Κεφάλαιο Δεκατέσσερα - Παλέυοντας Μόνη
Άλλο ένα κεφάλαιο αγαπημένοι μου αναγνώστες που το αφιερώνω ανεξαιρέτως τα σε όλους εσάς με την ψήφο και την συμμετοχή σας στην ιστορία μου σκορπάτε χιλιάδες πλατιά χαμόγελα στην ψυχή μου !
Να ευχαριστήσω ιδιαιτέρως για ακόμη μια φορά τα κορίτσια μου @Rose_17 DianaRay1 Dionysia1980 Feggari70 _ioannidouu KaterinaSyriopoulou lisistati1 είστε υπέροχες!❤
Κατέβαινα με ορμή τα σκαλοπάτια δύο δύο μηχανικά με τόση αγωνία εσωτερικά που μου ερχόταν να ουρλιάξω πως δεν άντεχα πια να σηκώνω ολομόναχη τούτο τον σταυρό.
Λίγο έλειψε να αρχίσω να χτυπιέμαι μπροστά στον σύζυγο μου ξυπνώντας τον απότομα απο τον γαλήνιο ύπνο του με μια αλήθεια που θα πλάκωνε σαν μυλόπετρα ασήκωτη το στέρνο του οπως ακριβώς το δικό μου.
Δεν άντεχα άλλο να υποφέρω να μην μιλώ και να φοβάμαι πως με την παραμικρή κίνηση μου η ζωούλα του αγγέλου μου θα χανόταν σαν πνοή μέσα απο τα χέρια μου χωρίς να μπορώ να την σώσω.
Το τραυματισμένο πόδι μου πονούσε αφόρητα όσο η βαριά δερμάτινη μπότα πίεζε την πληγή αλλα δεν θα μου έφραζε το δρόμο κανένας .
Ήμουν υποχρεωμένη να απομακρύνω άμεσα το παιδάκι μου απο αυτό το άνδρο των αρπακτικών πασχίζοντας να ενώσω ξανά την διαλυμένη οικογένεια μας με κάθε μέσο.
Πλέον ήμουν αποφασισμένη να δώσω μια δεύτερη ευκαιρία στον πολύπαθο γάμο μου έπειτα απο την καυτή νύχτα που βιώσα στο πλευρό του μοναδικού άνδρα που ξυπνούσε με ένα χάδι το κορμί μου.
Κάτω απο το άγγιγμα του η επιδερμίδα ανατρίχιαζε τα άκρα μούδιαζαν καθώς φωτιά τα κύκλωνε και το αίμα στις φλέβες μου σιγοτραγουδούσε ρυθμικά το όνομα του.
Στην αγκαλιά του ένιωθα ξανά ζωντανή σαν να με είχε αναστήσει απο τον ψυχρό γυάλινο φθαρτό μου κόσμο με ένα φιλί οπως ακριβώς στα παραμύθια.
Όσα ένιωθα για εκείνον σαν παλιά σβησμένη φωτιά με την φλόγα του πόθου του είχαν αναζωπυρωθεί κατακαίγοντας τις άσχημες αναμνήσεις μια για πάντα ανοίγοντας παράλληλα έναν δρόμο εξαγνισμένο απο ενοχές για να βαδίσω.
Αν δεν μου έφραζε το δρόμο ακόμη η ξέφρενη αγωνία για την Κριστίνα μου με ευκολία θα εγκατέλειπα την διάλεξη που είχα να δώσω το απόγευμα κάνοντας έρωτα μαζί του εως τα ξημερώματα αδιάκοπα.
Όμως προς το παρόν η καρδιά μούγκριζε έξαλλη στο στέρνο επιζητώντας επιτακτικά να βαδίσω πιο γρήγορα κι απο τον σφοδρό άνεμο που λυσσομανούσε εξωτερικά για να την σώσω.
Η παγωνιά μου προκαλούσε ρίγος το οποίο δεν ήμουν σε θέση να παραβλέψω κι όμως έπρεπε καθώς στο μυαλό μου δεν υπήρχε ούτε το παραμικρό κενό αφιερωμένο στον εαυτό μου που ποτέ δεν με ενδιέφερε αρκετά.
Πάντοτε ζούσα για τους άλλους με καταστρεπτικές πολλές φορές συνέπειες για τον οργανισμό μου κι όμως ποτέ δεν έπαυα να προσφέρω απλόχερα όλο μου το είναι τόσο σε εκείνον όσο κι στα παιδιά μας.
Ιδιαίτερα στην μικρότερη το φωτεινό μας αστεράκι που ήμουν σίγουρη πως όλοι τους θα αγκάλιαζαν με πολύ αγάπη ακόμη κι ο απρόσιτος πεισματάρης πατέρας της που σαν μάθαινε την θα αλήθεια πετούσε στα ουράνια απο ευτυχία..!
Έτρεχα με ολη μου την δύναμη πατώντας με φόρα μέσα στο κατάλευκο μαλακό χιόνι αδιαφορώντας μήπως πέσω σε παγίδες πια αφού ήδη ήμουν αιχμάλωτη σε μια καταδικασμένη στον πόνο κι την μοναξιά.
Η θύμηση του με ενδυνάμωνε καθώς φαντασιωνόμουν να επιστρέφω νικήτρια πίσω με την κόρη μας στην αγκαλιά μου.
Θα χωνόμουν στην ζεστή καταπραυντική αγκαλιά του και έπειτα θα την παρέδιδα επιτέλους στα χέρια του προφέροντας τις τέσερρις λέξεις που στοίχειωναν ανελιπώς τα όνειρα μου .
《Είσαι ο πατέρας της..!》
Ονειρευόμουν επιτέλους το σκληρό αδιαπέραστο προσωπείο του να συντρίβεται ενώπιον στο στοργικό πλημμυρισμένο κατανόηση δικό μου κι ένα γλυκό χαμόγελο να διασπούσε σαν θερμός καλοκαιρινός ήλιος την συννεφιά που τον είχε κυκλώσει.
Ήταν ολοφάνερο πως είχε κλειδωθεί ξανά στον μοναχικό εαυτό του έπειτα απο την φυγή μου που προφανώς άνοιξε παλιές πληγές κρυμμένες απο τα παιδικά του χρόνια αντικατοπτρίζοντας προφανώς την εγκατάλειψη απ την μητέρα του.
Είχε επιστρέψει ο παλιός του εαυτός δριμύτερος και πιο εξαγριωμένος απο ποτέ δεν εξέφραζε τα συναισθήματα του πια ακόμη και χθές έπειτα απο την χαοτική νύχτα πάθους που μοιραστήκαμε δεν τόλμησε ούτε καν να χαμογελάσει φοβούμενος μήπως σαν γυναίκα αδίστακτη που ήμουν τον συντρίψω ξανά.
Αν κι ήθελα να είμαι ειλικρινής με τον εαυτό μου ακόμη και ο τρόπος που εισχώρησε στο κορμί μου είχε ανατραπεί κάποτε εισέβαλε αργά παθιασμένα με απίστευτη ευλάβεια επιζητώντας κάθε λεπτό την παράταση της ένωσης .
Σε αντίθεση με χθες που όρμησε καταπάνω μου με βλέμμα σαρκοβόρου αρπακτικού θωπέυοντας κτητικά το σώμα μου δίχως ίχνος της διάχυτης τρυφερότητας που τον διακατείχε αφού απέφευγε εως και την τελευταία εκρηκτική μας στιγμή έστω να με φιλήσει.
Παρόλα αυτά ήμουν τόσο αποφασισμένη να ανακτήσω πάση θυσία το χαμένο έδαφος με πολέμους και μάχες αδιάκοπες άλλοτε αιματηρές κι επώδυνες κι άλλοτε με μικρές παθιασμένες εκεχειρίες εως ότου ξεκλειδώσω όπως πρώτα το φρούριο της καρδιάς του.
Άραγε να διάβασε το σημείωμα που με τόση αγάπη κι συγκίνηση κάθισα να γράψω παρά την ταραχή που με διακατείχε ;
Το μπλέ στυλό χόρευε ανάμεσα στα τρεμάμενα δάκτυλα μου μα η ανάγκη να εκφράσω όσα αισθήματα που καταπίεζαν σαν χείμαρρος την καρδιά φάνταζε ανυπέρβλητη γι αυτό κάθισα αποφασισμένη στην πολυθρόνα αφήνοντας τις λέξεις να ξεχυθούν με φόρα στο χαρτί.
Με μοναδική έμπνευση τα δύο σφαλισμένα μάτια του που οι μακριές του βλεφαρίδες κοσμούσαν και τα δύο καυτά χείλη που λεηλατούσαν το κορμί μου χθες να βράδυ ξεκίνησα να γράφω.
Βιαζόμουν να αποτυπώσω κάθε σκέψη γλαφυρά χωρίς να αφήνω περιθώρια αμφισβήτησης καθώς ακόμη ελώχευε ενδόμυχα ο φόβος πως εάν εξαφανίζομουν τόσο ξαφνικά χωρίς αιτία θα θεωρούσε πως τον εγκατέλειψα ξανά.
Να πάρει οι λέξεις που θα διάβαζε στην ολόλευκη κόλλα χαρτί που πότισε απο τα δάκρυα που κυλούσαν ακατάπαυστα καθώς την συνέθετα πήγαζαν κατευθείαν απο την ερημωμένη μου ψυχή που τον ζητούσε απεγνωσμένα πίσω.
Έφερνα ξανά κι ξανά τις προτάσεις στο νού πασχίζοντας να βρώ έστω ένα κι μοναδικό λάθος σε οτι εξέφραζα κι όμως για εμένα δεν υπήρχε κι ας ήξερα καλά πως στα δικά του μάτια αυτή η μια λέξη που ολοκλήρωνε την άτυπη εξομολόγηση μου θα ξυπνούσε πρωτόγνωρη οργή εσωτερικά.
"Αγαπη μου προέκυψε ένα έκτακτο συμβούλιο καθηγητών οπου μόλις με ειδοποίησαν να παραβρεθώ δυστυχώς δεν τολμώ να το παρακάμψω οσο κι αν ποθώ να βρίσκομαι προστατευμένη στα μήκη κι τα πλάτυ της αγκαλιάς σου.
Η χθεσινή βραδιά πλημμύρισε την σκοτεινιασμένη ψυχή μου με ελπίδα πως ο γάμος μας αναπνέει ακόμη κι έχει υπόσταση.
Περίμενε με ..έχω ανάγκη οσο τίποτα τα φιλιά και την απύθμενη στοργή σου απόψε που επιτέλους θα ξεκαθαρίσουν όλα !
Σε αγαπάω..πιο πολύ κι απ την ζωή μου..Μαρίνα."
《Μου ζήτησες να μην το προφέρω αλλα όχι και να μην το γράψω κι ας καιγόμουν απο ανάγκη να στο φωνάξω χθές έστω κι αν θεωρούσες πως είναι ψέμα..》μονολογούσα σκεπτική παραβλέποντας για λίγο την αγωνία κι τον αβάσταχτο τρόμο που διέλυαν την λογική κι συνάμα το κορμί μου.
Έφθασα με χίλιους κόπους σε ένα ύψωμα βαθειά μέσα στο δάσος απόκρυμνο κι κατάφυτο οπου μονάχα οι γλυκές μελωδίες των πουλιών που κρύβονταν στις παγωμένες φυλλωσιές διαπερνούσαν την ακοή σου.
Κοίταξα ολόγυρα αναζητώντας απεγνωσμένα ένα σημάδι απο την κόρη μου μα το μόνο που αντίκριζα ήταν πυκνό λευκό χιόνι να καλύπτει τα πάντα.
Ο άερας δυνάμωσε συνάμα κι η χιονοθύελλα που μαινόταν απο ώρα που λόγο υψόμετρου γινόταν ολοένα πιο σφοδρή μα δεν θα έκανα πίσω ακόμη κι αν χρειαζόταν να ξεπαγιάσω ολομόναχη.
《Ήρθα δεν με βλέπετε ; Που είστε κρύβεστε μήπως ; Δεν σας φοβάμαι μήτε εσάς μήτε τις κούφιες απειλές σας ! Με χρειάζεστε για να εκτελέσω τις αντολές σας ..!》στρίγκλισα με όλο μου το είναι αναμένοντας εκτος απο τον ενοχλητικό αντίλαλο που επέστρεφε στα αυτιά μια αλλότρια φωνή να αντικρούσει τα λεγόμενα μου.
Ένας πνικτός ήχος απο περίστροφο που κάποιος τραβούσε με φόρα την σκανδάλη ξοπίσω μου έκοψε επι τόπου την ανάσα συνάμα κι τα πόδια.
《Τι έγινε κοριτσάκι κοιμήθηκες με τον μελλοθάνατο και ξάφνου απέκτησες κουράγιο ..; Πόσο ανόητη μπορεί να είσαι ; Θεώρησες πως θα σε αφήναμε ανενόχλητη να ζείς τον έρωτα σου ..; Το αφεντικό διέταξε κι τα παιχνίδια τελείωσαν ..!》ανακοίνωσε χαιρέκακα ο γνώριμος αγροίκος που με κυνηγούσε στην οικοδομή λίγα μέτρα πιο πίσω ξεπροβάλοντας απ τις πυκνές φυλλωσιές.
Ευθύς κόλλησα το οργισμένο βλέμμα μου στο μοχθηρό και μάυρο σαν την πίσσα δικό του διαπιστώνοντας ευθύς πως στο δεξί του χέρι βαστούσε πράγματι όπως είχα υποθέσει ένα μικρό περίστροφο οπλισμένο.
《Καλώς τον άργησες να εμφανιστείς κι ανησύχησα..! Αλλα επειδή δεν έχω σκοπό να καθίσω μέσα στο κρύο να αναλύσω τις εντολές ενός θεότρελου που αρέσκεται να παίζει με τις ζωές των ανθρώπων...πες μου που είναι το παιδί..;》
《Χα..ίσως να άργησες εσύ ομορφούλα..κι το μωράκι σου να ξεκουράζεται ήδη κάτω απο τα δέντρα με συντροφιά τους σταλακτίτες..!》πρόφερε αινιγματικά κραδαίνοντας το όπλο ανάμεσα στα δάκτυλα του λες και ήταν ψεύτικο.
Ξεροκατάπια σαστισμένη μα δεν έχασα την αγωνιστικότητα που με είχε κυριεύσει ρισκάροντας ακόμη κι την ίδια την ζωή μου αφού η πιθανότητα να μπλοφάρει φάνταζε πιο λογική στο νού.
《Ω καημενούλη ..τι ποιητικά που τα λές χαραμίζεσαι σε αυτήν την δολοφονική οργάνωση το ξέρεις ; Τέτοια ευαίσθητη ψυχούλα που διαθέτεις..έπρεπε να είσαι μεγάλος ποιητής..!》κάγχασα ειρωνικά αδιαφορώντας πλέον για τα πάντα .
Η όψη του σκοτείνιασε περισσότερο κι απ τον συννεφιασμένο ουρανό κι συνάμα τα μάτια του μετατράπηκαν σε δύο κενές κουμπότρυπες δίχως ψυχή.
《Βούλωσε το βρώμα ειδάλλως θα σου τινάξω τα μυαλά στον αέρα !》
《Μπα δεν πρόκειται να το πράξεις με χρειάζεσαι ..ποιος αλλος θα βγάλει απο την μέση τον Μπάλτον για χάρη της οργάνωσης..;》ήταν η σειρά μου να μπλοφάρω στοχεύοντας στο ευαίσθητο σημείο που μου είχαν οι ίδιοι υποδείξει.
《Άσε τα ψόφια κουκλίτσα..εσύ δεν θα τολμούσες ούτε τρίχα του να κόψεις πόσο μάλλον να τον καθαρίσεις..! Αυτό το αναλάβαμε εμείς όμως μην ανησυχείς.. αρα το κουφάρι σου μας είναι παντελώς άχρηστο..!》σχολίασε αινιγματικά με ένα ύφος ανεξιχνίαστο να κοσμεί το αποκρουστικό προσωπο του.
《Τι εννοείς..;》τραύλισα σοκαρισμένη ερχόμενη αντιμέτωπη με μια κρύα παγωμένη ολόχρυση σφαίρα που θα καρφώνονταν κατευθείαν στην καρδιά μου .
Για πρώτη ίσως φορά η θέα της δεν με τρομοκρατησε διόλου άλλωστε για την πολύτιμη ζωή της κόρης μου άξιζε να θυσιάσω χιλιάδες φορές την ανούσια δική μου.
《Εμπρός σκότωσε με ..τράβα την σκανδάλη κι άσε με να πάω στα τσακίδια..!》φώναξα γενναία προτάσσοντας τα στήθη προς την κάννη αδιάφορα.
Ο χρόνος πάγωσε γύρω απο αυτό το φονικό όπλο που με σημάδευε αλλα οχι κι οι σκέψεις που κατέκλυζαν ασταμάτητα σε κλάσματα δευτερολέπτου το μυαλό μου αναμεμιγμένες με διάχυτες όμορφες αναμνήσεις.
Μια εξ αυτών τα πανέμορφα εκφραστικά του μάτια όμοια με της κόρης μας τα οποία θα με συντρόφευαν αιώνια μέσα απ την μνήμη της ψυχής που ουδέποτε σβήνεται .
《Μαμάκα..!》αντήχησε μεταξύ θανάτου και ζωής η γάργαρη αγγελική φωνή της Κριστίνα δίνοντας στην καρδιά ακόμη έναν λόγο να χτυπήσει δυνατά διώχνοντας τον τρόμο .
《Αγάπη μου γρήγορα τρέξε Κριστίνα μου μακριά τρέξε..!》την ενθάρυνα ζωηρά πασχίζοντας να βρώ έναν τρόπο να αφοπλίσω το κάθαρμα έμπροσθεν μου κι έπειτα να το σκάσω με την μικρή.
Για καλή μου τύχη αυτόματα η προσοχή του αποπροσανατολίστηκε προς το πίσω μέρος του δάσους απ όπου το μικροσκοπικό σωματάκι της ασθμαίνοντας ανηφόριζε με φόρα τον λόφο με προορισμό την ανοιχτή αγκαλιά μου.
Δυστυχώς όμως δεν φάνταζαν όλα τόσο ονειρικά και παραμυθένια ιδιαίτερα οσο βρισκόμασταν στο στόχαστρο των δύο αιμοβόρων τεράτων που δεν θα ηρεμούσαν αν δεν ξέσκιζαν τις σάρκες μας όπως τους είχαν δασκαλέψει.
Εκμεταλλεύτηκα στο έπακρο την έλλειψη συγκέντρωσης του πιθανού εκτελεστή μου βαδίζοντας σαν γάτα στις μύτες των ποδιών απο το πλάι όσο ο ίδιος καυγάδιζε με τον απερίσκεπτο συνεργάτη του που είχε αφήσει την μικρή να ξεφύγει.
《Σε προειδοποίησα χίλιες φορές να προσέχεις το μυξιάρικο..!》
《Με δάγκωσε ύπουλα στο χέρι κι το έσκασε..!》διαμαρτύροταν ο δεύτερος χαρίζοντας σε εμένα πολύτιμα λεπτά εως ότου αρπάξω με φόρα το όπλο απο την ανοιχτή παλάμη του στοχέυοντας και τους δύο απο θέση ισχύος.
《Τι κάνεις εκει πέρα οχιά δώσε πίσω το πιστόλι ειδάλλως θα σε θάψω μές το χιόνι !》
《Χα ..έχεις το θράσος να απειλείς ;
Δεν σας φοβάμαι πια καθάρματα μια σφαίρα να φυτέψω μονάχα στο κεφαλάκι σας φαντάζει δίκαιη τιμωρία για όσα πέρασα εξαιτίας σας..!》γρύλισα παρατηρώντας με την άκρη του ματιού μου παράλληλα την προσπάθεια της γενναίας κόρης μου να ξεφύγει απο τον άνδρα που την κυνηγούσε κατα πόδας.
《Πες του αμέσως να την αφήσει να έρθει σε εμένα..》πρόσταξα εξαγριωμένη τραβώντας με φόρα την σκανδάλη πυροβολώντας δοκιμαστικά στον αέρα .
Παρά το γενναίο γόητρο που πάσχιζε να διατηρήσει το αιμοσταγές τέρας ενώπιον μου έχασε σταδιακά το χρώμα του .
Συνάμα και τα άλλοτε σταθερά χέρια του άρχισαν να τρέμουν ανεξέλεγκτα και οχι απο το κρύο διαπίστωσα ικανοποιημένη σφίγγοντας ακόμη περισσότερο τα δύο μου χέρια γύρω απ το σιδερένιο περίστροφο.
《Δεν είμαστε εμείς οι πραγματικοί εχθροί σου ακόμη κι να μας σκοτώσεις σήμερα η οργάνωση αργά η γρήγορα θα σας θερίσει όλους..!》πρόφερε αργά υψώνοντας τα χέρια του σε ένδειξη παράδοσης.
《Σκάσε κι δώστου διαταγή να την ελευθερώσει..! Όταν εμείς θα είμαστε ενωμένοι η χαζή οργάνωση σας θα γκρεμιστεί σαν άλλος χάρτινος πύργος ! Ορκίζομαι πως εγώ η ίδια θα σας συντρίψω έναν προς έναν για όσο πόνο βίωσα στο πετσί μου και κάθε δάκρυ που έχυσα..!》κράυγαζα οργισμένη πιέζοντας με χέρια ιδρωμένα την σκανδάλη ανεπαίσθητα χαμένη στις οδυνηρές μου αναμνήσεις.
《Άσε την μικρή..!》πρόσταξε κοφτά με φωνή τρεμάμενη πισωπατώντας σαν δειλός ο άλλοτε ρωμαλέος εκβιαστής μου.
Αυτό ακριβώς έπραξε ο συνεργάτης του σοκαρισμένος απομακρύνοντας μονομιάς τα στιβαρά χέρια που συγκρατούσαν το μικροσκοπικό αδύνατο κορμάκι της .
Η μικρή πανευτυχής ξεχύθηκε στην αγκαλιά μου με δάκρυα και αναλαγμούς χαράς να πηγάζουν απο τα μελανά χειλάκια της.
《Μανούλα με βρήκες τελικά ! Μα που είναι ο μπαμπάς δεν θα έρθει..;》αναρωτίοταν απορημένη την ίδια ώρα που τύλιγε με ανακούφιση τα χεράκια της γύρω απο την μέση μου.
《Εδώ είναι κι ο μπαμπάς καρδιά μου κοντά σου όλα τελείωσαν πια κανείς δεν θα σε βλάψει έχεις εμάς..!》πρόφερα καθησυχαστικά επιτηρώντας παράλληλα με βλέμμα άγρυπνο τους δύο πονηρούς εκτελεστές ενώ με το ελεύθερο χέρι μου χάιδευα τα ανακατεμένα ξανθά μαλλιά της.
《Χα..ποιός ο Μπάλτον πιστεύεις θα σας προστατέυσει ; Μα αυτός είναι χειρότερα μπλεγμένος απο εσάς εξαιτίας του αντιμετωπίζεται όλα τούτα τα δεινά..》σχολίασε γελώντας κοροϊδευτικά ο μαυροντυμένος άνδρας απέναντι μου.
《Δεν πιστεύω λέξη απο όσα λές .. Κάντε την προτού αλλάξω γνώμη και τερματίσω στο λεπτό τις ρυπαρές άσκοπες ζωές σας !》
《Δώσε πίσω το περίστροφο μωρή !》γρύλισε εκ νέου επιθετικά ξεφέυγοντας απότομα απο το κουβούκλιο του φόβου που αρχικά τον είχε πλαισιώσει κάνοντας ένα βήμα εμπρός έτοιμος να επιτεθεί .
Πιέσα με δύναμη το σώμα της επάνω στο δικό μου φοβόυμενη μήπως η ηρωική προσπάθεια μου κατέληγε τελικά στο κενό πως ίσως τα καταπράσινα ματάκια της που τώρα ατένιζαν με προσδοκία τα δικά μου πλημμύριζαν ξανά απογοήτευση.
Εισπνέοντας βαθειά πυροβόλησα στα τυφλά τον άνδρα που μέχρι πρότινος εμπόδιζε την κόρη μου να πλησιάσει κοντά μου καρφώνοντας επιδέξια μια σφαίρα στο αριστερό γόνατο του .
《Ηλίθια..κοίτα τι μου έκανες..! Πάμε να φύγουμε απο εδώ η τύπισσα είναι θεοπάλαβη..!》πρόφερε πονεμένα στον συνεργάτη του πεσμένος κατάχαμα.
《Λοιπόν πήρατε μια γεύση απο οτι είμαι ικανή να πράξω γι αυτό εαν επιθυμείτε να σώσετε τις ζωές σας φύγετε τρέξτε !》
《Ξέχνα το ανόητη που ούτε να στοχέυεις δεν ξέρεις ..και να γλιτώσουμε σήμερα απο τα δικά σου πυρά το αφεντικό δεν θα μας την χαρίσει ..》φώναξε ορμώντας καταπάνω μας αιφνιδιαστικά.
《Μαμά αυτός ο άνδρας θα με κλέψει ξανά..!》ούρλιαξε το μωρό μου έντρομο γατζωμένο με δύναμη απο πάνω μου ενώ παράλληλα το κάθαρμα τραβούσε απο την άλλη πλευρά το σώμα της.
《Άφησε την επιτελους..!》έσκουξα κλωτσόντας τον κατευθείαν στο ευαίσθητο σημείο του με φόρα τρέχοντας προς πάσα κατεύθυνση με την Κριστίνα μου αγκαλιά.
《Μην τους αφήσεις να με πιάσουν μαμάκα πήγαινε με να γνωρίσω τον μπαμπά..》ψέλλιζε ικετευτικά κρύβοντας το προσώπο της ανάμεσα στα μαλλιά μου για να μην βλέπει τον αδίστακτο άνδρα που μας κυνηγούσε.
《Ποτέ ξανά καρδούλα μου μην φοβάσαι..》
《Δεν θα ξεφύγεις απο τα χέρια μου ! Αν σε πιάσω θα πληρώσεις ακριβά τις μαγκιές σου..!》στρίγγλιζε υστερικά ξοπίσω δίνοντας μεγαλύτερη ώθηση στα πόδια μου σαν ευνοικός ούριος άνεμος .
Κατηφόριζα θριαμβευτικά την πλαγιά θεωρώντας πως με κάθε βήμα μου πλησίαζα πιο κοντά στην απελευθέρωση της μικρής μου κι συνάμα την οικογενειακή λύτρωση μας.
《Μαμά μας πλησιάζει ..φοβάμαι !》αναφώνουσε ολοένα το μικρό μου που έτρεμε ανάμεσα στα χέρια μου όσο η ίδια δεν έκανα τον κόπο να κοιτάξω πίσω χάνοντας πολύτιμα λεπτά.
《Δεν θα μας πιάσει μωρό μου..είμαι εγώ μαζί σου..!》συνέχιζα να ψελλίζω τρυφερά ασθμαίνοντας στο αυτί της βαστώντας με το ένα χέρι το κορμάκι της τρέχοντας αδιάκοπα.
Στα μισά του δρόμου μια γνώριμη φιγούρα ξεπρόβαλε την πλέον ακατάλληλη στιγμή αφού στην όψη της τα γόνατα μου λύγισαν καταλήγοντας στο λευκό χιόνι.
《Άρτεμις τι γυρέυεις εσύ εδώ ; Έλα βοήθησε με πάρε την μικρή στα χέρια σου και γύρνα στο ξενοδοχείο !》
《Τι νόμιζες μητέρα πως θα σε άφηνα ολομόναχη να αντιμετωπίσεις τα καθάρματα που έχουν κλέψει την αδελφή μου..!》πρόφερε συγκινημένη τρέχοντας ανήσυχη προς το μέρος μου τυλίγοντας τα ζεστά χέρια της γύρω απο το σωματάκι της .
《Είσαι ..αδερφή μου..;》ψιθύρισε δειλά κι παραπονεμένα η Κριστίνα καθώς την αγκάλιαζε με θέρμη για πρώτη φορά δίχως να την έχει ξανασυναντήσει ποτέ ξανά .
《Δεν έχετε να πάτε πουθενά..》γρύλισε ο αγροίκος αρπάζοντας την μικρή βίαια μέσα απο τα χέρια της Άρτεμις που πάλευε να την συγκρατήσει.
《Άφησε την δεν θα την αρπάξεις ξανά !》ούρλιαξε δεχόμενη μια αγκωνιά κατευθείαν στο στομάχι πέφτωντας κατάχαμα την ώρα που τραβούσα απεγνωσμένη για πολλοστή φορά την σκανδάλη.
《Μην με αναγκάσεις ! Δώσε το παιδί μου !》ούρλιαζα τρελαμένη με δάκρυα να ρέουν αδιάκοπα απ τα μάτια κι έναν τρόμο απύθμενο να φωλιάζει στα στήθια.
《Κάνε οτι θέλεις κρατάω την μικρή βλέπεις ..αν πυροβολήσεις θα σκοτώσεις κι εκείνη..》σχολίασε χαιρέκακα προτάσοντας το σώμα ενός μικρού παιδιού σαν ασπίδα του ρυπαρού σαρκίου του.
Δεν ήξερα τι να κάνω οι σκέψεις είχαν παγώσει συνάμα και τα άκρα καθώς η μια κόρη μου κείτονταν χτυπημένη στο έδαφος ενώ η Κριστίνα παγιδευόταν ξανά.
《Θα το κάνω ορκίζομαι αν πάρω σήμερα πίσω την μικρή θα τον σκοτώσω !》ψέλλισα απεγνωσμένη βαστώντας στοικά το παγωμένο χεράκι της .
《Θέλω να πάω στον μπαμπά μου..!》επέμενε να φωνάζει σφίγγοντας τα δάκτυλα μου τρομαγμένη καθώς ο εφιάλτης φάνταζε να μην έχει τέλος.
《Χα ..ξεχνά τον πατέρα σου μικρή ! Αυτή την στιγμή οι άνδρες μας τον εκτελούν !》ανακοίνωσε απάνθρωπα γελώντας υστερικά σε βάρος μας .
《Οχιιι ! ΚΡΙΣΤΙΑΝ!》ούρλιαξα χάνοντας πλέον κάθε άισθηση με αποτέλεσμα να αρπάξουν ξανά την μικρή μου απο τα χέρια μου καθώς ο αχρείος το έβαζε στα πόδια .
Η Άρτεμις που σταδιακά ανέκτησε τις δυνάμεις της έτρεξε ξοπίσω του με την ελπίδα να τον προσθάσει το ίδιο έπραξα κι εγώ δίχως να φαντάζομαι πως πίσω απο τα δέντρα βρισκόταν κρυμμένο ένα τεράστιο μάυρο τζίπ στο οποίο εισέβαλλαν πατώντας με φόρα γκάζι.
《Κριστίνα παιδί μου όχι πάλι.. !》φώναξα γονατίζοντας στο χιόνι νικημένη με την Άρτεμις στο πλάι μου να χαιδέυει στοργικά τα βρεγμένα μαλλιά μου δακρυσμένη.
《Ησύχασε μανούλα μου δεν θα της κάνουν κακό την χρησιμοποιούν ως μέσο για να σε εκβιάζουν..!》με διαβεβαίωσε πασχίζοντας να με ενδυναμώσει.
《Δεν ξέρω..πια κουράστηκα να πολεμάω μόνη..μα πως ..;》ρώτησα ανασυντάσοντας αν και αργοπορημένα την σκέψη μου .
Χαμογέλασε γλυκά δίχως ίχνος θυμού στο γλυκό στοργικό πρόσωπο της για την μοναξιά που την ανάγκασα να βιώσει δίχως να μου ζητήσει έκρυθμη σαν τον πατέρα της εξηγήσεις.
《Μην ανησυχείς δεν έχω σκοπό να σε δικάσω..μονάχα να γίνουμε πια κανονική οικογένεια επιθυμώ..》
《Χμ..έλα εδώ γλυκιά μου πόσο ήθελα να σε αγκαλιάσω..》ψίθυρισα τυλίγοντας σαν πλοκάμια προστατευτικά τα χέρια μου γύρω της πνίγοντας την απόγνωση που με ταλάνιζε ξανά .《Μας την άρπαξαν ξανά ..απέτυχα να την γλιτώσω..》ψιθύρισα λυπημένη.
《Δεν έφταιγες εσύ δεν μας άφησαν περιθώρια..》σχολίασε στρέφοντας αυτόματα τρομαγμένη το βλέμμα της προς την μεριά του ξενοδοχείου απ όπου υπόκωφοι πυροβολισμοί αντηχούσαν τρομοκρατώντας ακόμη και τα κρυμμένα πουλιά.
《Ο μπαμπάς..έλεγαν αλήθεια τελικά..》τράυλισε έντρομη με δυσκολία τις λέξεις αρπάζοντας το χέρι μου με φόρα με σκοπό να με σηκώσει απο το έδαφος όπου θρηνούσα παθητικά την ήττα μου.
《Πάμε γρήγορα..κοντά του καλύτερα να σκοτώσουν εμένα αντί για εκείνον..》ψέλλισα τρέχοντας να προλάβω τα χειρότερα .
Απολάμβανα τον καφέ μου με θέα το κατάλευκο σαγηνευτικό τοπίο σε αναμμένα παράλληλα κάρβουνα αφότου αποχώρησε στα κρυφά απο το δωμάτιο αφήνοντας μονάχα ένα άψυχο σημείωμα ξοπίσω που αρνήθηκα πεισματικά να διαβάσω.
Δεν θα υπέβαλλα ξανά τον εαυτό μου σε εκείνο το ελεεινό μαρτύριο που βίωσε πριν δέκα ολόκληρα χρόνια σαν άνοιξα εκείνο το καταραμένο ροζ άψυχο γράμμα που είχε αφήσει ξοπίσω της έκτοτε απεχθανόμουν κάθε μορφή σημειώσεων ακόμη και στην δουλειά.
Απαγόρευσα ρητά στις βοηθούς μου να κολλούν πολύχρωμα χαρτάκια είτε στην οθόνη του φορητού υπολογιστή είτε σε οποιοδήποτε άλλο σημείο έκτοτε και για οτιδήποτε συνέβαινε με ειδοποιούσαν τηλεφωνικώς.
Δεν άντεχα να θυμάμαι τον αβάσταχτο πόνο που βίωσα μακριά της μήτε τις ξάγρυπνες μεθυσμένες νύχτες που ατένιζα παραπατώντας το φεγγάρι εκλιπαρόντας να την βρεί κι να την φέρει άμεσα πίσω .
Γι αυτό τον λόγο τσαλάκωσα και πέταξα στο πάτωμα του δωματίου το λευκό σημείωμα της αδιαφορώντας για το ψέυτικο περιεχόμενο του αφού οτι επιθυμούσα να μάθω βρισκόταν ακριβώς μπροστά στα μάτια μου.
Έσπαγα το κεφάλι μου να ανακαλύψω τι είδους σχέδιο ετοίμαζε πισώπλατα αυτή η ύπουλη μυστικοπαθής γυναίκα που δεν θύμιζε σε τίποτα την γλυκιά ευγενική Μαρίνα που είχα αγαπήσει.
Άραγε διατηρούσε παράνομη σχέση παίζοντας παράλληλα όποτε ήθελε κι μαζί μου σαν να μην συμβαίνει τίποτα ; Τι είδους ανόητος είχα καταντήσει στα μάτια της για να θεωρεί πως είχε την δυνατότητα να με ανάβει κι να με σβήνει όποτε επέλεγε ;
Ο θυμός δεν έλεγε να κοπάσει μέσα στην απέραντη έρημο της καρδιάς μου ξεσηκώνοντας λευκή άμμο στο πέρασμα του ενώ παράλληλα ξεσκέπαζε τις πιο σκοτεινές γωνιές του χαρακτήρος μου που με την αγάπη της είχαν σταδιακά θαφτεί.
Χτύπησα το χέρι στο τραπέζι εμπρός μου χύνοντας ακόμη κι τον ζεστό καπουτσίνο που ούτε καν είχα δοκιμάσει εμπρός στην δύναμη της μανίας που με διακατείχε.
《Καμιά γυναίκα δεν έπαιξε ποτέ μαζί μου ..θα πληρώσεις πολύ ακριβά το παιχνίδι που στήνεις στις πλάτες μου..!》μουρμούρισα αποφασισμένος σφίγγοντας με δύναμη τις γροθιές μου παίρνοντας όρκο βαρύ να μην πιστέψω λέξη πλέον απο τα χείλη της.
Έβγαλα βιαστικά το ξεχασμένο κινητό μου απο την τσέπη βρίσκοντας δεκάδες αναπάντητες κλήσεις τόσο απο την μητέρα μου στην Αμερική όσο κι απο την επίμονη Βικτώρια που ταξίδεψε εως την Ελλάδα με σκοπό να με στηρίξει.
Μήπως τελικά μονάχα εκείνη μ αγαπούσε ; Μήπως μόνο εκείνη διατηρούσε τελικά αληθινά συναισθήματα για εμένα οσο εγώ σαν ανόητος πεισματικά την έδιωχνα ; Αναρωτιόμουν σκεπτικός καλώντας πίσω την μητέρα μου .
Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα με υποδέχτηκε η απαλή φωνή του γιού μου στην άλλη άκρη της γραμμής .《Μπαμπά τι έγινε θυμήθηκες πως έχεις κι έναν γιό παρατημένο ;》παραπονέθηκε ειρωνικά προκαλώντας μου αφάνταστη θλίψη.
《Μην το ξαναπείς ποτέ αυτό Έκτορα ούτε για αστείο ακούς ποτέ..! Έχουν συμβεί πολλά εδώ στην Ελλάδα που ούτε καν φαντάζεσαι..! Θα σου τα εξιστορήσω με το καλό όταν επιστρέψω..》
《Και πότε προβλέπεις να συμβεί αυτό ; Βαρέθηκα στο σπίτι της γιαγιάς δεν με αφήνει να βγαίνω εως αργά με τους φίλους όπως εσύ..》συνέχισε αδιάκοπα την διαμαρτυρία του πιέζοντας ενδόμυχα να του αποκαλύψω την αλήθεια.
Μα προς το παρόν το απέφυγα φοβούμενος πως αν δεν θα επέστρεφε ποτέ ξανά πίσω στην Αμερική θα πληγωνόταν ανεπανόρθωτα απο την έλλειψη της.
《Μπαμπά είσαι εκεί ;》ρώτησε ανήσυχος απ την άλλη άκρη της γραμμής αφού η εκκωφαντική σιωπή μου ηχούσε παράξενα στα αυτιά του.
《Εδώ είμαι Έκτορα ..θα μιλήσω εγώ στην γιαγιά σου μην ανησυχείς θα σε αφήνει να βλέπεις συχνότερα τους φίλους σου..! Χρειάζεται να μείνω στην Ελλάδα ίσως για ολόκληρο το μήνα..!》ανακοίνωσα δειλά παραβλέποντας την έντονη αντίδραση του που εκδηλώθηκε αμέσως.
《Έναν μήνα ; Μα καλά τι συμβαίνει πατέρα που έχει μπλέξει η αδερφή μου..;》
《Μην φωνάζεις Έκτορα..επιχειρηματίας είμαι εκτός απο πατέρας να σου υπενθυμίσω έχω ανοίξει συζητήσεις με κάποιες τοπικές επιχειρήσεις εδώ κι θέλω να βεβαιωθώ πως θα ευδοκιμήσουν..》είπα ψέματα για το καλό του.
《Καλά ..εσύ ξέρεις ! Σε αφήνω να προσέχεις μίλα με την γιαγιά ..!》σχολίασε βιαστικά ενοχλημένος παραδίδοντας το ακουστικό στα χέρια της γιαγιάς του.
《Παιδί μου πως είσαι ; Θα σε φάει η ξενιτιά τελικά απ οτι άκουσα τι συνέβει την βρήκες τελικά γι αυτό δεν μένεις εκεί ;》διάβασε όπως πάντα τις σκέψεις μου στοχευμένα.
《Πρόσεχε μην σε ακούσει ο μικρός σε παρακαλώ..! Και ναι σωστά μάντεψες εδώ βρίσκεται η Μαρίνα και μάλιστα καθηγήτρια ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Άρτεμις..》
Ένα επιφώνημα έκπληξης ακολούθησε την ανακοίνωση μου《Τρομερή σύμπτωση δεν το πιστεύω ! Δηλαδή θα είστε ξανά μαζί γιέ μου ; Πες μου πως παραμένεις κοντά με σκοπό να την πείσεις !》ικέτευσε σχεδόν ανήσυχη.
《Δεν υπάρχει περίπτωση να σωθεί ο γάμος μητέρα ! Μονάχα τα παιδιά μην πληγωθούν περαιτέρω είναι η προτεραιότητα μου..》ανακοίνωσα με πρωτοφανή σκληρότητα.
《Αχ παιδί μου κάνεις πάλι το ίδιο λάθος αφήνεις τον καταστρεπτικό θυμό να σε κυβερνά κι θα χάσεις την γυναίκα που αγαπάς ..η κάνω λάθος..;》
《Λάθος κάνεις ! Έχω δουλειά τώρα μητέρα σε αφήνω και θα σε παρακαλέσω θερμά να επιτρέπεις στον Έκτορα να βρίσκεται όποτε θέλει με τους φίλους του..θα τα ξαναπούμε..》πρόφερα ορθά κοφτά αποφεύγοντας να απαντήσω ευθαρσώς στο ερώτημα της καθώς ούτε κι ο ίδιος δεν είχα κατασταλάξει σχετικά με τα συναισθήματα μου.
Καθώς τερμάτισα την γραμμή έμεινα μετέωρος να παρατηρώ το μαγευτικό τοπίο που συνέθετε σαν ολοζώντανο πίνακα ζωγραφικής η φύση που οργίαζε ολόγυρα στολισμένη με λευκά άμφια συλλογισμένος .
Είχα τόσα ανοιχτά θέματα να διευθετήσω κι όμως λύση δεν διαφάινονταν στην άκρη του τούνελ
με ανησυχούσε απο την μία η επιθετική στάση που τελευταία είχε υιοθετήσει ο γιός μου και πως ίσως καταπιεζόταν μακριά μας όμως δεν ήταν ακόμη η ώρα για αποκαλύψεις γι αυτό ήμουν βέβαιος.
Κι απ την άλλη η Μαρίνα..πάντοτε εκείνη έμπαινε εμπόδιο στον δρόμο προς την ευτυχία αφού γκρέμιζε με μια μονάχα ματιά τις άμυνες κι ας τις είχα χτίσει απο ατσάλι .
Θάμπωνε την σκέψη ζάλιζε τον νού ξυπνούσε τους αρχέγονους πόθους μου
κι συνάμα την μισούσα για όσα με ανάγκασε να υποφέρω μακριά της επαναφέροντας σκοτεινές μακρινές αναμνήσεις της εφηβείας μου.
Τότε που ο χρόνος και η μέρα μου γέμιζε μονάχα με το γλυκό νανούρισμα του εθισμού που κόντεψε να μου στερήσει την ζωή .
Η δόση με κρατούσε ζωντανό έβαζε στις πλάτες μου φτερά που τότε δεν διέθετα η μάλλον έτσι θεωρούσα πως με το να σκοτώνω αργά και βασανιστικά τον εαυτό μου έπαιρνα εκδίκηση απο τον σκληρό και αδιαπέραστο πατέρα.
Θεωρούσα ο αδαής πως όσο με αντίκριζε βυθισμένο σε ένα παράλληλο άυλο γύαλινο ουτοπικό κόσμο αισθήσεων που δημιουργούσαν οι ουσίες τον τιμωρούσα αρκετά για το μίσος που είχε ποτίσει την παιδική μου ψυχή.
Μα δεν είχα ιδέα πως χαιρόταν κάθε φορά που μου μιλούσε κι βρισκόμουν σε άλλη διάσταση τα ατελείωτα βράδια που εκλιπαρούσα να μου δώσει λίγη απο την δόση μου ειδάλλως θα έθετα τέλος στην ρυπαρή μου ύπαρξη το διασκέδαζε δίχως να προσπαθεί να περισώσει οτι απέμεινε απο εμένα.
Πόσα μυστικά είχα ακόμη φυλαγμένα στο σεντούκι της αμαρτωλής ψυχής μου με μορφές σαρκοβόρων πλασμάτων που αδημονούσαν να γραπώσουν την κατάλληλη ευκαιρία για να ξεχυθούν στην επιφάνεια μεταλλάσοντας τελείως τον εαυτό που πάλεψα με αίμα να εδραιώσω.
Εξαιτίας αυτού του μοιραίου πάθους που έτρεφα για εκείνη έφθασα ένα βήμα πιο κοντά στον παλιό μου εθισμό κι ας αντιστάθηκα σθεναρά η σκέψη είχε καρφιτσωθεί στο νού μέρα νύχτα.
Έφευγα για δουλειά πρωί άκεφος επιζητώντας λίγη πρόσκαιρη πλασματική ψυχική ανάταση ώστε να βγάλω πέρα την φορτική ημέρα καθώς το αλκοόλ με είχε σταδιακά εξασθενήσει.
Επέστρεφα απόγευμα σε ένα σπίτι άδειο μουντό και κρύο με δύο αθώες ψυχές να κλαίνε μερόνυχτα για την χαμένη μητέρα τους αναμένοντας απο εμένα να αναπληρώσω το αβυσσαλέο κενό της.
Όσο βρίσκομουν κοντά τους οι εφιάλτες και οι βασανιστικές εμμονικές σχεδόν σκέψεις σταματούσαν λες και οι αγγελικές παιδικές ενέργειες που εξέπεμπαν οι ψυχές τους λειτουργούσαν σαν ασπίδα .
Μα σαν ξέμενα μεσάνυχτα μονάχος όσο τα παιδιά περιπλανιόντουσαν στον μαγευτικό πολύχρωμο κόσμο των ονείρων μπροστά μου ανοίγονταν ένα προσωπικό κολαστήριο που ανέμενε όπως κάθε βράδυ την συνειδητή συμμετοχή μου.
"Δεν ξέρεις τίποτα για εμένα Μαρίνα..δεν έχεις ιδέα για το ποιός μπορεί να είμαι πραγματικά για τις άνομες πράξεις μου..αν ήξερες δεν θα με αγαπούσες..έστω κι για λίγο.." διαπίστωσα έκθαμβος που κατόρθωσα να κρύψω τόσο καλά τα τράυματα απο τα εξεταστικά μάτια της ψυχής της.
Ξοπίσω μου ξάφνου αφουγκράστηκα έναν άνδρα με βαριά μπάσα φωνή να προφέρει το επίθετο της η μήπως το φαντάστηκα ;
Μονομιάς τέντωσα τις κεραίες των αυτιών μου κρυφακούοντας ξαφνικά την συζήτηση ενός γοητευτικού καλοντυμένου άνδρα που καθόταν μια θέση πίσω μου συνομιλώντας φωναχτά στο κινητό.
《Ναί σου λέω είμαι ερωτευμένος μαζί της απο την πρώτη κιόλας μέρα που την αντίκρισα να διαβαίνει αγέρωχη την επιβλητική πύλη του πανεπιστημίου με τα ξανθά μαλλιά της να ανεμίζουν στον νοτιά . Η Αδαμίδου είναι το απωθημένο μου..κι ξέρεις απο μερικές πρόχειρες ματιές που ανταλλάξαμε διέκρινα πως κι εγώ της αρέσω..》
Τα μάτια μου εκτόξευσαν σπίθες οργής επι τόπου προς πάσα κατεύθυνση διαπιστώνοντας πως σκορπάει αγέρωχα βλέμματα σε ανάξιους εραστές τριγύρω όπως φανταζόμουν.
《Σύντομα θα γίνει δική μου φίλε θα δείς μονάχα βάλε κι εσύ το χεράκι σου φέρε μας πιο κοντά..》ζητούσε ο θρασύτατος τεντώνοντας τα νέυρα σαν χορδές απο τόξο που αν τελικά έσπαγαν θα δοκίμαζε την πικρή τιμωρία που θα επέφεραν τα λόγια του.
Κι όμως ο κακός μου εαυτός νίκησε σε άλλη μια σιωπηρή μονομαχία αναγκάζοντας να τιναχτώ σαν ελατήριο απο την θέση μου .
Τον πλησίασα με ύφος δολοφονικό που συμβάδιζε απόλυτα με το περιεχόμενο των αιματηρών σκέψεων μου σαν με αντίκρισε να στέκομαι εξαγριωμένος απο πάνω του έδειξε να τα χάνει.
《Τι συμβαίνει κύριε..; Θέλετε τίποτα..;》ρώτησε παγερά παριστάνοντας τον αδιάφορο κι τον γενναίο.
《Πράγματι κάτι θέλω ! Μην ξανατολμήσεις να προφέρεις το όνομα της γυναίκας μου με τα βρωμέρα σου χείλη !》γρύλισα βράζοντας απο θυμό σφίγγοντας παράλληλα με όλη την δύναμη μου τις γροθιές μου.
Ύψωσε επιδεικτικά το αριστερό φρύδι του αντί να σκύψει να κρυφτεί ακόμη και κάτω απο το τραπέζι για να γλιτώσει απο την οργή μου κι όμως συνέχιζε αδιάκοπα να με προκαλεί.
《Σας παρακαλώ πολύ δεν σας αφορά η συνομιλία μου..》
《Τι λές ρε αλήτη η Αδαμίδου είναι γυναίκα μου γι αυτό καλά θα κάνεις να την ξεχάσεις..!》έσκουξα εκτός εαυτού αδιαφορώντας για τους υπολοίπους παρευρισκόμενους.
Γέλασε υστερικά σχεδόν εις βάρος μου δίχως να έχει ιδέα με τι είδους άνδρα τα έβαζε μέχρι την στιγμή που το άρπαξα απο το σακάκι του κι σήκωσα το σώμα του επάνω με φόρα.
《Δεν με τρομάζεις προβληματικό ανθρωπάκι ..! Τι νομίζεις πως επειδή ακόμη τυγχάνει να σας ενώνει ένα χαρτί θα επιλέξει να συνεχίσει την ζωή της με έναν αγροίκο σαν εσένα..! Είμαι ερωτευμένος μαζί της κι σύντομα σκοπευω να της το αποκαλύψω..》κάγχασε κατάμουτρα με θράσος απολάμβανοντας την γροθιά που προσγειώθηκε στο μάγουλο του.
《Αυτό ήταν μονάχα η προειδοποίηση πως εάν τολμήσεις να της εξομολογηθείς τον χαζό έρωτα σου θα σε κάνω να πονέσεις όσο δεν φαντάζεσαι..!》μουρμούριζα εξοργισμένος πίσω απο τα σφιγμένα μου δόντια.
《Δεν με τρομάζεις κάνε μου οτι θέλεις..φοβάσαι τρέμεις μήπως επιλέξει τελικά να συνεχίσει μαζί μου την ζωή της..》
《ΣΚΑΣΕ ΠΟΤΈ ΔΕΝ ΘΑ ΣΕ ΠΡΟΤΙΜΗΣΕΙ..!》ούρλιαξα πλέον εκτός εαυτού ικανός να διαπράξω ακόμη και φόνο αν δεν μας χώριζαν μερικοί απο τους θαμώνες που εισχώρησαν ανάμεσα μας.
Παρόλο που με τραβούσαν μακριά του συνέχιζα να τον παρατηρώ εξοργισμένος με μάτια φλογισμένα 《Άκουσες τι σου είπα φρόντισε να μην γίνεις εχθρός μου δεν έχεις ιδέα τι είμαι ικανός να πράξω ..κι πόση εξουσία κατέχω..》
《Αδιαφορώ ..την Μαρίνα την θέλω κι θα παλέψω για εκείνη !》μου ανακοίνωσε αποχωρόντας σαν δειλός όπως το περίμενα απο ένα αντράκι της πεντάρας .
Κάθισα ξανά στην θέση μου τρέμωντας σύγκρομος απο τα νέυρα εισπνέοντας βιαστικά κι κοφτά όσο η καρδιά μου προσπαθούσε να ανακόψει την τρελή πορεία των παλμών που κόντευαν να την σπάσουν.
Μα απο τον εκνευρισμό που με διακατείχε την δεδομένη στιγμή δεν με χωρούσε ο τόπος καθώς μερικές ακόμη αμφιβολίες προστίθενταν στο ατελείωτο κουβάρι μυστηρίου που είχε πλέξει γύρω της .
Πέταξα μερικά λεφτά αδιάφορα στο τραπέζι εγκαταλείποντας αναστατωμένος το πολύβουο καφέ με πρόθεση να ανέβω σαν σίφουνας επιτέλους στο δωμάτιο ευελπιστώντας να έχει επιστρέψει .
Τα σχέδια μου γρήγορα ανέτρεψε ο πρώτος πυροβολισμός που αντήχησε στον χώρο διαταράσσοντας την ήρεμια που είχε επιστρέψει έπειτα απο τον καυγά που είχα προκαλέσει.
Η σφαίρα αφού πέρασε εν ριπή οφθαλμού μερικά εκατοστά πλάι απο τον δεξί μου ώμο καρφώθηκε για καλή μου τύχη στο λευκό γεμάτο φλιτζάνι μου που αμέσως διαλύθηκε σε χιλιάδες κομμάτια.
《Κρίστιαν ελέυθερος σκοπευτής φυλάξου..!》ούρλιαξε την ίδια στιγμή ξοπίσω μου ο Τσέην που εισέρχονταν αμέριμνος στο καφέ την ώρα της ξαφνικής δολοφονικής επίθεσης ...
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro