13. Το μεγαλύτερο δώρο του θεού.
~Αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα.~
•Αρχαιοπρεπής παροιμία
Lucas.
«Και θα ξανά δεις την σειρά ρε;» ο Paul, αφού έχει σταματήσει να γελάει μετά από την αφήγηση μου για το τι πέρασα σήμερα, ρωτάει.
«Εννοείται θα την ξανά δω. Έτσι κι αλλιώς είναι πολύ ωραία σειρά.» δαγκώνω μια μεγάλη μπουκιά από την πίτσα μου, πίνοντας παράλληλα λίγο νερό.
Πρέπει να σταματήσουμε να τρεφόμαστε μόνο με πίτσα κάποια στιγμή. Θα πάθουμε τίποτα!
«Ναι ρε αγόρι μου, αλλά θα χάσεις είκοσι ώρες από την ζωή σου.» σχολιάζει με ένα μικρό γελάκι, και εγώ χαμογελάω με χαρά και ενθουσιασμό.
«Είκοσι ώρες που θα τις περάσω μαζί της όμως.» του κλείνω το μάτι και αφού αναστενάξει γελάει ελαφρά.
«Ε, ρε τι πάθαμε!» σχεδόν μονολογεί. Κουνάω το κεφάλι με το ίδιο ύφος, κλείνοντας για ένα δευτερόλεπτο τα μάτια μου.
Άστα να πάνε Paul, την πατήσαμε.
Η πόρτα χτυπάει και τεντώνω ελάχιστα το σώμα μου από το διθέσιο σκαμπό, για να ανοίξω. Η Melisa γελώντας απαλά με κάτι στο κινητό της, μπαίνει στα τυφλά στην γκαρσονιέρα.
«Γειά!» με χαιρετάει, χαϊδεύοντας λίγο τα μαλλιά μου. Πρακτικά με έψαξε για να το κάνει, μιας που δεν ξεκολλάει το βλέμμα της από το κινητό.
«Βρε καλώς την!» πριν προλάβω να απαντήσω εγώ, το κάνει ο φίλος μου και για κάποιο λόγο, το κάνει ειρωνικά.
Η κοπέλα με τα καστανά μαλλιά, σηκώνει απευθείας το βλέμμα της και μόλις τον αντικρίσει, το χαμόγελο της σβήνει.
«Μπα, είσαι και εσύ εδώ;» με σπρώχνει για να κάτσει δίπλα μου, ενώ μπορούσε κάλλιστα να κάτσει δίπλα στον Paul.
Αλλά μάλλον δεν θέλει. Οπότε δεν ρωτάω. Θέλω να ζήσω μερικά χρόνια ακόμα. Το ξινό της ύφος με κάνει να απορήσω και να τους κοιτάξω σαν μαλάκας.
Τι σκατά;
«Ναι. Είμαι και εγώ εδώ, κι αν σε ενοχλεί να φύγεις.»
Τα μάτια μου ανοίγουν διάπλατα και το στόμα μου φτάνει στο πάτωμα. Αυτό ήταν πολύ γρήγορο και απότομο.
«Woooow! Τι στον διάολο, Paul;» το σώμα μου έχει γυρίσει εντελώς προς το μέρος του, ενώ ξαφνικά δείχνει τρομερά θυμωμένος.
Τα δάχτυλα του σφίγγουν τον καναπέ και οι αρθρώσεις του έχουν ασπρίσει. Μοιάζει, πραγματικά, τρελαμένος και, σίγουρα, στο τσακ να βγει από τα όρια του.
«Άστον Lucas! Έχει πλάκα όταν ζηλεύει!» το καυστικό, μα αλαζονικό της βλέμμα τον κάνει να γρυλίσει. Πάω να ρωτήσω, όμως η δυνατή φωνή του με κόβει πριν καν αρχίσω.
«ΕΓΏ; ΝΑ ΖΗΛΈΨΩ ΕΓΏ; ΚΑΙ ΜΆΛΙΣΤΑ ΕΣΈΝΑ! ΈΧΕΙΣ ΠΟΛΎ ΜΕΓΆΛΗ ΙΔΈΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΑΥΤΌ ΣΟΥ ΚΟΡΙΤΣΆΚΙ ΜΟΥ!» ωρύεται, όμως η φίλη μας τον κοιτάει ήρεμη και χαμογελαστή.
«Ναι, έχεις δίκιο. Δεν ζηλεύεις καθόλου. Να σε ρωτήσω, το πράσινο είναι το φυσικό σου χρώμα, ή το έβγαλες τώρα;» έχει σταυρώσει τα χέρια κάτω από το στήθος και το βλέμμα της είναι τέρμα αθώο.
Αν δεν την ήξερα, θα πίστευα ότι του το ρωτάει στ'αλήθεια αυτό. Το πρόσωπο του Paul κοκκινίζει και είναι στα όρια του εγκεφαλικού. Γελώντας νευρικά, πιάνει το κινητό του και σηκώνεται.
«Άντε γαμήσου Melisa.» της χαμογελάει έξαλλος και την πλησιάζει μόνο επειδή για να φύγει, πρέπει να περάσει από μπροστά της.
Η κοπέλα όμως έχει άλλα σχέδια. Τον σταματάει βάζοντας το κορμί της μπροστά από το δικό του, και σηκώνοντας το κεφάλι τον κοιτάει απευθείας στα μάτια. Το σαγόνι του Paul τρέμει από τα νεύρα.
«Ευχαριστώ για την ευχή. Θα το κάνω. Και να είσαι σίγουρος πως θα είναι καυτό, δυνατό και θα με κάνει να τρέμω για ώρες.» μιλάει αργά, σχεδόν αισθησιακά προκαλώντας τον.
Να τον προκαλέσει γιατί όμως;
Τι σκατά γίνεται σε αυτή την παρέα;
Την πιάνει από τα μπράτσα και την κολλάει πάνω του. Σφίγγει τα δάχτυλα του στο δέρμα της, όσο συνεχίζει να του χαμογελάει ειρωνικά.
Εγώ, εν τω μεταξύ, έχω παγώσει! Αυτοί τα πηγαίνουν καλά, τι έπαθαν ξαφνικά;
«Μια μελανιά να δω. Στ' ορκίζομαι Paul, θα σε κάνω να με βλέπεις και να αλλάζεις δρόμο.» ψιθυρίζει, χωρίς όμως να κάνει καμία προσπάθεια να ξεφύγει από το κράτημα του.
«Είμαι σίγουρος ότι έχεις πολλές, και σίγουρα όχι από δυνατά κρατήματα.» καγχάζει, μα κάθε ειρωνική του διάθεση γίνεται σκόνη, όταν σηκώνει το γόνατο της και τον κλωτσάει στο ευαίσθητο σημείο του.
Ο Paul διπλώνεται στη μέση και μαζί του διπλώνομαι και εγώ, κάνοντας έναν μορφασμό πόνου. Γαμώ το σπίτι μου.
Αυτό πρέπει να πόνεσε.
Σκύβει στο ύψος του και πιάνει το πρόσωπο του στα χέρια της. Του χαμογελάει γλυκά.
«Μάθε γλυκέ μου, ότι το σώμα μου το δίνω όπου θέλω, όποτε θέλω και όπως θέλω εγώ, όχι στον καθένα. Αλλά τόσο λίγο με ξέρεις.» τον σπρώχνει και γυρίζει για να φύγει.
«Ηλίθια.» γρυλίζει μέσα από τα αγκομαχητά του, μα δεν του δίνει καμία σημασία. Σαν να μην την νοιάζει. Ανοίγει την πόρτα, όμως το χέρι μου την ξανά κλείνει. Γυρνάει και με κοιτάει έξαλλη.
«Κάνε στην άκρη. Θέλω να φύγω.» το βλέμμα της είναι άκρως σοβαρό και πετάει σπίθες, αλλά είναι το λιγότερο αστεία αν πιστεύει ότι θα φύγει έτσι.
«Δεν υπάρχει περίπτωση. Θα κάτσεις εδώ και θα μου πείτε γιατί στο διάολο κάνετε σαν ζευγάρι που έχει χωρίσει.» την τραβάω στον καναπέ και ξεφυσάει.
Ο Paul βρίσκεται ακόμα στο πάτωμα και ίσα που μπορεί να με αγριοκοιτάξει. Αναστενάζω.
Κλειδώνω την πόρτα και βάζω το κλειδί στην τσέπη μου. Έπειτα πλησιάζω τον φίλο μου και τον βοηθάω να σηκωθεί.
«Κάτσε δω.» τον σπρώχνω στον καναπέ και κάθεται με ένα επιφώνημα πόνου. Η άλλη η τρελή, ούτε το βλέμμα της δεν ρίχνει πάνω του.
Τους κοιτάω εναλλάξ και ξεφυσάω θυμωμένος.
«Ακούω.»
Κοιτάζονται για λίγο εχθρικά, και έπειτα στρέφουν το βλέμμα ο καθένας σε διαφορετική γωνία. Ξεφυσάω και πάλι. Ωραία θα περάσουμε και σήμερα.
«Έτσι είστε; Ωραία λοιπόν.» κάθομαι στο πουφ και τους κοιτάω σοβαρός.
«Θα μείνουμε εδώ μέχρι να το λύσετε.» τους χαμογελάω γλυκά και δυσανασχετούν.
«Δεν έχω να λύσω τίποτα με κάποιον που κάνει σαν υστερικός, με κάθε καλό που μου συμβαίνει.» πετάει με κακία η Melisa, και σμίγω τα φρύδια μπερδεμένος.
«Δεν κάνω σαν υστερικός Melisa, απλώς προσπαθώ να σε συνεφέρω! Δεν κάνει αυτός για σένα!» χτυπάει το χέρι του στην πλάτη του καναπέ, χωρίς να την κοιτάει.
Γελάει ειρωνικά περνώντας τα χέρια της μέσα από τα μαλλιά της, μουρμουρίζοντας κάτι ακαταλαβίστικες λέξεις που, μάλλον, είναι βρισιές.
«Γνώρισες κάποιον;» ρωτάω προσπαθώντας να καταλάβω. Όλα τελευταίος τα μαθαίνω σε αυτή την παρέα.
«Δεν γνώρισα μωρέ! Μου έστειλε ένας τυπάς από το σχολείο, ξέρεις ο Steve, που πάει box. Σου τον έχω αναφέρει.» προσπαθεί να εξηγήσει, και όντως σαν κάτι να θυμάμαι.
«Φυσικά και τον έχεις αναφέρει.» πετάγεται και, προφανώς, την κοροϊδεύει ξινίζοντας την μούρη του και τον στραβοκοιτάω.
«Σκάσε εσύ.» γρυλίζω και το βουλώνει.
«Συνέχισε εσύ.» ξανά γυρίζω την προσοχή μου στην φίλη μου.
«Δεν έχω να πω κάτι. Απλώς μου έστειλε χθες και μιλάμε πολύ, αυτό είναι όλο. Το παιδί δείχνει ενδιαφέρον και στην τελική, ελεύθερη κοπέλα είμαι. Δεν κάνω κάτι κακό.» τονίζει με ιδιαίτερο στόμφο την τελευταία πρόταση και, ενώ ξέρω ότι έχει δίκιο, ταυτόχρονα ανακαλύπτω το πρόβλημα.
Κοιτάω τον Paul με ένα πονηρό μειδίαμα. Σκύβει το κεφάλι ενοχικά.
«Και ο Paul γιατί θύμωσε;» κάνω πως δεν ξέρω, και ο φίλος μου με στραβοκοιτάει έξαλλος.
Η Melisa από την άλλη πιέζει τα χείλη της θυμωμένη, ωστόσο ανασηκώνει απλώς τους ώμους. Προσπαθεί να παραμείνει ψύχραιμη και φαίνεται.
«Ανάθεμα κι αν ξέρω! Εγώ του το ανέφερα και αυτός από χθες ξεκίνησε να φωνάζει και να κάνει σαν τρελός!» κάνει την γνωστή κίνηση που κάνουν όλοι, όταν θέλουν να αναφερθούν σε κάποιον τρελό και το αγόρι απέναντι της σφίγγει το σαγόνι του, κρατώντας ακόμα τα πονεμένα του γεννητικά όργανα.
«Είσαι ηλίθια!» βρίζει μέσα από τα δόντια του και παρόλο που η κοπέλα μένει ανέκφραστη, φαίνεται πως η συμπεριφορά του την πληγώνει.
«Αν ήσουν φίλος μου θα χαιρόσουν!» οριακά φωνάζει και μπορώ να ακούσω το σπάσιμο στη φωνή της. Η καρδιά μου βουλιάζει.
Θα τον σαπίσω τον ηλίθιο.
«Επειδή είμαι φίλος σου και σ'αγαπάω, γι'αυτό θυμώνω! Δεν σου αξίζει κοπέλα μου αυτός, κατάλαβε το!» προσπαθεί να την συνετίσει, όμως αρνείται να την κοιτάξει.
Εκχεμ.
Φίλος, σίγουρα.
Εγώ τους κοιτάω λες και παρακολουθώ τένις. Μια τον έναν, μια την άλλη. Είναι δύσκολη περίπτωση αυτοί οι δύο.
«Μπα; Και ποιος μου αξίζει δηλαδή;» η ερώτηση που βγαίνει από τα χείλη της, πιστεύει σίγουρα πως είναι ρητορική, ωστόσο η απάντηση που παίρνει μας σοκάρει και τους δύο.
«ΕΓΏ!» ουρλιάζει έξαλλος, γυρίζοντας να την κοιτάξει. Τα χείλη μου ανοίγουν αργά και ξεροκαταπίνω. Άντε πάλι μαλακίες.
Η Melisa γυρνάει το σώμα της αργά και τον κοιτάει μπερδεμένη. Το κεφάλι της έχει γύρει λίγο στο πλάι, ενώ ανάμεσα από τα φρύδια της υπάρχει ένα μικρό συνωφρύωμα.
«Τι;» η ανάσα της έχει κοπεί, και μπορώ να δω το σοκ της. Εγώ ξεροβήχω.
Ο Paul, δίνοντας μερικά δευτερόλεπτα στον εαυτό του για να ηρεμήσει, προσπαθεί να επαναδιατυπώσει.
«Εννοώ, κάποιος όπως εγώ. Που να σε νοιάζεται και να μην σε βλέπει απλά σαν μια ωραία κοπέλα. Να ενδιαφέρεται να μάθει πραγματικά για σένα, και όχι απλά να σε ρίξει στο κρεβάτι, γιατί τέτοιο μαλακισμένο είναι ο Steve. Έναν τέτοιον να βρεις και εγώ θα είμαι πιο ευτυχισμένος από εσένα. Αρκεί, φυσικά, να μη σε βλέπει σαν φίλη...όπως εγώ.» γελάει ελαφρά στο τέλος.
Η Melisa, τον κοιτάει σαν κουτάβι. Οι ώμοι της έχουν χαλαρώσει και μοιάζει να της πέρασαν τα νεύρα. Γυρνάει το κεφάλι της στο πλάι για ένα δευτερόλεπτο και παίρνει μια ανάσα. Ύστερα, γυρίζει ξανά την προσοχή της πάνω του.
«Δεν είχα σκοπό να κάνω κάτι μαζί του. Απλώς μου την έδωσε η συμπεριφορά σου και ήθελα να σου τη σπάσω.» παραδέχεται, ανασηκώνοντας τους ώμους.
Περνάει τα χέρια του μέσα από τα μαλλιά του ξεφυσώντας. Όταν την κοιτάξει ξανά, χαμογελάει και τεντώνει το χέρι του στο πλάι του καναπέ, υπονοώντας σιωπηλά ότι θέλει να την αγκαλιάσει.
Χωρίς να χάσει χρόνο, χώνεται στην αγκαλιά του και ο φίλος μου την σφίγγει πάνω του.
«Συγγνώμη για τη γονατιά.» του ψιθυρίζει κρύβοντας το κεφάλι της στον λαιμό του, όμως το ακούω πεντακάθαρα.
«Εγώ συγγνώμη γι'αυτό που είπα.» αφήνει ένα φιλί στο κεφάλι της, σφίγγοντας την κι άλλο πάνω του.
Χαμογελάω στην εικόνα τους. Αυτοί οι άνθρωποι είναι φίλοι μου, και είμαι τόσο τυχερός που τους έχω.
«Τώρα, υποθέτω, μπορώ να ξεκλειδώσω.» σχολιάζω με ένα πνιχτό γελάκι και γελούν και εκείνοι.
«Τέλος πάντων, εγώ θα φύγω τώρα. Έτσι κι αλλιώς περαστική ήμουν.» η Melisa, αφήνοντας μια ανάσα, σηκώνεται από την αγκαλιά του.
«Που πας;» ρωτάω, πιάνοντας τον καπνό μου από το τραπεζάκι.
«Για ένα χαλαρό ποτάκι με τα κορίτσια, μη φανταστείς τίποτα ουάου. Έχω πει και στην Αυγή.» μόλις το όνομα της βγει από το στόμα της φίλης μου, γυρίζω να την κοιτάξω τεντώνοντας τον κορμό μου λες και έχω καταπιεί δοξάρι.
Ο Paul γελάει ελαφρά, όμως μόλις τον κοιτάξω το γυρίζει σε βήξιμο. Ηλίθιε.
«Και...πού θα πάτε;» ρωτάω ανέμελα αλλά με ενδιαφέρον, στρίβοντας ένα τσιγάρο.
Ανταλλάσσει ένα βλέμμα όλο νόημα με τον φίλο μου και έπειτα γελούν κρυφά. Τους προτιμούσα όταν φώναζαν ο ένας στον άλλον τελικά.
«Να μη σε νοιάζει.» μου στέλνει ένα φιλάκι με νάζι και μισοκλείνω τα μάτια. Άμα σε πιάσω στα χέρια μου θα σου πω εγώ.
«Βρε, άντε!» βάζω το τσιγάρο στο στόμα, πιάνω ένα μαύρο μαξιλαράκι από τον καναπέ και της το πετάω. Που θα μου πεις εμένα να μη με νοιάζει.
Το αποφεύγει κάνοντας έναν ελιγμό στα αριστερά. Έπειτα, γελάει σατανικά.
«Να είσαι πιο γρήγορος την επόμενη φορά. Εξάσκηση Lucas, εξάσκηση.» με κοροϊδεύει και της κάνω κωλοδάχτυλο.
Ανάβω το κάτω μέρος του τσιγάρου μου και εισπνέω μια τζούρα που χαλαρώνει τα πάντα μέσα μου.
«Να προσέχετε.» φυσάω τον καπνό μαζί με τα λόγια μου, και μουρμουρίζει απαντώντας μου θετικά, πιάνοντας παράλληλα την τσάντα της.
«Τα λέμε.» μας χαιρετά και βγαίνει από το σπίτι μου μέσα στην τρελή χαρά. Ε, βέβαια, γιατί να μην χαίρεται;
Ευνούχισε τον έναν, βασάνισε τον άλλον και έφυγε. Κυρία. Κοιτάω τον Paul που έχει ακόμα το χέρι του στ' αρχίδια του.
«Πονάει, ε;» ρωτάω δειλά προσπαθώντας να πνίξω το μειδίαμα που βγαίνει στην επιφάνεια, και πιέζει τα χείλη του κουνώντας το κεφάλι με απόγνωση.
«Δεν έχεις ιδέα.» τρίζει μέσα από τα δόντια του και δεν κρατιέμαι, ξεσπάω σε γέλια. Στριφογυρίζει τα μάτια πιάνοντας τον αναπτήρα του και πετώντας τον απευθείας πάνω μου.
Ο αναπτήρας με βρίσκει στον ώμο και γελάω ακόμα πιο δυνατά. Χούι που το έχουμε σε αυτή την παρέα να πετάμε πράγματα.
«Γελοίε.» με βρίζει θυμωμένος.
Αυγή.
«Μαμά!» φωνάζω, βάζοντας λίγο ρουζ στα μάγουλα μου. Τόσο-όσο.
Έπειτα, πιάνω ένα υγρό μαντιλάκι και σκουπίζω τα χέρια μου από τα καλλυντικά που χρησιμοποίησα. Δεν ξέρω πως καταφέρνω κάθε φορά να λερώνομαι τόσο πολύ.
Φοράω και πάλι τα ασημένια μου δαχτυλίδια και αφήνω μια ανάσα. Στο δεξί χέρι φοράω ένα στον δείκτη και ένα στο μικρό δάχτυλο. Το πρώτο το κοσμεί ένας μικρός κεραυνός, ενώ ο δεύτερος κρίκος έχει τρία στρασάκια οριζόντια.
Αντίθετα, στο αριστερό χέρι, φοράω ένα στον αντίχειρα και ένα στον παράμεσο. Ένας απλός κρίκος, και ακόμα ένας, με ένα μωβ πετράδι αυτή τη φορά.
Είναι το καλύτερο μου τα δαχτυλίδια. Μπορώ να φοράω δέκα!
«Μαμά!!» φωνάζω ξανά, χτενίζοντας τα ίσια μαλλιά μου. Αυτή η γυναίκα μόνο όταν την φωνάζω αργεί να έρθει!
«Τι είναι παιδί μου;» μπαίνει στο δωμάτιο μου, φορώντας τις άνετες κόκκινες πιτζάμες της.
«Μήπως έχεις δει το κόκκινο κραγιόν μου;» αναρωτιέμαι ψάχνοντας μέσα στα βαλιτσάκια μου. Τρία στον αριθμό.
«Αυτό που πήρες πριν έρθουμε;» ρωτάει και γνέφω θετικά χωρίς λόγια.
«Στο τσαντάκι το μαύρο με τις χρυσές λεπτομέρειες, είδες;» σταυρώνει τα χέρια κάτω από το στήθος, κοιτώντας με με ένα μικρό χαμόγελο.
Σταματάω της κινήσεις μου και σμίγω για λίγο τα φρύδια προσπαθώντας να θυμηθώ. Πλησιάζω την κρεμάστρα πιάνοντας την τσάντα μου και -ω μα τι έκπληξη- το κραγιόν είναι όντως εδώ.
«Τι θα έκανα χωρίς εσένα;» μουρμουρίζω, αφήνοντας ένα μικρό φιλάκι στο μάγουλο της. Γελάει απαλά, χαϊδεύοντας τα μαλλιά μου.
«Ο μπαμπάς πάντως είναι έτοιμος να σε πάει. Εσένα περιμένει.» με ενημερώνει, όσο απλώνω απαλά το κραγιόν στα χείλη μου πάνω από το περίγραμμα που έκανα με το μολύβι.
«Τέλεια. Έτοιμη είμαι και εγώ.» ψελλίζω σιγανά, ρίχνοντας το κραγιόν μέσα σε ένα μαύρο τσαντάκι, μεγαλύτερο από το προηγούμενο.
Αμέσως μετά βάζω τα κλειδιά και το μικρό πορτοφολάκι μου. Έπειτα, πλησιάζω την ντουλάπα και ανοίγω το αριστερό φύλο που κρύβει έναν ολόσωμο καθρέφτη.
Το λευκό μου πουκάμισο με τις μαύρες κάθετες ρίγες αγκαλιάζει κομψά το σώμα μου, αφήνοντας να φανεί το δέρμα μου μέχρι λίγο πιο πάνω από το στήθος. Το μαύρο δερμάτινο στενό παντελόνι μου, που μέχρι πριν ένα χρόνο ήταν της μαμάς μου, ταιριάζει απόλυτα στα γυμνασμένα πόδια μου και στα λευκά Stan Smith μου.
«Μια κούκλα είσαι.» με χαζεύει χαμογελαστή, και της επιστρέφω το περήφανο χαμόγελο.
«Είχα να μοιάσω.» τα λόγια μου είναι γεμάτα ειλικρίνεια. Όχι ότι είναι αίμα μου, αλλά δεν νομίζω πως έχω δει πιο όμορφη γυναίκα από την μαμά μου.
Μακάρι να της είχα μοιάσει έστω και λίγο. Ακόμα και τα μαλλιά της είναι υπέροχα! Καστανά και μόνιμα ελαφρώς σγουρά. Όχι σαν τα δικά μου, που είναι μια διαφορετική οντότητα πάνω στο σώμα μου!
Πιάνω το κινητό μου και, κάνοντας της νόημα, βγαίνω πρώτη από το δωμάτιο με εκείνη να με ακολουθεί, κλείνοντας το φως πίσω μας. Όταν κατέβουμε στο σαλόνι, ο μπαμπάς μου στέκεται δίπλα στην πόρτα, φορώντας φόρμες και ξεφυσώντας.
«Άντε, άντε τι κάνετε τόση ώρ-» μόλις με δει σταματάει την φράση του. Χαμογελάει αχνά με ένα τέρμα γλυκό ύφος.
«Αυγή μου.» ψελλίζει τρυφερά.
«Έτοιμη είμαι! Γκρινιάρη!» τον κοροϊδεύω πλησιάζοντας τον, με ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο.
«Ωραία, πάμε.» ανοίγει την πόρτα και μου κάνει νόημα να βγω πρώτη. Υπακούω όμως όταν γυρίζω ασυναίσθητα να τον κοιτάξω, τον βλέπω να στέλνει ένα φιλάκι στην μαμά μου, η οποία κοκκινίζει σαν πρωτάρα έφηβη.
Γελάω πνιχτά.
Αχ, αυτοί οι άνθρωποι.
«Να προσέχεις!» ακούγεται η φωνή της μαμάς μου και μουρμουρίζω συμφωνώντας.
Ο μπαμπάς μου κλείνει την πόρτα πίσω μας και περπατάμε σιωπηλά μέχρι το αυτοκίνητο. Όταν μπούμε ανάβει στα γρήγορα τη μηχανή και ξεκινάμε για τη διεύθυνση που μου έστειλε η Melisa.
(...)
«Ευχαριστώ μπαμπά!» αφήνω ένα φιλί στο μάγουλο του και ανοίγω την πόρτα βιαστικά.
«Καλά να περάσεις και να προσέχεις. Να με πάρεις να έρθω να σε πάρω!» ανεβάζει αισθητά τη φωνή του, καθώς κλείνω με φόρα την πόρτα πίσω μου.
Ξέρω μπαμπά.
Γυρίζω και του στέλνω ένα φιλάκι με νάζι. Τα κορίτσια περιμένουν στην είσοδο του μαγαζιού και μόλις με δουν χαμογελάνε. Όταν τις πλησιάσω, το αυτοκίνητο του μπαμπά μου φεύγει.
«Καλώς την!» η Melisa με αγκαλιάζει σφιχτά, τρίβοντας την πλάτη μου. Στη συνέχεια με απομακρύνει και με κοιτάει.
«Καλά ε, κούκλα!» σχολιάζει και κοκκινίζω αμέσως, αφού γελάσω ελαφρά. Ωστόσο, είναι και η ίδια πανέμορφη!
Τα σγουρά καστανά μαλλιά της είναι πλεγμένα σε δύο γαλλικές πλεξούδες που στολίζουν τη πλάτη της. Το άσπρο παντελόνι της τονίζει πολύ όμορφα τις καμπύλες της, ενώ το μαύρο μπλουζάκι με τα δύο χιαστί κορδόνια στο μπούστο της, αναδεικνύουν πολύ κομψά το στήθος της.
«Ευχαριστώ.» ψελλίζω.
«Πώς είστε;» ρωτάω με ενδιαφέρον, κι αυτή την φορά κοιτάζω την Lyra. Χαμογελάει κι εκείνη, πιο συγκρατημένα.
Εκείνη, έχει τα καστανόξανθα σπαστά μαλλιά της πιασμένα σε έναν ψηλό κότσο και είναι ντυμένη με ένα απλό μαύρο τζιν και ένα καρό πουκάμισο. Και είναι μια κούκλα.
«Μια χαρά.» παίρνει το λόγο η κοπέλα με το σκουλαρίκι στο πάνω χείλος και κουνάω το κεφάλι θετικά.
«Συγγνώμη που άργησα!» η πανικοβλημένη φωνή της Claire ακούγεται πίσω μου και, ένα δευτερόλεπτο μετά, φρενάρει απότομα δίπλα μας. Τα κορίτσια γελάνε στο άγχος της, μαζί τους γελάω και εγώ.
«Δεν άργησες! Και εγώ τώρα ήρθα.» την καθησυχάζω και ξεφυσάει, βάζοντας μια τούφα από τα μακριά-καρέ μαύρα μαλλιά της πίσω από το αυτί.
Την παρατηρώ για λίγο. Φοράει ένα απλό κόκκινο φόρεμα και, πραγματικά αναρωτιέμαι, πώς αντέχει και δεν φοράει καθόλου παντελόνι;
«Άντε, πάμε μέσα!» η ανυπόμονη Melisa, οριακά μας σπρώχνει μέσα στο μαγαζί.
Το καφέ-μπαρ είναι βαμμένο στις αποχρώσεις του κόκκινου και του άσπρου. Έχει ψηλά άσπρα τραπέζια με, ίδιου χρώματος καρέκλες, στις οποίες στέκονται κόκκινα μαξιλαράκια.
Ο φωτισμός είναι χαμηλός και η μουσική τόσο-όσο. Ο κόσμος που υπάρχει γελάει, μιλάει, πίνει χαλαρά το ποτό του δημιουργώντας ένα κλίμα ευθυμίας.
«Ελάτε.» η φωνή της Lyra μας ξυπνάει, δείχνοντας μας ένα τραπεζάκι σε μια γωνιά, δίπλα από ένα μεγάλο παράθυρο.
Καθόμαστε και κοιτάω τον χώρο γύρω μου. Είναι πολύ όμορφα εδώ. Πάνω στο τραπέζι έχει ήδη δύο καταλόγους, οπότε τους μοιραζόμαστε. Εγώ με την Claire τον έναν, η Melisa με την Lyra τον άλλον.
«Είστε έτοιμες;» μια ανδρική φωνή ακούγεται και γυρίζουμε να τον κοιτάξουμε.
Ένα αγόρι γύρω στα είκοσι-δύο, με καστανόξανθα μαλλιά και μούσια μας χαμογελάει. Ξεροκαταπίνω. Γιατί είναι όλοι τους τόσο ωραίοι;
Τα μάτια του, δυο ζωηρές πράσινες μπίλιες, χαϊδεύουν με χάρη τις μορφές μας, περιμένοντας απάντηση.
«Εε, ναι.» κάνω μια παύση και κοιτάω τις άλλες. Μόνο στην Lyra δεν φαίνεται να αρέσει.
«Εγώ θέλω μια σαγκρία, με κόκκινο κρασί.» ψελλίζω, και στρέφω το βλέμμα μου στο τραπέζι.
«Και εγώ μια σαγκρία.» συμφωνεί η Claire, αφήνοντας τον κατάλογο και πάλι στο τραπέζι.
Στρέφει την προσοχή του στις άλλες δύο. Χαμογελάει με υπομονή στην Melisa που δείχνει αναποφάσιστη, και ευγενικά στην Lyra που τον κοιτάει ξινά.
«Εγώ θα πάρω μια μπύρα radler, εσύ Lyra;» καταλήγει η Melisa, και με ένα νεύμα και ένα άηχο "ναι" η διπλανή της συμφωνεί.
Το αγόρι φεύγει και ένα πνιχτό γέλιο βγαίνει από τα χείλη της Melisa. Την κοιτάμε με απορία.
«Ήμουν έτοιμη να ζητήσω τηλέφωνο.» μας εξηγεί και η Claire δίπλα μου ξεκαρδίζεται με το, δήθεν, αθώο βλέμμα της, παρασέρνοντας και μένα.
«Είσαι απίστευτη!» σχολιάζω και αφήνει έναν αναστεναγμό ικανοποίησης.
«Είμαι, αλλά προτείνω σήμερα να ασχοληθούμε με κάτι άλλο. Όχι τόσο απίστευτο, αλλά αρκετά σημαντικό.» λέει αινιγματικά, και σμίγω τα φρύδια μπερδεμένη.
Δεν έχω την παραμικρή ιδέα σε τί μπορεί να αναφέρεται κι από το βλέμμα των κοριτσιών, καταλαβαίνω πως ούτε εκείνες φαντάζονται.
«Σε εσένα και τον Lucas αναφέρομαι, μικρό μου ζουζουνάκι. Τα θέλω όλα, με λεπτομέρειες.» μισοκλείνει τα μάτια και κοκκινίζω περισσότερο από τα μαλλιά μου.
«Εε...» κάνω ντροπαλά. Και μόνο στην ανάμνηση όλων αυτών που έχουν προηγηθεί, η καρδιά μου χάνει χτύπους για πλάκα! Σαν να μου επιβεβαιώνει πως έχουν συμβεί και δεν είναι κάτι που φαντάστηκα.
«Ας μην την φέρουμε σε δύσκολη θέση.» προτείνει η Lyra και της χαμογελάω αχνά.
«Συμφωνώ. Αυγή, μην την παρεξηγείς, απλώς ενθουσιάζεται πολύ.» η διπλανή μου, χαμογελάει άβολα προσπαθώντας να με κάνει να καταλάβω, αλλά το κάνω ήδη.
«Δεν υπάρχει πρόβλημα. Απλά δεν έχω να πω κάτι...ουάου. Απλώς με φίλησε...» κάνω μια παύση. Οι δύο από τις τρεις γουρλώνουν τα μάτια, η τρίτη αρχίζει να χτυπάει παλαμάκια.
«...μερικές φορές.» συμπληρώνω.
«Το ήξερα! Γαμώτο, το ήξερα!» πανηγυρίζει η κοπέλα με τις πλεξούδες και μερικοί θαμώνες γυρνούν να μας κοιτάξουν.
«Σσσςςς!» βάζω το δείκτη μπροστά από τα, βαμμένα κόκκινα, χείλη μου όμως δεν την νοιάζει καθόλου. Ίσα-ίσα, που το διασκεδάζει κιόλας.
«Σε φίλησε κανονικά;» η χαζή ερώτηση της, κάνει την Claire και την Melisa να δυσανασχετήσουν. Εγώ από την άλλη, απλώς γελάω.
«Όσο πιο κανονικά γίνεται.» επιβεβαιώνω και τα χείλη της ανοίγουν ελαφρά. Δεν καταλαβαίνω τι την εκπλήσσει. Ειδικά από τη στιγμή που, όπως κατάλαβα από την πρώτη κιόλας συζήτηση, ήταν κάτι που περίμενε.
«Θα πεθάνω από χαρά!» η ενθουσιασμένη φωνή της συμμαθήτριας μου στο χορό, τραβάει τα βλέμματα. Αυτή η κοπέλα είναι είδωλο.
Πάνω στην ώρα τα ποτά μας καταφτάνουν. Πίνω μια γουλιά από τη σαγκρία μου, απολαμβάνοντας την αίσθηση που μου αφήνει.
Αφήνοντας ένα τελευταίο χαμόγελο, ο σερβιτόρος φεύγει. Αν το κεφάλι της Melisa μπορούσε να γυρίσει εκατόν-ογδόντα μοίρες, θα το είχε κάνει.
Πριν προλάβει να πει κάτι, το τηλέφωνο της Claire χτυπάει και το χαμόγελο που απλώνεται στα χείλη της κάνει τις δύο κοπέλες στο τραπέζι να σωπάσουν αμέσως. Τα μάτια της βουρκώνουν και σχεδόν τρέμει.
«Ο μπαμπάς σου;» οι τρεις αυτές λέξεις, που με ευκολία ξεστόμισε η Lyra, δημιουργούν απορίες σε μένα, μα κάνουν το χαμόγελο της διπλανής μου να φωτίσει τον κόσμο γύρω της. Κουνάει το κεφάλι θετικά.
«Ν-ναι.» τραυλίζει.
Ρουφάει τη μύτη της.
«Πήγαινε να το σηκώσεις!» διατάζουν με μια φωνή, και πριν καν ολοκληρώσουν την φράση τους η Claire έχει σηκωθεί από την καρέκλα της.
«Μπαμπά μου...» είναι το μόνο που προλαβαίνουμε να ακούσουμε, καθώς μετά τρέχει προς τα έξω.
Η χροιά της φωνής της σχεδόν έσπασε στις δύο λέξεις που πρόλαβε να πει. Κάτι ράγισε μέσα μου και παρόλο που δεν ξέρω τι έχει συμβεί, νιώθω την ανάγκη να αγκαλιάσω τους γονείς μου δυνατά.
Το τραπέζι μας βυθίζεται στη σιωπή, και αλλάζει μόνο όταν επιστρέψει η Claire. Δεκαπέντε λεπτά αργότερα και με μάτια πρησμένα, κάθεται ξανά στη θέση της παίρνοντας μια ανάσα.
«Θα έρθει να με δει το σαββατοκύριακο και...μου έκλεισε εισιτήρια να κάνω Χριστούγεννα μαζί του. Είπε ότι...» κάνει μια παύση και καταπίνει με δυσκολία.
«Είπε ότι του έχω λείψει πολύ και ότι δεν θα επιτρέψει στην μαμά μου να με κρατήσει μακριά του, παραπάνω από ένα μήνα.» σχεδόν ψιθυρίζει.
«Claire μου, αυτό είναι υπέροχο!» η Melisa χαϊδεύει απαλά την ανάστροφο της παλάμης της, και η Lyra συμφωνεί χαμογελώντας και στέλνοντας της ένα φιλί.
«Είναι, το ξέρω. Και ξέρω πως δεν πρέπει να κλαίω απλά...αυτοί οι οκτώ μήνες...» αφήνει μετέωρη τη φράση της και τα κορίτσια σπεύδουν να την ηρεμήσουν.
«Συγγνώμη αν...σε φέρνω σε δύσκολη θέση αλλά...έχεις να δεις τον μπαμπά σου οκτώ μήνες;» προσπαθώ να καταλάβω και μέσα μου προσεύχομαι σε ένα αρνητικό νεύμα, μα δεν έρχεται ποτέ.
«Ναι.» χαμογελάει αδύναμα.
Θέλω να ρωτήσω, έχω πραγματικά την απορία να μάθω, όμως φαίνεται να είναι ένα τρομερά ευαίσθητο κομμάτι για εκείνη. Οπότε δεν το κάνω. Μένω σιωπηλή. Πρέπει να το κατάλαβε ωστόσο, γιατί μου χαμογέλασε με άνεση.
«Οι γονείς μου χώρισαν το 2001. Ακριβώς την μέρα που γεννήθηκα.» εξηγεί και σμίγω τα φρύδια μπερδεμένη.
Δεν ξέρω πού κόλλησα περισσότερο. Στο γεγονός ότι χώρισαν την πιο όμορφη μέρα της ζωής τους, ή στ' ότι αυτή η κοπέλα είναι δύο χρόνια μεγαλύτερη μου;
Μάλλον στο πρώτο.
«Νόμιζα ότι φέτος τελειώνεις το λύκειο.» ψελλίζω εντελώς μπερδεμένη με τις νέες πληροφορίες και κουνάει το κεφάλι θετικά.
«Το τελειώνω όντως. Έχασα δύο χρόνια γιατί είχα ένα πρόβλημα με τα πόδια μου και χρειάστηκε να κάνω ένα χειρουργείο.» ανασηκώνει τους ώμους.
«Και, αν επιτρέπεται, γιατί χώρισαν;» νιώθω ελεεινή που συνεχίζω τις ερωτήσεις, όμως δεν μπορώ να σταματήσω. Δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς τον μπαμπά μου, ή την μαμά μου για ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα.
«Δεν ταίριαζαν, είπαν. Γνωρίστηκαν στο πανεπιστήμιο. Ένα χρόνο μετά έμεινε η μαμά μου έγκυος σε μένα, εννέα μήνες μετά χώρισαν. Η μαμά μου είπε ότι δεν ήθελε να δεθεί σε έναν γάμο με κάποιον που δεν την καταλαβαίνει, αλλά εγώ την άκουσα να λέει πως είδε τον μπαμπά μου με άλλη.» σκύβει για λίγο το κεφάλι. Φαίνεται να νιώθει άσχημα γι'αυτό, μα δεν έχει κανέναν λόγο.
Είναι η μόνη που δεν φταίει.
«Για πολλά χρόνια ένιωθα να τον μισώ γι'αυτό, μου στέρησε μια κανονική οικογένεια αλλά...δεν ξέρω, από εμένα δεν έλειψε ποτέ. Ήταν πάντα κοντά μου, αν εξαιρέσουμε τα τελευταία τρία χρόνια που, επειδή παντρεύτηκε, η μαμά μου δεν με αφήνει να πηγαίνω στο Παρίσι να τον βλέπω.» πίνει μια γουλιά από το ποτό της, και έπειτα ξεροβήχει.
«Η Claire είναι μισή Γαλλίδα.» μου εξηγεί η Lyra και ανασηκώνω τα φρύδια, κουνώντας το κεφάλι συγκαταβατικά.
«Ίσως είναι δύσκολο και για την μαμά σου να σε αφήσει να πας. Υποθέτω, ότι είστε πολύ δεμένες.» το γελάκι που αφήνει ακυρώνει την υπόθεση μου, πριν καν μιλήσει.
«Νομίζω ότι απλά με κρατάει για να βασανίσει τον πατέρα μου. Δεν έχει ξεχάσει τίποτα απ' όσα συνέβησαν και αυτό φαίνεται. Λείπει όλη την ώρα από το σπίτι. Κατά βάθος, πιστεύω ότι δεν με θέλει γιατί της θυμίζω εκείνον.» χαμογελάει πικρά και η ανάγκη μου να αγκαλιάσω τους γονείς μου και να τους ευχαριστήσω ολοένα και μεγαλώνει.
Δεν μιλάω. Δεν ξέρω τι να πω. Απλώς σκύβω το κεφάλι.
«Εμένα οι γονείς μου ήταν κολλητοί.» με μια φράση, η Melisa τραβάει τα βλέμματα. Η Claire γελάει απευθείας, αλλάζοντας διάθεση σε δευτερόλεπτα.
«Λατρεύω αυτή την ιστορία!» σχολιάζει κοιτώντας με απευθείας στα μάτια και μου προκαλεί χαμόγελο, ενώ οξύνει την περιέργεια μου.
«Ήταν κολλητοί από το λύκειο, στο πανεπιστήμιο νόμιζαν ότι ερωτεύτηκαν, έκαναν εμένα, και τρία χρόνια μετά χώρισαν. Αλλά αν τους δεις, ακόμα κολλητοί είναι! Η μαμά μου του δίνει συμβουλές τι να κάνει για να μη χάσει την κοπέλα με την οποία είναι ζευγάρι, και ο μπαμπάς μου της λέει τι να βάλει πριν βγει ραντεβού ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του άνδρα με τον οποίο θα βγει.» το λέει και δεν το πιστεύει, και πραγματικά γελάω δυνατά με το ύφος της.
«Τρομερό!» λέω μέσα από τα γέλια μου. Θέλω να τους γνωρίσω αυτούς τους ανθρώπους.
«Εσύ Αυγή;» η κοπέλα με το σκουλαρίκι στο χείλος στρέφει το θέμα πάνω μου, με ένα μικρό χαμόγελο.
«Εμένα οι γονείς μου γνωρίζονται από την μέρα που γεννήθηκαν.» αρχίζω και τρία ζευγάρια μάτια, οριακά σχηματίζουν καρδούλες.
«Ω, θεέ μου!» κάνει η Claire, κοιτώντας με με ενθουσιασμό.
«Ναι. Οι γονείς τους έκαναν παρέα όταν σπούδαζαν, οπότε και οι δικοί μου οι γονείς μεγάλωσαν μαζί. Όταν ήταν δεκατέσσερα έγιναν ζευγάρι. Στην αρχή ήταν κάτι αθώο, απλώς περνούσαν χρόνο μαζί και λίγους μήνες μετά ήρθαν και τα πρώτα φιλιά. Πέρασαν σε διαφορετικά πανεπιστήμια αλλά κράτησαν τη σχέση τους, μια που ήταν και τα δύο στο ίδιο νησί, αλλά σε διαφορετική πόλη και στα είκοσι η μαμά μου έμεινε έγκυος.» κάνω μια παύση και πίνω λίγη από τη σαγκρία μου.
«Και;» κάνουν ανυπόμονα. Γελάω ελαφρά.
«Στα είκοσι-ένα είχα πλέον γεννηθεί και ένα χρόνο μετά, στα εικοσιδύο τους, παντρεύτηκαν. Και είναι ακόμα τρελά ερωτευμένοι ο ένας με τον άλλον. Δεν ξέρω...νομίζω πως ποτέ δεν θα είμαι εκατό τοις εκατό ευχαριστημένη με κάποια σχέση, ή αργότερα με τον γάμο μου και θα φταίνε αυτοί οι δύο!» τελειώνω την αφήγηση μου και φαίνονται ξετρελαμένες.
«Melisa συγγνώμη, αλλά μόλις βρήκα την αγαπημένη μου ιστορία.» με τη φράση αυτή της Claire, τα κορίτσια αρχίζουν και γελάνε. Εγώ απλώς χαμογελάω.
«Η οικογένεια...χωρισμένη, ή όχι είναι το πολυτιμότερο αγαθό. Υπάρχουν παιδιά εκεί έξω που περιμένουν να βρεθεί κάποιος να τα υιοθετήσει, επειδή οι άνθρωποι που τα γέννησαν δεν τα κράτησαν. Κάθε φορά που τσακώνομαι με τους γονείς μου σκέφτομαι αυτό και...μου περνάνε όλα.» ψελλίζει και έχει πραγματικά απόλυτο δίκιο.
«Έχει δίκιο η Lyra. Η οικογένεια είναι το μεγαλύτερο δώρο του θεού.» συμφωνεί η Melisa και δεν μιλάει καμία για λίγο. Το τραπέζι βυθίζεται στη σιωπή.
Το βλέμμα μου πέφτει για λίγο στην Claire. Το παράπονο που κρύβεται πίσω από το φωτεινό της χαμόγελο, δεν περνάει απαρατήρητο από μένα. Η καρδιά μου φτερουγίζει και μόνο στη σκέψη να μην έβλεπα έναν από τους δύο γονείς μου.
Μαμά, μπαμπά, ευχαριστώ. Είστε για μένα το καλύτερο πράγμα στη ζωή μου.
Γειά σας κοτοπουλάκια μου!🐥
Τι κάνετε; Πώς είστε;
Ελπίζω καλά!
Πείτε μου τα νέα σας! Λοιπόν, το έχω σκεφτεί πολύ και αποφάσισα μόλις τελειώσω το βιβλίο, να κάνω ένα διάλειμμα, να διορθώσω τα όρια και μετά να το στείλω σε διάφορους εκδοτικούς οίκους. Δεν ξέρω πώς θα πάει αυτό, αλλά θα το τολμήσω κι ό,τι γίνει.
Στα του κεφαλαίου.
Η Lyra πρέπει να σταματήσει να φέρεται τόσο περίεργα.
Την Claire την έχει λυπηθεί η ψυχή μου.
Paul-Melisa είναι ό,τι καλύτερο σε αυτό το βιβλίο.
Αυταα.
Αν σας άρεσε το κεφάλαιο ψηφίστε και σχολιάστε.
Αντιιιοοοοςςςς🥰🍟
-Δέσπ.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro