Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο Δέυτερο - Αναζήτηση της Αληθείας

Αφιερωμένο σε όλους όσους το διαβάζουν με αγάπη και αγωνία για την έκβαση της ιστορίας ! Μα ιδιαιτέρως στα κορίτσια μου @Rose_17 DianaRay1 KikiKekaki athinaioannidou gogokako _Sumela_01 GeorgiaBali mariaa2310 nessundorma3 DeniaChrisopoulou titimix fontana1981 lisistati1 Lovenovel_99

Οδηγούσα στον δρόμο τρελαμένη σφίγγοντας το τιμόνι με μανία με την ελπίδα πως θα ελλάτωνε κάπως τον πόνο που ταλάνιζε την καρδιά μου.

Η ξαφνική είδηση για τον θάνατο της με κομμάτιασε αφήνοντας ξοπίσω ένα άδειο κουφάρι κι ένα μυαλό πλημμυρισμένο ερωτηματικά.


"Ήσουν πολύ νέα μαμά πως γίνεται να χάθηκες τόσο απρόσμενα ! Πρέπει να ψάξω να βρώ πάση θυσία λεπτομέρειες για σένα στην Ελλάδα κι ας πάρω σβάρνα και όλα τα νοσοκομεία αν χρειαστεί.." προγραμμάτιζα με απόλυτη σαφήνεια τις επόμενες κινήσεις μου παρά την ταραχή στην οποία βρισκόμουν υπόδουλη.

Το κορμί μου έτρεμε ακανόνιστα όσο τα χιλιόμετρα με οδηγούσαν στο λευκό μας οίκημα που υποτίθεται θα στέγαζε την νέα ευτυχισμένη αρχή των γονιών μου μα δυστυχώς κράτησε μονάχα για λίγο.

Αναρωτιόμουν αν μάθαινα πως πράγματι ήταν νεκρή πως θα αντιδρούσα ; Άραγε θα το έθαβα μέσα μου ξεχνώντας το σταδιακά με το πέρασμα των χρόνων η θα με τραβούσε αιώνια στον πάτο μαζί του ;

Κι ο πατέρας ; Αχ θεε μου δεν θα του αποκάλυπτα ποτέ ! Άλλωστε με τι είδους σθένος να ξεστομίσω πως η γυναίκα που συνέχιζε να λατρέυει με πάθος δεν βρισκόταν πλέον εν ζωή.


Δεν θα τον τσάκιζε απλά τούτη η ανακοίνωση θα τον έριχνε μονομιάς ακόμη πιο βαθειά στα δίχτυα της κατάθλιψης απο τα οποία πάλευε να ξεφύγει όλα αυτά τα χρόνια σιωπηρά.

Ποτέ του δεν ζήτησε μια κουβέντα παρηγοριάς απο κανέναν μονάχα η γιαγιά μου η Μάριον στάθηκε βράχος στο πλευρό του σε αντίθεση με την Μιράντα η οποία του επιτέθηκε σαν έμαθε τα μαντάτα !

Θυμάμαι θολά εκείνη την ημέρα μα οι φωνές τους δεν διαγράφονται απο το μυαλό μου όσο κι αν προσπαθώ ούτε βέβαια κι τα αδυσώπητα λόγια με τα οποία τον μαστίγωνε αλύπητα .

Ξεκάθαρα στην μνήμη μου φέρνω την εικόνα του πατέρα ο οποίος συντετριμμένος απο την ξαφνική κι ανεξήγητη φυγή πηγαινοερχόταν σαν θεριό ανήμερο στο σαλόνι του σπιτιού μας .

Εγώ τον παρακολουθούσα απο μια γωνιά της κουζίνας κρυμμένη πνίγοντας τα χιλιάδες ερωτηματικά βαθειά στην παιδική ψυχή μου οσο εκείνος σαν σε παραλλήρημα μονολογούσε .


《Δεν μπορεί να είναι αλήθεια όχι σίγουρα μου κάνει πλάκα και σύντομα θα επιστρέψει..η οχι ; Κι αν ερωτεύτηκε κάποιον άλλο νεότερο και πιο γοητευτικό απο εμένα ; Αχ ούτε να την αντέξω δεν μπορώ αυτή την σκέψη μα εάν τελικά γυρίσει πίσω εγώ πως να αντιδράσω ; Μήπως θα την δεκτώ πάλι στην αγκαλιά μου σαν βρεγμένη γάτα που θα μου ζητά απεγνωσμένα την επανένωση μας λες και δεν έφυγε ποτέ . Καλά οσο αφορά το μεταξύ μας ίσως τελικά δείξω επιείκεια και την συγχωρήσω αλλα για την εγκατάλειψη των αθώων μας παιδιών δεν σκοπέυω ποτέ..!》

Φοβόμουν που τον αντίκριζα να μομολογεί μονάχος περνώντας κάθε τόσο τα χέρια του μέσα απ τα πυκνά μάυρα μαλλιά του αναζητώντας απεγνωσμένα μιαν αλήθεια ακόμη κι αν πονούσε φρικτά.

Ήθελα να τον πλησιάσω και να χωθώ στην αγκαλιά του πασχίζοντας να αισθανθώ λίγοστη απ την ασφάλεια της μητρικής αγκαλιάς μα δεν το τόλμησα αντικρίζοντας την αναστάτωση του .

Κρατούσα σαν φλόγα απο κερί ζωντανή μέσα μου την ελπίδα πως θα μετάνιωνε που μας είχε εγκαταλείψει και αργά η γρήγορα με μάτια κλαμμένα θα γυρνούσε το κλειδί στην κλειδαριά κι έπειτα η ζωή θα αποκτούσε ουσία ξανά.

Ο Έκτορας απο το επάνω δωμάτιο έκλαιγε γοερά ξυπνώντας πεινασμένος την ίδια στιγμή διακόπτοντας απότομα την ζοφερή περισυλλογή του.

Ευθύς το σώμα του τινάχτηκε σαν ελαττήριο προς την κεντρική σκάλα που οδηγούσε στο δωμάτιο του ανεβαίνοντας τα σκαλοπάτια δύο δύο για να προφθάσει να βρεθεί κοντά του .

Ανήσυχη μήπως στο παραλήρημα του βλάψει τον μονάκριβο αβοήθητο αδερφό μου έτρεξα ξοπίσω του παρατηρώντας τον απο την χαραμάδα της μισάνοιχτης μπέζ πόρτας.

Προς ανακούφιση μου η πατρική του στοργή δεν τον είχε εγκαταλείψει κι ας πονούσε τόσο αβάσταχτα είχε το σθένος να μας συμπαρασταθεί όπως θα έπραττε ένας σωστός πατέρας.


Σήκωσε αργά το σωματάκι του στην αγκαλιά του όπως πολλές φορές αντίκριζα την μητέρα να τον αγκαλιάζει πλημμυρισμένη απο μητρική στοργή .

Σαν απο ένστικτο ακόμη κι το βρέφος αντιλήφθηκε την απουσία της και δεν έπαψε στιγμή να κλαίει επιζητώντας προφανώς εκείνη την ανεπανάληπτη αγκαλιά της που φάνταζε σαν δυό προστατευτικές φτερούγες για εμάς.

Τον κανάκεψε για λίγο στα χέρια του ψιθυρίζοντας καθησυχαστικά λόγια στο αυτί του με απαλή σαν χάδι φωνή.《Ησύχασε γιέ μου καταλαβαίνω πόσο σου λείπει η μητέρα σου όσο κι σε εμένα..μα είναι ο μπαμπάς εδώ μην φοβάσαι..! Όλα θα πάνε καλά ..》ψέλλιζε συγκινημένος επαναλαμβάνοντας ξανά την τελευταία φράση προσπαθώντας πάση θυσία να την εμπεδώσει.

Εισέβαλα αργά στο δωμάτιο στα νύχια των ποδιών ανοίγοντας διάπλατα τα παιδικά λεπτά μου χεράκια να τον κλείσω ανάμεσα τους θεωρόντας πως με έναν τρόπο μαγικό θα έσβηνα απ το νού τον πόνο που βίωνε.

《Έλα εδώ καρδούλα μου..》με κάλεσε κοντά του κλείνοντας με σφικτά στην άλλη μεριά της αγκαλιάς του πασχίζοντας να μας προσφέρει την χαμένη μας ασφάλεια.

Ακούμπησα δειλά το χεράκι του αδερφού μου που συνέχιζε ακάθεκτος να αποζητά την μητέρα μα ξάφνου ανταποκρίθηκε σαν αισθάνθηκε το άγγιγμα μου και σταμάτησε προς στιγμήν να διαμαρτύρεται εστιάζοντας σε εμένα παιχνιδιάρικα.

《Μπαμπά κοίτα έκανα μαγικό ο Έκτορας δεν παραπονιέται πια !》ανακοίνωσα ενθουσιασμένη αντικρίζοντας επιτέλους σαν ήλιο μετα απο καταιγίδα εκείνο το πηγαίο χαμόγελο του.

《Στο είχα πεί κάποτε πως είσαι μια μικρή νεράιδα που με το ραβδάκι της καλοσύνης σου προσφέρεις απλόχερα ότι επιθυμεί ο καθένας..!》σχολίασε ανακατεύοντας τα μαλλιά μου παιχνιδιάρικα μια κίνηση που λάτρευα απο μωρό.

《Εσύ μπαμπά τι θα ήθελες να κάνω για εσένα ; Θα δείς θα το καταφέρω μονάχα ζήτησε το μου ! ..》ρώτησα αφελέστατα ρίχνοντας αλάτι στην πληγή που ήδη αιμοραγούσε.

Έστρεψε αλλου το βλέμμα του κρύβοντας τα κατακόκκινα βουρκωμένα του μάτια δίχως να γνωρίζει πως είχα αντιληφθεί πως έκλαιγε.


《Αυτό που θέλω εγώ μωρό μου όμορφο δεν λύνεται με μαγικά κόλπα μονάχα με ένα επουράνιο θάυμα ..αφού μόνον ο θεός έχει την εξουσία να αλλάζει τις καρδιές των ανθρώπων..》

《Στην καρδιά της μανούλας αναφέρεσαι ..;》

《Όχι ψυχή μου γενικά μιλούσα ..》

《Η μαμά σε αγαπάει πολύ και θα γυρίσει σύντομα..》αποκρίθηκα διακρίνοντας την ελπίδα που σιγόκαιγε στα μάτια του .

Κανείς όμως δεν φανταζόταν πως σαν θα περνούσαν σαν σελίδες απο κάποιο ενδιαφέρον μυθιστόρημα οι μέρες , οι μήνες κι τα χρόνια το στίγμα της θα χανόταν ολοσχερώς απο προσώπου γής .

Ούτε βέβαια πως θα ξημέρωνε μια μέρα που τα μαντάτα του θανάτου της θα σκέπαζαν σαν βαρύ κι ασήκωτο φορτίο τις ψυχές μας αιώνια.

Αναλογιζόμουν καθισμένη στο σκοτεινό πάρκινγκ του σπιτιού αναζητώντας δύναμη να εισέλθω στο εσωτερικό του αντικρίζοντας ακόμη ξύπνιο τον πατέρα.

Όμως δεν γινόταν να περάσω ολόκληρο το βράδυ μου στο αυτοκίνητο το κρύο σε συνδυασμό με την ενοχλητική υγρασία είχαν αρχίσει να περωνιάζουν το σώμα παρόλο που είχαμε εισβάλει δυναμικά στην άνοιξη.

Ανοίγοντας δειλά την εξώθυρα παρατήρησα τριγύρω συνομωτικά προτού εισέλθω στις μύτες των ποδιών βαδίζοντας αθόρυβα .

Για καλή μου τύχη όλοι οι χώροι του σπιτιού είχαν βυθιστεί στο απόλυτο σκοτάδι και μια γλυκιά σιωπή πλανιόταν στην ατμόσφαιρα όπως κάθε βράδυ.

Ο πατέρας λογικά είχε κοιμηθεί απο νωρίς απόψε λόγω μιας σημαντικής συνάντησης που είχε κανονίσει την επόμενη ημέρα.

Η τουλάχιστον έτσι θεώρησα χωρίς να έχω υπολογίσει το δαιμόνιο μυαλό που διέθετε αφού απρόσμενα επέλεξε να με ξαφνιάσει ανάβοντας το φώς του πορτατίφ στο δωματίο μου περιμένοντας με καθισμένος στο σκοτάδι.

Πισωπάτησα τρομαγμένη ακουμπώντας την καρδιά μου που βροντοχτυπούσε σαν κρουστό όργανο 《Τι κάνεις τέτοια ώρα εδώ πατέρα εσύ δεν έπρεπε να κοιμάσαι..;》τράυλισα αμήχανα.

Ευθύς σηκώθηκε όρθιος σταυρώνοντας τα χέρια στο γυμνασμένο του στέρνο προετοιμάζοντας με για κατσάδιασμα .《Τι έγινε κορούλα μου ; Δεν σε άφηνε ο καλός σου να επιστρέψεις στο σπιτικό σου άγρια χαράματα ; Μα τι χάλια είναι αυτά πρώτα απο όλα τι έχουν πάθει τα μάτια σου ;》

《Ώπα ηρέμησε μπαμπά πέρασες αμέσως στην επίθεση..με τις φίλες μου ήμουν στο γνωστό καφέ έπειτα ένιωσα μια ελαφριά αδιαθεσία κι λιποθύμησα..!》

《Τι πράγμα ; Για όνομα του θεού τι λες τώρα κορίτσι μου θα φωνάξω αμέσως τον γιατρό ! Δεν πιστέυω να είσαι έγκυος ..;》με ρώτησε αναστατωμένος ψάχνοντας ταυτόχρονα σαν μανιακός στο κινητό του το τηλεφώνο του οικογενειακού γιατρού.

Τον πρόλαβα αγκαλιάζοντας τον σφικτά πνίγοντας τα δάκρυα του πόνου μου στο στήθος του σιωπηρά αφού δεν άντεχα να χάσω κι εκείνον.
《Ησύχασε ..είμαι καλά λίγο πυρετό έχω μόνο θα μου περάσει !
Επίσης γνωρίζεις πολύ καλά πως δεν διατηρώ σχέση με κανένα προς το παρόν ώστε να μείνω έγκυος οπότε άδικα φοβάσαι ..έχω πολλά ακόμη να ζήσω εως ότου βρεθεί ο κατάλληλος ! Πάντως ένα θέλω να ξέρεις πως είσαι ο καλύτερος πατέρας του κόσμου..》τράυλιζα μέσα απο λυγμούς που δυστυχώς με πρόδωσαν.

《Αγάπη μου τι σου συμβαίνει γιατί σπαράζεις έτσι ;》ρωτούσε κοιτώντας με κατάματα σαν να προσπαθούσε να με διαβάσει όπως έπραττε πάντοτε .

《Τίποτα γλυκέ μου μπαμπάκα κλαίω απο χαρά που με νοιάζεσαι τόσο.. 》 είπα ψέματα για πρώτη φορά μα ήταν ανάγκη να κρύψω την πραγματική προέλευση του πόνου μου.

Προσποιήθηκε πως με πιστέυει κατεβαίνοντας στην κουζίνα με σκοπό να μου ετοιμάσει ένα ζεστό τσάι δίχως να επιμείνει παραπάνω γνωρίζοντας πότε να σωπαίνει πια πολύ καλά απ την ημέρα εκείνη κι ύστερα.

Είχε χρεώσει το σφάλμα στον εαυτό του εξ ολοκλήρου αφού στα δικά του μάτια φάνταζε πάντοτε το θύμα η μητέρα μου κι εκείνος ο θύτης.

Δεν γνώριζα τι είχε συμβεί μεταξύ τους πριν την γέννηση μου μα απο μισόλογα συγγενών είχα αντιληφθεί πόσο πολύ την είχε πληγώσει καθώς επίσης απο πόσα κύματα πέρασε ο γάμος τους.

Η Μιράντα ένα βράδυ μου καθώς κουβεντιάζαμε καθισμένες στον κήπο μου είχε εκμυστηρευθεί πως όταν ο πατέρας με άρπαξε δια της βίας απο την μητέρα στο νησί , εκείνη αποπειράθηκε να βάλει τέλος στην ζωή της τονίζοντας μου πόσο πολύ με αγαπούσε παρά την απουσία της .

Πάντοτε την υπερασπιζόταν πασχίζοντας μα καλύψει το κενό λέγοντας μας συχνά πυκνά πως για την αναπάντεχη φυγή της υπήρχαν κάποιοι πολύ σοβαροί λόγοι ειδάλλως ουδέποτε θα μας εγκατέλειπε .

Μάλιστα δεν δίστασε να κατηγόρησει ευθέως ως μοναδικό ένοχο τον πατέρα κι την δέυτερη φορά που εξαφανίστηκε με πολύ σκληρά λόγια που χαράχθηκαν στην μνήμη μου ανεξίτηλα το απόγευμα εκείνης της απαίσιας ημέρας .

Είσεβαλε αναστατωμένη στο οίκημα φωνάζοντας υστερικά《Εσύ φταίς τι έκανες πάλι στην κόρη μου ; Γιατί έφυγε το παιδί μου ξανά ; Που στο καλό έχει πάει ;》στρίγλιζε ανεξέλεγκτα με τον παππού να προσπαθεί με νύχια και με δόντια να την συγκρατήσει .

《Μιράντα δεν τον βλέπεις πόσο πολύ πονάει πάψε να τον κατηγορείς τέτοιες ώρες ..》

《Άφησε την να ξεσπάσει Νίκολας την περίμενα αυτή την αντίδραση λίγο πολύ αφού πάντοτε για ότι κι αν συμβεί ποτέ δεν ευθύνεται η Μαρίνα.
Τέλος πάντων σας φώναξα επειγόντως για να κρατήσετε λιγάκι τα παιδιά χρειάζομαι λίγο χρόνο μονάχος να συντονίσω τις σκέψεις μου ..》

《Ώρα είναι να παρατήσεις τα παιδιά κι εσύ κι να σε ψάχνουμε στα αζήτητα κάθισε εδω να παλέψεις μην κρύβεσαι σαν δειλός όπως έκανες πάντα..》συνέχισε απτόητη να τον βομβαρδίζει με κατηγορίες που σαν βέλη τρυπούσαν την ανοιχτή του πληγή.

《Πάψε πια ! Αρκετά ανέχτηκα την υστερία σου ! Δειλή δεν είναι άλλη απο την κόρη σου που εγκατέλειψε δύο μωρά παιδιά υπο την επίβλεψη ενός τσακισμένου συζύγου δίχως αιτία ! Την αγαπάω την Μαρίνα πεθαίνω για χάρη της αλλα εκείνη δες με πούλησε και συνάμα με πρόδοσε με τον χειρότερο τρόπο γι αυτο μην μιλάς . Της προσέφερα τα πάντα τον κόσμο μου ολάκερο της χάρισα κι αυτή χωρίς ενδοιασμούς τον ποδοπάτησε κι έπειτα χάθηκε αδιαφορώντας για όσα άφηνε ξοπίσω !》φώναξε με την σειρά του όμοιος με τρελό σπάζοντας παράλληλα όσα πιάτα και γυάλινα αντικείμενα έβρισκε στο διάβα του.

Ο παππούς ανέλαβε να τον συγκρατήσει προτού διαλύσει ολόκληρο το σπίτι απο την οργή που τον διακατείχε 《Έλα Κρίστιαν λογικέψου παιδί μου ταράζεις τα παιδιά !》του φώναζε πασχίζοντας να κατευνάσει το ορμητικό κύμα του θυμού του οσο παράλληλα η Μιράντα έντρομη έτρεχε στο δωμάτιο του Έκτορα που έκλαιγε τρομαγμένος .

Όσο για εμένα κρύφτηκα αθόρυβα στην μικρή αποθηκούλα του ισογείου παρατηρώντας το τρομακτικό ξέσπασμα του με θλίψη.

《Πως θες να ηρεμήσω Νίκολας έχεις μήπως ιδέα πόσο φρικτά πονάω ; Κι σαν να μην έφτανε η φυγή της έχω κι ετούτα τα αγγελούδια να αναθρέψω τα οποία καλούνται να μεγαλώσουν χωρίς μια μητέρα να τα προφυλάσει απ τις κακοτοπιές. Νομίζω πως θα χάσω τα λογικά μου ..τι μπορεί να της έπραξα λάθος ώστε να φθάσει στο σημείο να μας εγκαταλείψει πες μου..!》ξέσπασε μονομιάς όσα τον έπνιγαν στον εξίσου στεναχωρημένο παππού ο οποίος τον χτυπούσε στην πλάτη στοργικά συμπάσχοντας μαζί του.

《Άκουσε να δείς παιδί μου εγώ γιό δεν τα έφερε η ζωή να αποκτήσω όμως απ την μέρα που σε γνώρισα στην κόρη μου ένιωσα πως ξάφνου απέκτησα. Δεν έχω σκοπό να δικαιολογήσω την Μαρίνα τούτη την φορά φέρθηκε παντελώς παιδιάστικα κι ανώριμα. Δε τολμώ να φανταστώ τι μπορεί να την οδήγησε σε αυτή την παράτολμη κίνηση μα ένα γνωρίζω με σιγουριά πως αργά η γρήγορα θα γυρίσει..》πάσχιζε να τον παρηγορήσει σαν πατέρας προς γιό πραγματικά.

Συγκινημένος στράφηκε προς το μέρος του ανταποδίδοντας την στήριξη που έλαβε με ένα αχνό χαμόγελο έστω και ψέυτικο.

《Σε ευχαριστώ Νίκολας ειλικρινά για το κουράγιο που μου δίνεις μα τούτη την στιγμή έχω μουδιάσει ! Πιστέυω για κάποιο ανεξήγητο λόγο βαθειά μέσα μου πως δεν πρόκειται να επιστρέψει πια εφόσον έφθασε στο σημείο να παρατήσει τα ίδια τα παιδιά της είναι οριστικό !》ψιθύρισε αργόσυρτα με μάτια βουρκωμένα την διαπίστωση που τον έσφαζε κατάστηθα δίχως να τολμά να αποτινάξει απο πάνω του καθότι σαν προαίσθηση τον είχε κυριεύσει.

《Όχι βέβαια ! Όσο ανώριμη κι αν είναι δεν τολμώ να αμφισβητήσω πόσο πολύ σε αγαπάει . Θυμήσου όταν σε είχαν απαγάγει υπέφερε απίστευτα..! Σου συγχώρησε τα πάντα ξεκινώντας απο το μηδέν να χτίσει μια νέα σχέση στο πλευρό σου ! Ίσως χρειάζεται ένα μικρό διάλειμμα απο την τόσο φορτική καθημερινότητα της..》

《Συμφωνώ σε όσα λες απόλυτα θα ήμουν αχάριστος αν δεν παραδεχόμουν πόσο τρελά με ερωτέυτηκε. Μα πίστεψε με ο τρόπος που με πλήγωσε εκείνη δεν συγκρίνεται με οτι έπραξα εγώ. Κι αν πράγματι κουράστηκε ας έμενε τουλάχιστον εδώ να το παλέυαμε μαζί ! Δεν το βάζουμε στα πόδια κάθε τόσο όταν πιεζόμαστε αν μου είχε μιλήσει θα παρατούσα αμέσως τα πάντα για να πάμε μαζί ένα ταξίδι..》αποκρίθηκε με παράπονο νιώθοντας ένοχος για ακόμη μια φορά .

《Έλα τώρα παιδί μου οι γάμοι περνάνε κατα καιρούς διάφορες κρίσεις μόλις καθαρίσει το μυαλό της θα επιστρέψει ..!》

《Τί λέτε εσείς εκεί ; Νίκολας καλέ μου βοήθησε με ψάχνω να βρώ παντού την Άρτεμις μα είναι εξαφανισμένη..》

《Τι πράγμα που πήγε η κόρη μου ;》αναφώνησε ταραγμένος σαν να είχε ξυπνήσει απότομα απο ένα λήθαργο βαθύ .

Ευθύς έτρεξε σαν τρελός στο δωμάτιο μου φωνάζοντας ρυθμικά το όνομα μου.《Άρτεμις γλυκιά μου ..που είσαι ; Αν βρίσκεσαι κάπου κρυμμένη φανερώσου καρδούλα μου μην ανησυχείς τον μπαμπάκα ..》

《Ναι.. ναι πρώτα αντιδράς σαν αγροίκος και μετά παρακαλάς το παιδί να εμφανιστεί ! Προφανώς θα έτρεξε να κρυφτεί όσο εσύ έσπαγες οτι έβρισκες μπροστά σου φωνάζοντας !》

《Μιράντα σε παρακαλώ βλέπεις δεν είναι ώρα ..μην με αναγκάσεις να ξεφύγω απο τα ήδη ξεπερασμένα όρια μου ..》την προειδοποίησε θυμωμένος όση ώρα έψαχνε απεγνωσμένα να με βρεί.

Έπειτα απο το πουθενά εμφανίστηκα στην γωνία της πόρτας δίχως να επιθυμώ να τον πονέσω παραπάνω.《Μην μαλώνεις γιαγιά τον μπαμπά είμαι μια χαρά..!》ζήτησα ικετευτικά πέφτοντας στην ορθάνοιχτη αγκάλη του ανακουφισμένη.

《Καρδούλα μου που ήσουν ;
Σε παρακαλώ μην μου το ξανακάνεις αυτό ανησύχησα πολύ..》μουρμούρισε σφίγγοντας ανακουφισμένος το σώμα μου εισπνέοντας παράλληλα το άρωμα των φρεσκολουσμένων μαλλιών μου διώχνοντας την αγωνία μακριά.

Όσο για την Μιράντα δεν έδειχνε να συμμερίζεται την χαρά του που βρέθηκα σώα και αβλαβής αφού συνέχισε να τον κατηγορεί ακάθεκτη παρά την παρουσία μου στο χώρο.

《Δεν είσαι άξιος εσύ να μεγαλώσεις τα εγγόνια μου θα κάνω αίτηση να αναλάβω εγώ την επιμέλεια τους !》Πρόσθεσε σιγανά εξοργίζοντας τον εντελώς .

Μου έκανε νόημα να απομακρυνθώ απο το δωμάτιο μα εγώ δεν κουνήθηκα απο την θέση μου ανήσυχη για την επερχόμενη έκρηξη που θα ακολουθούσε .

Σηκώθηκε όρθιος κοιτάζοντας με μάτια που γυάλιζαν την γιαγιά μου έχοντας φθάσει πλέον στο ζενίθ του θυμού.
《Δεν ανέχομαι να με προσβάλεις κατ αυτόν τον τρόπο το κατάλαβες ; Κι πές στην κορούλα σου όπου κι αν κρύβεται πως τα παιδιά μου δεν θα τα ξαναδεί ποτέ ! Φύγετε αφήστε με μόνο με την οικογένεια μου δεν θέλω κανέναν σας εδώ..!》ξέσπασε εξαγριωμένος όσο ποτέ .

《Ξέχασε το δεν αφήνω τα παιδιά σε εσένα αγροίκο σιγά μην μας πάρεις και την επιμέλεια ! Το δικαστήριο στην κόρη μου θα την δώσει κι ας εκδοθεί με αντιδικία το διαζύγιο !》

《Διαζύγιο..; Για μισό λεπτάκι εσύ γνώριζες έτσι δεν είναι ; Σου είχε εξομολογηθεί τις προθέσεις της κι εσύ την κάλυπτες τόσο καιρό ; Με τι ψυχή κατόρθωσε να μας εγκαταλείψει και εξίσου πως βρίσκεις το θράσος να κατηγορείς εμένα ενώ επικροτούσες μυστικά τα σχέδια της ; Μίλα εσύ ξέρεις !》φώναζε εξαγριωμένος περνώντας τα δύο του χέρια μέσα απο τα ιδρωμένα του μαλλιά χωρίς να καταφέρνει να χωνέψει όσα άκουγε.

Ευθύς τρομαγμένη στράφηκε σε εμένα αναζητώντας μια σανίδα σωτηρίας να αποσπάσει την προσοχή του.
《Όχι ..δεν ήξερα απολύτως τίποτα ταράζεις κι άλλο το παιδί ! Άρτεμις γλυκιά μου πάμε κάτω να σου ετοιμάσει η γιαγιά τα αγαπημένα σου pancakes με μερέντα !》άλλαξε βιαστικά την κουβέντα πιάνοντας με απο το χέρι στοργικά .

Άποχωρόντας απο το δωμάτιο μαζί της κοιτάζα επίμονα εκείνον να μένει πίσω σκεπτικός και θλιμμένος καθώς τα ερωτηματικά ολοένα γιγαντώνονταν και η αλήθεια ολοένα ξεμάκραινε σαν την στεριά σε πλοίο που ναυαγεί.

《Τι είδους σκέψεις σε έχουν απορροφήσει τόσο που ούτε καν ακούς που σου μιλάω ;》με ρωτησε παίρνοντας θέση δίπλα μου με το αχνιστό χαμομήλι ανα χείρας επαναφέροντας με στο παρόν.

《Τίποτα κάτι σχετικά με την σχολή ..σκέφτομαι τι ρούχα να πάρω στην Ελλάδα άκουσα πως κάνει ζέστη σ αυτην την χώρα ακόμη κι το χειμώνα ..》

《Ξέρεις ..δεν νομίζω να είναι η κατάλληλη στιγμή να το συζητήσουμε απλώς για την ώρα θέλω να γνωρίζεις πως είμαι αντίθετος εκατό τοις εκατό ! Υπάρχουν καλύτερα πανεπιστήμια στην πατρίδα μας για πιο λόγο να ξεριζωθείς ;》

《Πφφ..μπαμπά θέλω να ταξιδέψω σε αλλα μέρη να εξερευνήσω νέες κουλτούρες άγνωστα έθιμα δείξε λίγη κατανόηση..》

Οι μύες του προσώπου του συσπάστηκαν στο μισοσκόταδο αποκαλύπτοντας μερικές απο τις αχνές ρυτίδες που είχαν αρχίσει σταδιακά να το κοσμούν το όμορφο πρόσωπο του.
《Δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να φύγεις τώρα σε χρειάζομαι στο πλευρό μου να συνετίζεις κι λίγο τον αδερφό σου που σταδιακά εισέρχεται στο στάδιο της εφηβείας..》

《Άκου μπαμπά για να ξεκαθαρίζουμε επιτέλους δεν είμαι η μητέρα του για να τον μεγαλώσω ας γίνει μια φορά υπεύθυνος των πράξεων του δεν σκοπέυω να αφήσω στην άκρη τα όνειρα μου για να αναλάβω ευθύνες άλλων !》διαμαρτυρήθηκα πνιγμένη απο το δίκιο που μου έφραζε το λαιμό.

Δεν αποκρίθηκε απολύτως τίποτα απ το στόμα του δεν ακούστηκε ούτε ψίθυρος όπως εγώ περίμενα αντιθέτως έσκυψε το κεφάλι σκυθρωπός πάτησε αργά τον διακόπτη του φωτιστικού κι αποχώρησε.

"Τι έκανα θέε μου τον πλήγωσα πολύ ..!" μεμφόμουν τον εαυτό μου όλοκληρο το υπόλοιπο βράδυ στριφογυρίζοντας στο στρώμα παγωμένη κι ανήσυχη.

Η ανατολή του λαμπερού ανοιξιάτικου ηλίου που ακόμη έπαιζε σαν μικρό παιδί κρυφτό ανάμεσα στα διάσπαρτα λευκά σύννεφα με παρακίνησε να σηκωθώ κι να ψάξω περισσότερες λεπτομέρειες για εκείνη .

Μα πρώτα έπρεπε να καλημερίσω τον πατέρα που σίγουρα τέτοια ώρα θα έπαιρνε το πρωινό του στον κήπο κάτω απο το λευκό μας κιόσκι που τόσο λάτρευε.

Ντύθηκα στα γρήγορα φορώντας μονάχα την μάυρη φόρμα μου κι ένα μπορντό αθλητικό φούτερ κατέβαινοντας ένα ένα τα μαρμάρινα σκαλοπάτια που οδηγούσαν σε εκείνον με μια συγνώμη να κρέμεται στα χείλη .

Όπως το περίμενα βρισκόταν εκεί καθισμένος μιλώντας με τον αδερφό μου λίγο προτού αναχωρήσει για το σχολείο παρόλα αυτά διέκρινα αμέσως έστω κι απο μακριά πόσο στεναχωρημένος ήταν.

《Καλημέρα στους πιο γλυκούς άνδρες του κόσμου..》πρόφερα ενθουσιασμένη δίνοντας απο ένα φιλί στον καθένα προτού πάρω θέση στο τραπέζι μαζί τους.

《Καλημέρα αδερφούλα που βρίσκεσαι τις τελευταίες ημέρες χαμένη ούτε που μιλάμε πια εδω μέσα..》διαμαρτυρήθηκε ο Έκτορας κατεβάζοντας με φόρα το ποτήρι με το γάλα του φουριόζος .

《Έχει τις δικές της ασχολίες αγόρι μου μην ξεχνάς πως είναι πιο μεγάλη ..》με δικαιολόγησε μουδιασμένα ο πατέρας την ώρα που το κινητό του στο τραπέζι κουδούνιζε επίμονα.

《Δεν θα το σηκώσεις μπαμπά μπορεί να είναι κάτι σημαντικό..》σχολίασε έυλογα ο αδερφός μου πασχίζοντας παράλληλα πονηρά να διακρίνει το όνομα που αναγράφονταν στην οθόνη.

Αμήχανος το άρπαξε απότομα κι απομακρύνθηκε απο το τραπέζι πλησιάζοντας την πισίνα απέναντι μας για να απαντήσει την παράξενη κλήση .

《Πολύ φοβάμαι Άρτι πως ο μπαμπάς βρήκε γκόμενα ..》πρόσθεσε παραπονεμένα κοιτώντας με κατάματα με εκείνα τα μεγάλα καστανά αμυγδαλωτά του μάτια που μου θύμιζαν τα δικά της.

Έσκασα στα γέλια αρχικά με το ύφος του πίνωντας ανέμελη μια γουλιά απο τον φρέσκο χυμό μπανάνα που μας είχε σερβίρει το προσωπικό.

《Τι λές βρε μπόμπιρα μου έμαθες και την λέξη γκόμενα αντί για τα μαθήματα σου ! Αλλα κι αν όντως έχει αναπτύξει ένα φλέρτ δεν είναι καθόλου κακό ίσα ίσα που θα τον ανανεώσει κιόλας..》αποκρίθηκα άνετη διαβάζοντας καταπιεσμένο θυμό στην άλλοτε γλυκιά όψη του .

《Καμιά άλλη δεν θα μπεί στην καρδιά του πέραν της μαμάς ! Μονάχα εκείνη οφείλει να αγαπά ! Μα καλά δεν καταλαβαίνεις πως αν τελικά την παντρευτεί θα αποκτήσουμε μητριά ;》

《Ω έλα γλυκέ μου μην αντιδράς κατα αυτό τον τρόπο ! Άκουσε με τόσοι και τόσοι γονείς ανα τον κόσμο χωρίζουν και έπειτα απο καιρό ξαναφτιάχνουν τις ζωές τους . Εσύ δεν θέλεις να τον δείς ευτυχισμένο..;》

《Όχι διότι ακόμη ζώ με την ελπίδα πως θα επιστρέψει η μαμά !》φώναξε βουρκωμένος αρπάζοντας βίαια την σχολική του τσάντα τρέχοντας προς την έξοδο χωρίς να χαιρετήσει κανέναν μας.

Ευτυχώς ο μπαμπάς δεν είχε αντιληφθεί το σκηνικό που προηγήθηκε ανάμεσα σε εμένα κι τον αδερφό μου καθότι συνέχιζε να συνομιλεί χαμηλόφωνα δείχνοντας αμήχανος.

Για μια στιγμή η καρδιά μου κόντεψε να σπάσει σαν αναλογίστικα πως ίσως ο ίδιος μυστηριώδης άνδρας που μου είχε ανακοινώσει τον θάνατο της το προηγούμενο βράδυ τηλεφωνούσε κι σε εκείνον .

Ίσως γι αυτό είχε απομακρυνθεί τόσο απότομα απο το τραπέζι για να απάντησει η μήπως γνώριζε εξαρχής για τον θάνατο της πασχίζοντας να προφυλάξει εμάς απο τα φρικτά μαντάτα ;
"Να πάρει αν όντως ξέρει πως αντιδρά λές και δεν συμβαίνει απολύτως τίποτα ;" αναλογιζόμουν αγχωμένη θέλοντας απεγνωσμένα να μάθω.

Διακριτικά πλησίασα κοντά πασχίζοντας να κρυφακούσω με τον ήχο της καρδιάς που βροντούσε ακανόνιστα μου να απειλεί να με προδώσει.

《Ακούγεται πολύ δελεαστική η πρόταση σου αλλα δυστυχώς έχω πολύ δουλειά ίσως κάποια άλλη στιγμή..》σχολίαζε αδιάφορα ατενίζοντας την πισίνα με το δεξί του χέρι στην τσέπη.

《Θεωρώ πως ήμουν απολύτως σαφής σε όσα σου έχω ξεκαθαρίσει αλλα θα το επαναλάβω για ακόμη μια φορά δεν επιθυμώ να δεσμευτώ με καμιά η καρδιά μου ανήκει παντοτινά σε εκείνη..》πρόφερε κοφτά τερματίζοντας άκομψα το τηλεφώνημα θυμωμένος.

Ξάφνου σαν με αντίκρισε ξοπίσω του ξαφνιάστηκε ακουμπώντας αμήχανα το πίσω μέρος του λαιμού του . 《Κρυφάκουγες το τηλεφώνημα μου ;》ρώτησε παίρνοντας το αυστηρό του ύφος.

《Όχι βέβαια μπαμπά απλώς έδειχνες ανήσυχος και πλησίασα για να βεβαιωθώ πως όλα είναι εντάξει. Έιχατε ερωτικό καυγαδάκι ..;》ρώτησα ναζιάρικα διακρίνοντας σε πόσο δύσκολη θέση τον είχα φέρει.

《Άρτεμις σαν πολύ φόρα πήρες εσύ ! Δεν είμαι φιλαράκι σου να με ρωτάς για τα προσωπικά μου αρκετά ! Σε παρακαλώ γύρνα στο τραπέζι να συνεχίσεις το πρωινό σου..》ξέσπασε χωρίς λόγο προκαλώντας μου μονάχα γέλιο.

《Καλά καλά μπαμπά όποτε νιώσεις έτοιμος μας το ανακοινώνεις επίσημα..》σχολίασα εξίσου γελώντας νευρικά με το ύφος του.

《Κόφτο μικρή ! Σου έχω εξηγήσει πως ποτέ καμιά δεν θα μπορέσει να με πείσει να ξεχάσω..καμιά !》ψέλλισε κατεβάζοντας μονορούφι τον σκέτο καφέ του .

Μα προτού αποχωρήσει σαν κυνηγημένος άδραξα την ευκαιρία να του ανακοίνωσω την οριστική απόφαση μου παραβλέποντας το συγνώμη που ήδη χρωστούσα.

《Μπαμπά προτού φύγεις για την εταιρεία θέλω να σου ανακοινώσω πως
αναχωρώ άυριο το βράδυ για Αθήνα..προσωρινά θα με φιλοξενήσει η ξαδέρφη μου η Χριστίνα η κόρη του Πάυλου ..》

Το χρώμα του μονομιάς κύλησε σαν ξεβαμένη μπογιά στο καταπράσινο γρασίδι ενώ παράλληλα οι κόρες των ματιών του διεστάλησαν τόσο που φοβήθηκα πως απο λεπτό σε λεπτό θα πάθαινε έμφραγμα.

Πάσχιζε να αρθρώσει λέξη μα δεν τολμούσε αφού τα συναισθήματα που τον διαπερνούσαν τούτη την ώρα ξεπερνούσαν τις λέξεις .

Θλίψη ανακατωμένη με ψίγματα θυμού καθρεπτίζονταν στα μάτια του που ήδη είχαν αρχίσει να βουρκώνουν κι ας ήξερα πως σε καμία περίπτωση δεν θα έκλαιγε εμπρός μου.

《Είσαι καλά μπαμπάκα μου ; Τι σου συμβαίνει γιατί δεν αντιδράς ; Αχ μην το παίρνεις τόσο κατάκαρδα σε παρακαλώ..》ψέλλισα αγχωμένη ακουμπώντας ελαφρά το παγωμένο χέρι του προτού το τραβήξει απότομα προς τα πίσω.

《Πως θέλεις να αντιδράσω όταν μου ανακοινώνεις με περίσσιο θράσος δίχως καν να ρωτήσεις την γνώμη μου πως αποφάσισες εν μια νυχτί να ξενιτευτείς πέρα απο τον Ατλαντικό περιμένοντας να παραμείνω ήρεμος . Τι να πω εφόσον όπως λες πήρες τις αποφάσεις σου καλώς να πράξεις καλή σου μέρα !》σχολίασε εκνευρισμένος βηματίζοντας βαριά καθώς απομακρυνόταν μεγενθύνοντας περισσότερο το δίλλημα στην καρδιά μου.

Παρέμεινα νευρικός να περιφέρομαι πάνω κάτω στο γραφείο μου έχοντας αφήσει για λίγο στην άκρη την στοίβα απο φαξ και άλλα επίσημα έγραφα που έπρεπε πάση θυσία να υπογράψω.

Ανησυχία με είχε καταβάλει κι δεν έλεγε να με αφήσει ένας φόβος βαθύς και σκοτεινός σαν αδιέξοδο τούνελ με κύκλωνε όσο οι σκέψεις οργίαζαν στο νού.

"Είναι κακομαθημένη πως θα συνηθίσει να ζεί μονάχη χωρίς υπηρετικό προσωπικό να της παρέχει τις ανέσεις της ..; Τι είδους παρέες θα συναναστραφεί ; Κι αν την μπλέξουν με ουσίες ; " τα ερωτήματα χόρευαν ξέφρενα στο μυαλό .

"Θα είναι ξένη ανάμεσα σε αγνώστους δεν γνωρίζει να μιλά Ελληνικά πως θα προσαρμοστεί ; Μα το κυριότερο απ όλα ποιος είναι ο αληθινός λόγος που φέυγει ; Αν τουλάχιστον ήξερα πως θα μείνει με την Μαρίνα θα ήμουν πιο ήσυχος ! Η μήπως αυτός είναι και ο λόγος της ξαφνικής αναχώρησης..;"

Η σκέψη έλαμψε σαν κεραυνός φωτίζοντας το μυαλό και συνάμα την ψυχή μου . Αυτομάτως η καρδιά μου σκίρτησε όμοια με ερωτοχτυπημένου έφηβου μονάχα με την θύμηση της.

Αν τελικά έπειτα απο τόσα χρόνια σιωπής είχε επιλέξει να επικοινωνήσει με την κόρη μας ζητώντας συντετριμμένη συγνώμη για την απουσία κι την εγκατάλειψη .

Η Άρτεμις δίχως ενδοιασμούς θα της παρέθετε άφεση αμαρτιών ζητώντας της επίμονα να συναντηθούν κι όταν εκείνη θα της πρότεινε να ταξιδέψει στην Ελλάδα με σκοπό να μείνει μαζί της θα δεχόταν κατέληξα μπερδεμένος .
《Να πάρει αυτό είναι ! Η Μαρίνα έδωσε σημάδια ζωής ! Άραγε μετάνιωσε που με εγκατέλειψε η βιάστηκε να με σβήσει πια για πάντα απ τα κατάστιχα της καρδιάς ;》αναρωτιόμουν φωναχτά την στιγμή που η γοητευτική γραμματέας μου εισέβαλε απρόσμενα κουβαλώντας τον σκέτο καφέ μου.

Περπατούσε προς το μέρος μου αργά και σαγηνευτικά έχοντας τα κατάμαυρα μάτια της εστιασμένα συνεχώς στο πρόσωπο μου πασχίζοντας να κερδίσει λιγοστό απο το ενδιαφέρον μου.

《Με συγχωρείς Κρίστιαν σου έφερα να δείς μια επιστολή που έλαβα μόλις τώρα απο ένα πανεπιστήμιο στην Ελλάδα και αφορά την κόρη σου..》σχολίασε μπάσα σκύβοντας απο πάνω μου αφήνοντας να απολάυσω την θέα του αβυσαλλέου της ντεκολτέ όπως έπραττε συνήθως.

《Τι πράγμα ; Ώστε η θεωρία δεν υφίσταται τελικά ..》μονολογούσα απογοητευμένος αγνοώντας πλήρως την παρουσία της στον χώρο.

Με κοίταξε με απορία πεταρίζοντας τις μακριές καλοβαμμένες βλεφαρίδες της με νάζι 《Δεν καταλαβαίνω σε πια θεωρία αναφέρεσαι ;》ρώτησε δίχως να βγάζει νόημα απ τα λεγόμενα μου με το δίκιο της αφού ο δικός μου νούς ταξίδευε αλλού.

《Άφησε με να την μελετήσω Βικτώρια και σε λιγάκι θα σου υπαγορέυσω τι ακριβώς να τους απαντήσεις ..》

《Μην είσαι τόσο ψυχρός μαζί μου με πονάει πολύ..》σχολίασε πικραμένα δαγκώνοντας το κάτω μέρος των χειλιών της προκλητικά.

《Σου εξήγησα και στο τηλέφωνο πως ότι ζήσαμε κράτησε μονάχα για ένα βράδυ κι ήταν μια παρόρμηση της στιγμής..》

Τίναξε με φόρα τα λαμπερά καλοχτενισμένα μακριά μάυρα μαλλιά της ενοχλημένη προσγειώνοντας παράλληλα τα δύο της χέρια στην επιφάνεια του γραφείου μου με αυτοπεποίθηση .

《Εξήγησε μου κάτι πως μπορείς αλήθεια να την αγαπάς έπειτα απο τόσα χρόνια εγκατάλειψης κι λησμονιάς ; Σου χάρισα όχι μόνον το κορμί μου εκείνη την βραδιά μα συνάμα τον εαυτό μου ολάκερο. Δεν είμαι παιχνίδακι Κρίστιαν διαθέτω συναισθήματα κι καρδιά που εσύ αγνοείς !》πρόσθεσε παραπονεμένα ζητώντας εξηγήσεις για πολοστή φορά για ένα λάθος μια παρόρμηση της στιγμής.

Έτριψα τον αυχένα που με πονούσε αφόρητα ενώ παράλληλα απελευθέρωνα τον αέρα που μου έφραζε τα πνευμόνια απο ώρα εξαιτίας της αφόρητης πίεσης που αισθανόμουν .
《Μην ελπίζεις σε εμένα είμαι καμμένο χαρτί Βικτώρια αφού για όσο ζώ θα παραμένω ταγμένος στην Μαρίνα. Όσο για το παιχνιδάκι που προανέφερες ενήλικες άνθρωποι είμαστε μην υπερβάλεις ..》

《Μαρίνα ..Μαρίνα ! Βαρέθηκα να ακούω το όνομα της πια εννέα ολόκληρα χρόνια που εργάζομαι για εσένα ! Άνοιξε επιτέλους την πόρτα της ζωής σου να εισβάλει κάποια που λιώνει για εσένα.. τι κερδίζεις οσο ζείς με αναμνήσεις ;》

《Τίποτα μα αυτές με κρατάνε ζωντανό ..κι η ελπίδα πως..》

《Πλάκα μου κάνεις έτσι ; Πιστεύεις αλήθεια έπειτα απο χρόνια πως θα επιστρέψει κοντά σου ; Για πιο λόγο για να σε παρατήσει με την επόμενη ευκαρία..; Πόσο τυφλός είσαι πλέον !》φώναξε αποχωρόντας έξαλλη απ το γραφείο μου.

Καρφάκι όμως δεν μου κάηκε για εκείνη κι ας είχα απολαύσει τους καρπούς της σάρκας της για ένα και μοναδικό βράδυ μεθυσμένο που έπειτα μετάνιωσα πικρά.

Η Βικτώρια απ την άλλη μεριά κλείνοντας με φόρα την θύρα του γραφείου ακούμπησε πληγωμένη στην επιφάνεια της πασχίζοντας να βρεί δυνάμεις να παλέψει με την χαμένη αξιοπρέπεια της.

《Γιατί να μην μπορείς να αντιληφθείς πόσο πολύ σε θέλω στην ζωή μου Κρίστιαν ;》ψιθύρισε δαγκώνοντας με λαχτάρα τα χείλη που ακόμη καρτερούσαν ένα φιλί του.

Ευθύς εικόνες απο το ομορφότερο βράδυ της ζωής της ξεπηδούσαν απο κάθε γωνιά της μνήμης ζωντανέυοντας εμπρός της κάθε του χάδι κι φιλί.

Τα λεία τρυφερά του χείλη τρίβονταν με πάθος πρωτόγνωρο επάνω στα δικά πυρακτώνοντας μονομιάς νού κορμί και ψυχή.

Έβρεχε πολύ εκείνη την βραδιά η εταιρέια έρημη κι σκοτεινή ανήγγειλε το τέλος μιας κουραστικής εργάσιμης ημέρας που για την ίδια δεν είχε λήξει ακόμη.

Της άρεσε να δουλέυει οσο γνώριζε πως βρισκόταν στο διπλανό γραφείο καθισμένος φορώντας τα γοητευτικά γυαλιά που του χάριζαν τύπο με χαμηλό φωτισμό και εργάζονταν μέχρι αργά .

Ούτε που παρατήρησε πως βρισκόμουν μπροστά απο τον υπολογιστή μου κι ας πέρασε απο μπροστά μου δύο φορές απορροφημένος στις σκέψεις του περασμένα μεσάνυχτα όταν όλα γύρω είχαν σωπάσει .

Που και που περνούσε ο φύλακας του κτιρίου με σκοπό να επιθεωρήσει τον χώρο παρατηρώντας προς το μέρος μου απορρημένος που αντι να βρίσκομαι στο ζεστό μου κρεββάτι όπως όλοι πι υπόλοιποι υπάλληλοι εργαζόμουν υπερωρίες δίχως καν να πληρωθώ.

Μα εμένα δεν με ένοιαζε μήτε η κούραση μήτε το ενοχλητικό τσούξιμο στα στεγνά μου μάτια απ τις τόσες ώρες μπροστά σε μια οθόνη.

Πήρα το θάρρος ισιώνοντας επιδεικτικά το πορφυρό σαν φλόγα μπλουζάκι κι την μάυρη φούστα μου να πλησιάσω την εξώπορτα του γραφείου του αγχωμένη άραγε θα μου έβαζε τις φωνές ακόμη μια φορά για την ενόχληση ;

Πήρα το ρίσκο παίζοντας κορώνα γράμματα την τύχη μου ανοίγοντας δίχως να περιμένω έγκριση την πόρτα αντικρίζοντας ένα ράκος εμπρός μου.

《Κύριε Κρίστιαν..είστε καλά ;》τράυλισα εμφανώς σοκαρισμένη εμπρός στο θέαμα που παρουσίαζε ένας άλλοτε αγέρωχος κι συνάμα ρωμαλέος άνδρας που σήμερα έμοιαζε με ένα κατεδαφισμένο ερείπιο .

Βαστούσε ένα μπουκάλι ουίσκι μισοτελειωμένο στο ένα χέρι και στο δεξί ένα τσιγάρο του οποίου ο καπνός σχημάτιζε ενώπιον μου την αποτρόπαια μορφή της εγκατάλειψης.

Όλοι στην εταιρεία γνωρίζαμε για τον ανηφορικό γολγοθά που ανέβαινε σιωπηρά εδώ και μήνες απο την ημέρα που η γυναίκα του χάθηκε μα κανείς μέχρι στιγμής δεν τον είχε αντικρίσει σε τούτα τα χάλια.

Σήκωσε αργά το κουρασμένο του βλέμμα παρατηρώντας με θολωμένος απο το ποτό σαν να μην με αναγνωρίζει αφαιρόντας τα γυαλιά του κουρασμένος.
《Βικτώρια γιατί με ενοχλείς..;》ρώτησε βαριά σέρνωντας σχεδόν την γλώσσα του για να τις αρθρώσει.

《Με συγχωρείτε κύριε που εισέβαλα τόσο απότομα στο γραφείο σας απλώς ανησύχησα για εσάς ξέρετε εργάζομαι ακόμη κι σκέφτηκα να σας ρωτήσω μήπως χρειάζεστε κάτι ;》

《Τίποτα δεν θέλω..φύγε ! Είμαι μια χαρά μονάχος αυτάρκης και συγκροτημένος..! Οσο για τις υπερωρίες θα τις πληρωθείς με το παραπάνω..》πρόφερε νευριασμένος βουτηγμένος στην παραζάλη του αλκόολ κι της βαριάς θλίψης .

《Δεν θέλω τα λεφτά σου ! 》Βρήκα επιτέλους το θάρρος να του ξεστομίσω όσα μου έφραζαν το λαιμό εδώ κι μήνες που εργαζόμουν στο πλευρό του.

Παραξενέυτηκε εμφανώς μορφάζοντας μπερδεμένος ενώ τα μάτια του στένεψαν καθώς με περιεργαζόταν με περίσσια καχυποψία.
《Κι τι ακριβώς θέλεις ;》ρώτησε κοφτά και κάπως απότομα μα δεν κάμφηκα στο ελάχιστο ήμουν αποφασισμένη απόψε θα του αποκάλυπτα οσα ένιωθα κι ας με απέλυε το επόμενο λεπτό.

《Μα δεν βλέπεις ..; Είμαι ερωτευμένη μαζί σου απο την πρώτη στιγμή που σε είδα σαν με προσέλαβες ! Το καταπίεζα τόσο καιρό σεβόμενη την γυναίκα σου όσο είσασταν μαζί μα πλέον δεν τολμώ να το κρατήσω εσωτερικά μου καίει πια τα στήθια !》ανακοίνωσα με θάρρος νιώθοντας μια γλυκιά ανακούφιση να πλημμυρίζει την ψυχή μου.

Έμεινε έκθαμβος δίχως να μιλά μονάχα με κοιτούσε με εκείνα τα πανέμορφα εκφραστικά του μάτια που φάνταζαν καθάρια ακροθαλασσιά που με καλούσε να κολυμπήσω για πάντα .

Έπειτα απο μερικά λεπτά μου έγνεψε σε ένδειξη απόρριψης να φύγω ραγίζοντας μονομιάς την καρδιά μου με απίστευτα σκληρό τρόπο.
《Λάθος σου που με ερωτέυτηκες εγώ ανήκω σε μια μονάχα γυναίκα και το ξέρεις απορώ πως έτρεφες ελπίδες ..!》ανακοίνωσε θυμωμένος χτυπώντας το χέρι στο γραφείο εκτινάσοντας το γεμάτο ποτήρι στο πάτωμα.

Παρά τον θυμό που ξεχύλιζε απο κάθε πόρο του σώματος του πλησίασα κοντά δίχως δισταγμό ακουμπώντας τρυφερά το γοητευτικό τραχύ πρόσωπο του που παρά τους μάυρους κύκλους και τα ατιμέλητα του γένια παρέμενε πανέμορφο.

Δεν δοκίμασε να απωθήσει το χάδι μου αποδεικνύοντας περίτρανα πόσο μεγάλη ανάγκη είχε να αισθανθεί το νοιάξιμο και την στοργή μιας γυναίκας.

Κάθισα στο γραφέιο του προκλητικά απωθέτοντας την ζεστή του παλάμη στο παγωμένο μου στήθος που άφηνε ακάλυπτο το κοντό μου μπλουζάκι επιθυμώντας σαν τρελή να με χαιδέψει.

Δοκίμασε να αποτραβηχτεί μα η λάμψη του πόθου που διαπέρασε προς στιγμήν το βλέμμα του δεν κρυβόταν απ εμένα συνέχισα να τον προσκαλώ να εξερευνήσει τα απόκρυμνα βάθυ του κορμιού μου κατηφορίζοντας.

Τον οδηγούσα προς το κέντρο της θυληκότητας μου που έβραζε απο προσμονή για ένα δικό του χάδι φλεγόμουν κυριολεκτικά σε ένα άσβεστο καμίνι πόθου .

《Έλα μην διστάζεις αφού το θέλεις όσο εγώ αφέσου σε εμένα για μια μόνο φορά..ξέχασε τα όλα και άφησε την ηδονή να μας οδηγήσει..》ψιθύρισα στο αυτί του απολαμβάνοντας το καυτό του βλέμμα στην σάρκα μου.

Αναστέναξε παλέυοντας με τις αναμνήσεις φαντάσματα που επέμενε να φυλλάτει στο μυαλό του σαν θησαυρό κι παράλληλα την απύθμενη επιθυμία του να με γευτεί.

Κέρδισε η δέυτερη όταν δίχως να το περιμένω εκσφενδόνισε και τα υπόλοιπα υπάρχοντα που κοσμούσαν το γραφείο ξαπλώνοντας το κορμί μου στην επιφάνεια του.

Μου άνοιξε τα πόδια γοργά βαριανασαίνοντας ξαναμμένος δίχως να είναι σε θέση να χαλιναγωγήσει τα αρχέγονα ενστικτά του καθώς θώπευε με δύναμη τον σφικτό γλουτό μου κατεβάζοντας με ένα πονηρό χαμόγελο το εσώρουχο που φορούσα.

Τον κόλλησα επάνω μου αναζητώντας το παθιασμένο φιλί του παρατείνοντας την διάρκεια της πράξης που εμφανώς βιαζόταν να εκτελέσει.

《Όχι τόσο γρήγορα μωρό μου..》ψέλλισα βυθισμένη στον δικό του κόσμο ολοκληρωτικά ενώ παράλληλα πιπιλούσα αργά τον λαιμό του μοσχοβολούσε ακόμη την βαριά αντρική κολώνια του.

Έπειτα τα χέρια του τυλίχθηκαν σαν φλόγες γύρω απ το δέρμα μου εκτοξέυοντας την ευτυχία μου στα αστέρια έστω και για λίγο.

Είχα κατακτήσει το ακατόρθωτο τόλμησα να περπατήσω στο κορμί του σβήνοντας ολοσχερώς τα χνάρια που άφησε η περιβόητη Μαρίνα στο δίαβα της .

Μα πόσο ανόητη μπορεί να είναι μια γυναίκα ώστε να φθάσει στο σημείο να εγκαταλείψει έναν τόσο χαρισματικό άνδρα οσο εκείνον .
Που παρέμεινε πεισματικά πιστός παρά την απουσία της ενώ μπορούσε να κατακτήσει με μια μονάχα φλογερή ματιά όποιο θυληκό του έκανε κέφι.

Τουλάχιστον αυτό θεωρούσα νιώθοντας υπερήφανη για την γενναιότητα μου προτού με αδειάσει με τον χειρότερο τρόπο την επόμενη κιόλας μέρα.

Είχαμε αποκοιμηθεί στον δερμάτινο μπέζ καναπέ του γραφείου έπειτα απο αλλεπάληλες φορές που κούρσεψε το κορμί μου ξεδιψώντας μήνες ανομβρίας κι παγερής μοναξιάς . 《Ξέρεις καλύτερα να ξεχάσουμε οτι συνέβει ήταν μια στιγμή παραφροσύνης !》μου είχε ανακοινώσει σκληρά πετώντας την έκσταση που έζησε μαζί μου στα σκουπίδια.

《Όμως τίποτε δεν τελείωσε ανάμεσα μας γλυκέ μου έχω θέσει έναν στόχο και δεν θα ηρεμήσω εως ότου τον πετύχω ! Θα σε παντρευτώ Κρίστιαν θα γίνεις ξανά ευτυχισμένος στο πλευρό μου..!》μονολογούσε χαμογελώντας καταμεσής του διαδρόμου .

《Πάλι το αφεντικό φαντασιώνεσαι ;》ρώτησε κοροιδευτικά η αυστηρή Μάργκαρετ διευθύντρια πωλήσεων της ναυτιλιακής πλέον και εξίσου καλή φίλη της Μαρίνας .

Την κοίταξα επιθετικά μορφάζοντας ενοχλημένη 《Δεν σε αφορούν οι σκέψεις μου ..καλύτερα να επιστρέψεις στην δουλειά σου ..!》

《Μην αυθαδιάζεις κορίτσι μου διότι μόνο σε κακό μπορεί να σου βγεί ..πάρτο απόφαση η δική του καρδιά δεν αλλάζει..》σχολίασε εισβάλοντας απροειδοποίητα στο γραφείο του γελώντας εις βάρος μου.

《Ηλίθιο ψώνιο θεωρείς τον εαυτό σου ανώτερο μου έτσι ; Χα δεν έχεις ιδέα όμως που είμαι ικανή να φθάσω για να τον αποκτήσω ..!》πρόφερε με μίσος και μια καταπιεσμένη οργή για την απόρριψη που είχε δεχθεί κολλώντας παράλληλα το αυτί της στην πόρτα με σκοπό να κρυφακούσει τον διάλογο που εκτυλίσονταν εσωτερικά.

《Καλημέρα Μάργκαρετ μου έφερες τον φάκελο απ ότι βλέπω κάθισε θέλεις να φωνάξω την Βικτώρια να σου φτιάξει καφέ ;》

《Καλημέρα κι σε εσένα Κρίστιαν όχι σε ευχαριστώ πολύ έχω πιεί ήδη δύο απο το πρωί ! Ξέρεις άλλωστε πόσο στα νέυρα μου την δίνει αυτή η τύπισσα..》

《Χα..ξεχνιέται νομίζεις ; Κι εμένα ορισμένες φορές μου φαίνεται φορτική η παρέα της πίστεψε με.
Δώσε μου μισό λεπτό να απαντήσω στο τηλέφωνο κι συνεχίζουμε την κουβέντα μας..》σχολίασε σηκώνοντας αργά το ακουστικό .αμ
《Ναυτιλιακή Μπάλτον λέγεται..; 》πρόφερε αυστηρά μένοντας παράλληλα στήλη άλατος έπειτα απο τους ήχους που έφθαναν στα αυτιά του καθώς μια γυναίκα ακουγόταν καθαρά στο βάθος να κλαίει .

Η καρδιά μου σφίκτηκε αφού μια μαχαιρία με έσφαζε άξαφνα στο στήθος καθώς ο φόβος και οι αναμνήσεις αναμειγνύονταν έπειτα απο πολύ καιρό εκτινάσοντας την αδρεναλίνη στα ύψη.

《Ποιός είναι ; Μιλήστε μου ..》πρόφερα αγχωμένος παρατηρώντας επιφυλακτικά την Μάργκαρετ απέναντι μου που αγωνιούσε το ίδιο με εμένα.

Κανείς δεν αποκρίνονταν όμως μοναχα οι λυγμοί γίνονταν ολοένα πιο πνικτοί και υπόκωφοι λες και κάποιος απομάκρυνε σταδιακά το ακουστικό απο τον συνομιλητή.

《Κάτι πρέπει να συμβαίνει στα παιδιά είναι ανάγκη να φύγω..》ανακοίνωσα έντρομος δίχως να δοκιμάσω να τερματίσω τούτη την παράξενη κλήση για να τρέξω στο πλευρό τους το συντομότερο.

Σαν απο ένστικτο μια απόκοσμη δύναμη με κρατούσε εγκλωβισμένο στην γραμμή αναμένοντας να ακούσω την φωνή που για χρόνια νοσταλγούσα.
《Μιλήστε επιτέλους τι στα κομμάτια θέλετε απο εμένα γιατί καλέσατε στο προσωπικό μου νούμερο ;》πρόφερα εξαγριωμένος πλέον έχοντας χάσει παντελώς την αρχική ψυχραιμία μου.

Πάνω που ήμουν έτοιμος να κατεβάσω μια και καλή του ακουστικό τρέχοντας κοντά στα παιδιά μου η φωνή ήχησε επιτέλους στα αυτιά μου.
《Κρίστιαν..》ψέλλιζε αδύναμη μέσα απο πυκνά παράσιτα που δυσχέραιναν ολοένα τόσο την ακοή μου όσο κι την ποιότητα της κλήσης.

Μα η καρδιά μου συνηγορούσε πως δίχως αμφιβολία η απελπισμένη φωνή στην γραμμή ήταν η δική της έπειτα απο δέκα ολόκληρα χρόνια απουσίας !
《Μαρίνα..》τράυλισα σαστισμένος έχοντας παραλύσει σύγκορμος ανακάθισα βιαστικά στην πολυθρόνα πίσω μου προτού σωριαστώ σαν πύργος απο τραπουλόχαρτα.

《Κρίστιαν..Κρίστιαν..》επανέλαβε μέσα απο ατελέιωτους λυγμούς κι φασαρία που δεν αντιλαμβανομουν απο που προερχόταν όυτε βέβαια απο που μπορεί να καλούσε.

《Απο πού καλείς ; Μίλησε μου τι σου συμβαίνει γιατί κλαίς έπαθες κανένα ατύχημα ;》τράυλιζα ολοένα τρέμωντας ολοκληρος σαν ψάρι εξω απο το νερό διαπιστώνοντας ταυτόχρονα πως αναμφίβολα είχε τρυπώσει ξανά στην ζωή μου απ το πουθενά.

Η Μάργκαρετ διακρίνοντας την αναστάτωση μου πετάχτηκε όρθια απο την θέση της στο άκουσμα του ονόματος της παλιάς της φίλης κι συναδέλφου.《Κρίστιαν είναι όντως η Μαρίνα ; Ω θεε μου πόσο χαίρομαι εισακούστηκαν επιτέλους οι προσευχές μου..!》βιάστηκε να αναγγείλει ανακουφισμένη με ένα πλατύ χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη.

Μα εγώ δεν συμμεριζόμουν την χαρά της στο ελάχιστο αφουγκραζόμενος τους λυγμούς της να βουήζουν σαν χιλιάδες θυμωμένες μέλισσες στα αυτιά μου πλάθοντας χιλιάδες ζοφερά σενάρια με το νού.

Για εμένα σημασία είχε μονάχα η σωματική της ακεραιότητα και τίποτε παραπάνω όσο για την καρδιά μου κόντευε να σπάσει κάτω απο το βάρος του προαισθηματος που μου έκαιγε την ψυχή.
《Μω..ρό μου μίλησε μου ..πες μου που βρίσκεσαι μην κλαίς και εξήγησε μου τι συμβαίνει μονάχα μια λέξη αλλίως πως θα μπορέσω να σε βοηθήσω..》πάσχιζα να αρθρώσω μια μια τις συλλαβές σοκαρισμένος.

Τα παράσιτα ευθύς κατέκλυσαν την γραμμή κι η γρήγορη ανάσα της χάθηκε κάπου ανάμεσα στις γραμμές τηλεπικοινωνιών που διαπερνούσαν την γή απ άκρη σ άκρη συνάμα και οι λυγμοί έσβησαν σαν κιμωλία σε μάυρο πίνακα κι απέμεινα μονάχος .

《Μαρίνα !!》φώναξα απελπισμένος θέλοντας να εισβάλω μέσα απο την συσκευή αν ήταν εφικτό για να την αγκαλιάσω να την προστατέψω .

Η γραμμή νέκρωσε ακούγοντας μονάχα έναν ψίθυρο όμοιο με σταλαγματιά βροχής στο στεγνό ακόμη χώμα τόσο αχνός φάνταζε.
《Χάνομαι ..》

Έμεινα παγωμένος να παρατηρώ την Μάργκαρετ εξίσου ανήσυχη απέναντι μου δίχως να αντιλαμβάνεται τι ακριβώς συνέβαινε .

Ούτε ο ίδιος τολμούσα να χωρέσω στο μυαλό μου πως η γυναικά που λάτρεψα με πάθος βρισκόταν σε οποιουδήποτε είδους ανάγκη έπειτα απο τα ατελέυτητα έτη μοναξιάς που είχα βιώσει.

Κι ομως η καρδιά μου βούλιαξε σαν αφουγκράστηκα τους λυγμούς που τράνταζαν το σώμα κι την ψυχή της επαναφέροντας αναμνήσεις μιας άλλης ζωής .

《Έμαθες κάτι κακό ; Να πάρει το ύφος σου με τρομάζει..!》ρώτησε για τέταρτη συνεχόμενη φορά η Μάργκαρετ δίχως να λάβει απάντηση αφου ούτε ο ίδιος δεν είχα ιδέα ποια ανάγκη την ώθησε να στραφεί πίσω στο παρελθόν.

《Δεν ξέρω..》αποκρίθηκα κοφτά ατενίζοντας μπερδεμένος την φωτογραφία που συνέχιζε να κοσμεί το γραφείο μου συνθέτοντας ζοφερές εικόνες στο πάζλ του μυαλού μου.

《Τι σημαίνει αυτό ;》

《Έκλαιγε γοερά μα η γραμμή είχε παράσιτα δεν την άκουγα καθαρά μονάχα το όνομα μου ψέλλισε σιγανά κι στο τέλος αν άκουσα καλά την λέξη χάνομαι..》

《Πολύ μπερδεμένα μου τα λές δεν βγάινει νόημα ..είσαι σίγουρος πως ήταν εκείνη ; Θέλω να πώ πάνε χρόνια απο τότε που ..》

《Που έχω να ακούσω την γλυκιά κελαριστή φωνή της εννοείς ; Πίστεψε με δεν θα τολμούσα να λησμονήσω ούτε νεκρός εκείνη την βαθειά βελούδινη χροιά της . Είμαι βέβαιος !》ανακοίνωσα με καρδιά συντρίμια και παράλληλα τρικυμία στο μυαλό.

Η Βικτώρια δίχως να κατορθώσει να δαμάσει την ταραχή και συνάμα τον θυμό που την διακατείχε έπειτα απο το τηλεφώνημα εισέβαλε απροειδοποίητα στο γραφείο με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος αποφασισμένη να με ξεμπροστιάσει μπροστά σε όλοκληρη την εταιρεία.

Το βλέμμα φαρμακερό βλέμμα που την στόχευε απευθείας στην καρδιά δεν την πτόησε στο ελάχιστο καθώς ήταν ολοφάνερο πως κρυφάκουσε ολόκληρη την συνδιάλεξη που είχα γνωρίζοντας απο πρώτο χέρι τα μαντάτα σχετικά με την Μαρίνα .

《Πέρασε έξω αγενέστατη δεν βλέπεις πως συνομιλούμε με το αφεντικό σου ! Α..Κρίστιαν σαν πολύ αέρα έχει πάρει ετούτη !》σχολίασε ενοχλημένη η Μάργκαρετ ζητώντας μου να επέμβω.

Γέλασε χαιρέκακα εις βάρος της απολαμβάνοντας την απάντηση που κρέμονταν ακόμη στα χείλη προτού εκτοξεύτουν σαν βόμβα διαλύοντας μια για πάντα τον εγωισμό του .
《Γλυκιά μου έχω κάθε δικαίωμα επάνω στον Κρίστιαν αφότου με έκανε δική του επάνω στο γραφείο που αυτή την στιγμή ακουμπάς..!》 Ανακοίνωσε χαιρέκακα πλημμυρίζοντας υπερηφάνια που αποκάλυπτε το μυστικό που πάλευα να θάψω .

《Πάψε τα έχεις χαμένα πια !!》 Φώναξα μάταια διακρίνοντας ήδη στα μάτια της έκπληκτης συνεργάτιδας μου ένα συνονθύλευμα συναισθημάτων απογοήτευση ντροπή και ψίγματα θυμού καθρεπτίζονταν στους οφθαλμούς της προκαλώντας μου απίστευτη αμηχανία .

《Γιατί καλέ μου μήπως θα το αρνηθείς σαν δειλός πως μου έκανες έρωτα παθιασμένα στην επιφάνεια του ; 》συνέχισε το παιχνίδι της ακάθεκτη αποδεικνύοντας μου περίτρανα πόσο θανάσιμα ζήλευε την Μαρίνα.

《Πολύ καλά λοιπόν εφόσον θέλεις να εκθέσεις τα προσωπικά μας σε κοινή θέα δεν θα σου χαλάσω το χατίρι . Είναι αλήθεια πως κοιμήθηκα ένα βράδυ μαζί σου μα το έχω μετανιώσει..!》φώναξα επιθετικά καθότι δεν ήμουν σε θέση να διαχειριστώ την κατάσταση αφού το μυαλό μου ταξίδευε σε εκείνη.

Την ίδια στιγμή η Μάργκαρετ αμήχανη σηκώθηκε εκ νέου απο την θέση της σφίγγοντας τους φακέλους που βαστούσε στα χέρια μέχρι που τα δάκτυλα της μούδιασαν.
《Καλύτερα να σας αφήσω να λύσεται τα προσωπικά σας εμένα δεν με αφορούν ..απλώς Κρίστιαν θεωρούσα πως τόσα χρόνια είμασταν πράγματι φίλοι κι οχι απλά συνεργάτες..》

《Μάργκαρετ λυπάμαι πολύ για την δύσκολη θέση που σε έφερα..σαφώς και είμαστε φίλοι με ξέρεις καλά τόσα χρόνια ήξερες πόσο αγαπάω την Μαρίνα ..》

《Μην συνεχίζεις δεν χρειάζεται ..το είπες και μόνος σου ήξερα !》πρόφερε αποχωρόντας αμίλητη κι σκυθρωπή δίχως να ρίξει ούτε βλέφαρο στην Βικτώρια σαν την προσπερνούσε.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro