Κεφάλαιο Πρώτο - Αναμνήσεις Απο Σένα
Αγαπημένοι μου μετά την αγάπη που επιδείξατε στο πρώτο μου βιβλίο αποφάσισα να συνεχίσω το ταξίδι του Κρίστιαν και της Μαρίνας κι ελπίζω να σας εχω ολους συνεπιβάτες !!❤ Αυτό το κεφάλαιο είναι αφιερωμένο σε όλους με ευγνωμοσύνη!
Αλλα όπως πάντα δεν παραλείπω να ευχαριστήσω ιδιαιτέρως τους @Rose_17 DianaRay1 KikiKekaki
mariaa2310 mardia32 titimix katerinmyrona grammenou fontana1981 PakosSar DeniaChrisopoulou nessundorma3 ElliPam91 _Sumela_01 fotis1981 JojoPs98
"Κρίστιαν αποφάσισα να χαθώ έτσι αναπάντεχα για πάντα απο τις ζωές σας όσο κι αν πονάει ! Ξέρω πως θα βιαστείς να με κρίνεις όπως έπραττες πάντοτε μα υπάρχουν πολλά που δεν γνωρίζεις.
Βρίσκονται κρυμμένα μές την ψυχή μου μα πλέον δεν τολμώ να τα αγνοήσω.
Όσο για τα παιδιά την εντεκάχρονη Άρτεμις την παραθέτω πλέον στα χέρια σου παρομοίως κι το τρίχρονο αγγελούδι μας τον Έκτορα.
Μην ψάξεις να με βρείς το ταξίδι έφθασε στο τέρμα..Μαρίνα.."
Καθισμένος πίσω απο το γυάλινο γραφείο του έσφιγγα με όλη την δύναμη μου το τσαλακωμένο κίτρινισμενο πια απ το πέρασμα του χρόνου σημείωμα ανάμεσα στα δάκτυλα μου με μανία.
Λες και στην θέση του χαρτιού βρισκόταν ο ντελικάτος λαιμός της που δεν θα δίσταζα να σφίξει με παρόμοιο τρόπο δέκα ολόκληρα χρόνια πρίν αν την είχα εμπρός μου να ξεστομίζει εκείνα τα βάναυσα λόγια .
Όμως δεν τόλμησε να με αντικρίσει στα μάτια στον τελευταίο αποχαιρετισμό επέλεξε να κρυφτεί πίσω απο την δύναμη των λέξεων σε ένα κομμάτι χαρτί που θα κατέληγε στα σκουπίδια όπως η αγάπη μας.
Κάποτε με είχε διδάξει να πιστεύω στην δύναμη της που μπορεί πραγματικά να ανατρέψει την ζωή του οποιουδήποτε αρκεί να αφεθεί στην μαγεία της.
Την υποδέχτηκα στα άδυτα της καρδιάς μου που ποτέ δεν είχα ανοίξει ποτέ πριν μα προφανώς η διάρκεια ζωής του συγκεκριμένου συναισθήματος στην δική της καρδιά φάνταζε απειροελάχιστη.
Μπροστά στο μεγαλείο της δικής μου που σιγόκαιγε ακόμη παίρνοντας δύναμη απ τις αναμνήσεις κατέληξα απογοητευμένος για ακόμη μια φορά κι ας πέρασαν δέκα ολόκληρα χρόνια .
Ευθύς επανέφερα άθελα μου για πολοστή φορά στον θολωμένο νού την ζοφερή εκείνη ημέρα όπου η κάλπικη ευτυχία που είχα χτίσει μέρα την ημέρα πέτρα την πέτρα .
Μέσα σε μια μονάχα στιγμή χαρακτηρίζονταν απ την συνοδοιπόρο μου νωθρό και συνάμα σάπιο κατασκέυασμα που σαν καράβι λαβωμένο έμπαζε νερά .
Ώσπου ως φυσικό επακόλουθο τελικά βούλιαξε σε άγνωστα βαθειά νερά αφήνοντας ξοπίσω εμένα ναυαγό μαζί με δύο αθώες ψυχές στην πλάτη να με ακολουθούν στα τυφλά περιμένοντας την πλήρη καθοδήγηση μου στις ζωές τους .
Αν και το έχω απαγορεύσει αυστηρά στον εαυτό μου να θυμάται η σημερινή ημέρα το επιβάλλει.
Γι αυτό το λόγο επέτρεψα στον εαυτό μου σαν θολή ασπρόμαυρη ταινία πλέον να αναπαράγει ξανά οσο κι αν πονάει την ανάμνηση της ημέρας οπου η ζωή μου έμελε να αλλάξει τροχιά κι ας σφίγγεται η καρδιά μου.
Εκείνο το συννεφιασμένο πρωινό του απρίλη είχα ξυπνήσει πλημμυρισμένος απο ενέργεια και ευτυχία που ανυπομονούσα όσο τίποτε άλλο στον κόσμο να μοιραστώ μαζί με την γυναίκα που αφιερώθηκα ολοκληρωτικά.
Αναζήτησα το γυμνό σώμα της ανάμεσα στα σκεπάσματα μα το μόνο που κατόρθωσα να ψιλαφίσω ήταν το κρύο ύφασμα απ το σεντόνι.
Παρόλο που μου χάλασαν τα σχέδια για ένα ρομαντικό ξύπνημα μαζί της δεν ανησύχησα καθότι τον τελευταίο την είχα συνηθίσει να ξυπνά νωρίτερα απ εμένα ειδικότερα έπειτα απο την έλευση του Έκτορα.
Του μικρού μπόμπιρα που μας είχε ξετρελάνει με τα καμώματα του προκαλώντας συνάμα κι τα έντονα ξεσπάσματα ζήλειας απ την πλευρά της πρωτότοκης αδερφής του.
Πλέον ο χρόνος φάνταζε αφηρημένη έννοια για εκείνη που με ζήλο είχε αφιερωθεί στο μεγάλωμα υγιών ψυχικά και σωματικά παιδιών.
Όπως ήταν αναμενόμενο η δουλειά της έλειπε και πολλές φορές παρατηρούσα την θλίψη που σκίαζε στιγμιαία τα αστραφτερά της εκφραστικά μάτια που λάτρευα να ατενίζω .
Μα παρόλα αυτά παρέμενα σίγουρος πως μοιράζομασταν την ίδια ευτυχία οικογενειακώς που πλεόν δεν παρατηρούσα τα σημάδια .
Πολλοί φίλοι μα και η ίδια η μητέρα μου έσπευσαν να κρούσουν τον κώδωνα του κινδύνου άπειρες φορές μα ο ίδιος βυθισμένος στην κινούμενη άμμο μου εθελοτυφλούσα ίσως κι σκόπιμα .
《Κρίστιαν η Μαρίνα συμπεριφέρεται αλλόκοτα τον τελευταίο καιρό είσαι σίγουρος πως δεν σας συμβαίνει κάτι ..;》ρωτούσε επίμονα η Μάριον στο καθιερωμένο κυριακάτικο τραπέζι οπου μαζέυομασταν ολοι μαζί εξιστορόντας ο ένας στον άλλο τα γεγονότα της εβδομάδας.
Την τελευταία κυριακή πριν την απρόσμενη εξαφάνιση της τα σημάδια κράυγαζαν εμπρός μου μα επέλεγα να τα αγνοώ πεισματικά γελώντας ξέγνοιαστος με τα θρυλικά ανέκδοτα του πεθερού μου .
Βαστούσα στην αγκαλιά μου το μικροσκοπικό ξανθό Έκτορα ενώ την ίδια ακριβώς στιγμή η Άρτεμις με τραβούσε απο το άλλο απαιτώντας επίμονα να παίξω μαζί της στον κήπο αφήνοντας στην άκρη το μωρό.
Είχε ξεπροβάλει σκεπτική και συννεφιασμένη απο την κουζίνα μεταφέροντας τον δίσκο με τα καλούδια που μας είχε ετοιμάσει με ευλάβεια απο τα ξημερώματα.
Φορούσε ένα λευκό αέρινο φόρεμα κι τα υπέροχα μακριά ξανθά μαλλιά της τα είχε πιασμένα σε μια χαλαρή αλογοουρά που μου υπενθύμιζε συνεχώς την εικοσάχρονη απίστευτα σέξυ κοπέλα που ερωτεύτηκα παράφορα πριν απο δώδεκα χρόνια.
《Έλα Μαρινάκι μου κάθισε κοντά μας ..》την παρότρυνε ευδιάθετος ο Νίκολας αρπάζοντας συνάμα άξαφνα την εγγονή του αγκαλιά .
《Έλα εδώ άσε τον μπαμπά να φάει κοριτσάκι μου..》
《Μα δεν βλέπεις πως δεν τρώει παππού ολοένα παίζει με αυτό το μωρό και κανείς τους πλέον δεν μου δίνει σημασία..》σχολίασε πεισμωμένη σταυρώνοντας τα χέρια της στο στήθος θεατρικά σχεδόν.
Ξέσπασαμε σε δυνατά γέλια με την αντίδραση της ολοι μας ενω παράλληλα η Μιράντα που της έτρεφε ιδιαίτερη αδυναμία απο μικρή της έδινε το ρουφηχτό φιλί στο μάγουλο που πάντοτε την εκνέυριζε.
《Ω..έλα σταμάτα βρε γιαγιά να με πειράζεις βλέπεις κανένας δεν μου δίνει σημασία πια μόνη μου κάθομαι ..》συνέχισε απτόητη τα παράπονα της .
《Αχ ζηλιάρα μου εσύ τι θα σε κάνουμε ; Δεν σου έχω εξηγήσει γλυκιά μου πως το μωράκι μας χρειάζεται ακόμη φροντίδα διότι αν το αφήσουν μπορεί να πάθει οτιδήποτε κακό ; 》
《Ναι..αλλα εμένα με έχουνε ξεχάσει εντελώς ειδικά ο μπαμπάς δεν είμαι πλέον η πριγκίπισσα του !》σχολίαζε μορφάζοντας θυμωμένα μα συνάμα ναζιάρικα.
《Μην αδικείς τον μπαμπάκα σου Άρτεμις σας αφιερώνει οσο χρόνο προλαβαίνει..》επενέβει εκείνη ενω παράλληλα σέρβιρε γλυκό σε όλους.
Η Μάριον της έριξε ενα βλέμμα φωτιά αντιλαμβανόμενη προφανώς την σπόντα που είχε εκτοξέυσει προς το μέρος μου όσο εγώ συζητούσα με τον Νίκολας για κάποια νέα επιχειρηματικά βήματα.
Πραγματικά θάυμασα την εξυπνάδα που υπέδειξε αλλάζοντας αυτόματως το θέμα συζήτησης αποφεύγοντας ίσως μια διένεξη λίγο πριν την έναρξη της.
《Μμμ..δεν έχω φάει καλύτερο σουφλέ σοκολάτας ποτέ πριν μπράβο σου Μαρινάκι μου είσαι εξαιρετική τόσο σαν μητέρα όσο κι σαν σύζυγος ..》σχολίασε έυθυμα η Μάριον που βίωνε την απόλυτη ευτυχία στο πλευρό του συζύγου της έχοντας βρει επιτέλους τις ισορροπίες που για χρόνια θεωρούσε χαμένες .
Αντί να χαμογελάσει έστω απο ευγένεια με το κοπλιμέντο της όπως άλλες φορές που μάλιστα αστειευόταν παίζοντας με εμάς ένα παιχνίδι γευσιγνωσίας .
Εκείνη την ημέρα μονομιάς βυθίστηκε πιο βαθειά στον δικό της κόσμο δείχνοντας να επεξεργάζεται κάποιο πλάνο στο μυαλό ξεδιαλύνοντας συνάμα τις υποψίες της μητέρας μου.
Η αντίδραση της όμως διέγειρε ποικίλα ερωτήματα ανάμεσα σε όλους μας παρόλα αυτά κανένας πέραν της Μάριον δεν επέλεξε να τα εκφράσει ίσως απο φόβο μην τυχόν διαλύσουν παντελώς τις λεπτές σαν ιστό αράχνης ισορροπίες μας.
Όσο οι υπόλοιποι απολάμβαναν τον αχνιστό καφέ τους στον ανθισμένο κι πανέμορφα διακοσμημένο κήπο μας κάτω απο το φως του εκτυφλωτικού ήλιου πλάι στην πισίνα η Μάριον με απομάκρυνε διακριτικά δείχνοντας πολύ προβληματισμένη.
《Ακολούθησε με θέλω να σου μιλήσω λιγάκι..》ψιθύρισε στο αυτί μου κοιτάζοντας παράλληλα την Μαρίνα σαν να ζητούσε την άδεια της.
《Θα σου τον κλέψω τον αντρούλη σου για λίγο ελπίζω να μην σε ενοχλεί κορίτσι μου..》ρώτησε περισσότερο για να τεστάρει τις αντιδράσεις της .
Την δεδομένη στιγμή ήταν αφοσιωμένη στα παιδιά ταίζοντας γλυκό τον πεινασμένο Έκτορα που είχε αρχίσει να γκρινιάζει όση ώρα η Άρτεμις διάβαζε τα μαθήματα για την επόμενη ημέρα υπο την επίβλεψη της.
Στράφηκε προς εμάς χαμογελαστή μα το ύφος της μαρτυρούσε πως κάποιο αδιόρατο αγκάθι την ταλάνιζε εσωτερικά .
《Καλή μου Μάριον δεν χρειάζεται να μου ζητάς την άδεια μπορείς να μου τον κλέψεις για όση ώρα επιθυμείς άλλωστε δικός μου θα ναι πάλι !》σχολίασε έυθυμα κλείνοντας το μάτι πονηρά στους υπόλοιπους.
Απορώ ακόμη πως κατόρθωσε να προσποιείται με τόση άνεση την ευτυχισμένη ενω την αμέσως επόμενη στιγμή είχε αποφασίσει να μας εγκαταλείψει .
Αυτό το γνωρίζει μονάχα εκείνη με ποιά δύναμη μπορούσε να αντικρίζει τα παιδιά της στα μάτια λέγωντας πως τα αγαπούσε ενω σε λίγες ώρες θα χανόταν για πάντα απ τις ζωές τους σαν ανέυθυνη .
Εισέβαλε πρώτη στην κουζίνα ρίχνοντας κλεφτές ματιές προς την πόρτα ώστε να βεβαιωθεί πως η Μαρίνα δεν θα γινόταν άθελα της θεατής της συζήτησης μας.
Απέφυγε να μιλήσει μπροστά στην νύφη της διακρίνοντας ξεκάθαρα στο ύφος της πως τίποτα δεν ήταν πια όπως πριν κάτι είχε αλλάξει εσωτερικά απ την Μαρίνα που γνώριζε.
《Γίε μου θα μπώ αμέσως στο θέμα το οποίο ομολογώ με ταλανίζει καθ όλη την διάρκεια της σημερινής συνάντησης..η γυναίκα σου δεν είναι καλά ! Συμπεριφέρεται παράξενα είναι διαρκώς αφηρημένη έχετε μήπως κανένα πρόβλημα τελευταία..;》
Όπως ήταν φυσικό έσπευσα να καθησυχάσω την μητέρα μου χαμογελώντας παιχνιδιάρικα λες και δεν συνέβαινε τίποτα.
《Είναι κουρασμένη απλώς μαμά έχει φορτωθεί επάνω της ένα ακόμη μωρό και συνάμα τα καπρίτσια της κακομαθημένης Άρτεμις που είδες και μόνη σου πως αντιδρά. Δεν υπάρχει περίπτωση να είναι δυστυχισμένη στο πλευρό μου της προσφέρω τα πάντα..》αποκρίθηκα σαν εξυπνάκιας δίχως να φαντάζομαι τι είδους άβυσσο κρύβει μια γυναικεία ψυχή στο εσωτερικό της.
《Μην το παίζεις άνετος γιέ μου γυναίκα είμαι και ξέρω να διακρίνω απο μακριά σημάδια αποξένωσης ίσως και κατάθλιψης ..αφότου γέννησε έχει αλλάξει ριζικά ! Πρέπει πάση θυσία να αρχίσει να εργάζεται ξανά η Μαρίνα δεν είναι φτιαγμένη για οικιακή εργασία !》
《Μητέρα πάψε να ανησυχείς για εμάς είμαστε πολύ ευτυχισμένοι εσύ επικεντρώσου στην δική σου ευτυχία με τον Μάθιου που σου αξίζει έπειτα απ όσα πέρασες ! Όσο για το θέμα της δουλειάς απ όταν γέννησε η ίδια παραιτήθηκε απο τις επιχειρηματικές δραστηριότητες που είχε . Εγώ είμαι που την πιέζω να ξεκινήσει απ την αρχή αλλα διστάζει το διακρίνω καθαρά κάθε φορά που ανοίγω την κουβέντα..》
《Μια χαρά είμαι εγώ μην έχεις έγνοια ! Μονάχα θα σε παρακαλέσω παιδί μου να προσέχεις λιγάκι παραπάνω αυτό το διάστημα την γυναίκα σου .
Μην ξεχνάς μέσα στις χιλιάδες έγνοιες σου να της δείχνεις καθημερινά πόσο πολύ την αγαπάς κι το κυριότερο πως τίποτε δεν άλλαξε ανάμεσα σας με το πέρασμα του χρόνου ! ..》με παρέπεμψε δίχως να γνωρίζει τι προμύνυονταν για εμάς στην συνέχεια της διαδρομής.
Όμως τώρα που τα ξαναφέρνω στο μυαλό μου ίσως να έβλεπε απο μακριά να πλησιάζει απειλητικά το οδυνηρό μας τέλος μα απο μητρική αγάπη να επέλεξε τελικά να το αποσιωπήσει.
Την χτύπησα στοργικά στον ώμο χαμογελώντας με σιγουριά σαν ανόητος αγνοώντας την προειδοποίηση που σαν σωστή μητέρα έσπευσε να μου απευθύνει.
《Όλα είναι τέλεια μεταξύ μας μαμά είμαστε πιο ολοκληρωμένοι απο ποτέ..》
Με κοίταξε με ύφος βλοσσυρό καθώς άνοιγε την συρόμενη πόρτα που οδηγούσε στον κήπο κι συνάμα στον πρόσχαρο Μάθιου ο οποίος την παρατηρούσε με θαυμασμό απο μακριά.
《Πρόσεχε Κρίστιαν εσύ μπορεί να αισθάνεσαι την απόλυτη πληρότητα όχι όμως κι η σύντροφος σου ..》ψέλλισε ανήσυχη κι έπειτα επέστρεψε χαμογελαστή προσποιούμενη την ανέμελη στο πλευρό του Μάθιου.
Εκείνη την βραδιά είχε κοιμήσει ασυνήθιστα νωρίς τα παιδιά βγαίνοντας απο το δωμάτιο με μάτια κατακόκκινα κι πρησμένα μα πάλι δεν έδωσα σημασία στο κόκκινο απαγορευτικό φώς που είχε ανάψει στην σχέση μας.
Ο κίνδυνος στεκόταν εμπρός μου περιπαικτικά και εγώ ούτε που άντεχα να μάθω την αλήθεια που αργότερα με τσάκισε .
Καθόμουν στο σαλόνι κάνοντας τι άλλο δουλεύοντας σαν τρελός επάνω σε κάποιες επείγουσες επενδύσεις που οπως πάντα με κρατούσαν μακριά της .
Δίχως να τολμώ να αναλογιστώ τον τυφώνα που θα διέλυε γι ακόμη μια φόρα την ξέγνοιαστη ζωή μου μα πλέον δεν ήμουν ο μόνος που θα πονούσε καθώς υπήρχαν κι τα αγγελούδια μας.
Πλησίασε αργά κοντά μου παρατηρώντας με παράξενα λες και κάτι προσπαθούσε να μου πεί κάτι που αν μάθαινα θα άλλαζε ολόκληρη την κοσμοθεωρία μου.
《Να σε διακόψω μισό λεπτό..》ψέλλισε ψυχρά παίρνοντας θέση απέναντι μου σκεπτική κι απόμακρη και ναι ομολογώ πως είχα ξαναδεί αυτήν ζοφερή έκφραση να κοσμεί το πανέμορφο πρόσωπο της στο παρελθόν.
Υπέθεσα πως ήταν τρομερά κουρασμένη έπειτα απο την γεμάτη ημέρα που περάσαμε γι αυτό και παρέμεινα να πάρει η οργή τόσο απορροφημένος στην οθόνη του φορητού υπολογιστή .
Ενώ μέσα στο μυαλό μου χόρευαν αριθμοί κι πράξεις δεν είχα χρόνο να την ακούσω και να προσπαθήσω να περισώσω τα συντρίμια του γάμου μας μα εγώ δίχως ενοχές επέλεξα να παρακάμψω την συζήτηση.
《Αγάπη μου πρέπει να τελείωσω πάση θυσία απόψε τους ισολογισμούς για το αυριανό συμβούλιο . Εαν τελικά πείσω τους κινέζους να επενδύσουν η εταιρεία μας θα επεκταθεί κι σε άλλες ηπείρους !》αποκρίθηκα ενθουσιασμένος διακρίνοντας ολοφάνερα την απογοήτευση που κατέκλυσε αυτομάτως την ψυχή της.
Έσκυψε το κεφάλι κι απομακρύνθηκε σιωπηλά ανοίγοντας με ήπιες κινήσεις την μεγάλη τηλεόραση απέναντι μου παρακολουθώντας βαριεστημένα καθισμένη οκλαδόν στον λευκό μας καναπέ .
Αναρωτιόμουν τι είδους σκέψεις την ταλάνιζαν και έτσι αποφάσισα να αφήσω στην άκρη την δουλειά για λίγο αφιερώνοντας πολύτιμο χρόνο στο λουλούδι μου.
Την αγκάλιασα σφικτά αποδεικνύοντας περίτρανα πόσο την αγαπούσα με την ίδια ένταση οσα χρόνια κι είχαν περάσει ανεπιστρεπτί κι απ τους δύο μας.
《Είσαι το στολίδι της ζωής μου..με συγχωρείς για πριν..》
《Ξέρω ..Κρίστιαν οι δουλειές σου πάντα προέχουν !》αποκρίθηκε με ένα αδιόρατο παράπονο θαμμένο βαθειά στις κόγχες των ματιών της που παρά τον χαμηλό φωτισμό των αρωματικών κόκκινων κεριών μπορούσα να διακρίνω.
《Μην το ξαναπείς ποτέ αυτό μωρό μου δεν βάζω τα χρήματα ούτε τις επιχειρήσεις επάνω απο εσάς .. είστε η ζωή μου ο λόγος που υπάρχω..》
《Κι αν..κάποια μέρα ..》πρόφερε δειλά αποφεύγοντας να ολοκληρώσει την πρόταση της πασχίζοντας να βρεί την δύναμη να μου αποκαλύψει προφανώς κάποιο μυστικό.
《Κι αν κάποια μέρα τι ..Μαρίνα ; Για το θεό συμβαίνει κάτι ; Μίλησε μου απο το πρωί δείχνεις χαμένη σε έναν δικό σου τελείως κόσμο.. μιλάς με αίνιγματα κι αυτό με τρομάζει..》
Ευθύς τύλιξε τα χέρια της γύρω απο το λαιμό μου χαμογελώντας δήθεν ξέγνοιαστα κι εγώ ο ηλίθιος έχαψα το θέατρο που μου έπαιξε.
《Μην ανησυχείς καρδιά μου αν κάτι σοβαρό συνέβαινε θα το γνώριζες απ την πρώτη στιγμή ! Άλλωστε τι κακό να μας συμβεί εμείς τα έχουμε όλα ετσι δεν έιναι ; ..》ψιθύρισε καθυσυχαστικά στο αυτί μου ανάβοντας με τα φιλιά της φλόγες στο κορμί μου.
Πάσχιζε να αποπροσανατολίσει την σκέψη μου επιτηδευμένα καθώς φαίνεται πως είχε καταλήξει στο συμπέρασμα πως δεν άξιζε καν πια να προσπαθήσει.
Χάθηκα στην ηδονή της στιγμής κι άφησα τις σκοτεινές σκέψεις να πετάξουν μακριά σαν να μην υπήρχαν αφημένος ολοκληρωτικά στα επιδέξια χέρια της που άγγιζαν με θέρμη τον ανδρισμό μου.
Έπαιζε μαζί μου σαν να ήμουν μπαλάκι ανάμεσα στα δάκτυλα της οπου σαν πλοκάμια κύκλωναν την στύση μου προσφέροντας απλόχερα απόλαυση .
Γράπωσα το στητό στήθος της με το δεξί μου χέρι διαγράφοντας κύκλους γύρω απ τις θηλές της μια κίνηση που την ερέθιζε απίστευτα.
Έβγαλε μια πνικτή κραυγή δίχως να πάψει να με χαιδεύει ποικιλοτρόπως προκαλώντας μου ρίγη κι έπειτα με γρήγορες ξεκούμπωσε το παντελόνι μου κι με καβάλησε.
Ζητούσε να της δοθώ για ακόμη μια βραδιά ολοκληρωτικά παραγκωνίζοντας τις δουλειές μου κι τελικά το πέτυχε.
Με πήρε στο ζεστό κι συνάμα υγρό στόμα της βγάζοντας έναν βαθύ αναστεναγμό ικανοποίησης αφού πάντοτε της άρεσε να μου προσφέρει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απόλαυση.
Βύθισα την παλάμη μου στα πλούσια μαλλιά της ζητώντας απεγνωσμένα την λύτρωση όσο η λάβα του πόθου μου για εκείνη κατέκαιγε παρατεταμένα την σάρκα μου .
Η γλώσσα της έπαιζε το γνώριμο παιχνίδι των αισθήσεων γύρω απ τον ερεθισμένο ανδρισμό μου εκτοξέυοντας την αδρεναλίνη σε άλλη διάσταση .
Με χέρια ιδρωμένα χάραξα το οικείο μονοπάτι του κορμιού που πλέον είχα αφήσει ανεξίτηλη την σφραγίδα του έρωτα μου πιέζοντας το στήθος της με ικανοποίηση.
Ένας αναστεναγμός ξέφυγε απ τα ζουμερά της χείλη αναγκάζοντας με να ξεπεράσω τα όρια μου.
Με χαμένη λογική έσκισα το λευκό φόρεμα της κατέβασα με φόρα το κόκκινο ντελικάτο εσώρουχο κι εισέβαλα στο κορμί της.
Μια γλυκιά πληρότητα κατέκλυσε και τους δύο μας εσωτερικά όσο κι αν τα κορμιά φλέγονταν με τα χρόνια κάθε φορά που κάναμε έρωτα ενώνονταν όλο κι περισσότερο οι ψυχές μας παρά τα σώματα.
Κάλπαζε επάνω στο κορμί μου σαν έμπειρη αμαζόνα αφήνοντας με να αφουγκράζομαι τις πνικτές κραυγές ηδονής που της χάριζα.
Με έριξε στο πάτωμα ανεβαίνοντας ξανά επάνω μου απολαμβάνοντας την ένωση σαν αχόρταγο θηλυκό αποδεικνύοντας με τον καλύτερο τρόπο πως τίποτε δεν άλλαξε .
Όσα χρόνια κι αν περνούσαν ήμουν βέβαιος πως θα τα ζούσα στο έπακρο μονάχα στο πλάι της εως ότου εγκαταλείψω τον πλανήτη γή για άλλες μακρινές κατοικίες.
Οι σκέψεις μου μονομιάς έκαναν φτερά σαν ένιωσα την εκρηκτική έκσταση που σάρωσε το κορμί της παρασύροντας μοιραία κι εμένα .
《Είσαι τέλεια !》ψιθύρισα στο μισοσκόταδο ξαπλωμένος κατάχαμα στο χαλί με εκείνη ανάμεσα στα χέρια μου νιώθοντας για ακόμη μια φορά τι θα πεί αληθινή ευτυχία.
Δεν ίσχυε όμως το ίδιο δυστυχώς για το άλλο μου μισό όπου στριφογύριζε ανήσυχη ανάμεσα στα μπράτσα μου αναζητώντας τι άραγε ;
Λέξεις για να μου πεί αναίμαχτα το αντίο η πασχίζοντας να κρατήσει τα δάκρυα που έσταζαν απ τα μάτια της ; Αλλα όχι αποκλείεται να πόνεσε εφόσον το είχε προαποφασίσει να μας τελειώσει σαν δολοφόνος.
Εγώ μονάχα βίωσα τον πόνο σε όλες τους τις αποχρώσεις κι εντάσεις με διάφορες μορφές κι σχήματα καθώς την μια στιγμή έκλαιγα την άλλη την μισούσα βιώνοντας συνεχώς μια αντίφαση εσωτερικά.
Την είχα ρωτήσει εκεί μές το σκοτάδι ακουμπώντας στο ιδρωμένο της στήθος για να μπορώ να αφουγκράζομαι την καρδιά της που θεωρούσα πως χτυπούσε ακόμη για εμένα.
《Αγάπη μου είσαι αναστατωμένη είναι πασιφανές μήπως όμως θέλεις να μοιραστείς μαζί μου την αιτία;》ψιθύρισα στο αυτί της ψιλαφίζοντας με το χέρι μου ένα χαμόγελο να ζωγραφίζεται στα ερεθισμένα χείλη της.
《Όχι μωρό μου ..απλώς απολαμβάνω τις στιγμές που βιώνω κοντά σου σαν να ναι οι τελευταίες κάθε φορά το ξέρεις..》
Η φράση της μονομιάς ενεργοποίησε τον εσωτερικό συναγερμό που είχε προλογίσει νωρίτερα η μητέρα μου υπενθυμίζοντας μου τα ζοφερά λεγόμενα της.
Δεν ήθελα να αποδεκτώ πως υπήρχε πρόβλημα στην σχέση μας θεωρούσα πως ότι είχαμε χτίσει διέθετε γερές βάσεις και θεμέλια που θα κρατούσαν την αγάπη μας αίωνια στα ύψη.
Τι τραγική ειρωνεία εγώ ο αλαζόνας εγωιστής με μια πέτρα στο στέρνο αντι για καρδιά άφεθηκα σαν αφελής να πιστεύω έννοιες που κάποτε κορόιδευα.
Όσες φορές άκουγα βαρύγδουπες ανακοινώσεις και όρκους παντοτινής αγάπης γελούσα υστερικά εις βάρος των ανόητων που πίστευαν στο για πάντα όταν όλα τριγύρω παρέμεναν ρευστά.
Μέχρι που μαζί της ένιωσα το άπιαστο να σχηματίζεται στην παλάμη μου συμπαγές , την θάλασσα να πίνεται σαν ακριβό κρασί και την ζεστή αμμουδιά να κάνει έρωτα παθιασμένα με το φεγγάρι τόσο πολύ με άλλαξε.
Φοβόμουν τόσο πολύ μην χάσω το όνειρο που έπλασε στην καρδιά μου χαράσοντας αιώνια το όνομα της με φωτιά και σίδερο στην επιφάνεια της .
Ένας κόμπος έσφιγγε σαν μέγκενη τον λαιμό μου η καρδιά σφυροκοπούσε με ακανόνιστους παλμούς τα μηνύγγια και η ψυχή αιωρούνταν στο πουθενά όσο σώπαινε.
Ευθύς στηρίχτηκα στον ένα μου ώμο ανάβοντας το φώς απ το πορτατίφ που κοσμούσε το γύαλινο τραπεζάκι του σαλονιού .
Στήλωσα τα μάτια μου αγχωμένος στα δικά της αναζητώντας την αιτία που την κρατούσε μακριά μου διότι πλέον ήταν εμφανές πως κάτι είχε σπάσει.
《Με προετοιμάζεις για κάποια ανακοίνωση μωρό μου ..; Μήπως.. σε στεναχώρησα εν αγνοία μου ; Μίλα μου να πάρει με τον καιρό σχεδόν αποξενώθηκες..!》τράυλισα αγανακτισμένος καθώς περιεργαζόμουν με λατρεία το ανέκφραστο πρόσωπο της με μια απροσδιόριστη δίψα εσωτερικά να την χορτάσω.
Φάνταζε σαν άγαλμα η όψη της μήτε πόνο πρόδιδε μήτε δυστυχία άραγε δεν αισθανόταν καμία ενοχή για ότι επρόκειτο να πράξει ;
Κι καλά για εμένα δεν έδινε πια δεκάρα μα δεν μπορούσα να δεχθώ πως ούτε για τα πλάσματα που γεννήθηκαν απο το σώμα της δεν υπέφερε.
Κάλυψε με το χέρι την γύμνια της μια κίνηση που ουδέποτε στο παρελθόν είχε πράξει έπειτα απο μια καυτή νύχτα πάθους που είχαμε μοιραστεί.
Η αμηχανία φάνταζε πλέον έκδηλη στα τραβηγμένα της χαρακτηριστικά κι ας συνέχιζε να μην φανερώνει τι ακριβώς αισθανόταν .
《Γιατί καλύπτεις το κορμί σου μωρό μου δεν είναι δα η πρώτη φορά που θαυμάζω την καλλίγραμμη θέα του..》σχόλιασα ακουμπώντας τρυφερά τον λαιμό της.
《Μετά την γέννηση του Έκτορα γνωρίζεις πως δεν αγαπώ ιδιαίτερα να περιφέρομαι ολόγυμνη εμπρός σου..》
Γέλασα και την τράβηξα ξανά στην αγκαλιά μου καθυσηχάζοντας τον φόβο της εγκατάλειψης που είχε θεριέψει μέσα μου με την δικαιολογία πως ήταν κακόκεφη λόγω ανασφάλειας .
《Καρδιά μου δεν θέλω να νιώθεις άβολα με το σώμα σου λατρέυω κάθε πτυχή του σαν να είναι δικό μου ..αν και πράγματι μου ανήκει εφόσον μονάχα εγώ εχω πρόσβαση στα άδυτα του..!》ψιθύρισα σφίγγοντας με όλη την δύναμη μου το σώμα της επάνω μου.
Το βλέμμα της ατένιζε τον σκοτεινό έναστρο ουρανό απλανές σαν να νοσταλγούσε τις ημέρες που ήταν ανεξάρτητη κι ελέυθερη εφόσον παντρεύτηκαμε πολύ νέοι.
《Μονάχα εσύ..》ψέλλισε κουρνιάζοντας πιο βαθειά στην αγκαλιά μου όση ώρα την μετέφερα στο κρεββάτι μας .
Άνοιξα το φώς με τον αγκώνα μου κι την τοποθέτησα ευλαβικά στο μαλακό στρώμα θαυμάζοντας την θέα των καμπύλων της που με γοήτευαν αφάνταστα.
《Έλα μην με κοιτάζεις τόσο επίμονα ντρέπομαι..》μουρμούρισε ναζιάρικα τραβώντας επάνω της μονομιάς το κόκκινο σεντόνι.
Με δύο δρασκελιές πήδηξα πλάι της σβήνοντας το φώς αφήνοντας το κορμί μου να εφάπτεται στο δικό της αντλώντας ενέργεια απ την δική της.
Το ολόγιωμο φεγγάρι φώτιζε το πανέμορφο γαλήνιο πρόσωπο της καθώς ξαπλωμένοι αντικριστά όπως κάθε νύχτα ταξιδέυαμε ο ένας στα βάθυ του άλλου.
《Σ αγαπάω πολύ..》ψέλλισε καταπίνοντας άτσαλα λες και προσπαθούσε να πνίξει εναν λυγμό που της έφραζε τον λαιμο.
《Εγώ οχι μόνον σε αγαπώ είσαι οτι πολυτιμότερο μου χάρισε η ζωή αυτά τα χρόνια..είμαι πολύ ευτυχισμένος στο πλευρό σου ..μην με αφήσεις ποτέ ..》είχα ζητήσει εν αγνοία μου καθώς ο νούς μου δεν έτρεχε τόσο μακριά.
《Η ευτυχία είναι αφηρημένη έννοια δεν μπορεί να αποτελέσει μια μόνιμη κατάσταση διότι η ζωή μας δεν αφήνει τέτοιου είδους περιθώρια κι το ξέρεις πολύ καλά..》
《Για τους άλλους εμείς δεν βιώνουμε κανένα απολύτως πρόβλημα κι τολμώ να πω πως τα έχουμε όλα ..! Δεν σε καταλαβαίνω ώρες ώρες μήπως εσύ δεν νίωθεις πλέον ευτυχία στο πλευρό μου..;》
Μου χάιδεψε τρυφερά τα μαλλιά χαμογελώντας μου μελαγχολικά σαν να με αποχαιρετούσε ενδόμυχα 《Θα ήμουν αχάριστη αν σου απαντούσα όχι μου προσφέρεις όσα έχω ονειρευτεί..》
《Τότε ..; τι σημαίνει αυτό ;》
《Πως ότι και να γίνει θα είσαι πάντοτε κομμάτι της ύπαρξης μου εσύ και τα μικρά θάυματα που σμίλευσε η αγάπη μας..έλα κοιμήσου τώρα είναι αργά ..》
Έπλεξα τα δάκτυλα μου στοργικά με τα δικά της πασχίζοντας να αισθανθώ ασφαλής πως δεν σβήστηκαν όσα νίωσαμε ώς ίχνη στην βρεγμένη άμμο.
《Καληνύχτα καρδιά μου..》ψιθύρισε κι έπειτα σε κλάσματα δευτερολέπτου βυθίστηκα σε έναν άγνωστο κόσμο αφήνοντας να ξεγλιστρήσει απο τα χέρια μου η χαρά.
Οι αχτίδες του ήλιου εισέβαλαν ενοχλητικά στο σκοτάδι των ματιών μου ξυπνώντας μέσα σε έναν εφιάλτη απ την στιγμή όπου αντίκρισα το πλευρό μου αδειανό .
Σηκώθηκα έκανα ένα ντούς παρατηρώντας ένα λευκό φάκελο ακουμπισμένο στον ολόσωμο καθρέπτη που τόσο της άρεσε να βάφεται.
Η καρδιά μου σκίρτησε προειδοποιητικά καθώς τον έπιανα στα χέρια μου διαβάζοντας συγκλονισμένος το αποχαιρετιστήριο σημείωμα.
Το χαρτί κατέληξε να κοσμεί το δάπεδο μαζί με τα κομμάτια της καρδιάς μου που εξερράγη σιωπηρά καθώς τα γιατί κατέκλυζαν το μυαλό μου.
Έμεινα ολομόναχος καλούμενος να ανέθρεψω δύο παιδιά που εξίσου είχαν εγκαταλειφθεί με την ίδια δειλία όσο κι αναισθησία που την διέπει.
Έτρεξα σοκαρισμένος στο κατώφλι του παιδικού υπνοδωμάτιου του Έκτορα ο οποίος παραδόξως δεν είχε ξυπνήσει μές την νύχτα πεινασμένος.
Έπειτα πλησίασα αργά το πριγκιπικό κρεββάτι της Άρτεμις η οποία μαζεμένη κουβάρι με παρατηρούσε θλιμμένη πασχίζοντας να κρύψει τα δάκρυα της.
Ακούμπησα το παγωμένο χέρακι της ξυπνώντας μέσα μου τις ζοφερές μνήμες της δικής μου εγκατάλειψης απ την μητέρα μου που όσο κι αν είχα δικαιολογήσει ακόμη πονούσαν.
《Μπαμπά η μαμά έφυγε ξημερώματα κρατώντας μια μεγάλη βαλίτσα στα χέρια ..δεν μας αγαπά πια ε ;》με ρώτησε παραπονεμένα σκίζοντας την ψυχή μου στα δύο.
Επι τόπου η οργή για τον πόνο που μας προκάλεσε κύλησε σαν δηλητήριο στις φλέβες μου παράλληλα ορκιζόμουν να την εκδικηθώ που αντίκριζα τα μάτια της κόρης μου τούτη την ώρα δακρυσμένα .
Την αγκάλιασα σφικτά κι έκτοτε δεν την άφησα απ τα χέρια μου μήτε την Άρτεμις μήτε τον μικροσκοπικό Έκτορα που δεν θα συγκρατούσε καν μνήμες της γυναίκας που του άνοιξε την πύλη του κόσμου .
《Είμαι εγώ εδώ καρδούλα μου κι όσο ζω θα είμαι βράχος για να ακουμπάτε εσύ κι ο αδερφούλης σου ..》είχα ψιθύρισει πνίγοντας τα δάκρυα στους λυγμούς της ψυχής.
Απ την θλιβερή ονειροπόληση με έβγαλε εισβάλοντας σαν σίφουνας όπως πάντα στο γραφείο μου η εικοσάχρονη πλέον Άρτεμις λες και ξεπήδησε ως δια μαγείας απ τις σκέψεις μου.
《Καλημέρα μπαμπάκα μου πως και τόσο πρωινός ;》ρώτησε γνωρίζοντας καλά την ημερομηνία που αναγράφονταν στον ημερολόγιο απέναντι μου κι ας έπαιζε την ανήξερη.
《Καλημέρα γλυκό μου πλάσμα πως κοιμήθηκες ; Είχα κάποιες δουλείες να διεκπεραίωσω γι αυτό σηκώθηκα νωρίς ήπια καφέ κι ξεκίνησα . Επέτρεψε μου όμως να απορήσω εξίσου πως και τόσο πρωινή ;》
Χαμογέλασε πλατιά παίρνοντας θέση απέναντι μου γεμίζοντας την ψυχή μου περηφάνια για το δημιούργημα που έπλασα .
Ήταν πανέμορφη στην όψη έμοιαζε με άγγελο επι της γής καθώς τα ξανθά μακριά μαλλία της χύνονταν κυματιστά στους λεπτούς ώμους της που έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με τα πράσινα μάτια που είχε κληρονόμησει απ εμένα.
Σε όλο το υπόλοιπο πρόσωπο έμοιαζε καταπληκτικά στην μητέρα της τόσο στα χείλη όσο κι στις εκφράσεις υπενθυμίζοντας μου καθημερινά την απουσία της .
《Ήθελα να μιλήσουμε γι αυτό ήρθα να σε βρω προτού ξυπνήσει ο Έκτορας για το σχολείο κι αρχίσει πάλι να παραπονιέται..!》σχολίασε μορφάζοντας ενοχλημένη.
《Σε ακούω λοιπόν είμαι όλος αυτιά..》
《Για μισό λεπτάκι ..γιατί τα μάτια σου είναι βουρκωμένα μπαμπά ; Πάλι αυτό το καταραμένο σημείωμα βαστάς ;》
《Σου απαγορεύω να το αποκαλείς κατ αυτό τον τρόπο είναι ότι μου απέμεινε απ την μητέρα σου και επίσης περιμένω να ακούσω τι ήρθες να μου ανακοινώσεις ..》
《Άσε τις ανώφελες υπεκφυγές ! Πως θες να αδιαφορήσω όταν καθημερινά σε αντικρίζω θλιμμένο απομονωμένο στον κόσμο των αναμνήσεων ; Πες μου πως ; Εκείνη έφυγε πια μπαμπά μας εγκαταλείψε πια κι ζεί την ζωή της ευτυχισμένη !》φώναξε θυμωμένη με την γνώριμη οργή που την διακατείχε κάθε φορά που αναφερόταν στην Μαρίνα.
《Είναι δικαίωμα μου να νιώθω όπως μου αρέσει ! Απέναντι σε εσάς όμως στάθηκα βράχος όπως σας είχα υποσχεθεί τι άλλο ζητάς απ εμένα να πάψω να αισθάνομαι ..;》
《Πάνε χρόνια μπαμπά δεν υπάρχει τίποτα να αισθανθείς για εκείνη δεν το αξίζει μας παράτησε χώνεψε το πια !》
《Όπως το χώνεψες κι εσύ γλυκιά μου ; Διότι η οργή σου προδίδει πόσο πολύ πονάς απο την έλλειψη της..》ξέσπασα άκομψα γνωρίζοντας πως την πλήγωσα .
Κατέβασε ευθύς το βλέμμα της κοιτάζοντας αμήχανα δεξιά κι αριστερά στρώνοντας παράλληλα το κίτρινο φόρεμα που φορούσε.
Σηκώθηκα απ την θέση μου πλησιάζοντας κοντά της 《Με συγχωρείς δεν ξέρω μερικές φορές τι λέω..》ψέλλισα ντροπιασμένος.
《Ήσυχασε μπαμπά δεν τα εχω μαζί σου .. απλώς δεν αντέχω να σε βλέπω να πονάς ακόμη τόσα χρόνια μετά ! Επιθυμώ να σε δώ χαμογελαστό ερωτευμένο ξανά οπως παλιά..!》
《Ερωτευμένο ; Ω αυτό το ενδεχόμενο ξέχασε το δεν θα επιτρέψω σε άλλη γυναίκα να μπεί σε τούτο το σπίτι παριστάνοντας την μητέρα σας ! Μην ξεχνάς ο Έκτορας είναι μόνον δώδεκα χρονών..》
Έσκασε στα γέλια θέλοντας να ελαφρύνει το βαρύ πένθιμο κλίμα παρασύροντας κι εμένα ξαφνικά 《Δεν σε πήραν και τα χρόνια γλυκέ μου μπαμπάκα παραμένεις ένας κούκλος κι ας μου φόρεσες γυαλάκια . Πρέπει να συνεχίσεις να ζείς εμείς μεγαλώσαμε σε λίγο θα φύγουμε..δηλαδή σε πολύ λίγο..》ψέλλισε σκανταλίαρικα εκθέτοντας άθελα της το θέμα της συζήτησης μας.
《Α..μάλιστα ώστε αυτός είναι ο λόγος που ξύπνησες απ τα άγρια χαράματα έχεις σκοπό να φύγεις απ το σπίτι;》σχολίασα δήθεν έυθυμα κρύβοντας πόσο πολύ με πονούσε η απόφαση της.
《Μην το παίρνεις κατάκαρδα εχω ανάγκη να αισθανθώ αυτόνομη επιτέλους ! Ξέρεις συνέβει κάτι που σου έχω κρύψει εδώ και μέρες..》
Συνοφρυωμένος ανέμενα να ακούσω τι στο καλό είχε αναταράξει τόσο την ζωή της ώστε να πάρει την απόφαση να μείνει σε άλλο σπίτι.
《Λοιπόν τι ακριβώς μου έκρυψες γλυκιά μου εμείς ουδέποτε είχαμε μυστικά μεταξύ μας..》
《Μην θυμώνεις αν και ξέρω πως θα αντιδράσεις στο άκουσμα όσων θα σου πώ..ξέρεις κέρδισα μια υποτροφία στην Ελλάδα σε ενα αμερικανικό κολλέγιο στην Αθήνα !》
Τινάχτηκα επάνω σαν ελατήριο δίχως να πιστεύω στα αυτιά μου αφού δεν γινόταν να ισχύουν όσα μου έλεγε λες και ο εγκέφαλος μου αρνούνταν να τα αφομοιώσει.
《Έλλάδα ; Πως στο καλό σου ήρθε η ιδέα να σπουδάσεις σε αυτήν την χώρα ; Ψάχνεις την μητέρα σου αυτός είναι ο λόγος παραδέξου του επιτέλους κι άσε τις δικαιολογίες ..!》ξέσπασε μπερδεμένος κι συνάμα πληγωμένος.
《Ηρέμησε απλώς θέλω να γνωρίσω νέα μέρη και οχι δεν την ψάχνω πια μπαμπά πάνε χρόνια που την έθαψα μέσα μου..》είπε ψέματα φέρνωντας ταυτόχρονα στο νού το ανώνυμο τηλεφώνημα που είχε λάβει τις προάλες.
Απολάμβανε έναν απογευματινό καφέ με την κολλητή της φίλη στο αγαπημένο τους στέκι γελώντας κι σχολιάζοντας τα αγόρια που τους άρεσαν απο το Πανεπιστήμιο .
《Άχ όχι Λίντα μην μου πεις πως θα τα φτιάξεις με αυτόν τον άξεστο ..δεν ξέρει να συμπεριφέρεται καθόλου..!》
《Γιατί όχι Άρτι μια χαρά κούκλος είναι άλλωστε δεν κοιτάζω ψυχικά χαρίσματα μονάχα ..σωματικά..》σχολίασε γελώντας υστερικά με το υπονοούμενο που άφησε να πλανιέται η καλύτερη της φίλη.
《Ώ έλα τώρα δεν το εννοείς πως φαντάζεσαι σεξουαλικά αυτόν έτσι πλάκα μας κάνεις ;》
《Καθόλου γλυκιά μου Άρτι δεν είμαι σαν εσένα που δεν έχεις φιληθεί καν με αγόρι ακόμη μα καλά τι φοβάσαι μήπως σε δαγκώσει ; 》αποκρίθηκε άκομψα προκαλώντας μου έντονη αμηχανία.
Έστρεψα το βλέμμα μου μελαγχολικά έξω απο το παράθυρο ατενίζοντας τον απογευματινό ουρανό αναπολώντας ξανά την χαμένη μου μητέρα.
Τα ηλιοβασιλέματα για κάποιον παράξενο λόγο πάντοτε μου την θύμιζαν καθότι πολλές φορές τα απολάμβαναμε μαζί .
Κάτι τέτοια απογεύματα έπαιζε μαζί μας στον τεράστιο κήπο του σπιτιού γελώντας σαν μικρό παιδάκι μας έκανε κούνια κι έτρεχε κάθε τόσο πίσω απο τον μικρό που μόλις είχε αρχίσει να περπατά.
Την ίδια μέρα καθώς εμείς παίζαμε στην τσουλήθρα εγώ αποφάσισα να απέχω για λίγο απο το παιχνίδι κι αίφνης την πλησίασα .
Έπινε τον καφέ της καθισμένη στην σκιά του λευκού μας κιόσκι σκεπτική σαν με είδε ευθύς μου χαμογέλασε
στοργικά οπως έπραττε πάντα .
《Τι σου συμβαίνει γλυκό μου αγγελούδι γιατί σταμάτησες να παίζεις μήπως δεν αισθάνεσαι καλά ;》
《Μανούλα θέλω να σε ρωτήσω κάτι που μου ήρθε στο μυαλό που έχει πάει τώρα η γιαγιά Αφροδίτη που έφυγε απ εμάς ;》την είχα ρωτήσει πλημμυρισμένη απο παιδική αφέλεια.
Τα μάτια της είχαν βουρκώσει καθώς η απώλεια της πολυαγαπημένης της γιαγιάς την είχε καταρρακώσει μα εγώ σαν παιδάκι δεν ήξερα πόσο την πλήγωσε η ερώτηση μου.
Μας αγκάλιασε σφικτα και τους δύο θέλοντας να νιώσει την ζεστασιά μας για κάποιο παράξενο λόγο έπειτα σήκωσε τα μάτια της στον ουρανό κι ένα δάκρυ έσταξε στο μάγουλο της.
Βρίσκεται στον απέραντο γαλάζιο ουρανό η γιαγιά μας..κι μας ατενίζει απο εκεί ψηλά περιμένοντας καρτερικά την μέρα που θα ξαναβρεθούμε όλοι μαζί..》ψίθυρισε θλιμμένη μουρμουρίζοντας μια προσευχή.
Η όψη της πάντοτε μεταμορφωνόταν σαν αντίκριζε τον μπαμπά να μας πλησιάζει απο μακριά κουβαλώντας μαζί του παιχνίδια γλυκά κι δώρα .
Απο την έλευση του κι έπειτα το σπίτι γέμιζε γέλια και χαρές οι μέρες μας μετατρεπόνταν σε υπέροχες περιπέτειες κι οι νύχτες μας σε παραμύθι σαν τους διακρίναμε ερωτευμένους οσο ποτέ να κάνουν όνειρα για το μέλλον.
Ο Έκτορας τίποτα δεν θυμάται απο τότε μονάχα την αγκαλιά και την γλυκιά κελαριστή φωνή της που κάθε τόσο αντηχεί στα αυτιά μου σαν ήχος ξεχασμένος.
《Έι ..Άρτεμις που ταξιδεύεις ; Χτυπάει το κινητό σου δεν το ακούς..; Πάλι ο κύριος Κρίστιαν θα είναι άργησες απόψε..!》σχολίασε εξίσου κοροϊδευτικά η Λίντα δίχως να εξηγηθεί για το προηγούμενο ατόπημα.
《Κόφτο επιτέλους υπάρχουν κι όρια στην πλάκα όκ ;》διαμαρτυρήθηκα θυμωμένη ψάχνοντας επίμονα το κινητό στην τεράστια μάυρη τσάντα που κουβαλούσα.
Κάποιος με καλούσε με απόκρυψη για πρώτη φορά κι η καρδιά μου ευθύς σφίκτηκε κι αν ..ήταν εκείνη έπειτα απο τόσα πολλά χρόνια ίσως βρήκε το κουράγιο να με πλησιάσει ; αναλογιστηκα απαντώντας βιαστικά.
《 Ποιος.. είναι παρακαλώ ;》τράυλισα ελάχιστα απο το σοκ που με είχε καταβάλει τρέφοντας στην ψυχή μου μιαν ελπίδα να ακούσω κι πάλι την φωνή που τόσο λαχταρούσα.
《Άρτεμις ..πήρα να σε ενημερώσω πως η μητέρα σου είναι νεκρή πάψε πια να την αναζητάς έχει πεθάνει εδώ και χρόνια..!》μου ανακοίνωσε εν ψυχρώ ένας άγνωστος άνδρας με παράξενη αγριωπή φωνή.
《Τί πράγμα ; Που ..απο που το ξέρεις ; Που βρίσκεται θαμμένη ;》ρωτούσα απελπισμένη πασχίζοντας να ημερέψω τον πόνο που σαν δηλητήριο ξεχύθηκε στην καρδιά μου.
《Τίποτα παραπάνω μην ζητάς να μάθεις έχει πεθάνει !》επανέλαβε σκληρά γκρέμιζοντας ολοσχερώς τον φθαρτό κόσμο μου για δέυτερη φορά απο την ημέρα που εκείνη είχε χαθεί.
Η Λίντα συγκλονισμένη έπιασε το χέρι μου δυνατά παλεύοντας να με παρηγορήσει μα αυτό που αισθανόμουν ήταν χείμμαρος ορμητικός δεν το όριζαν φραγμοί και όρια.
Πάγωσα αρχικά δίχως να κινώ μήτε τα βλέφαρα μου παρέμεινα να κοιτάζω επίμονα την φλόγα του κεριού που κοσμούσε το τραπέζι μας.
Κάπως έτσι φανταζόμουν την ζωή της σαν μια φλόγα που άναψε με την αγάπη που ένιωσε για τον πατέρα μου φούντωσε σαν γεννηθήκαμε κι έσβησε σαν μας εγκατέλειψε.
Η καρδιά μου μάτωσε κι κόπηκε σε μικρά κομματάκια που πονούσαν σαν κοφτερά γυαλιά στράφηκα προς την φίλη μου πανικόβλητη αναζητώντας απο κάπου να κρατηθώ.
《Πέθανε Λίντα χάθηκε για πάντα η ευκαιρία να την συναντήσω να ακούσω απο τα χείλη της τον πραγματικό λόγο που μας εγκατέλειψε η μητέρα μου είναι νεκρή !》ούρλιαξα στην μέση του μαγαζιού όρθια ξεσπώντας σε λυγμούς.
Ακόμη και άγνωστοι έσπευσαν να με βοηθήσουν την ώρα που εγώ κατέρρευσα στα χέρια της Λίντα η οποία τα είχε χάσει ζητώντας την βοήθεια τους .
Ξύπνησα λίγες ώρες αργότερα στο σπίτι της Λίντα αντικρίζοντας την απέναντι μου να χαμογελά ενθαρρυντικά πασχίζοντας να με ενδυναμώσει.
Αμέσως οι σκέψεις μου ανασυντάχθηκαν με απίστευτη ευκολία υπενθυμίζοντας μου εκείνο το μακάβριο τρισάλθιο τηλεφώνημα .
《Ο μπαμπάς δεν πρέπει να το μάθει !》τινάχτηκα σχεδόν μηχανικά απο το στρώμα μαζεύοντας πρόχειρα τα πράγματα μου με σκοπό να επιστρέψω σπίτι προτού ο άγνωστος τον ειδοποιήσει .
《Ηρέμησε κοριτσι μου αργά η γρήγορα θα το πληροφορηθεί τίποτα δεν μένει στο σκοτάδι για πολύ ..》
《Τι λες Λίντα αν το μάθει θα τον χάσω κι εκείνον στα σίγουρα δεν θα μπορέσει να σηκώσει ένα τέτοιο βαρύ μαντάτο θα τον αποτελειώσει..!》
《Μα πως θα του το κρύψεις ..;》
《Θα..θα βρώ εναν αναθεματισμένο τρόπο ! Κι έπειτα θα φύγω Ελλάδα για σπουδές παλέυοντας να μάθω περισσότερα για τον χαμό της ..》
《Μην ρίχνεις αλάτι στην πληγή προσπάθησε να ξεχάσεις ..!》με συμβούλευσε ανήσυχη σαν πραγματική φίλη μα το δικό μου το πείσμα δεν με άφηνε να δεχτώ τόσο απλά πως χάθηκε μια για πάντα.
《Να ξεχάσω ; Τι μου λες τώρα Λίντα αυτή η γυναίκα με έφερε στον κόσμο μου προσέφερε τροφή απ το σώμα της και ψυχή απ την δική της ! Πρέπει να φύγω έχω πολλά να κανονίσω..ίσως..να..》ψιθύρισα με την ελπίδα πως ίσως κάποιος κακόβουλος συμφοιτητής μας που γνώριζε την ιστορία μου έκανε φάρσα.
Όπως και να έχει ήμουν αποφασισμένη να ρίξω φώς στην υπόθεση της απρόσμενης εξαφάνισης της έντεκα ολόκληρα χρόνια μετά..! Αν η μητέρα μου είναι ζωντανή κάπου στην Ελλάδα πρέπει να το μάθω !...
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro