18. Η ομορφιά κρύβεται στ' απλά.
~Οι απλές καθημερινές χαρές είναι το τελευταίο καταφύγιο των πολυσύνθετων ανθρώπων.~
•Όσκαρ Ουάιλντ.
Αυγή.
«Ε, ο Μπεν είναι mood.» σχολιάζω γελώντας, αφού τελειώσουμε το έκτο επεισόδιο. Τεντώνει το κορμί του και πατάει παύση ώστε να μην μπει το επόμενο.
«Είναι όντως.» συμφωνεί, χαϊδεύοντας μαλάκα τον αυχένα μου. Αφήνω μια ανάσα χαλάρωσης και απολαμβάνω το τρυφερό του άγγιγμα.
«Δεν θα δούμε άλλο;» ψελλίζω, έχοντας τα μάτια μου κλειστά. Το μάγουλο μου ξεκουράζεται στο στέρνο του και δεν έχω ξεκολλήσει από πάνω του τις τελευταίες τρεις περίπου ώρες.
«Πρέπει να σε πάω σπίτι, γουρουνάκι. Είναι έντεκα πάρα εικοσιπέντε.» με ενημερώνει περνώντας μια τούφα πίσω από το αυτί μου. Ξεφυσάω και κρύβω το πρόσωπο μου κάτω από την κουβέρτα.
«Δεν θέλω να φύγω.» παραπονιέμαι και τον ακούω που γελάει. Με ξεσκεπάζει και αφήνει ένα φιλί στα μαλλιά μου. Το κάνει συνέχεια και το λατρεύω.
«Ούτε εγώ θέλω να φύγεις, αλλά αν θέλουμε η μαμά σου να συνεχίσει να σε εμπιστεύεται πρέπει έντεκα να είσαι στο σπίτι σου.» μιλάει αργά, χαϊδεύοντας ασυναίσθητα το δέμα της κοιλιάς μου, μιας που το φούτερ έχει σηκωθεί ελάχιστα.
«Έχεις δίκιο.» παραδέχομαι χωρίς όμως να κάνω καμιά κίνηση για να σηκωθώ. Έχω χαλαρώσει τόσο πολύ αυτή την στιγμή.
«Το ξέρω. Σήκω τώρα να ντυθείς, έλα.» με ταρακουνάει παιχνιδιάρικα. Σηκώνομαι απρόθυμα και τεντώνοντας λιγάκι το σώμα μου πλησιάζω τα ρούχα μου και τα τσεκάρω.
Ευτυχώς παναγία μου και το σουτιέν και το παντελόνι έχουν στεγνώσει! Δεν θα το άντεχα!
«Στέγνωσαν;» ρωτάει την στιγμή που πιάνω στα χέρια μου την μπλούζα.
«Ναι...η μπλούζα είναι λίγο βρεγμένη αλλά εντάξει, παλεύεται.» του εξηγώ κι όταν γυρίσω να τον κοιτάξω είναι πίσω μου και με κοιτάει προβληματισμένος. Πιάνει το ρούχο μου στα χέρια του και γελάει νευρικά.
«Δεν υπάρχει περίπτωση να το βάλεις. Θα αρρωστήσεις.» μου δηλώνει χαμογελαστός και υψώνω το φρύδι.
«Αν βγω χωρίς αυτή να δεις πώς θα αρρωστήσω.» τον κοροϊδεύω και γελάει.
«Μην την βάλεις. Βάλε μόνο τα άλλα σου ρούχα και κράτα το φούτερ.» προτείνει και τον κοιτάω σκεπτικά.
«Δεν θα το χρειαστείς;» μου χαμογελάει τρυφερά χαϊδεύοντας το μάγουλο μου. Ξεροκαταπίνω στον τρόπο που με κοιτάει. Τα μάτια του με καίνε.
«Όχι, δεν θα το χρειαστώ. Εξάλλου, εσένα σου πάει καλύτερα.» περνάει μια τούφα πίσω από τα μαλλιά μου, χαμογελώντας μου παιχνιδιάρικα. Αφήνω μια ανάσα κοκκινίζοντας.
«Εντάξει. Πάω να ντυθώ.» κατευθύνομαι προς το μπάνιο και κλείνω την πόρτα πίσω μου. Στηρίζομαι για λίγο πάνω της δαγκώνοντας τα χείλη μου.
Με γρήγορες κινήσεις αλλάζω και βάζω ξανά τα ρούχα μου κρατώντας, με μεγάλη μου χαρά, μόνο το μαύρο και ζεστό φούτερ του. Κάνω τα μαλλιά μου έναν ψηλό κότσο και βγαίνω ξανά έξω. Δεν του μιλάω, κατευθύνομαι προς τον σάκο και φυλάζω την μπλούζα μου.
Βάζω στην απόλυτη σιωπή τα παπούτσια μου και προσπαθώ να μην κοιτάξω καθόλου το στρουμπουλό του κωλαράκι, που αναγράφεται τέλεια κάτω από το μποξεράκι, όσο αλλάζει.
Εντάξει, ίσως και να κοίταξα λίγο.
«Έτοιμη;» ρωτάει πιάνοντας τα κλειδιά του από το τραπεζάκι και γνέφω θετικά βάζοντας το κινητό μου στην τσέπη.
«Πάμε τότε.»
Όταν μπούμε στο αυτοκίνητο βάζω, όπως πάντα, τη ζώνη μου και βολεύομαι στο κάθισμα δίπλα του. Γυρνάει το κλειδί στη μίζα και η μηχανή ανάβει, ξεκινώντας αμέσως για το σπίτι μου. Το πρώτο που κάνω εγώ είναι να ανοίξω το ράδιο.
Το "Him and i" από G-Eazy & Halsey παίζει και το μόνο που κάνω για αρχή είναι να το ψηλώσω περισσότερο απ'όσο είναι ήδη. Το ραπ κομμάτι τελειώνει και με χαρά συνεχίζω να τραγουδώ μαζί με την Hasley.
«Cross my heart, hope to die to my lover, I'd never lie. He said "be true", I swear I'll try In the end, it's him and I. He's out his head, I'm out my mind, we got that love, the crazy kind. I am his and he is mine In the end, it's him and I, him and I.» τραγουδάω και χορεύω παράλληλα, αδιαφορώντας για το πνιχτό γελάκι του Lucas που φαίνεται να διασκεδάζει με τη συμπεριφορά μου.
«Σου αρέσει πολύ η ξένη μουσική.» παρατηρεί. Χαμογελάω αναστενάζοντας κάπως νοσταλγικά, γυρνώντας στις μέρες που ξάπλωνα στο κρεβάτι της Αλεξάνδρας και ακούγαμε από Νατάσσα Μποφίλιου και Μίλτο Πασχαλίδη, μέχρι Toquel και wnc.
«Εντάξει, δεν είναι και το αγαπημένο μου είδος, αλλά μ' αρέσει, ναι. Ακούω λίγο απ' όλα.» εξηγώ και γνέφει θετικά, ακούγοντας με προσεκτικά.
«Και το αγαπημένο σου είδος ποιο είναι;» ρωτάει με ενδιαφέρον. Δεν χρειάζεται να το σκεφτώ καθόλου, ξέρω ήδη την απάντηση.
«Το έντεχνο. Είναι απλά...μαγεία.» ψελλίζω σιγανά αυτές τις λέξεις. Το μπερδεμένο του βλέμμα με κάνει να γελάσω απαλά.
Αναμενόμενο.
«Δεν έχεις ιδέα αλλά μιλάμε για Νατάσσα Μποφίλιου, Γιάννη Χαρούλη Αλκίνοο Ιωαννίδη, Ελεονόρα Ζουγανέλη, Νίκο Παπάζωγλου, Θηβαίο, Αρβανιτάκη, Πασχαλίδη, Τσαλιγοπούλου, Μάλαμα...αν με αφήσεις μπορώ να σου λέω ονόματα και τραγούδια για μέρες.» γελάω ελαφρά στο τέλος, μη μπορώντας να ελέγξω την φλυαρία μου.
«Αα...κατάλαβα, κατάλαβα.» μουρμουρίζει και ξέρω ότι δεν έχει καταλάβει Χριστό.
«Εσένα τι σου αρέσει να ακούς περισσότερο;» στρέφω την ερώτηση πάνω του και το σκέφτεται για λίγο.
«Δεν ξέρω, έχω διάφορα ακούσματα... ίσως ροκ. Ακούω πιο συχνά από κάποιο άλλο είδος.» στρίβει σε έναν δρόμο όσο απαντάει, κι αυτός είναι ο λόγος που το λέει σιγανά. Δείχνει πολύ συγκεντρωμένος στον δρόμο.
«Ροκ ακούει και ο μπαμπάς μου.» χαμογελάω αχνά στη μόνη ομοιότητα ανάμεσα στους δύο άνδρες που έχω αυτή τη στιγμή στη ζωή μου, στηρίζοντας το κεφάλι μου στο παράθυρο. Χαμογελάει κι αυτός γιατί κατάλαβε ότι, για κάποιο άγνωστο λόγο, αυτό μ' άρεσε.
«Αλήθεια;»
«Μμμ, ναι. Ροκ ο μπαμπάς μου, λαϊκά η μαμά μου και εγώ λίγο απ' όλα. Φαντάσου ότι αν πάμε κάπου για ν' ακούσουμε μουσική η μόνη που θα περάσει εκατό τις εκατό καλά είμαι εγώ.» σχολιάζω και γελάει, αφού πρώτα γελάσω κι εγώ.
«Και ένας από τους δυο γονείς σου φαντάζομαι. Ανάλογα το μαγαζί που θα πάτε.» με διορθώνει αλλά, αχ, αθώο μου πλάσμα! Πώς φαίνεται ότι δεν ξέρεις τους δικούς μου.
«Όχι, μόνο εγώ. Γιατί αν πάμε στα μπουζούκια, ο μπαμπάς μου θα κράζει το μισό βράδυ τα περισσότερα τραγούδια με αποτέλεσμα η μαμά μου να θιχτεί, λες και είναι αυτή που τα έγραψε.
Ενώ, αν πάμε σε ροκάδικο, τη μαμά μου θα την πιάσει πονοκέφαλος στα δέκα πρώτα λεπτά και ο μπαμπάς μου θα της λέει ότι αυτός πηγαίνει για χάρη της στα μπουζούκια και θα γκρινιάζουν ο ένας στον άλλον.
Εγώ από την άλλη, ξέροντας τους γονείς μου, φροντίζω να κάθομαι κάθε φορά απέναντι τους, ώστε να μην τους ακούω. Άρα, μόνο εγώ περνάω καλά.» εξηγώ αναλυτικά. Γελάει δυνατά σταματώντας το αυτοκίνητο έξω από το σπίτι μου.
«Φτάσαμε.» με ενημερώνει, λες και δεν το ξέρω. Βγάζω το κινητό από την τσέπη και ανοίγω την οθόνη. Η ώρα είναι έντεκα παρά δέκα. Χαμογελάω πλατιά.
«Έχουμε ακόμα δέκα λεπτά, εκτός κι αν θες να με ξεφορτωθείς.» σουφρώνω τα χείλη και, σαν απάντηση, σκύβει και με φιλάει. Το φιλί του κρατάει λίγο, όμως είναι το ίδιο γλυκό όσο και τ' άλλα.
«Τι σου αρέσει να κάνεις στον ελεύθερο χρόνο σου;» ρωτάει με ενδιαφέρον, γυρνώντας το σώμα του στο πλάι, ώστε να με βλέπει καλύτερα.
«Χμμ...μ' αρέσει να χορεύω, να τραγουδάω. Να περνάω χρόνο με την παρέα μου, ή να βλέπω σειρές. Ενημερώνομαι και μαθαίνω για υποθέσεις που έχει εξιχνιάσει η αστυνομία, και για άλλες που ποτέ δεν κατάφερε να λύσει. Μου αρέσει να διαβάζω...η λογοτεχνία αποτελεί καταφύγιο για μένα, όπως και η μουσική φυσικά.» μουρμουρίζω με πάθος γι'αυτά που μου αρέσουν. Χαμογελάει κάπως ντροπαλά.
«Και 'μένα μου αρέσει να διαβάζω.» εξομολογείται και ενθουσιάζομαι αμέσως! Είναι πολύ λίγα τ' αγόρια που τους αρέσει η λογοτεχνία, ή τουλάχιστον εγώ ξέρω πολύ λίγα.
«Σοβαρά;» γνέφει θετικά.
«Τι είδος;»
«Κυρίως φαντασίας, αλλά διαβάζω διάφορα. Έχω διαβάσει "Το Νησί" της Victoria Hislop που, αν θυμάμαι καλά, έχει γίνει και σειρά σε κάποιο ελληνικό κανάλι.» ψελλίζει και του το επιβεβαιώνω κουνώντας το κεφάλι θετικά, πολύ γρήγορα.
«Σωστά θυμάσαι.» αναστενάζω. Αχ, αυτή η σειρά. Πόσο κλάμα έριξα όταν πέθανε η Ελένη...
«Ναι...έχω διαβάσει και έναν Έλληνα συγγραφέα. Τον Νίκο Καζαντζάκη.» μόλις πει το όνομα του ανοίγω τα μάτια διάπλατα και χαμογελάω σαν χαζή.
«Αλήθεια; Του έχω μια κάποια αδυναμία.» μιλάω πολύ γρήγορα και χαμογελάει κι αυτός. Το αυτοκίνητο φωτίζεται από την καμπύλη στα χείλη του.
«Είναι όντως απίστευτος. Το Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά με άγγιξε πολύ. Μου το είχαν κάνει δώρο αλλά όταν μετακόμισα στην γκαρσονιέρα χάθηκε. Ήθελα να διαβάσω κι άλλα δικά του αλλά...» αφήνει τη φράση του μετέωρη, κοιτώντας αόριστα κάπου μέσα στο αυτοκίνητο. Εν τέλει ξεροβήχει και ρίχνει ξανά το βλέμμα του σε μένα.
«Ποιο σημείο σου άρεσε περισσότερο;» θέλω σαν τρελή να μάθω πού στάθηκε πιο πολύ. Εμένα πάντως μ' άρεσε όταν πέθανε η μαντάμ Ορτάνς. Σε κάνει να σκέφτεσαι για τη ζωή, για τον θάνατο...
«Όταν πέθανε η μαντάμ Ορτάνς. Ήταν μια αρκετά έντονη στιγμή. Θα μου άρεσε να το ξανά διαβάσω κάποια στιγμή.» το χαμόγελο μου δεν μπορεί να κρυφτεί πια, και γελάω σχεδόν! Ήταν κάτι που δεν περίμενα.
«Εγώ έχω μια, επίσης μικρή, αδυναμία στο Όφις και Κρίνο, το έχεις διαβάσει;» τα μάτια μου δεν ξεκολλούν από τα δικά του. Λάμπουν· λάμπουν τόσο πολύ! Λες και καθρεφτίζουν βεγγαλικά.
Γνέφει αρνητικά, μα δεν πειράζει. Είμαι κάτι παραπάνω από πρόθυμη να του μιλήσω για την υπόθεση.
«Είναι εμπνευσμένο από μια δική του ερωτική ιστορία, με μια κοπέλα από την Ιρλανδία, την Καθλήν Φορντ. Μιλάει για έναν ζωγράφο που είναι οριακά ερωτευμένος με την ίδια τη ζωή, ώσπου στο μυαλό του μπαίνει η ιδέα του θανάτου και σκέφτεται ότι, όπως η ζωή του έτσι και ο θάνατος του, θα είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την ομορφιά και την ηδονή. Οπότε καλεί την αγαπημένη του για να περάσουν μαζί ένα βράδυ λουσμένοι στα λουλούδια και τον έρωτα.» μιλάω ακατάπαυστα, όμως δεν φαίνεται να τον ενοχλεί.
«Είναι υπέροχο όταν γράφει κάποιος βιωματικά. Σου δίνει αυτόματα ένα κομμάτι από την ψυχή του. Σπάνια το ξεχνάς.» ψελλίζει και μένω λίγο για να θαυμάσω το πόσο όμορφα το έθεσε.
«Αυτό είναι αλήθεια. Έχω διαβάσει τρία χρόνια το Όφις και Κρίνο, όμως ακόμα δεν μπορώ να ξεχάσω τον στίχο...ω, πολυαγαπημένη! Μην κλαις! Η αγάπη μου είναι άγρια και έκφυλη, μα είναι αιώνια. Μην κλαις...μην κλαις! Το κρασί της αγάπης- το κρασί της αγάπης εμέθυσε την ψυχή μου...» οριακά ψιθυρίζω. Το κεφάλι μου είναι γυρισμένο προς το μέρος του και τον κοιτάω μαγεμένη. Δείχνει τόσο όμορφος.
Μου χαμογελάει τρυφερά. Σκύβει αργά και τα χείλη του κουμπώνουν στα δικά μου. Η γνώριμη αίσθηση συνταράσσει τον κόσμο μου και κάνει την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή. Ανταποκρίνομαι στο φιλί του και τον αφήνω να με παρασύρει στη δική μας ερωτική ιστορία, στο δικό μας βιβλίο. Και διάολε, το απολαμβάνω· το απολαμβάνω τόσο πολύ.
Όσο τα χείλη του αγκαλιάζουν τα δικά μου ευλαβικά, τόσο περισσότερο ο φόβος φουντώνει μέσα μου. Ανοίγομαι. Ανοίγομαι, αφήνομαι και τρέμω· τρέμω στο τί μπορεί να γίνει στη συνέχεια.
Όσο τα χείλη του λυτρώνουν τα δικά μου, τόσο περισσότερο οι λέξεις του Νίκου Καζαντζάκη τρυπώνουν στο μυαλό μου: Φοβούμαι μην τρελαθώ. Τα μάτια μου βλέπουν βαθιά, πολύ βαθιά και κλαίνε.
Απομακρύνεται αργά. Η ανάσα του καίει το πρόσωπο μου και αρνούμαι να ανοίξω τα μάτια μου. Είναι όμορφα εδώ. Δεν θέλω να φύγω.
Παίρνει μια ανάσα και περνάει μια τούφα πίσω από το αυτί μου. Εγώ ξεκουράζω το χέρι μου στο μάγουλο του, ενώνοντας το μέτωπο μου με το δικό του. Με κυριεύεις Lucas, αργά, σταθερά και ολοκληρωτικά.
«Πήγε έντεκα.» ψιθυρίζω με ένα μικρό χαμόγελο πάνω από τα χείλη του. Κουνάει το κεφάλι αρνητικά. Σαν να μην του άρεσε αυτό που είπα.
«Σσςςς...έχουμε λίγο χρόνο ακόμα.» με πνίγει αμέσως στα φιλιά. Δεν μπορεί να περιμένει, το νιώθω. Η γλώσσα του χορεύει με τη δική μου ασταμάτητα. Το αίμα βράζει κάτω από το δέρμα μου και η θερμοκρασία στο αυτοκίνητο ανεβαίνει αισθητά.
«Μωρό μου, πρέπει να φύγω.» ψελλίζω ενδιάμεσα, ωστόσο σταματάει να με φιλάει όταν συνειδητοποιήσει πώς τον είπα. Αυτό με κάνει να σαστίσω, ούτε που κατάλαβα πότε βγήκε από τα χείλη μου.
Το χέρι του τυλίγεται γύρω από τον αυχένα μου τρίβοντας απαλά το δέρμα μου εκεί. Ανατριχιάζω αμέσως. Τον κοιτάω ντροπαλά με μάγουλα κατακόκκινα.
«Με τρελαίνεις, Αυγή. Αυτή η...η αθωότητα που πηγάζει από μέσα σου...με κάνει να φαντάζομαι ότι σου κάνω τόσα πολλά. Πράγματα που ίσως να μην είσαι έτοιμη ούτε καν να τα ακούσεις. Μα μπορώ να σε περιμένω, γιατί οι σκέψεις μου δεν σταματούν στο σεξ, αλλά προχωρούν και στο μετά. Όταν θα σε κρατάω στην αγκαλιά μου κι απλώς θα μιλάμε.» δεν έχει σταματήσει να με κοιτάει στα μάτια όσο μιλάει. Τα χείλη μου έχουν μισανοίξει και η καρδιά μου βαράει σαν ταμπούρλο κάτω από το στήθος μου.
Σκύβω το κεφάλι χαμογελώντας ακόμα πιο ντροπαλά από πριν. Όχι γιατί με σκέφτεται αλλιώς, αλλά γιατί και εγώ πιάνω τον εαυτό μου να τον σκέφτεται γυμνό πάνω στο κορμί μου. Μα ντρέπομαι να του το πω.
Κοιτάει την ώρα στο κινητό του. Μου χαμογελάει παιχνιδιάρικα.
«Έντεκα και ένα, γουρουνάκι.» μου σηκώνει τη μύτη και του χτυπάω το χέρι, απομακρύνοντας το κεφάλι μου. Γελάω ελαφρά.
«Πάω.» ανακοινώνω, μα δεν κάνω κίνηση να κουνηθώ. Μένω εκεί, κολλημένη πάνω του. Μου χαμογελάει τρυφερά.
«Πήγαινε.» τα χέρια του συνεχίζουν να είναι τυλιγμένα γύρω από το κορμί μου. Ούτε αυτός θέλει να φύγω. Του χαμογελάω με το ίδιο ύφος.
Τι θα κάνω μαζί σου;
«Καληνύχτα.» αφήνω ένα τελευταίο φιλί στα χείλη του και βγαίνω από το αυτοκίνητο.
«Καληνύχτα.» ακούω τη ζεστή φωνή του λίγο πριν κλείσω την πόρτα πίσω μου.
Περπατάω με γρήγορα βήματα προς το σπίτι μου και μπαίνω μέσα, πατώντας τον διακόπτη του φωτός. Κλείνω την πόρτα και μερικά δευτερόλεπτα αργότερα φεύγει. Χαμογελάω πλατιά. Αφήνω μια ανάσα και ανεβαίνω χορεύοντας ως το δωμάτιο μου.
Βάζω μόνο το κάτω μέρος της πιτζάμας μου και βγάζω το σουτιέν. Το φούτερ του Lucas είναι πολύ βολικό και ζεστό και άνετα κοιμάμαι με αυτό. Πνίγω μια φωνή μέσα μου που ψιθυρίζει ότι με αυτόν τον τρόπο θα τον νιώθω κοντά μου και απευθείας ξαπλώνω στο κρεβάτι μου.
Μόλις συνδέσω το κινητό με τον φορτιστή ο ήχος κλήσης του κινητού μου ακούγεται δυνατά. Η μαμά μου με καλεί θέλοντας να βεβαιωθεί ότι είμαι στο σπίτι.
«Έλα μαμά.» ψελλίζω νυσταγμένη. Χαλάρωσα τόσο πολύ με τον Lucas.
«Έλα κοριτσάκι μου, σπίτι είσαι;» η γλυκιά φωνή της με χαλαρώνει ακόμα περισσότερο, σε σημείο που νιώθω ότι θα κοιμηθώ με το κινητό στο χέρι.
«Ναι, γύρισα πριν λίγο.» την ενημερώνω και μπορώ να νιώσω το περήφανο χαμόγελο της στα λόγια μου.
«Μπράβο μωρό μου...εμείς δεν θα αργήσουμε λογικά, το πολύ σε κανένα μισάωρο θα είμαστε εκεί.» με ενημερώνει και μουγγρίζω.
«Σε ένα μισάωρο εγώ θα κοιμάμαι.» μπορεί και λιγότερο.
«Το ακούω. Βεβαιώσου ότι έχεις κλείσει το σπίτι και πέσε να ξεκουραστείς, εντάξει;» δυσανασχετώ και μόνο στη σκέψη ότι πρέπει να σηκωθώ αυτή τη στιγμή, αλλά εν τέλει συμφωνώ.
«Εντάξει.»
«Ωραία, καληνύχτα αγάπη μου.» μέσα από το ακουστικό ακούω τη φωνή του μπαμπά μου να με καληνυχτίζει επίσης. Χαμογελάω αχνά.
«Καληνύχτα.» η κλήση τερματίζεται. Σηκώνομαι βαριεστημένα και κατεβαίνω στο σαλόνι ελέγχοντας αν το σπίτι είναι καλά κλειστό, γιατί αν δεν είναι αύριο θα τ' ακούσω που κοιμήθηκα χωρίς να τα τσεκάρω.
Πέντε λεπτά αργότερα ανεβαίνω και πάλι στο δωμάτιο μου και, με χαρά, ξαπλώνω και πάλι στο μαλακό μου κρεβάτι. Αφήνω έναν αναστεναγμό στο ποσό ωραία νιώθει το κορμί μου στην επαφή με το κρεβάτι.
Τα μάτια μου βαραίνουν και πριν καν το καταλάβω έχω ήδη αποκοιμηθεί.
(...)
«Καλημέρα.» μουρμουρίζω όσο κάθομαι στην ψηλή καρέκλα, φορώντας ακόμα τις πιτζάμες μου.
«Καλημέρα.» μου απαντούν ταυτόχρονα και ξεκολλούν ο ένας από τον άλλον, χωρίς όμως να σταματήσουν να χαμογελούν. Πώς μπορούν και είναι τόσο χαρούμενοι όλη την ώρα;
Η μαμά μου αφήνει μπροστά μου ένα ποτήρι χυμό μήλο-πορτοκαλί-καρότο και ένα τοστ. Της χαμογελώ σαν ευχαριστώ. Πίνω απευθείας μια γουλιά από τον χυμό μου και όσο περνάνε τα λεπτά η νύστα απομακρύνεται.
«Δεν θα κάνετε όλες τις ώρες σήμερα, μόνο τρεις. Έχουμε συμβούλιο οι καθηγητές.» με ενημερώνει ο μπαμπάς μου και θα πανηγύριζα, αλλά ο μισός εαυτός μου κοιμάται, κι ο άλλος μίσος τρώει το τοστ, οπότε απλώς γνέφω θετικά με ένα τεράστιο χαμόγελο.
«Τέλεια.» η φωνή μου, αγουροξυπνημένη και σιγανή, ακούγεται λες και είμαι άρρωστη, κάτι που με κάνει να βήξω ελαφρά για να επανέλθει στο το φυσιολογικό της.
«Το φούτερ αυτό ποιανού είναι; Πρώτη φορά το βλέπω!» η ερώτηση του μπαμπά μου σε συνδυασμό με την παρατήρηση του με πανικοβάλλει, όμως προσπαθώ να μην το δείξω.
Η μαμά μου μόλις τον ακούσει γυρίζει να με κοιτάξει σοβαρή, σαν μόλις να παρατήρησε ότι το φούτερ είναι ανδρικό και, σίγουρα, όχι δικό μου. Τώρα την έβαψα.
Θεέ μου, συγχώρεσε με γι'αυτό που θα πω...
«Είναι του Νίκου. Μέσα στις δύο μπλούζες που είχα πάρει όταν ήμασταν μαζί ήταν κι αυτό. Το βρήκα και είπα να το βάλω. Είναι άνετο.» απαντώ και σχεδόν σοκάρομαι από την άνεση που υπάρχει στα λόγια μου. Νιώθω βλάσφημη που συνδέω το φούτερ με τον Νίκο, αλλά προς το παρόν, δεν μπορώ να κάνω αλλιώς.
«Μμμ, μάλιστα.» ξινίζει το πρόσωπο του πράγμα που με κάνει να γελάσω. Ναι, μπαμπά μου. Σε καταλαβαίνω απόλυτα.
«Τέλος πάντων, πήγαινε να ντυθείς να πάμε στο σχολείο.» πίνει μια γουλιά από τον καφέ του.
Τελειώνω το τοστ μου και σηκώνομαι περπατώντας αργά ως το δωμάτιο μου. Πέντε λεπτά αργότερα είμαι και πάλι στο σαλόνι, φορώντας ένα τζιν παντελόνι και μια κόκκινη στενή μπλούζα, κρατώντας παράλληλα την λιλά σχολική μου τσάντα.
Ο πατέρας μου βγαίνει βιαστικά από την κουζίνα, αφού δώσει πρώτα ένα φιλί στη γυναίκα του, κρατώντας στο χέρια του τα κλειδιά του και το κινητό.
«Άντε, άντε πάμε!» με σπρώχνει μαλακά προς τα έξω και περπατάμε προς το αυτοκίνητο.
(...)
«Ψιτ!» τον σκουντάω ελαφρά και βγάζει τα ακουστικά απορημένος. Δείχνει τρομερά νυσταγμένος, τύπου περισσότερο κι από μένα. Χαμογελάω ευγενικά.
«Τι θες;» κλαψουρίζει που τον ξύπνησα. Γελάω ελαφρά. Σε λίγο που θα μπει η Νίκα και θα σου πει να τα βγάλεις τα ακουστικά θα σου πω εγώ!
«Η Εύη δεν θα έρθει σήμερα;» ρωτάω βαριεστημένα και κουνάει το κεφάλι αρνητικά. Σουφρώνω τα χείλη με παράπονο. Χαμογελάει αχνά στην παιδική μου κίνηση.
«Πήγε να κάνει κάτι εξετάσεις.» με ενημερώνει και γνέφω θετικά. Γυρίζω στη θέση μου σκεπτόμενη πόσο βαρετές θα είναι οι ώρες χωρίς την Εύη, μα το συνεχόμενο απαλό χτύπημα στην πλάτη με κάνει να γυρίσω ξανά προς το μέρος του.
«Τι;» κάνω μπερδεμένη.
«Να 'ρθω να κάτσω μαζί σου; Ούτε ο Δημήτρης θα έρθει σήμερα και θα βαρεθώ.» παραπονιέται που και ο δικός του διπλανός θα λείπει. Χαμογελάω ενθουσιασμένη και χτυπάω παλαμάκια.
«Ναι! Εννοείται πως ναι!» πριν προλάβω να τελειώσω τη φράση μου ο Λευτέρης έχει μεταφέρει την τσάντα του στη θέση δίπλα μου και ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα προσγειώνεται στην καρέκλα της Εύης.
Η Νίκα μπαίνει στην τάξη και ο καθένας κάθεται στη θέση του. Περιμένει υπομονετικά μέχρι να μπούνε όλοι στην αίθουσα και μόλις ο τελευταίος κλείσει την πόρτα μας χαμογελάει φιλικά.
«Καλημέρα παίδες, καλό μήνα!» εύχεται με χαρά και μόλις τώρα συνειδητοποιώ ότι σήμερα έχουμε μια Οκτωβρίου και ότι σε τρεις μέρες, είναι τα γενέθλια μου!
Επιτέλους.
«Καλημέρα, καλό μήνα!» απαντάμε ταυτόχρονα. Κάποιοι πιο δυνατά, κάποιοι άλλοι νυσταγμένα. Άλλοι κοφτά, άλλοι τραβούν τα φωνήεντα. Μας χαμογελάει παιδικά.
«Λοιπόν, ακούστε, έχω μια δουλειά στο γραφείο και δεν θα κάνουμε μάθημα αυτή την ώρα. Μπορείτε να κάνετε ό,τι θέλετε, αρκεί να μην κάνετε φασαρία!» όλοι αρχίζουν να χειροκροτούν και να ουρλιάζουν λες και βρίσκονται στο γήπεδο, εκτός από μένα και τον πρόσφατο διπλανό μου που απλώς χαμογελάμε ενθουσιασμένοι.
Η καθηγήτρια γελάει και κουνάει το κεφάλι αποδοκιμαστικά, ενώ παράλληλα μας κάνει νόημα να σταματήσουμε, περνώντας το χέρι της μέσα από τις πυκνές μπούκλες της.
«Σωπάτε μωρέ! Μην ακούσετε ότι χάνετε μάθημα, αμέσως!» κουνάει τα φρύδια παιχνιδιάρικα και η τάξη ξεσπάει σε γέλια.
«Άντε, πάω εγώ και ήσυχα!» διατάζει.
Οι θετικές απαντήσεις πέφτουν βροχή και ύστερα φεύγει από την αίθουσα. Οι μισοί, ή και παραπάνω, από τους συμμαθητές μου φεύγουν σχεδόν αμέσως από την τάξη και -επιτέλους- η ησυχία που καλύπτει την αίθουσα ανακουφίζει τ' αυτιά μου.
Στην απόλυτη σιωπή, βγάζω το τετράδιο μου και συνεχίζω την ζωγραφιά που είχα ξεκινήσει πριν λίγες μέρες. Δεν το έχω καθόλου με τη ζωγραφική, όμως αυτά τα λουλούδια είναι τα μόνα που μπορώ να πετύχω!
«Ροζ χρυσάνθεμα!» ψελλίζει. Γυρίζω να τον κοιτάξω σαστισμένη. Χαμογελάει πλατιά και τα πράσινα του μάτια λάμπουν κάτω από το πρωινό φως που μπαίνει από τα παράθυρα.
«Ναι...» χαμογελάω κάπως έκπληκτη.
«Δεν τα ξέρουν πολλά άτομα...» ανασηκώνω τους ώμους στα λεγόμενα μου και γνέφει θετικά.
«Είναι από τα αγαπημένα μου, θα τα αναγνώριζα παντού! Μου αρέσει που συμβολίζουν τη νεότητα, την αισιοδοξία! Επίσης, το ήξερες ότι ονομάζεται και-» μοιάζει ενθουσιασμένος, όμως διακόπτω την φλυαρία του.
Δεν το πιστεύω ότι υπάρχει αγόρι που ενθουσιάζεται τόσο με τα λουλούδια, όσο και με τη σημασία τους. Ο Νίκος, για παράδειγμα, μου έλεγε πως απλώς ήμουν πολύ ρομαντική.
«Οκτωβρίνι;» η ερώτηση μου είναι καθαρά ρητορική. Χαμογελάει πλάγια και γνέφει θετικά. Όλο του το πρόσωπο φωτίζεται και μένω για λίγο να τον παρατηρώ. Αντικειμενικά, είναι ωραίο παιδί.
"Βρίσκονται σε πλήρη άνθηση μόνο τον Οκτώβριο." αυτό ακριβώς μου είχε πει η πωλήτρια στο ανθοπωλείο.
«Σε βρίσκω πλήρως ενημερωμένη.» με σκουντάει παιχνιδιάρικα και υψώνω το φρύδι με υπερηφάνεια.
«Ως άτομο που έχει γενέθλια τον Οκτώβριο και, μιας που είναι το αγαπημένο μου λουλούδι, οφείλω να το γνωρίζω!» γελάω πνιχτά και γελάει κι αυτός.
«Ξέρεις, δεν μου κάνει εντύπωση που είναι τα αγαπημένα σου λουλούδια.» ο αινιγματικός του τόνος με κάνει να σμίξω τα φρύδια μπερδεμένη.
«Γιατί;»
«Εκτός από νεότητα και αισιοδοξία, τα ροζ χρυσάνθεμα συμβολίζουν και τη χαρά και, αλήθεια, είσαι από τα πιο χαρούμενα άτομα που γνωρίζω. Ο τρόπος που χαίρεσαι με πράγματα μικρά, όπως το να ξέρει κάποιος πληροφορίες για τα αγαπημένα σου λουλούδια, σε δείχνει ακριβώς όπως είσαι πραγματικά... υπέροχη.» τα λόγια του με αφήνουν άφωνη να τον κοιτώ με το στόμα ελάχιστα ανοιχτό.
Σκύβω το κεφάλι ντροπαλά και βάζω μια τούφα πίσω από το αυτί μου.
«Συνήθως με θεωρούν χαζοχαρούμενη που χαίρομαι τόσο εύκολα με τόσο απλά πράγματα...» του εκμυστηρεύομαι παίρνοντας μια ανάσα και απλώς προσεύχομαι να μη μου βγει σε κακό που, για ακόμα μια φορά, ανοίγομαι.
Με σκουντάει με τον αγκώνα μου σε μια σιωπηλή προσταγή να τον κοιτάξω. Και το κάνω. Για ένα δευτερόλεπτο αναρωτιέμαι αν έχω δει πιο φωτεινό χαμόγελο από το δικό του. Χαμογελάω και εγώ αχνά στην προσπάθεια του να με ξεκλειδώσει.
«Ξέρεις τι λένε, ε;» τον κοιτάω με απορία.
«Η ομορφιά κρύβεται στα απλά.» μου κλείνει το μάτι παιχνιδιάρικα. Μένω για λίγο να σκέφτομαι τη φράση που τόσες φορές έχω ακούσει.
Η ομορφιά κρύβεται στα απλά.
-Δέσπ🐥
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro