Η ώρα ήταν δύο παρά όταν γύρισαν στο σπίτι. Όλα τα φώτα ήταν κλειστά και τα κορίτσια είχαν κοιμηθεί. Η ησυχία που κάλυπτε το σπίτι, ήταν σχεδόν ανακουφιστική για τ' αυτά της εγκυμονούσας. Και τώρα, σχεδόν μια ώρα μετά, ο μόνος ήχος που ακούγεται μέσα στο σπίτι περιορίζεται στο ευρύχωρο δωμάτιο, και αποτελείται από πνιχτούς ήχους και βογγητά.
«Τώρα μωρό μου.» την καθησυχάζει, χαϊδεύοντας τα μαλλιά της. Το νιώθει ότι είναι κοντά. Τα πόδια της έχουν τεντωθεί και το σώμα της σπαρταράει, όπως πάντα, σαν το ψάρι. Το να την κάνει δική του δεν είναι κάτι που γίνεται για την ευχαρίστηση, και οι δύο νιώθουν ότι οι καρδιές τους μπλέκονται κάθε φορά κι από λίγο, αν αυτό είναι εφικτό!
Δαγκώνει τα χείλη της και πιέζει τα νύχια της στην πλάτη του. Τον πρώτο καιρό, οι νυχιές σημάδευαν το πίσω μέρος του λαιμού του, ωστόσο κατάλαβε πως ήταν κάτι που δεν του άρεσε και το άλλαξε. Έχουν μάθει ο ένας το σώμα του άλλου τόσο καλά πια, που η Θάλεια απορεί πως δεν κατάλαβε ο Πέτρος της νωρίτερα για την εγκυμοσύνη.
Φιλάει το λαιμό της και, δύο ωθήσεις αργότερα, τελειώνει μέσα της και εκείνη γύρω του, ταυτόχρονα. Μένει εκεί για μερικά δευτερόλεπτα, και όταν σηκώσει το κεφάλι του από το λαιμό της, έρχεται αντιμέτωπος με το, γεμάτο ικανοποίηση, βλέμμα της. Του χαμογελάει όπως τότε, την πρώτη τους φορά. Κι ας ήταν το πρόσωπο της βουτηγμένο στα δάκρυα, αυτό το χαμόγελο ήταν από 'κείνα που ξέρει πως δεν θα ξεχάσει ποτέ.
Ξαπλώνει δίπλα της και την βάζει στην αγκαλιά του, αφού πρώτα τη σκεπάσει με το πάπλωμα. Εκείνη, εισπνέοντας λίγο από το άρωμα του, αφήνει ένα φιλί στο στέρνο του.
«Πέτρο μου;» κάνει με νάζι.
«Μμμ;»
«Δίψασα.» γελάει απαλά όταν την ακούσει. Ρίχνει το βλέμμα του πάνω της.
«Χυμό βύσσινο;» μαντεύει και κουνάει το κεφάλι πολύ γρήγορα, θετικά. Αναστενάζει. Αφήνει ένα απαλό φιλί στο μέτωπο της και, βάζοντας το μποξεράκι του, σηκώνεται με προορισμό την κουζίνα.
Η Claire κατεβαίνει στο σαλόνι όσο πιο αθόρυβα μπορεί και περπατάει αργά ως την κουζίνα. Το λευκό τιραντάκι με το μαύρο σορτάκι που έχει για τον ύπνο, σε συνδυασμό με τη δίψα που την έπιασε ξαφνικά, σε σημείο να ξυπνήσει, την ζορίζουν και την κάνουν να ζεσταίνεται.
Ο ανοιχτός, αλλά χαμηλός, φωτισμός ανάμεσα στην κουζίνα και την σκάλα τη βοηθάει στη διαδρομή της χωρίς να χαθεί, ή να χτυπήσει. Μπαίνει στην κουζίνα και πλησιάζει στην τύχη ένα ντουλάπι. Προς μεγάλη της έκπληξη, βρίσκει αμέσως τα ποτήρια, μα για κακή της τύχη είναι στο δεύτερο ράφι.
Ξεφυσάει.
«Την τύχη μου...» ψιθυρίζει απηυδισμένη. Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να ρίξει κάποιο ποτήρι και να δημιουργήσει αναστάτωση.
Χωρίς άλλη καθυστέρηση, τεντώνει το κορμί της προκειμένου να πιάσει ένα από τα ποτήρια, μα ίσα που καταφέρνει να το αγγίξει. Προσπαθεί κι άλλο, τραβώντας όσο πιο απαλά μπορεί προς τα έξω. Ένα δευτερόλεπτο πριν καταφέρει να το πιάσει, ένα σώμα κολλάει σχεδόν πίσω από το δικό της και πιάνει το σκεύος για εκείνη.
Η ανάσα της βαραίνει στην θερμή που την αγκαλιάζει και για ένα δευτερόλεπτο την απολαμβάνει. Γυρίζει το σώμα της αργά και τον βλέπει. Σε όλο του το μεγαλείο, στέκεται ημίγυμνος μπροστά της ο Πέτρος. Τείνει το καταραμένο ποτήρι προς το μέρος της.
«Ορίστε.» ψελλίζει. Το βλέμμα του είναι πέρα για πέρα σοβαρό.
Απλώνει το χέρι της να το πιάσει, όμως κατά λάθος αγγίζει το δέρμα του. Ο ηλεκτρισμός που τη διαπερνά είναι αφυπνιστικός, και κάτι που την τρομάζει.
«Ευχαριστώ.» ψιθυρίζει. Τα χείλη της απέχουν μερικά εκατοστά από τα δικά του, και κάθε βρώμικη σκέψη που εισχωρεί στο μυαλό της την κάνει να αισθανθεί σαν την τελευταία πόρνη του δρόμου, κι ας μην είναι.
Ο άνδρας κάνει ένα βήμα πίσω και επιτέλους η κοπέλα ανασαίνει ξανά. Η καρδιά της, ωστόσο, χτυπάει ακόμα σαν τρελή.
Πλησιάσει το ψυγείο, παίρνει τον χυμό για τη γυναίκα του και χωρίς καμία κουβέντα, ανεβαίνει ξανά στο δωμάτιο, αφήνοντας την κοπέλα να κοιτάζει σαστισμένη τη μορφή του να χάνεται.
Όταν κλείσει την πόρτα πίσω του, η γυναίκα του του χαμογελάει πλατιά. Της δίνει το μπουκάλι και κάθεται ξανά αμίλητος στο κρεβάτι.
«Σε ευχαριστώ μωρό μου.» αφήνει ένα φιλί στα χείλη του και πίνει απευθείας μια γενναιόδωρη γουλιά από τον χυμό. Η καρδιά του αυτή την φορά δεν χτυπάει δυνατά, μόνο κάνει ένα απαλό χτύπημα.
Της χαμογελάει αχνά, και η Θάλεια το αποδίδει στο ότι είναι κουρασμένος. Μένει να την χαζεύει για λίγο. Η γυναίκα του, ομορφαίνει τη ζωή του εδώ και τριάντα-οκτώ χρόνια και νιώθει τυχερός γι'αυτό, όμως τον διαλύει η σκέψη ότι αυτή τη στιγμή, το μυαλό του ταξιδεύει στην όμορφη Γαλλίδα στην κουζίνα του.
Είναι πλέον φανερό, κι ας τρέμει να το παραδεχτεί μέχρι και στον εαυτό του.
Κάτι έχει αλλάξει.
Γειά σας κοτοπουλάκια μου!🐥
Τι κάνετε; Πώς είστε;
Ελπίζω καλά.
Θα έκανα τα πάντα για να έχω πίσω αυτά τα 58 σχόλια στο "κάτι έχει αλλάξει", μη ειρωνικά.
Χριστέ μου έχουν περάσει τόσοι μήνες και εγώ ακόμα σκέφτομαι το ίδιο: π ε θ α ί ν ω να δω την έκφραση σας όταν διαβάσατε τη φράση "σε όλο του το μεγαλείο, στέκεται ημίγυμνος μπροστά της...ο Πέτρος".
ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ ΝΑ ΓΙΑΤΊ ΜΕ ΕΚΔΙΚΕΊΤΑΙ ΤΌΣΟ ΆΣΧΗΜΑ ΤΟ ΚΆΡΜΑ.
Παιδιά ελάτε τώρα, δεν το είχατε δει να έρχεται και ήταν μπροστά στα μάτια της. Όπως και πολλά άλλα, όμως αυτό είναι για άλλο κεφάλαιο🤭
ΨΥΧΡΑΙΜΊΑ ζητάω πάντως. Δεν έχει γίνει τίποτα. Είναι όλα καλά.
Αυτά.
Αν σας άρεσε το κεφάλαιο ψηφίστε και σχολιάστε.
Αντιιιιοοοοςςςς🥰🍟
-Δέσπ.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro